Ένας γνωστός μου, όχι ιδιαίτερα εκκλησιαζόμενος, είπε το εξής, για την πρώτη συνάντησή του με τον π. Βίκτωρα Κριουτσκόφ: «Φαντάσου, φτάσαμε στο Ζαραμένιε, είναι φθινόπωρο, ούτε ψυχή στο χωριό, μπαίνουμε στον Ναό κι εκεί ο π. Βίκτωρ τελεί τη Θεία Λειτουργία, τελείως αφοσιωμένος, ενώ στην εκκλησία, εκτός από τον ίδιο και την πρεσβυτέρα, βρίσκονται μόνο δύο βοηθοί». Τόσο έντονη εντύπωση έκανε ο π. Βίκτωρ με την πρώτη γνωριμία, που άρχισε να τον επισκέπτεται τακτικά στο χωριό Ζαραμένιε. Το καλοκαίρι που πέρασε με πήρε μαζί του. Ο Βίκτωρ Κριουτσκόφ έφτασε σε αυτήν την απομακρυσμένη γωνιά του Τβερ, στην περιοχή Μακσατίχινσκι στις ημέρες του Αυγούστου του 1991, δηλαδή ακριβώς πριν από 20 χρόνια.
Στη Μόσχα άφησε πίσω του το πόστο σκηνοθέτη στη Μοσφίλμ. Στις ανώτερες σπουδές σκηνοθεσίας ο Βίκτωρ Κριουτσκόφ ήταν στην τάξη το Γεώργιου Ντανέλιγια, ασχολήθηκε με την εικονογραφία και τη γραφική. Στης δεκαετίες 1970-1990, κυκλοφόρησαν οι ταινίες του: «Ενοικιάζεται διαμέρισμα σε παιδί», «Πολίτης Λέσκα», «Μακριά – πιο μακριά», «Άου – ου». Ως ηθοποιός έπαιξε στην κωμωδία του Μιχαήλ Σβέιτσερ «Αστείος κόσμος!» και πρωταγωνίστησε σ’ ένα επεισόδιο της σειράς «Ο μαγεμένος ξένος», το οποίο κυκλοφόρησε το 1990. Το 1991 ο Βίκτωρ συνειδητοποίησε ότι η ζωή αλλάζει, η ψυχή κουράστηκε από την μποέμικη ζωή της πρωτεύουσας. Όπως συνήθως συμβαίνει, ταξίδεψε σε διάφορες περιοχές και χωριά και όταν έφτασε στο Ζαραμένιε συνειδητοποίησε ότι εκεί ανήκει κι εκεί έμεινε. Το 1992 άρχισε να χτίζει ξύλινο ναό, να οργανώνει το αγροτικό του νοικοκυριό. «Έτσι συνέβη, δεν μπορούσα να ζήσω χωρίς ναό. Είναι ψυχική ανάγκη. Αλλά δεν ζει κόσμος εδώ. Για ποιον είναι η εκκλησία; Έχω δεκατέσσερα χωριά στην ενορία. Αλλά και μόνο ένας άνθρωπος να ήταν, πώς θα μπορούσε να ζήσει χωρίς την εκκλησία; Πώς οικοδομούσαν οι Άγιοι Σέργιος του Ράντονεζ και Κύριλλος Μπελοζέρσκι; Πήγαν στο δάσος και χτίζανε. Γιατί; Δεν νομίζω ότι το σκεφτόντουσαν... Η εκκλησία δίνει ζωή». Ο π. Βίκτωρ είναι παντού διαφορετικός. Κάπως ακούραστος, τα μάτια του λάμπουν, σκούρος, τριχωτός στα μάγουλα, στα πόδια γαλότσες, το καπέλο άμορφο και ζαρωμένο. Αλλά, να, ετοιμάζεται για τη Λειτουργία, καθυστερεί την προσευχή και μεταμορφώνεται ξανά, μπροστά μας τώρα είναι ένας σοφός χωρικός ιερέας και όχι ένας «παράξενος του χωριού». Από το καμπαναριό της εκκλησίας του Αγίου Αμβρόσιου Όπτινσκι μπορείτε να δείτε το παρεκκλήσιο στο δάσος, όπου ο π. Βίκτωρ τελεί τις ώρες. Μέχρι εκεί φτάσαμε, μέσα από μια τσουκνίδα δύο μέτρων, ένα δασικό ρυάκι και στη συνέχεια περάσαμε ένα κατάφυτο λιβάδι. Είχα την αίσθηση ότι ήμουν μέσα σε πίνακα του Νέστεροφ. Στο μισοσκόταδο του δασικού παρεκκλησίου, ο π. Βίκτωρ ανάβει το καντήλι, παίρνει βαθιά αναπνοή και λέει να καθίσουμε ήσυχα και απλά να σιωπήσουμε. Μετά από μια στιγμή πλήρους σιωπής, κατανοούμε τι θα πει ησυχασμός και γιατί ο π. Βίκτωρ τον αγαπάει τόσο πολύ. Στη συνέχεια ακολουθούμε τον πατέρα μέχρι το καμπαναριό. Ο ήχος των καμπάνων εξαπλώνεται στο δάσος, κάνει κύκλο κι επιστρέφει. Προσπαθώ να εκφράσω τα συναισθήματά μου στον π. Βίκτωρα και πάλι του απευθύνομαι στον πληθυντικό. Ξέχασα ότι δεν του αρέσει να του απευθύνονται έτσι. Είναι δύσκολο να μιλάς μ’ έναν 74χρονο ιερέα στον ενικό, αλλά εδώ στο Ζαραμένιε δεν γίνεται αλλιώς. Μετά την προσευχή στο παρεκκλήσι, πήγαμε στο ατελιέ του π. Βίκτωρος και είδαμε τα έργα του (πρόσφατα πραγματοποιήθηκε έκθεση στη Μόσχα). Η πρεσβυτέρα Λαρίσα μάς έδειξε τις κατσίκες, το γαϊδουράκι, τους κόκορες, ενώ στο μυαλό ακόμα ηχούσε ο ήχος των καμπάνων. Στον αποχαιρετισμό, ο π. Βίκτωρ εξήγησε τι σημαίνει Ζαραμένιε – «πίσω από τους ώμους». «Ραμένα» στα σλαβικά θα πει «ώμοι». Τώρα είναι σαφές γιατί ήταν τόσο ήρεμα και ειρηνικά στο χωριό του π. Βίκτωρος – «πίσω από τους ώμους, στον Θεό».