Μνημείο για τα αγέννητα παιδιά (Σλοβενία)
Η μητέρα και ο πατέρας είναι συν-δημιουργοί με τον Θεό την στιγμή που συλλαμβάνουν ένα νήπιο. Το δώρο αυτό τού Θεού που είναι το παιδί που κουβαλά στην κοιλιά της η μητέρα, πρέπει να το αντιλαμβάνεται κανείς ως παροχή βοήθειας σε αμφότερους τούς γονείς με σκοπό την σωτηρία τους.
Αν και η σύλληψη τού νηπίου είναι εμφύσηση ζωής δoσμένης από τον Θεό, πολλά εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό από τη θέληση των ίδιων των γονέων, οι οποίοι μπορούν να αποφασίσουν να διαφυλάξουν την ζωή τού παιδιού ή να τού την αφαιρέσουν. Έτσι, το σώμα τής μητέρας μπορεί να αποδειχθεί ζωντανή γη, μπορεί όμως να μετατραπεί και σε τάφο.
Όταν μια μάνα μετατρέπεται σε τάφο
Ο Γέρων Πορφύριος (Μπαϊρακτάρης) σε μια από τις πνευματικές του διδασκαλίες διδάσκει: «Να λες στις μανάδες, να νιώσουν πόσο πολύ τις ετίμησε ο Θεός, με το που τις αξίωσε να γίνουν μητέρες. Όταν κουβαλάνε μέσα τους το συλληφθέν έμβρυο, αποχτούν μια δεύτερη ζωή. Να μιλούν στο αγέννητο νήπιο και να το χαϊδεύουν, και το έμβρυο θα τα νιώσει μυστηριωδώς αυτά» [1] .
Το σώμα τής μητέρας είναι η ζωντανή γη στην οποία ο πατέρας σπέρνει έναν νέο σπόρο ζωής, ο οποίος, ευλογημένος από τον Θεό με την πνοή ζωής, παίρνει τη μορφή ενός νηπίου (ένα ολοκληρωμένο άτομο). Η αγάπη τού Θεού φέρνει στον κόσμο έναν άνθρωπο που δεν υπήρξε ποτέ και δεν θα υπάρξει ποτέ πλέον, μια μοναδική ψυχή τού οποίου το μυστικό δεν μπορεί να γίνει γνωστό πριν την ώρα του. Και η αγάπη των γονέων, με τη σειρά της, τρέφει πραγματικά την σωματική και πνευματική ζωή τού νηπίου.
Μπορεί μεν η αγάπη τού Θεού να είναι πάντα ζωοδότρια, η αγάπη των γονέων, όμως, δεν υποστηρίζει πάντα τη νέα ζωή που έχει εμφανιστεί. Όταν διαστρεβλώνεται από την αμαρτία τού εγωισμού, η λεγόμενη «αγάπη» των γονέων μπορεί να καταστεί θανατηφόρα. Έτσι, η διαστρεβλωμένη αγάπη των γονέων οδηγούμενη από κάποιους φανταστικούς λόγους, θυσιάζει τα νήπιά τους στον βωμό τής σαρκικής λαγνείας και τού εγωισμού.
Διά τής αγάπης, το παιδί λαμβάνει την ζωή,
και μέσω τής αμαρτίας τον θάνατο
Από τη στιγμή που οι γονείς αποφασίζουν να θανατώσουν το παιδί, το σώμα της μητέρας αρχίζει να σκοτεινιάζει, ετοιμάζεται να μετατραπεί σε τάφο.
Η αδράνεια που επιφέρουν οι αμαρτίες, φτάνει τούς γονείς στο σημείο να μην μπορούν πλέον να κατανοήσουν το μυστήριο τής ζωής, που δόθηκε από τον Θεό με τη μορφή ενός νέου παιδιού. Και σαν συνέπεια αυτής τής μη κατανόησης, οι γονείς φτάνουν στο σημείο να αποφασίσουν επιπόλαια να «απαλλαγούν» από το νέο παιδί, να το σκοτώνουν μέσω τής οδούς τής άμβλωσης. Αυτοί οι γονείς δεν βλέπουν πλέον το παιδί ως καρπό τής δικής τους αγάπης και τής ευλογίας τού Θεού, αλλά σαν ένα είδος «ξένου σώματος», που στέκεται εμπόδιο στα σχέδιά τους για το μέλλον.
Από τη στιγμή που οι γονείς αποφασίζουν να θανατώσουν το παιδί, το σώμα της μητέρας αρχίζει να σκοτεινιάζει, ετοιμάζεται να μετατραπεί σε τάφο. Εάν μέχρι την στιγμή τής έκτρωσης, η καρδιά τής μάνας δεν ακούσει το κάλεσμα τού Θεού, δεν ακούσει την «σιωπηλή κραυγή» τού παιδιού, το σώμα της θα μετατραπεί σε πραγματικό τάφο, ρουφώντας μέσα του την ζωή τού νηπίου.
Η άμβλωση είναι το έργο και των δύο συζύγων, αν όχι πρωτίστως έργο τού συζύγου-αρχηγού τής οικογένειας, δηλαδή, αυτουνού που είναι προικισμένος με τη δύναμη να οδηγήσει την οικογένεια στη Βασιλεία τού Χριστού.
Mέσω τής Χάρης που λαμβάνεται κατά την διάρκεια τού Μυστηρίου τού γάμου, ο άντρας και η γυναίκα γίνονται φυσικά «σάρξ μία» (Ματθ 19,6). Όπως η γέννηση των παιδιών είναι θέμα που αφορά και τούς δύο ισότιμα, έτσι και η άμβλωση δεν μπορεί να θεωρηθεί τίποτε άλλο παρά κάτι που αφορά και τούς δύο, αν όχι εξόχως τον σύζυγο καθότι αυτός είναι η κεφαλή τής οικογένειας, και ως εκ τούτου έχει προικιστεί με την εξουσία να οδηγήσει την οικογένειά του μέσα από τον στενό δρόμο που οδηγεί στην Βασιλεία τού Χριστού. Είναι συχνά, λοιπόν, ο σύζυγος αυτός που σκάβει τον τάφο στο σώμα τής γυναίκας.
Μητρότητα και πατρότητα είναι βαθιά ριζωμένες στην ανθρώπινη συνείδηση και η μνήμη τού θανάτου ενός παιδιού θα μείνει για πάντα ζωντανή στις ψυχές και των δύο γονέων. Αυτή η ενθύμηση/συνείδηση αποτελεί και το κλειδί που μπορεί σε κάθε στιγμή να ανοίξει τις πόρτες τής μετάνοιας για αυτούς, πράξης, απουσία τής οποίας δεν μπορεί να υπάρξει σωτηρία. Αλλά επειδή η μετάνοια περνά μέσα από την ταπεινότητα και την αυτοθυσία, πολλοί την αρνούνται, προσπαθώντας να φανούν όσο το δυνατόν πιο άξιοι γίνεται στα μάτια των άλλων αλλά και στον εαυτό τους.
Σε αυτές τις μητέρες και πατέρες, ταιριάζει απόλυτα η ρήση τού Σωτήρα Ιησού Χριστού προς τούς Φαρισαίους [2]:
«Ματθ. 23,25 Οὐαὶ ὑμῖν, γραμματεῖς καὶ Φαρισαῖοι ὑποκριταί, ὅτι καθαρίζετε τὸ ἔξωθεν τοῦ ποτηρίου καὶ τῆς παροψίδος, ἔσωθεν δὲ γέμουσιν ἐξ ἁρπαγῆς καὶ ἀδικίας.
Ματθ. 23,26 Φαρισαῖε τυφλέ, καθάρισον πρῶτον τὸ ἐντὸς τοῦ ποτηρίου καὶ τῆς παροψίδος, ἵνα γένηται καὶ τὸ ἐκτὸς αὐτῶν καθαρόν.
Ματθ. 23,27 Οὐαὶ ὑμῖν, γραμματεῖς καὶ Φαρισαῖοι ὑποκριταί, ὅτι παρομοιάζετε τάφοις κεκονιαμένοις, οἵτινες ἔξωθεν μὲν φαίνονται ὡραῖοι, ἔσωθεν δὲ γέμουσιν ὀστέων νεκρῶν καὶ πάσης ἀκαθαρσίας.
Λουκ. 11,44 οὐαὶ ὑμῖν, γραμματεῖς καὶ Φαρισαῖοι ὑποκριταί, ὅτι ἐστὲ ὡς τὰ μνημεῖα τὰ ἄδηλα. καὶ οἱ ἄνθρωποι περιπατοῦντες ἐπάνω οὐκ οἴδασιν.»