Ο Ελβετός Πιέρ Χαάμπ, που απογοητεύτηκε στον Καθολικισμό, πέρασε από Βουδισμό, Ινδουισμό, καθώς και μοντέρνες ανατολικές διδασκαλίες, και σήμερα είναι υποδιάκονος στον Ναό Υψώσεως του Τιμίου Σταυρού στη Γενεύη, μας διηγείται με ειλικρίνια για τον δρόμο του προς την Ορθοδοξία.
Πιέρ Χαάμπ – Θα μπορούσατε να μας πείτε μερικά λόγια για την οικογένειά σας, την εκπαίδευσή σας και για το πώς αποφασίσατε να γίνετε ορθόδοξος;
– Γεννήθηκα σε μια υποανάπτυκτη χώρα, που υποφέρει από φτώχια και πείνα, στην οποία όλο τον καιρό σκοτεινά σύννεφα σκεπάζουν τον ουρανό. Όλα αυτά, μάλιστα, με την πνευματική έννοια.
Μιλάω για την Ελβετία και, συγκεκριμένα, για την πόλη της Γενεύης, κέντρο του διεθνούς ελευθεροτεκτονισμού και του τραπεζικού συστήματος, κάστρο σκοταδιστικών αιρέσεων και υλιστική μεγαλούπολη, που απολαμβάνει σταθερή και υπνωτιστική ευμάρεια, η οποία περιχαρακώνει το άτομο από πολλές τραγωδίες, που λαμβάνουν χώρα στην καθημερινότητα της ανθρωπότητας.
Οι γονείς μου με μεγάλωσαν στη Ρωμαιοκαθολική πίστη, την οποία κληρονόμησαν από τους προγόνους τους. Τους είμαι βαθιά ευγνώμων, για το ότι από τα πιο μικρά παιδικά μου χρόνια με βοηθούσαν να υιοθετήσω τις βάσεις της χριστιανικής Αλήθειας και, συγκεκριμένα, την πίστη στον Θεό, τα δόγματα και την αναγκαιότητα της προσευχής.
Εκκλησιαζόμασταν τακτικά. Πηγαίναμε στην εκκλησία κάθε Κυριακή και στις γιορτές και η προσευχή ήταν μέρος της καθημερινής ζωής μας (τουλάχιστον τα πρώτα δέκα χρόνια, που ήμουν παιδί). Ο πατέρας μου, που ήταν δημοσιογράφος, την επαγγελματική του ζωή την αφιέρωσε στην προστασία των καταπιεζομένων και της δικαιοσύνης. Όσον αφορά στους γονείς μου, είχαν κάνει ό,τι μπορούσαν, ώστε να υπάρχει η διαδοχή θρησκευτικής εκπαίδευσης στην οικογένειά μας.
Έκανα πολλές ερωτήσεις, στις οποίες ούτε οι γονείς μου ούτε οι ιερείς μπορούσαν ν’ απαντήσουν
Όσον αφορά στην Εκκλησία, θα την αποκαλέσουμε με το αληθινό της όνομα, δηλαδή «παπισμός». Όταν ήμουν παιδί (τη δεκαετία του ’50), αισθανόμουν πολύ φυσικά εντός θρησκευτικού περιβάλλοντος. Π.χ. οι προσευχές στα Λατινικά δεν μου προκαλούσαν κάποιες δυσκολίες. Παρ’ όλο που η πίστη ήταν για μένα η πίστη με υπακοή, έκανα πολλές ερωτήσεις, στις οποίες ούτε οι γονείς μου ούτε οι ιερείς μπορούσαν ν’ απαντήσουν. Και στις περιπτώσεις που προσπαθούσαν ν’ απαντήσουν, απαντούσαν με χαμόγελο, με επιείκεια, νομίζοντας ότι «εμβαθύνω υπερβολικά στο θέμα». Μου έδιναν να καταλάβω ότι το πιο σημαντικό είναι να εκπληρώνω τα ηθικά καθήκοντά μου με τον καλύτερο τρόπο. Τότε είχα αποφασίσει ότι αργότερα θα ψάξω τις απαντήσεις μόνος μου, μελετώντας της πηγές, από τις οποίες εκπηγάζει η ηθική. Όσο θυμάμαι τον εαυτό μου στα παιδικά μου χρόνια, πάντα είχα την πείνα στην αναζήτηση της Αλήθειας.
Παρέμενα σε αναμονή, όταν, στην αρχή της εφηβικής μου ηλικίας, στη Δύση συνέβη ένα σημαντικό γεγονός, πραγματική επανάσταση στον παπισμό, στροφή 180 μοιρών, που συνεχίζει μέχρι σήμερα. Αυτή ήταν η Δεύτερη Σύνοδος του Βατικανού, το 1962. Εντός μερικών μηνών, ή 2-3 ετών σε μερικές περιπτώσεις, ένας ολόκληρος κώδικας κανόνων, που διαμορφώθηκε στη διάρκεια αιώνων, τελικά ακυρώθηκε και κηρύχτηκε πεπαλαιωμένος. Π.χ., σύμφωνα με τους καινούργιους κανόνες, στη διάρκεια της Θείας Λειτουργίας το ιερό και ο ιερέας τώρα πρέπει να στραφούν ανάποδα (δηλαδή ν’ αντικρίζουν στον κόσμο). Τα Λατινικά, η πρωταρχική γλώσσα της Λειτουργίας στον δυτικό κόσμο, τώρα απαγορεύτηκε. Η Λειτουργία της Κυριακής μεταφέρθηκε το απόγευμα του Σαββάτου, ώστε οι πιστοί να έχουν τη δυνατότητα να κάνουν σκι και να κοιμηθούν περισσότερο τις Κυριακές. Το ράσο του καθολικού ιερέα θεωρήθηκε άχρηστο. Όλες οι νηστείες (πριν τη Θεία Κοινωνία, η Τεσσαρακοστή και τις Παρασκευές) ακυρώθηκαν κ.τ.λ.
Γενικά, όλο αυτό ήταν μια αρρωστημένη δίψα αλλαγών. Οι παραδόσεις έχασαν τη δημοφηλία τους ανάμεσα στους ανθρώπους. Η αστάθεια μετατράπηκε σε κανονικότητα, μαζί με τη βασική και αναπόφευκτη συνέπειά της, τη βεβαιότητα ότι εμείς υπερέχουμε ουσιαστικά, χάρη στον σύγχρονο πολιτισμό μας, σε σχέση με όλα εκείνα που ήρθαν σ’ εμάς από το παρελθόν. Οι άνθρωποι του παρελθόντος ήταν αγενείς και αναιδείς, έτσι δεν είναι; Ενώ εμείς είμαστε ναυαρχίδες της εξέλιξης... Ή, κατά τον Νίτσε: «“Ή ευτυχία βρέθηκε από εμάς” -λένε οι τελευταίοι άνθρωποι, κλείνοντας ταυτόχρονα το μάτι». Το σύνθημα αυτής της επανάστασης έγινε το «l’aggiornamento» (δηλαδή ή κατά κάποιον τρόπο «ανανέωση»), όπερ σημαίνει ότι η Εκκλησία πρέπει να ακολουθεί τα «θέλω» του κόσμου, πράγμα το οποίο καταδικάζει την Εκκλησία να «κυνηγάει» τον κόσμο (αφού ο κόσμος πάντα θα εξελίσσεται ταχύτερα).
Σε αυτό το πλαίσιο δεν έλαβα καμία απάντηση στις ερωτήσεις που έκανα και δεν βρήκα κανένα σημείο προσανατολισμού μέσα μου.
Έτσι, σιγά-σιγά, άρχισα ν’ αποστασιοποιούμαι από την Εκκλησία, τη λεγόμενη «καθολική». Εν τω μεταξύ, αυτά τα γεγονότα συνέπεσαν μία γενικότερη εξασθένιση του πνεύματος της θρησκευτικής ζωής. Μέχρι της Δεύτερης Συνόδου του Βατικανού, οι περισσότεροι άνθρωποι, ακόμη και όσοι δεν ήταν καθόλου ενεργά μέλη της εκκλησίας, εκτός από τους μεγάλους αθεϊστές, βέβαια, συμμετείχαν στην κοινωνική και εκκλησιαστική ζωή, επισκεπτόμενοι τις ακολουθίες τις Κυριακές. Μετά τη Σύνοδο, το νέο πρότυπο του «όλα επιτρέπονται» και της προσωπικής άνεσης άδειασε τις εκκλησίες από τους περισσότερους πιστούς.
Έτσι ξεκίνησε η μεγάλη περίοδος αναζήτησης για μένα. Ο Ρωμαιοκαθολικισμός δεν μπορούσε να μου προσφέρει τίποτα ουσιαστικό και όλα συνίσταντο στην άνοστη εξωτερική ηθική. Εγώ, όμως, έψαχνα κάτι, στα τυφλά, που μπορούσε ν’ απαντήσει στις ερωτήσεις μου.
Στα 17 μου χρόνια ανακάλυψα ένα βιβλίο, που λειτούργησε σαν παράθυρο για μένα, επειδή βρισκόμουν στο σκοτάδι. Το βιβλίο ήταν «Η πνευματικότητα του Ινδουισμού», που γράφτηκε από έναν μεγάλο ασιανολόγο. Αυτό το έργο μού έδειξε ότι υπάρχει μία γλώσσα, που μιλά για την εσωτερική πραγματικότητα του ανθρώπου. Μέχρι τότε, η προσέγγισή μου στην πνευματικότητα και τον μυστικισμό τελείτο εντός του πλαισίου του παπισμού και μια εντύπωση, που μου είχε απομείνει απ’ αυτόν, ήταν η συναισθηματικότητα και η εξωτερική ηθική. Αυτή η ανακάλυψη μου προκάλεσε το ενδιαφέρον για τις ανατολικές θρησκείες, πρώτα για τον Ινδουισμό (γιόγκα και μεταφυσική) και ύστερα για τον Βουδισμό και τον Σουφισμό και γενικώς για τον Εσωτερισμό.
Όμως, εκείνα τα χρόνια έτυχε να αισθανθώ το πολύτιμο δώρο της Πρόνοιας του Θεού: Την παρουσία της Ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας, οι χρυσοί τρούλοι της οποίας υψώνονται πάνω από την πόλη εδώ και 150 χρόνια. Με «καλούσαν» από τα παιδικά μου χρόνια, όμως εγώ ποτέ δεν είχα μπει μέσα.
Έτσι, για παράδειγμα, όταν ήμουν φοιτητής στο κολέγιο, μερικές φορές είχα επισκεφτεί την εσπερινή ακολουθία, το απόγευμα του Σαββάτου. Η βαθιά ησυχία του μέρους, το μισοσκόταδο, που φωτιζόταν μόνο από κεριά, το άρωμα του μοσχολίβανου, οι ψαλμωδίες, όλα αυτά ήταν για μένα όαση, εν τω μέσω της ερήμου αυτού του κόσμου. Το μόνο πρόβλημα που υπήρχε, ήταν ότι δεν καταλάβαινα ούτε λέξη απ’ ό,τι λέγονταν ή ψαλλόταν, με αποτέλεσμα να μένω «εκτός» της ακολουθίας, μη έχοντας τα απαραίτητα μέσα για να «ενωθώ» μαζί της. (Μια φορά προσπάθησα κιόλας να συμμετάσχω στη Λειτουργία της Κυριακής, όμως, όταν άνοιξα την πόρτα, αντίκρισα έναν «τοίχο» πιστών, που γέμιζε όλον τον ναό, και άκουσα δυνατές ψαλμωδίες, σαν να επρόκειτο για όπερα. Όλα αυτά ήταν τόσο διαφορετικά από την ατμόσφαιρα του Εσπερινού, που εγώ, φοβισμένος, έκλεισα αμέσως την πόρτα κι έφυγα [χαμογελά]). Έτσι, εκείνην την περίοδο δεν ήμουν έτοιμος για την πρώτη μου προσέγγιση με την Ορθόδοξη Εκκλησία.
Αυτή η αναζήτηση, που έγινε ολόκληρη περιπέτεια για μένα, με ακολουθούσε στη διάρκεια όλης της περιόδου των σπουδών μου στο Πανεπιστήμιο, αλλά και μετά. Συνολικά πέρασα «περιπλανώμενος» πάνω από 15 χρόνια.
Εν τω μεταξύ, παντρεύτηκα και μαζί με τη σύζυγό μου συνεχίσαμε αυτήν την αναζήτηση. Πρέπει να σημειώσω ότι μετά από μερικά χρόνια, όντες ανοιχτοί σε όλα τα θρησκεύματα, «από πνευματική τιμιότητα» και εσωτερική επιδίωξη της Αλήθειας, αποφασίσαμε να μελετήσουμε τον χριστιανισμό πιο βαθιά. Αυτήν τη φορά είχαμε σκοπό να προσεγγίσουμε, όσο είναι δυνατόν, «την πηγή», που de facto σημαίνει την παράδοση των Αγίων Πατέρων, δηλαδή την Ορθοδοξία. Εδώ ανακαλύψαμε μία γλώσσα, που μας απορρόφησε ολοκλήρως και αντιστοίχισε στις εσωτερικές μας προσδοκίες.
Όμως, στο αποτέλεσμα της μακροχρόνιας παραπλάνησής μας, συνεχίσαμε να θεωρούμε την πνευματική βάση για εμάς τα άλλα ανατολικά θρησκεύματα. Στην πνευματική ζωή ήμασταν σαν τους δυτικούς καταναλωτές στο σουπερμάρκετ, που βάζουν στο καλάθι τους ό,τι τους αρέσει και προσελκύει το ενδιαφέρον τους.
Πρέπει να σημειωθεί ότι στις δεκαετίες του ’70 και του ’80 κέρδιζε σε δημοτικότητα η νέα τάση «πνευματισμού» (Spiritualism), η οποία, όπως μας φάνηκε, ενώνει τη χάρη διαφόρων θρησκευμάτων και την οποία μπορούμε να ορίσουμε ως υπερβατική ενότητα θρησκευμάτων. Με απλά λόγια, αυτό σημαίνει ότι όλες οι θρησκείες έχουν μόνο εξωτερικές διαφορές (εξωτερισμός), που σχετίζονται με ιστορικές και πολιτισμικές προϋποθέσεις, όμως κατά την προσέγγιση στην εσωτερική και μεταφυσική διδασκαλία (εσωτερισμός), συναντάμε την παρόμοια και μοναδική πνευματική πραγματικότητα, την πραγματικότητα του Θεού. Ως αποτέλεσμα, όλες οι θρησκείες είναι όμοιες. Ένας τέτοιος τρόπος σκέψεως είναι σύγχρονος και τώρα, όμως τότε, για νέους ανθρώπους, όπως ήμασταν εμείς, που έψαχναν απαντήσεις στις ερωτήσεις τους, αυτή η σκέψη έλαβε χροιά καταπληκτικής ανακάλυψης, που παρείχε αποσαφήνιση, τόσο αναγκαία για την πνευματική εξέλιξη του ανθρώπου.
Με προσέλκυε ο πλούτος των ανατολικών διδασκαλιών, όμως δεν μπορούσα να βρω τη θέση μου σε καμία από αυτές
Ακολουθώντας την ιδέα ότι οι διδασκαλίες εσωτερισμού όλων των θρησκειών είναι εκδήλωση της ίδιας μεταφυσικής πραγματικότητας, ως συνέπεια έχουμε τη δυνατότητα να περνάμε από τη μία θρησκεία στην άλλη, ανάλογα με τη διάθεσή μας, θεωρώντας το απολύτως φυσιολογικό. Και όταν κάποια άποψη από αυτές τις θρησκείες, ηθική ή πρακτική, φαινόταν απαράδεκτη ή ακατανόητη κατά την προσωπική ανάλυση, τότε ήταν αρκετό να το ονομάσουμε «στοιχείο εξωτερισμού», δηλαδή ότι είναι μια ιδέα, που έχει περιορισμούς και προορίζεται για τις ανάγκες «αμύητου» λαού, την οποία μπορούμε να μη λαμβάνουμε υπ’ όψιν. Τέτοιος τρόπος σκέψεως ήταν πολύ βολικός για έναν διανοούμενο άνθρωπο, όπως ήμουν εγώ... Ταυτόχρονα, παρ’ όλο που το πλούτος αυτών των ανατολικών διδασκαλιών με προσέλκυε, δεν μπορούσα να βρω τη θέση μου σε καμία από αυτές. Δηλαδή, ήταν πολύ ελκυστικές για μένα, αλλά στην πραγματικότητα εκεί δεν μπορούσα να είμαι ο εαυτός μου.
Μετά τον γάμο πήγα για πρώτη φορά στην Ελλάδα και αυτό το ταξίδι ήταν αποφασιστικό για μένα. Ξαφνικά ένιωσα το «εγώ» μου, συναίσθημα το οποίο δεν μπορούσα αισθανθώ πουθενά αλλού πριν. Σαν να βρισκόμουν μέσα σε μια πνευματική οικογένεια ή στην αληθινή πατρίδα μου, έχοντας εγκάρδια και πνευματική επικοινωνία με ανθρώπους γύρω μου. Πάντοτε ονειρευόμουν να τα έχω όλα αυτά. Γρήγορα συνειδητοποίησα ότι αυτά συνέβησαν λόγω του ότι η χώρα ήταν ορθόδοξη και οι συμπεριφορές των ανθρώπων καθορίζονταν από το θρήσκευμά τους. Μαζί με τη σύζυγό μου συμμετείχαμε στη Θεία Λειτουργία, όπου πάλι αισθανθήκαμε σαν στο σπίτι μας. Για εμάς, τους γαλλόφωνους, η ελληνική γλώσσα φάνηκε πιο προσιτή από τη ρωσική. Μετά από αυτό το ταξίδι επισκεφτήκαμε την Ελλάδα και άλλες φορές τα καλοκαίρια και κάθε φορά συναντούσαμε εκείνη την οικειότητα, τόσο εσωτερική όσο και εξωτερική.
Συνεχίζεται...