«Θέλατε να μάθετε το πρόγραμμα της Έκτης Συμφωνίας κι εγώ δεν μπορώ να σας πω τίποτα επί τούτου... Ο αδερφός μου κράταγε τα πάντα στο μυαλό του. Αυτό το μυστικό το πήρε μαζί του στον τάφο". Αυτά έγραφε ο Μοντέστ Ιλίτς Τσαϊκόφσκι, σε μια επιστολή προς τον Τσέχο μουσικολόγο Ρούντολφ[1] Μπάτκα.
Η έκτη («Παθητική») συμφωνία εκτελέστηκε για πρώτη φορά εννέα ημέρες πριν από τον θάνατο του συνθέτη. Το τραγικό στοιχείο στη συμφωνία μπορεί να συγκριθεί με το "Requiem" του Μότσαρτ -ο ίδιος ο Τσαϊκόφσκι έβλεπε σε ποιο βαθμό το έργο συνηχούσε νοηματικά με το σπουδαίο έργο του Μότσαρτ. Στη συμφωνία, ο Τσαϊκόφσκι φάνηκε να ξαναζεί όλη του τη ζωή. Μια ζωή που τελειώνει με το απόλυτο ερώτημα: Τελικά, τι μένει από εμένα;
«...Αλλά, αν επιμένετε, θα σας εκμυστηρευτώ το κάτι τι, που έμαθα από τον αδερφό μου». Ο Μοντέστ Ιλίτς συνεχίζει στην επιστολή. «Το πρώτο μέρος είναι η ζωή του, ένας συνδυασμός πόνου, ψυχικής αγωνίας, με μια ακαταμάχητη δίψα για το Μεγάλο και το Υψηλό, από τη μία πλευρά και τον αγώνα ενάντια στον φόβο του θανάτου, από την άλλη -θεϊκή χαρά και λατρεία του Ωραίου, της Αλήθειας, του Καλού, όλων αυτών που υπόσχονται Αιωνιότητα και Ουράνιο Έλεος. Ο αδελφός μου έζησε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του ακτινοβολώντας αισιοδοξία, έτσι λοιπόν και το πρώτο μέρος, προς το τέλος, αντανακλά ήδη το δεύτερο. Το δεύτερο μέρος, κατά τη γνώμη μου, αντιπροσωπεύει αυτήν τη χαρά της ζωής, η οποία δεν μπορεί να συγκριθεί με τις περαστικές και φευγαλέες χαρές της καθημερινότητας, χαρά που εκφράζεται μουσικά μέσα από το ασυνήθιστο μέτρο των 5/4. Το τρίτο μέρος μαρτυρεί την ιστορία της ανάπτυξής του ως μουσικού. Δεν είναι τίποτ’ άλλο παρά μια φάρσα, ένα παιχνίδι, ψυχαγωγία στην αρχή της ζωής του, μέχρι την ηλικία των είκοσι, όπου όλα γίνονται πιο σοβαρά πλέον και τελειώνουν με την επίτευξη παγκόσμιας φήμης. Αυτήν εκφράζει και το θριαμβευτικό εμβατήριο στο τέλος. Το τέταρτο μέρος αντανακλά την ψυχική του κατάσταση τα τελευταία χρόνια της ζωής του, τις πικρές απογοητεύσεις και τα βαθιά βάσανα, για να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η φήμη του ως καλλιτέχνη είναι παροδική και ότι ο ίδιος δεν είναι σε θέση να ξεπεράσει τη φρίκη του μπροστά στο αιώνιο Τίποτα, σ’ ένα Τίποτα όπου όλα όσα αγαπούσε και που σε όλη τη ζωή του θεωρούσε αιώνια, απειλούνται από την φθαρτότητα»
Γιατί η Έκτη Συμφωνία του Τσαϊκόφσκι ονομάζεται "Συμφωνία του Θανάτου";
Στις αρχές της δεκαετίας του 1890, οι συνθέσεις του ήταν γνωστές σε όλον τον κόσμο, ο Τσαϊκόφσκι έκανε αρκετές περιοδείες σε όλην την Ευρώπη και την άνοιξη του 1891 έκανε μια εμφάνιση, η οποία στέφτηκε με μεγάλη επιτυχία, στις ΗΠΑ. Για παράδειγμα, κατά τη διάρκεια μιας εξ αυτών των περιοδειών στο εξωτερικό, ο Πιότρ Ιλίτς διηύθυνε τη Συμφωνική Ορχήστρα της Νέας Υόρκης, στα εγκαίνια του διάσημου Carnegie Hall. Είχε, επίσης, προγραμματίσει συναυλίες στη Ρωσία και στο εξωτερικό για τη σεζόν 1893–1894.
Το παράδοξο στην Έκτη Συμφωνία είναι ότι, αν και είχε γραφτεί λίγο πριν τον θάνατο του συνθέτη, δεν γράφτηκε από ένα άτομο που πεθαίνει (ο Τσαϊκόφσκι πέθανε ξαφνικά από χολέρα στις 25 Οκτωβρίου -κατ’ άλλους, 6 Νοεμβρίου 1893, σε ηλικία 53 ετών), αλλά από έναν μουσικό του οποίου η δημιουργική ζωή ήταν σε άνθιση. Αυτή η σύνθεση θα μπορούσε να σημάνει την αρχή μιας νέας περιόδου στη ζωή του συνθέτη και, σύμφωνα με πολλές μαρτυρίες, ακόμη και ο ίδιος ο συγγραφέας το αντιλαμβανόταν τοιουτοτρόπως.
Carnegie Hall. Φωτογραφία: Princess Ruto / Flickr
Και όμως, η τελευταία δημιουργία του Τσαϊκόφσκι είναι γεμάτη από σκέψεις περί θανάτου. Αυτό υποδηλώνεται άμεσα από την εκκλησιαστική ψαλμωδία «Μετὰ τῶν Ἁγίων ἀνάπαυσον, Χριστέ, τὴν ψυχὴν τοῦ δούλου σου», η οποία ακούγεται στο πρώτο μέρος. Αυτή η προσευχή (ΣτΜ: Κοντάκιον) ακούγεται στην εκκλησία περίπου στο μέσον της νεκρώσιμης ακολουθίας και της παννυχίδας. Ενώ εργαζόταν σε πνευματικά έργα, ο Τσαϊκόφσκι μελέτησε σοβαρά το λειτουργικό Τυπικό και τις παραδόσεις της ψαλτικής, οπότε και αντιλαμβανόταν σε όλο τους το βάθος τις έννοιες των νεκρώσιμων προσευχών. Και παρ’ όλο που δεν ακούγεται στο κύριο θέμα του πρώτου μέρους, αλλά εμφανίζεται αμυδρά εν μέσω της ροής του μουσικού θέματος, χάρη σε αυτό το απόσπασμα βλέπουμε ότι το θέμα του θανάτου στη Συμφωνία δεν συνδέεται με την απόγνωση, αλλά με την ελπίδα ανάπαυσης "ἔνθα οὐκ ἔστι πόνος, οὐ λύπη, οὐ στεναγμός, ἀλλὰ ζωὴ ἀτελεύτητος".
Eπιβεβαίωση αυτής της ιδέας συναντούμε στις επιστολές του συνθέτη προς τον Μέγα Δούκα Κωνσταντίνο Ρομανόφ (K. Ρ.) Οι δυο τους συνδέονταν με πολλά χρόνια φιλίας, παρά το γεγονός ότι σπάνια συναντούνταν, και επικοινωνούσαν κυρίως μέσω αλληλογραφίας. Το φθινόπωρο του 1893, όταν ο Τσαϊκόφσκι ετοιμαζόταν για την πρώτη εκτέλεση της Έκτης Συμφωνίας, ο Δούκας τού πρότεινε να μελοποιήσει το «Requiem» του ποιητή Αλεξέι Απούχτιν, ο οποίος είχε πρόσφατα πεθάνει. Ο Πιότρ Ιλίτς είχε τις αμφιβολίες του ως προς το αν θα έπρεπε ν’ ασχοληθεί με το δεδομένο Requiem, αλλά υποσχέθηκε ότι θα το σκεφτόταν και ότι θα κοινοποιούσε την τελική του απόφαση αργότερα:
«Δυσανασχετώ από το γεγονός ότι η τελευταία μου Συμφωνία, μόλις γράφτηκε και προοριζόταν για την πρώτη δημόσια εκτέλεση στις 16 Οκτωβρίου [...], τη διαπερνά μια διάθεση πολύ κοντινή σε αυτήν που διαπερνά και το “Requiem”. [...] Πιστεύω ότι αυτή η Συμφωνία έχει πάρει καλό δρόμο και φοβάμαι μήπως επαναλάβω τον εαυτό μου, αναλαμβάνοντας τη σύνθεση ενός έργου, το οποίο θα ήταν παρόμοιο στο πνεύμα και στον χαρακτήρα με το προηγούμενό του».
Στην τελευταία επιστολή του στον Κωνσταντίνο Κωνσταντίνοβιτς, ο Τσαϊκόφσκι εγκατέλειπε πλέον την ιδέα της μελοποίησης του «Requiem»: «Η γενική “διάθεση” αυτού του έργου φυσικά και το κάνει να ενδείκνυται προς μελοποποίηση και αυτή η διάθεση διαποτίζει σε μεγάλο βαθμό και την τελευταία μου Συμφωνία (ειδικά το Finale)».[2]
Είμαι περήφανος γι’ αυτήν τη σύνθεσή μου περισσότερο απ’ οποιαδήποτε άλλη
Η ιδέα του συνθέτη ωρίμαζε για αρκετά χρόνια. Το 1889 ο Τσαϊκόφσκι άρχισε να εργάζεται πάνω και σε μια μεγάλη Συμφωνία, με τ’ όνομα «Ζωή», αλλά τελικά εγκατέλειψε την ιδέα, χρησιμοποιώντας θέματα της ατελούς αυτής Συμφωνίας στο 3ο Κοντσέρτο για Πιάνο.
Στις αρχές του 1893 άρχισε να δουλεύει πάνω σε μια νέα Συμφωνία. Στην πρώτη σελίδα του χειρόγραφου του προσχεδίου βλέπουμε γραμμένο από το χέρι του Τσαϊκόφσκι: «Ευλόγησον Κύριε!» Ο συνθέτης αφιέρωσε τη Συμφωνία στον ανιψιό του, Βλαντίμιρ Λβόβιτς Νταβίντοφ, για τον οποίο είχε γράψει κάποτε τον περίφημο κύκλο έργων για πιάνο «Παιδικό άλμπουμ».
Μόλις οκτώ μήνες μετά τη δημιουργία των πρώτων προσχεδίων, έλαβε χώρα στην Πετρούπολη, υπό τη διεύθυνση του ιδίου του συνθέτη, η πρώτη εκτέλεση. Δεν είναι ακόμη και τώρα απολύτως σαφές πότε δόθηκε στη συμφωνία η ονομασία «Παθητική». Αρχικά, ο συνθέτης σχεδίαζε να την ονομάσει «Προγραμματική», χωρίς ποτέ να δώσει λεπτομέρειες σχετικά με το περιεχόμενο του προγράμματος (ΣτΜ: «Προγραμματική» είναι η μουσική με περιγραφικό ή αφηγηματικό χαρακτήρα. Ο συνθέτης προσπαθεί να περιγράψει μουσικά τη φύση, μύθους, ιστορικά γεγονότα). Παρ’ όλα αυτά, στην πρώτη ήδη έκδοσή της, η συμφωνία έφερε τον τίτλο «Παθητική».
Ο Πιότρ Ιλίτς με τον ανιψιό του, Βολόντια Νταβίντοφ
Το κοινό δεν «κατανόησε» και δεν αποδέχθηκε αμέσως τη νέα δημιουργία του Τσαϊκόφσκι. Μετά την πρεμιέρα, ο συνθέτης έγραψε: «Κάτι περίεργο συμβαίνει με αυτήν τη Συμφωνία! Δεν είναι ότι δεν άρεσε, αλλά προκάλεσε κάποια σύγχυση. Όσο για μένα, είμαι περήφανος γι’ αυτήν τη σύνθεση, περισσότερο απ’ οποιαδήποτε άλλη σύνθεσή μου». Η δεύτερη εκτέλεση της "Παθητικής" πραγματοποιήθηκε μετά τον θάνατο του συνθέτη, σε συναυλία αφιερωμένη στη μνήμη του. Αυτήν τη φορά, η εκτέλεση της Συμφωνίας στέφθηκε με μεγάλη επιτυχία κaι αυτή η αποδοχή έχει διατηρηθεί μέχρι τις μέρες μας.
Για σχεδόν 130 χρόνια, οι περιστάσεις των τελευταίων ημερών της ζωής του Τσαϊκόφσκι ήταν ένα θέμα, που θορύβησε πολύ τoyς ακροατές, αναγκάζοντάς τους να εξερευνήσουν όλο και περισσότερες νέες εκδοχές/απόψεις περί της τελευταίας Συμφωνίας και να εκφράσουν προβληματισμό, σχετικά με μυστικιστικές προαισθήσεις, που «επισκέπτονται» τις ιδιοφυΐες στο τέλος του γήινου ταξιδιού τους.
Από τον θάνατο του Τσαϊκόφσκι μέχρι τις μέρες μας έχει δημοσιευθεί πληθώρα μαρτυριών, των οποίων πηγή είναι ο ίδιος ο συνθέτης και οι σύγχρονοί του. Ωστόσο, είναι σχεδόν αδύνατο να διεισδύσουμε πλήρως στα σχέδια του συνθέτη. Κάθε ερμηνευτής και ακροατής της 6ης Συμφωνίας ερμηνεύει και βιώνει την ιδιοφυή μουσική του Τσαϊκόφσκι, αντλώντας από τη δική του εμπειρία.
Μια ολόκληρη ζωή σε μια Συμφωνία
Ο Τσαϊκόφσκι αλληλογραφούσε όλη του τη ζωή ενεργά με συγγενείς, φίλους και γνωστούς. Η περίοδος σύνθεσης της 6ης Συμφωνίας δεν αποτελεί εξαίρεση. Αποσπασματικές πληροφορίες, σχετικά με το συμφωνικό πρόγραμμα, παρέχουν οι επιστολές του συνθέτη προς τον ανιψιό του, Βλαντίμιρ Νταβίντοφ, καθώς και προς τον Μεγάλο Δούκα Κωνσταντίνο Ρομανόφ. Είναι επίσης γνωστό ότι ο Πιότρ Ιλίτς μοιράστηκε τις σκέψεις του περί της «Παθητικής» με τον αδερφό του, Μοντέστ. Οι επιστολές του Μοντέστ Ιλίτς δίνουν μια λεπτομερή περιγραφή του προγράμματος της Συμφωνίας. Η Συμφωνία των 50 λεπτών φαντάζει στα μάτια μας σαν ένα μεγάλο αυτοβιογραφικό μυθιστόρημα-εξομολόγηση.
Το 1ο μέρος αποτελεί το μεγαλύτερο σε διάρκεια τμήμα της Συμφωνίας, στο οποίο, συντροφιά με τον συνθέτη, ξαναζούμε μια ολόκληρη ζωή. Τα μαγικά και à la Mozart σε απλότητα μουσικά θέματα είναι γεμάτα αντιφάσεις, όπως άλλωστε και το επί γης μονοπάτι του Ανθρώπου. Οι μουσικές εικόνες του 1ου μέρους διαπνέονται από ένα τραγικό στοιχείο, αλλά και από τη χαρά της ζωής, μια ψυχική αγωνία και την ελπίδα για ένα φωτεινό τέλος του επί γης ταξιδιού.
Πρόχειρο φύλλο της 6ης Συμφωνίας Στο 2ο μέρος ακούμε ένα εύχαρο και αέρινο βαλς, γραμμένο σ’ ένα ασυνήθιστο μουσικό μέτρο -όχι 3/4, αλλά 5/4. To αέρινο στοιχείο του βαλς αυτού των 5/4 ηχεί σαν ανάμνηση των χαρών της νεότητας, αν κι επισκιάζεται ελαφρώς από την αντήχηση των τραγικών μοτίβων του 1ου μέρους.
Η ροή του 3ου μέρους συχνά ερμηνεύεται σαν μια εικόνα κοσμικής ζωής και ανάβασης στη δόξα. Συναντάμε μουσικά θέματα γεμάτα λαμπρότητα και ματαιοδοξία, τα οποία οδηγούν σ’ ένα θριαμβευτικό εμβατήριο, το οποίο ακολουθείται από την έντονη αντίθεση, που αντανακλά το θλιβερό τέλος του μέρους αυτού.
Σύμφωνα με τους κανόνες, που είχαν διαμορφωθεί ήδη από τον 18ο αιώνα, το τέλος μιας Συμφωνίας έπρεπε να είναι οπωσδήποτε γρήγορο. Ο Τσαϊκόφσκι παραβίασε, παρ’ όλα αυτά, με επαναστατικό τρόπο, αυτούς τους κλασικούς κανόνες. Στο 4ο μέρος ακούμε κάποιον προβληματισμό, κάποια λύπη και αναμονή του επικείμενου τέλους της επί γης ζωής. Οι τελευταίες συγχορδίες διαλύονται στη σιωπή, αφήνοντας τον καθέναν μας μπροστά στην αιωνιότητα.
Με την ολοκλήρωση των προσχεδίων της Συμφωνίας, ο συνθέτης σημείωνε στο χειρόγραφο: «Σ’ ευχαριστώ, Κύριε!»
* * *
Ποιες ηχογραφήσεις ν’ ακούσετε;
Η επιρροή των συμφωνικών έργων του Τσαϊκόφσκι και ειδικά της 6ης Συμφωνίας στους συνθέτες του 20ού αιώνα, δεν μπορεί να υπερεκτιμηθεί. Ο Σεργκέι Ραχμάνινοφ και ο Νικολάι Μιασκόφσκι δεν έκρυβαν τον θαυμασμό τους για τη μουσική του Τσαϊκόφσκι και ήταν ένθερμοι οπαδοί των συμφωνικών του έργων. H φόρμα της «Παθητικής» Σύμφωνίας στάθηκε προάγγελος των μουσικών «ευρημάτων» των Γκούσταβ Μάλερ και Ντμίτρι Σοστακόβιτς. Η τελευταία συμφωνία του Τσαϊκόφσκι έγινε η «μουσική Διαθήκη» του για ολόκληρο τον εικοστό αιώνα και για εμάς, τους ακροατές της τρίτης χιλιετίας.
Για περίπου έναν αιώνα, η «Παθητική» Συμφωνία παραμένει ένα από τα πιο δημοφιλή συμφωνικά έργα στον κόσμο. Αποσπάσματα από αυτό χρησιμοποιήθηκαν στον κινηματογράφο και στο θέατρο και το μπαλέτο Ντάμα Πίκα (ΣτΜ: La Dame de Pique), σε χορογραφία Roland Petit, το οποίο ανέβηκε στο Θέατρο Μπολσόι το 2001, είχε μουσική επένδυση παρμένη από την 6η Συμφωνία.[3]
Πολλοί μεγάλοι διευθυντές -και αυτό από τότε που πρωτοεμφανίστηκε η ηχογράφηση έως και σήμερα- ηχογράφησαν την «Παθητική» και καθένας από αυτούς είχε μια διαφορετική προσέγγιση στην ερμηνεία της συμφωνίας. Στη σοβιετική εποχή έφτασαν στο σημείο μερικές φορές ν’ αναδιατάξουν 3ο και 4ο μέρος, προκειμένου ν’ αποφευχθεί η πολύ ζοφερή ολοκλήρωση.
Προτείνουμε προς ακρόαση τις παρακάτω εκτελέσεις:
Eugene Mravinsky. Φιλαρμονική Ορχήστρα Λένινγκραντ (1982)
Βαλέρι Γκέργκιεφ. Συμφωνική ορχήστρα θεάτρου Mariinsky (1995)
Claudio Abbado, με τη Συμφωνική Ορχήστρα Simone Bolivar (2010)
Μιχαήλ Πλέτνιεφ. Εθνική Ορχήστρα Ρωσίας (2014)
Τι θα ταίριαζε ν’ ακούσει κανείς συμπληρωματικά
Βόλφγκανγκ Αμαντέους Μότσαρτ. "Requiem"
Στο Requiem του Μότσαρτ, όπως και στην 6η Συμφωνία του Τσαϊκόφσκι, η εσωτερική ένταση και το φιλοσοφικό βάθος συνδυάζονται με την απίστευτη απλότητα και σαφήνεια του μουσικού περιεχομένου.
Λούντβιχ βαν Μπετόβεν. Overture "Egmont"
Είναι γνωστό ότι, καίτοι στον Τσαϊκόφσκι δεν άρεσε η μουσική του Μπετόβεν, λάτρευε, παρ’ όλα αυτά, την ιδιοφυΐα του. Στα συμφωνικά έργα του ίδιου του Τσαϊκόφσκι μπορούμε αναμφίβολα να βρούμε ίχνη της μεγάλης επιρροή της «συμφωνικότητας» του Μπετόβεν. Στο «Εισαγωγή στον Έγκμοντ», όπως και στην «Παθητική» συμφωνία του Τσαϊκόφσκι, μια δραματική αφήγηση της ζωής του ρομαντικού ήρωα ξετυλίγεται μπροστά στα μάτια του ακροατή.
Πιότρ Ιλίτς Τσαϊκόφσκι. Όπερα «Ευγένιος Ονέγκιν»
Στις όπερες και τα μπαλέτα του Τσαϊκόφσκι η ορχήστρα παίζει καθοριστικό ρόλο, καθώς «δένει» τα θεατρικά έργα με τα συμφωνικά έργα του συνθέτη. Στην όπερα «Ευγένιος Ονέγκιν» η «οπερική συμφωνικότητα» του Τσαϊκόφσκι είναι ιδιαίτερα έντονη.
Πιότρ Ιλίτς Τσαϊκόφσκι. Όπερα «Γιολάντα»
Λυρική όπερα σε μια πράξη, με μια παραμυθένια και ταυτόχρονα αφελή πλοκή, γραμμένη το 1892. Αποτελεί ένα από τα τελευταία έργα του συνθέτη. Πρόκειται για μια γεμάτη ζεστασιά και αγάπη ιστορία της θεραπείας της τυφλής κόρης του βασιλιά, μια σύνθεση που μας αποκαλύπτει μια άλλη, πιο φωτεινή πτυχή του Τσαϊκόφσκι, σε σχέση με αυτήν της «Παθητικής» Συμφωνίας.
Gustav Mahler. Συμφωνία αρ. 9
Σε αντίθεση με τον Τσαϊκόφσκι, ο Mahler έγραψε τις τελευταίες του Συμφωνίες, έχοντας τη βεβαιότητα ότι η ζωή του πλησιάζει στο τέλος της -το 1907 είχε διαγνωστεί με ανίατη καρδιακή νόσο. Όπως και η Έκτη Συμφωνία του Τσαϊκόφσκι, η Ενάτη του Mahler τελειώνει με αργό μέρος. Ο Mahler γνώριζε καλά το έργο του Τσαϊκόφσκι κι επομένως δεν χωρά αμφιβολία ότι το τελευταίο έργο του μεγάλου Ρώσου συνθέτη επηρέασε τον «τελευταίο ρομαντικό» της ευρωπαϊκής μουσικής.
Σεργκέι Ραχμάνινοφ. "Συμφωνικοί χοροί"
Πρόκειται για το τελευταίο έργο του Ραχμάνινοφ για συμφωνική ορχήστρα. Τα τρία μέρη του «Συμφωνικοί Χοροί» έφεραν στο προσχέδιο της παρτιτούρας τον τίτλο «Ημέρα», «Λυκόφως» και «Μεσάνυχτα» αντίστοιχα, υπονοώντας συνάμα τα στάδια της ζωής του ανθρώπου, από την ακμή μέχρι τον θάνατο. Στην τελευταία έκδοση, ο συνθέτης εγκατέλειψε μεν αυτούς τους τίτλους, η μουσική όμως καθ’ εαυτή δεν απώλεσε τον βαθύ συμβολισμό της. Ο Ραχμάνινοφ λάτρευε με πάθος τη μουσική του Τσαϊκόφσκι, κάτι που μαρτυρούν πολλές από τις συνθέσεις του, συμπεριλαμβανομένων των Συμφωνικών Χορών.