Κώστας Νούσης | Romfea.gr
Είναι γεγονός ότι στη φιλοσοφία – είτε την επίσημη είτε την ανεπίσημη, π.χ. τη μέσα στη λογοτεχνία - μπορείς να αυτοσχεδιάζεις ακίνδυνα.
Δεν μπορεί, ωστόσο, να διαπράττεται κάτι ανάλογο και στη θεολογία, ειδικότερα δε στην εκκλησιαστική δογματική. Εκεί δεν μπορείς να «παίζεις».
Πρέπει να ακριβολογείς, ειδάλλως εγκληματείς στον εαυτό σου πρώτα πρώτα και έπειτα στο σώμα της Εκκλησίας.
Και αυτό είναι ένα όχι απλό αμάρτημα ή πλημμέλημα. Μπορεί να φτάσει μέχρι και το κακούργημα της αιρέσεως.
Με θλίψη παρατηρώ τελευταία μια επικίνδυνη «άνεση» στον τρόπο του θεολογείν.
Και μάλιστα από μεγαλοσχήμονες θεολόγους, ακόμη και φέροντας το ιερατικό σχήμα.
Αναλογίζομαι με πόσο πόνο και αγώνα και μαρτύρια και εξαντλητικές προσευχές θεολογούσαν οι Πατέρες της Εκκλησίας, προκειμένου να μας αφήσουν παρακαταθήκη αιώνια την πολύτιμη εμπειρική και θεοπτική κληρονομιά τους.
Και εμείς σήμερα, όχι απλά θάβουμε τον αμύθητο αυτό θησαυρό, αλλά και τον αλλοιώνουμε αυτοσχεδιάζοντας φιλοσοφικά και προβάλλοντας το εγώ μας και τις απόψεις μας, αδιαφορώντας για τη σύμπλευσή μας με την ιερή Παράδοση.
Με ποιο δικαίωμα, ωστόσο, τολμούμε κάτι τόσο σοβαρό και απαράδεκτο από πνευματικής άποψης;
Ας φέρω ένα παράδειγμα. Η καραντίνα έφερε στην επιφάνεια μια πολυεπίπεδη άρνηση και αμφισβήτηση της Θείας Ευχαριστίας.
Μια εξ αυτών – φαινομενικώς πιο ανώδυνη – ήταν η χαρακτηριζόμενη από τον γράφοντα ως τροποϋπαρξιακή ερμηνεία, η οποία ούτε λίγο ούτε πολύ απέρριψε την δισχιλιετή πίστη μας στη χαρισματική μεταβολή των προσφερόμενων ευχαριστιακών δώρων.
Ο γράφων σε σχετική μελέτη του παρέθεσε μάλιστα ένα ολόκληρο κατεβατό από πατερικά χωρία που κατέρριπταν την ως άνω αιρετίζουσα άποψη.
Και ποιο το αποτέλεσμα; Να μην ιδρώσει το αφτί κανενός. Ούτε των φορέων της ανήκουστης αυτής και πρωτοφανούς θεωρίας, εκ των οποίων άπαντες σιώπησαν προκλητικά.
Ούτε ακόμη των εκκλησιαστικών μας ηγετών, οι οποίοι εμφανίσθηκαν εμφαντικώς κωφεύοντες.
Και αναρωτιέσαι: τόση αδιαφορία πια για τα ανεκτίμητα της Ορθοδοξίας μας;
Η θεολογία είναι η βάση της πνευματικής ζωής. Σε αυτήν ερείδονται τα πάντα: το κήρυγμα, η λατρεία, η προσευχή μας, όλα…
Πώς μπορούμε να αδιαφορούμε για αυτήν; Με ποιο δικαίωμα την παραχαράσσουμε, υποβιβάζοντάς την σε μια ιδιωτική εκάστου φιλοσοφία;
Για ποιον λόγο πρέπει να παρακάμπτουμε τη Βίβλο και τους Πατέρες;