Σήμερα όλα τα μέσα μαζικής ενημέρωσης είναι γεμάτα με θέματα του κορωνοϊού. Όπως έδειξαν οι τελευταίες βδομάδες, αυτό το πρόβλημα συζητείται και στο εκκλησιαστικό περιβάλλον. Σήμερα η συζήτησή μας με τον αρχιεπίσκοπο Μπογιάρσκ κ.κ.Θεοδόσιο (Σνιγκιριόβ) έχει ακριβώς αυτό το θέμα. Ο αρχιεπίσκοπος κ.κ.Θεοδόσιος είναι βικάριος του Μητροπολίτη Κιέβου και πάσης Ουκρανίας κ.κ.Ονουφρίου, υπεύθυνος του βικαριάτου του βόρειου Κιέβου, αναπληρωτής καθηγητής της Θεολογικής Ακαδημίας του Κιέβου και επικεφαλής του Εκκλησιαστικού Δικαστηρίου της επαρχίας Κιέβου.
Σεβασμιώτατε, στο εκκλησιαστικό περιβάλλον ξετυλίγεται μια πολύ έντονη αντιπαράθεση: αν χρειάζεται να εφαρμόζουμε στην Εκκλησία τις υγειονομικές εντολές της κοσμικής εξουσίας. Ο ιός μεταδίδεται μέσω της Θείας Κοινωνίας; Τι κάνουμε αν απαιτήσουν να κλείσουμε τους ναούς; Τι έχετε να πείτε για όλα αυτά;
– Το γεγονός ότι το θέμα του κορωνοϊού προκάλεσε την εκκλησιαστική συζήτηση είναι θετικό. Η Εκκλησία πρέπει να είναι πάντα έτοιμη για τις εξωτερικές προκλήσεις και τους κινδύνους. Αντίθετα οι εποχές της ηρεμίας μας χαλαρώνουν. Ο κορωνοϊός είναι μια καλή ευκαιρία για την Ορθόδοξη Εκκλησία μας προκειμένου να ετοιμαστεί με συγκροτημένο τρόπο για τους εσχατολογικούς καιρούς. Να ετοιμαστεί θεολογικά, κανονικά, λειτουργικά. Μέχρι τώρα αυτό που ακούγεται για το θέμα αυτό είναι ως επί το πλείστον εννοιολογικά απλοϊκό και κοντόφθαλμο.
– Τι εννοείτε;
– Ακούγονται κυρίως δύο αντίθετες ακραίες θέσεις. Ανόητα ακραίες, μου φαίνεται. Η πρώτη: να υιοθετούμε απαρέγκλιτα όλες τις επιδημιολογικές προτροπές των τοπικών αρχών, να κλείσουμε τους ναούς, να αναστείλουμε την Θεία Κοινωνία και άλλα Μυστήρια, μέχρι που να τελειώσει η πανδημία. Κάποιες τοπικές Εκκλησίες επέλεξαν αυτό το δρόμο και έλαβαν τις αντίστοιχες αποφάσεις. Το δεύτερο άκρο είναι το εξής: οι πιστοί δε θα πάθουν τίποτα, να μη δίνουμε σημασία σε όλες αυτές τις ιστορίες τρόμου, να πηγαίνουμε στην εκκλησία πιο συχνά, να κοινωνούμε, και όλα θα πάνε καλά. Αν, ωστόσο, κολλήσουμε, αυτή είναι η μοίρα μας. Θεωρώ ότι και τα δύο αυτά άκρα θεολογικά είναι ατελή και μπορούν να είναι πολύ επικίνδυνα για την Εκκλησία, αν όχι τώρα, σίγουρα στο μέλλον.
Βλέπετε, ο άρχων του αιώνα τούτου, που αντιστέκεται μέσω του κόσμου στην Εκκλησία του Χριστού, όλη την ώρα μας ελέγχει για τις αντοχές μας και ψάχνει τα ευάλωτα σημεία, ώστε να κάνει ρωγμή στη ζωή της Εκκλησίας. Και τώρα, πάλι με τον κορωνοϊό, αυτός μας βάζει σε δοκιμασία. Ίσως, μετά από δυο μήνες, θα θυμόμαστε με χαμόγελο αυτή την ιστορία τρόμου, όπως θυμόμαστε τώρα τη γρίπη των «πτηνών» ή των «χοίρων». Αλλά, αυτό που θα δηλώσει και που θα δεχθεί η Εκκλησία τώρα, θα έχει επιπτώσεις από θεολογική, κανονική και λειτουργική άποψη για πολλά χρόνια ακόμα, μπορεί και για πάντα. Για να μην μπω σε θέματα όπως τι είναι ο κορωνοϊός, αν είναι τεχνολογία επιρροών ή πραγματική πανδημία, θα πω μόνο ότι το πλαίσιο κανόνων που θα δημιουργηθεί τώρα από την Εκκλησία, σχετικά με την κατάσταση, θα συντελέσει στο μέλλον είτε σε ανοσία και προστασία της Εκκλησίας από πιο ισχυρά και ύπουλα χτυπήματα είτε θα επιφέρει πλήγμα στο καράβι της Εκκλησίας.
– Πώς μπορεί να συμβεί αυτό και σε τι συνίσταται το πρόβλημα με τις θέσεις που εκφράζουν οι πιστοί;
– Θα ξεκινήσω από το δεύτερο άκρο, το «δε θα πάθουμε τίποτα!». Αυτό ακούγεται πολύ αλαζονικό και μοιάζει να είναι πνευματική πλάνη. Τέτοια αλαζονεία γεννάται από την απειρία αυτών που εκφράζουν αυτή τη στάση, από την έλλειψη γνώσης για την ιστορία της Εκκλησίας, για την ασκητική της, από την έλλειψη επίγνωσης της αδυναμίας τους, συμπεριλαμβανομένης και της ευάλωτης προσωπικής τους πίστης. Είναι σίγουροι ότι τα λόγια του Ευαγγελίου «κι αν παίρνουν φίδια στα χέρια τους ή πίνουν κάτι δηλητηριώδες δεν θα παθαίνουν τίποτα» (Μκ 16,18) ειπώθηκαν προσωπικά για τους ίδιους, για τη σημερινή τους πνευματική κατάσταση. Για να μην μπω στις λεπτομέρειες αυτής της συζήτησης, θα επισημάνω μόνο ότι ιερείς μεγαλύτερης γενιάς, καθώς και λαϊκοί από ορθόδοξες οικογένειες με ιστορία σε βάθος χρόνου, που έχουν κληρονομήσει την πνευματικότητα από τους παππούδες και προπάππους τους, δεν έχουν αυτή την κομμουνιστική ορμή – «δε θα πάθουμε τίποτα». Αν και η μεγαλύτερη γενιά, λόγω της πίστης και της ταπεινότητάς τους, μάλλον, δε θα πάθει τίποτα. Και που είναι αυτό το όριο ανάμεσα στο «θα πάθουμε» και «δε θα πάθουμε»; Το Άγιο Ποτήριο; – το αγίασμα; – η θαυματουργή εικόνα; – η απλή εικόνα; – ο ναός; – το ύδωρ μετά την Κοινωνία; – η ευλογία του ιερέα; – το κερί, το αντίδωρο; Πως να ορίσεις μέσα σε όλα αυτά το όριο: πού μπορείς να κολλήσεις και πού όχι; Αν λάβουμε υπόψη και τη δήλωση της Ιεράς Συνόδου για την ανάγκη απολύμανσης των ναών και τη χρήση σκευών μιας χρήσης για το ύδωρ που καταναλώνεται μετά την Κοινωνία, άρα μπορούμε τελικά κάπως να κολλήσουμε; Και που είναι το θαύμα; Και που είναι το όριο ανάμεσα στο θαύμα και το δεδομένο; Προσωπικά νομίζω ότι υπάρχει θέση και για το θαύμα, βεβαίως. Αλλά και σε αυτό υπάρχει όριο. Μόνο που αυτό το όριο δεν μπορεί να οριστεί τόσο απλοϊκά, όπως θα θέλαμε εμείς και όπως θα ήταν βολικό για μας στην πράξη: να, από το Άγιο Ποτήριο δεν μπορείς να κολλήσεις αλλά από το ύδωρ μπορείς, γι’ αυτό και τα ποτηράκια είναι μιας χρήσης. Σε αυτή την περίπτωση τα πράγματα είναι πιο δύσκολα, και αυτό αφήνει ανοιχτά πεδία για τις εργασίες των Συνοδικών Επιτροπών. Τώρα δεν είναι ώρα να μιλήσω για αυτό.
Αν μια τέτοια πλανητική υπόθεση – «δε θα πάθουμε τίποτα!» – την κάναμε δεκτή σήμερα απόλυτα, ως πανορθόδοξο πλαίσιο κανόνων, αυτό θα μπορούσε να γίνει στο μέλλον πολύ δυνατό όπλο στα χέρια του διαβόλου εναντίον της Εκκλησίας. Αφού είναι πολύ εύκολο στον εχθρό να νικήσει πνευματικά και σωματικά αυτούς που νιώθουν τη σιγουριά της αγιότητάς τους και που νιώθουν ότι έχουν δικαίωμα στο θαύμα και που απορρίπτουν το Θείο δώρο της διάκρισης. Τους υπερήφανους τους ντροπιάζει ο ίδιος ο Θεός, στους ταπεινούς όμως δίνει τη Χάρη. Νομίζω ότι οι αναγνώστες, χωρίς ιδιαίτερο κόπο, θα μπορέσουν να φανταστούν τις ενδεχόμενες καταστάσεις, με ποιο τρόπο οι αντίπαλοι της Εκκλησίας θα μπορούσαν να δηλητηριάσουν/να μολύνουν/να βεβηλώσουν ολόκληρες κοινότητες από τέτοιους πιστούς αλαζόνες. Αν, βέβαια, ο Κύριος δεν ελεήσει τα χαζούλικα και αλαζονικά τέκνα και δε στείλει για βοήθεια έναν νέο μεγαλομάρτυρα Θεόδωρο τον Τήρωνα…
– Και ποια ζημιά μπορεί να γίνει, αν η Εκκλησία μας δεχθεί ως κανόνα να ακολουθεί πλήρως τις συστάσεις των επιδημιολόγων, όπως έγινε σε ορισμένες Εκκλησίες;
– Σ αυτή την περίπτωση απλώς θα παγιδευτούμε. Η Επίγεια Εκκλησία, ούτως ή άλλως, κάποτε, στα χρόνια του αντίχριστου, θα βρεθεί μπροστά σε μια τέτοια παγίδα, όταν μας στερήσουν την ελευθερία για τέλεση της Θείας Λειτουργίας και για πολλά άλλα. Αλλά γιατί να φέρνουμε από μόνοι μας τώρα μπροστά μας αυτά τα προβλήματα; Αν η Εκκλησία δεχθεί ως πλαίσιο κανόνων αντίδρασης στα κοινωνικά προβλήματα το «ό,τι μας πουν το κάνουμε!», τότε σύντομα οι Αρχές, στις διάφορες χώρες, θα μπορούν να κλείνουν τους ναούς μας και να στερούν τους πιστούς τη λειτουργία με χίλιες δύο ανθρωπιστικές προφάσεις: πανδημία, κίνδυνος πυρηνικού πολέμου, κλιματική αλλαγή κτλ. Οι πιστοί της Ουκρανίας, όπως και του Μαυροβουνίου πρόσφατα, τώρα κατάλαβαν πολύ καλά, τον τρόπο με τον οποίο η σύγχρονη πολιτική, χωρίς να αλλάζει το ανθρωπιστικό της προφίλ, προσπαθεί να διαλύσει και να καταστρέψει εκκλησιαστικές κοινότητες πολλών εκατομμυρίων, καταφεύγοντας στη χρήση μοχλών διαχείρισης. Αυτό δε μας κάνει αισιόδοξους. Γι’ αυτό, εμείς από σήμερα πρέπει να είμαστε έτοιμοι μπροστά στο ενδεχόμενο η Εκκλησία να βρεθεί σε αυτές τις συνθήκες. Αν πάμε τυφλά όπως το θέλει η εξουσία, θα πέσουμε σε στημένα δίχτυα.
– Και ποια είναι η λύση; Ποιες θεολογικές και κανονικές βάσεις της Εκκλησίας πρέπει να βάλουμε σήμερα για την επίλυση παρόμοιων ανθρωπιστικών ζητημάτων έτσι που να προστατευτούμε από προβλήματα στο μέλλον;
Η Εκκλησία μας, ήδη, έχει ξεκινήσει και το κάνει. Η δήλωση της Ιεράς Συνόδου της Ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας, όπως και οι κατά περιοχές επαρχιακές Εγκύκλιοι των Ιεραρχών της Εκκλησίας μας, αναφορικά με τον κορωνοϊό, σταθερά και με σαφήνεια αποτρέπουν το ποίμνιο από μονόπλευρες προσεγγίσεις, άρα και από μονόπλευρες λύσεις του προβλήματος που έχει προκύψει. Νομίζω, για αυτά όλα πρέπει να δουλέψουν πολύ καλά και γρήγορα οι θεματικές εκκλησιαστικές επιτροπές για να βρουν τους μηχανισμούς προστασίας της Εκκλησίας και τους τρόπους για να εξηγήσουν αυτούς τους μηχανισμούς στους πιστούς. Να πω τη δική μου άποψη, η οποία, ίσως, εν μέρει, μπορεί να αποδεχθεί ατελής ή λανθασμένη – μετά από τις τελικές εκκλησιαστικές αποφάσεις θα φανεί. Μου φαίνεται, ότι από τη μια, πρέπει να διαμορφώσουμε μια εσωτερική εκκλησιαστική αντίληψη για την προστασία της ενημέρωσης του ποιμνίου από διάφορους ψεύτικους ιούς, και να τους θεωρούμε τεχνολογίες της σύγχρονης γεωπολιτικής. Πρέπει επίσης να λάβουμε υπόψη την αβεβαιότητα της πραγματικής επιδημιολογικής κατάστασης, κάθε φορά που στο μέλλον θα χρησιμοποιούνται τέτοιες τεχνολογίες. Πράγμα που σημαίνει ότι τα μέτρα για την πραγματική υγειονομική προστασία των πιστών που θα επισκέπτονται τους ναούς πρέπει να έχουν ετοιμότητα για «άμεση εφαρμογή».
Από την άλλη, πρέπει να είμαστε πάντα έτοιμοι να εφαρμόζουμε το Ευαγγέλιο:
«Τότε θ’ ακούσετε πώς γίνονται πόλεμοι, ή προετοιμάζονται πόλεμοι. Προσέξτε να μην ταραχτείτε, γιατί όλα αυτά πρέπει να γίνουν, αλλά δεν είναι ακόμη το τέλος. Το ένα έθνος θα ξεσηκωθεί εναντίον του άλλου και το ένα βασίλειο εναντίον του άλλου· θα έρθουν πείνα, αρρώστιες και σεισμοί σε διάφορα μέρη. Όλα αυτά όμως είναι σαν τους πρώτους πόνους της γέννας» (Μτ 24,6-8).
Άρα, πρέπει να διαμορφώσουμε και να έχουμε ένα πλαίσιο αρχών για τη λειτουργική ζωή της Εκκλησίας, στην περίπτωση που ξαφνικά ενσκήψει πράγματι στην κοινωνία θανάσιμα επικίνδυνος ιός, ή μόλυνση του περιβάλλοντος από τα δηλητήρια ή ραδιενέργεια χωρίς τη δυνατότητα εκκένωσης. Δεν είναι φαντασίες ούτε ιστορίες τρόμου κάποιου. Αυτή είναι η αποκαλυπτική πραγματικότητα του μέλλοντος. Πότε η Εκκλησία θα αντιμετωπίσει αυτή την πραγματικότητα, δεν το ξέρει κανείς παρά μόνο ο Θεός. Αλλά τα σημάδια της, ας τα πούμε «πρόβες», γίνονται και τώρα. Να, για παράδειγμα, ο κορωνοϊός. Και η Εκκλησία, ήδη, σήμερα πρέπει να είναι έτοιμη για τις τυχόν μεγάλες καταστροφές και πραγματικές πανδημίες.
Ποια θα ήταν η εναλλακτική πρόταση αντί για τη συλλογική προσέλευση στη λειτουργική ζωή της Εκκλησίας; Μέχρι που επιτρέπεται να φτάνουμε όταν απολυμαίνουμε τα κειμήλια; Σε συνθήκες πανδημίας υπάρχει κάποια εναλλακτική αντί για την Θεία Κοινωνία στο Ναό; Μήπως, σε τέτοιες εξαιρετικές περιπτώσεις να επιτρέπαμε τους λαϊκούς να κοινωνούν από τα Άγια Δώρα που καθαγιάστηκαν τη Μεγάλη Πέμπτη και να κοινωνούν στο σπίτι, όπως ήταν στην αρχαία εκκλησία; Σε αυτή την περίπτωση πρέπει να ορίσουμε ποιος είναι πραγματικά πιστός λαϊκός και ποιος όχι. Οριστικές λίστες των ενοριτών; Μήπως για την Θεία Κοινωνία που τη φυλάμε για εξαιρετικές περιπτώσεις μπορούμε να έχουμε σκεύη μιας χρήσης που να τα καίμε μετά; Η εξομολόγηση εξ’ αποστάσεως; Όλα αυτά είναι ερωτήματα τα οποία αργά ή γρήγορα θα απασχολήσουν την Αγία Ορθόδοξη Εκκλησία μας. Να δώσει ο Κύριος να γίνει αυτό όσο το δυνατόν πιο αργά. Αλλά για την επίλυσή τους χρειάζεται να ετοιμαζόμαστε από τώρα.