Επιμέλεια: Αναστάσιος Ομ. Πολυχρονιάδης
Δρ. pd. Θεολογίας ΑΠΘ
Στις 13 Ιανουαρίου 2021 συμπληρώνονται 28 χρόνια από την κοίμηση του μεγάλου θεσσαλονικιού νεοέλληνα δημιουργού Ν.- Γ. Πεντζίκη.
Ένα κείμενο του φίλου και συνοδοιπόρου του π. Πορφυρίου (νυν Καθηγουμένου της Ιεράς Μονής Τιμίου Προδρόμου-Σκήτη Βεροίας) είναι εξόχως χαρακτηριστικό για το βίωμά του.
Ρωτά, λοιπόν, ο π. Πορφύριος: «που βρήκε το στήριγμα που τον κράτησε στη ζωή από το 1908 μέχρι τις 13 Ιανουαρίου του 1993, δηλαδή σχεδόν 85 χρόνια;».
Απαντώντας, ο ίδιος, σημειώνει: Βρισκόμαστε στη Βέροια το 1991. «Ξεκινήσαμε [...] από την οδό Πιερίων, από το ξενοδοχείο όπου είχε καταλύσει» ο Πεντζίκης «και αρχίσαμε να ανεβαίνουμε».
Στην εκκλησία της Παλαιοφορίτισσας μια «ξεχασμένη μανιά μας άνοιξε και για ώρα μας εξηγούσε πόσα θαύματα γίνονται με το χώμα που δίνει από το Άγιο Βήμα σε γυναίκες αιμορροούσες [...] Ύστερα η ίδια γριά μας ξενάγησε στα ιερά εικονίσματα και δείχνοντάς μας τους Τρείς Ιεράρχες, είπε το ανεπανάληπτο ‘‘οι Τρείς Στύλοι’’.
Στη συνέχεια διαβάσαμε τις επιγραφές των αγίων του ιερού και την τοπική ονομασία του Αγίου Βησσαρίωνος, αρχιεπισκόπου Λαρίσσης, που αποκαλείται Βελισσάριος.
Ένθους ο κυρ-Νίκος στο τέλος μαζί με τα χίλια ευχαριστώ φίλησε το χέρι της γριάς, αυτός στα ογδόντα και εκείνη περασμένα ενενήντα.
Προχωρήσαμε. Ανεβαίνοντας σταματήσαμε στον άγιο Διονύσιο τον εν Ολύμπω. Άλλη ευλογημένη γριά εδώ, επί μιάμιση ώρα μας μιλούσε για τον Ολυμπίτη άγιο που, ως γνωστόν, δεν έγινε δεσπότης της πόλης, αν και τον έψαχναν και τον παρακαλούσαν, αλλά πολλές φορές η τιμία του κάρα μας έσωσε από την πανούκλα, και θα άξιζε πάνδημη η τιμή του.
Στον Άγιο Διονύσιο λοιπόν η κυρά-Μαρία, Σμυρνιά, χήρα στρατηγού, συνομήλικη με τον κυρ-Νίκο, αποκαλεί τον Άγιο παππού, δείχνοντας πόση παρηγοριά βρίσκει η ίδια και οι περίοικοι κοντά του. Τα θαύματα που μας ανέφερε πλείστα όσα. Θα άξιζε μόνον για αυτά να μιλάμε ώρες.
Όμως ο χρόνος μας κυλούσε. Έπρεπε να φτάσουμε μέχρι τον Χριστό, στη Μητροπόλεως.
Στον δρόμο κάποιος [...] διήγηθηκε για μια συγχωρεμένη πια ψυχή, που βγαίνοντας από το σπίτι της, στην αρχή της Κοντογεωργάκη, έπρεπε να κάνει τρεις σταυρούς κι ύστερα τρεις σταυρούς σε κάθε εικόνισμα.
Στην Παλαιοφορίτισσα, στον Άη-Θόδωρο, στον Άγιο Διονύσιο, στον Άγιο Νικόλα, στη Βαγγελίστρια, στην Αγία Παρασκευή, στον Άγιο Δημήτριο, λίγο μακρύτερα, στον Άγιο Στέφανο, στον Άγιο Κήρυκο, στον Χριστό.
Συνολικά τριάντα τρεις σταυρούς. Όσοι την έβλεπαν έλεγαν ‘‘η Λισσαβούδα με τς πουλλοί τς σταυροί σαν να παίζει μαντολίνο’’. Την ελέγαν σαλεμένη, όμως εκείνη ήξερε πολύ καλύτερα τι έκανε.
Ο κυρ-Νίκος έτοιμος να ξεσπάσει σε φωνές και σε δάκρυα. Εξάλλου ο ίδιος κάπου [...] έγραφε: ‘‘Το χέρι που κάνει το σημείο του Σταυρού και επαφίεται στον Κύριο για τον άρτο τον επιούσιο, σαν λουλούδι, όργανο αναπαραγωγής διά των πέντε αισθήσεων, διαφέρει ουσιωδώς από το χέρι του εργαζομένου, που καταντά να πιστεύει ότι αυτός έκανε και κάνει τον κόσμο, κι ότι έξω απ’ όσα κάνει ο ίδιος, εξασφαλίζοντας την προκοπή και ευτυχία του, δεν υπάρχει τίποτα το αληθινό’’» (Πορφύριος, Μοναχός Σιμωνοπετρίτης, Μνήμης Ένεκεν, Δημόσια Κεντρική Βιβλιοθήκη Βέροιας 1996, σ. 51-55).
Τούτη την παρακαταθήκη άφησε ο Πεντζίκης.
Το λαμπρότερο στέφανο, όπως λέγει εκείνος, δηλαδή τη θέλησή του να αξιωθεί, «ν’ ανήκει τελείως στην υπηρεσία της Εκκλησίας» (Ν.Γ.Πεντζίκης, Ομιλήματα, Ακρίτας, Αθήνα 1992 -β΄έκδοση-, σ. 63. Πρβλ. Ιωάννης Κουρεμπελές, Ηδονοδοξία, Αλτιντζής, Θεσσαλονίκη 2019, σ. 224).