Πρόσωπα της Ιεράς Μονής των Σπηλαίων του Πσκωφ
Κατά τη διάρκεια των πιο σοβαρών σοβιετικών διωγμών του 20ού αιώνα, παρέμεινε το μοναδικό ανδρικό μοναστήρι της ΕΣΣΔ, που δεν έκλεισαν οι Μπολσεβίκοι.
Ιστορικά και κανονικά ερείσματα ενότητας της Ρωσικής Εκκλησίας
Тου Καθηγητή της Θεολογικής Ακαδημίας Μόσχας,Ιερέα Μηχαήλ Ζελτόφ.
Λιτανεία προς τιμήν του Αγίου Ειρηνάρχου του Εγκλείστου 2019
Οι προσκυνητές καλύπτουν περίπου 70 χιλομέτρα τις πρώτες τέσσερις μέρες και διανυκτερεύουν δίπλα σε ανακαινιζόμενες εκκλησίες
Μητροπολίτης Ονούφριος μιλά για την πορεία της κανονικής Ορθοδοξίας στην Ουκρανία
Το Τμήμα Πληροφοριών και Μορφώσεως της Ορθοδόξου Εκκλησίας της Ουκρανίας δημοσίευσε τη συνέντευξη του Μακαριωτάτου Μητροπολίτου Κιέβου και πάσης Ουκρανίας κ.κ. Ονουφρίου στο περιοδικό «Pastyr i pastva» («Ο Ποιμένας και το ποίμνιο»).

"Σημειώσεις από το υπόγειο". Μια κραυγή για τον Χριστό

Οι "Σημειώσεις από το υπόγειο" του Φ. M. Ντοστογιέφσκι είναι ένα από τα πιο δύσκολα προς κατανόηση έργα του 19ου αιώνα.

Η Τατιάνα Κασάτκινα, Διδάκτορας Φιλολογίας, Πρόεδρος της Επιτροπής για τη μελέτη της δημιουργικής κληρονομιάς του Φ. M. Ντοστογιέφσκι, του Επιστημονικού Συμβουλίου «Ιστορία του Παγκόσμιου Πολιτισμού» της Ρωσικής Ακαδημίας Επιστημών (ΣτΜ: Ρ.Α.Ε.) και επικεφαλής του Τμήματος Θεωρίας της Λογοτεχνίας Α. Μ. Γκόρκι (Ρ.Α.Ε.), μιλάει για το τι είναι o "я", τι κρύβεται πίσω από τον "πέτρινο τοίχο", τον «ταύρο», το «ποντίκι» και πολλά άλλα.

Αποκωδικοποίηση

Γεια σας. Το όνομά μου είναι Τατιάνα Κασάτκινα. Ασχολούμαι με τον Ντοστογιέφσκι, με τη θεωρία της λογοτεχνίας και τη θεωρία του Πολιτισμού. Σήμερα θα μιλήσουμε για το έργο "Σημειώσεις από το υπόγειο". Ελπίζω ότι όσοι έχουν προσέλθει, έχουν ήδη διαβάσει αυτό το κείμενο. Γιατί αν αρχίσουμε να μιλάμε γι’ αυτό, χωρίς να έχουμε διαβάσει το κείμενο, τότε ας μην περιμένουμε κάποιο όφελος από τη σημερινή ομιλία. Επειδή, πάντα, πρέπει πρώτα να κατανοήσετε το ίδιο το έργο, το οποίο θα συζητήσουμε, και μόνο στη συνέχεια όλα τα λοιπά λόγια περί αυτού.

Το "Σημειώσεις από το υπόγειο" και τα κείμενα του Ντοστογιέφσκι, γενικότερα, παρουσιάζουν αρκετές δυσκολίες για τους αναγνώστες τους, οι οποίοι και εμπίπτουν σε δύο κατηγορίες: Αυτοί που αγαπάνε τον Ντοστογιέφσκι και τον ερωτεύονται με την πρώτη ανάγνωση, κάποιοι άλλοι, που πραγματικά δεν τους αρέσει και δεν μπορούν να τον διαβάσουν. Και κάποιοι άλλοι, ακόμη, στους οποίους δεν αρέσει και τόσο, αλλά, παρ΄όλα αυτά, τον διαβάζουν. Μερικοί τον ερευνούν ακόμη και ολόκληρη τη ζωή τους, παρά τη δυσφορία αυτή. Βλέπουμε ότι το αναγνωστικό κοινό του συγκεκριμένου συγγραφέα ποικίλλει, αλλά, ταυτόχρονα, αυτός ο συγγραφέας είναι πιθανότατα ο μεγαλύτερος και πιο διάσημος συγγραφέας μας. Και το πιο σημαντικό -ένας συγγραφέας σε ζήτηση στη σημερινή εποχή κι έξω από τη Ρωσία. Το ερώτημα που τίθεται είναι: Γιατί, πώς και τι είναι αυτό που τον κάνει τόσο ελκυστικό.

Νομίζω ότι έχει να κάνει με την ακατάπαυστη επιθυμία του να φτάσει στα άκρα και στην αρχή των πάντων. Στις ίδιες τις ρίζες της ύπαρξής μας. Και η επιθυμία του ν’ αγκαλιάσουμε αυτές τις ρίζες με τη συνειδητότητά μας.

Και, παρεμπιπτόντως, γι' αυτόν ακριβώς τον λόγο τον αγαπούν, αλλά και δεν τον αγαπούν. Επειδή ένα άτομο, που έχει «βολευτεί» απολύτως σε ένα μεσαίο επίπεδο/περιοχή της ύπαρξης, μπορεί να μην του αρέσει πάρα πολύ να βλέπει να καταρρέουν ξαφνικά τα όρια που ο ίδιος έχει χαράξει. Ξαφνικά αποδεικνύεται ότι εκεί, στον χώρο των ορίων/συνόρων, δεν υπάρχουν σύνορα, αλλά κάτι άλλο: Περάσματα. Και ακόμα παραπέρα -το άγνωστο. Η κατάρρευση της εικόνας του κόσμου, η κατάρρευση των αποδεκτών, βολικών μοτίβων, στα οποία ένα άτομο έχει επαναπαυθεί, μπορεί, γενικά, να συγκριθεί με μια κατάσταση, όπου, για παράδειγμα, σ’ ένα όνειρο αισθάνεσθε ότι οι τοίχοι του δωματίου σας, που έχετε συνηθίσει να θεωρείτε ότι σας προστατεύουν, ξαφνικά δεν σας προστατεύουν από τίποτα, γίνονται ξαφνικά απόλυτα διαφανείς, οπότε μπορείτε να μπαίνετε και να βγαίνετε μέσα από αυτούς. Κάτι που θα σας οδηγήσει να επανεξετάσετε ολόκληρο το σχέδιο της ύπαρξής σας, για να προσαρμοστείτε κάπως σε αυτές τις συνθήκες. Τυπικά, μια τέτοια διαπερατότητα των τοίχων συνοδεύεται από έναν εφιάλτη. Και αυτός είναι ένας εφιάλτης μιας ασυνήθιστης εικόνας, που ξαφνικά μας γίνεται οικεία.

Θα ήθελα να μιλήσω τώρα για μία από τις πιο σημαντικές έννοιες, που συναντάμε στο "Σημειώσεις από το υπόγειο". Πρόκειται για την έννοια του "πέτρινου τοίχου". Πριν περάσουμε σε αυτό το θέμα και το προσεγγίσουμε στο πλαίσιο του "Σημειώσεις από το υπόγειο", θα ήθελα να πω μερικά γενικά πράγματα, που αφορούν σε ολόκληρο το έργο του Ντοστογιέφσκι. Γιατί ο Ντοστογιέφσκι είναι δυσανάγνωστος και δεν μπορεί να κατανοηθεί τόσο άμεσα, όσο ένας Λέων Τολστόι. Ο Λέων Τολστόι είναι ένας «επιθετικός» συγγραφέας, που άμεσα θα μας μεταφέρει κάποιες απόψεις του, τις οποίες και θα επαναλάβει αρκετές φορές, ώστε να μην τις «προσπεράσετε». Και σε περίπτωση που τις «προσπεράσετε», θα τις επαναλάβει ξανά. Ο Ντοστογιέφσκι δεν θα παρουσιάσει ποτέ μια τέτοια άποψη του συγγραφέα, με τον τρόπο που το κάνει ο Τολστόι. Επιπλέον, γράφει σχεδόν όλα τα κείμενά του είτε εξ ονόματος του αφηγητή είτε εξ ονόματος του ήρωα. Το "Σημειώσεις από το υπόγειο" γράφτηκε εξ ονόματος του ήρωα. Και αυτός ο τρόπος γραφής, δηλαδή για λογαριασμό ενός ήρωα, ο οποίος σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να ταυτιστεί με τον συγγραφέα, είτε ως προς τις τοποθετήσεις του είτε ως προς την κοσμοθεωρία είτε οτιδήποτε άλλο, παρουσιάζει πάντα την κύρια δυσκολία. Επειδή ο συγγραφέας υπολογίζει σε μερικούς άλλους τρόπους κατανόησης από μέρους μας. Ο συγγραφέας δεν αναμένει ότι θα τον ακούσουμε, αλλά ότι θα τον δούμε ή θα τον ακούσουμε έμμεσα. Δηλαδή, η «κίνηση» στο κείμενο δεν είναι «γραμμική», αλλά εξελίσσεται σε διάφορα επίπεδα. Και, ως εκ τούτου, το κείμενο μπορεί να μοιάζει χαλαρό μερικές φορές στον αναγνώστη, που είναι συνηθισμένος σε μια «γραμμική τροχιά». Και μπορεί ακόμη να δίνει την εντύπωση του κακοσχεδιασμένου. Στην πραγματικότητα, το κείμενο «στήνεται» σύμφωνα με άλλους νόμους και τώρα θα δούμε πώς η ίδια εικόνα ή η ίδια αναφορά λειτουργεί σε τεράστια στρώματα νοήματος, που εμπεριέχονται σε αυτήν και τα οποία ταυτοποιούνται με κάποιο προφανή τρόπο και ξεδιπλώνονται. Αλλά δεν δίνονται σε αυτόν τον άμεσο λόγο του κειμένου.

Γιατί ο Ντοστογιέφσκι «στήνει» το κείμενό του με αυτόν τον τρόπο; Διότι γι' αυτόν είναι σημαντικό το να δίνει χώρο. Αν ο Τολστόι «επιβάλλεται» στον αναγνώστη, τότε για τον Ντοστογιέφσκι είναι σημαντικό να «υποχωρήσει» μπροστά στον αναγνώστη. Δηλαδή, παρέχει στον αναγνώστη την ευκαιρία να καταλάβει τόσο, ή να μην καταλάβει τίποτα, όσο είναι έτοιμος να καταλάβει από αυτό το κείμενο τη δεδομένη στιγμή. Δηλαδή, δεν προβάλλει σθεναρά κάποια εικόνα του κόσμου, αλλά δίνει την ευκαιρία στον αναγνώστη να την αμφισβητήσει, ενώ, παράλληλα, δίνει την ευκαιρία ν’ αποτινάξει από πάνω του όλες αυτές τις αμφιβολίες.

Δηλαδή, δεν ασκεί βία κατά του αναγνώστη, αλλά επιτρέπει στον αναγνώστη να «πάρει» τόσα όσα μπορεί και, το πιο σημαντικό, όσα είναι έτοιμος να «πάρει» τη δεδομένη στιγμή. Υπό αυτήν την έννοια, η τέχνη έχει μια ακόμη εκπληκτική συνιστώσα, το ότι επιτρέπει να κάνουμε δικό μας κάτι που δεν είναι δυνατόν να είναι δικό μας, σαν να μας «δίνουν» κάτι, που, διαφορετικά, δεν θα μπορούσαμε να το πάρουμε μόνοι μας.

Μέσα από την πλοκή, μέσα από τη μνήμη αυτού που διαβάζετε, μέσα σας αποθηκεύεται κάτι. Και παραμένει εκεί μέχρι τη στιγμή που θα το χρειαστείτε, ξαφνικά, στη ζωή. Και τότε, ξαφνικά, λέτε: «Θεέ μου, ήταν πριν από είκοσι χρόνια που το διάβασα αυτό και μόλις τώρα το κατανοώ απολύτως». Και θα έχετε την ευκαιρία να συγκρίνετε και ν’ αναλογιστείτε αμέσως την εμπειρία σας, μπροστά στην οποία, αν δεν είχατε αυτόν τον σπόρο μέσα σας, θα ήσασταν σε πλήρη σύγχυση. Και σε πλήρη αμηχανία. Μια από τις λειτουργίες της τέχνης είναι αυτή η εμπειρία, που «αποθηκεύεται» για «μελλοντική» χρήση.

Και ο Ντοστογιέφσκι ήταν κάποιος που διάβαζε διαρκώς την Αγία Γραφή, για τέσσερα χρόνια τη διάβαζε μόνο όταν οι περιστάσεις το καλούσαν, αφού ήταν σε καταναγκαστικά έργα. Και σ’ εκείνο το μέρος, το μόνο βιβλίο που επιτρέπονταν ήταν το Ευαγγέλιο. Αν υπήρχε κάτι άλλο, που κατάφερνε κανένας να διαβάσει, τότε αυτό ήταν παράνομο. Ο Ντοστογιέφσκι ήταν κάποιος που μελετούσε προσεκτικά τον τρόπο που είναι «στημένο» το κείμενο στο Ευαγγέλιο. Και το κείμενο του Ευαγγελίου, όπως και το Βιβλικό κείμενο και γενικά τα ιερά κείμενα, διαβάζονται τουλάχιστον σε τέσσερα επίπεδα κατανόησης του κειμένου. Τα τέσσερα επίπεδα ερμηνευτικής ερμηνείας του κειμένου είναι τα ακόλουθα: Το πρώτο είναι το ιστορικό ή θεματικό. Το δεύτερο είναι ένα επίπεδο που μπορεί να ονομαστεί αλληγορικό. Το τρίτο είναι ένα επίπεδο, μεταφορικά μιλώντας, ηθικό. Και το τέταρτο επίπεδο είναι το αναλογικό ή, αλλιώς, το αναγωγικό επίπεδο, δηλαδή αυτό που ανάγει τα πράγματα αυτού του κόσμου στις ρίζες τους σε άλλους κόσμους, που επιτρέπει να δούμε μέσα από τα πράγματα αυτού του κόσμου κάτι στον χώρο ο οποίος είναι ουσιαστικά απρόσιτος σ’ εμάς. Μια τέτοια αναλογία κάποιου πράγματος του εδώ με κάτι που δεν βλέπουμε, το οποίο δεν γνωρίζουμε, μας προσφέρει την ευκαιρία να μάθουμε κάτι περί αυτού, του οποίου δεν γνωρίζουμε τίποτα. Και σε αυτήν ακόμη την περίπτωση έχουμε να κάνουμε με μία από τις λειτουργίες της τέχνης:

[η τέχνη δίνει τη δυνατότητα] Να μιλήσουμε για κάτι που είναι εντελώς απρόσιτο με οποιονδήποτε άλλο τρόπο.

Το να προσπαθήσουμε, μέσα από μια σειρά αναλογιών, μέσα από μια συζήτηση γι’ αυτό που μας είναι γνωστό, να φτάσουμε να μιλάμε γι’ αυτό που είναι ουσιαστικά άγνωστο σ’ εμάς, δεν είναι δυνατόν. Ούτε μπορούμε να το γνωρίσουμε και ούτε και είναι και προσεγγίσιμο, όσον αφορά στη μορφή του.

Ο Ντοστογιέφσκι αρχίζει να «στήνει» το κείμενό του με τον ίδιο τρόπο. Δηλαδή, αποδεικνύεται ότι είναι πολύ σημαντικό γι' αυτόν ότι το κείμενο, το οποίο «ζει» στη σφαίρα αυτού που ο ίδιος αποκαλεί επιούσιο ορατό-τρέχον, ταυτόχρονα συνδέει τον αναγνώστη με τα δύο άκρα, αρχή και τέλος, που, σύμφωνα με τον Ντοστογιέφσκι, ζουν μέσα σε αυτήν του την πρόταση, κάτι που είναι ακόμα στη σφάιρα του φανταστικού για τον άνθρωπο.

Το "Σημειώσεις από το υπόγειο" είναι ένα εκπληκτικό και μη τυπικό για τον Ντοστογιέφσκι κείμενο και υπό μία άλλη έννοια. Καθ’ ότι, στο ξεκίνημα του "Σημειώσεις από το υπόγειο", ο Ντοστογιέφσκι αποφασίζει να παραμείνει κάπως απλά στη «μεσαία» περιοχή. Στην περιοχή του επιούσιου ορατού-τρέχοντος. Και από ‘κεί παρακολουθεί τι θα συμβεί σ’ ένα άτομο, αν το κλειδώσετε σε αυτήν την «περιοχή».

Αυτό καθιστά το "Σημειώσεις από το υπόγειο" κείμενο δύσκολο στην ανάγνωση και κατανόηση.

Τι άλλο πρέπει να γνωρίζουμε για το κείμενο και το πλαίσιο στο οποίο αναφέρεται άμεσα, εν μέρει με πολεμικό τρόπο. Πρόκειται για έναν κύκλο αντιλήψεων περί ατόμου, όπου το άτομο είναι ένα πραγματικά γνωστό πλάσμα, που έχει βρει πλήρες κατάλυμα στο προσωπικό του «κέλυφος», μέσα στα όρια του οποίου και ζει, και, ως εκ τούτου, υπόκειται σε ορισμένους γενικούς νόμους αυτού του επιούσιου ορατού-τρέχοντος κόσμου, από τους οποίους και καθορίζεται εντελώς. Ολόκληρο το κείμενο του Ντοστογιέφσκι είναι ένα κείμενο για το τι συμβαίνει σ’ έναν άνθρωπο, όταν αυτός «φυλακίζεται» σε μια τέτοια εικόνα του εαυτού του. Εικόνα που απορρέει και από κάποιο ήδη υπάρχον κοινωνικό «συμβόλαιο». Ο άνθρωπος είναι ακριβώς αυτό και τίποτα άλλο. Ακριβώς με αυτόν τον άνθρωπο λογομαχεί το άτομο από το υπόγειο σε όλο το κείμενο. «Λέτε, θα πείτε, μας λένε»... Αυτές οι εκκλήσεις απευθύνονται, στην πραγματικότητα, είτε στους αναγνώστες, τους οποίους, παρεμπιπτόντως, ο ήρωας του "Σημειώσεις από το υπόγειο" θα πει ότι δεν θα έχει ποτέ, ή ακριβώς προς αυτούς που κλείνουν τον άνθρωπο μέσα στα όρια του προφανούς.

Το όλο κείμενο και ολόκληρη η δομή του κειμένου είναι μια διαδοχική κατανομή αυτών των πλαισίων, στα οποία ο άνθρωπος βρίσκεται κλεισμένος, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο.

Υπό αυτήν την έννοια, είναι εξόχως ενδιαφέρον να δούμε από πού ξεκινάει αμέσως το κείμενο του "Σημειώσεις από το υπόγειο". Αρχίζει με τον τίτλο. Και με τον υπότιτλο. "Σημειώσεις από το υπόγειο", ακολούθως - "Υπόγειο". Δηλαδή ολόκληρο το πρώτο μέρος ονομάζεται "Υπόγειο". Και το πρώτο μέρος περιγράφει αυτό που μπορούμε να ορίσουμε με τη λέξη αυτή. Το περιγράφει ή δίνει μια ιδέα περί αυτού. Ταυτόχρονα, όλο αυτό το μέρος ... για μερικούς μάλιστα ερευνητές θεωρείται σχεδόν το μοναδικό φιλοσοφικό έργο του Ντοστογιέφσκι. Και περιλαμβάνεται επίσης στην ανθολογία τού, λόγου χάρη, παγκόσμιου Υπαρξισμού. Ως πηγή και αρχή. Φαίνεται ακόμη να υπάρχει και κάποια αντίθεση, με τον τρόπο που είναι γραμμένο το δεύτερο μέρος. Γιατί σε αυτές τις ανθολογίες τα τυπώνουν ξεχωριστά και ακόμη και μερικοί μιλούν περί ακατανόητου κένταυρου, όταν αναφέρονται σε αυτά τα δύο μέρη τού "Σημειώσεις από το υπόγειο". Όλη η ακατανοησία που μας «συνοδεύει» στην ανάγνωση του "Σημειώσεις από το υπόγειο", μας υποχρεώνει, προφανώς, ν’ αποδεχθούμε κάποιο a priori νόημα αυτού του κειμένου. Δηλαδή, αρχίζουμε να διαβάζουμε αυτό το κείμενο, κατά κανόνα, όχι ξεκινώντας από τον τίτλο και από τον τίτλο του πρώτου μέρους, αλλά το προσεγγίζουμε με κάποια «δόση» γνώσης περί του είδους του κειμένου που έχουμε μπροστά μας. Κατά κανόνα, έχουμε ήδη ακούσει κάτι. Και ακούσαμε ότι πρόκειται για ένα υπαρξιακό κείμενο, ένα κείμενο για έναν συγκεκριμένο ήρωα, που επαναστάτησε εναντίον του πλαισίου της ανθρώπινης ύπαρξης στο οποίο ζει/κινείται. Ο ήρωας είναι κυνικός, τρομερός, αηδιαστικός, που σημαίνει ότι το άτομο, ενώ πρέπει να βολευτεί και να ζει ήρεμα σε αυτά τα πλαίσια, που του έχουν επιβληθεί, δεν το θέλει αυτό, επαναστατεί.

Και τώρα, νομίζω, έχοντας πει αρκετά σκοτεινά πράγματα, πρέπει ν’ αρχίσω να τα βάζω σε μια τάξη. Πώς ξεκινά ο συγγραφέας το κείμενό του;

«Είμαι άρρωστος, είμαι φθονερός άνθρωπος, είμαι ένας διόλου ελκυστικός άνθρωπος»[1]. Δύο δυνατότητες υπάρχουν εδώ. Είτε ο ήρωας μιλάει για τον εαυτό του είτε ο ήρωας μιλά γι’ αυτό που είναι το «Εγώ». Δηλαδή μιλάει για μια συγκεκριμένη φιλοσοφική κατηγορία. Ή, μάλλον, κάπως έτσι: Ο ήρωας μιλάει για τον εαυτό του, ενώ ο συγγραφέας, μέσα από τα λόγια του, μιλάει για μια συγκεκριμένη φιλοσοφική κατηγορία. Και αυτή είναι η κατηγορία του "Εγώ". Ο Ντοστογιέφσκι εκείνην την εποχή σκέφτεται πολύ πιεστικά τι ακριβώς είναι το "Εγώ". Και ακριβώς ανάμεσα στα δύο μέρη του "Σημειώσεις από το υπόγειο", τα οποία δημοσιεύονται διαδοχικά, το πρώτο σ’ ένα τεύχος του περιοδικού και το δεύτερο στο αμέσως επόμενο τεύχος, ακριβώς μεταξύ της έκδοσής τους, το 1864, θα γράψει ένα κείμενο, με το οποίο οι αναγνώστες ίσως δεν είναι πολύ εξοικειωμένοι, αλλά είναι πολύ γνωστό σε όλους τους ερευνητές του Ντοστογιέφσκι, τους φιλολόγους και τους φιλοσόφους και το οποίο, κατά γενική ομολογία των προαναφερθέντων, είναι ίσως το πιο σημαντικό κείμενο για την κατανόηση αυτού περί του οποίου ο Ντοστογιέφσκι γενικά γράφει στη συνέχεια, σε όλα σχεδόν τα έργα του. Αυτό το κείμενο ονομάζεται "Η Masha [Μαρία] κείτεται στο τραπέζι, θα ειδωθούμε άραγε με τη Masha;"[2]. Στα Άπαντα, που έχουν ήδη δημοσιευθεί, εμφανίζεται στον 20ο τόμο. Αυτό το κείμενο, είναι γραμμένο πάνω από τον τάφο της εκλιπούσας συζύγου του και είναι αφιερωμένο στo «ξεκαθάρισμα» του αν υπάρχει αθανασία.

Επιπλέον, ο Ντοστογιέφσκι αποφοίτησε από τη Σχολή Μηχανικών και γενικά έχει τη νοοτροπία ενός μαθηματικού. Προσπαθεί να οικοδομήσει αυτήν την απόδειξη μαθηματικά και αυστηρά λογικά. Η ιδέα του είναι ν’ αποδείξει μαθηματικά την ύπαρξη του Θεού, η οποία απόδειξη θα είναι φυσική απόρροια της απόδειξης της αιώνιας ζωής.

Και αυτό το κείμενο, το οποίο θα συζητήσουμε διεξοδικά στο δεύτερο μέρος, αρχίζει επίσης με το "Εγώ". Μόνο που σε αυτό το μέρος, αυτό το "Eγώ" νοείται σαφώς ως μια ορισμένη κατηγορία. Γράφει τα εξής: «Ν’ αγαπήσεις έναν άνθρωπο σε αυτήν τη γη σαν τον εαυτό του, είναι κάτι το αδύνατο, αδύνατο. Ο νόμος του Προσώπου δρα, το "Εγώ" παρεμβαίνει»[3]. Έτσι, το "Εγώ" εδώ αποτελεί σαφώς έκφραση αυτής της φιλοσοφικής κατηγορίας, η οποία, για κάποιον λόγο, μοιάζει να είναι κεντρική στην εξέταση του ζητήματος της αιώνιας ζωής και της δομής του σύμπαντος γενικά, από την οπτική γωνία του Ντοστογιέφσκι.

Σημειώστε: «Ο νόμος του Προσώπου στη γη δεσμεύει, το "Εγώ" αντιστέκεται». Δηλαδή, το «Εγώ» είναι ο τρόπος με τον οποίο ένα άτομο υπάρχει πάνω στη γη.

Τώρα, θα ήταν καλό για μας να κατανοήσουμε τι είναι το "Εγώ" από την οπτική γωνία του Ντοστογιέφσκι. Πρώτα απ' όλα, μπορούμε ήδη να δούμε από την αρχή του κειμένου ότι το «Εγώ» είναι άρρωστο, το «Εγώ» είναι φθονερό, το «Εγώ» είναι ένας μη ελκυστικός άνθρωπος. Γιατί; Επειδή το «Εγώ», όπως είδαμε από ένα άλλο κείμενο, είναι αυτό που εμποδίζει την αγάπη για τον άλλο από το να είναι όπως η αγάπη για τον εαυτό μας. Και το "Εγώ" είναι, πρώτα απ' όλα, ένα σύνορο. Το "Εγώ" είναι ο χώρος που διαθέσαμε για τον εαυτό μας, ο οποίος, ενώ είμαστε σε αυτόν, μπορούμε μόνο εμείς να τον καταλαμβάνουμε. To "Εγώ" είναι αυτός ο νόμος της «αποκλειστικότητας» της «παρουσίας». Αν εγώ είμαι εδώ, τότε κανένας άλλος δεν μπορεί να είναι εδώ. Το "Εγώ" είναι αυτός ο νόμος της «απόσπασης» απ’ οτιδήποτε άλλο. Επειδή υπάρχει το "Εγώ" και υπάρχει το "όχι Εγώ". Και να, εδώ στη γη, ο άνθρωπος αναγκάζεται να υπάρξει στην κατάσταση του "Εγώ", αλλά όχι μόνο.

Ήδη στο δεύτερο εδάφιο θα δούμε μίαν άλλη δυνατότητα ζωής για το άτομο. Γράφει για τον εαυτό του ως υπάλληλο και ότι ασχολείται, κατά κάποιον τρόπο, με αυτούς που του ζητάνε πληροφορίες και τους οποίους επιδιώκει ν’ αναστατώσει, ακριβώς επειδή βρίσκεται σε αυτήν την κατάσταση "я" (ΣτΜ: [ja΄] "Εγώ", στη ρωσική. Διατηρούμε τη ρωσική λέξη-γραφή για λόγους που θα γίνουν κατανοητοί πιο κάτω). "Πετύχαινα σχεδόν πάντα. Όλοι τους ήταν δειλοί, κάτι που είναι γνωστό, αυτοί οι ζήτουλες. Μα, μεταξύ αυτών που ήταν υπερόπτες, δεν μπορούσα να υποφέρω με τίποτε έναν αξιωματικό" (ΣτΜ: η λέξη που χρησιμοποιεί ο Ντοστογιέφσκι για το υπερόπτης είναι Ферт [fe΄rt]). Βλέπουμε ότι ένα δεύτερο γράμμα υπάρχει ήδη, για να σημειοδοτήσουμε ένα άτομο. Το Ферт. Ο/το Ферт είναι "ф" (ΣτΜ: η ονομασία, στην παλαιά εκκλησιαστική σλαβονική, αλλά και στην προ-επαναστατική ρωσική γλώσσα, του κυριλλικού γράμματος "ф"). Έτσι, συχνά απεικονίζεται ένας άνθρωπος που στέκεται με τα χέρια στη μέση και μας κοιτά κατά πρόσωπο. Αν κοιτάξετε την εικόνα, το "я" είναι ένα πρόσωπο σε προφίλ. Το "я" είναι ένα πρόσωπο σε προφίλ και αυτό το πρόσωπο κάπου μετακινείται, κάπου πηγαίνει. Αλλά ο Ферт είναι ένας άνθρωπος που στέκεται, γυρίζοντας να μας δει κατά πρόσωπο. Ο Ферт, στο κείμενο που ακολουθεί, θα συνδέεται σαφώς με ορισμένα στοιχεία και, κατά δεύτερον λόγο, με ορισμένες άλλες έννοιες, που θα επαναλαμβάνονται συνεχώς στο κείμενο. Μεταξύ αυτών των εννοιών και αυτή του «πέτρινου τοίχου». Κι ακόμη, όχι με αριθμούς, αλλά με μαθηματικές εκφράσεις. Επιπλέον, όταν ο ήρωας του "Σημειώσεις από το υπόγειο" θα μιλήσει περί προφανούς και μη προφανούς, για το "δύο φορές το δύο κάνει τέσσερα" ως τη μέγιστη έκφραση του προφανούς, θα πει: Το "δύο φορές το δύο κάνει τέσσερα" στέκεται μπροστά μας με τα χέρια στη μέση (ΣτΜ: σαν Ферт), είναι κατά κάποιον τρόπο κάτι με το οποίο δεν μπορείς να διαφωνήσεις, το "δύο φορές το δύο κάνει τέσσερα" είναι, στην πραγματικότητα, ένας «πέτρινος τοίχος». Αυτοί είναι οι ίδιοι οι νόμοι της φύσης, τους οποίους δεν μπορείς ν’ αμφισβητήσεις, στους οποίους δεν μπορείς ν’ αντιταχθείς. Θα σου πουν ότι προήλθες από έναν πίθηκο, ε, δέξου το, δεν υπάρχει τίποτα που να μπορείς να κάνεις γι΄αυτό. Και ούτω καθ’ εξής. Υπάρχουν πολλοί διαφορετικοί νόμοι της φύσης, που υψώνονται, όπως το "δύο φορές το δύο κάνει τέσσερα", σαν «πέτρινοι τοίχοι» και που για τον άνθρωπο, σε αυτήν τη στάση του Ферт, ή δηλαδή σαν απόλυτα φυσιολογικό πρόσωπο, οι τοίχοι αυτοί προσφέρουν κάτι το καθησυχαστικό. Αυτό αρχικά το αντιλαμβανόμαστε ως έναν πρακτικά απατηλό, αυτοεπιβαλλόμενο ορισμό, στην πραγματικότητα, μόλις αρχίσουμε να τον κοιτάμε πιο προσεκτικά, αποδεικνύεται να είναι κάτι άλλο.

Αυτός είναι και ο λόγος, για τον οποίον ο Ντοστογιέφσκι αποκαλεί τον ήρωά του «παράδοξο» και γιατί η όλη δομή τού "Σημειώσεις από το υπόγειο" είναι κτισμένη σαν κάτι το παράδοξο. Επειδή ανάμεσα στο πρώτο και προφανές νόημα και το δεύτερο, το οποίο είναι εύκολο να συναγάγουμε, αν συγκεντρώσουμε την προσοχή μας στις ομοιότητες, υπάρχει ένα τεράστιο κενό στο κείμενο. Σχεδόν πάντα υπάρχει κάποια αντίφαση. Για παράδειγμα, αναφορικά με την ανθρώπινη φύση. Όταν αυτός που ζει στο υπόγειο συλλογίζεται περί ανθρώπινης φύσης, η οποία είναι δεδομένη και με την οποία δεν μπορείς να εισέλθεις σε διαμάχη κι η οποία μοιάζει να πρέπει να «ζει» μέσα στο "δύο φορές το δύο κάνει τέσσερα", μέσα σε αυτόν τον «πέτρινο τοίχο», όλα του φαίνονται λογικά, αλλά ξαφνικά τον βλέπεις να λέει ότι κάποιος σίγουρα θα επαναστατήσει ενάντια σε αυτήν τη λογική και ακόμη και άνετη, εντός αυτών των ορίων, ύπαρξή του. Ότι ένας άνθρωπος, ανεξάρτητα από το πόσο άνετα είχε βολευτεί, όπως υπέροχα σημειώνει ο ήρωας, "αν το μόνο που έμενε να κάνει είναι να κάθεται, να τρώει μελομπισκότα και ν’ ασχολείται με την αποφυγή ενός τέλους της παγκόσμιας ιστορίας"... εξεγείρεται. Εξεγείρεται εξάφνως ενάντια σε αυτά τα ίδια τα μελομπισκότα. Γιατί; Η ανθρώπινη φύση είναι πάρα πολύ, σχεδόν σαν λογοπαίγνιο, παράδοξη. Επειδή η ανθρώπινη φύση είναι ταυτόχρονα αυτό που περικλείεται από αυτούς τους νόμους, αλλά και η ριζική τους υπέρβαση. Και βλέπουμε πόσο οπτικά, στην κυριολεξία, απεικονίζεται αυτό. Ο Ферт είναι εκείνος που στέκεται μπροστά μας και, κατά μία έννοια, δεν περπατά και δεν αφήνει τους άλλους να περάσουν και ο "я" είναι κάτι που κινείται και προχωρεί.

O "я", την ίδια στιγμή που είναι ένα είδος κελύφους. που δεν επιτρέπει μια ελεύθερη επικοινωνία με όλα όσα βρίσκονται έξω από αυτό, είναι και κάτι το συγκεκριμένο, που επιτρέπει σ’ ένα άτομο να πάει κάπου. Και τότε το ερώτημα είναι: Πού πηγαίνει ο άνθρωπος και σε τι προσβλέπει; Ένα από τα πιο σημαντικά ερωτήματα που προκύπτουν μέσα από το "Σημειώσεις από το υπόγειο" είναι το ζήτημα του σκοπού. Και σε αυτό απλά είναι αφιερωμένο το κομμάτι του έργου με τους συλλογισμούς του ανθρώπου που ζει στο υπόγειο, το οποίο απλά μας λέει ότι αυτό το περίεργο πλάσμα, ο άνθρωπος, προσβλέπει πάντα σε κάτι, θέτει για τον εαυτό του πάντα ορισμένους στόχους, αλλά, ταυτόχρονα, αν και αγαπά το ν’ αγωνίζεται/πασχίζει για κάτι, δεν του αρέσει να «πιάνει» τον στόχο. Αγαπά να πετυχαίνει, αλλά δεν επιθυμεί να επιτύχει. Γιατί; Η εξήγηση δίνεται μέσα στο κείμενο. Επειδή το επίτευγμα θα είναι πάντα σαν ένα είδος "δύο φορές το δύο κάνει τέσσερα". Και για κάποιον λόγο το άτομο δεν συμφιλιώνεται με αυτό. Δηλαδή, ένας άνθρωπος καθ΄οδόν προς την επίτευξη του στόχου του, σίγουρα στηρίζεται σ’ έναν «πέτρινο τοίχο», σε κάποιο "δύο φορές το δύο κάνει τέσσερα", σε ορισμένους νόμους της Φύσης. Και δεν μπορεί να το δεχτεί αυτό ως τον τελικό στόχο. Φτάνοντας στον στόχο και βλέποντας ότι ο στόχος «ζει» μέσα σ’ έναν κόσμο με «πέτρινους τοίχους», έναν κόσμο που είναι ίδιος με τον εαυτό του, ξαφνικά συνειδητοποιεί ότι αυτό δεν θα μπορούσε ποτέ να είναι ο στόχος του. Μα τι είναι αυτός ο «πέτρινος τοίχος»; Ο Ντοστογιέφσκι αποκαλεί έτσι το πρόσωπο που είναι φυσιολογικό, παρμένο από την αγκαλιά της Φύσης, επειδή το άτομο αυτό είναι πολύ συνειδητό, γεννήθηκε από έναν «αποστακτήρα» και αυτό θεωρείται επίσης αρνητικό χαρακτηριστικό, ένα είδος αφύσικου χαρακτήρα αυτού του πολύ συνειδητού προσώπου. Εν τω μεταξύ, αν πάμε πίσω στον «ορισμό» του αποστακτήρα, τότε ίσως, πάλι, θα δούμε ένα παράδοξο. Τον αποστακτήρα τον γνωρίζουμε ήδη ως μία συσκευή για την απόσταξη χημικών ουσιών -μια φιάλη μ’ ένα μακρύ, μερικές φορές γυρισμένο προς τα πίσω, αυχένα. Και, αρχικά, αυτό είναι μια συσκευή για την ταφή της τέφρας και αυτός ο μακρύς αυχένας της συσκευής μαρτυρά ότι αυτό που βρίσκεται μέσα σε αυτήν την τεφροδόχο, θ’ ανυψωθεί σε άλλα στρώματα της ζωής, σε άλλα στρώματα του σύμπαντος. Δηλαδή, ο αποστακτήρας είναι κάτι που προκαλεί «εξάχνωση» του πνεύματος, κάτι το οποίο «αποστάζει» τη σάρκα στην πνευματική συνιστώσα. Και αυτός είναι πάλι ένας από τους τρόπους για να περάσεις μέσα από έναν πέτρινο τοίχο. Ένας τρόπος να ξεπεραστούν τα όρια, που επιβάλλονται σε κάποιον από κάποιον ή κάτι ή και από τον ίδιο τον εαυτό του σε κάποια φάση περιορισμού.

Αυτός είναι ο τάφος του Ρουσό (ΣτΜ: Ελβετός φιλόσοφος του 18ου αι.). Όσοι από εσάς έχετε διαβάσει το κείμενο, θα θυμόσαστε ότι ταυτόχρονα ο Ντοστογιέφσκι λέει ότι ένας φυσικός άνθρωπος είναι l’homme de la nature et de la vérité, ένας άνθρωπος της φύσης και της αλήθειας, και ιδού η επιγραφή : «Εδώ κείτεται ένας άνθρωπος της φύσης και της αλήθειας». H επιγραφή αυτή προέρχεται από τον τάφο του Ρουσό. Κι έτσι βλέπουμε ακόμα εκείνους τους τοίχους, στους οποίους ο άνθρωπος της φύσης και της αλήθειας είναι κλεισμένος. Και αποδεικνύεται ότι αυτό είναι στην κυριολεξία ένας τάφος. Ένας άνθρωπος της φύσης και της αλήθειας αποδεικνύεται να είναι νεκρός. Σε κάθε περίπτωση, κάποιος που πεθαίνει όλος. Ωστόσο, εάν κοιτάξουμε τον τάφο του Ρουσό από την άλλη πλευρά, θα δούμε κάτι άλλο. Είναι σαφές τι απεικονίζεται εκεί, τι συμβαίνει εκεί με τον τάφο; Εκεί προεξέχει από την πόρτα ένα χέρι, ένα χέρι που κρατά έναν δαυλό. Ο Ρουσό είναι σε κάποιο σημείο απολογητής του ανθρώπου, που είναι φυλακισμένος μέσα στους νόμους της φύσης και της αλήθειας, ένας τραγουδιστής, μπορούμε να πούμε, του ανθρώπου με τη φυσική του μορφή, με τις φυσικές του κινήσεις. Βγάζει το χέρι του για να φωτίσει τον δρόμο σε όσους παρέμειναν έξω από τον τάφο. Αλλά, ταυτόχρονα, αυτός ο δαυλός μπορεί να είναι γνώριμος και κάθε σύμβολο που ξέρουμε είναι διφορούμενο, μπορεί να είναι ένα σημάδι ότι ένας άνθρωπος, που αναπαύεται στον τάφο, συνεχίζει να φωτίζει στους απογόνους του, αλλά με κάποια προφανότητα και ο άνθρωπος που φωτίζει από τον τάφο τους απογόνους του εδώ, στο ίδιο περιορισμένο ταφικό σπίτι. Και είναι αυτός ο τάφος χτισμένος σαν σπίτι, μάλλον ως ναός, ως ναός του Ρουσό. Δηλαδή, αυτός ο άνθρωπος της φύσης και της αλήθειας, ο άνθρωπος μέσα στους φυσικούς νόμους, ο άνθρωπος μέσα στον προφανή, ο άνθρωπος που δεν προσπαθεί να κτυπήσει το κεφάλι του ενάντια σ’ έναν πέτρινο τοίχο. Και θυμόμαστε ότι ο ήρωας των σημειώσεων από το υπόγειο λέει ακριβώς αυτό: «Αλλά δεν θα συμβιβαστώ μ’ έναν πέτρινο τοίχο, μόνο και μόνο επειδή αυτός είναι πέτρινος κι εγώ δεν έχω τη δύναμη να τον τρυπήσω. Θα χτυπάω το κεφάλι μου, όσο χρειαστεί». Ο Ντοστογιέφσκι δείχνει ότι αυτή η εντόπιση ενός ατόμου μέσα στα φυσικά πρότυπα και όρια ισοδυναμεί, ουσιαστικά, με θάνατο. Τότε γίνεται, πάνω-κάτω, σαφές και το υπόγειο. Το υπόγειο είναι γενικά ένα πολύ ενδιαφέρον πράγμα, αναφορικά με αυτό που θα το συγκρίνει ο ήρωάς του στο κείμενο. Γιατί το υπόγειο θα είναι γι΄αυτόν... Αλλά ας μιλήσουμε πρώτα περί αριθμών. Μας μιλά για την ηλικία του: «Είμαι 40 ετών». Και θα συνεχίσει: «Έχω περάσει στο υπόγειο 40 χρόνια». Αποδεικνύεται ότι το υπόγειο συνιστά ολόκληρο το πεδίο διαβίωσής του σε αυτές τις γήινες συνθήκες. Στη συνέχεια, θα πει κάτι ακόμα ενδιαφέρον (όλα αυτά κυριολεκτικά στις πρώτες σελίδες), δηλαδή ότι τα 40 χρόνια είναι, γενικά, το ανώτατο όριο ηλικίας που μπορεί κανείς να φανταστεί ότι θα φτάσει στη ζωή του, ότι περισσότερο από 40 χρόνια δεν μπορείς να ζήσεις. «Παραπάνω από 40 χρόνια ζουν μόνο καθάρματα. Ανόητοι και καθάρματα». Και τότε συνεχίζει παράξενα: «Θα το πω σε όλους τους πρεσβύτερους, σε όλους αυτούς τους σεβάσμιους ηλικιωμένους, σε όλους αυτούς τους μυρωδάτους και ασημομάλληδες ηλικιωμένους! Θα το πω έτσι χύμα σε ολόκληρο τον κόσμο! Έχω το δικαίωμα να μιλάω έτσι, γιατί εγώ ο ίδιος θα ζήσω μέχρι τα εξήντα μου. Θα ζήσω μέχρι τα εβδομήντα μου! Θα ζήσω μέχρι τα ογδόντα μου..! Περιμένετε! Αφήστε με να πάρω μια ανάσα... "

Αυτά τα εξήντα, εβδομήντα και ογδόντα πρόκειται γενικά για έναν συμβολικό ορισμό της ηλικίας. Επειδή οι ασημομάλληδες, μυρωδάτοι ηλικιωμένοι μάς παραπέμπουν ήδη σε κάτι που μπορούμε να κατονομάσουμε με τη λέξη "πατριάρχες". Εδώ, το υπόγειο εξελίσσεται να είναι υφαντό, το οποίο συνδέεται με την έρημο. Τα 40 χρόνια είναι το τέλος της ζωής και αυτό είναι έτοιμος να το πει κατάμουτρα σε όλους αυτούς τους μυρωδάτους ασημομάλληδες ηλικιωμένους, αλλά ο ίδιος θα ζήσει έως και τα 60, 70, μέχρι και 80. Τι αρχίζει μετά από τα 40, για το οποίο μιλήσαμε ήδη, στα 60, 70 και 80; Τελειώνει η ζωή για τον εαυτό μας, τελειώνει η ζωή του ζην μέσα στα προσωπικά μας όρια και αρχίζει η ζωή της προσφοράς. Δηλαδή, τελειώνει η ζωή μέσα στα όρια του "я". Μάλλον ήρθε η στιγμή να κάνουμε ένα διάλειμμα. Και θα ξεκινήσουμε το επόμενο μέρος με μια διευκρίνιση του τι είναι αυτό το "я".

Τατιάνα Κασάτκινα
Μετάφραση για το gr.pravoslavie.ru: Γρηγόριος Μάμαλης

foma.ru

3/11/2020

[1] ΣτΜ: Οι μεταφράσεις των αποσπασμάτων των έργων του Ντοστογιέφσκι στο κείμενο είναι του μεταφραστή.

[2] ΣτΜ: Μια μέρα μετά τα νέα για τον θάνατο της πρώτης του γυναίκας, Μαρίας Ντμίτριεβνα Ντοστογιέφσκαγια-Ισάγιεβα (1824-1864), ο Ντοστογιέφσκι αποτύπωσε κάποιες σκέψεις περί αγάπης, γάμου και κατεύθυνσης εξέλιξης της ανθρωπότητας στο ημερολόγιό του (ζούσαν εκείνον τον καιρό σε διαφορετικά μέρη, αυτή στο Βλαντίμιρ και αυτός στην Πετρούπολη, και δεν βλέπονταν συχνά). Στις 16 Απριλίου έγραφε μπροστά στο σώμα της νεκρής, που κειτόταν, κατά τα ρωσο-ορθόδοξα έθιμα της εποχής, πάνω σ’ ένα τραπέζι.

Σχόλια
Μπορείτε να αφήσετε το σχόλιό σας παρακάτω (μέχρι 700 σύμβολα). Όλα τα σχόλια θα διαβαστούν από τους συντάκτες του Ορθοδοξία. Συνδεθείτε μέσω (κοινωνικών δικτύων) ή πληκτρολογήστε τα στοιχεία σας.
Enter through FaceBook
Το όνομα σας:
Το e-mail σας:
Πληκτρολογήστε τον αριθμό στην εικόνα:

Characters remaining: 4000

×