Μερικές ιστορίες προσηλυτισμού στην Ορθοδοξία, που δημοσιεύτηκαν στην ιστοσελίδα του ναού του Μεγαλομάρτυρα Γεωργίου στην πόλη Πρέσκοτ της Πολιτείας της Αριζόνας (Ελληνική Ορθόδοξη Αρχιεπισκοπή της Αμερικής). Ειλικρινείς ιστορίες των πιστών, οι οποίοι βρήκαν την Αληθινή Αποστολική Εκκλησία, που είναι αμετάβλητη, τηρώντας αυστηρά την αποστολική παράδοση.
«Παλιό, αλλά καλό»: Ιστορία του Ρέντι Σατό και της Κρις Σατό
Στον ναό του Μεγαλομάρτυρα Γεωργίου στην πόλη Πρεσκόττ της Πολιτείας της Αριζόνας Όπως λέγεται, το κρασί με τα χρόνια γίνεται μόνο καλύτερο. Το ίδιο μπορούμε να πούμε και για την ορθόδοξη πίστη, η οποία υπάρχει εδώ και 2.000 χρόνια. Την ίδια γνώμη έχει η οικογένεια του Ρέντι Σατό και της Κρις Σατό, η οποία ανακάλυψε ότι η Ορθοδοξία είναι μια πίστη, η οποία σήμερα είναι το ίδιο ωραία, όπως ήταν στην αρχή, πριν από πολλούς αιώνες, όταν για πρώτη φορά τη «γεύθηκαν» οι Απόστολοι. Όπως πολλοί προμηθευτές κρασιού, οι οποίοι δοκιμάζουν διάφορα είδη πριν βρουν εκείνο που διαθέτει τις καλύτερες ιδιότητες, ο Ρέντι και η Κρις δοκίμασαν διάφορα χριστιανικά ρεύματα κι εκκλησίες, μέχρι να καταλήξουν στην Ορθοδοξία, ως την καλύτερη πίστη στο πέρασμα του χρόνου.
Έχοντας συναντηθεί το 1999 και παντρευτεί μετά από τριάμισι χρόνια, ο Ρέντι και η Κρις σκέφτηκαν για τη σημασία πνευματικότητας στη μέλλουσα οικογενειακή ζωή τους. Αυτός προερχόταν από την Επισκοπική Εκκλησία, εκείνη από την Καθολική. Πριν τον γάμο κανένας από τους δύο, για αρκετά χρόνια, δεν συμμετείχε ενεργά στην εκκλησιαστική ζωή των Εκκλησιών τους. Οι μέλλοντες σύζυγοι είχαν συμφωνήσει ότι στην κοινή τους ζωή είναι απαραίτητη η παρουσία του Θεού και πρέπει να βρουν μια Εκκλησία, η οποία θα τους βοηθούσε ν’ αποκαταστήσουν την επικοινωνία τους με τον Θεό. Όμως ποια Εκκλησία θα ήταν αυτή;
Η συνακόλουθη συζήτηση για την πίστη οδήγησε αμφότερους στην απόρριψη των δογμάτων των Εκκλησιών από τις οποίες προέρχονταν. Συνήθως οι αλλαγές στη ζωή είναι ωφέλιμες, αλλά όταν πρόκειται για την πίστη, την Εκκλησία και τον Θεό, μπορούν να προκαλέσουν περισσότερη βλάβη, παρά ωφέλεια. Οι μοντέρνες τάσεις στη θρησκεία έκαναν τον Ρέντι και την Κρις να αισθανθούν την ανάγκη να κοιτάξουν στο παρελθόν και όχι στο παρόν και στο μέλλον, για να βρουν την πίστη, η οποία δεν αποποιείτο των δογμάτων και των αρχών της προς χάριν της δημοτικότητας.
Την ίδια γνώμη είχαν και οι γονείς του Ρέντι, οι οποίοι εγκατέλειψαν την Επισκοπική Εκκλησία (ή, κατά τους ίδιους, η Επισκοπική Εκκλησία από μόνη της τους εγκατέλειψε) μετά από πολλά χρόνια αναζήτησης και αμφιβολιών στην πίστη. Ως επακόλουθο βρήκαν την Ορθοδοξία, τη δέχτηκαν και είχαν έντονες συζητήσεις με τον Ρέντι για μερικά χρόνια. Όμως ο σκεπτικισμός του γιου τους απέναντι στην πρόσκληση να έρθει και να δει με τα δικά του μάτια την Παλιά Εκκλησία, οδήγησε στην αντίδραση. Έτσι κι αλλιώς, ο σπόρος είχε σπαρθεί, όμως ο Ρέντι δεν ήταν ακόμα έτοιμος για την ανάπτυξή του.
Μόνο αφού ο Ρέντι και η Κρις πέρασαν από διάφορες εκκλησίες, συνειδητοποίησαν ότι, παρ’ όλες τις καλές προθέσεις τους, όλες αυτές πίστευαν λανθασμένα ότι ο Λόγος του Θεού πρέπει να «ξαναγραφτεί» ή να «διορθωθεί» ή να παρουσιαστεί «σε νέα, αναβαθμισμένη» εκδοχή του χριστιανισμού. Και οι δύο κατάλαβαν ότι πρέπει να «γυρίσουν πίσω στον χρόνο». Έτσι κι έκαναν. Ο αδελφός της Κρις τούς έδωσε ένα βιβλίο με χρονολόγιο και χρονοδιάγραμμα εμφάνισης των χριστιανικών εκκλησιών, ξεκινώντας από το Μεγάλο Σχίσμα, μαθαίνοντας ότι η Ορθόδοξη Εκκλησία υπάρχει από την ημέρα της Αγίας Πεντηκοστής κι έχει μείνει από τότε αμετάβλητη. Ο σπαρμένος σπόρος, επιτέλους, ήταν έτοιμος να βλαστήσει.
Όσο περισσότερο μάθαιναν, τόσο περισσότερο πείθονταν στο γεγονός ότι στην Αγία Ορθοδοξία βρήκαν αυτό που έψαχναν
Άρχισαν να εκκλησιάζονται στον ορθόδοξο ναό της Υψώσεως του Τιμίου Σταυρού στην πόλη Ουίλιαμσπορτ της Πενσιλβανίας (Ορθόδοξη Εκκλησία της Αμερικής), ενορίτες του οποίου ήταν οι γονείς του Ρέντι. Και παρ’ όλο που ένιωθαν λίγο άβολα, παράλληλα αισθάνονταν παρηγοριά και ειρήνη, βυθίζόμενοι όλο και πιο βαθιά στην αυθεντική χριστιανική πνευματικότητα. Ευρισκόμενοι ανάμεσα στις εικόνες, στο άρωμα του λιβανιού και στις ψαλμωδίες, ο Ρέντι και η Κρις είχαν εντυπωσιαστεί με την ευλάβεια, που έτρεφαν ο ιερέας και οι πιστοί προς τη Θεία Ευχαριστία. Επιθύμησαν να μάθουν αυτήν την παλιά πίστη! Άρχισαν να παρακολουθούν τα κατηχητικά μαθήματα για τους ενήλικες και να διαβάζουν πολλά βιβλία για την Ορθοδοξία. Όσο περισσότερο μάθαιναν τόσο περισσότερο πείθονταν για το γεγονός ότι στην Αγία Ορθοδοξία βρήκαν αυτό που έψαχναν. Τη Μία, Αγία, Καθολική και Αποστολική Εκκλησία, αμετάβλητη, η οποία τηρεί αυστηρά την αποστολική παράδοση, και δεν εφευρέθηκε από τους ανθρώπους. Όπως κάποτε οι γονείς του Ρέντι δέχτηκαν την Ορθοδοξία, το ίδιο τώρα έκαναν και ο Ρέντι με τη σύζυγό του.
Από τότε δεν κοιτάνε πια πίσω... Συνεχίζουν να πορεύονται στην πίστη, ως μέλη του Σώματος του Χριστού.
Όταν οι ερωτήσεις μένουν χωρίς απαντήσεις: Ιστορία της Αλάνα
Η ιστορία της Αλάνα ξεκινά από τα παιδικά της χρόνια στην Ελβετία. Οι γονείς της αγαπούσαν τον Θεό πάνω απ’ όλα και Του διακονούσαν σε μια χριστιανική οργάνωση. Η οικογένεια επισκεπτόταν τη Μεταρρυθμισμένη Εκκλησία, αλλά τελικά δεν έγινε μέλος της. Ο λόγος ήταν ο τρόπος Βάπτισης των βρεφών, με τον οποίο η οικογένεια της Αλάνα δεν συμφωνούσε. Επιστρέφοντας στις Ηνωμένες Πολιτείες, η Αλάνα μαζί με τους γονείς της έγιναν μέλη μιας χαρισματικής εκκλησίας, η οποία προήλθε από την «Εκκλησία του Χριστού»[1], όπου η θεολογία «κινήματος αποκατάστασης» (χριστιανικός πριμιτιβισμός) διαμόρφωνε την κοσμοθεωρία του ατόμου. Στα 12 χρόνια της η Αλάνα βαφτίστηκε και όταν πέρασε στην εφηβεία άρχισε ν’ αναρωτιέται: «Πώς να νικήσει την αμαρτία;». Η κοπέλα υπέφερε από διατροφική διαταραχή και είχε μεγάλη ανάγκη από τη χάρη, η οποία θα μπορούσε να τη βοηθήσει να ξεπεράσει την αρρώστια και γενικά την αμαρτία.
Τα χρόνια στο κολέγιο της παρείχαν κάποια κατανόηση της κατάστασης, επειδή η Αλάνα συνειδητοποίησε τότε ότι δεν ήταν η μόνη, που καταγιγνόταν με τέτοιες δύσκολες ερωτήσεις περί της αγιότητας. Εκείνον τον καιρό η Αλάνα μελέτησε τον Μεθοδισμό και αφού ολοκλήρωσε το πτυχίο της, μόλις σε δυόμισι χρόνια, μπήκε Θεολογικό Σεμινάριο στο Έσμπερι[2], όπου σπούδαζαν και οι γονείς της. Η Αλάνα έκανε το μεταπτυχιακό της στη θεολογία, μετά παντρεύτηκε και γέννησε παιδί. Όμως σύντομα ήρθαν δύσκολες στιγμές για την οικογένειά της, πέθαναν οι γονείς του άνδρα της, καθώς και μία από τις αδελφές του.
Ο χρόνος, που η Αλάνα πέρασε στο σεμινάριο, ήταν πνευματικά επικίνδυνος γι’ αυτήν, επειδή ένιωσε μεγάλη μοναξιά και αντιμετώπισε το πνευματικό κενό που είχε μέσα της. Αυτό οφειλόταν στο γεγονός ότι η Αλάνα δεν καταλάβαινε την Αγία Γραφή, ώστε να μπορεί να την κηρύττει πιο αποτελεσματικά. Χρειαζόταν κάτι, που θα τη βοηθούσε να μείνει πιστή στις αρχές της χριστιανικής πίστεως. Τελικά, η Αλάνα αποφάσισε να μη χειροτονηθεί, μέχρι να καταλάβει πλήρως τους λόγους για χειροτονία.
Χρειαζόταν κάτι, που θα τη βοηθούσε να μείνει πιστή στις αρχές της χριστιανικής πίστεως
Η Αλάνα με τον άνδρα της στη διάρκεια κάποιου χρονικού διαστήματος πήγαιναν στην Ελεύθερη Εκκλησία Μεθοδιστών, όμως, τελικά δεν τους άρεσε. Ύστερα ανανέωσαν την επαφή τους με μερικούς Μεννονίτες, τους οποίους ο σύζυγός της ήξερε από τα χρόνια του κολλεγίου, όταν ο ίδιος επισκεπτόταν τις συνάξεις τους. Ως αποτέλεσμα, και οι δύο τους έγιναν μέλη της Εκκλησίας Μεννονιτών, δεχόμενοι τις αξίες, τη θεολογία και το στυλ της ζωής, που επικρατούσε στο κίνημα αναβαπτιστών. Η Αλάνα, όμως, συνέχισε να προβληματίζεται γιατί οι διάφοροι άνθρωποι ερμηνεύουν την Αγία Γραφή με διαφορετικούς τρόπους. Οι ερωτήσεις, που η Αλάνα έκανε στους συνάδελφούς της μεννονίτες, καθώς και τον πάστορά τους, δεν έφεραν τις ικανοποιητικές απαντήσεις. Η Αλάνα με τον άνδρα της ονειρεύονταν για μια χριστιανική κοινότητα, μέσα στην οποία να υπήρχε ένα πνεύμα αδελφότητας. Αυτό την προέτρεψε να διαβάσει μια σειρά άρθρων πάνω σ’ αυτό το θέμα, που ήταν γραμμένα, κατά την τυχαία σύμπτωση, από έναν ορθόδοξο συγγραφέα.
Η Αλάνα είχε μια έντονη επιθυμία να κοινωνήσει. Ο Μεννονίτης πάστορας της είπε: «Είναι προβληματικό, αλλά αν είσαι έτοιμη να φέρνεις όλα τα απαραίτητα και να τα ετοιμάζεις μόνη σου, τότε η κοινωνία θα είναι πιο συχνή». Έτσι κι έκανε. Όμως, τη στεναχωρούσε το γεγονός ότι για τους Μεννονίτες η Θεία Κοινωνία είναι απλώς μια ανάμνηση, κι όχι παραλαβή του Σώματος και του Αίματος του Χριστού. Εκείνο τον καιρό ο άνδρας της μάζεψε μια ομάδα από άνδρες, οι οποίοι μαζευόντουσαν κάθε Πέμπτη το απόγευμα για προσευχή και μελέτη της Αγίας Γραφής κ.α. Μερικοί απ’ αυτούς είχαν σκοπό να μπουν σε μια κοινότητα, που είχε σχέση με την «Ευαγγελική Ορθόδοξη Εκκλησία»[3] και χρηματοδοτείτο από μια εκκλησία στην Ινδιανάπολη (λεγόταν «Εκκλησία της Αγίας Τριάδος της Ευαγγελικής Ορθόδοξης Εκκλησίας).
Τη στεναχωρούσε το γεγονός ότι για τους Μεννονίτες η Θεία Κοινωνία είναι απλώς μια ανάμνηση
Εκείνο τον καιρό η Αλάνα αγόρασε το βιβλίο «Ο ορθόδοξος δρόμος» του Μιτροπολίτη Καλλίστου Ware. Χάρη σ’αυτό το βιβλίο η Αλάνα απέκτησε τόσο βαθιές και βασικές απαντήσεις στις ερωτήσεις της, που τελικά θαύμασε και είπε στον άνδρα της: «Πρέπει να είμαστε ορθόδοξοι!» Τους επόμενους έξι μήνες κάθε Σάββατο πήγαιναν στην ορθόδοξη εκκλησία για ολονυκτία και τις Κυριακές στις ακολουθίες των Μεννονιτών. Λίγο πριν το Πάσχα έφυγαν επισήμως από την εκκλησία Μεννονιτών και βυθίστηκαν πλήρως στην Ορθοδοξία. Το καλοκαίρι και οι δύο έγιναν κατηχούμενοι και το επόμενο Πάσχα αυτοί μαζί με τα παιδιά τους έγιναν μέλη της Ορθόδοξης Εκκλησίας μέσω του Χρίσματος.
«Αυτή είναι η ιστορία για τη συνεργασία της θεολογίας και των ανθρωπίνων σχέσεων, καθώς και των κινήσεων του χεριού του Θεού. Μέσω του Μυστηρίου της Εξομολόγησης, της μετάνοιας και της συμφιλίωσης γίνεται δυνατή η χριστιανική μεταμόρφωση», - ολοκληρώνει τη διήγησή της η Αλάνα.
«Δεν είναι διακοπές στην παραλία»: Ιστορία της Μπρίτζετ Γκέβιν
Η εμπειρία της πνευματικής ζωής της Μπρίτζετ Γκέβιν, η οποία μεγάλωσε στην Ευαγγελική χριστιανική εκκλησία, μπορεί να συγκριθεί με διακοπές στην παραλία, συνοδεία δροσιστικών ποτών. Οι ευαγγελικοί τη μάθαιναν ότι η απόκτηση της χάριτος του Θεού είναι το ίδιο απλό πράγμα, όπως το να πούμε «συγγνώμη» και αυτό είναι το μόνο στοιχείο που χρειάζεται για τη σωτηρία της ψυχής. Μετά από πολλές διαβεβαιώσεις των αρχηγών της εκκλησίας της ότι μόνη η προσευχή είναι αρκετή για τη σωτηρία, η Μπρίτζετ έβαλε τον εαυτό της σε λειτουργία «διακοπών», σχετικά με την πνευματική της ανάπτυξη. Επί πολλά χρόνια η Μπρίτζετ αναρωτιόταν, γιατί οι άλλοι χριστιανοί δεν πηγαίνουν για εξομολόγηση, γιατί κάποια μέρη της Αγίας Γραφής παραβλέπονται και γιατί όλοι οι υπόλοιποι άνθρωποι δεν βλέπουν πόσο εύκολα αποκτώνται η σωτηρία και η χάρις. Η Μπρίτζετ άρχισε να συνειδητοποιεί ότι στον χριστιανισμό υπάρχει κάτι παραπάνω απ’ ό,τι την είχαν διδάξει.
Για καλή τύχη της Μπρίτζετ, η επιθυμία της να σώσει την ψυχή της ήταν πολύ δυνατή, ώστε να μπορέσει ν’ αφήσει τον δρόμο της υπερηφάνειας και του εγωισμού. Το να δεχθεί τον Ιησού Χριστό μέσα στην ψυχή της ήταν μια καλή αρχή και όχι το τέλος. Επί 40 χρόνια η Μπρίτζετ αναζητούσε την αληθινή διδασκαλία για τη χάρη και τη σωτηρία. Μέσα από την προσωπική της εμπειρία και τη μελέτη της ιστορίας της Εκκλησίας, άρχισε η μεταμόρφωσή της σε ορθόδοξη χριστιανή.
Πριν γίνει ορθόδοξη, για κάποιο χρονικό διάστημα, έγινε καθολική. Ήταν το πρώτο βήμα στη γνώση της αλήθειας για τη σωτηρία και τη χάρη και στην κατανόηση ότι η διδασκαλία, που λέει ότι μόνο μια προσευχή είναι αρκετή για τη σωτηρία της ψυχής του ανθρώπου, είναι ψεύτικη. Μετά από τον θάνατο του άνδρα της, τα μάτια της άρχισαν ν’ «ανοίγουν» σιγά-σιγά. Η Μπρίτζετ γνώρισε μια κυρία, χριστιανή ορθόδοξη, η οποία ήταν πολύ δυνατή στην πίστη και γεμάτη σοφία. «Σ’ αυτήν είδα λιγότερες συναισθηματικές φλυαρίες, αλλά την πραγματικότητα της ζωής και του θανάτου, καθώς και τις απαντήσεις, τις οποίες έψαχνα όλη μου τη ζωή». Αν και αυτή η φίλη της δεν είχε σκοπό να την προσηλυτίσει στην πίστη της, της αποκάλυψε την ορθόδοξη διδασκαλία για τον πνευματικό κόσμο. Με τις πράξεις της, της έδωσε το παράδειγμα για το πώς μπορεί ένας άνθρωπος να έλθει πιο κοντά στον Θεό. Η Μπρίτζετ ποθούσε ακριβώς τέτοιες γνώσεις, τις οποίες κατείχε η φίλη της.
Η σωτηρία είναι μια μακροχρόνια και καθημερινή διαδικασία, την οποία πρέπει να επιδιώκει κάθε χριστιανός, κάνοντας υπομονή στις δυσκολίες που περνά.
Επικοινωνώντας με τον τοπικό ιερέα, ο οποίος της διηγήθηκε για το Μεγάλο σχίσμα και την αποστολική διαδοχή, η Μπρίτζετ έμαθε για την πλούσια ιστορία της Ορθοδοξίας (η οποία δεν αλλάζει) και που ανάγεται στους ίδιους τους Αποστόλους. Η ζωή της μέσα στην Καθολική Εκκλησία ήταν μια «εισαγωγή». Η Ορθόδοξη Εκκλησία της αποκάλυψε όλη την ιστορία. Η σωτηρία δεν επιτυγχάνεται μόνο με προσευχές και το «συγγνώμη» μας, καθώς και ο τακτικός εκκλησιασμός και η παρακολούθηση κατηχητικών μαθημάτων δεν εγγυώνται τη σωτηρία. Η σωτηρία είναι μια μακροχρόνια και καθημερινή διαδικασία, την οποία πρέπει να επιδιώκει κάθε χριστιανός, μέσω της εμπειρίας της ζωής του, κάνοντας υπομονή στις δυσκολίες που περνά. Όπως σε κάθε μεταμορφωτική διαδικασία, η πειθαρχία και η υπακοή πρέπει να λαμβάνουν σημαντική θέση στη χριστιανική ζωή.
Σε σύγκριση με την Εκκλησία των παιδικών χρονών της Μπρίτζετ, η Ορθοδοξία δε διασκεδάζει τους ανθρώπους με τις μουσικές εκδηλώσεις και διάφορα παρόμοια πράγματα, αλλά αντίθετα, οι ορθόδοξοι χριστιανοί καταναλώνουν την πνευματική «τροφή», την οποία λαμβάνουν όχι μόνο στις εκκλησίες τις Κυριακές, αλλά κάθε μέρα. «Πεινώντας» με τον νου, την καρδιά και την ψυχή, και όχι μόνο με το στομάχι τους, πάνε στην εκκλησία και χορταίνουν πλήρως. Το να βρεις μια τροφή για το στομάχι είναι εύκολο, αλλά η «τροφή» για το νου, την καρδιά και την ψυχή αποκτάται από την καθημερινή πρακτική και συνεχή επιδίωξη της χάριτος και της σωτηρίας. Όπως έμαθε η Μπρίτζετ, γινόμενη ορθόδοξη, στην Εκκλησία η χάρις και η σωτηρία δεν κατορθώνονται με τις «διακοπές στην παραλία». Είναι μια διαδικασία που διαρκεί μια ολόκληρη ζωή.
«Η ημέρα, την οποία πρωτοήρθα στο σπίτι»: Ιστορία της Έλεν Ίστμαν
Ήταν αργά, σκοτεινά κι έβρεχε. Οδηγούσα μόνη μου στο αυτοκίνητο. Τα δάκρυα κυλούσαν στο πρόσωπό μου κι έπρεπε να τα σκουπίζω, ώστε να μπορώ να βλέπω μέσω του μετωπικού παραθύρου. Επέστρεφα σπίτι μετά από την πρώτη στη ζωή μου επίσκεψη σε ορθόδοξο ναό. Είχα συνάντηση με τον πατέρα Μακάριο, ιερομόναχο, από μια μικρή ιεραποστολική εκκλησία στην κεντρική Μοντάνα. Μου μίλησε για την Ορθοδοξία και με προσκάλεσε «να έρθω και να παρακολουθήσω» τη Θεία Λειτουργία την Κυριακή το πρωί. Εκείνη η πρώτη επίσκεψη «έδωσε νόημα» στην καρδιά μου, αισθανόμουν ότι ήμουν στο σπίτι μου. Βρήκα την πηγή, τη ζωή και το τελευταίο μέρος, όπου η ψυχή μου βρήκε το γαλήνεμα. Παράλληλα, ένιωσα θαυμασμό και ειρήνη!
Μεγάλωσα καθολική, αλλά, όταν ήμουν έφηβη, έπαψα να επισκέπτομαι τις ακολουθίες και δεν σκεφτόμουν για την Εκκλησία, μέχρι να γίνω μητέρα, γύρω στα 40 μου χρόνια. Μετά τη γέννηση της κόρης μου, ο Θεός, ο Χριστός και η Εκκλησία ξαφνικά άρχισαν να έχουν πρωταρχική σημασία για ’μένα. Η κόρη μου έπρεπε να γνωρίσει τον Θεό στον Ιησού Χριστό. Όμως, εγώ δεν ήθελα αυτή να γνωρίσει τον τιμωρό Θεό της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας.
Ζούσα στην περιοχή της Νέας Αγγλίας, νότια της Βοστόνης, στην πολιτεία της Μασσαχουσέτης, όπου υπήρξε το σκάνδαλο γύρω από τους ιερείς-παιδόφιλους, το οποίο αποτέλεσε πλήγμα σε πανεθνικό επίπεδο για την Καθολική Εκκλησία. Τότε είχα σκεφτεί, αν υπάρχει μια άλλη χριστοκεντρική θρησκεία, που να ιδρύθηκε από τους Αποστόλους και την οποία θα μπορούσα να μελετήσω. Ξεκίνησα την έρευνά μου από το βιβλίο για τη συγκριτική θεολογία, όπου ένα κεφάλαιο ήταν αφιερωμένο στην ορθόδοξη πίστη. Διαβάζοντας για την Ορθοδοξία, εξεπλάγην, γιατί δεν είχα ακούσει τίποτα πριν γι’ αυτήν τη θρησκεία. Αμφιβάλλοντας ότι κάπου εδώ κοντά στην κεντρική Μοντάνα μπορεί να βρεθεί κάποια ορθόδοξη εκκλησία, άνοιξα τον τηλεφωνικό κατάλογο και στη λίστα με τους ναούς βρήκα μια ελληνική ορθόδοξη εκκλησία, αφιερωμένη στους Αγίους Κωνσταντίνο και Ελένη, που βρίσκεται ακριβώς στην πόλη μου!
Η εμπειρία της πρώτης Θείας Λειτουργίας ήταν μεταμορφωτική
Την Κυριακή το πρωί ξύπνησα ανήσυχη, αναμένοντας την ακολουθία κι ελπίζοντας να βρω εκείνο που έψαχνα και τελικά βρήκα ακόμη παραπάνω απ’ ό,τι περίμενα! Η εμπειρία της πρώτης Θείας Λειτουργίας ήταν μεταμορφωτική. Ποτέ πριν δεν είχα αισθανθεί μια τέτοια ομορφιά και σχέση με την παλιά Εκκλησία των Αποστόλων. Υπήρχε η αίσθηση ότι μεταφέρθηκα 2.000 χρόνια πίσω, στην Εκκλησία των Αποστόλων και των Αγίων Πατέρων. Το φως από τα κεριά, το άρωμα του λιβανιού, οι εικόνες, οι ψαλμωδίες και η γλώσσα είχαν μεγάλη διαφορά με ό,τι είχα κάποτε ζήσει. Ήξερα ότι αυτό ήταν ακριβώς εκείνο που επιδίωκα. Αυτό συνέβη πριν από 24 χρόνια και με το πέρασμα αυτών των χρόνων η αγάπη μου στην πίστη μόνο δυνάμωσε.
Η πιο μεγάλη διαφορά μεταξύ του Καθολικισμού και της Ορθοδοξίας για ’μένα είναι η δυτική έμφαση στην αμαρτία, πράγμα το οποίο μ’ επηρέασε πολύ στο στάδιο της διαμόρφωσής μου και είχα συνέχεια ένα συναίσθημα ενοχής και ντροπής. Η Ορθοδοξία απέβαλε αυτά τα συναισθήματα, αντικαθιστώντας τα με την αγάπη και τη χαρά. Για πρώτη φορά ένιωσα ότι ένα τεράστιο φορτίο έχει φύγει από τους ώμους μου. Πόσο μου άρεσε το ότι οι ορθόδοξες ακολουθίες είναι κατά κάποιον τρόπο η αναπαραγωγή της ζωής του Χριστού, η αναζωογόνηση της ιστορίας από τη Βίβλο, όπου εμείς, οι άνθρωποι, σαν να συμμετέχουμε στη ζωή του Χριστού. Η Ορθοδοξία μού δημιούργησε την επιθυμία να μαθαίνω περισσότερα για τον Σωτήρα, τους Πατέρες της Εκκλησίας, τη χριστιανική θεολογία, γιατί πιστεύουμε σ’ αυτό που πιστεύουμε και γιατί κάνουμε αυτό που κάνουμε. Ο Καθολικισμός μ’ έκανε ν’ αποκοπώ από την Εκκλησία και να δραπετεύσω από αυτήν όσο είναι δυνατόν πιο μακριά, να την ξεχάσω, μέχρι να τη συναντήσω ξανά μετά από τόσα χρόνια.
Δεν μπορώ να πω αν αυτό ήταν η χάρις του Αγίου Πνεύματος ή ο φύλακας-άγγελος που μ’ έφερε στην Ορθοδοξία, αλλά ξέρω ότι ο δρόμος μου ήταν μεταμορφωτικός και γεμάτος, κάτι για το οποίο θα είμαι πάντα ευγνώμων.