Σήμερα είναι σχεδόν αδύνατο να συναντήσεις έναν άνθρωπο, που να μην έχει ακούσει για το Άγιον Όρος. Ακόμη και άνθρωποι που είναι μακριά από την Ορθοδοξία, ξέρουν ότι κάπου εκεί στην Ελλάδα υπάρχει μία Χερσόνησος, κατοικημένη από μοναχούς. Είναι τόπος μοναστηριών, όπου η είσοδος για γυναίκες είναι απαγορευμένη. Όμως μεγάλος αριθμός βιβλίων, ταινιών και φωτογραφιών είναι διαθέσιμα, για όλους όσοι επιθυμούν να μάθουν για το Άγιον Όρος. Γι’ αυτόν τον λόγο δεν θα περιγράφω αναλυτικά τις επισκέψεις μου στα μοναστήρια, καθώς πολλοί άλλοι το είχαν κάνει πριν από ‘μένα. Για τους μεγαλειώδεις ναούς, τα παλιά ιερά μνημεία, τις θαυματουργές εικόνες και τα ιστορικά γεγονότα μπορούμε να διαβάσουμε στα βιβλία. Επειδή κάθε καλλιτέχνης βλέπει τον κόσμο με τον δικό του τρόπο, θα σας μιλήσω για τις λεπτομέρειες, που, εκτός απ’ όλα τα άλλα υπέροχα, με είχαν συγκινήσει σε μεγάλο βαθμό.
Ο «δικός» μου Άθως
Ενώ πολλοί ορθόδοξοι άνθρωποι ονειρεύονται να επισκεφτούν το Άγιον Όρος, εγώ δεν ήθελα να πάω εκεί. Και στο Κίεβο ήμουν μια χαρά. Γιατί να πάω; Για να γευτώ τη χάρη; Τη χάρη του Θεού μπορείς να τη βρεις παντού -«το πνεύμα όπου θέλει πνέει, και την φωνήν αυτού ακούεις» (Ιω. 3, 8). Δεν είναι καθόλου απαραίτητο να πάτε κάπου πολύ μακριά, για να αισθανθείτε την παρουσία του Δημιουργού. Για να προσκυνήσω τα ιερά κειμήλια, τις θαυματουργές εικόνες και τα λείψανα των Αγίων του Θεού; Η πατρίδα μου, το Κίεβο, είναι το ίδιο πλούσια σε ιερά. Και διά μέσου αυτών ενεργεί το ίδιο το Άγιο Πνεύμα.
Πρέπει να ομολογήσω ότι στην αρχή του φθινοπώρου του 2015 δεν ήμουν σε καλή ψυχολογική διάθεση. Τα γεγονότα, που συνέβαιναν στον κόσμο, στη χώρα και στην κοινωνία, δεν συνέβαλλαν στην ύπαρξη στην ψυχικής ειρήνης. Και μερικές «ειδήσεις της εκκλησιαστικής ζωής» βύθιζαν την καρδιά σε θλίψη. Έτσι, ευρισκόμενος σε μερική σύγχυση και αμφιβολία, άρχισα ν’ απελπίζομαι. Οι συνάδελφοί μου από το τμήμα νεολαίας προσπάθησαν να με πείσουν για την ανάγκη επίσκεψης του Αγίου Όρους. Έλεγαν ότι ακριβώς εκεί θα πάρω κουράγιο και ότι θα γίνει η πνευματική «επανεκκίνηση». Το αρνιόμουν, επειδή δεν μπορούσα να καταλάβω τι τόσο εξαιρετικό μπορεί να συμβεί εκεί. Ένας έλεγε ότι θα συναντήσω κάποιον γέροντα, που θα μου πει πώς να ζήσω και πώς να σώσω την ψυχή μου. Σχετικά με αυτό είχα αρκετά μεγάλες αμφιβολίες, επειδή είχα ήδη τον πνευματικό μου. Ο άλλος με συμβούλευε να πάω έτσι απλώς, χωρίς να σκέφτομαι τι θα βρω εκεί. Ό,τι και να συμβεί! Όταν το σκεφτόμουν, μ’ έπιανε φόβος. Δεν φοβόμουν κάποιες ριζικές «ευλογίες», αλλά φοβόμουν να επιστρέψω έτσι, όπως είμαι, χωρίς αλλαγή, ή, ακόμη χειρότερα, ίσως να γινόμουν περισσότερο σκεπτικιστής και λιγότερο πιστός. Το καθοριστικό σημείο ήταν η ευλογία του πνευματικού μου, ο οποίος μου είπε να πάω. Αφού το είπε, πρέπει να πάω κι εκεί βλέπουμε.
Δρόμος
Η πτήση από το Μπορισπόλ στη Θεσσαλονίκη διαρκούσε λίγο περισσότερο από δύο ώρες. Το αεροπλάνο έκανε στροφή και προετοιμαζόταν για προσγείωση. Από κάτω μας απλώθηκε ένα πανέμορφο πανόραμα μιας μεγάλης πόλης: Ολόκληρες περιοχές με κόκκινες στέγες από κεραμίδι και τα άσπρα κυβάκια σύγχρονων κτηρίων. Η Θεσσαλονίκη αποτελεί ένα από τα λίκνα του Χριστιανισμού σ’ αυτόν τον κόσμο.
Ενώ το αεροπλάνο μας κατευθυνόταν στον χώρο στάθμευσης, εγώ, ως αδιόρθωτος τεχνοκράτης και οπαδός μοντελισμού, πρόλαβα να φωτογραφίσω μερικά κόκκινο-κίτρινα αεροπλάνα, που στέκονταν ξεχωριστά. Αυτά είναι τα πυροσβεστικά αεροπλάνα, που σβήνουν τις πυρκαγιές στα δάση, όπως συνέβη πριν από μερικά χρόνια στο Άγιον Όρος.
Στο αεροδρόμιο μας υποδέχτηκε ένας νεαρός με το όνομα Γεώργιος. Ήταν συνοδός μας, ο οποίος έπρεπε να μας πάει στην Ουρανούπολη. Στον δρόμο πιάσαμε κουβέντα. Ο Γεώργιος τελείωσε το σχολείο στην ΚΑΚ (Κοινοπολιτεία Ανεξάρτητων Κρατών), αλλά στρατό πήγε στην Ελλάδα. Είναι παντρεμένος, έχει και παιδάκια. Γενικά είναι πολύ ειλικρινής ορθόδοξος πιστός. Μακάρι να υπήρχαν πιο πολλοί τέτοιοι.
Στον δρόμο από τη Θεσσαλονίκη στην Ουρανούπολη περάσαμε από ένα γυναικείο μοναστήρι, όπου βρίσκεται ο τάφος ενός από τους πιο σεβαστούς Αγίους της εποχής μας, του Γέροντα Παϊσίου του Αγιορείτη. Το απόγευμα της Κυριακής υπήρχε μια ατελείωτη ροή ανθρώπων στον τάφο του ασκητή. Στο μοναστήρι έφταναν κι έφευγαν αυτοκίνητα και λεωφορεία με προσκυνητές. Ωστόσο, δεν είχε καθόλου συνωστισμό ή φασαρία. Ο καθένας μπορούσε να προσκυνήσει τον τάφο και να προσευχηθεί στον Άγιο Γέροντα όσο ήθελε. Προσκυνήσαμε και προσευχηθήκαμε κι εμείς. Μπαίνοντας στο αυτοκίνητο του Γεωργίου, τράβηξα λίγο απρόσεχτα την πόρτα και χτύπησα τον εαυτό μου πάνω από το φρύδι. Μέσα στο αυτοκίνητο άγγιξα το πρόσωπό μου, να δω τι έχω. Πληγή δεν είχα, αλλά το χτυπημένο μέρος πονούσε πολύ. Δεν ήθελα να πρηστεί το φρύδι μου και ύστερα να τριγυρίζω στα μοναστήρια με μώλωπα στο μάτι. Πώς ήμουν τόσο απρόσεχτος; Και ξαφνικά στο μυαλό μου ήρθε μια σκέψη: «Είναι ένα “σημάδι” και διδασκαλία από τον Γέροντα Παΐσιο! Να ευχαριστείς, τουλάχιστον, ότι το μάτι σου είναι στη θέση του». Δεν θέλω ν’ αναφέρω τις λεπτομέρειες της ατιμίας μου, αλλά το παραπάνω αναφερόμενο γεγονός ήταν, κατά κάποιον τρόπο, το επιτίμιο από τον Άγιο για την αμαρτία «μη φύλαξης των ματιών». Δεν έφτασα ακόμα στο Άγιον Όρος, όμως τα θαύματα ήδη είχαν ξεκινήσει!
[…] Από το ξενοδοχείο μας στην Ουρανούπολη, η οποία δίκαια θεωρείται «πύλη του Αγίου Όρους», μέχρι το γραφείο, όπου εκδίδονται τα διαμονητήρια, ήταν πάρα πολύ κοντά. Πήγαμε εκεί πριν ν’ ανοίξει και είδαμε «ουρά». Δεν το περιμέναμε! Η «ουρά», όμως, προχωρούσε αρκετά γρήγορα και οι τέσσερις υπάλληλοι παραλάμβαναν κι εξέταζαν τα έγγραφα, τα έλεγχαν στον υπολογιστή, έπαιρναν τα τέλη κι έδιναν τις άδειες για την είσοδο και την παραμονή στο Άγιον Όρος. Πού να βρούμε κι εμείς τέτοιους υπαλλήλους;
Μόλις αναχωρήσαμε από τα διοικητικά σύνορα, κατάλαβα τον λόγο, για τον οποίο διάφορα «ανεπιθύμητα πρόσωπα» δεν θέλουν να πατήσουν το πόδι τους σ’αυτούς τους γραφικούς τόπους. Όλη η περιοχή του Αγίου Όρους αποτελεί ιδιωτική περιουσία. Πριν από περισσότερα από χίλια χρόνια αυτή η χερσόνησος παραχωρήθηκε στα είκοσι μοναστήρια. Όλοι οι οικισμοί και τα κτήρια (σκήτες, καλύβες, κελλιά) ανήκουν στα μοναστήρια και αποτελούν τα «παραρτήματά» τους. Σ’ αυτά τα κτήρια μπορεί κανείς να διαμένει μόνο με άδεια από το μοναστήρι-ιδιοκτήτη. Το να ζεις σ’ εκείνους τους τόπους σημαίνει να βρίσκεις με κόπο το νερό και το φαγητό, καθώς και να έχεις ανάγκη υποστήριξης, όταν βρεθείς σε δύσκολη κατάσταση. Κανείς δεν θα υποστηρίξει και δεν θα βοηθήσει τους αδρανείς και τεμπέληδες στην προσευχή και την εργασία. Γι’ αυτό ένας παράνομος αλήτης, που θα βρεθεί σ’ αυτούς τους τόπους, θα κραυγάσει σύντομα: «Μανούλα, πάρε με από εδώ!» και θα τρέξει εκτός της περιοχής.
Αν υπάρχουν εκεί παράνομοι ασκητές; Ναι, υπάρχουν. Αλλά πιο σωστό είναι να τους αποκαλούμε «ημι-νόμιμους». Σε ερημικές περιοχές αποχωρούν μόνο όσοι έχουν ζήσει στο κοινόβιο πάνω από τουλάχιστον μια δεκαετία, όσοι είναι ικανοί να περνάνε μέρες και νύχτες με εργασία και προσευχή, χωρίς την επίβλεψη ή τη βοήθεια κάποιου άλλου. Όμως, κατά τους Αγιορείτες πατέρες, είναι δυνατό να μείνει κανείς άγνωστος στο Άγιον Όρος μόνο για τρία-τέσσερα χρόνια. Αργά ή γρήγορα, όλοι θα μάθουν τι είσαι, ασκητής ή «παραθεριστής». Τον ασκητή θα τον υποδεχθούν παντού ως αδελφό. Στον «παραθεριστή» (δηλαδή τον τεμπέλη και αυτόν που είναι μακριά από τον ασκητικό βίο), όμως, θα του «δείξουν την έξοδο».
Μεταξύ άλλων, θέλω να σας πω ότι, μετά την επιστροφή μου, με ρώτησαν πολλές φορές γιατί δεν επιτρέπεται η είσοδος στις γυναίκες στο Άγιον Όρος και πότε θα επιτραπεί;. Θα δώσω τώρα την απάντηση σε όλους: Ποτέ! Κατ’ αρχάς, δεν έχουν τίποτα να κάνουν εκεί οι γυναίκες. Έτσι, οι Αγιορείτες πατέρες γλυτώνουν τους παραπάνω πειρασμούς και τις σκοτούρες. Δεύτερον, βάσει της ιστορικής και σύγχρονης νομοθεσίας, η χερσόνησος του Άθω αποτελεί μια ιδιωτική περιοχή των μονών. Είναι το σπίτι των μοναχών και είναι δικό τους δικαίωμα να επιτρέπουν ή όχι την είσοδο σε κάποιον άλλον. Μόνο μία γυναίκα, η Υπεραγία Θεοτόκος, έχει το δικαίωμα να πατήσει τη γη του Αγίου Όρους, επειδή είναι δικό Της Περιβόλι.
Καθώς πηγαίναμε στους ορεινούς δρόμους προς τη Δοχειαρίου, συλλογιζόμουν πως, παρά το ευνοϊκό, «κατ’ όψιν», μεσογειακό κλίμα, είναι δύσκολο να ζήσεις σ’ αυτούς τους τόπους. Το καλοκαίρι κάνει πάρα πολλή ζέστη εδώ, ενώ τη νύχτα στα βουνά -και ιδιαίτερα τον χειμώνα- κάνει πάρα πολύ κρύο. Πού θα βρει κανείς νερό και τι θα τρώει τον χειμώνα, είναι αρκετά σοβαρά θέματα. Το μέρος αυτό αποτελεί μια έρημο, με οάσεις-μοναστήρια. Είναι δύσκολο ορεινό έδαφος με στενούς δρόμους, γκρεμούς και φαράγγια. Βουνά καλυμμένα με παρθένο δάσος και αδιαπέραστη βλάστηση. Ακόμα και όπου τα δάση κάηκαν εντελώς πριν από τρία χρόνια, λόγω των πυρκαγιών, όλα πρόλαβαν να σκεπαστούν από νέα αγριόχορτα, το ίδιο αδιάβατα...
Είχα παράξενο συναίσθημα: Περνώντας από αυτόν τον δρόμο, έβλεπα διάφορα μέρη, τα οποία, προς μεγάλη μου έκπληξή, έμοιαζαν με τα μέρη που είχα επισκεφτεί πριν από πολλά χρόνια. Να, τα βουνά εξαφανίστηκαν πίσω από το δάσος και τώρα περνάμε διά μέσου του δάσους της περιοχής του Κιέβου Κόντσα-Ζάσπα, το μέρος απ’ τα παιδικά μου χρόνια. Να ο ορεινός δρόμος της Κριμαίας, πλησίον της Γιάλτας, όπου πήγαινα με τους γονείς μου κάποτε. Να το άδενδρο μέρος του δάσους από την Ανατολική Γερμανία, όπου εκπλήρωνα τις στρατιωτικές μου υποχρεώσεις. Κι εδώ είναι το ανώμαλο έδαφος του πεδίου βολής στην Όστρα, όπου πήγαινα πολλές φορές με τους φίλους μου. Ήταν σαν να διερχόμουν από τα χρόνια της ζωής μου. Είχα ήδη κάτι να θυμηθώ και να συλλογιστώ.
Μονή Δοχειαρίου
Κατά την άφιξη στη Δοχειαρίου, με συνάντησε ο Δεσπότης Ιωνάς. Με πήγε στο αρχονταρίκι, όπου κεραστήκαμε κατά παράδοση και καταγραφήκαμε για διανυκτέρευση σ’ ένα μεγάλο βιβλίο επισκεπτών.
Δεν θα περιγράψω το μοναστήρι επί μακρόν. Θα πω απλώς ότι η αρχιτεκτονική του Αγίου Όρους μαζί με όλες τις στοές, τους διαδρόμους, τα σκαλάκια, την πρασινάδα, τα λουλούδια και τα δέντρα, δημιουργούν μια αίσθηση ότι βρίσκεσαι μέσα σ’ ένα παραμύθι. Αυτό το παραμύθι γίνεται ακόμη πιο εκπληκτικό, όταν μαθαίνεις ότι το μοναστήρι αναστήθηκε κυριολεκτικά από τα ερείπια του, μετά από χρόνια ερήμωσης. Το μοναστήρι αναγεννήθηκε και διαμορφώθηκε στη διάρκεια των τελευταίων 30 ετών, χάρη στον Γέροντα Γρηγόριο, μαζί με την αδελφότητα. Κάθε πέτρα, κάθε καρποφόρο κλαδί, είναι καρπός καθημερινού, επιμελούς και βαρέως κόπου.
Καμία από τις φωτογραφίες της μονής Δοχειαρίου δεν αντιστοιχεί στην πραγματικότητα. Στη διάρκεια του μισού της ημέρας, που θα παρέλθει από τη στιγμή της λήψης της φωτογραφίας μέχρι τη δημοσίευσή της, οι μοναχοί μαζί με τον Γέροντά τους θα προλάβουν να χτίσουν κάτι, να φυτέψουν ή να διαμορφώσουν κάτι. Κι έτσι, καθημερινά, διεξέρχονται των ακολουθιών και των εργασιών.
Ακολουθίες
Βολεύτηκα στον ξενώνα της μονής, ξεκουράστηκα λίγο και στις 5 το απόγευμα πήγα στο καθολικό για τον εσπερινό. Η εσπερινή ακολουθία δεν είναι μεγάλη. Αμέσως μετά απ’ αυτήν ακολουθεί η τράπεζα. Ύστερα από την τράπεζα τελείται το απόδειπνο, με τους χαιρετισμούς στην εικόνα της Υπεραγίας Θεοτόκου της «Γοργουπηκόου». Περίπου στο διάστημα μεταξύ 7 και 8 η ώρα η ακολουθία τελειώνει. Οι πατέρες πηγαίνουν στα κελλιά τους: Κάποιοι να ξεκουραστούν και κάποιοι να συνεχίσουν την προσευχή. Ο πρωτοδιάκονος Αλέξανδρος Πλίσκα, παλιός και συχνός επισκέπτης της μονής Δοχειαρίου, μας ρώτησε αν θέλουμε να λειτουργήσουμε αύριο. Μια τέτοια ευκαιρία μπορούσε να υπάρχει μόνο στα όνειρά μας! «Βεβαίως», του απαντήσαμε.
Θα σας ομολογήσω ειλικρινά ότι εκείνην την πρώτη βραδιά παρέμενα ακόμα επιφυλακτικός. «Γιατί είμαι εδώ; Ναι, εδώ είναι ωραία και ήσυχα», σκεφτόμουν. Το μόνο που μου απέμεινε ήταν να εμπιστευτώ στον Θεό, να προσεύχομαι και να ελπίζω ότι Εκείνος ξέρει καλύτερα την απάντηση στο ερώτημά μου. Τα θαύματα, πολλές φορές, δεν είναι έτσι όπως τα περιμένουμε.
Ήρθα στο κελλί μου. Με μια σοφή απόφαση, μ’ έβαλαν μόνο μου στο δωμάτιο. Μετά την πανήγυρη του μοναστηριού, οι επισκέπτες της μονής ήταν λίγοι, γι’ αυτό τα υπόλοιπα κρεβάτια ήταν άδεια. «Άρα» -σκέφτηκα- «θα κοιμηθώ καλά, χωρίς να με σπρώχνει κανείς, για να μη ροχαλίζω». Ακόμη πριν χτυπήσει το ξυπνητήρι στο κινητό μου, με ξύπνησε το ξυπνητήρι της μονής -το χτύπημα στο σήμανδρο, το οποίο άλλοτε πλησίαζε και άλλοτε απομακρυνόταν, για να «καλέσει» τους πατέρες στην ακολουθία. Ευτυχώς, ο ναός ήταν πολύ κοντά.
Στις 3 τη νύχτα ξεκίνησε το μεσονυκτικό. Είναι παράδοξο, αλλά τα ελληνικά λόγια των προσευχών δεν μου φαίνονταν πια τόσο ακατανόητα. Αναθυμόμουν αποσπασματικά τις προσευχές στη σλαβική γλώσσα, σηκωνόμουν στο «Τρισάγιον» μέχρι το «Πάτερ ημών» [...] Όταν δεν μπορούσα να θυμηθώ τις προσευχές ή κάποιον ψαλμό, τότε προσευχόμουν με κομποσχοίνι. Μέσα στον ναό υπήρχε μισοσκόταδο κι έξω ήταν η βαθιά νύχτα, αλλά δεν ήθελα καθόλου να κοιμηθώ. Η ακολουθία πέρασε εύκολα.
Τη Θεία Λειτουργία τελέσαμε εμείς οι τρεις: Εγώ, ο πρωτοπρεσβύτερος Αλέξανδρος Σορόκιν και ο πρωτοδιάκονος Αλέξανδρος Πλίσκα. Ο πρωτοδιάκονος λειτουργούσε στα Ελληνικά και μας σχολίαζε τις ντόπιες παραδόσεις και τις ιδιαιτερότητες τέλεσης της λειτουργίας. Μια φορά αποκάλεσα τον πατέρα Αλέξανδρο (τον πρωτοδιάκονο) επισκέπτη, όμως αυτό δεν είναι πολύ σωστό. Αν και είναι έγγαμος κληρικός, στη μονή Δοχειαρίου είναι «δικός» τους άνθρωπος. Είναι «δικός» τους όχι επειδή έρχεται συχνά στο μοναστήρι ή ξέρει τα Ελληνικά, τις παραδόσεις και την ιστορία, αλλά λόγω του κόπου και της προσευχής του.
Εμείς, οι ιερείς, λέγαμε τις προσφωνήσεις μας στη σλαβική γλώσσα της Εκκλησίας. Ο πρωτοδιάκονος έλεγε τις εκτενείς προσευχές στα Ελληνικά. Οι τρεις ψάλτες μοναχοί έψαλλαν στα Ελληνικά. Θα σας επιβεβαιώσω ότι δεν υπήρχαν κάποια γλωσσικά εμπόδια, επειδή η ακολουθία είναι η ίδια. Το μόνο που μπορώ να σημειώσω, είναι ότι από αυτές τις βυζαντινές ψαλμωδίες αναδυόταν μια αίσθηση αιωνιότητας. Αλλά, μπορεί να είναι απλώς η δική μου ευαισθησία. Δεν ξέρω...
Προς το τέλος της λειτουργίας όλοι οι αδελφοί μετακινήθηκαν στον προθάλαμο. Ο προθάλαμος αποτελεί ακριβώς τη διάβαση στην τραπεζαρία και στα δεξιά του έχει ένα μικρό παρεκκλήσι, με τη θαυματουργή εικόνα της Παναγίας της «Γοργουπήκοου», και στ’ αριστερά έχει ένα μικρό εκκλησάκι, αφιερωμένο στην εικόνα. Μετά από τη λειτουργία είχαμε την τράπεζα μαζί με την αδελφότητα της μονής. Το φαγητό ήταν νόστιμο, απλό και συνάμα χορταστικό.
Γέροντας
Μετά την τράπεζα, ο Δεσπότης μάς πρότεινε να ξεκουραστούμε. Είχα σχεδόν πλησιάσει το κρεβάτι μου, όταν ξαφνικά κάποιος φώναξε: «Έλα, γρήγορα, ο Γέροντας Γρηγόριος βγήκε να μιλήσει με τον κόσμο». Πήγα, όπως ήμουν, φορώντας το ράσο και το κουκούλιο κι έσπευσα στις πύλες της μονής, όπου ήδη βρισκόταν ο Γέροντας, περικυκλωμένος από τους πατέρες μας. Ακουμπώντας στο μπαστούνι, ο Γέροντας, με τη βοήθεια του διερμηνέα, συνομιλούσε ζωηρά με το κοινό. Ο ίδιος δεν φορούσε ούτε χρυσαφένια άμφια ούτε κεντημένους σταυρούς, ακόμη ούτε μαύρη μοναχική ενδυμασία. Ήταν ντυμένος με τα πιο απλά ρούχα για εργασία, που φορούσαν οι μοναχοί Αγιορείτες: Ένα κοντό είτε ζωστικό είτε ρόμπα, μια παλιωμένη ποδιά κι ένα ξεθωριασμένο από τον ήλιο καπέλο, που έμοιαζε με το καπέλο του στρατού ή μ’ ένα τουριστικό. Μετά από χρόνια πειρασμών, που υπέφερα στην πατρίδα μας, χάρηκα πολύ όταν είδα έναν διάσημο άνθρωπο χωρίς υπερβολικές συμπεριφορές και αλαζονεία. Μπροστά μου έβλεπα έναν αληθινό εργάτη, ο οποίος έτρεχε πάντοτε πρώτος στα διακονήματα της μονής. Μιλώντας μαζί μας, δεν ξεκουραζόταν. Πηγαίνοντας στη δουλειά, απλώς σταμάτησε, ώστε να βοηθήσει εμάς, που ζητούσαμε την πατρική του συμβουλή. Θα έλεγα ότι η εμφάνισή του δεν ήταν εντυπωσιακή, αλλά ήταν αποτελεσματική και γι’ αυτό μου άρεσε πάρα πολύ ο Γέροντας. Όμως αυτό δεν ήταν αμοιβαίο! Αφού ο Δεσπότης Ιωνάς με παρουσίασε στον Γέροντα, εκείνος μου έκανε αμέσως την εξής ερώτηση:
- Και πώς ντύθηκες έτσι; Ο κόσμος θα νομίζει ότι εσύ είσαι ο Επίσκοπος και όχι ο Δεσπότης Ιωνάς!
Πράγματι, ανάμεσα σε όλους τους υπόλοιπους, που φορούσαν ζωστικά, μοναχικά γιλέκα, ελαφριά σκουφάκια, εγώ με το ράσο μου και το κουκούλιο φαινόμουν «παράλογος κοιλαράς». Ψέλλισα κάτι για το ότι δεν σκεφτόμουν ποτέ να γίνω επίσκοπος και ότι δεν έχω καταλάβει ακόμη πού και τι ακριβώς να φορώ. Ο Γέροντας παράλληλα επέπληττε έναν από τους πατέρες μας για την κοντή γενιάδα του. Τότε ο Γέροντας απευθύνθηκε ξανά σ’ εμένα:
- Κι εσύ γιατί κόβεις τη γενιάδα; Μοναχός είσαι; Θέλεις να πας στην Κόλαση;
Τότε έμεινα αποσβολωμένος, μη ξέροντας τι ν’ απαντήσω. Όντως, τη γενιάδα, αν και σπάνια, την έκοβα και είχα αρκετές αιτιολογίες και δικαιολογίες για να το κάνω. Το να κοιτάξω μέσα μου και να καταλάβω γιατί, στην πραγματικότητα, το κάνω, δεν το κατάφερνα τότε. Συλλογίστηκα πάνω σ’ αυτό το θέμα λίγο αργότερα, μετά την επίσκεψη στο Βατοπέδιο.
Του πουλιού το γάλα και το τυρί από γάλα ελαφιού
- Γέροντα, ευλογείτε να πάρω αυτοκίνητο και να γυρίσω τους πατέρες στα μοναστήρια, να προσκυνήσουν τα ιερά; -απευθύνθηκε ο Δεσπότης στον Γέροντα.
- Βεβαίως. Και ποιος θα οδηγήσει; -ρώτησε ο Γέροντας.
Το θέμα είναι ότι είναι πάντα δύσκολο να βρεις ελεύθερο οδηγό στο μοναστήρι, επειδή όλοι οι μοναχοί έχουν πάρα πολλές δουλειές και είναι απασχολημένοι σε διάφορα διακονήματα. Τ’ αυτοκίνητα είναι αρκετά και σχεδόν όλοι ξέρουν να οδηγούν. Όμως, δεν έχουν καθόλου χρόνο να «πηγαίνουν τους τουρίστες». Βγαίνουν από το μοναστήρι μόνο όταν έχουν ανάγκη, π.χ. να πάνε κάπου ή να φέρουν στο μοναστήρι κάποιο φορτίο.
- Γέροντα, ευλογείτε να συνοδεύσω τους προσκυνητές! – Ο π. Αλέξανδρος Πλίσκα παρενέβη στη συνομιλία. Δεν κατάλαβα ούτε μια λέξη, γιατί ο π. Αλέξανδρος μίλησε στα Ελληνικά, αλλά από τον τόνο της φωνής του μάντεψα ότι εκείνος πρότεινε να είναι οδηγός και συνοδός μας.
- Εντάξει -ευλόγησε ο Γέροντας, - Και πού σκοπεύετε να πάτε;
- Θέλουμε να περάσουμε από τη Βατοπεδίου, τη Σταυρονικήτα, τις Καρυές και την Ιβήρων...
- Ω! -γέλασε ο Γέροντας Γρηγόριος. Τη Βατοπεδίου να την επισκεφτείτε οπωσδήποτε! Θα σας αρέσει εκεί. Έχουν απ’ όλα, σε αφθονία. Ζητήστε τους του πουλιού το γάλα και τυρί από το γάλα ελαφιού και θα τα βρουν!
Το γεγονός είναι ότι ο Γέροντας Γρηγόριος συχνά πείραζε τους Βατοπεδινούς, για τη χορτάτη και σχετικά εύκολη (κατά τα αγιορείτικα μέτρα) μοναχική ζωή. Ωστόσο, πόσο διαφέρουν αυτές οι αμοιβαίες επιπλήξεις και κατηγορίες, που είναι τόσο διαδεδομένες, δυστυχώς, στο ορθόδοξο περιβάλλον στην πατρίδα μου.
Οι Αγιορείτες μοναχοί και τα μοναστήρια είναι διαφορετικοί. Αυτό το πράγμα ορίστηκε από τον Θεό, ώστε ο καθένας μπορούσε να βρει εκεί ανθρώπους, που έχουν παρόμοιο πνευματικό ύφος. Γι’ αυτό στις επιπλήξεις των γερόντων δεν υπάρχει ούτε ίχνος αυτοεξύψωσης και υπερηφάνειας. Αυτό δεν ακούγεται σαν τις επιπλήξεις των ανωτέρων στους κατωτέρους. Αντίθετα, είναι γεμάτες με αγάπη και την ταπεινή ευχή ώστε ο αδελφός σου να ήταν καλύτερος από εσένα, στο να ευαρεστεί τον Θεό.
Λοιπόν, πήραμε το μοναστικό αυτοκίνητο και αναχωρήσαμε για την ανατολική ακτή της χερσονήσου του Άθω. Η παρέα μας αποτελείτο από τον π. Αλέξανδρο Πλίσκα και τον Δεσπότη Ιωνά (οι ξεναγοί μας) και τους «προσκυνητές», δηλαδή τον π. Αλέξανδρο Σορόκιν, τον Μιχαήλ κι εμένα.
Στον δρόμο κάναμε πολλές φορές στάση και φωτογραφίζαμε τους γραφικούς τόπους και τη μεγαλιώδη θέα του όρους του Άθω στον ορίζοντα.
Μονή Βατοπεδίου
Η Μονή Βατοπεδίου αμέσως μας έκανε εντύπωση με την έκτασή της. Είναι μια ολόκληρη πόλη, με πολλαπλές κατασκευές, δρόμους και πλατείες!
Περιμένοντας δίπλα στον κύριο ναό της μονής, αφιερωμένο στον Ευαγγελισμό της Θεοτόκου, θαυμάζαμε τις λαμπερές τοιχογραφίες και ακούγαμε την ιστορία για τη θαυμαστή απολύτρωση από τους πειρατές. Ύστερα μας άνοιξαν τον ναό και μας παρείχαν τη δυνατότητα να προσκυνήσουμε όλα τα ιερά κειμήλια εντός του. Η αισθητή ευλογία γέμισε τις καρδιές μας. Εγώ, όμως, όλο κάτι περίμενα.
Μία από τις θαυματουργές εικόνες της μονής Βατοπεδίου είναι η εικόνα της Παναγίας της «Παντάνασσας». Είναι ευρέως γνωστό ότι μέσω αυτής έλαβαν χώρα πολλές θεραπείες καρκινοπαθών. Είχα ανθρώπους, για τους οποίους ήθελα προσευχηθώ μπροστά σ’ αυτήν την εικόνα. Στην ουσία, η προσευχή στην Παναγία την Παντάνασσα, για τους αγαπημένους μου ανθρώπους, ήταν ένας απ’ τους προσωπικούς μου λόγους να ταξιδέψω στο Άγιον Όρος.
Πριν φύγουμε από τη Βατοπεδίου, περάσαμε από το εκθετήριο. Αξίζει να σημειωθεί ότι τα εκθετήρια σε όλα τα αγιορείτικα μοναστήρια βρίσκονται δίπλα στις πύλες. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, η φασαρία από συναλλαγές σε αυτά δεν «απλώνεται» πέρα από την είσοδο. Και αυτό είναι πολύ σωστό.
Το εκθετήριο Βατοπεδίου, όντως, μας είχε προκαλέσει θαυμασμό με την έκτασή του και την ποικιλία του. Αφού διάλεξα τις εικονίτσες που ήθελα ν’ αγοράσω για δώρα στους δικούς μου, έγραψα τα ονόματα υπέρ υγείας και υπέρ αναπαύσεως και πλησίασα έναν νεαρό μοναχό, που ήταν υπεύθυνος εκεί, για να πληρώσω ή να «δώσω μια δωρεά», μπορείτε να το ονομάσετε όπως θέλετε. Ο μοναχός μιλούσε άψογα Ρωσικά, με καλή προφορά. Εδώ θυμήθηκα τα λόγια του Γέροντα Γρηγορίου, για του πουλιού το γάλα και το τυρί από το γάλα ελαφιού. Ο Γέροντας μας είπε να τους ρωτήσουμε, άρα πρέπει να εκτελέσουμε την ευλογία. Και ποιος στην παρέα μας είναι ο «γελοτωποιός»; Επομένως, θα ρωτήσω εγώ.
Πληρώνοντας για τις εικονίτσες, μεταξύ άλλων, ρώτησα εκείνον τον μοναχό:
- Συγγνώμη, μπορώ να σας αγοράσω του πουλιού το γάλα και το τυρί από το γάλα ελαφιού;
- Δεν έχουμε τέτοια, -μου απάντησε ο μοναχός, χωρίς καμία σύγχυση.
- Αλλά μου είπαν ότι ακριβώς εδώ πρέπει να τα έχετε: Του πουλιού το γάλα και το τυρί από το γάλα ελαφιού! -του είπα, με ελαφρύ σαρκασμό στη φωνή μου.
Ανέμενα να με ρωτήσει ποιος μπορούσε να μου το έχει πει κι εγώ στην απάντηση θα διαβίβαζα τους χαιρετισμούς από τον Γέροντα Γρηγόριο και μαζί του σε όλους τους Βατοπεδινούς μοναχούς. Στη συνέχεια θα χαμογελούσαμε με αυτό το αστείο και θα έφευγα.
Ούτε ένας μυς δεν ταράχτηκε στο πρόσωπό του και ούτε μία ρυτίδα δεν το παραμόρφωσε. Συνεχίζοντας να με κοιτά ανοιχτά και καλόκαρδα, χωρίς καθόλου σύγχυση, ο μοναχός ξαναείπε:
- Συγγνώμη, δεν έχουμε τέτοια.
Ρίχνοντας και πάλι μια ματιά πάνω του, ξαφνικά συνειδητοποίησα ότι αυτός ο νέος μοναχός μου κάνει για γιος με την ηλικία του. Απλώς, σπάνια σκέφτομαι για την ηλικία μου και σχεδόν δεν συνειδητοποιώ ότι είμαι ήδη πενηντάρης. Βιάστηκα να γυρίσω τις πλάτες μου, γιατί απ’ τα μάτια μου έτρεξαν δάκρυα. Δεν είχε σύγχυση ο μοναχός εκείνος, αλλά εγώ. Ήμουν συγχυσμένος με τη δική μου πονηρία, την παράλογη συμπεριφορά και το θράσος. Ακόμη και αν ο Γέροντας είχε δίκιο εκατό φορές στον έλεγχό του, τι είμαι εγώ για να το λέω; Δεν έχω δικαίωμα εδώ να μέμφομαι κάποιον για κάτι. Αυτό το παλικάρι, μάλλον, εδώ και μερικά χρόνια ζει και κοπιάζει σ’ ένα από τ’ αγιορείτικα μοναστήρια. Και στην ψυχή του έχει ήδη κάτι, που δεν βλέπω ακόμα εγώ, αν και είμαι μοναχός και ιερέας πάνω από είκοσι χρόνια.
Όταν ο Γέροντας Γρηγόριος ευλόγησε να ρωτήσουμε για το τυρί από το γάλα ελαφιού, σίγουρα είχε δίκιο. Νομίζω ότι ο Γέροντας ήξερε ή ένιωθε ποιος από μας θα πάει να ρωτήσει. Η ερώτηση αυτή δεν ήταν για τους μοναχούς του Βατοπεδίου, αλλά για μένα. Ο σκοπός δεν ήταν να ελέγξει τους μοναχούς, αλλά να δείξει τι είμαι εγώ στην πραγματικότητα. Μάλλον, αυτό ήταν το κρυφό νόημα στα λόγια του Γέροντα Γρηγορίου.
Βγήκαμε έξω από το μοναστήρι και πήγαμε προς στο αυτοκίνητο. Ένιωθα ντροπή. Έκανα πως σκουπίζω τα μάτια μου, γιατί τα δάκρυα συνέχιζαν να ρέουν.
- Πάτερ Βαλεριάν, τι συνέβη; -απευθύνθηκε σ’ εμένα ο π. Αλέξανδρος Σορόκιν.
- Τίποτα. Απλώς, κάτι μπήκε στο μάτι. Κάποιο έντομο ή σκόνι -ψευδολόγησα εγώ.
Εκείνην τη στιγμή ντρεπόμουν ν’ αποκαλύψω αυτά που συνέβησαν. «Φόρεσα» στο πρόσωπό μου ένα χαζό και θλιβερό χαμόγελο. Λίγο αργότερα, ο Δεσπότης, που με ήξερε εδώ και πολλά χρόνια, με ρώτησε σιγανά:
- Τι έχεις;
- Τελικά, στο Βατοπέδι ζήτησα του πουλιού το γάλα και το τυρί από το γάλα ελαφιού.
- Και τι;
- Εκείνος ούτε πειράχτηκε. Εγώ, όμως, κατάλαβα τι βλάκας είμαι.
Μονή Ζωγράφου
Την επόμενη μέρα. μετά την τράπεζα. εγώ, ο π. Αλέξανδρος και ο Μιχαήλ πήγαμε με τα πόδια στο βουλγαρικό μοναστήρι του Ζωγράφου. Περπατήσαμε κατά μήκος της παραλίας μέχρι τον αρσανά του Ζωγράφου. Σταθήκαμε για λίγο εκεί στην παραλία και ύστερα πήγαμε προς τη μονή Ζωγράφου, που βρίσκεται βαθιά στη χερσόνησο, ανάμεσα στα βουνά. Η απόσταση, στην ουσία, δεν είναι μεγάλη, αλλά είναι όλο ανηφόρες και κατηφόρες, στροφές δεξιά και αριστερά. Αλλά πόση ομορφιά συναντάς στον δρόμο: Τους βραχώδεις τοίχους με τις φλέβες από λευκά μάρμαρα, το ορεινό ρυάκι, που φέρνει τη χρυσή φθινοπωρινή φυλλωσιά, τις απότομες άβυσσους δίπλα στον δρόμο κ.τ.λ. Μερικές φορές, οι μοναχοί, που περνούσαν με τ’ αυτοκίνητα, μας πρότειναν να μας πάνε μέχρι το μοναστήρι. Μιας και το αναφέραμε, υπάρχει παράδοση στο Άγιον Όρος, εάν στο αμάξι υπάρχει ελεύθερη θέση κι έχετε τον ίδιο προορισμό, τότε οπωσδήποτε πρέπει να σας προτείνουν να σας πάνε μέχρι εκεί. Μικρό πράγμα, αλλά πολύ ευχάριστο. Μόνο στο τέλος του δρόμου μας, εγώ και ο π. Αλέξανδρος, δεχτήκαμε την πρόταση να πάμε με το αυτοκίνητο. Ο Μιχαήλ, όμως, συνέχισε με τα πόδια. Ήθελε να περάσει τον χρόνο μόνος του. Πιο συγκεκριμένα, με τον Θεό ιδιαιτέρως, να Τον παρακαλέσει για κάτι προσωπικό και μύχιο.
Θαυμάσια αναχώρηση
Μετά την ακολουθία, ο Γέροντας Γρηγόριος, ντυμένος με το ράσο και φορώντας τον επιστήθιο σταυρό, βγήκε ν’ αποχαιρετήσει τον Μητροπολίτη μας, τον Παύλο. Ο Δεσπότης μαζί με τους συνοδούς του έπρεπε να συνεχίσει την περιήγησή του σε άλλα μοναστήρια. Όταν είδα τον Γέροντα, αποφάσισα κι εγώ να τον πλησιάσω ξανά και να του πάρω την ευλογία για τον δρόμο. Όμως, όταν με ευλόγησε, άρχισα να κλαίω, μπροστά στον Μητροπολίτη και όλο τον κόσμο. Χώθηκα στον ώμο αυτού του αγίου παππού κι έκλαιγα με λυγμούς. Ο Γέροντας με αγκάλιασε και μου είπε, μάλλον, το πιο σπουδαίο πράγμα, που έπρεπε να μάθω σ’ αυτό το ταξίδι. Μου είπε ποιος είμαι. Δεν θα επαναλάβω ακριβώς τα λόγια του, γιατί τα είπε σ’ έναν στενό κύκλο και τα είπε για μένα. Είχα ακούσει και πριν κάτι τέτοιο και υποψιαζόμουν ότι κάτι παρόμοιο έχω κι εγώ. Αλλά εδώ ο Γέροντας έκανε ακριβή ορισμό της ουσίας μου. Πολλά, μάλλον και όλα, ξεκαθάρισαν για μένα. Μερικά ερωτήματα της ζωής, π.χ. «Γιατί είναι έτσι;», εξαφανίστηκαν αμέσως. Εκείνα τα λόγια του Γέροντα τα θυμάμαι μέχρι σήμερα και αυτά μου δίνουν ελπίδα.
Παρακάλεσα τον Γέροντα να κόψω από το δέντρο ένα λεμόνι κι ένα άλλο εξωτικό φρούτο, το όνομα του οποίου δεν θυμάμαι. Τα ήθελα για δώρα στους γονείς μου. Ο Γέροντας έδωσε την ευλογία του και άρχισε να δίνει σε όλους, που αναχωρούσαν, τεράστια πορτοκάλια, λέγοντας πως έχει δικαίωμα να το κάνει, επειδή ο ίδιος κάποτε φύτεψε αυτά τα δέντρα. Σ’ εμένα έδωσε δύο, ξέροντας την τρυφερότητα απέναντι στους γονείς μου, και πρόσθεσε: «Για τη μαμά και τον μπαμπά!».
Ο Δεσπότης Παύλος έφυγε κι εγώ μαζί με τον π. Αλέξανδρο και μια παρέα Ελλήνων προσκυνητών περιμέναμε το πλοίο. Τα πλοία, όμως, δεν πραγματοποιούσαν δρομολόγια εδώ και τρεις μέρες. Στον ουρανό είχε ήλιο, αλλά η θάλασσα «άφριζε» και την παραλία τη χτυπούσαν μεγάλα κύματα. Όλα αυτά είναι, βέβαια, όμορφα, αλλά την επόμενη μέρα το πρωί είχαμε πτήση για το Κίεβο! Οι Έλληνες μας είπαν (στ’ Αγγλικά) πως όλοι εμείς εγκλωβιστήκαμε εκεί και με τέτοια κύματα το πλοίο δεν θα έρθει.
Πήραμε τηλέφωνο τον Δεσπότη Ιωνά και τον παρακαλέσαμε για τις οδηγίες «σχεδίου εκκένωσης». Ο Δεσπότης μας είπε ότι θα τηλεφωνήσει στον Γέροντα και θα το τακτοποιήσει, ώστε κάποιος να μας πάει με το αυτοκίνητο μέχρι τα διοικητικά σύνορα. Πλησιάσαμε τον Γέροντα και με τη βοήθεια του διερμηνέα π. Μαρτυρίου, με τον οποίο προλάβαμε να γνωριστούμε από κοντά, αναφέραμε το πρόβλημά μας. Ο Γέροντας Γρηγόριος απάντησε πως τον είχε προειδοποιήσει ο Δεσπότης Ιωνάς και ότι θα μεριμνήσει τώρα να βρει κάποια λύση. Τα ελεύθερα αυτοκίνητα ήταν αρκετά, αλλά το πρόβλημα ήταν να βρεθούν ελεύθεροι οδηγοί, οι οποίοι ήταν απασχολημένοι στα διακονήματά τους. Έτσι κι άλλιως, θα μας έστελναν με κάποιο τρόπο στην Ουρανούπολη κι εμείς έπρεπε απλώς να περιμένουμε. Αφού μας έδωσαν την ευλογία ν’ αναμένουμε, καθίσαμε εκεί σ’ ένα περίπτερο και περιμέναμε. Εκεί ήρθαν και άλλοι προσκυνητές και άρχισαν να μας ρωτάνε για το πώς σκοπεύουμε να φύγουμε και αν υπάρχουν ελεύθερες θέσεις μέσα στο αυτοκίνητο. Σαν ν’ άκουσε τη συνομιλία μας ο Γέροντας, βγήκε έξω και μας έριξε μια ματιά, καθώς καθόμασταν πάνω στις βαλίτσες μας. Κοίταξε τη φουρτουνιασμένη θάλασσα, μίλησε με κάποιον από τους Έλληνες κι εξαφανίστηκε πίσω απ’ την πύλη της μονής.
Εκείνην τη στιγμή, ξαφνικά, κατάλαβα ότι το να βρει για εμάς τον οδηγό ή το να σταματήσει την τρικυμία, αποτελούσαν πράγματα ιδίας τάξεως και ιδίας πολυπλοκότητας. Είναι τόσο γήινα φαινόμενα, που δεν υπάρχει θέμα ποιο είναι το δυσκολότερο, αλλά σημασία έχει ποιο είναι το πιο αναγκαίο. Ο οδηγός μπορεί να είναι περισσότερο αναγκαίος σε άλλο διακόνημα. Το ερώτημα συνίσταται μόνο στο κατά πόσο είναι αναγκαία αυτή η τρικυμία για την Πρόνοια του Θεού.
Λοιπόν, καθόμασταν και περιμέναμε. Για να διασκεδάσουμε λιγάκι με τους ντόπιους γάτους. Ο σιαμαίος γάτος εδώ για δεύτερη μέρα ακολουθούσε τον π. Αλέξανδρο, περπατούσε στους ώμους του κιόλας. Εγώ έπαιζα μ’ έναν χοντρό γκριζόασπρο γάτο. Μετά μπήκε ένας μοναχός, φέρνοντας έναν κουβά με φαγητό για τους γάτους, και όλα τα ζώα έτρεξαν εκεί. Εκείνην τη στιγμή γύρισα το βλέμμα μου στη θάλασσα και...
Τα «αφρώδη προβατάκια» εξαφανίζονταν μπροστά στα μάτια μας. Σε 10-15 λεπτά ησύχασαν τα κύματα, που πριν χτυπούσαν την ακτή. Σύντομα, από μακριά, φανερώθηκε ένα σκάφος. Και σε μισή ωρίτσα το πλοίο «Άξιον Εστίν» έπλεε προς τον αρσανά της Ζωγράφου. Σκεφτήκαμε, εάν αυτό σταματήσει στη Ζωγράφου, τότε σίγουρα θα περάσει και από εδώ. Μας ευλόγησαν ν’ ανεβούμε στο πλοίο, το οποίο έπρεπε να μας πάει μέχρι τη Δάφνη και από εκεί θα ξεκινούσαμε για την Ουρανούπολη.
Ρίχνοντας ένα αποχαιρετιστήριο βλέμμα στη μονή Δοχειαρίου, που μας έγινε τόσο οικεία αυτές τις μέρες, ξαφνικά, στην παραλία, ανάμεσα στους εργαζόμενους, είδαμε τον Γέροντα Γρηγόριο! Μόλις τώρα, φορώντας το ράσο και τον επιστήθιο σταυρό, αποχαιρετούσε τον Δεσπότη Παύλο κι εμάς και τώρα τον βλέπουμε να φορά ζωστικό για εργασία, την ποδιά, και το άσπρο καπέλο του και να εργοδηγεί στην οικοδομή. Κοιτούσαμε αυτόν τον θαυμάσιο ασκητή- δουλευτή, μέχρι η Δοχειαρίου να εξαφανιστεί πίσω από την πρύμνη. Περάσαμε δίπλα από τη μονή Ξενοφώντος, όπου πήγαμε, τη μονή Παντελεήμονα, την οποία δεν καταφέραμε να επισκεφθούμε, δίπλα στη μονή Ξηροποτάμου, που χτίζεται στην πλαγιά του βουνού, και τελικά φτάσαμε στη Δάφνη.
Στη Δάφνη, όμως, μας έδιωξαν από το πλοίο! Είπαν: «Ν’ αγοράσετε εισιτήρια στο λιμάνι». Εισιτήρια δεν υπήρχαν, επειδή εδώ και δύο μέρες δεν πήγαιναν τα πλοία και είχε μαζευτεί εκεί αρκετός κόσμος. Προσπαθήσαμε να πείσουμε τους αστυνομικούς, που ήλεγχαν την επιβίβαση, ότι αύριο έχουμε πτήση και ότι είμαστε ευσεβείς άνθρωποι. Μάλιστα! Τέτοιους, όπως εμάς, βλέπουν κάθε μέρα εκατοντάδες. Οι αστυνομικοί, με ευγένεια και αυστηρότητα, είπαν να περιμένουμε το άλλο πλοίο. Θα έρθει;! Τηλεφωνήσαμε στον Δεσπότη Ιωνά και με τη βοήθειά του προσπαθήσαμε να επικοινωνήσουμε μ’ έναν ιδιωτικό μεταφορέα. Και μετά...
Ξαφνικά, συνειδητοποιήσαμε πως όλα αυτά τα γεγονότα είναι απλώς μια δοκιμασία της πίστεως και της εμπιστοσύνης μας. Μας ευλόγησε ο Γέροντας να πάρουμε το πλοίο και να πάμε στη Δάφνη; Άρα, μην ανησυχείτε, ο Θεός θα τα τακτοποιήσει όλα. Οι καλοί συνταξιδιώτες μας μας αγόρασαν κάποια πιτάκια, ενώ τα ντόπια γατάκια μάς έπεισαν να τα κεράσουμε με αυτά. Και να, ήρθε το άλλο πλοίο. Επιβιβαστήκαμε σ’ αυτό χωρίς κανένα πρόβλημα, πληρώσαμε τα εισιτήρια και ξεκινήσαμε για την Ουρανούπολη. Ήταν μια υπέροχη βραδιά. Οι πλαγιές των βουνών του Αγίου Όρους ήταν φωτισμένες με τις ακτίνες του δύοντος ηλίου. Στις ακτές υψώνονταν τα μοναστήρια, οι σκήτες και οι καλύβες. Σε λίγο, από μακριά, φανερώθηκε ο πύργος της Ουρανούπολης.
Βολευτήκαμε στο ξενοδοχείο. Κάπου, στα διπλανά δωμάτια, «έσπαζαν πλάκα». Πολύ δυνατά, αλλά, ευτυχώς, όχι για πολλή ώρα. Μάλλον, ακριβώς γι’ αυτόν τον λόγο αργήσαμε τόσο πολύ, ώστε να γλυτώσουμε από τον πειρασμό αυτού του κόσμου και να διατηρήσουμε στις καρδιές μας εκείνη την ευλογημένη ειρήνη του Αγίου Όρους.
Η ύπαρξη μιας μεγάλης τηλεόρασης στο δωμάτιο δεν μας ενδιέφερε καθόλου. Ούτε την ανοίξαμε. Όμως, ένα ολόκληρο δώρο για εμάς ήταν το απλό ζεστό νερό! Επειδή μετά από μια βδομάδα χωρίς ζεστό νερό, θα ήταν εύκολο να τρομάξουμε με την εμφάνισή μας τόσο τους επισκέπτες του ξενοδοχείου όσο και τους επιβάτες του αεροπλάνου.
Θα ήθελα να σας πω ένα μυστικό των αγιορείτικων μονών, το οποίο δεν κατάφερα να λύσω. Θεωρητικά, το ζεστό νερό υπάρχει στο μοναστήρι. Πάντως, το είδα κατά το πλύσιμο πιάτων στο Δοχειάρι και στον νιπτήρα, στο αρχονταρίκι του Ζωγράφου. Λένε πως το ζεστό νερό υπάρχει επίσης εκεί, όπου διαμένει η αδελφότητα της μονής, αλλά, δυστυχώς, δεν φτάνει στους ξενώνες για προσκυνητές. Αυτό ήταν, μάλλον, το μόνο άβολο για εμένα εκεί.
Επιστροφή στο Κίεβο
Το πρωί ήρθε ο Γεώργιος, για να μας παέι στο αεροδρόμιο. Εκεί συναντήσαμε τον Δεσπότη Ιωνά και τον πατέρα Αλέξανδρο Πλίσκα. Από το αεροπλάνο φωτογράφισα τον Όλυμπο, μέσα από τζάμι με την επιγραφή «Απαγορεύεται η λήψη φωτογραφιών», και φύγαμε...
Βγαίνοντας από την ομίχλη, το αεροπλάνο μας προσγειώθηκε στο Μπορίσπολ. Στο αεροδρόμιο μας συνάντησε η Κατερίνα, μια κυρία από την ενορία μου, η οποία πήγε τον πατέρα Αλέξανδρο στο σπίτι του κι εμένα στο πατρικό μου σπίτι, στους γονείς μου.
Επίλογος
Δεν είχα φωτογραφίσει τους ναούς από μέσα. Είχα αποφασίσει ότι είναι καλύτερο τον χρόνο που περνάω στον ναό, να τον αφιερώσω στην προσευχή. Τις φωτογραφίες θα μπορέσω να τις βρω και στο Διαδίκτυο, αλλά το να προσευχηθώ εκεί, μπορεί να είναι η μοναδική φορά.
Δεν φωτογράφιζα τους μοναχούς, αν και συναντούσα υπέροχα πρόσωπα. Θυμάμαι πως στον δρόμο προς τις Καρυές συναντήσαμε δυο μοναχούς, έναν νεαρό κι έναν ηλικιωμένο, που οδηγούσαν ένα μουλάρι, φορτωμένο με πράγματα. Το φορτίο ήταν καλυμμένο με μια πλαστική ελληνική σημαία. Αυτό μου φάνηκε πολύ έξυπνο: Είναι πατριωτικό και ταυτόχρονα αποτελεί καλή προστασία από τη βροχή! Οι μοναχοί απομακρύνονται απ’ αυτόν τον κόσμο όχι για να γίνουν φωτομοντέλα για τους «τουρίστες», σαν κι εμένα.
Τους επιστήθιους σταυρούς τους φοράνε μόνο οι ηγούμενοι των μοναστηριών. Εκεί λάμπουν περισσότερο οι ψυχές παρά οι πέτρες. Μια φορά απευθύνθηκα σ’ έναν ιερομόναχο, προσφωνώντας τον «Πάτερ» κι εκείνος με παρακάλεσε να τον αποκαλώ «αδελφέ». Εξήγησε πως όλοι στο μοναστήρι είναι αδέλφια, ανεξάρτητα από το ιερατικό αξίωμα. Πατέρα αποκαλούν μόνο τον γέροντά τους, ο οποίος είναι ο ηγούμενος και ο πνευματικός τους μαζί. Το ιερατικό αξίωμα έχει σημασία μόνο κατά τη διάρκεια ακολουθιών στην εκκλησία. Ο γέροντας στο Άγιον Όρος είναι, μάλλον, πιο σημαντικός από τον κατά σάρκα πατέρα. Δεν είναι διορισμένος να διοικεί την αδελφότητα με ανώτατο διάταγμα κάποιου υψηλά ιστάμενου. Αντίθετα, στον Γέροντα προσέρχονται οι ίδιοι οι αδελφοί, όσοι επιθυμούν να μιμηθούν τη ζωή του, ν’ ακούνε τις συμβουλές του και να δέχονται τις ευλογίες του. Ο μοναχισμός είχε αυτήν την παράδοση απ’ την αρχή. Έτσι πρέπει να είναι. Και στο Άγιον Όρος υπάρχει μέχρι και σήμερα.
Οι ακολουθίες στα μοναστήρια του Αγίου Όρους είναι εκτενείς, αλλά πολύ αρμονικές. Εκεί δεν υπάρχει χώρος για προσποιητή έμφαση. Εκεί έχει μόνο απλότητα και μεγαλείο. Όλα όσα τελούνται στον ναό είναι μεγαλοπρεπή και ταυτόχρονα φυσικά. Κάθε ανάσα, κάθε λέξη, κάθε υπόκλιση.
Υπάρχουν πολλά πράγματα, που μπορεί κανείς να μάθει εκεί. Βέβαια, δεν μπορούν όλες οι παραδόσεις να προσαρμοστούν στις συνθήκες, στο κλίμα, στις συνήθειές μας. Δεν είναι όλες κατάλληλες και για τη ζωή μιας ενορίας. Αλλά...
Πολλοί εκπλήττονταν, όταν μάθαιναν ότι δεν πήγα ούτε στο ρώσικο μοναστήρι του Αγίου Παντελεήμονα ούτε στη Μεγάλη Λαύρα ούτε ανέβηκα στην κορυφή του Άθω. «Δεν πειράζει! Την επόμενη φορά θα το επισκεφτείτε!», μου έλεγαν. Κι εγώ νομίζω πως όχι.
Συνήθως, φτάνοντας στο Άγιον Όρος, οι άνθρωποι προσπαθούν να γυρίσουν παντού, να τα δουν όλα, να προσκυνήσουν όλα τα ιερά. Είναι καλό, βέβαια, αλλά νομίζω πως μόνο για την πρώτη φορά. Ο Γέροντας Γρηγόριος μας είπε πολύ σοφά λόγια: «Την πρώτη φορά οι άνθρωποι έρχονται εδώ για να δουν, τη δεύτερη για να δοκιμάσουν και την Τρίτη, όπως πάει, μπορεί και να θελήσουν να μείνουν για περισσότερο χρονικό διάστημα». Τους ιερείς, που έρχονται στο Άγιον Όρος, τους υποδέχονται σαν τους πιο αξιότιμους επισκέπτες. Αλλά, αν όντως θέλεις να δοκιμάσεις τη ζωή των Αγιορειτών μοναχών, προσπάθησε τουλάχιστον για μια μέρα να εργαστείς μαζί τους, να ζήσεις τη ζωή τους. Τότε θα κάταλάβεις κάτι γι’ αυτούς, αλλά, μπορεί, και για τον εαυτό σου, αν επιτρέπει ο Κύριος. Στην περίπτωση που θα καταφέρω να βρεθώ εκεί γι’ ακόμη μια φορά, τότε δεν θα βγω καθόλου από το Δοχειάρι. Τουλάχιστον για δυο μέρες θα πλένω πιάτα και θα κουβαλάω πέτρες, όσο επιτρέψει η υγεία μου. Θα δούμε. Ωστόσο, δεν σκοπεύω να μείνω εκεί για πολύ καιρό, γιατί έχω ακόμα αρκετές δουλειές να κάνω εδώ, στην αγαπητή μου Ουκρανία.