Το άρθρο δημοσιεύτηκε στο περιοδικό “Αγγελιοφόρος της Ρωσικής Δυτικοευρωπαϊκής Πατριαρχικής Εξαρχίας”, τεύχος 2-3, 1950, από τον Αρχιμανδρίτη (τότε ιερομόναχο) Σωφρόνιο.
Δεκαεννέα αιώνες πριν, ο Απόστολος Παύλος “ενώ περιδιάβαζε (την Αθήνα) και έβλεπε τους ιερούς τόπους των Αθηναίων, βρήκε ανάμεσα σε αυτούς κι ένα ιερό (βωμό), με την επιγραφή: ΣΤΟΝ ΑΓΝΩΣΤΟ ΘΕΟ” (Πράξ.17,23).
Δεν αμφιβάλλουμε ότι το ιερό αυτό τοποθετήθηκε από τους επιφανέστερους εκπροσώπους της ανθρώπινης σκέψης, που είχαν φτάσει σε όριο σοφίας που για φυσικό ανθρώπινο νου παραμένει ακόμα μέχρι τώρα απροσπέραστο, μια και με τη διαδικασία της φυσικής λογικής σκέψης δεν είναι δυνατόν να γνωρίσουμε τον Θεό. Η γνώση της αλήθειας για τον αληθινό Θεό ήταν επακόλουθο της αποκάλυψης.
Στην ιστορία της Θείας Οικονομίας για τη σωτηρία μας, η Εκκλησία ξεχωρίζει κάποιες στιγμές ως πιο ουσιαστικές, τις οποίες θυμάται και γιορτάζει κάθε χρόνο. Με την ιστορική ακολουθία η σειρά των γεγονότων αυτών έχει ως εξής: Ο Ευαγγελισμός, Η Γέννηση του Χριστού, η Βάπτιση του Κυρίου, η Μεταμόρφωση, τα Πάθη του Κυρίου, η Ανάσταση, η Ανάληψη και η Επιφοίτηση του Αγίου Πνεύματος. Στο δρόμο της αποκάλυψης του Θεού στον άνθρωπο, το καθένα από τα γεγονότα αυτά είναι συνδεδεμένο με όλα τα άλλα οργανικά και αδιαχώριστα. Ωστόσο η μέρα της Πεντηκοστής, τότε που γιορτάζουμε την Επιφοίτηση του Αγίου Πνεύματος, πρέπει να υπογραμμιστεί ως η ολοκλήρωση της αποκάλυψης περί του Μεγάλου Θεού Πανδημιουργού και Παντοκράτωρα.
Ο Θεός δεν είναι ζηλότυπος, δεν είναι εγωιστής, δεν είναι φιλόδοξος. Το Πνεύμα του Θεού ταπεινά και υπομονετικά αναζητά τον κάθε άνθρωπο σε όλους τους δρόμους του για να του προσφέρει τη γνώση για τον Εαυτό Του και έτσι να τον κάνει κοινωνό της Θείας αιωνιότητάς Του. (Παράβαλλε Πράξ.10.35). Και γι' αυτό σε όλες τις εποχές ο κάθε άνθρωπος μπορούσε και μπορεί, ως ένα βαθμό, να γνωρίζει τον αληθινό Θεό. Ωστόσο η τέλεια γνώση του Θεού δεν είναι δυνατή αν τη βγάλουμε έξω από την εμφάνιση του Θεού Λόγου εν σαρκί και έξω από την επιφοίτηση του Αγίου Πνεύματος, την Πεντηκοστή. Καμία πνευματική, φιλοσοφική ή μυστικιστική εμπειρία δε δίνει στον άνθρωπο τη δυνατότητα να γνωρίσει τη Θεία Ύπαρξη ως Μια ακατάληπτη απόλυτη Αντικειμενικότητα σε Τρία ακατάληπτα απόλυτα Υποκείμενα, δηλαδή ως Τριάδα ομοούσιον και αχώριστον, αφήνοντας έξω τον ενσαρκωμένο Χριστό.
Στην πλαστή φύση του ανθρώπου, ο οποίος δημιουργήθηκε κατ' εικόνα και καθ' ομοίωσιν του Θεού Πλάστη, είναι θεμελιωμένη η δυνατότητα όχι μόνο να δέχεται την Θεία αποκάλυψη αλλά και η δυνατότητα κάποιας ΥΠΟΨΙΑΣ για την εικόνα της Θείας Ύπαρξης. Ωστόσο αυτή η υποψία, όπως έδειξε η πανιστορική εμπειρία δεν οδηγεί στην αληθινή κατανόηση του Θείου μυστικού και γι' αυτό παραμένει εντελώς απαραίτητο ο Θεός ο Ίδιος να ανοιχτεί στον άνθρωπο, να του αποκαλύψει, σε προσβάσιμα για αυτόν όρια, την εικόνα της Ύπαρξης Του.
Πιο πάνω είχε αναφερθεί η σειρά των διαδοχικών γεγονότων της καινοδιαθηκικής αποκάλυψης, η οποία, δεν πρέπει να ξεχνάμε, είχε προαναγγελθεί από την αποκάλυψη παλαιοδιαθηκική. Όταν εμείς, οι χριστιανοί, βυθιζόμαστε σε παρατήρηση δεδομένων βιβλικής αποκάλυψης, ακόμα και από τα πρώτα κεφάλαια του βιβλίου της Γένεσης ακούμε το γνωστό για τον πολυυπόστατο Θεό. “Μετά είπε ο Θεός: «Ας φτιάξουμε τον άνθρωπο σύμφωνα με την εικόνα τη δική μας και την ομοίωση”. Και ακόμα: “ιδού ο Αδάμ έγινε πλέον σαν ένας από ημάς” (Γεν.1:26; 3:22). Στους ψαλμούς και προφήτες βλέπουμε ότι η Παλαιά Διαθήκη ήξερε και για τον Λόγο του Θεού και για το Πνεύμα του Θεού (“τῷ λόγῳ τοῦ Κυρίου οἱ οὐρανοὶ ἐστερεώθησαν καὶ τῷ πνεύματι τοῦ στόματος αὐτοῦ πᾶσα ἡ δύναμις αὐτῶν·” (Ψαλμ.32.6 και άλλα), αλλά την επίγνωση του Λόγου του Θεού και του Πνεύματος του Θεού όχι ως ενέργειες αλλά ως υποστάσεις, ως Πρόσωπα-Υποκείμενα δεν τη βρίσκουμε εκεί. Η παλαιοδιαθηκική ανθρωπότητα αβοήθητα χτυπιόταν στο πλαίσιο του μονοθεϊσμού, που κατανοούνταν όχι με την έννοια του χριστιανικού μονοθεϊσμού, αλλά με την έννοια μη χριστιανικού ενοθεϊσμού (δηλαδή του ενυπόστατου Θεού). Μήπως με την επίγνωση της κλειστής ολοκλήρωσης του ενοθεϊσμού εξηγείται η υπερβολική κλίση των παλαιοδιαθηκικών Εβραίων στον ειδωλολατρικό πολυθεϊσμό; Αλλά καθώς για αυτά δεσμεύονταν απαγορευτικά από το Νόμο και τους Προφήτες, φυσικά, με αγωνία περίμεναν τον Μεσσία – Εμμανουήλ της επαγγελίας να τους αποκαλύψει όλη την αλήθεια για τον Θεό (Ιω.4.25).
Αν εμείς τώρα απευθυνθούμε σε όσους ανήκαν στην προχριστιανική ανθρωπότητα, η οποία έμεινε αμέτοχη της παλαιοδιαθηκικής αποκάλυψης, τότε και εκεί, ανάμεσα σε ατέλειωτα πολλές περιπλανήσεις, σταματώντας στις πιο επεξεργασμένες, θα βρεθούμε μπροστά σε σειρά από υπέροχες προσεγγίσεις στην γνώση της αλήθειας. Αυτή η εμπειρία της φυσικής θεογνωσίας για μας είναι πολύ πολύτιμη, επειδή με αυτήν γνωρίζουμε τα όρια αυτού που είναι προσβάσιμο για τον άνθρωπο στη φυσική τάξη. Από αυτή την εμπειρία βλέπουμε ότι όταν ο άνθρωπος στη δική του πνευματική ύπαρξη δίνει πρωτιά στο νου-λογική ή, να το πούμε διαφορετικά, όταν προσπαθεί να γνωρίσει την Αιώνια Αλήθεια με το νου του, με τις δυνάμεις του, τότε με μοιραίο τρόπο παρασύρεται στην πανθεϊστική ιδέα για την Ύπαρξη. Τέτοιο αναπόφευκτο γλίστρημα στον πανθεϊσμό είναι αποτέλεσμα του ότι εμείς νομίζουμε ότι ο νους -λογική είναι απρόσωπος ως προς τους νόμους της λειτουργίας του. Αφήνοντάς τον να λειτουργεί μόνος του, αυτόνομα, και αναγνωρίζοντας σε αυτόν την ύψιστη μορφή της ανθρώπινης ύπαρξης, φτάνει σιγά-σιγά μέχρι να παλεύει με την προσωπική αρχή της Ύπαρξης γενικώς.
Όταν δε στον άνθρωπο κυριαρχεί η συνείδηση ότι η προσωπική αρχή είναι απαραίτητος όρος για τη νοητική συγκρότηση της ύπαρξής του, τότε αυτός, καθώς συνειδητοποιεί την ανεπάρκεια της προσωπικότητας – ΕΓΩ, φυσικά τείνει προς τον πλουραλισμό, προς την πολυθεΐα.
Και ο μη προσωποκρατικός μονισμός του πανθεϊσμού, ακόμα και ο ειδωλολατρικός πλουραλισμός, όσο παράξενο και αν είναι, μέχρι τώρα δεν έχουν εξαλειφθεί από την ανθρωπότητα.
Το πλεονέκτημα της πανθεϊστικής αντίληψης για την Ύπαρξη μπροστά στην ειδωλολατρική πολυθεΐα βρίσκεται στο ότι ο πανθεϊσμός σωστά εικάζει την αρχική ενότητα της Ύπαρξης. Το δε πλεονέκτημα του δεύτερου, δηλαδή, του ειδωλολατρικού πλουραλισμού, στην πιο καλή πλευρά του, μπροστά στον πανθεϊσμό, βρίσκεται στο ότι σε αυτόν σωστά έγινε αντιληπτή η προσωπικότητα ως η πιο βαθιά οντολογικά αρχή στην ύπαρξη, η δε νοημοσύνη, ως μία από τις ενέργειες, μια από τις εκφάνσεις αυτής της προσωπικής αρχής. Η εμπειρία, λοιπόν, του προχριστιανικού κόσμου, τόσο του μέτοχου όσο και του αμέτοχου της παλαιοδιαθηκικής αποκάλυψης, πολύ ξεκάθαρα έδειξε πώς χάνεται ο άνθρωπος μέσα στις απορίες του, όντας τελείως αδύναμος να βρει διέξοδο από αυτές και να φτάσει στην αληθινή γνώση για τον Θεό. Αυτή η διέξοδος και αυτή η γνώση δόθηκαν στην ανθρωπότητα μέσω της Θείας αποκάλυψης στον Ιησού Χριστό και μέσω της επιφοίτησης του Αγίου Πνεύματος, την ημέρα της Πεντηκοστής.
Αλλά ποια γνώση για το μυστικό της Θείας Ύπαρξης μας έδωσε αυτή η αποκάλυψη; Είναι εκφράσιμη με λόγια; Και αν ναι, τότε που είναι αυτά τα λόγια; Τα λόγια αυτά τα φυλάσσει η Εκκλησία του Χριστού, η οποία μας διδάσκει ότι ο αληθινός Θεός είναι Ένας Θεός, αλλά είναι τριαδικός κατά τα Πρόσωπα. Αυτή αναφέρεται στη Θεία Ύπαρξη ως αδιαίρετη και ασύγχυτη Τρι-ενότητα, ως Τριάδα ομοούσιον και αχώριστον. Ας παραθέσουμε εδώ μια από τις πιο τέλειες εκφράσεις αυτής της διδασκαλίας, γνωστής με το όνομα “Το σύμβολο, ήτοι η ομολογία, του εν αγίοις πατρος ημών, Αθανασίου του Πατριάρχου Αλεξανδρείας”¹):
«Όστις βούλεται σωθήναι, προ πάντων χρή αυτώ την καθολικήν κρατήσαι πίστιν, ην εί μη τις σώαν και άμωμον τηρήσειεν, άνευ δισταγμού είς τον αιώνα απολείται. Πίστις δε καθολική αύτη εστίν, ίνα ένα Θεόν εν Τριάδι, και Τριάδα εν μονάδι σεβώμεθα, μήτε συγχέοντες τας υποστάσεις, μήτε την ουσίαν μερίζοντες. Άλλη γαρ έστιν η του Πατρός υπόστασις, άλλη του Υιού και άλλη του Αγίου Πνεύματος· αλλά Πατρός και Υιού και Αγίου Πνεύματος μία εστί θεότις, ίση δόξα, συναΐδιος η μεγαλειότης. Οίος ο Πατήρ, τοιούτος και ο Υιός, τοιούτο και το Πνεύμα το άγιον. Άκτιστος ο Πατήρ, άκτιστος ο Υιός, άκτιστον και το Άγιον Πνεύμα. Ακατάληπτος ο Πατήρ, ακατάληπτος ο Υιός, ακατάληπτον και το Άγιον Πνεύμα. Αιώνιος ο Πατήρ, αιώνιος ο Υιός, αιώνιον και το Άγιον Πνεύμα· πλην ού τρείς αιώνιοοι, αλλ' είς αιώνιος· ώσπερ ουδέ τρείς άκτιστοι, ουδέ τρείς ακατάληπτοι, αλλ' είς άκτιστος και είς ακατάληπτος. Ομοίως παντοκράτωρ ο Πατήρ, παντοκτράτωρ ο Υιός, παντοκράτωρ το Πνεύμα το άγιον· πλην ού τρείς παντοκράτορες, αλλ' είς παντοκράτωρ. Ούτω Θεός ο Πατήρ, Θεός ο Υιός, Θεός και το Πνεύμα το άγιον· πλην ού τρείς Θεοί, αλλ' είς Θεός. Ωσαύτως Κύριος ο Πατήρ, Κύριος ο Υιός, Κύριον και το Πνεύμα το άγιον· πλην ού τρείς Κύριοι, αλλ' είς έστι Κύριος. Ότι ώσπερ μοναδικώς εκάστην υπόστασιν Θεόν και Κύριον ομολογείν χριστιανική αληθεία αναγκαζόμεθα, ούτω τρείς Θούς ή τρείς Κυρίους λέγειν καθολική ευσεβεία κωλυόμεθα. Ο Πατήρ υπ' ουδενός έστι πεποιημένος, ούτε δεδημιουργημένος, ούτε γεγεννημένος. Ο Υιός από μόνου του Πατρός εστιν, ού πεποιημένος, ουδέ δεδημιουργημένος, αλλά γεγεννημένος. Το Πνεύμα το άγιο από του Πατρός, ού πεποιημένον, ουδέ δεδημιουργημένον, ούτε γεγεννημένον, αλλ' εκπορευτόν. Είς ούν εστι Πατήρ, ού τρείς Πατέρες· είς Υιός, ού τρείς Υιοί· εν Πνεύμα άγιον, ού τρία Πνεύματα άγια. Και εν ταύτη τη Τριάδι ουδέν πρώτον ή ύστερον, ουδέν μείζον ή έλαττον· αλλ' όμως αι τρείς υποστάσεις συνδιαιωνίζουσαι εαυταίς είσι και ίσαι. Ώστε κατά πάντα, ως είρηται, και Τριάς εν μονάδι, και μονάς εν Τριάδι λατρεύεται.
Ο θέλων ούν σωθήναι, ούτω περί της Αγίας Τριάδας φρονείτω».
Αυτό το Σύμβολο του Αγίου Αθανασίου παρατίθεται συνήθως στην πρώτη σελίδα του “Λειτουργικού Ψαλτηρίου”.
Για έναν πιστό αυτή η αποκάλυψη περί του Ένός Τριαδικού Θεού είναι ανεξάντλητη πηγή σοφίας, χαράς και φωτός, που ξεχειλίζει σε όλες τις εκφάνσεις της ανθρώπινης ύπαρξης, που λύνει όλες τις απορίες του νου και της καρδίας, που μας οδηγεί στις ατέλειωτες απλοχωριές της αιώνιας ζωής. Αλλά όταν ο νους - το λογικό μας, όντας αποκομμένος από την καρδιά, που είναι γεμάτη από χάρη της πίστης, μόνος του, με τους κανόνες διανόησής του σταματάει μπροστά στα δεδομένα αυτής της αποκάλυψης, τότε βρίσκεται μπροστά από σειρά ακατάληπτων για αυτόν διατάξεων.
Εμείς δεν μπορούμε να συλλάβουμε ένα τέτοιο Προσωπικό Ον, το Οποίο να είναι “εξ' άρχής” παντέλειο και μέχρι τέλους πραγματοποιημένη Ύπαρξη, στην οποία δεν υφίσταται ίχνος διαδικασίας, δηλαδή τέτοιο Όν, στην ύπαρξη του οποίου η προσωπική αυτοσυνείδηση να μην προηγείται της πράξης πληρότητας του αυτοπροσδιορισμού (αυτοαποκάλυψης, αυτοδιάθεσης), και που αυτό το τελευταίο να μην προηγείται της πράξης της απόλυτης πληρότητας της αυτογνωσίας.
Μας είναι απρόσιτη η σύλληψη μιας τέτοιας Προσωπικής Ύπαρξης, η Οποία, καθώς είναι απολύτως ελεύθερη ως προς τον αυτοπροσδιορισμό Της, επομένως, καθώς δεν έχει μπροστά Της καμία δεδομένη αρχική πραγματικότητα, δεν αποκλείει την απόλυτη αντικειμενικότητα της φύσης Της, της ουσίας Της. Για μας είναι ακατάληπτο, πώς είναι δυνατόν, η φύση ή η ουσία, καθώς είναι η απόλυτη αντικειμενική πραγματικότητα, να μην προηγείται και να μην προκαθορίζει με κανένα τρόπο την απόλυτη τελειοποίηση της υποκειμενικής αυτοδιάθεσης των Προσώπων της Αγίας Τριάδας.
Εμείς δεν μπορούμε να συλλάβουμε ένα τέτοιο Προσωπικό Ον, το Οποίο, ενώ είναι απολύτως ένα και απλό, την ίδια στιγμή είναι και Τριαδικό, και ταυτόχρονα με τέτοιο τρόπο που καθένα από τα Τρία να είναι Απόλυτο Υποκείμενο, φορέας της όλης πληρότητάς της Θείας Ύπαρξης, δηλαδή ένας και παντέλειος Θεός, που δυναμικά ισούται με όλη την Τριαδική ενότητα.
Δε μας είναι προσιτή η σύλληψη της ύπαρξης ενός τέτοιου Τριαδικού Όντος, όπου αυτός που Γεννάει να μην προηγείται από αυτόν που Γεννιέται, ο Εκπορεύων να μην προηγείται από τον Εκπορευόμενο. Όπου η πράξη της γέννησης και της εκπόρευσης με τίποτα δεν οριοθετεί την απόλυτη ελευθερία του προσωπικού αυτοπροσδιορισμού του Γεννημένου και του Εκπορευόμενου.
Εμείς δεν μπορούμε να φανταστούμε μια τέτοια Ύπαρξη, στην Οποία ξεχωρίζουν τα Τρία Πρόσωπα από την μία ουσία ή φύση, η ουσία από την ενέργεια, και η Οποία, παρ' όλα αυτά, είναι απολύτως απλή και δεν είναι σύνθετη.
Δε μας είναι προσιτή η σύλληψη μιας τέτοιας Ύπαρξης, στην Οποία διακρίνουμε μια ολόκληρη σειρά από πράξεις, για παράδειγμα: τη γέννηση του Υιού, την εκπόρευση του Αγίου Πνεύματος ή τις πράξεις αυτοπροσδιορισμού και αυτογνωσίας, και η Οποία την ίδια στιγμή είναι απολύτως απλή, χωρίς διαδικασίες και χωρίς διάρκεια πράξη.
Δεν μπορούμε να φανταστούμε μία τέτοια Ύπαρξη όπου μία οντολογική αρχή – ο Πατέρας – δεν προηγείται ούτε από τον Υιό που Γεννιέται ούτε από το Άγιο Πνεύμα που Εκπορεύεται. Δεν προηγείται και οντολογικά δεν πλεονεκτεί, οπότε μπορούμε να μιλάμε για την συναϊδιότητά τους και πλήρη ισότητα, δηλαδή για τις ίσες θεότητες, με ίση αξία, ίση δύναμη, ή, καλύτερα, για τη μία θεότητα, μία αξία, μία δύναμη· μπορούμε να μιλάμε για τη μία δόξα, μία ενέργεια και ένα θέλημα, τόσο που από το δόγμα αποφασιστικά “απαγορεύεται” οποιαδήποτε σκέψη για ιεραρχική δομή της Τριάδας ή για υποταγή – ιεραρχία. “Και εν ταύτη τη Τριάδι ουδέν πρώτον ή ύστερον, ουδέν μείζον ή έλαττον· αλλ' όμως αι τρείς υποστάσεις συνδιαιωνίζουσαι εαυταίς είσι και ίσαι”.
Η Εκκλησία μάς λέει ότι ο Θεός είναι Ύπαρξη αυθύπαρκτη, που δεν έχει εκτός από τον Εαυτό Της καμία άλλη ανεξάρτητη παράλληλη ύπαρξη. Μας μιλάει για Θεό παντέλειο, ζωντανό, που κατέχει την απόλυτη πλήρωση της πραγματοποιημένης ύπαρξης, τέτοιας ύπαρξης δηλαδή, που είναι καθαρή πράξη. Αλλά όταν ο νους μας σταματάει στη σκέψη αυτής της Ύπαρξης, τότε Αυτή, λόγω του γεγονότος ότι είναι εξ' αρχής πραγματοποιημένη Ύπαρξη, του παρουσιάζεται ως καθαρό γεγονός.
Μπροστά σε αυτή τη διδασκαλία της Εκκλησίας ο νους μας απορεί και σιωπά. Δεν χωράει με κανένα τρόπο στο πλαίσιο κατηγοριών της σκέψης μας. Μια σειρά από ακατάληπτες διατάξεις της ομολογίας της Εκκλησίας είναι ακόμα δυσκολότερες, όταν στη διδασκαλία της Εκκλησίας αναφερόμαστε στην ενσάρκωση του Ενός από την Τριάδα – του Υιού-Λόγου. Δεν καταλαβαίνουμε, πως αρχίζει ο Άναρχος· πως αποκτάει εικόνα κτιστής ύπαρξης ο Άκτιστος; Πως ο μονογενής Υιός είναι και τέλειος Θεός και τέλειος άνθρωπος; Πως στη μία Υπόσταση του ενσαρκωμένου ασυγχύτως και αδιαιρέτως συνδυάζονται δύο φύσεις, δύο θελήσεις, δύο ενέργειες, Θεϊκή και ανθρώπινη. Εμείς δεν μπορούμε να καταλάβουμε το δόγμα της Εκκλησίας, το οποίο κάνει λόγο για την μία φύση, τη μία θέληση, τη μία ενέργεια της Αγίας Τριάδας, και την ίδια στιγμή διδάσκει για τις δύο φύσεις, τις δύο ενέργειες, τις δύο θελήσεις, που συνδυάζονται σε Έναν από την Τριάδα.
_________
Δεν εξαντλούμε καθόλου τις απορίες και για πάντα θα έχουμε μπροστά μας ανεξάντλητη μεγάλη σειρά από απορίες που γεννιούνται στο νου μας στη συνάντησή μας με τη διδασκαλία της Εκκλησίας. Και αν είναι έτσι, δηλαδή αν, παρόλη την αποκάλυψη, η Θεία Ύπαρξη παραμένει για μας ακατάληπτη, αδιανόητη, αόρατη, αόριστη, ανώνυμη, τότε, αναρωτιέται κανείς, ποια νέα ζωή και ποια νέα γνώση μάς προσφέρει το δόγμα της Εκκλησίας για την Αγία Τριάδα? Αλλά να ρωτήσουμε ακόμα: όταν ακούμε για την ύπαρξη, η οποία δεν αντιστοιχεί στις παραστάσεις του νου μας, που σκέφτεται σύμφωνα με τους δικούς του νόμους, αυτή η αναντιστοιχία είναι επαρκής βάση για να αναγνωρίσουμε τη δοσμένη σε μας γνώσης ως αναληθή;
Σε αυτήν την τελευταία ερώτηση, με όλη τη σιγουριά, μπορούμε να απαντήσουμε: όχι, δεν είναι. Η ιστορία του ανθρώπινου πολιτισμού μάς προσφέρει πάνω σε αυτό μια ατέλειωτη σειρά από πολλά παραδείγματα. Πολλά από αυτά που τώρα είναι γεγονότα εμπειρικής γνώσης, ακόμα και στο πρόσφατο παρελθόν για τα πιο μορφωμένα μυαλά φαίνονταν αδιανόητα. Αν φανταστούμε ότι τον προηγούμενο αιώνα κάποιος επιστήμονας, διεισδύοντας με διαίσθηση στο μυστικό της δομής της ύλης, στο μυστικό της εσωατομικής ζωής, άρχιζε να εξελίσσει τις σύγχρονες θεωρίες χωρίς, ωστόσο, να είχε τη δυνατότητα να αποδείξει εμπειρικά την ορθότητα της γνώσης του, με σιγουριά μπορούμε να πούμε ότι θα τον θεωρούσαν ανόητο ή, στην καλύτερη περίπτωση, φαντασιόπληκτο και ονειροπόλο. Αλλά στην επιστήμη, η εμπειρική εμπέδωση του ενός ή του άλλου γεγονότος ύπαρξης καθιστά ανόητη την όποια προσπάθεια να αποδείξει με τη λογική το μη δυνατό ή το αδιανόητο του γεγονότος αυτού. Έτσι, τώρα, στην επιστήμη βρισκόμαστε μπροστά στο εμπειρικά εμπεδωμένο γεγονός της ύπαρξης και η σκέψη μας, πλέον, δεν μπορεί να αρνηθεί αυτό το γεγονός. Το ίδιο πρέπει να πούμε και για την αποκάλυψη που έχει δοθεί στην Εκκλησία, και η οποία μας μιλάει για το γεγονός της συγκεκριμένης Θείας Ύπαρξης, και όταν η σκέψη μας προχωράει με αυτό το γεγονός, τότε αποκτάει δυνάμει την ικανότητα κατανόησης του μέχρι τότε άγνωστου και αδιανόητου.
__________
Η παραπάνω αναφερόμενη, άκρως συμπυκνωμένη, ομολογία της Εκκλησίας εμπεριέχει στον εαυτό της την πληρότητα της προσβάσιμης για τον άνθρωπο γνώσης περί Θείας Ύπαρξης, Αυτή η ομολογία, αυτό το δόγμα της Εκκλησίας, δεν έχει ανάγκη να αποδειχτεί ή να εξηγηθεί με λογικό τρόπο. Το αντίθετο, αυτό το δόγμα καταδεικνύει το ανώτατο γεγονός της Ύπαρξης, η οποία δίνει βάση σε όλα, και στη ζωή, και στη γνώση, δηλαδή στην ολοκληρωτική ύπαρξη, απλή και ενιαία στην ακεραιότητά της. Αλλά για να Την κατανοήσεις, πρέπει να ακολουθείς την οδό που οδηγεί σε αυτή την κατανόηση. Για να αποκτήσεις επιστημονικές γνώσεις, που διδάσκονται στα σχολεία, τα παιδιά υπακούουν στους δασκάλους τους, ακολουθώντας τις υποδείξεις τους, τη μέθοδό τους. Και η Εκκλησία έχει την επιστήμη Της για τη γνώση του Θεού, το δρόμο Της ή τη μέθοδο, που οδηγεί στη γνώση αυτή. Και αυτός που θέλει να την αποκτήσει, πρέπει να ακολουθεί τη μέθοδο της Εκκλησίας, η οποία συμπυκνώνεται στην πίστη και την τήρηση των εντολών του Χριστού.
Ο Θεός είναι Αγάπη, Τον γνωρίζουμε και Τον παρατηρούμε μόνο δια μέσου της αγάπης και μέσα στην αγάπη. Και γι' αυτό, οι εντολές του Χριστού που οδηγούν στη γνώση και στην παρατήρηση του Θεού, είναι εντολές αγάπης. Το μυστικό της Τριάδας δεν είναι πλήρως καταληπτό, επειδή υπερβαίνει τις δυνατότητες του νου μας και τις δυνάμεις της κτιστής μας ουσίας. Αλλά ενώ είναι ακατάληπτο και κρυμμένο, αυτό το μυστικό, μέσα από την πίστη και μέσα από τη ζωή που ορίζεται από την πίστη, διαρκώς μας αποκαλύπτεται υπαρξιακά, και γίνεται αστείρευτη πηγή της αιώνιας ζωής. Η πίστη είναι πιο βαθιά και πιο διεισδυτική από τη λογική. Μας καλεί στην κατανόηση και την πρόσκτηση των Θείων μυστικών όχι μέσω λογικών ερευνών, αλλά μέσω της υπακοής στις Θείες εντολές του Χριστού. «Αν εσείς αποδειχθείτε υπάκουοι στον λόγο μου, τότε θα είστε πραγματικά μαθητές μου· θα γνωρίσετε την αλήθεια, και η αλήθεια θα σας ελευθερώσει» (Ιω. 8. 32). Σε αυτό το δρόμο “της υπακοής στον λόγο του Χριστού” τον άνθρωπο τον συναντάει ο Θεός και κατοικεί στην ψυχή του (Ιω. 14.23), δίνοντάς του γνήσια γνώση για τον Εαυτό Του. Τότε, όλα αυτά που νωρίτερα φαίνονταν αδιανόητα με τη λογική, με το φως του απογυμνώνει την άγνοιά μας και τις αυταπάτες μας, που είναι αποτέλεσμα αμαρτίας και πτώσης. Τότε, μπροστά μας παρουσιάζεται η απέραντη πληρότητα, η σοφία, η ομορφιά, το φως, η αλήθεια της Θείας Ύπαρξης, η οποία είναι Αγάπη.
Η όποια προσπάθειά μας να εκφράσουμε με λόγια, ποια αρχή ή ποια ιδιότητα της Θείας Ύπαρξης οδηγεί σε μια τέτοια ενότητα της Αγίας Τριάδας, ώστε τα Τρία Πρόσωπα να αποτελούν ένα ον, πρέπει να έχει τα όριά της, για να μην αμαρτάνουμε στην ομολογία πίστης, με το να εξορθολογίζουμε το δόγμα. Αλλά επειδή η Αποκάλυψη μας λέει ότι ο Θεός είναι Αγάπη, επειδή και σε μας ο Κύριος έδωσε την εντολή να αγαπάμε τον πλησίον ως εαυτόν, γι' αυτό έχουμε τη δυνατότητα να αντιλαμβανόμαστε την ουσία της Θείας Ζωής ως Αγάπη. Ωστόσο αυτό πρέπει να το αντιλαμβανόμαστε όχι με την έννοια ότι η αγάπη ως ουσία προηγήθηκε της ύπαρξης των προσώπων της Αγίας Τριάδας, δηλαδή πρώτα η ουσία και μετά τα Πρόσωπα ως εκφάνσεις της ουσίας αυτής. Όχι, η Αγάπη είναι ουσία, η φύση της Θεότητας, αλλά με την έννοια του απολύτως ελεύθερου αυτοπροσδιορισμού των Προσώπων, και μάλιστα, τέτοιου αυτοπροσδιορισμού, στον οποίο αυτή η αγάπη δεν είναι “ψυχολογική” υποκειμενική κατάσταση, αλλά πραγματικά και αντικειμενικά ουσιαστική φύση. Γι' αυτό στην εκκλησιαστική δογματική διδασκαλία της Θείας Ύπαρξης τα Πρόσωπα και η ουσία είναι διακριτά.
Στην περίπτωση του ανθρώπου η ύπαρξή του ακολουθεί από ύπαρξη που είχε προηγηθεί, μία ύπαρξη που για αυτόν είναι ένα ανεξάλειπτο γεγονός, ένα τέτοιο δεδομένο, μία τέτοια αρχή, η οποία, εξωγενώς, περιορίζει την ελευθερία του αυτοπροσδιορισμού του. Ο άνθρωπος στη διάρκεια της εξέλιξής του ανακαλύπτει τις ιδιότητες της φύσης του, περνώντας την ίδια στιγμή τη γνωστή διαδικασία της εξέλιξης, ιδιότητες που δεν υπάρχουν καθόλου στην Θεία Ύπαρξη. Αυτό πάντα πρέπει να το λαμβάνουμε υπόψη, όταν σκεφτόμαστε τον Θεό, για να μη διολισθαίνουμε στο λεγόμενο ανθρωπομορφισμό. Παρόλο που ο άνθρωπος δημιουργήθηκε κατ' εικόνα του Θεού, ωστόσο, όταν αρχίζει να μεταφέρει αυτά που έχει κατακτήσει μέσα από την αυτογνωσία του στον Θεό, τότε αναποδογυρίζει την ιεραρχία της ύπαρξης και αρχίζει ο ίδιος να δημιουργεί τον Θεό κατ' εικόνα του και καθ' ομοίωση. Ο δρόμος της Εκκλησίας είναι αντίστροφος· δεν είμαστε εμείς που δημιουργούμε τον Θεό κατ' εικόνα μας και καθ' ομοίωση, αλλά, ακολουθώντας τις εντολές του Χριστού, εμείς ανακαλύπτουμε στον εαυτό μας τις ιδιότητες της φύσης μας, που δημιουργήθηκε κατ' εικόνα του Θεού.
Οι εντολές του Χριστού, η τήρηση των οποίων οδηγεί τον άνθρωπο στη θέωση είναι δύο· “Να αγαπάς τον Κύριο τον Θεό σου μ' όλη την καρδία σου, μ' όλη την ψυχή σου, μ' όλο τον νου σου και μ' όλη τη δύναμή σου. Αυτή είναι η πρώτη εντολή. Δεύτερη όμοια είναι αυτή: Να αγαπάς τον πλησίον σου όπως τον εαυτό σου” (Μκ.12,30-31). Από αυτές τις δύο εντολές, η δεύτερη μάς δίνει σε μεγαλύτερο βαθμό την δυνατότητα να γνωρίσουμε το μυστικό της ομοούσιου και αδιαιρέτου Τριάδας. Να εξηγηθούμε γιατί.
Η πρώτη εντολή λέει: να αγαπάς με όλη την καρδιά, όλη την ψυχή, όλο το νου, όλη τη δύναμη. Εδώ δε λέει: να αγαπάς τον Θεό όπως τον εαυτό σου, που θα ήταν πανθεϊσμός. Αυτή η εντολή μιλάει για το βαθμό της αγάπης. Αυτή μας δίνει τη δυνατότητα να γνωρίσουμε τον Θεό ως Αγάπη, αλλά μαζί με αυτό, μάς δείχνει και το όριο ανάμεσα στον άνθρωπο και τον Θεό. Αυτή μας κάνει κοινωνούς της Θείας ζωής, χωρίς να εξαλείφει το ετερούσιο.
Η δεύτερη εντολή: να αγαπάς τον πλησίον όπως τον εαυτό σου, δείχνει με τη λέξη όπως όχι τόσο το μέτρο ή το βαθμό της αγάπης, όσο τη βαθιά οντολογική κοινότητα της πανανθρώπινης μας ύπαρξης. Πραγματοποιημένη στην ανθρώπινη ύπαρξη, αυτή η εντολή σημαίνει ότι όλη η ανθρωπότητα γίνεται ένας άνθρωπος².
Η Αγάπη μεταφέρει την υπόσταση της προσωπικότητας αυτού που αγαπάει στον αγαπημένο και με αυτό τον τρόπο αφομοιώνει τη ζωή του, και έτσι δείχνει τη διαπερατότητα της Προσωπικότητας – Εγώ. Η απόλυτη τελειότητα της εσωτριαδικής αγάπης αποκαλύπτει την τέλεια αλληλοδιαπερατότητα των Τριών Προσώπων, έτσι ώστε στους Τρείς να είναι μία θέληση, μία ενέργεια, μία δόξα, μία δύναμη, μία Θεότητα, μία ουσία, και γι' αυτό κάθε Πρόσωπο-Υπόσταση είναι φορέας όλης της πληρότητας της Θεότητας, δυναμικά ίση με όλη την ενότητα των Τριών.
Κατ' εικόνα αυτής της αγάπης, η δεύτερη εντολή, να αγαπάς τον πλησίον όπως τον εαυτό σου, αποκαθιστά το διασπασμένο από την αμαρτία ομοούσιο του ανθρώπινου γένους, για να καταλήξει έτσι ώστε ότι όλη η πληρότητα της πανανθρώπινης ύπαρξης να γίνεται κτήμα της κάθε ανθρώπινης υπόστασης. Αυτή η εντολή, πραγματοποιημένη σε πλήρη τελειότητα, δείχνει ότι ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ είναι ΕΝΑΣ, ένας ως προς την ουσία και πολλαπλός ως προς τις υποστάσεις, ότι ο άνθρωπος, κατ' εικόνα της Αγίας Τριάδας είναι ΟΜΟΟΥΣΙΑ ΚΑΘΟΛΙΚΗ ΥΠΑΡΞΗ. Να το επαναλάβουμε, τέτοια ύπαρξη που ώστε στην τελική πραγματοποίηση κάθε ανθρώπινη υπόσταση, παραμένοντας στην πληρότητα της καθολικής ενότητας, είναι φορέας πληρότητας της πανανθρώπινης ύπαρξης, και έτσι γίνεται δυναμικά ίση με όλη την ανθρωπότητα, με τον Ένα όλο Άνθρωπο, καθ' ομοίωση του Τέλειου Ανθρώπου – Χριστού, που φέρει μέσα Του όλον τον Άνθρωπο.
Λοιπόν, σε αυτό τον δρόμο, δηλαδή στο δρόμο της τήρησης των εντολών του Χριστού, που είναι ο δρόμος της Εκκλησίας, αποκαλύπτεται το μυστικό της Αγίας Τριάδας. Αποκαλύπτεται όχι αφηρημένα, ορθολογικά, αλλά υπαρξιακά. Και άλλος δρόμος στην κατανόηση των Θείων μυστικών δεν υπάρχει.
Στη συνάντηση με αυτή τη διδασκαλία της Εκκλησίας, μέχρι τώρα και μέχρι το τέλος των αιώνων, δε θα σταματήσουν να ηχούν τα λόγια της μεγάλης έκπληξης: “Ξένοις ρήμασι, ξένοις δόγμασι, ξένοις διδάγμασι της Αγίας Τριάδος” (στιχηρά στους αίνους, όρθρος της Πεντηκοστής).