Πρόσωπα της Ιεράς Μονής των Σπηλαίων του Πσκωφ
Κατά τη διάρκεια των πιο σοβαρών σοβιετικών διωγμών του 20ού αιώνα, παρέμεινε το μοναδικό ανδρικό μοναστήρι της ΕΣΣΔ, που δεν έκλεισαν οι Μπολσεβίκοι.
Ιστορικά και κανονικά ερείσματα ενότητας της Ρωσικής Εκκλησίας
Тου Καθηγητή της Θεολογικής Ακαδημίας Μόσχας,Ιερέα Μηχαήλ Ζελτόφ.
Λιτανεία προς τιμήν του Αγίου Ειρηνάρχου του Εγκλείστου 2019
Οι προσκυνητές καλύπτουν περίπου 70 χιλομέτρα τις πρώτες τέσσερις μέρες και διανυκτερεύουν δίπλα σε ανακαινιζόμενες εκκλησίες
Μητροπολίτης Ονούφριος μιλά για την πορεία της κανονικής Ορθοδοξίας στην Ουκρανία
Το Τμήμα Πληροφοριών και Μορφώσεως της Ορθοδόξου Εκκλησίας της Ουκρανίας δημοσίευσε τη συνέντευξη του Μακαριωτάτου Μητροπολίτου Κιέβου και πάσης Ουκρανίας κ.κ. Ονουφρίου στο περιοδικό «Pastyr i pastva» («Ο Ποιμένας και το ποίμνιο»).

Οἱ προϋποθέσεις ἐνεργοποιήσεως καί διατηρήσεως τῆς Θείας Χάριτος ἐντός μας, κατά τόν Ἅγιο Γέροντα Ἐφραίμ Κατουνακιώτη

Δημητρίου Ἰ. Τσε­λεγ­γί­δη

Καθηγητῆ τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς Θεσσαλονίκης

«ΟΣΑ ΕΙΔΑΜΕ ΜΕ ΤΑ ΜΑΤΙΑ ΜΑΣ ΚΑΙ ΑΚΟΥΣΑΜΕ ΜΕ ΤΑ ΑΥΤΙΑ ΜΑΣ»

Ὑ­πό­τι­τλος:

«Οἱ προ­ϋ­πο­θέ­σεις ἐ­νερ­γο­ποι­ή­σε­ως καί δι­α­τη­ρή­σε­ως τῆς Θεί­ας Χά­ρι­τος ἐν­τός μας, κα­τά τόν Ἅγιο Γέ­ρον­τα Ἐ­φραίμ Κα­του­να­κι­ώ­τη»

(6/12/1912-27/2/1998)

Α΄ Μέρος

Ὁ Ἅγιος Ἐ­φραίμ –στό μέ­τρο πού τόν γνώ­ρι­σα- ὑ­πῆρ­ξε γιά μέ­να ἡ πο­λύ εὐ­χά­ρι­στη ἐ­κεί­νη ἔκ­πλη­ξη, τήν ὁ­ποί­α γεύ­ε­ται ὁ κά­θε πι­στός, ὅ­ταν βρί­σκε­ται μπρο­στά στό ὀν­το­λο­γι­κῶς αὐ­το­νό­η­το τῶν πραγ­μα­τι­κά ζων­τα­νῶν με­λῶν τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας. Μέ ἄλ­λα λό­για, ὁ Ἅγιος Ἐ­φραίμ ἦ­ταν αὐ­τό, πού λί­γο-πο­λύ ὅ­λοι μας ὀ­φεί­λου­με νά εἴ­μα­στε, ὡς ὀρ­γα­νι­κά μέ­λη τοῦ θε­αν­θρω­πί­νου σώ­μα­τος τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας.

Εἰ­δι­κό­τε­ρα, θε­ω­ρῶ ὡς ξε­χω­ρι­στή εὐ­λο­γί­α τό γε­γο­νός, ὅ­τι εἶ­δα προ­σω­πι­κῶς καί μά­λι­στα διά πολ­λῶν ση­μεί­ων -ἁ­γι­ο­πνευ­μα­τι­κῶν δη­λα­δή τεκ­μη­ρί­ων- ὅ­τι ὁ ἅγιος Γέ­ρον­τας πραγ­μά­τω­σε στόν ἑ­αυ­τό του τό προ­αι­ώ­νιο σχέ­διο τοῦ Θε­οῦ γιά τόν ἄν­θρω­πο, γιά τό ὁ­ποῖ­ο μι­λᾶ τό στό­μα τοῦ Χρι­στοῦ, ὁ Ἀ­πό­στο­λος Παῦ­λος, ὅ­ταν γρά­φει πρός τούς Ἐ­φε­σί­ους: «Ἐ­ξε­λέ­ξα­το ἡ­μᾶς (ἐνν. ὁ Θε­ός καί Πα­τήρ τοῦ Κυ­ρί­ου ἡ­μῶν Ἰ­η­σοῦ Χρι­στοῦ) ἐν αὐ­τῷ πρό κα­τα­βο­λῆς κό­σμου εἶ­ναι ἡ­μᾶς ἁ­γί­ους καί ἀ­μώ­μους κα­τ’ ἐ­νώ­πιον αὐ­τοῦ, ἐν ἀ­γά­πῃ προ­ο­ρί­σας ἡ­μᾶς εἰς υἱ­ο­θε­σί­αν διά Ἰ­η­σοῦ Χρι­στοῦ κα­τά τήν εὐ­δο­κί­αν τοῦ θε­λή­μα­τος αὐ­τοῦ» (Ἐφ. 1,4-5). Δη­λα­δή, μᾶς ἐ­πέ­λε­ξε πρίν θε­με­λι­ώ­σει τόν κό­σμο, νά γί­νου­με δι­κοί Του διά τοῦ Χρι­στοῦ, ἀ­ψε­γά­δια­στοι στήν τε­λι­κή κρί­ση Του. Μᾶς προ­ό­ρι­σε μέ τήν ἀ­γά­πη Του, νά γί­νου­με παι­διά Του, διά τοῦ Ἰ­η­σοῦ Χρι­στοῦ, σύμ­φω­να μέ τό εὐ­ά­ρε­στο γιά μᾶς θέ­λη­μά Του.

Ἀ­κό­μη πιό συγ­κε­κρι­μέ­να, στόν Ἅγιο Ἐ­φραίμ εἶ­δα φα­νε­ρά καί πεί­στη­κα ἀ­δι­ά­ψευ­στα, ὅ­τι πράγ­μα­τι ἐκ­πλη­ρώ­θη­κε ἡ κλή­ση του ἀ­πό τόν Θε­ό, πού προ­φα­νῶς εἶ­ναι καί ἡ κλή­ση τοῦ κα­θε­νός μας στό πλαί­σιο τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας. Ὁ ἴ­διος «πλη­ρώ­θη­κε», γέ­μι­σε δη­λα­δή ἡ ψυ­χο­σω­μα­τι­κή ὕ­παρ­ξή του, μέ τό πλή­ρω­μα τῆς Θε­ό­τη­τος (Κολ. 2,9). Τοῦ­το δέν εἶ­ναι σχῆ­μα λό­γου κα­θ’ ὑ­περ­βο­λήν, ἀ­φοῦ, ὅ­πως ση­μει­ώ­νει ἐ­π’ αὐ­τοῦ ἑρ­μη­νευ­τι­κῶς ὁ ἱ­ε­ρός Χρυ­σό­στο­μος: «Οὐ­δέν ἔ­λατ­τον ἔ­χε­τε αὐ­τοῦ (ἐνν. τοῦ Χρι­στοῦ), ὥ­σπερ ἐν ἐ­κεί­νῳ ὤ­κη­σεν (ἐνν. ἡ θε­ό­της) οὕ­τω καί ἐν ὑ­μῖν» (ΕΠΕ 22,194). Ἔ­τσι, μπό­ρε­σε νά ζή­σει πραγ­μα­τι­κά «ἀ­ξί­ως τοῦ Θε­οῦ» καί νά γί­νει ἀ­πό τόν πα­ρόν­τα κι­ό­λας κό­σμο μέ­το­χος τῆς ἄ­κτι­στης δό­ξας καί Βα­σι­λεί­ας τοῦ Θε­οῦ.

Στό σῶ­μα του ἦ­ταν χα­ρι­σμα­τι­κῶς πα­ρών ὁ Χρι­στός, ὅ­πως ἄλ­λω­στε καί στήν ἁ­γί­α ψυ­χή του. Καί τοῦ­το, για­τί μέ τούς συν­το­νι­σμέ­νους ἀ­σκη­τι­κούς ἀ­γῶ­νες του πρό­σφε­ρε καί τό σῶ­μα του ὡς κα­θα­ρό να­ό στή λο­γι­κή λα­τρεί­α τοῦ Θε­οῦ, ὅ­πως καί τόν ἐ­ξα­γι­α­σμέ­νο νοῦ του ὡς λο­γι­κό θυ­σι­α­στή­ριο, ἀ­π’ ὅ­που δι­α­βι­βά­ζον­ταν τό­σο στήν ψυ­χή του ὅ­σο καί στό σῶ­μα του οἱ ἄ­κτι­στες χα­ρι­σμα­τι­κές με­το­χές καί ἡ ἄρ­ρη­τη εὐ­ω­δί­α τοῦ Χρι­στοῦ.

Νά ποῦ­με ἐ­δῶ ἕ­να πα­ρά­δειγ­μα. Μιά φο­ρά, σέ ἐ­ρώ­τη­ση συ­νο­μι­λη­τῶν του: Τί εἶ­ναι «εὐ­ω­δί­α Χρι­στοῦ» καί τί ση­μαί­νει ὁ λό­γος τοῦ Ἀ­πο­στό­λου Παύ­λου, ὅ­τι: «Χρι­στοῦ εὐ­ω­δί­α ἐ­σμέν» (Β΄ Κορ. 2,15), ὁ Ἅγιος Ἐ­φραίμ δέν ἀ­πάν­τη­σε. Μό­νο ἔ­σκυ­ψε τό κε­φά­λι στό στῆ­θος του καί σι­ω­ποῦ­σε. Σέ λί­γο, ἀλ­λε­πάλ­λη­λα κύ­μα­τα ἄρ­ρη­της εὐ­ω­δί­ας, πού ἐκ­πέμ­πον­ταν ἀ­πό τό στῆ­θος του, πε­ρι­έ­λου­σαν τούς συ­νο­μι­λη­τές του, οἱ ὁ­ποῖ­οι ἄ­φω­νοι καί ἔκ­πλη­κτοι ἀ­πε­λάμ­βα­ναν τήν πρω­το­φα­νῆ γι’ αὐ­τούς πνευ­μα­τι­κή αὐ­τή ἐμ­πει­ρί­α, συ­νο­δευ­ό­με­νη μέ ἀ­κα­τά­σχε­τα δά­κρυ­α χα­ρᾶς, βα­θύ­τα­της ψυ­χο­σω­μα­τι­κῆς γα­λή­νης καί κυ­ρί­ως πνευ­μα­τι­κῆς γλυ­κύ­τη­τας, πού ἔ­φτα­νε μέ­χρι μυ­ε­λοῦ τῶν ὀ­στῶν. Οἱ συ­νο­μι­λη­τές του, ὅ­ταν κά­πως συ­νῆλ­θαν, ἀ­πε­χώ­ρη­σαν χω­ρίς ἄλ­λη συ­ζή­τη­ση καί χω­ρίς κα­μί­α ἀ­πο­λύ­τως ἀ­πο­ρί­α στό τε­θέν ἐ­ρώ­τη­μά τους. Ἔ­λα­βαν, κα­τά μο­να­δι­κό γι’ αὐ­τούς τρό­πο, τήν ἀ­πάν­τη­ση μέ ἀ­πό­λυ­τη πλη­ρό­τη­τα, ὄ­χι λε­κτι­κά, ἀλ­λά βι­ω­μα­τι­κά καί ἄ­κρως ὑ­παρ­ξια­κά. Στήν πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, ἡ δι­α­βε­βαί­ω­ση γιά τή γνη­σι­ό­τη­τα αὐ­τῆς τῆς ἐμ­πει­ρι­κῆς γνώ­σε­ως δό­θη­κε ἀ­πό τόν ἴ­διο τό Χρι­στό, μέ τά ἀ­δι­ά­ψευ­στα τεκ­μή­ρια, πού ὁ ἴ­διος ὁ Χρι­στός μᾶς ὑ­πο­σχέ­θη­κε, τήν πνευ­μα­τι­κή δη­λα­δή ἀ­νά­παυ­ση τῶν ψυ­χῶν μας καί τήν ἄρ­ρη­τη πα­ρη­γο­ρί­α τοῦ Ἁ­γί­ου Πνεύ­μα­τος. Ὑ­πο­θέ­τω, ὅ­τι ὁ Ἅγιος Ἐ­φραίμ ζή­τη­σε ἀ­πό τό Χρι­στό νά πλη­ρο­φο­ρή­σει τούς συ­νο­μι­λη­τές του, ὅ­πως Αὐ­τός γνω­ρί­ζει.

Ὁ Ἅγιος Ἐ­φραίμ ἦ­ταν ἕ­νας αὐ­θεν­τι­κός ἄν­θρω­πος. Χαι­ρό­σουν αὐ­τό πού λέ­με κα­τά φύ­σιν, ὅ­ταν βρι­σκό­σουν μα­ζί του. Τοῦ ἦ­ταν ἄ­γνω­στη ἡ τυ­πι­κή εὐ­γέ­νεια καί ἡ προ­σποί­η­ση, εἶ­χε φυ­σι­κό­τη­τα καί αὐ­θορ­μη­τι­σμό, εἶ­χε τή χά­ρη τοῦ κα­τά φύ­σιν ἀν­θρώ­που. Ὅ­μως, ἐ­κεῖ­νο πού τόν ἔ­κα­νε νά ξε­χω­ρί­ζει, κα­τ’ ἐ­ξο­χήν, δέν ἦ­ταν τό κα­τά φύ­σιν, ἀλ­λά τό ὑ­πέρ νοῦν καί ὑ­πέρ φύ­σιν.

Ἀ­πό τά χρό­νια τῆς προ­σω­πι­κῆς σχέ­σε­ώς μου μέ τόν Ἅγιο Ἐ­φραίμ, 1975-1998, ἀ­πε­κό­μι­σα τήν ἐκ­πλη­κτι­κή δι­α­πί­στω­ση, ὅ­τι μι­λοῦ­σε μό­νο γιά ὅ,τι γνώ­ρι­ζε πο­λύ κα­λά, μέ­σῳ τῆς προ­σω­πι­κῆς βι­ω­μα­τι­κῆς ἐμ­πει­ρί­ας του καί ἀ­παν­τοῦ­σε σέ σο­βα­ρά πνευ­μα­τι­κά θέ­μα­τα, μό­νον ὅ­ταν εἶ­χε «πλη­ρο­φο­ρί­α» ἐκ Πνεύ­μα­τος Ἁ­γί­ου. Μοῦ ἔ­λε­γε συ­χνά: «ἐκ πεί­ρας ὁ­μι­λῶ­μεν». Καί ἐν­νο­οῦ­σε μ’ αὐ­τό, τή βα­θειά κα­τα­στα­λαγ­μέ­νη πνευ­μα­τι­κή ἐμ­πει­ρί­α. Φυ­σι­κά, σέ ἔ­πει­θε ἀ­πο­λύ­τως ὁ λό­γος του, για­τί ἁ­πλού­στα­τα δι’ αὐ­τοῦ σοῦ μι­λοῦ­σε ὁ ἴ­διος ὁ Θε­ός. Ἡ φω­νή του γι­νό­ταν τό ὄ­χη­μα τῆς ἐ­νερ­γοῦ σ’ αὐτόν ἀ­κτί­στου Χά­ρι­τος καί περ­νοῦ­σε ὡς αὔ­ρα λε­πτή μέ­σα στήν ψυ­χή σου καί δι’ αὐ­τῆς καί στό σῶ­μα σου καί σέ ἀ­νέ­παυ­ε ὑ­παρ­ξια­κά. Δέν ἤ­θε­λες νά ξε­κολ­λή­σεις ἀ­πό κον­τά του. Ἔ­χα­νες τήν αἴ­σθη­ση τοῦ χρό­νου ἤ μᾶλ­λον βί­ω­νες τή δι­ά­στα­ση τῆς αἰ­ω­νι­ό­τη­τας, πού ἔ­παιρ­νε ὁ χρό­νος σου, κα­θώς ἐμ­βο­λί­ζον­ταν καί ἐμ­πλου­τί­ζον­ταν ἀ­πό τήν ἄ­κτι­στη ἐ­νέρ­γεια τοῦ Ἁ­γί­ου Πνεύ­μα­τος, μέ ἀ­πο­τέ­λε­σμα τό πα­ρελ­θόν καί τό μέλ­λον νά βι­ώ­νον­ται συμ­πυ­κνω­μέ­να στό συγ­κε­κρι­μέ­νο πα­ρόν τῆς πα­ρου­σί­ας σου.

Ἐ­πί χρό­νια, ἡ συ­ζή­τη­ση μέ τόν Ἅγιο Ἐ­φραίμ πε­ρι­στρά­φη­κε γύ­ρω ἀ­πό τό χα­ρα­κτῆ­ρα, τίς προ­ϋ­πο­θέ­σεις, τήν ἐ­νερ­γό πα­ρου­σί­α καί τίς συ­νέ­πει­ες τῶν ποι­κί­λων ἐ­νερ­γει­ῶν τῆς θε­ο­ποι­οῦ Χά­ρι­τος τοῦ Θε­οῦ. Ὅ­σα προ­σήγ­γι­σα ἐ­πι­στη­μο­νι­κῶς διά τῶν ἐ­ρευ­νῶν μου στά συγ­γράμ­μα­τα τῶν με­γά­λων Πα­τέ­ρων τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας καί ἰ­δι­αί­τε­ρα στόν Ἅ­γιο Γρη­γό­ριο Πα­λα­μᾶ, τά συ­νάν­τη­σα αὐ­θεν­τι­κά βι­ω­μέ­να στό πρό­σω­πο τοῦ Ἁγίου Ἐ­φραίμ. Ἀλ­λά τό πιό ση­μαν­τι­κό γιά μέ­να ἦ­ταν, ὅ­τι καί ὅ­σα δέν κα­τα­νο­οῦ­σα ἀ­πό τόν ὑ­περ­φυ­ῆ χα­ρα­κτῆ­ρα τῆς θεί­ας Χά­ρι­τος, μοῦ τά ἐ­ξη­γοῦ­σε λε­πτο­με­ρῶς, μέ βά­ση τήν πλού­σια βι­ω­μα­τι­κή ἐμ­πει­ρί­α του. Ὅ­ταν γιά τίς θε­ο­λο­γι­κές ἐμ­πει­ρί­ες μου πῆ­γα τό 1988, ὡς συ­νή­θως ἀ­προ­ει­δο­ποί­η­τα, νά τόν συ­ναν­τή­σω, ἐ­νη­μέ­ρω­σε προ­η­γου­μέ­νως τή συ­νο­δεί­α του γιά τήν ἐ­πι­κεί­με­νη ἐ­πί­σκε­ψή μου καί συ­νέ­στη­σε νά ἔ­χουν ξε­κλεί­δω­τη τήν πόρ­τα. Ἀ­νοί­γον­τας ἐ­γώ τήν ἐ­ξώ­πορ­τα, τόν εἶ­δα ὄρ­θιο ἀ­πέ­ναν­τί μου νά μοῦ χα­μο­γε­λᾶ καί νά μοῦ λέ­ει: Ἤ­μουν ἐ­δῶ καί σέ πε­ρί­με­να. Μέ ἔ­σφι­ξε γιά πο­λύ στήν ἀγ­κα­λιά του, μέ φί­λη­σε στό ἀ­κά­λυ­πτο ἀ­πό τό­τε κρα­νί­ο μου καί μοῦ εἶ­πε συγ­κι­νη­μέ­νος: Θά σοῦ πῶ ἐ­κεῖ­νο πού εἶ­πε σέ μέ­να ὁ γέ­ρον­τάς μου Ἰ­ω­σήφ ὁ Ἡ­συ­χα­στής: «Ἐ­σύ ἔ­ψα­χνες ἐ­μέ­να κι ἐ­γώ ἐ­σέ­να». Πράγ­μα­τι, τοῦ εἶ­πα ἔκ­πλη­κτος, ἐ­γώ ἔ­ψα­χνα ἐ­σέ­να, ἀλ­λά δέν κα­τα­νο­ῶ κα­θό­λου, για­τί ἐ­σύ ἔ­ψα­χνες ἐ­μέ­να. Ἔ­λα μέ­σα στό κε­λί μου, μοῦ εἶ­πε, καί θά σοῦ ἐ­ξη­γή­σω. Σέ ἔ­ψα­χνα, για­τί πε­νήν­τα πέν­τε χρό­νια ἐ­δῶ πά­νω στά βρά­χια τῆς ἐ­ρή­μου ξέ­χα­σα καί τά ἑλ­λη­νι­κά μου. Ἔ­τσι, δέν βρί­σκω τίς κα­τάλ­λη­λες λέ­ξεις γιά νά ἐκ­φρά­σω σω­στά τά ὅ­σα μέ τή Χά­ρη τοῦ Θε­οῦ ζῶ. Ἀ­φό­του ὅ­μως δι­ά­βα­σα τά κεί­με­νά σου, πού ἀ­να­φέ­ρον­ται στή Θεί­α Χά­ρη κα­τά τόν Ἅ­γιο Γρη­γό­ριο Πα­λα­μᾶ, χά­ρη­κα πά­ρα πο­λύ, για­τί τώ­ρα καί ἐ­γώ μπο­ρῶ νά ἐκ­φρά­σω τά βι­ώ­μα­τά μου σχε­τι­κά μέ τή Θεί­α Χά­ρη, μέ κά­θε δυ­να­τή θε­ο­λο­γι­κή ἀ­κρί­βεια. Βρέ παι­δά­κι μου, μοῦ εἶ­πε τρυ­φε­ρά, λές ἀ­κρι­βῶς αὐ­τά πού ζοῦ­με ἐ­δῶ. Ἔ­μει­να ἐμ­βρόν­τη­τος! Μά πά­τερ Ἐ­φραίμ, τοῦ εἶ­πα, ἐ­γώ μέ πο­λύ φό­βο Θε­οῦ καί θερ­μή προ­σευ­χή στόν Ἅ­γιο Γρη­γό­ριο Πα­λα­μᾶ, νά μή πλα­νη­θῶ θε­ο­λο­γι­κῶς καί πνευ­μα­τι­κῶς, πρό­σε­ξα νά μή γρά­ψω τί­πο­τε δι­κό μου. Ὅ,τι ἔ­γρα­ψα εἶ­ναι ἡ θε­ο­λο­γι­κή σκέ­ψη καί ἡ βι­ω­μα­τι­κή ἐμ­πει­ρί­α τοῦ Ἁ­γί­ου Γρη­γο­ρί­ου τοῦ Πα­λα­μᾶ. Μά­λι­στα, θά σᾶς ἐκ­μυ­στη­ρευ­τῶ, ὅ­τι κά­ποι­ες δι­α­τυ­πώ­σεις του, ἐ­νῶ τίς ἀν­τι­λαμ­βά­νο­μαι θε­ο­λο­γι­κῶς, δέν τίς κα­τα­νο­ῶ πλή­ρως, για­τί ὁ Ἅ­γιος ἐκ­φρά­ζε­ται ἀ­πο­φα­τι­κά γιά τίς ὑ­περ­φυ­εῖς ἐμ­πει­ρί­ες του. Τί δέν κα­τα­νο­εῖς, μοῦ λέ­ει, γε­μά­τος μέ πνευ­μα­τι­κή θέρ­μη καί χα­ρά. Νά, δέν κα­τα­λα­βαί­νω ἀ­κρι­βῶς, τοῦ λέ­ω, πῶς ὁ­ρᾶ­ται ὁ Θε­ός «ἀ­ο­ρά­τως» καί πῶς νο­εῖ­ται «ἀ­πε­ρι­νο­ή­τως». Αὐ­τή εἶ­ναι, μοῦ λέ­ει, ἡ μό­νη ὀρ­θή δι­α­τύ­πω­ση πού ἐκ­φρά­ζει, ἀ­νεκ­φρά­στως, αὐ­τό πού ἐ­γώ τό­σο και­ρό δέν μπο­ροῦ­σα νά δι­α­τυ­πώ­σω, ἐ­νῶ ἔ­τσι ἀ­κρι­βῶς τό ζῶ. Κα­τα­λα­βαί­νε­τε τώ­ρα τό­σο τήν ἐ­πι­στη­μο­νι­κοῦ χα­ρα­κτῆ­ρα, ὅ­σο κυ­ρί­ως τήν πνευ­μα­τι­κοῦ χα­ρα­κτῆ­ρα εὐ­χά­ρι­στη ἔκ­πλη­ξή μου. Βρι­σκό­μουν μπρο­στά σέ ἕ­ναν πνευ­μα­τι­κό θη­σαυ­ρό καί ἐ­πε­θύ­μη­σα νά γε­μί­σω ὅ­σο τό δυ­να­τόν τίς «ἀ­πο­σκευ­ές» μου. Ἀ­κο­λού­θη­σε ἡ ὡ­ραι­ό­τε­ρη συ­ζή­τη­ση τῆς ζω­ῆς μου. Δέν θά μέ ἔ­παιρ­νε ὁ χρό­νος, ἀλ­λά δέν θά ἔ­βρι­σκα ἴ­σως καί τόν κα­ταλ­λη­λό­τε­ρο τρό­πο, γιά νά σᾶς πε­ρι­γρά­ψω κά­πως ὅ­σα ἄ­κου­σα καί ἔ­ζη­σα. Εὐ­χα­ρι­στῶ ἐκ βα­θέ­ων τό Χρι­στό γι’ αὐ­τήν τήν ἀ­πε­ρί­γρα­πτη συ­νάν­τη­ση. Ἦ­ταν ὁ ση­μαν­τι­κό­τε­ρος σταθ­μός γιά τή  μέ­χρι σή­με­ρα θε­ο­λο­γι­κή καί πνευ­μα­τι­κή γνώ­ση μου. Ἔ­χω τή βα­θειά καί βε­βαί­α αἴ­σθη­ση, ὅ­τι δι’ αὐ­τοῦ μοῦ ἔ­δω­σε ὁ Θε­ός ὅ­λα ἐ­κεῖ­να πού μοῦ ὑ­πο­σχέ­θη­κε ὁ Ἅγιος Ἐ­φραίμ, ὅ­τι θά μοῦ δο­θοῦν στα­δια­κῶς καί σέ βά­θος χρό­νου. Εὐ­λο­γη­τός ὁ Θε­ός! Εἶ­ναι πράγ­μα­τι, οἰ­κτίρ­μων καί ἐ­λε­ή­μων, μα­κρό­θυ­μος καί πο­λυ­έ­λε­ος καί ἐ­πί τά τα­πει­νά ἐ­φο­ρῶν! Συγ­κα­τα­βαί­νει πλου­σι­ο­πα­ρό­χως, προ­συ­πο­γρά­φει τίς δε­ή­σεις καί κα­θι­στᾶ ἀ­ξι­ό­πι­στα τά λό­για τῶν τα­πει­νῶν φί­λων του, ἕ­νας ἀ­πό τούς ὁ­ποί­ους στήν ἐ­πο­χή μας ἦ­ταν καί ὁ Ἅγιος Ἐ­φραίμ ὁ Κα­του­να­κι­ώ­της.

Ποι­ός ἦ­ταν στήν πραγ­μα­τι­κό­τη­τα ὁ Ἅγιος Ἐ­φραίμ, δέν λέ­γε­ται. Αὐ­τό μό­νο σοῦ ἀ­πο­κα­λύ­πτε­ται ἐν Πνεύ­μα­τι, καί πά­λι κα­τά τό μέ­τρο τῆς δε­κτι­κό­τη­τας καί τῆς πνευ­μα­τι­κῆς χω­ρη­τι­κό­τη­τάς σου. Ὅ­μως, δι­στα­κτι­κά καί χά­ριν ὠ­φε­λεί­ας τῶν πολ­λῶν, θα τό ἐ­πι­χει­ρή­σω.

Ὁ Ἅγιος Ἐ­φραίμ, ἐ­ξ’ αἰ­τί­ας τῆς πνευ­μα­τι­κῆς κα­θα­ρό­τη­τάς του, γρή­γο­ρα κα­τε­νό­η­σε, ὅ­τι ὁ πνευ­μα­τι­κός «ἀ­γρός» μέ τόν «πο­λύ­τι­μο μαρ­γα­ρί­τη» βρι­σκό­ταν χα­ρι­σμα­τι­κῶς ἐν­τός του, γι’ αὐ­τό ἔ­στρε­ψε ὅ­λο τό ἐν­δι­α­φέ­ρον του στό «σκά­ψι­μο» καί στήν καλ­λι­έρ­γεια τοῦ ἀ­γροῦ τῆς καρ­διᾶς του. Μέ τήν ἰ­σό­βια τα­πεί­νω­ση, τήν προ­σε­κτι­κή, νη­πτι­κή πα­ρα­κο­λού­θη­ση τῶν κι­νή­σε­ων τοῦ νοῦ του, τήν πνευ­μα­τι­κή διερεύνηση τῶν λο­γι­σμῶν καί τήν ἐν μετανοίᾳ ἀ­δι­ά­λει­πτη εὐ­χή, κα­θά­ρι­σε ἐξ ὁ­λο­κλή­ρου τά νο­η­τά ἀ­πό­βλη­τα τῆς ἁ­μαρ­τί­ας ἀ­πό τό νοῦ καί τήν καρ­διά του, καί γνώ­ρι­σε ἐμ­πει­ρι­κῶς καί ἐν πά­σῃ αἰ­σθή­σει, ὅ­τι ἡ Θεί­α Χά­ρη εἶ­ναι ὁ πνευ­μα­τι­κός «γε­ννή­το­ρας» τοῦ κα­τά Θε­όν και­νοῦ ἀν­θρώ­που. Ἐ­πέ­με­νε ἰ­δι­αί­τε­ρα στήν πλή­ρη ἐκ­κέ­νω­ση τῆς καρ­διᾶς, γιά τήν ἐ­νερ­γο­ποί­η­ση τῆς Χά­ρι­τος τοῦ Θε­οῦ. Ἐ­κεῖ­νο πού κα­τά­λα­βα στή συγ­κε­κρι­μέ­νη πε­ρί­πτω­ση ἀ­πό τά λε­γό­με­νά του ἦ­ταν, ὅ­τι ὁ βαθ­μός κα­θα­ρό­τη­τας τοῦ νοῦ καί τῆς καρ­διᾶς τοῦ πι­στοῦ γί­νε­ται τό μέ­τρο δε­κτι­κό­τη­τας τῆς Θεί­ας Χά­ρι­τος, ἀλ­λά καί ἡ προ­ϋ­πό­θε­ση τοῦ βαθ­μοῦ τῆς θέ­ας καί τῆς ἐν γέ­νει βι­ώ­σε­ως τῆς θε­ο­ποι­οῦ Χά­ρι­τος. Κα­τά τή δι­κή του χα­ρα­κτη­ρι­στι­κή δι­α­τύ­πω­ση: «Ὅ­σο ἔ­χεις, τό­σο θά πά­ρεις» καί κα­τά συ­νέ­πεια, «κα­τά τήν κα­τά­στα­σή σου θά μι­λή­σεις». Ἔ­λε­γε μά­λι­στα ἐ­π’ αὐ­τοῦ δι­ευ­κρι­νι­στι­κῶς τό ἑ­ξῆς πα­ρά­δειγ­μα: Κα­τά τήν ἀν­θρώ­πι­νη δι­και­ο­σύ­νη, ἕ­νας πα­τέ­ρας πού ἔ­χει τέσ­σε­ρα παι­διά, θά ἀ­φή­σει στό κά­θε παι­δί τό ἕ­να τέ­ταρ­το τῆς πε­ρι­ου­σί­ας του. Αὐ­τό ὅ­μως δέν ἰ­σχύ­ει γιά τά πνευ­μα­τι­κά. Ἐ­δῶ, τό κά­θε παι­δί θά πά­ρει ἀ­νά­λο­γα μέ τήν πνευ­μα­τι­κή δε­κτι­κό­τη­τά του ἀ­πό τόν πνευ­μα­τι­κό θη­σαυ­ρό τοῦ πνευ­μα­τι­κοῦ πα­τέ­ρα του. Ἄν μά­λι­στα συμ­βαί­νει ἡ δε­κτι­κό­τη­τα τοῦ πνευ­μα­τι­κοῦ τέ­κνου νά εἶ­ναι πο­λύ με­γά­λη, τό­τε εἶ­ναι δυ­να­τό νά λά­βει πνευ­μα­τι­κῶς πε­ρισ­σό­τε­ρα ἀ­πό τήν ὅ­λη πνευ­μα­τι­κή πε­ρι­ου­σί­α τοῦ γέ­ρον­τά του, χω­ρίς στήν πε­ρί­πτω­ση αὐ­τή νά στε­ρή­σει σέ κα­νέ­να ἀ­πό τά πνευ­μα­τι­κά ἀ­δέλ­φια του τή δι­κή τους με­το­χή στήν κοι­νή πνευ­μα­τι­κή κλη­ρο­νο­μιά.

Εἰ­δι­κό­τε­ρα, ὡς πρός τή Θεί­α Χά­ρη, μοῦ δι­ευ­κρί­νι­ζε συ­χνά καί μέ νό­η­μα: «Ἄλ­λο πρᾶγ­μα εἶ­ναι νά μι­λᾶς γιά τή Θεί­α Χά­ρη καί ἄλ­λο νά με­τέ­χεις σέ αὐ­τήν ἐ­νερ­γῶς». Καί πραγ­μα­τι­κά, ἄλ­λο πρᾶγ­μα εἶ­ναι νά ἀ­κοῦς ἤ νά δι­α­βά­ζεις, ὅ­τι ἡ Θεί­α Χά­ρη -ὅ­ταν βι­ώ­νε­ται- θε­ᾶ­ται ὡς ἄ­κτι­στο, ζων­τα­νό καί ζω­ο­ποι­ό φῶς, τό ὁ­ποῖ­ο συ­νο­δεύ­ε­ται ἀ­πό ἄρ­ρη­τη ἐ­σω­τε­ρι­κή εἰ­ρή­νη, χα­ρά, γλυ­κύ­τη­τα καί ἀ­κα­τά­παυ­στα δά­κρυ­α, πού ἀ­πο­μα­κρύ­νουν ὄ­χι ἁ­πλῶς τόν πο­νη­ρό, ἀλ­λά καί κά­θε πο­νη­ρί­α, καί ἄλ­λο πράγ­μα εἶ­ναι νά ζεῖς προ­σω­πι­κά τήν κα­τά­στα­ση αὐ­τή. Τη­ρου­μέ­νων τῶν ἀ­να­λο­γι­ῶν, εἶ­ναι πο­λύ δι­α­φο­ρε­τι­κό νά βλέ­πεις ἕ­ναν ὡ­ραῖ­ο ζω­γρα­φι­κό πί­να­κα μέ ἐ­ξαι­ρε­τι­κά ἐ­δέ­σμα­τα ἤ νά ἀ­κοῦς μιά θαυ­μά­σια πε­ρι­γρα­φή ἐ­δε­σμά­των, ἀ­πό τό νά ἔ­χεις ἄ­με­ση πρό­σβα­ση καί ἐμ­πει­ρί­α μέ ὅ­λες τίς αἰ­σθή­σεις σου στά πε­ρι­γρα­φό­με­να ἐ­δέ­σμα­τα, ὅ­ταν δη­λα­δή καί τά βλέ­πεις καί τά ὀ­σφραί­νε­σαι καί τά τρώ­γεις.

Συγ­κε­κρι­μέ­να, ὅ­ταν βι­ώ­νει κά­ποι­ος γνή­σια τή Θεί­α Χά­ρη, δι­δά­σκε­ται ἄ­με­σα ἀ­πό τόν ἴ­διο τό Θε­ό δι’ αὐ­τῆς, ὅ­τι ἡ Θεί­α Χά­ρη πα­ρέ­χε­ται ἐ­λεύ­θε­ρα καί ἀ­πο­κλει­στι­κά κα­τά τήν κρί­ση τοῦ Θε­οῦ. Ὅ­πως ἔ­λε­γε καί ὁ ἴ­διος, ἡ Θεί­α Χά­ρη ἔρ­χε­ται, ὅ­ταν δέν τήν πε­ρι­μέ­νεις, μέ­νει ὅ­σο θέ­λει καί φεύ­γει, ὅ­ταν θέ­λει. Ὁ Θε­ός δέν ἐκ­βι­ά­ζε­ται, οὔ­τε καί ἡ Χά­ρη Του. Ὁ ἐ­νερ­γού­με­νος ἀ­πό τή Θεί­α Χά­ρη πι­στός ἀν­τι­λαμ­βά­νε­ται πνευ­μα­τι­κῶς, ὅ­τι ἡ ἴ­δια ἡ Θεί­α Χά­ρη τόν γυ­μνά­ζει στήν τα­πει­νο­φρο­σύ­νη, τόν ἐ­νι­σχύ­ει νά ἀν­τα­πο­κρι­θεῖ ἐ­πι­τυ­χῶς στούς ἐ­περ­χό­με­νους πει­ρα­σμούς, ἀλ­λά καί ὅ­ταν δο­κι­μά­ζε­ται ἀ­πό τίς θλί­ψεις, τόν συ­νο­δεύ­ει μέ τίς πα­ρη­γο­ρί­ες τοῦ Πα­ρα­κλή­του Πνεύ­μα­τος, ἐ­νῶ «πλη­ρο­φο­ρεῖ» μέ ἀ­πό­λυ­τη πει­στι­κό­τη­τα τό­σο τόν ἴ­διο τόν προ­σευ­χό­με­νο ὅ­σο καί ἐ­κεῖ­νον, γιά τόν ὁ­ποῖ­ο προ­σεύ­χε­ται. Τήν «πλη­ρο­φο­ρί­α» αὐ­τή, ὡς ἄ­με­ση ἐμ­πει­ρί­α, εἶ­χαν πο­λύ συ­χνά οἱ συ­νο­μι­λη­τές του καί συ­ζη­τού­σα­με μέ πο­λύ θαυ­μα­σμό γι’ αὐ­τήν με­τα­ξύ μας.

Εἰ­δι­κό­τε­ρα, ὁ Ἅγιος Ἐ­φραίμ, ὡς ἐμ­πει­ρι­κός δι­δά­κτο­ρας, ση­μεί­ω­νε ἐμ­φα­τι­κά καί μέ συγ­κε­κρι­μέ­να πα­ρα­δείγ­μα­τα ἀ­πό τήν προ­σω­πι­κή του ζω­ή, ὅ­τι ἡ ἐ­νερ­γός Θεί­α Χά­ρη, πού ἔ­χει κά­ποι­ος, με­τα­δί­δε­ται σέ ἐ­κεῖ­νον, πού εἶ­ναι δε­κτι­κός αὐ­τῆς –καί μά­λι­στα στό βαθ­μό πού εἶ­ναι δε­κτι­κός- διά μέ­σου τῆς προ­σευ­χῆς τοῦ κα­τό­χου της. Ὅ­ταν ὁ κά­το­χός της συμ­βαί­νει νά εἶ­ναι καί θε­σμι­κός φο­ρέ­ας στό πλαί­σιο τῆς Θεί­ας Λα­τρεί­ας, ὅ­πως λ.χ. ἕ­νας ἱ­ε­ρέ­ας, τό­τε αὐ­τός πού εὐ­λο­γεῖ καί με­τα­δί­δει τή Θεί­α Χά­ρη στούς πι­στούς διά τοῦ ἱ­ε­ρέ­ως εἶ­ναι τό ἴ­διο τό Πρό­σω­πο τοῦ Ἁ­γί­ου Πνεύ­μα­τος. Ἐ­νερ­γός ἡ Θεί­α Χά­ρη δι­α­τη­ρεῖ­ται στό χα­ρι­σμα­τι­κό φο­ρέ­α της μό­νο κά­τω ἀ­πό σα­φεῖς προ­ϋ­πο­θέ­σεις. Καί αὐ­τές οἱ προ­ϋ­πο­θέ­σεις, κα­τά τόν Ἅγιο Ἐ­φραίμ, εἶ­ναι ἡ τα­πει­νο­φρο­σύ­νη καί ἡ ἐκ καρ­δί­ας εὐ­γνω­μο­σύ­νη πρός τόν δο­τῆρα της. Πολ­λοί εἶ­ναι ἐ­κεῖ­νοι, πού λί­γο ἤ πο­λύ ἐ­νερ­γο­ποι­οῦν κά­πο­τε τήν ἐν­τός τους Χά­ρη τοῦ Ἁ­γί­ου Πνεύ­μα­τος. Ὅ­μως ἡ πρά­ξη ἔ­δει­ξε, κα­τά τόν Ἅγιο Ἐ­φραίμ, ὅ­τι κα­νείς δέν μπό­ρε­σε νά τήν δι­α­τη­ρή­σει ἐ­νερ­γό –καί πο­λύ πε­ρισ­σό­τε­ρο νά αὐ­ξή­σει τήν ἐ­νερ­γο­ποί­η­σή της- χω­ρίς τήν ἀ­σκη­τι­κή μα­θη­τεί­α καί πρά­ξη καί κυ­ρί­ως χω­ρίς πνευ­μα­τι­κή κα­θο­δή­γη­ση ἀ­πό ἔμ­πει­ρο πνευ­μα­τι­κό ὁ­δη­γό.

Β΄ Μέρος

Στό ἐ­ρώ­τη­μά μας, πῶς ἀρ­χί­ζει πρα­κτι­κῶς νά ἐ­νερ­γεῖ σ’ ἐ­μᾶς ἡ Θεί­α Χά­ρη αἰ­σθη­τά, ὁ ἅγιος Ἐφραίμ μᾶς πα­ρέ­πεμ­πε στά λό­για τοῦ Χρι­στοῦ καί στήν ἐμ­πει­ρί­α τῶν ἁ­γί­ων. Τό πνεῦ­μα τῶν λε­γο­μέ­νων του ἑ­στί­α­ζε καί στήν προ­σω­πι­κή του πνευ­μα­τι­κή ἐμ­πει­ρί­α. Ὅ­ταν δη­λα­δή ὁ πι­στός ἀρ­χί­ζει νά κα­θαί­ρε­ται ἀ­πό τήν ἀ­κα­θαρ­σί­α τῶν πα­θῶν, μέ τήν ἐν ἐ­πι­γνώ­σει με­το­χή στά θε­ουρ­γά Μυ­στή­ρια τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, σέ συν­δυα­σμό μέ τή συν­το­νι­σμέ­νη ἀ­σκη­τι­κή καί ἀ­γα­πη­τι­κή τή­ρη­ση τῶν θεί­ων ἐν­το­λῶν, ὁ­πωσ­δή­πο­τε ἐ­νερ­γο­ποι­εῖ­ται ἡ Χά­ρη τοῦ Ἁ­γί­ου Χρί­σμα­τός μας, ἀ­πό τήν πη­γή τοῦ ζῶν­τος καί ἀ­κτί­στου ὕ­δα­τος, ὡς ἐ­πι­βε­βαί­ω­ση τῆς ἀ­ξι­ο­πι­στί­ας τοῦ Δο­τῆ­ρα της, Κυ­ρί­ου μας Ἰ­η­σοῦ Χρι­στοῦ. Αὐ­τός, ὡς ἡ Ὑ­πο­στα­τι­κή Ἀ­λή­θεια, μᾶς δι­α­βε­βαί­ω­σε, ὅ­τι «ἐ­άν ἀ­γα­πᾶ­τε με, τάς ἐν­το­λάς τάς ἐ­μάς τη­ρή­σε­τε, κἀ­γώ ἐ­ρω­τή­σω τόν Πα­τέ­ρα καί ἄλ­λον Πα­ρά­κλη­τον δώ­σει ὑ­μῖν, ἵ­να ᾖ με­θ’ ὑ­μῶν εἰς τόν αἰ­ῶ­να, τό Πνεῦ­μα τῆς Ἀ­λη­θεί­ας, ὅ ὁ κό­σμος οὐ δύ­να­ται λα­βεῖν, ὅ­τι οὐ θε­ω­ρεῖ αὐ­τό οὐ­δέ γι­νώ­σκει‧ ὑ­μεῖς γι­νώ­σκε­τε αὐ­τό, ὅ­τι πα­ρ’ ὑ­μῖν καί ἐν ὑ­μῖν ἔ­σται…ἐ­κεῖ­νος ὑ­μᾶς δι­δά­ξει πάν­τα καί ὑ­πο­μνή­σει ὑ­μᾶς πάν­τα, ἅ εἶ­πον ὑ­μῖν ἐ­γώ» (Ἰ­ω. 14,15-17 καί 26).

Ὅ­ταν ἡ Θεί­α Χά­ρη ἐ­νερ­γο­ποι­η­θεῖ καί χρο­νί­σει αὐ­τή ἡ ἐ­νερ­γο­ποί­η­ση ἐν­τός μας, γί­νει δη­λα­δή ἕ­ξη, ὅ­πως στόν Ἅγιο Ἐ­φραίμ, αἴ­ρον­ται ἐν Ἁ­γί­ῳ Πνεύ­μα­τι οἱ κτι­στοί πε­ρι­ο­ρι­σμοί τοῦ χώ­ρου καί τοῦ χρό­νου καί θε­ῶν­ται εὐ­κρι­νῶς, ὅ­σα ὁ Θε­ός ἀ­πο­κα­λύ­πτει. Ἔ­τσι λ.χ. ὁ Ἅγιος Ἐ­φραίμ «ἔ­βλε­πε» τούς λό­γους τῶν ὄν­των καί «ἄ­κου­γε» μέ τά γυ­μνα­σμέ­να αἰ­σθη­τή­ριά του τήν ἄ­φω­νη δο­ξο­λο­γί­α τῆς ἄ­λο­γης καί τῆς ἀ­νόρ­γα­νης ἀ­κό­μη φύ­σε­ως. Στή λο­γι­κή ἀ­πο­ρί­α μου, πῶς γί­νε­ται ἡ μή λο­γι­κή καί ἀ­νόρ­γα­νη ὕ­λη νά δο­ξο­λο­γεῖ τό Θε­ό, μοῦ ἀ­πήν­τη­σε ὅ­τι τό «βλέ­πει», ἄν καί ὄ­χι πο­λύ εὐ­κρι­νῶς, ὅ­πως ἄλ­λοι, τούς ὁ­ποί­ους γνω­ρί­ζει, ὅ­μως ἀ­δυ­να­τεῖ λε­κτι­κά νά μοῦ τό ἐκ­φρά­σει, ἐ­πει­δή δέν βρί­σκει οὔ­τε λέ­ξεις οὔ­τε κά­ποι­α λο­γι­κή ἀν­τι­στοι­χί­α ἀ­πό τήν ἐμ­πει­ρί­α τῶν κτι­στῶν. Ἀρ­γό­τε­ρα κα­τά­λα­βα, ὅ­τι μι­λοῦ­σε γιά τήν ἀν­τί­στοι­χη πνευ­μα­τι­κή ἐμ­πει­ρί­α τοῦ Ψαλ­μω­δοῦ Δα­βίδ, ὁ ὁ­ποῖ­ος λέ­γει: «Οἱ οὐ­ρα­νοί δι­η­γοῦν­ται δό­ξαν Θε­οῦ, ποί­η­σιν δέ χει­ρῶν αὐ­τοῦ ἀ­ναγ­γέλ­λει τό στε­ρέ­ω­μα…οὐκ εἰ­σί λα­λιαί οὐ­δέ λό­γοι, ὧν οὐ­χί ἀ­κού­ον­ται αἱ φω­ναί αὐ­τῶν‧ εἰς πᾶ­σαν τήν γῆν ἐ­ξῆλ­θεν ὁ φθόγ­γος αὐ­τῶν καί εἰς τά πέ­ρα­τα τῆς οἰ­κου­μέ­νης τά ρή­μα­τα αὐ­τῶν» (Ψαλμ. 18,1 καί 4-5). Ἀλ­λά μι­λοῦ­σε ἀ­κό­μη γιά τήν «ἀ­ό­ρα­τη» θέ­α τῶν ἀ­κτί­στων ἐ­νερ­γει­ῶν τοῦ Θε­οῦ μέ­σα στήν κτι­στή δη­μι­ουρ­γί­α, γιά τήν ὁ­ποί­α μι­λᾶ σα­φῶς καί ὁ θε­ό­πτης Ἀ­πό­στο­λος καί ἐ­πί­λε­κτο σκεῦ­ος τοῦ Θε­οῦ, ὁ οὐ­ρα­νο­βά­μων Παῦ­λος, στήν πρός Ρω­μαί­ους Ἐ­πι­στο­λή του, ὅ­που λέ­ει χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά: «τά γάρ ἀ­ό­ρα­τα αὐ­τοῦ (ἐνν. τοῦ Θε­οῦ) ἀ­πό κτί­σε­ως κό­σμου τοῖς ποι­ή­μα­σι νο­ού­με­να κα­θο­ρᾶ­ται, ἥ τε ἀ­ΐ­διος αὐ­τοῦ δύ­να­μις καί θει­ό­της, εἰς τό εἶ­ναι αὐ­τούς ἀ­να­πο­λο­γή­τους» (Ρωμ. 1,20). Δη­λα­δή, πα­ρό­τι εἶ­ναι ἀ­ό­ρα­τες καί ἡ αἰ­ώ­νια δύ­να­μη τοῦ Θε­οῦ καί ἡ θε­ϊ­κή ἰ­δι­ό­τη­τά του, μπο­ροῦν νά τίς δοῦν οἱ ἄν­θρω­ποι μέ­σα στή δη­μι­ουρ­γί­α, ἀ­πό τό­τε πού ἔ­γι­νε ὁ κό­σμος. Γι’ αὐ­τό καί δέν ἔ­χουν κα­μί­α δι­α­και­ο­λο­γί­α γιά τήν ἀ­πι­στί­α τους. Μέ τόν ἴ­διο πνευ­μα­τι­κό τρό­πο ἔ­βλε­πε «ἀ­ο­ρά­τως» πρό­σω­πα, το­πι­κῶς καί χρο­νι­κῶς πο­λύ ἀ­πο­μα­κρυ­σμέ­να ἀ­πό τή δι­κή του ἱ­στο­ρι­κή πα­ρου­σί­α, δί­κην τρισ­δι­ά­στα­της πνευ­μα­τι­κῆς τη­λε­ο­ρά­σε­ως, μέ τή δι­α­φο­ρά ἔ­ναν­τι τῆς τη­λε­ο­ρά­σε­ως, ὅ­τι καί ὁ ἴ­διος βρι­σκό­ταν ζωντανά παρών ὁ­ρι­σμέ­νες φο­ρές ἐν Πνεύ­μα­τι καί βί­ω­νε τήν ὅ­λη κα­τά­στα­ση πού ἔ­βλε­πε.

Ἀ­κό­μη «ἀ­κτι­νο­γρα­φοῦ­σε» πνευ­μα­τι­κῶς πρό­σω­πα ἤ κα­τα­στά­σεις καί «ἔ­βλε­πε» δι­ο­ρα­τι­κῶς τίς σκέ­ψεις τους ἤ τήν μελ­λον­τι­κή ἔκ­βα­ση συγ­κε­κρι­μέ­νων κα­τα­στά­σε­ων. Ἔ­τσι, τίς πε­ρισ­σό­τε­ρες φο­ρές πού τόν ἐ­πι­σκε­πτό­μουν, χω­ρίς κἄν νά ρω­τή­σω κά­τι, μοῦ ἀ­παν­τοῦ­σε στίς ἐ­ρω­τή­σεις, πού ἤ­θε­λα νά τοῦ θέ­σω μέ ἀ­πό­λυ­τη πλη­ρό­τη­τα, ἀ­κο­λου­θών­τας μά­λι­στα τήν ἴ­δια ἀ­ξι­ο­λο­γι­κή δι­α­βάθ­μι­ση καί τήν προ­τε­ραι­ό­τη­τα, μέ τήν ὁ­ποί­α θά τά ἔ­θε­τα. Καί τό ἐκ­πλη­κτι­κό­τε­ρο γιά μέ­να ἦ­ταν, ὅ­τι χρη­σι­μο­ποι­οῦ­σε τό πο­λύ προ­σω­πι­κό λε­ξι­λό­γιο, μέ τό ὁ­ποῖ­ο σκό­πευ­α νά τίς θέ­σω, ἤ μοῦ πα­ρου­σί­α­ζε σα­φῶς ὅ­λο τόν συ­να­φῆ μέ τίς ἐ­ρω­τή­σεις προ­βλη­μα­τι­σμό μου.

Μέ τά εὐ­αί­σθη­τα πνευ­μα­τι­κά αἰ­σθη­τή­ριά του, ἀν­τι­λαμ­βα­νό­ταν τό συγ­κε­κρι­μέ­νο πνεῦ­μα, πού δι­α­κα­τεῖ­χε ἕ­ναν ἄν­θρω­πο, ἀλ­λά καί τά πνευ­μα­τι­κά μέ­τρα του, εἴ­τε κα­τά τήν ἄ­με­ση πα­ρου­σί­α του εἴ­τε κα­τά τή διά­ρκεια τῆς ἐμ­πύ­ρου προ­σευ­χῆς του. Ἀλ­λά μέ τήν  πνευ­μα­τι­κή, «ἀ­ξο­νι­κή το­μο­γρα­φί­α» του ἀν­τι­λαμ­βα­νό­ταν ἀ­λα­θή­τως ἐν Πνεύ­μα­τι Ἁ­γί­ῳ τό συγ­κε­κρι­μέ­νο πνεῦ­μα, ἀ­πό τό ὁ­ποῖ­ο ἐμ­φο­ρεῖ­το καί ἕ­να σπί­τι πού ἐ­πι­σκε­πτό­ταν, ἀλ­λά καί τό πνεῦ­μα εὐ­ρυ­τέ­ρων ὑ­παρ­ξια­κῶν χώ­ρων, χω­ρίς γε­ω­γρα­φι­κά ὅ­ρια. Μά­λι­στα, μοῦ ἔ­λε­γε, ὅ­τι μέ τήν πνευ­μα­τι­κή ὄ­σφρη­σή του λά­βαι­νε πεῖ­ρα καί τοῦ βαθ­μοῦ εὐ­ω­δί­ας ἤ δυ­σω­δί­ας τοῦ ἀν­τι­στοί­χου πνεύ­μα­τος, τό ὁ­ποῖ­ο προσ­δι­ό­ρι­ζε τήν πνευ­μα­τι­κή ποι­ό­τη­τα συγ­κε­κρι­μέ­νων προ­σώ­πων ἤ καί παγ­κο­σμί­ων κα­τα­στά­σε­ων. Καί ἐ­γώ προ­σω­πι­κῶς ἔ­λα­βα ἐ­πα­νει­λημ­μέ­νως πεῖ­ρα αὐ­τῆς τῆς πνευ­μα­τι­κῆς αἰ­σθή­σε­ως τοῦ Ἁγίου Ἐ­φραίμ.

Ἄν ἡ ἔ­λευ­ση τῆς Θεί­ας Χά­ρι­τος γί­νε­ται διά τῆς τα­πει­νώ­σε­ως τοῦ φρο­νή­μα­τός μας, σύμ­φω­να μέ τή Βι­βλι­κή μαρ­τυ­ρί­α, ὅ­τι ὁ Θε­ός «τα­πει­νοῖς δί­δω­σι χά­ριν», τό­τε ὁ πο­λύ πρα­κτι­κός καί ἄ­με­σα ἀ­πο­τε­λε­σμα­τι­κός τρό­πος γιά τήν ἀ­πό­κτη­ση καί δι­α­τή­ρη­ση αὐ­τῆς τῆς ἀ­ρε­τῆς, κα­τά τόν Ἅγιο Ἐ­φραίμ καί τή σύ­νο­λη Ἡ­συ­χα­στι­κή Πα­ρά­δο­ση τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, εἶ­ναι ἡ ἄ­σκη­ση τῆς ὑ­πα­κο­ῆς στό Χρι­στό, μέ τήν ἀ­πα­ρέγ­κλι­τη τή­ρη­ση τῶν ἐν­το­λῶν Του. Ἐ­δῶ, ὁ ἔμ­πει­ρος πνευ­μα­τι­κός ὁ­δη­γός ἀ­πο­τε­λεῖ τό πνευ­μα­τι­κό «κλει­δί». Ἔ­τσι, ἡ ὑ­πα­κο­ή γί­νε­ται ἡ ὁ­ρα­τή, ἁ­πτή καί πο­λύ συγ­κε­κρι­μέ­νη προ­ϋ­πό­θε­ση ἐ­νερ­γο­ποι­ή­σε­ως καί δι­α­τη­ρή­σε­ως ἐ­νερ­γοῦ τῆς Θεί­ας Χά­ρι­τος ἐν­τός μας.

Ἦ­ταν χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά προ­κλη­τι­κή καί ἐ­ξαι­ρε­τι­κά συ­χνή ἡ δι­α­τύ­πω­σή του: «Πρῶ­τα ἀ­π’ ὅ­λα στήν πνευ­μα­τι­κή ζω­ή, εἶ­ναι ἡ ὑ­πα­κο­ή». Αὐ­τή ἡ το­πο­θέ­τη­σή του ἔ­γι­νε καί ἡ ἰ­δι­αί­τε­ρα ἀν­τι­προ­σω­πευ­τι­κή του. Ἔ­τσι, πού στίς συ­νει­δή­σεις μας, ἡ ἀ­να­φο­ρά τοῦ ὀ­νό­μα­τός του συ­νο­δεύ­ε­ται κα­τε­ξο­χήν μέ τήν ἔν­νοι­α τῆς ὑ­πα­κο­ῆς. Ἦ­ταν τό Α καί τό Ω τῆς πρα­κτι­κῆς δι­δα­σκα­λί­ας του. Ὅ­λα τά πνευ­μα­τι­κά τά συ­νέ­δε­ε ἐ­πι­τυ­χῶς στό λό­γο του μέ τήν ὑ­πα­κο­ή. Ἡ ὑ­πα­κο­ή, ἔ­λε­γε, ἀν­τί­κει­ται στήν ἄρρωστη φι­λαυ­τί­α μας, ἡ ὁ­ποί­α ἐκ­φρά­ζε­ται κυ­ρί­ως στό ἴ­διο θέ­λη­μα τοῦ λο­γι­σμοῦ μας. Κα­ταρ­χήν, συ­νι­στοῦ­σε τήν ἀ­δι­ά­κρι­τη ὑ­πα­κο­ή στόν πνευ­μα­τι­κό ὁ­δη­γό, καί ἀ­π’ αὐ­τήν στή συ­νέ­χεια, ἔ­λε­γε, κα­τα­λή­γου­με στή δι­α­κρι­τι­κή ὑ­πα­κο­ή. Ὑ­πα­κο­ή καί δι­και­ο­λο­γί­α, τά θε­ω­ροῦ­σε ὡς ἀν­τι­φα­τι­κές ἔν­νοι­ες. Ἡ δι­και­ο­λο­γί­α, ἔ­λε­γε εὔ­στο­χα, δέν ἀ­πο­τε­λεῖ ἐν­το­λή τοῦ Θε­οῦ. Δέν ἀ­πο­τε­λεῖ τρό­πο θε­ρα­πεί­ας τῆς ὑ­πε­ρη­φά­νειας τῆς ἀ­νυ­πα­κο­ῆς. Γι’ αὐ­τό καί δέν μπο­ρεῖς νά πα­ρα­μέ­νεις γνή­σια τα­πει­νός μέ τή δι­και­ο­λο­γί­α. Ἄλ­λω­στε, ὅ­πως γνω­ρί­ζου­με, τό ἀ­θέ­μι­το αὐ­τό ζεῦ­γος, τῆς πα­ρα­κο­ῆς καί τῆς δι­και­ο­λο­γί­ας, ἐ­ξέ­φρα­σαν καί αἰ­σθη­το­ποί­η­σαν στήν πρά­ξη τήν κρυ­φή ὑ­πε­ρη­φά­νεια τοῦ προ­γο­νι­κοῦ μας ζεύ­γους καί τό ὁ­δή­γη­σαν στήν ἔ­ξο­δο τοῦ Πα­ρα­δεί­σου. Κα­τά συ­νέ­πεια, ἡ ὑ­πα­κο­ή ἀ­πο­τε­λεῖ τό ἀν­τί­δο­το τῆς πα­ρα­κο­ῆς καί τῆς δι­και­ο­λο­γί­ας καί τόν πρα­κτι­κό τρό­πο δι­α­σφα­λί­σε­ως τῆς πα­ρα­μο­νῆς μας στήν τα­πει­νο­φρο­σύ­νη, ἡ ὁ­ποί­α ὡς μα­γνή­της ἑλ­κύ­ει τή Χά­ρη τοῦ Θε­οῦ καί τήν συν­τη­ρεῖ ἐ­νερ­γο­ποι­η­μέ­νη.

Ἡ ὑ­πα­κο­ή ἔ­χει ὀν­το­λο­γι­κές συ­νέ­πει­ες στήν ἀν­θρώ­πι­νη φύ­ση, οἱ ὁ­ποῖ­ες εἶ­ναι ἀν­τι­στρό­φως ἀ­νά­λο­γες μέ ἐ­κεῖ­νες τῆς πα­ρα­κο­ῆς. Ἔ­τσι, ἐ­νῶ ἡ πα­ρα­κο­ή στό θεῖ­ο θέ­λη­μα ὁ­δή­γη­σε στήν ἀρ­ρώ­στια καί στή δι­α­στρο­φή τήν ἀν­θρώ­πι­νη φύ­ση, ἡ ὑ­πα­κο­ή, ἔ­λε­γε ὁ Ἅγιος Ἐ­φραίμ, ὁ­δή­γη­σε καί ὁ­δη­γεῖ στή θε­ρα­πεί­α, ἀλ­λά καί στή δι­α­τή­ρη­ση τῆς πνευ­μα­τι­κῆς ὑ­γεί­ας τῆς ἀν­θρω­πί­νης φύ­σε­ως. Σέ ὅ­ποι­ο βαθ­μό κι ἄν βρί­σκε­ται ἡ πνευ­μα­τι­κή κα­τά­στα­ση τοῦ ἀν­θρώ­που, αὐ­τή ἀ­κυ­ρώ­νε­ται καί χά­νε­ται, κα­τά τόν Ἅγιο Ἐ­φραίμ, μέ τήν πα­ρα­κο­ή. Μά­λι­στα, αὐ­τή ἡ πνευ­μα­τι­κή ζη­μί­α μᾶς χρε­ώ­νε­ται, ὄ­χι μό­νον ὅ­ταν ἡ πα­ρα­κο­ή γί­νε­ται στό ὁ­ρα­τό ἐ­πί­πε­δο τῆς πρά­ξε­ως, ἀλ­λά καί ὅ­ταν γί­νε­ται στό ἀ­ό­ρα­το ἐ­πί­πε­δο τοῦ λο­γι­σμοῦ. Ἀ­νε­βο­κα­τε­βαί­νου­με δη­λα­δή τήν πνευ­μα­τι­κή κλί­μα­κα, ἀν­τί­στοι­χα μέ τό πνευ­μα­τι­κό ποι­όν τοῦ λο­γι­σμοῦ μας, πού προσ­δι­ο­ρί­ζε­ται ἀ­πό τήν ὑ­πα­κο­ή ἤ ἀ­νυ­πα­κο­ή στόν πνευ­μα­τι­κό ὁ­δη­γό μας καί κα­τ’ ἐ­πέ­κτα­ση στόν ἴ­διο τό Θε­ό. Για­τί τό ζη­τού­με­νο στήν ὑ­πα­κο­ή εἶ­ναι ἡ συμ­μόρ­φω­σή μας πρός τό θεῖ­ο θέ­λη­μα καί ὁ τε­λι­κός ἀ­πο­δέ­κτης τῆς ὑ­πα­κο­ῆς μας εἶ­ναι ὁ ἴ­διος ὁ Τρι­α­δι­κός Θε­ός.

Ἡ ὑ­πα­κο­ή εἶ­ναι σέ μᾶς θε­ο­πα­ρά­δο­τη, ὄ­χι μό­νο στό πλαί­σιο τῆς Πα­λαι­ᾶς Δι­α­θή­κης, ἀλ­λά καί στό πλαί­σιο τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας. Μᾶς τήν πα­ρέ­δω­σε ἐμ­πρά­κτως ὁ Χρι­στός. Ἄλ­λω­στε, αὐ­τή ἡ ὑ­πα­κο­ή ἔ­κα­νε καί τό Θε­ό ἄν­θρω­πο, ὅ­πως ἔ­λε­γε χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά, γιά νά κά­νει τόν ἄν­θρω­πο κα­τά Χά­ρη Θε­ό. Μά­λι­στα, τήν ἀ­φε­τη­ρί­α τῆς ὑ­πα­κο­ῆς τήν ἀ­νή­γα­γε καί στόν ἴ­διο τόν Τρι­α­δι­κό Θε­ό καί εἰ­δι­κό­τε­ρα στήν ἁ­γι­ο­τρι­α­δι­κή ζω­ή. Ὁ Χρι­στός, ἔ­λε­γε ὁ Ἅγιος Ἐ­φραίμ, συ­νε­χῶς ἀ­να­φέ­ρον­ταν στό γε­γο­νός, ὅ­τι δέν ἦρ­θε ἀ­πό μό­νος του στόν κό­σμο, ἀλ­λά ὅ­τι στάλ­θη­κε ἀ­πό τό Θε­ό Πα­τέ­ρα. Ἔ­λε­γε ὅ­σα τοῦ εἶ­πε ὁ Πα­τέ­ρας Του, καί ἔ­κα­νε ὑ­πα­κο­ή στό θέ­λη­μά Του, μέ­χρι ἐ­πο­νει­δί­στου σταυ­ρι­κοῦ θα­νά­του. Ἀλ­λά καί τό Ἅ­γιο Πνεῦ­μα, πού ὁ Χρι­στός μᾶς ὑ­πο­σχέ­θη­κε, δέ θά ἐρ­χό­ταν πα­ρά μό­νον ὡς ἀ­πο­στελ­λό­με­νο ἀ­πό τόν Ἴ­διον καί δέν θά μι­λοῦ­σε αὐ­τε­παγ­γέλ­τως, ἀλ­λά μό­νον γιά ὅ­σα θά ἄ­κου­γε. Ἔ­τσι καί ἡ δι­κή μας ὑ­πα­κο­ή στό θέ­λη­μα τοῦ Θε­οῦ γί­νε­ται κα­τά μί­μη­ση τοῦ Χρι­στοῦ. Αὐ­τός εἶ­ναι ὁ βα­θύ­τε­ρος θε­ο­λο­γι­κός καί πνευ­μα­τι­κός λό­γος, πού ἡ ὑ­πα­κο­ή δέν ὁ­δη­γεῖ πο­τέ στό κα­κό.

Ὁ Ἅγιος Ἐ­φραίμ το­πο­θε­τεῖ τό γέ­ρον­τα στή θέ­ση τοῦ Θε­οῦ, κα­τά τήν δι­α­δι­κα­σί­α τῆς πνευ­μα­τι­κῆς κα­θο­δη­γή­σε­ως τοῦ ὑ­πο­τα­κτι­κοῦ. Γι’ αὐ­τό καί ὀ­νο­μά­ζει τό γέ­ρον­τα, «στό­μα τοῦ Θε­οῦ». Ἐ­κεῖ­νος πού πρῶ­τος γνω­ρί­ζει πο­λύ κα­λά τήν πνευ­μα­τι­κή δύ­να­μη τοῦ γέ­ρον­τα εἶ­ναι ὁ δι­ά­βο­λος. Καί τό γνω­ρί­ζει αὐ­τό πρα­κτι­κῶς, ἀ­φοῦ βλέ­πει, ὅ­τι διά τοῦ γέ­ρον­τος ἐ­ξου­δε­τε­ρώ­νε­ται κυ­ρι­ο­λε­κτι­κά ἡ δύ­να­μή του. Μά­λι­στα, ἡ πρό­ο­δος στή με­το­χή τῆς Θεί­ας Χά­ρι­τος, κα­τά τήν πνευ­μα­τι­κή ἐμ­πει­ρί­α τοῦ Ἁγίου Ἐ­φραίμ, εἶ­ναι ἀ­νά­λο­γη μέ τήν πρό­ο­δο, πού ση­μει­ώ­νει ὁ ὑ­πο­τα­κτι­κός στήν εὐ­λά­βεια πρός τόν γέ­ρον­τά του. Γι’ αὐ­τό καί πρό­τει­νε τολ­μη­ρά: «ἡ ἀ­γά­πη πρός τόν γέ­ρον­τα νά εἶ­ναι ἀν­τί­στοι­χη τῆς ἀ­γά­πης μας πρός τό Θε­ό». Ὁ ἴ­διος, ἄλ­λω­στε, ἔ­βλε­πε τά πνευ­μα­τι­κά χα­ρί­σμα­τα νά τοῦ πα­ρέ­χον­ται ἀ­πό τό Θε­ό, ἀ­νά­λο­γα πρός τήν εὐ­λά­βεια, πού καλ­λι­ερ­γοῦ­σε πρός τό γέ­ρον­τά του. Ἔ­τσι, μέ τήν ὑ­πα­κο­ή του –σέ συν­δυα­σμό μέ τήν ὑ­πο­μο­νή καί τήν προ­σευ­χή- λάμ­βα­νε πνευ­μα­τι­κή κα­τά­νυ­ξη καί δά­κρυ­α, ἐ­σω­τε­ρι­κή εἰ­ρή­νη καί πνευ­μα­τι­κή κά­λυ­ψη ἀ­πό ἀ­λε­ξί­κα­κη πνευ­μα­τι­κή ὀμ­βρέ­λα. Ὑ­πο­στή­ρι­ζε, ὅ­τι ὁ Πα­ρά­δει­σος δι­α­σφα­λί­ζε­ται σέ μᾶς μέ τήν ὑ­πα­κο­ή, για­τί ἡ ὑ­πα­κο­ή, ὡς ἄ­σκη­ση βί­ας στόν ἑ­αυ­τό μας, δι­ευ­κο­λύ­νει τήν «ἁρ­πα­γή τῆς Βα­σι­λεί­ας τοῦ Θε­οῦ». Τέ­λος, θε­ω­ροῦ­σε τήν ὑ­πα­κο­ή ἀ­ξι­ο­λο­γι­κά ὄ­χι μό­νον ἀ­νώ­τε­ρη ἀ­πό τήν προ­σευ­χή, ἀλ­λά καί ὡς προ­ϋ­πό­θε­σή της, πρᾶγ­μα πού βε­βαί­ω­νε μέ πολ­λά πα­ρα­δείγ­μα­τα ἀ­πό τήν προ­σω­πι­κή πνευ­μα­τι­κή ἐμ­πει­ρί­α του. Ἀ­κό­μη καί με­τά τήν ἐκ­δη­μί­α τοῦ γέ­ρον­τά του Ἰ­ω­σήφ, ἦ­ταν τό­σο ζων­τα­νή καί στε­νή ἡ σχέ­ση μα­ζί του, πού τόν ἐ­πι­σκέ­πτον­ταν, ὅ­πως μοῦ εἶ­πε, κά­θε ἑ­βδο­μά­δα ἤ δε­κα­πεν­θή­με­ρο καί συ­ζη­τοῦ­σαν γιά πνευ­μα­τι­κά θέ­μα­τα, στά ὁ­ποῖ­α καί ταυ­τί­ζον­ται. Εὔ­λο­γα, γι’ αὐ­τό τόν ὀ­νό­μα­σαν «τα­φό­πε­τρα» τοῦ γέ­ρον­τά του.

ΑΚΤΙΝΕΣ

3/1/2021

Σχόλια
Μπορείτε να αφήσετε το σχόλιό σας παρακάτω (μέχρι 700 σύμβολα). Όλα τα σχόλια θα διαβαστούν από τους συντάκτες του Ορθοδοξία. Συνδεθείτε μέσω (κοινωνικών δικτύων) ή πληκτρολογήστε τα στοιχεία σας.
Enter through FaceBook
Το όνομα σας:
Το e-mail σας:
Πληκτρολογήστε τον αριθμό στην εικόνα:

Characters remaining: 4000

×