Στην Ιερά Μονή της εικόνας της Παναγίας «Καζάνσκαγια» και του Οσίου Τρύφωνα του Περμ
Από τον συγγραφέα: Πολλές ιστορίες, τις οποίες είχα δημοσιεύσει νωρίτερα, είναι καταγεγραγραμμένες από τις συνομιλίες με τις αδελφές της Ιεράς Μονής της εικόνας της Παναγίας «Καζάνσκαγια» και του Οσίου Τρύφωνα του Περμ και του πνευματικού τους πατέρα Σαββατίου. Σήμερα θα ήθελα να μοιραστώ μαζί σας τις χριστουγεννιάτικες ιστορίες, που άκουσα από τις αδελφές αυτής της μονής.
Για το πώς κατά τη διάρκεια της χριστουγεννιάτικης νηστείας έκανα ένα ταξίδι, το οποίο άλλαξε όλη μου τη ζωή
Ιστορίες της μοναχής Ταμάρας (Ποβαρνίτσινα)
Γεννήθηκα το 1961 και όταν ήμουν νέα υπήρξα ενορίτισσα της εκκλησίας της Αγίας Τριάδας στο χωριό Τρόιτσα (ΣτΜ: Που σημαίνει «Τριάδα») της περιοχής Περμ. Το 1988 άκουσα ότι στο χωριό Βερχνετσουσοβσκίε Γκοροντκί, 70 χιλιόμετρα από το Περμ, στην όχθη του ποταμού Τσουσοβάγια, υπάρχει ο ναός των Αγίων Πάντων, όπου υπηρέτησε για σχεδόν ένα τέταρτο του αιώνα -από το 1957 έως το 1981- ο διάσημος προσευχητής στα Ουράλια, ο πρωτοπρεσβύτερος Νικόλαος Ρογκόζιν. Μου είπαν, επίσης, ότι εκεί υπάρχει μια ιερή πηγή.
Για κάποιο λόγο θέλησα να πάω εκεί. Και συνάμα μια γριούλα από την εκκλησία μας, ακούγοντας τη συζήτησή μου, μου είπε:
Κατά τη διάρκεια της χριστουγεννιάτικης νηστείας έκανα ένα ταξίδι, το οποίο άλλαξε όλη μου τη ζωή
– Είναι πολύ φτωχή η ενορία εκεί. Πόσο ωραίο θα ήταν, αν μπορούσες να πας και να τους δώσεις κάποια τρόφιμα.
Όπως και τώρα, ήταν η περίοδος της χριστουγεννιάτικης νηστείας. Έτσι, ξεκίνησα ένα ταξίδι, το οποίο υπήρξε σημαδιακό για μένα και άλλαξε όλη μου τη ζωή.
Πήρα το τρένο μέχρι το Βερχνετσουσοβσκίε Γκοροντκί και μετά με το πλοίο διέπλευσα τον ποταμό. Για πρώτη φορά ανέβηκα στο Άγιον (Μιτέιναγια) όρος, χωρίς να ξέρω ακόμα ότι επρόκειτο να μείνω σ’ αυτό το βουνό και να δεχτώ τη μοναχική κουρά.
Ο πρωτοπρεσβύτερος Νικόλαος με την πρεσβυτέρα Άννα
Συνάντηση με τον πνευματικό πατέρα
Μπήκα στον ναό των Αγίων Πάντων, ο οποίος αποδείχθηκε μικρός, αλλά με θετική ατμόσφαιρα και ανέδυε την αίσθηση ότι πολύς κόσμος είχε προσευχηθεί εκεί. Είδα την εικόνα της Παναγίας «Καζάνσκαγια», η οποία ήταν πολύ σκοτεινή. Μόνο ηλικιωμένες γυναίκες φρόντιζαν τον ναό. Έπρεπε να περάσω τη νύχτα εκεί. Η αυστηρή επίτροπος η Άννα Ντμίτριεβνα μας διάβαζε τις πνευματικές διδαχές για αρκετές ώρες το βραδύ, μουρμουρίζοντας: «Βρε, δεν ήρθατε να κοιμηθείτε εδώ!» και από τις 5 το πρωί η χωράρχης Φιόκλα Ιβάνοβνα είχε ήδη αρχίσει να ψάλλει κάποιες ψαλμωδίες.
Προετοιμαζόμουν να κοινωνήσω την επόμενη μέρα και όταν πήγα να εξομολογηθώ, με εξέπληξε το εξής γεγονός: Ο νεαρός ιερέας με άκουσε πολύ προσεκτικά. Στη δεκαετία του ’80 υπήρχαν λίγες ανοιχτές εκκλησίες και ιερείς στο Περμ και ο κόσμος που ήθελε να κοινωνήσει ήταν πολύς. Επομένως, λάμβανε χώρα κοινή εξομολόγηση κι εγώ, που είχα ήδη πάει σε αρκετά προσκυνηματικά ταξίδια, ήξερα ότι υπάρχει επίσης και η προσωπική εξομολόγηση.
Και να, εδώ, στο Γκοροντκί, στον ναό πάνω στο Άγιον (Μιτέιναγια) όρος, βρήκα τον ιερέα, ο οποίος με άκουγε τόσο προσεκτικά και με τόση αγάπη. Κοινώνησα, έφυγα για το σπίτι και μετά από κάποιο χρονικό διάστημα πήγα πάλι ταξίδι. Πού; Εκεί που με ΑΚΟΥΓΑΝ!
Σύντομα άρχισα να πηγαίνω στο Γκοροντκί συνεχώς κι εκείνος ο νέος ιερέας, ο πατήρ Σέργιος Ρουντακόβ, έγινε πνευματικός μου πατέρας. Ο ίδιος ήταν πνευματικό παιδί του Γέροντα Ιωάννη (Κρεστιάνκιν), ο οποίος και του δίδασκε την ποιμαντική διακονία. Η αγάπη προς τους ανθρώπους, που αισθανόταν ένας τέτοιος μεγάλος γέροντας, όπως ο πατήρ Ιωάννης, μεταδιδόταν με κάποιον μυστηριώδη τρόπο και στα πιστά του πνευματικά παιδιά. Κι εμείς μπορέσαμε να αισθανθούμε αυτήν την αγάπη μέσω του πατρός Σεργίου.
Στο βουνό Μιτέιναγια γνώρισα την Αγκριππίνα Ματβέεβνα, η οποία ερχόταν εδώ από το Περμ. Σιγά-σιγά οι γιαγιάδες, που βοηθούσαν τον πατέρα Σέργιο στην ενορία, άρχισαν να μεταβαίνουν εις τας αιωνίους μονάς. Και τότε εγώ και η Αγκριππίνα Ματβέεβνα προτείναμε στον πατέρα Σέργιο να τον βοηθήσουμε και από εκείνον τον καιρό άρχισα να πηγαίνω πιο συχνά στο βουνό Μιτέιναγια.
Πώς αποφάσισα να πάω στο μοναστήρι
Στο τέλος της δεκαετίας του ’80 στη Ρωσία άρχισαν ν’ ανοίγουν μοναστήρια και τον χειμώνα του 1990, πάλι την περίοδο της χριστουγεννιάτικης νηστείας, θέλησα να μπω σε κάποιο μοναστήρι. Η επιλογή μου ήταν το μοναστήρι στον ποταμό Τολγκά. Σκέφτηκα ότι τον χειμώνα δεν έχουν πολλά διακονήματα και αν πάω την άνοιξη, θα με δεχτούν με χαρά, επειδή θα χρειάζονται βοήθεια κι εργατικά χέρια. Πριν την άνοιξη αποφάσισα να εργαστώ, όπως συνήθως, στην ενορία στο βουνό Μιτέιναγια και πήγα στο Γκοροντκί.
Όταν έκανα δεύτερες σκέψεις, για το γεγονός ότι πήγα να εργαστώ στην ενορία και όχι στο μοναστήρι και, μάλλον, έπρεπε να μείνω σπίτι μέχρι κάποια στιγμή, ξαφνικά είδα ένα κομμάτι από το Ευαγγέλιο, το οποίο με συγκίνησε μέχρι το βάθος της καρδίας μου: «Ουδείς επιβαλών την χείρα αυτού επ’ άροτον και βλέπων εις τα οπίσω εύθετός εστιν εις την βασιλείαν του Θεού» (Λκ. 9, 62).
Έτσι, την επόμενη Νηστεία των Χριστουγέννων, άρχισα να εργάζομαι στην ενορία του πατρός Σεργίου. Κάποια στιγμή του είπα για την επιθυμία μου να γίνω μοναχή. Αναπάντεχα, ο πατήρ Σέργιος χάρηκε και μου είπε ότι η ψάλτρια Βαλεντίνα Νικολάεβνα, επίσης, θέλει να καρεί μοναχή.
Η πρόβλεψη του Γέροντος Νικολάου Ρογκόζιν για το μοναστήρι
Επίσης, έμαθα ότι ο Γέροντας, ο πρωτοπρεσβύτερος Νικόλαος Ρογκόζιν, ο οποίος υπηρετούσε σ’ αυτόν τον ναό, προέλεγε στα πνευματικά τέκνα του ότι πάνω στο βουνό Μιτέιναγια θα εμφανιστεί ένα μοναστήρι.
Θα σας εξιστορήσω πώς είχε η υπόθεση. Προς το τέλος της ζωής αυτού του ιερέα, η καλύβα του είχε μετατραπεί σχεδόν σε ερείπιο. Τα πνευματικά του τέκνα του πρότειναν να ξεκινήσουν την οικοδόμηση ενός καινούργιου σπιτιού, όμως εκείνος απαντούσε πως η ζωή του κυλά προς το τέλος της και κατά τη διάρκεια της ζωής του πάνω στο βουνό Μιτέιναγια τίποτα δεν θα χτιστεί. Αλλά μετά τον θάνατό του, εκεί θα υπάρχει ένα μοναστήρι.
Ο πατήρ Νικόλαος έλεγε στα πνευματικά τέκνα του για το μέλλον κι έδειχνε τι ακριβώς θα χτιστεί εκεί. Είχε περιγράψει κιόλας και την εμφάνιση του διαδόχου του, του πατρός Σεργίου, του μέλλοντος πνευματικού της μονής, ο οποίος, με το πέρασμα του χρόνου, με την ευλογία του Γέροντα Ιωάννη (Κρεστιάνκιν), δέχτηκε τη μοναχική κουρά κι έγινε ο ηγούμενος Σαββάτιος. Εκείνος στη συνέχεια αναθυμόταν την προορατικότητα του πατρός Νικολάου με έκπληξη, λέγοντάς μας: «Ήμουν ακόμα μαθητής του σχολείου κι εκείνος ήδη μ’ έβλεπε με το πνεύμα του».
Και τώρα, όταν οι δύο αδελφές στην ενορία θέλησαν να γίνουν μοναχές, η πρόβλεψη του πατρός Νικολάου άρχισε να πραγματοποιείται. Ο Γέροντας Ιωάννης (Κρεστιάνκιν) έδωσε την ευλογία του στον πατέρα Σέργιο να ξεκινήσει την οικοδόμηση του μοναστηρίου στο Βερχνετσουσοβσκίε Γκοροντκί.
Οι πρώτοι ένοικοι της Ιεράς Μονής της εικόνας της Παναγίας «Καζάνσκαγια» και του Οσίου Τρύφωνα
Γνωριμία με τον μοναστικό βίο
Καθώς κανένας από μας δεν είχε εμπειρία μοναχικού βίου, ο πατήρ Σέργιος μ’ έστειλε στο γυναικείο μοναστήρι της Αγίας Τριάδας Νόβο-Γκολούτβιν στην Κολόμνα, για να δω πώς έχουν τα πράγματα. Εκεί έπρεπε να βιώσω την εμπειρία τους και να εργαστώ σε διάφορα διακονήματα. Ήμουν τότε 29 χρονών.
Πήραμε την ευλογία από την καθηγουμένη της μονής, τη Γερόντισσα Ξένια (Ζάιτσεβα) και μου επέτρεψαν να μείνω στο μοναστήρι για τρεις μήνες. Συμμετέχοντας στις ακολουθίες και εκτελώντας τα κατά δύναμιν διακονήματα, οι μέρες περνούσαν απαρατήρητες. Ευγνωμονώ τη Γερόντισσα και τς αδελφές της μονής, για τον χρόνο, που πέρασα μαζί τους.
Τα βράδια στο κελλί μου, μου έρχονταν οι αναμνήσεις από το Άγιον όρος μας και τον ναό των Αγίων Πάντων. Αλλά, ταυτόχρονα, μου ήρθε και η σκέψη ότι τώρα έχω τη δυνατότητα να μείνω σ’ ένα μοναστήρι ήδη εν λειτουργία. Η ψυχή μου γέμισε από αμφιβολίες και άρχισα να προσεύχομαι.
Το Βερχνετσουσοβσκίε Γκοροντκί, με θέα στο μοναστήρι πέρα από τον ποταμό
«Εμείς οι ίδιοι την έχουμε ανάγκη»
Σαν να ήταν η απάντηση στην προσευχή μου, ήρθε ο πατήρ Σέργιος και με πήρε πίσω στο Βερχνετσουσοβσκίε Γκοροντκί. Η Γερόντισσα ήθελε να μείνω στην Κολόμνα, αλλά ο πατήρ Σέργιος είπε: «Εμείς οι ίδιοι την έχουμε ανάγκη».
Με την ευλογία του Θεοφιλέστατου κ. Αθανασίου, Επισκόπου του Περμ και του Σολικάμσκ (1927-2002), εγώ και η Βαλεντίνα Νικολάεβνα εκάρημεν μοναχές στην πόλη Βερχοτούριε της περιοχής Σβερντλόβσκ. Εκείνη το καλοκαίρι του 1990 και εγώ κατά τη Νηστεία των Χριστουγέννων στο τέλος του 1991. Έτσι, τα επόμενα Χριστούγεννα θα γιορτάσω τα 30 χρόνια της μοναχικής κουράς μου. Κατ’ αυτόν τον τρόπο το μοναστήρι μας απέκτησε τις πρώτες ενοίκους.
Η πρώτη τραπεζαρία του μοναστηριού της εικόνας της Παναγίας «Καζάνσκαγια» και του Οσίου Τρύφωνα
Πώς ήρθε η παρηγοριά από την Παναγία
Κατά τη διάρκεια της αναχώρησής μου, στο βουνό μας χτίστηκε ένας μικρός στάβλος κι εμείς ασχοληθήκαμε με τ’ αγροτικά. Πήραμε δύο κατσικάκια κι ένα αλογάκι, με το παρατσούκλι «Γιάγκοντκα». Το πρώτο μου διακόνημα ήταν η φροντίδα των ζώων.
Σε δύο χρόνια ο ηγούμενος Βαρλαάμ (Περεντέρνιν) (1928-1995) από τους τόπους του Μπέλαγια Γκορά (ΣτΜ: Σημαίνει «Άσπρο Βουνό») μας έφερε μία αγελάδα και δύο αρνάκια. Στα νεανικά του χρόνια, ο πατήρ Βαρλαάμ ήταν φύλακας του ναού μας των Αγίων Πάντων και ήταν πνευματικό τέκνο του πρωτοπρεσβύτερού μας, του αγαπητού μας Γέροντα Νικολάου Ρογκόζιν.
Το κοπάδι μεγάλωσε και, ως νεαρή και πρωτόπειρη, μου έγινε δύσκολο να βόσκω τα ζώα. Μια φορά, όταν έβγαλα το κοπάδι στο χωράφι, έβαλα τα κλάματα, από το βάρος που είχα μέσα στην ψυχή μου. Προχωράω και κλαίω και η ψυχή μου είναι γεμάτη πίκρα. Ξαφνικά βλέπω κάτι να λάμπει μέσα στο γρασίδι. Έσκυψα και βρήκα μια μικρή εικονίτσα της Παναγίας «Καζάνσκαγια». Ξαφνικά, μια απόλυτη ησυχία κατέκλυσε την ψυχή μου και κατάλαβα ότι η ίδια η Υπεραγία Θεοτόκος με παρηγόρησε και με δυνάμωσε.
Από τότε μέχρι σήμερα, εδώ και 30 χρόνια, εκτελώ αυτό το διακόνημα στο βουστάσιο.
Δεν προλάβαινα να διαβάζω τον κανόνα μου στο κελλί και γι’ αυτό το διάβαζα κατά τη βοσκή των ζώων. Είχαμε επίσης κι ένα αρνάκι, το οποίο προσκολλήθηκε σ’ εμένα. Μια φορά, μόλις άρχισα να κάνω γονυκλισίες, το αρνάκι, προφανώς, έπεσε σε σύγχυση, μη καταλαβαίνοντας τι μου συμβαίνει, και με κουτούλησε. Από τότε φοβόμουν να κάνω γονυκλισίες μπροστά του. Μόνο όταν πήγαινε λίγο μακριά από μένα, να βοσκήσει χόρτα, είχα την ευκαιρία να προσευχηθώ.
Πώς η προσευχή μας καθυστέρησε την καταιγίδα
Το θέρισμα αποτελούσε πάντοτε μια από τις φωτεινές σελίδες της ζωής μας. Στην αρχή θερίζαμε με τις κόσσες, γύρω από το μοναστήρι, σκαλίζαμε και στοιβάζαμε το άχυρο. Θέριζε επίσης και ο ίδιος ο πατήρ μας. Αργότερα ήρθαν και νέες αδελφές στο μοναστήρι, αποκτήσαμε κάποια μηχανήματα και το θέρισμα γινόταν με αυτά. Αυτά τα κοινά διακονήματα μας άφησαν αξέχαστες αναμνήσεις!
Αποφασίσαμε να διαβάσουμε την προσευχή για την καθυστέρηση της καταιγίδας. Κι ενώ διαβάζαμε, βροντούσε, αλλά δεν έβρεχε.
Μια φορά, όταν μαζεύαμε το σανό και μας είχε απομείνει να στοιβάξουμε το τελευταίο δεμάτι, ξαφνικά εμφανίστηκε στον ουρανό ένα μαύρο σύννεφο και άρχισαν βροντές. Αποφασίσαμε να διαβάζουμε την προσευχή για την καθυστέρηση της καταιγίδας. Κι ενώ διαβάζαμε, βροντούσε, αλλά δεν έβρεχε. Και μόλις βάλαμε το τελευταίο δεμάτι σανό και τελειώσαμε την προσευχή, άρχισε να βρέχει κι εμείς βραχήκαμε ως το κόκκαλο.
Στην επιστροφή από το θέρισμα ψάλλαμε το «Άξιον Εστίν».
Πώς τα Χριστούγεννα πήγα στο μοναστήρι
Ιστορίες της ρασοφόρου μοναχής Χριστίνας (Σεβελιόβα)
Τα παιδικά μου χρόνια
Γεννήθηκα το 1976 και, όπως οι περισσότεροι Σοβιετικοί μαθητές, μεγάλωνα χωρίς την πίστη στο Θεό και ούτε ήμουν βαπτισμένη. Βαφτίστηκα μόνη μου, όταν είχα ήδη μεγαλώσει, και μετά απ’ αυτό όλα άλλαξαν στη ζωή μου. Θα σας τα πω όλα με τη σειρά τώρα.
Εγώ και ο αδελφός μου μεγαλώσαμε σε μια αγαπημένη οικογένεια. Οι γονείς μάς αγαπούσαν πάρα πολύ, μας εμπιστεύονταν και μας παρείχαν απόλυτη ελευθερία σε όλα. Δεν καταχρώμεθα αυτήν την ελευθερία, ήμασταν καλοί μαθητές και μας φαινόταν ότι όλα στη ζωή μας πάνε σωστά.
Όταν ήμουν μαθήτρια του σχολείου, ήμουν σίγουρη ότι ο Θεός «δεν υπάρχει, βέβαια» και περήφανη φορούσα το κόκκινο πιονέρικο φουλάρι μου. Ήμουν ζωντανό και χαρούμενο παιδί. Στα μαθήματα δεν καθόμουν ήσυχα, όλο κάπου έστρεφα το κεφάλι μου, μιλούσα στους συμμαθητές μου, αλλά, παρ’ όλες αυτές τις αταξίες, ήμουν καλή μαθήτρια κι έπαιρνα καλούς βαθμούς. Μια συμμαθήτριά μου, που δεν ήταν και πολύ καλή στα μαθήματα, μόλις έμαθα ότι φοράει σταυρό, της είπα ότι σταυρούς φοράνε μόνο οι βλάκες. Μέχρι σήμερα ντρέπομαι που το είπα.
Όμως φαίνεται ότι για ’μένα και την οικογένειά μου προσεύχονταν οι προπαππούδες μας. Οι γονείς μου ποτέ δεν ανέφεραν ότι εκείνοι ήταν βαθιά πιστοί άνθρωποι, το έμαθα πολύ αργότερα. Φανερώθηκε ότι ο παππούς του πατέρα μου ήταν επίτροπος στην εκκλησία του χωριού Ενιντόρ, που είναι δίπλα στο χωριό Τσερντίν. Πιστή ήταν και η γιαγιά μου, που πέρασε τον πόλεμο, την πείνα και τον θάνατο του συζύγου της στον πόλεμο.
Οι κοσμικές χαρές δεν έδιναν στην ψυχή μου ικανοποίηση
Στην 11η τάξη, πριν την απολυτήρια τελετή (ήταν το έτος 1993), όταν το κράτος είχε ήδη αναθερμάνει τη σχέση του με την Εκκλησία, η δασκάλα, υπεύθυνη για τη τάξη μας, μας πήγε όλους στον κατεστραμμένο ναό στο χωριό Ουσόλιε, κοντά στην πόλη Μπερεζνικί. Πήγα κι εγώ μαζί με όλη την τάξη μας, αλλά, φτάνοντας, δεν ήθελα ούτε να κατέβω από το λεωφορείο, επειδή τίποτα το εκκλησιαστικό δεν μου προκαλούσε ενδιαφέρον, μου φαινόταν ανύπαρκτο.
Είχα πολλά και διάφορα ενδιαφέροντα. Εκτός σχολείου, πήγαινα στο κολυμβητήριο και παρακολουθούσα μαθήματα χορού και θεάτρου. Αλλά, αν και ήμουν χαρούμενο και... θορυβώδες κοριτσάκι, ένιωθα αποκομμένη απ’ όλη αυτήν τη χαρούμενη ζωή, η οποία κυλούσε έντονα γύρω μου. Λες και Κάποιος Αόρατος με προστάτευε με το χέρι Του από ανούσιες παρέες, τυχαίες γνωριμίες, άχρηστα ενδιαφέροντα και ακόμη και από τους ανθρώπους, τους οποίους συμπαθούσα πολύ.
Κάποια στιγμή των επαφών με τους φίλους μου, βίωσα παράξενα συναισθήματα: Από τη μία πλευρά ήθελα να είμαι μαζί τους και από την άλλη ένιωθα την απομόνωση και την ιδιοτροπία μου. Οι κοσμικές χαρές δεν έδιναν στην ψυχή μου ικανοποίηση, ήθελα κάτι περισσότερο, κάτι διαφορετικό, αλλά δεν καταλάβαινα τι ακριβώς. Αυτή η διχοστασία με μπέρδεψε εντελώς κι έτσι πήγα να σπουδάσω ψυχολόγος, ώστε να βρω και να εξαλείψω τον λόγο που δεν καταλάβαινα τον κόσμο και τον εαυτό μου.
Οι κοσμικές χαρές δεν έδιναν στην ψυχή μου ικανοποίηση, ήθελα κάτι περισσότερο, κάτι διαφορετικό, αλλά δεν καταλάβαινα τι ακριβώς
Σπούδαζα και παράλληλα δούλευα λίγο, ώστε να μην επιβαρύνω τους γονείς μου ιδιαίτερα. Απέκτησα περισσότερους φίλους και γνωστούς, συμπεριλαμβανομένων των φίλων του αδελφού μου, ο οποίος ήταν μουσικός. Εύθυμες παρέες συχνά μαζεύονταν στο διαμέρισμά μας, αλλά εγώ, όπως και πριν, εξακολουθούσα να είμαι απόμακρη. Η διασκέδαση σ’ αυτά τα πάρτι δεν γέμιζε την ψυχή μου, ήταν επιφανειακή, και το πρωί διαλυόταν σαν ομίχλη, χωρίς ν’ αφήνει ίχνος.
Διάφορα ψυχολογικά σεμινάρια πραγματοποιούνταν στο Ινστιτούτο μας, αλλά δεν μπορούσαν να μου δώσουν τις απαντήσεις για το νόημα της ζωής. Ποιο είναι αυτό το νόημα; Όλο και περισσότερο πειθόμουν ότι δεν θέλω εκείνο, το οποίο ονειρεύονται οι άνθρωποι γύρω μου, αλλά, ταυτόχρονα, δεν ήξερα και τι ακριβώς λείπει στην ψυχή μου.
Προς το τέλος των σπουδών μου στο Ινστιτούτο, βρέθηκα σε φάση ισχυρής μελαγχολίας. Με «αιχμαλώτησε» τόσο πολύ, που έπαψα να παρηγορούμαι από την επικοινωνία με τους ανθρώπους και την καλοπέραση με τους φίλους. Ακόμη και τα ψώνια δεν μ’ ευχαριστούσαν, αλλά με οδηγούσαν σε κατάσταση κενότητας. Κι έκλαιγα, για το ότι δεν μπορούσα ν’ απολαμβάνω τ’ αγαθά αυτού του κόσμου, όπως κάνουν οι άλλοι. Εμένα δεν με χαροποιούσαν καθόλου.
Αυτός ο ναός, όπως κι εγώ, βρισκόταν σε αδιέξοδο
Μία καθημερινή βρέθηκα για δουλειά δίπλα σ’ έναν ναό. Ο ναός βρισκόταν στα περίχωρα της πόλης, όπου δεν εξυπηρετούν τα μέσα συγκοινωνίας. Επίσης, δίπλα υπήρχε ένα εργοστάσιο καλίου και γενικά ο τόπος αυτός κατέληγε σε αδιέξοδο. Ο ναός, όπως κι εγώ, ήταν μοναχικός ανάμεσα στα υπόλοιπα κτήρια, που δεν ταίριαζαν καθόλου μαζί του, όπως τα γκαράζ και οι τοίχοι με τα συρματοπλέγματα, γύρω από το εργοστάσιο. Αυτός ο ναός, όπως κι εγώ, βρισκόταν σε αδιέξοδο. Μπήκα στον ναό.
Χωρίς να ξέρω πώς πρέπει να συμπεριφέρομαι εκεί μέσα, ρώτησα τι κάνουν στην περίπτωση, για παράδειγμα, που πέθανε η γιαγιά κάποιου. Μου είπαν να βάλω ένα κερί στο τραπεζάκι του μνημόσυνου και να προσευχηθώ για την ανάπαυση της ψυχής της. Πλησίασα το τραπεζάκι και απρόσμενα με πήραν τα δάκρυα. Δεν κατάλαβα τον λόγο, αλλά αυτά τα δάκρυα, μ’ έναν περίεργο τρόπο, ανακούφισαν την ψυχή μου κι έτσι για πολλή ώρα στεκόμουν, κλαίγοντας, χωρίς να έχω κάποιες σκέψεις. Βγαίνοντας από τον ναό, ένιωσα ότι απαλλάχθηκα από κάποια κρύα δεσμά στην καρδιά μου. Και πάλι όλα αυτά ήταν ακατανόητα για μένα.
Ο ναός στο Μπερεζνικί, ανάμεσα στα εργοστάσια
Πώς αποφάσισα να βαπτιστώ
Η μαμά μου έμεινε έκπληκτη από την επιθυμία μου να βαπτιστώ, αλλά ήμουν ήδη 24 ετών. Εκτός αυτού, η μητέρα μου είχε συνηθίσει να παρέχει στον αδερφό μου κι εμένα ελευθερία κι επομένως δεν εξέφρασε καμία αντίρρηση.
Προέκυψε το πρόβλημα του τι να φορέσω στην εκκλησία. Δεν μου άρεσαν οι φούστες. Στη ντουλάπα μου είχα μόνο τζιν και μερικά μπλουζάκια. Έπρεπε να φορέσω τα ρούχα της μητέρας μου, στα οποία ένιωθα σαν τη γιαγιά του χωριού και φοβόμουν να κοιτάξω τον εαυτό μου στον καθρέφτη. Σκεφτόμουν: Αν κοιτάξω, τότε, μάλλον, θ’ αλλάξω γνώμη και δεν θα πάω στην εκκλησία. Κρυπτόμενη από τα βλέμματα των ανθρώπων, προσήλθα στη βάπτιση.
Περίπου δέκα άτομα είχαν πάει να βαπτιστούν. Ένας νεαρός ιερέας, ο πατήρ Αλέξανδρος Πρόχοροβ, είπε ότι καλό είναι να παρουσιαζόμαστε στην εκκλησία όχι μόνο τρεις φορές στη ζωή μας, δηλαδή στη βάπτιση, στον γάμο και στην κηδεία, αλλά να διαβάζουμε και πνευματικά βιβλία, να μαθαίνουμε για τον Θεό, να εκκλησιαζόμαστε. Με συγκίνησαν τα λόγια του.
Μετά τη βάπτιση, έμεινα για λίγο στην εκκλησία, ήθελα να κοιτάξω πιο προσεχτικά τις εικόνες. Και ξαφνικά ο ιερέας βγήκε με το Άγιο Ποτήριο και πρότεινε στους νεοβάπτιστους να κοινωνήσουν, αν ήρθαν νηστικοί. Ήμουν η μόνη απ’ όλους που πήγα νηστική κι έτσι πλησίασα το Άγιο Ποτήριο.
Στο μοναστήρι της εικόνας της Παναγίας «Καζάνσκαγια» και του Οσίου Τρύφωνα του Περμ
Σαν να βρέθηκα μέσα σ’ ένα χριστουγεννιάτικο παραμύθι
Μετά τη βάπτιση και τη Θεία Κοινωνία, όλα γύρω μου άλλαξαν μ’ έναν θαυμαστό τρόπο. Άρχισαν να πραγματοποιούνται κάποια θαύματα. Είχα την αίσθηση ότι βρέθηκα μέσα σ’ ένα χριστουγεννιάτικο παραμύθι και μέχρι σήμερα τα κρατώ στην καρδιά μου, σαν όλο αυτό να μου συνέβη χτες.
Όμορφος χειμώνας στη μονή της εικόνας της Παναγίας «Καζάνσκαγια» και του Οσίου Τρύφωνα του Περμ
Σαν να ήμουν σ’ ένα διαφορετικό και καλύτερο κόσμο. Συνέβαιναν εντελώς θαυμαστά γεγονότα. Πρώτα, ξαφνικά μου έγινε εντελώς αδιάφορο το τι ρούχα φοράω και γενικά ξέχασα ότι φορούσα τη μισητή φούστα κι ένα παλιό γυναικείο παλτό.
Δεύτερον, όταν μπήκα στο λεωφορείο, κατάλαβα ότι δεν μπορώ να ξεχωρίσω τους άνδρες από τις γυναίκες, όλοι συγχωνεύτηκαν στις ίδιες όμορφες εικόνες, σαν να ήταν ένα πρόσωπο. Μάταια κοίταζα προσεκτικά στα πρόσωπα, επειδή δεν έβλεπα τη διαφορά. Σκέφτηκα ότι από τη φωνή, σίγουρα, θα καταλάβω ποιος μιλάει. Μπροστά μου καθόντουσαν δύο άτομα κι εγώ προσπάθησα ν’ ακούσω τη συνομιλία τους και δεν κατάλαβα ούτε μια λέξη, η ομιλία τους συγχωνεύτηκε σε μια όμορφη μελωδία, και δεν μπορούσα να καταλάβω ποιοι είναι αυτοί οι άνθρωποι. Να σας πω ειλικρινά ότι σκέφτηκα πως φταίει το κόκκινο κρασί της Θείας Κοινωνίας, που με επηρέασε κατ’ αυτόν τον παράξενο τρόπο.
«Μήπως είσαι μοναχή;»
Η εκκλησία με τραβούσε και γι’ αυτό άρχισα να πηγαίνω στις ακολουθίες το πρωί και το βράδυ. Σύντομα πήγα και στην πρώτη εξομολόγησή μου. Με εξομολόγησε εκείνος ο πατήρ Αλέξιος και μετά μου λέει: «Είσαι ήδη 24 χρονών, πρέπει ν’ αποφασίσεις, αν θα παντρευτείς ή αν θα πας στο μοναστήρι». Φίλο δεν είχα και γι’ αυτό θέμα γάμου δεν υπήρχε. Τι είναι το μοναστήρι δεν το ήξερα.
Σκέφτηκα ότι, αφού ο ιερέας είπε έτσι, μάλλον πρέπει να κάνω υπακοή και να γνωρίσω κάποιον πιστό νεαρό, ώστε στη συνέχεια να κάνω και οικογένεια. Τόσο το μοναστήρι όσο και η οικογένεια, ήταν για ’μένα σαν την εκτόξευση στο διάστημα. Στις ακολουθίες ερχόντουσαν κυρίως γιαγιάδες και δεν υπήρχε ούτε ένας πιστός νεαρός στον κύκλο μου.
Μια φορά, στον εσπερινό, κατά την ψαλμωδία του «Την Τιμιωτέραν των Χερουβίμ», ένας ηλικιωμένος διάκονος, με το όνομα Αλέξιος κι εκείνος, περνώντας απέναντί μου με το θυμιατήρι, σταμάτησε και με ρώτησε απ’ ευθείας: «Μήπως είσαι μοναχή;». Του απάντησα: «Όχι». Αλλά δεν έπαψε και συνέχισε: «Δεν είσαι καλόγρια;» Και πάλι του απάντησα αρνητικά. Εκείνος τότε είπε αποφασιστικά: «Μοιάζεις πολύ!» και μετά συμπλήρωσε: «Σίγουρα δεν είσαι μοναχή;».
Μοιάζω με καλόγρια;! Ερχόμουν στον ναό, φορώντας τζιν, εκεί έβαζα φούστα και μετά την ακολουθία φορούσα ξανά το τζιν. Μου φάνηκαν περίεργα αυτά τα λόγια, αλλά μ’ έκαναν να αισθανθώ ζεστασιά μέσα στην ψυχή μου.
Την τελευταία φορά, όταν ο διάκονος είπε: «Σίγουρα δεν είσαι μοναχή;», δάκρυσα: «Πού να είμαι μοναχή. Είμαι λύκος με προβιά αρνιού!» Την επόμενη μέρα στη Λειτουργία ο πατήρ Αλέξιος μου έφερε το πρόσφορο από το Ιερό.
Έτσι εκκλησιαζόμουν σιγά-σιγά, μελετούσα πνευματικά βιβλία, έβλεπα τα παραδείγματα των ενοριτών μου και, ως μικρό παιδί, απορροφούσα αυτήν την οικεία τώρα για ’μένα ατμόσφαιρα.
Οι φόβοι της μητέρας
Θυμάμαι ιδιαίτερα τη συνομιλία με τη μητέρα μου. Η μητέρα μου δεν επέτρεψε να βαπτιστούμε, επειδή θεωρούσε ότι θα μεγαλώσουμε και τότε θ’ αποφασίσουμε τι θα κάνουμε. Γι’ αυτό δεν της έλεγα για τον καθημερινό εκκλησιασμό μου. Φοβόμουν, επίσης, ότι η αντίδρασή της μπορεί να χαλάσει την αίσθηση του θαύματος, που ζούσα εκείνη την περίοδο. Αλλά μετά από έναν μήνα, όταν κατάλαβα πως όλο αυτό για ’μένα είναι πολύ σοβαρό, αποφάσισα να της αποκαλύψω την αλήθεια.
Η μητέρα μου, με ανήσυχη φωνή, μου είπε ότι εδώ και πολύ καιρό είχε παρατηρήσει τις αλλαγές μου και ότι μυρίζω συνέχεια με μοσχολίβανο. Άρχισε να με αποτρέπει από το να πηγαίνω τόσο συχνά στις ακολουθίες. Όμως εγώ βρήκα το πιο πολύτιμο πράγμα στη ζωή μου, τον Χριστό. Γι’ αυτό στα λόγια της μητέρας μου είδα μια προσπάθεια να μου στερήσει το πιο σπουδαίο και αγαπημένο πράγμα στη ζωή μου. Η συζήτηση ήταν δύσκολη και για τους δυο μας. Οι υποψίες της έγιναν πραγματικότητα και η συνείδηση αυτού του γεγονότος ήταν πολύ τρομακτική για εκείνη.
Οι αδελφές και οι ιερείς της Ιεράς Μονής της εικόνας της Παναγίας «Καζάνσκαγια» και του Οσίου Τρύφωνα του Περμ
Τι είναι το μοναστήρι;
Πέρασε ένας μήνας ή δύο μετά τη βάπτιση (ήταν τέλος Σεπτεμβρίου) κι εγώ ρώτησα τις γιαγιάδες στον ναό πού πηγαίνουν οι πιστοί ορθόδοξοι άνθρωποι για διακοπές, επειδή, μάλλον, κάνουν κάτι διαφορετικό από τους κοσμικούς. «Πηγαίνουμε σε μοναστήρια», μου απάντησαν.
Στις επόμενες ερωτήσεις μου οι γιαγιάδες δεν απάντησαν και μ’ έστειλαν να μιλήσω με μια ηλικιωμένη ενορίτισσά μας, η οποία πήγαινε τακτικά στο μοναστήρι στο Βερχνετσουσοβσκίε Γκοροντκί. Κι εγώ, φορώντας τζιν κι ένα παλτό έντονου χρώματος, πήγα σ’ αυτήν τη μικροκαμωμένη και σχεδόν... αόρατη γιαγιάκα με μαντίλι, για να μάθω τι είναι το μοναστήρι! Με κοίταξε προσεχτικά από πάνω μέχρι κάτω και είπε ξαφνικά: «Δεν θα σου επιτρέψουν να μπεις μέσα με αυτά τα ρούχα!»
Αυτή η γιαγιά αργότερα έγινε το «γεφυράκι» μεταξύ εμού και τη μονής. Μπορούσαμε να καθόμαστε με τις ώρες στην φτωχική της κουζίνα, τρώγοντας κρέπες και πίνοντας τσάι, και μου φαινόταν ότι βρίσκομαι σε μια γωνίτσα του Παραδείσου. Στη συνέχεια, η ίδια αυτή γιαγιά έγινε ρασοφόρα μοναχή με το όνομα Αγαθία και τελείωσε τον βίο της σ’ αυτό το μοναστήρι.
«Για τον παππούλη ηγούμενο Σαββάτιο»
Δεν στεναχωρέθηκα και πολύ για το ότι δε θα με δεχόντουσαν στο μοναστήρι, επειδή δεν είχα σκοπό να πάω εκεί. Εκτός τούτου, στις εφημερίδες εμφανίστηκαν διάφορες αγγελίες για μισοκατεστραμμένους ναούς και για την ανάγκη βοήθειας στην αποκατάστασή τους. Άρχισα ήδη να σκέφτομαι σε ποιον απ’ αυτούς τους ναούς να πάω, για να εργαστώ εκεί, όταν ξαφνικά, μετά την ακολουθία με πλησίασε αυτή η γιαγιά, η μέλουσα μοναχή Αγαθία.
Με ρώτησε με πραότητα: «Μήπως αποφασίσατε να πάτε στο μοναστήρι; Γιατί εδώ έχω μαζέψει κάποια δωράκια για τους παπάδες και σκέφτηκα, αφού θα πάτε, να τα πάρετε». Και άρχισε να μου δείχνει μικρά δεματάκια, κάθε ένα από τα οποία περιείχε δυο-τρία μπισκοτάκια και μια χουφτίτσα καραμέλες. Τα δεματάκια είχαν όμορφες επιγραφές: «Για τον παππούλη ηγούμενο Σαββάτιο», «Για τον παππούλη Συμεών», «Για τον παππούλη ιεροδιάκονο Πέτρο», «Για τη Γερόντισσα Ξένια». Κι εγώ κατάλαβα ότι είναι αδύνατο να της αρνηθώ. Θυμάμαι, επίσης, ότι μου είπε πως στο μοναστήρι θα μου αναθέσουν κάποιο διακόνημα.
Η Καθηγουμένη της Ιεράς Μονής της εικόνας της Παναγίας «Καζάνσκαγια» και του Οσίου Τρύφωνα του Περμ, έτος 2000
«Ήρθα να γίνω δόκιμη!»
Πήγα στο μοναστήρι τον Δεκέμβριο, κατά τη Νηστεία των Χριστουγέννων, και όταν συναντήθηκα με την Καθηγουμένη της μονής, τη Γερόντισσα Ξένια, είπα ξαφνικά: «Ήρθα να γίνω δόκιμη!» Η Γερόντισσα έμεινε έκπληκτη με αυτήν μου τη δήλωσή.
Κάποια φορά, περπατούσα σ’ ενα μονοπάτι στο μοναστήρι και ξαφνικά άκουσα τη φωνή του παππούλη πίσω μου: «Αδελφή!». Σκέφτηκα ότι φώναζε κάποια μοναχή, που περπατούσε πίσω μου και γι’ αυτό ντράπηκα να γυρίσω το κεφάλι μου, επειδή φώναζε άλλη. Ο πατήρ Σαββάτιος φώναξε ξανά: «Αδελφή, ποια είσαι;». Και πάλι σκέφτηκα ότι πίσω μου ακολουθεί μια ηλικιωμένη αδελφή, η οποία δεν τον ακούει. Αλλά την τρίτη φορά ο πατήρ άρχισε να παρακαλεί: «Αδερφή, γύρισε, σε παρακαλώ, δεν μπορώ να καταλάβω ποια είσαι». Και τότε αποφάσισα να γυρίσω, ώστε να πω σ’ εκείνην την «κουφή» αδελφή ότι την καλεί ο ιερέας! Στρέφομαι και βλέπω ότι είμαι μόνη στο μονοπάτι. Ο πατήρ Σαββάτιος χαμογέλασε και είπε: «Ω, έκανα λάθος, είσαι η Ιρίνα!»
Έτσι πέρασα μια εβδομάδα στο μοναστήρι. Ήταν ένας άλλος κόσμος, ένα παιδικό παραμύθι, πάντα χαρούμενος κι εξωπραγματικός. Η ζωή μου ακόμα δεν ταίριαζε καθόλου σ’ αυτό το ιερό μέρος. Και όταν ήμουν για να φύγω, είχα την ελπίδα ότι, ίσως σε έξι μήνες, θα ξαναέρθω, ας πούμε στο τέλος της Μεγάλης Τεσσαρακοστής ή το Πάσχα, επειδή δεν το είχα δει ποτέ πριν και ήθελα να ζήσω αυτήν τη γιορτή στο μοναστήρι.
Πριν φύγω, πέρασα από τον πατέρα Σαββάτιο και του είπα για τα σχέδιά μου. Και πάλι μ’ ένα χαμόγελο ο πατήρ μου είπε: «Έλα και νωρίτερα!». Οι σκέψεις μου άρχισαν να τρέχουν: «Μα εγώ έχω δουλειά και άλλες υποχρεώσεις. Όχι, είναι αδύνατο να έρθω νωρίτερα. Ο πατήρ δεν ξέρει τι λέει». Κι έφυγα στο σπίτι.
Ο πνευματικός της μονής, ο πατήρ Σαββάτιος, και η Γερόντισσα Ξένια
Και τότε ξεκίνησε..!
Εκείνον τον καιρό δούλευα σ’ ένα 24ωρο περίπτερο. Ήμουν μόνη μου εκεί, αλλά κανένας δεν μου είχε επιτεθεί ποτέ (μιλάμε για τη δεκαετία του 1990, που παντού τριγυρνούσε η μαφία). Το απέδωσα ακόμη και σε κάποιο είδος προσωπικής τύχης.
Και ξαφνικά όλα άλλαξαν, σε μια στιγμή. Ήταν δύσκολο να το πιστέψω, αλλά σε κάθε βάρδια μου (δούλευα ένα εικοσιτετράωρο και μετά καθόμουν σπίτι για δύο μέρες) άρχισαν να έρχονται κάποιοι τύποι και να μου επιτίθενται με όπλα! Ερχόντουσαν κιόλας και στη διάρκεια της ημέρας και κρατούσαν το πιστόλι μπροστά στο πρόσωπό μου. Κάθε φορά, στις σκέψεις μου, αποχαιρετούσα τη ζωή μου, θεωρώντας πως ακόμα και αν αυτό το πιστόλι είναι αεροβόλο, τα θραύσματα των μπουκαλιών θα μπορούσαν να με πληγώσουν.
Την παραμονή της Πρωτοχρονιάς, στις 31 Δεκεμβρίου, το απόγευμα, μιλούσα με έναν άνθρωπο, ο οποίος κρατούσε το όπλο μπροστά στο πρόσωπό μου. Οι άνθρωποι, που ήταν στην ουρά, μεταξύ των οποίων υπήρχαν και άνδρες, σιωπούσαν και κανείς δεν προσπάθησε να με υπερασπιστεί. Εγώ ήμουν ένα κορίτσι, που δεν τον φοβόταν και του μιλούσα τολμηρά. Κατά κάποιον τρόπο έπιασα το πιστόλι του και άρχισα να το τραβάω στη δική μου πλευρά, μέχρι που αυτός ο τύπος το άρπαξε κι έτρεξε μακριά. Το τελευταίο περιστατικό ήταν εξαιρετικά τρομακτικό. Τώρα καταλαβαίνω ότι ο άνθρωπος εκείνος ήταν δαιμονισμένος. Ποτέ πριν στη ζωή μου δεν είχα δει τέτοια άτομα. Και τότε αισθάνθηκα έναν φόβο, που προερχόταν από τον κόσμο των δαιμόνων.
Πώς πήγα στο μοναστήρι κατά τη Νηστεία των Χριστούγεννων
Αφού υπέφερα απ’ αυτά τα γεγονότα, αποφάσισα να κάνω διάλειμμα και να πάω στο μοναστήρι για τη Νηστεία των Χριστουγέννων, λες κι επρόκειτο να κάνω διακοπές. Δεν είχα πάει για διακοπές εδώ και πολύ καιρό. Στους γονείς μου δεν άρεσε και πολύ αυτή η ιδέα και γι’ αυτό δεν ήθελαν να πάω. Αλλά εγώ τους διηγήθηκα όλες τις περιπέτειές μου στο περίπτερο, για τις οποίες δεν τους μιλούσα πριν, κι έφυγα, ενώ εκείνοι βρίσκονταν σε κατάσταση σοκ από τις ιστορίες που άκουσαν.
Οι πειρασμοί άρχισαν αμέσως: Το τρόλεϊ, που έπρεπε να με πάει στον σιδηροδρομικό σταθμό, χάλασε στον δρόμο, κι εγώ έπρεπε να διασχίσω, τρέχοντας, κουβαλώντας μια βαριά βαλίτσα, όλη την πόλη. Μπήκα στο βαγόνι του τρένου δευτερόλεπτα πριν αναχωρήσει. Μετά το τρένο έπρεπε να πάρω υπεραστικό λεωφορείο, αλλά μπέρδεψα τους αριθμούς και πήρα άλλο λεωφορείο, το οποίο με πήγε στην άλλη πλευρά του ποταμού από το μοναστήρι. Στον δρόμο χάλασε και αυτό. Δύο βλάβες, πρώτα το τρόλεϊ και μετά το λεωφορείο, αυτό ήταν κάτι αξιοσημείωτο.
Οι επιβάτες, συμπεριλαμβανομένης εμού, περπατήσαμε 3 χιλιόμετρα, μέχρι το χωριό. Ως κάτοικοι αυτής της περιοχής, σιγά-σιγά όλοι βρέθηκαν στα σπίτια τους. Ήταν ένα κρύο χειμωνιάτικο απόγευμα, άρχισε να νυχτώνει γρήγορα και τελικά έπεσε αδιαπέραστο σκοτάδι. Άκουγα μόνο τα τραγούδια από μεθυσμένες παρέες και την ωρυγή της χιονοθύελλας. Ένας επιβάτης μού είπε ότι δεν είναι δύσκολο να φτάσω το μοναστήρι, απλά πρέπει να διασχίσω το ποτάμι και μετά θα δω φως, το οποίο και θα είναι το μοναστήρι.
Σύμφωνα με τη διαδρομή, που μου έδειξε εκείνος ο επιβάτης, πήρα μια στροφή. Αντί να βρω τον δρόμο, για να περάσω απέναντι από τον ποταμό, βρέθηκα σ’ ένα εγκαταλελειμμένο εργοστάσιο τούβλων, όπου συνάντησα δυο μεθυσμένους φύλακες. Βγήκα από το εργοστάσιο και πήγα μέχρι την επόμενη στροφή, αλλά εκεί ήταν αδιέξοδο. Βγήκα ξανά στον δρόμο και περπάτησα μέχρι την επόμενη στροφή. Τότε είδα έναν καθαρισμένο δρόμο κι εγώ, ανακουφισμένη, τον ακολούθησα. Όμως τελικά βρέθηκα μπροστά σ΄έναν όγκο χιονιού, που υπερέβαινε το ύψος μου.
Στα δεξιά, στ’ αριστερά και μπροστά μου υπήρχαν μόνο όγκοι χιονιού. Πίσω μου βρισκόταν ένα άγνωστο χωριό κι έξω ήταν σκοτάδι, χιονοθύελλα και πολύ χιόνι. Δίπλα στον ποταμό Τσιουσοβόι το κρύο το αισθανόσουν ώς μείον 30 βαθμούς και δεν ήξερα πού ήταν το μοναστήρι. Πήγα πίσω και σκέφτηκα ότι θα παγώσω μέσα σ’ αυτά τα χιόνια και θα μείνω εδώ για πάντα. Γύρισα στον δρόμο, τον οποίο ακολουθούσα, και άρχισα να προσεύχομαι με δάκρυα το «Θεοτόκε Παρθένε, χαίρε».
Πήγα πίσω και σκέφτηκα ότι θα παγώσω μέσα σ’ αυτά τα χιόνια και θα μείνω εδώ για πάντα
Και τότε είδα κάποιο φως, που με πλησίαζε από μακριά. Βγήκα και μπλόκαρα τον δρόμο με ανοιχτά χέρια. «Αν και είναι μοτοσυκλέτα, ίσως με λυπηθεί και με πάει μέχρι το μοναστήρι», σκέφτηκα. Ήταν ένα παλιό SUV μ’ ένα σπασμένο φανάρι. Το οδηγούσε ένας άνδρας κι ένα 10χρονο αγόρι καθόταν δίπλα του. Μετά ακολουθήθηκε ένας ασυνήθιστος διάλογος:
– Κύριε, έχασα τον δρόμο. Παρακαλώ, μπορείτε να με πάτε στο μοναστήρι. Μήπως ξέρετε τον δρόμο προς τα εκεί;
– Ακριβώς εκεί πάω.
– Αλήθεια; Ξέρετε τον πατέρα Σαββάτιο;
– Βεβαίως! -χαμογέλασε ο μυστακοφόρος κύριος. - Είμαι ο προσωπικός του οδηγός.
Έτσι γνώρισα τον αναντικατάστατό μας Αλεξάντρ Στεπάνοβιτς Ούτοτσκιν, ο οποίος ήταν το δεξί χέρι του πατρός Σαββατίου και τον βοηθούσε ως οικονόμος. Από τότε έγινε για μένα οικείος άνθρωπος. Ο μικρός γιος του, που καθόταν τότε δίπλα του, τώρα έχει δική του οικογένεια και δύο παιδιά.
Βερχνετσουσοβσκίε Γκοροντκί τον χειμώνα
Για το πώς εργάστηκα ως χιονοκαθαριστής
Φτάνοντας στο μοναστήρι, ρίχθηκα ορμητικά στη δουλειά, η ψυχή μου αισθάνθηκε πιο ανάλαφρη και όλη η ενέργειά, που είχα μέσα μου, αναζητούσε διέξοδο.
Θυμάμαι ένα αστείο περιστατικό. Ήταν η περίοδος της Νηστείας των Χριστουγέννων. Εκείνην τη χρονιά το χιόνι ήταν τόσο πολύ, πραγματικά ψηλότερο από έναν άνθρωπο. Οι αδερφές, μόνες τους, με τα χέρια, καθάριζαν τον δρόμο από το βουνό, για να περάσουν τα μέσα συγκοινωνίας, καθώς και όλα τα δρομάκια της μονής. Η περιοχή μπροστά από την τραπεζαρία καλύφθηκε με χιόνι μέχρι το γόνατο, σε κάποια μέρη το χιόνι έφτανε μέχρι τη μέση. Οι εργάτες καθάρισαν ένα στενό δρομάκι, για να έχουν πρόσβαση στην αποθήκη. Αλλά, η Γερόντισσα Ξένια, βλέποντας την ικανότητά μου στην εργασία, μου είπε να καθαρίσω περισσότερο αυτό το δρομάκι, ώστε να μπορεί να περάσει ένα αυτοκίνητο. Τελείωσα τη δουλειά σε μια ώρα!
Πήγα και ανέφερα στη Γερόντισσα για τη δουλειά που έκανα. Ίσως, για να με ταπεινώσει λίγο, μου είπε: «Σε παρακάλεσα να το καθαρίσεις ώστε να μπορούν να διέλθουν δύο αυτοκίνητα». Κι εγώ πέταξα πάλι με χαρά να σκουπίζω το χιόνι. Χωρίς να κουραστώ, καθάρισα όλη την περιοχή. Όταν τελείωσα και κοιτούσα μ’ ευχαρίστηση το αποτέλεσμα των κόπων μου, κάποιοι εργάτες, που περνούσαν, ρώτησαν ο ένας τον άλλον: «Ήρθε το μηχάνημα να καθαρίσει το χιόνι, άραγε; Περίεργο, επειδή δεν είδα κάποιον». Χαμογέλασα, όταν το άκουσα, και σκέφτηκα ότι εργάστηκα ως χιονοκαθαριστής.
Το αγαπημένο μοναστήρι τώρα έγινε η πραγματικότητά μου
Οι δύο εβδομάδες διακοπών πλησίαζαν προς το τέλος τους. Τα διακονήματα, το διάβασμα των χαιρετισμών στη θαυματουργή εικόνα της Παναγίας των Ιβήρων κατά τις νύχτες... Αυτό το παραμυθένιο και αγαπημένο μοναστήρι τώρα έγινε η πραγματικότητά μου και ο κόσμος έπαψε να υπάρχει για ’μένα, εξαφανίστηκε. Μήπως δεν υπήρχε καθόλου και ήταν ένα όνειρο;
Επιστρέφοντας στην πόλη, μάζεψα όλα τα χειμωνιάτικα ρούχα μου και την ίδια μέρα έφυγα πάλι για το μοναστήρι, για τρεις μήνες, μέχρι το Πάσχα. Μετά το Πάσχα προέκυψε μια επείγουσα υπόθεση. Έπρεπε να πάω μαζί με τους γονείς μου, για να διευθετήσουμε την κληρονομιά, μετά από τον θάνατο του παππού μου.
Και ο πνευματικός μου είπε: «Θα είναι η δοκιμασία σου. Σου δίνω έναν μήνα. Εάν επιστρέψεις στο μοναστήρι, θα επιτρέψω να φορέσεις το ζωστικό. Και αν όχι, τότε όχι». Από τα πρώτα λόγια του η καρδιά μου ήταν έτοιμη να βγει έξω από το στήθος μου, τόσο ευτυχισμένη ένιωσα. Και από τα τελευταία του λόγια η καρδιά μου γέμισε από θανάσιμη θλίψη κι ένιωσα τρόμο. Στο μοναστήρι επέστρεψα σε μια εβδομάδα, παραιτούμενη του μέρους που μου αναλογούσε από την κληρονομιά μου.
Στον καθρέφτη υπήρχε ένας άλλος άνθρωπος, ο οποίος με κοίταζε μ’ έναν τρόπο, σαν να ήταν από έναν άλλον κόσμο
Μετά από λίγο καιρό, η ράφτρια της μονής, η μοναχή Ι., με κάλεσε να δοκιμάσω το ζωστικό, το οποίο δεν ήταν τελειωμένο ακόμα κι έπρεπε να τελειώσει τον ποδόγυρο και τον γιακά. Το έβαλε πάνω μου και με πήγε στον καθρέφτη. Ήταν συγκλονιστική στιγμή: Στον καθρέφτη δεν είδα εκείνην που ήξερα για όλη τη ζωή μου, εκεί υπήρχε ένας άλλος άνθρωπος, ο οποίος με κοίταζε μ’ έναν τρόπο, σαν να ήταν από έναν άλλο κόσμο. Είναι σαν να βρεθείς μέσα σ’ ένα παραμύθι και να γίνεις όχι ένας θεατής, αλλά ο ήρωάς του. Δεν θα είμαι πια ποτέ εκείνη, που ζούσε για 24 χρόνια στο Μπερεζνικί. Η ψυχή μου βρήκε τη θέση της. Σαν να είχε περάσει από μια αόρατη πόρτα, η πόρτα έκλεισε και όλα όσα ήταν από πίσω, εξαφανίστηκαν.
Η μοναχή Χριστίνα στο διακόνημά της στην τραπεζαρία
Σε δύο χρόνια δέχτηκα τη μοναχική κουρά
Τον Δεκέμβριο του 2001, στην Επισκοπή του Περμ, έλαβε μέρος ένα σημαντικό γεγονός. Έφεραν την εικόνα της Παναγίας του Ποτσάεβ. Κι εμείς, για πρώτη φορά, με όλο μας το μοναστήρι, με τον πνευματικό και τη Γερόντισσά μας, πήγαμε στο Περμ, για να πραγματοποιήσουμε παράκληση μπροστά στην εικόνα. Έκανε πολύ κρύο, αλλά όλοι εμείς ζεσταθήκαμε από τη χάρη, που προερχόταν από την εικόνα. Μετά την παράκληση, μας έδωσαν φωτογραφίες, που δείχνουν τις «φλογερές γλώσσες», που προέρχονται από την εικόνα. Γυρίσαμε στο σπίτι αργά.
Ο πατήρ μαζί με μερικές μεγάλες αδελφές επέστρεψαν πρώτοι στο μοναστήρι με το αυτοκίνητο. Όταν γύρισαν οι υπόλοιπες, μας περίμενε ένα ασυνήθιστο δείπνο. Ο ίδιος ο πατήρ μας, μαζί με τη μοναχή Ταμάρα, φορώντας ποδιές, μας έστρωσαν τραπέζι, όπως το κάνουν συνήθως οι δόκιμες αδελφές. Εκείνο το δείπνο ήταν το νοστιμότερο και γλυκύτερο σε όλη τη ζωή μου.
Επίσης, εκείνην την ημέρα, πλησιάζοντας την εικόνα, ξαφνικά είπα μέσα μου ότι θα ήθελα να γίνω μοναχή. Σε δύο χρόνια δέχτηκα την κουρά και η ονομαστική μου γιορτή τώρα εορτάζεται την επόμενη της ημέρας μνήμης της εικόνας της Παναγίας του Ποτσάεβ. Έτσι βρίσκομαι στο μοναστήρι εδώ και 20 χρόνια, τα 17 ως μοναχή.
Μια αδελφή της μονής της εικόνας της Παναγίας «Καζάνσκαγια» και του Οσίου Τρύφωνα του Περμ
Μια αδελφή της μονής της εικόνας της Παναγίας «Καζάνσκαγια» και του Οσίου Τρύφωνα του Περμ
Η Ιερά Μονή της εικόνας της Παναγίας «Καζάνσκαγια» και του Οσίου Τρύφωνα του Περμ. Η μοναχή Μαρία
Η Ιερά Μονή της εικόνας της Παναγίας «Καζάνσκαγια» και του Οσίου Τρύφωνα του Περμ