«Τους νεκρούς δεν τους νοιάζει», «οι νεκροί δεν αισθάνονται τίποτα» - έτσι λένε συχνά. Όμως, οι νεκροί έχουν αυτούς που ζουν και νιώθουν για αυτούς.
Φωτογραφία: C Technical/Pexels
Εγώ βρέθηκα σε αυτή τη θέση, τη θέση αυτής που έμεινε πίσω, εν ζωή. Έχουν περάσει πάνω από έξι μήνες από το θάνατο του συζύγου μου, κι ακόμα σκέφτομαι τον αστυνομικό που είχε έρθει για να συντάξει τη σχετική έκθεση, τους τραυματιοφορείς, τον ιατροδικαστή που είχε κάνει τη νεκροψία. Και τους ευχαριστώ πολύ όλους. Επειδή είναι θεραπευτικό για τους ζώντες να δείχνουν σεβασμό στο νεκρό τους. Οποιαδήποτε χοντροκοπιά σκοτώνει.
Μια φορά, σε μια ομάδα υποστήριξης για χήρες είδα μια νέα γυναίκα να κλαίει, την ώρα που διηγούταν ότι, τις πρώτες, τις πιο δύσκολες μέρες της χηρείας της, είχε να αντιμετωπίσει συμπεριφορές χοντροκοπιάς, ακόμα και σκληρότητας. Ο άντρας της είχε πεθάνει από μια βαριά ασθένεια και όταν πήρε αντίγραφο της έκθεσης από τη νεκροψία – νεκροτομή, περίμενε να διαβάσει για εκείνη τη βαριά διάγνωση.
Βέβαια, στην πραγματικότητα, της ήταν σημαντικό να μάθει πώς ακριβώς πέθανε ο άντρας της, αν βασανίζονταν πολύ καιρό πριν τον θάνατο, αν πονούσε; Ένιωθε την ανάγκη να συνειδητοποιήσει ότι δεν μπορούσε να είχε κάνει κάτι άλλο, ότι οι γιατροί, και, το σημαντικότερο, η ίδια, δεν έφταιγαν.
Όμως, αντί για όλα αυτά, στην έκθεση, για κάποιο λόγο, ήταν γραμμένη μια τελείως διαφορετική διάγνωση, λες και επρόκειτο για τελείως άλλον άνθρωπο.
Στην απολύτως φυσιολογική απορία της χήρας, ο ιατροδικαστής άρχισε να εξοργίζεται και να βρίζει. «Εγώ είμαι το αφεντικό εδώ, ό, τι γράφω, αυτό θα είναι» - δήλωσε, χωρίς να εξηγήσει απολύτως τίποτα.
Μετά από αυτό, η γυναίκα σκεφτόταν για πολύ καιρό, αν χρειάζεται να αμφισβητήσει τη γνωμάτευση της έκθεσης και αν χρειάζεται να κάνει τη σχετική καταγγελία. Αλλά, κατάλαβε ότι δε θα είχε αρκετές δυνάμεις για κάτι τέτοιο.
Όμως, δύο χρόνια μετά το θάνατο του άντρα της, δεν το είχε ξεχάσει. Και ο πόνος της εξακολουθούσε να είναι εξίσου μεγάλος.
Φωτογραφία: hoa Vо_Pexels
Ξέρω ότι οι ιατροδικαστές δεν είναι υποχρεωμένοι να παρηγορούν τους συγγενείς. Και δεν πρέπει να γράφουν στις εκθέσεις τους πράγματα όπως: ότι λυπούνται που αυτός ο άνθρωπος έχει πεθάνει ή ότι φαίνεται ότι ήταν δυνατός ή νέος ή ότι λυπούνται για οτιδήποτε άλλο ή ότι δεν υπάρχει πια. Όμως, είμαι σίγουρη ότι αν υπάρχει καλοσύνη, αυτή φαίνεται.
Στην περίπτωσή μου, ο ιατροδικαστής που είχε εξετάσει το σώμα του συζύγου μου, με πολλή προσοχή είχε αναφέρει πόσο καλά αναπτυγμένους μύες είχε, έγραφε για το «φυσιολογικό εγκέφαλο και τις λαμπρές συνελίξεις». Έκλαιγα όταν τα διάβαζα. Πιθανόν, δεν διάβαζα στα γραφόμενά του αυτά που ο ίδιος εννοούσε. Αλλά, διάβαζα «φυσιολογικός», «λαμπρές» και αυτό με παρηγορούσε.
Είμαστε φτιαγμένοι έτσι ώστε στη θλίψη να χρειαζόμαστε συναίσθηση. Όχι με λόγια (αν και αυτό είναι σημαντικό), αλλά με συν-αίσθηση. Το να βλέπουμε ότι οι άλλοι μας συμπονούν, ότι νοιάζονται για τα συναισθήματά μας. Για μένα είναι ένα πραγματικό θαύμα, που αυτή ακριβώς η συμπόνια, στη δική μου περίπτωση, υπήρξε και υπάρχει απλόχερα. Την ένιωθα από την τελευταία ανάσα του άνδρα μου. Τη νιώθω και σήμερα. Είναι η αγάπη που υφαίνεται με πολλά: λέξεις, νεύματα, πράξεις, αποφάσεις και γεγονότα. Και αυτό μου επιτρέπει να αρχίσω να ζω ξανά.
Η γιατρός της ομάδας των εντατικολόγων, που είχε έρθει στον άντρα μου, βεβαίως, καταλάβαινε, ότι ήταν αργά πλέον, ότι δεν μπορούσε να κάνει τίποτα για τον ασθενή, για τον οποίο την είχαν καλέσει. Όμως, εγώ ήμουν ακόμα ζωντανή και έτσι φρόντισε εμένα.
Η συγκεκριμένη γιατρός έδωσε εντολή να συνδέσουν τη συσκευή ηλεκτροκαρδιογραφήματος και μου έδειξε – κοιτάξτε, ίσια γραμμή. Μου έδειχνε πώς αλλάζουν οι κόρες των ματιών του Μιχαήλ, πώς αλλάζει το χρώμα του δέρματος. Όμως, όταν της το ζήτησα, συμφώνησε να προσπαθήσει να τον επαναφέρει με ανάνηψη. Καταλάβαινε ότι αυτό ήταν σημαντικό για μένα και όχι για τον ασθενή.
Η γιατρός μου έδωσε ασκό Αμπού για να διοχετεύω αέρα στους πνεύμονες του συζύγου μου και η ίδια έκανε πιέσεις στο στήθος, ενώ έδινε εντολές για αλλεπάλληλες δόσεις αδρεναλίνης, μέχρι που την σταμάτησα εγώ η ίδια. Μου έδωσε ακόμα λίγο χρόνο, πριν ανακοινώσει την ώρα του θανάτου.
Φωτογραφία: Kat Jayne/Pexels
Δεν ξέρω γιατί η γιατρός ενήργησε με αυτόν τον τρόπο. Μπορεί, απλώς, να ήθελε να προστατέψει τον εαυτό της από παράπονα και καταγγελίες. Αλλά, για μένα οι ενέργειές της και τα λόγια της ήταν αγάπη και φροντίδα. Μου έδωσε χρόνο για να συνειδητοποιήσω τι έγινε με το σύζυγό μου. Μου έδωσε τη δυνατότητα να αποδεχτώ το θάνατό του. Και ήταν δίπλα. Συν-αισθανόταν.
Δεν ξέρω, αν το άξιζα, όμως, όλα αυτά τα νιώθω ως χάρη. Ακόμα και ο αστυνόμος (μου είπε ότι τυχαία βρέθηκε εφημέριος στην περιοχή μας ) ήταν ήσυχος και ευγενικός. Όχι μόνο δεν με κατηγορούσε για κάτι, αλλά μου έδειξε ότι αντιμετωπίζει το Μιχαήλ με βαθύτατο σεβασμό.
Εξέφρασε θαυμασμό όταν συμπλήρωνε το ιστορικό και του είπα ότι ο άντρας μου είχε τέσσερα πτυχία πανεπιστημίου. Και αναστέναξε, όταν έμαθε το έτος γέννησης. Σε αυτό που έκανε, στον τρόπο που συμπεριφερόταν, δεν υπήρχε τίποτα το ιδιαίτερο και το ξεχωριστό. Όμως, αυτό λειτούργησε για μένα θεραπευτικά.
Ίσως, έχουν γραφτεί χιλιόμετρα σελίδων από διδακτορικά πάνω στο θέμα των καταστρεπτικών συνεπειών που υφίστανται οι άνθρωποι όταν υποτιμούν το πένθος. Άραγε, να υπάρχουν έρευνες που να επιβεβαιώνουν πόσο θεραπευτική και σημαντική είναι η καλοσύνη; Και πόσο σημαντική είναι η καλοσύνη προς τους νεκρούς;
Πώς θα συμπεριφέρονταν οι γιατροί αν γνώριζαν πόσο τα λόγια τους επηρεάζουν τούς συγγενείς των ασθενών;
Τι θα γινόταν, αν οι γιατροί γνώριζαν ότι όταν αρνούνται να απαντάνε σε σχετικές ερωτήσεις είναι, ας πούμε, +15 πόντους στην κλίμακα κατάθλιψης του Μπεκ; Αντίθετα, ότι το «λυπάμαι που έγινε αυτό, λυπάμαι που δεν μπόρεσα να βοηθήσω» μειώνει το πένθος κατά δύο μήνες;
Όλοι ξέρουν ότι η χοντροκοπιά και η αδιαφορία πληγώνουν και ότι η συμπόνια και η ανθρωπιά ενισχύουν. Όμως, όταν κάποιος χάνει το δικό του άνθρωπο και βιώνει βαρύ πένθος, η τιμή της κάθε λέξης είναι υπερβολικά υψηλή.
Ακόμα και όταν πρόκειται για μια μόνο γραμμή από την έκθεση νεκροψίας.