Ο Ιεράρχης της Σερβικής Ορθόδοξης Εκκλησίας, Επίσκοπος Μπάτσκας κ.Ειρηναίος παραχώρησε συνέντευξη στη σέρβικη εφημερίδα «Политика» (Ελλ: Πολιτική).
– Αυτές τις μέρες ακούσαμε τις δηλώσεις της Ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας, όπως επίσης, και του Πατριαρχείου Ιεροσολύμων, σύμφωνα με τις οποίες εξετάζεται η δυνατότητα πραγματοποίησης νέας συνάντησης των προκαθήμενων των Τοπικών Ορθόδοξων Εκκλησιών, σαν αυτή που πραγματοποιήθηκε στο Αμμάν (στην οποία συμμετείχε και η Σερβική Εκκλησία). Επίσης, ακούσαμε και την άποψη της Μόσχας ότι δεν υπάρχει πλέον ανάγκη να ακολουθούμε τη γνωστή πρακτική του να συγκαλεί τέτοιες συναντήσεις ο Οικουμενικός Πατριάρχης, επειδή αυτός έχει στερηθεί τον τίτλο του πρώτου μεταξύ ίσων, εξαιτίας της στήριξής του των ουκρανών σχισματικών. Πώς εκτιμάτε αυτές τις πρωτοβουλίες και την κριτική αναφορικά με τον Οικουμενικό Πατριάρχη;
– Οι διαπραγματεύσεις, για να ξεπεράσουμε αυτό το πρόβλημα, χρειάζονται. Πρέπει να διεξάγονται με διάφορες μορφές, διμερείς και πολυμερείς. Η πιο αποτελεσματική, βέβαια, και η πιο γόνιμη θα ήταν μια συνοδική και πανορθόδοξη συνάντηση. Ωστόσο, ο Πατριάρχης Κωνσταντινούπολης προς το παρόν αρνείται να συγκαλέσει την Πανορθόδοξη Σύνοδο, επειδή, σύμφωνα με την εκδοχή του, ούτως ή άλλως, ως πρώτος μεταξύ ίσων επίσκοπος της Ορθόδοξης Εκκλησίας, έχει το δικαίωμα να ενεργεί ανεξάρτητα και αυτοβούλως σε ζητήματα δικαιοδοσίας και του αυτοκέφαλου των Τοπικών Εκκλησιών, χωρίς να λαμβάνει υπόψη τη γνώμη τους, ακόμα και όταν αυτή η γνώμη συμπίπτει με τη γνώμη της πλειοψηφίας ή όταν είναι ομόφωνη. Είναι γνωστό, έτσι δεν είναι; Δυστυχώς, η ρητορική από τις όχθες του Βοσπόρου πάρα πολύ μας θυμίζει τη ρητορική από τις όχθες του Τίβερη στην Ιταλία. «Νέα Ρώμη», Κωνσταντινούπολη, Βασιλεύουσα. Σήμερα η Ισταμπούλ σαν να θέλει να γίνει ακριβές αντίγραφο της «παλαιάς Ρώμης» με την εκκλησιαστική έννοια, δηλαδή αντίγραφο της παπικής εκδοχής που έχει κυριαρχήσει από τη δεύτερη χιλιετία της χριστιανικής εποχής. H Ορθόδοξη Εκκλησία, επικεφαλής της οποίας είναι ακριβώς το Πατριαρχείο Κωνσταντινούπολης, που αξιωματικά έλαβε τον τίτλο «Μεγάλη του Χριστού Εκκλησία», ποτέ δεν έχει δεχτεί και, είμαι σίγουρος, δε θα δεχτεί και στο μέλλον αυτήν την παπική εκδοχή.
Πέραν αυτού, κάποιοι θεολόγοι της Κωνσταντινούπολης υπερασπίζονται τη θέση ότι κανείς, εκτός από τον Οικουμενικό Πατριάρχη, δεν έχει δικαίωμα να συγκαλεί τις πανορθόδοξες ή διορθόδοξες συνόδους. Αυτή η θέση, βεβαίως, δε βασίζεται ούτε στη θεολογία ούτε στην ιστορία της Εκκλησίας. Η πλειονότητα των Οικουμενικών Συνόδων του παρελθόντος, δεν είχαν συγκληθεί από τον Πατριάρχη Κωνσταντινούπολης, και είναι γεγονός ότι ορισμένους Πάπες της Ρώμης και Πατριάρχες της Κωνσταντινούπολης τους δίκασαν στις Οικουμενικές Συνόδους για αίρεση ή για παρεκκλίσεις στην πίστη. Αν η Εκκλησία Κωνσταντινούπολης, πράγματι, είχε οικουμενική και καθολική δικαιοδοσία και το μονοπώλιο στο να συγκαλεί τις Τοπικές και Οικουμενικές Συνόδους, ποτέ δε θα είχε συγκληθεί ούτε μία Σύνοδος, στην οποία ένας πάπας ή ένας πατριάρχης Κωνσταντινούπολης θα καθόταν στο εδώλιο των κατηγορουμένων. Και αυτό όχι για πειθαρχικό αδίκημα ή ηθικό έγκλημα, αλλά για την πιο σοβαρή δογματική παράβαση, για αποστασία από την αληθινή πίστη. Έτσι, το Πατριαρχείο Ιεροσολύμων με το κύρος του επισκόπου της Ιερής Πόλης της Ιερουσαλήμ και το κύρος της Εκκλησίας του, ως παλαιότερης Αποστολικής Εκκλησίας, η οποία φυλάει τα σπουδαιότερα κειμήλια της Άγιας Γης, έχει τη δυνατότητα και το δικαίωμα να συγκαλεί άλλους Πατριάρχες και άλλους Προκαθήμενους των Εκκλησιών για να ξεπεραστούν τα αναδυόμενα προβλήματα και να διαφυλάττει την ενότητα της Εκκλησίας, αφού ο πρώτος μεταξύ ίσων Πατριάρχης δεν επιθυμεί να τις συγκαλεί.
Εδώ δημιουργείται το ερώτημα: ποια είναι η φύση της πρεσβείας που έχει ο πρώτος στην κατάταξη επίσκοπος; Είναι πρωτείο εξουσίας ή πρωτείο τιμής; Είναι ο Οικουμενικός Πατριάρχης πρώτος ex sese (εξ ιδίας αυθεντίας), de jure divino (Θείω δικαίω) ή με τη βούληση της Εκκλησίας, με βάση τους ιστορικούς και όχι αυστηρά θεολογικούς παράγοντες; Βρίσκεται πιο πάνω από τη Σύνοδο των επισκόπων ή είναι πρόεδρος της Συνόδου, επομένως και μέλος της; Στην Ορθόδοξη Εκκλησία υπάρχει μόνο μια απάντηση σε όλες αυτές τις ερωτήσεις, ξεκάθαρη και μονοσήμαντη: Στην Εκκλησία δεν υπάρχει πρωτείο εξουσίας. Πρώτος με πρωτείο τιμής έγινε ο επίσκοπος με τη βούληση της Εκκλησίας, και έγινε για ιστορικούς λόγους, και, τέλος πάντων, δεν είναι πιο πάνω από τη Σύνοδο. Δηλαδή, είναι primus inter pares (πρώτος μεταξύ ίσων), αλλά σε καμία περίπτωση δεν είναι primus sine paribus (πρώτος χωρίς ίσους), όπως λέει η σύγχρονη νεοπαπική θεωρία ορισμένων θεολόγων. Παρά όλα αυτά τα παραπάνω, ο Αρχιεπίσκοπος Κωνσταντινούπολης, της Νέας Ρώμης και ο Οικουμενικός Πατριάρχης, όπως είναι ο πλήρης επίσημος του τίτλος, δεν έχασε το στάτους του πρώτου μεταξύ ίσων, δηλαδή το πρωτείο της τιμής. Πέραν αυτού, δεν μπορεί να το χάσει, εκτός, ίσως, σε κάποια νέα Οικουμενική Σύνοδο, αν, βεβαίως, μια τέτοια σύνοδος ξαφνικά μπορεί να λάβει μια τέτοια απόφαση. Και αυτό, επειδή αυτό το πρωτείο το έλαβε, σύμφωνα με την απόφαση της Β΄ Οικουμενικής Συνόδου, που είχε λάβει χώρα το 381, στην Κωνσταντινούπολη, ο Γ΄ κανόνας της οποίας λέει: «Τόν μεν τοι Κωνσταντινουπόλεως Επίσκοπον έχειν τα πρεσβεία της τιμής μετά τον της Ρώμης επίσκοπον, δια το είναι αυτήν νέαν Ρώμην». Αυτός ο κανόνας επικυρώθηκε και οριστικοποιήθηκε με τον ΚΗ΄ κανόνα της Δ΄ Οικουμενικής Συνόδου που έλαβε χώρα το 451 στην Χαλκηδόνα, κοντά στην Κωνσταντινούπολη, ο οποίος ορίζει ότι: «…ὁρίζομέν τε καὶ ψηφιζόμεθα περὶ τῶν πρεσβείων τῆς ἁγιωτάτης ἐκκλησίας τῆς αὐτῆς Κωνσταντινουπόλεως Νέας Ῥώμης (…) εὐλόγως κρίναντες, τὴν βασιλείᾳ καὶ συγκλήτῳ τιμηθεῖσαν πόλιν, καὶ τῶν ἴσων ἀπολαύουσαν πρεσβείων τῇ πρεσβυτέρᾳ βασιλίδι Ῥώμῃ, καὶ ἐν τοῖς ἐκκλησιαστικοῖς ὡς ἐκείνην μεγαλύνεσθαι πράγμασι, δευτέραν μετ’ ἐκείνην ὑπάρχουσαν».
Ακριβώς έτσι, - δηλαδή με κρατικά-πολιτικά κριτήρια (Νέα Ρώμη, η πόλη του αυτοκράτορα και της Συγκλήτου), και όχι με βάση δογματικά και εκκλησιολογικά προστάγματα, όπως προχειρολογούν οι δικοί μας ακόλουθοι της επίσημης ρωμαιοκαθολικής έννοιας του πρωτείου, - σε μια μικρή επαρχία με κέντρο την πόλη Βυζάντιο της βοηθητικής επισκοπής της Ιεράς Μητρόπολης Ηρακλείας, είχε αποδοθεί η θέση της πρωτεύουσας Εκκλησίας της Ανατολής σε πιο υψηλό επίπεδο, οπότε το πρωτείο της Ρώμης είχε εξαπλωθεί και στη Νέα Ρώμη. Στην κρατική-νομική θεωρία και ιδεολογία της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας και οι δύο πόλεις, στην πραγματικότητα, εξετάζονταν ως δυο μέρη της ενιαίας πρωτεύουσας. Ερμηνεύοντας τη σημασία της πρεσβείας (του πρωτείου) στην Εκκλησία, ο μακαριστός επίσκοπος Αθανάσιος (Γιέβτιτς) έγραφε ότι το πρωτείο στην Εκκλησία, αναμφίβολα, υπάρχει και πρέπει να υπάρχει. Ποτέ, όμως, δεν πρέπει να παραβιάζεται το συνοδικό πλήρωμα της κάθε Ορθόδοξης Εκκλησίας. Επομένως, το πρωτείο δε σημαίνει εξουσία στις Εκκλησίες, αλλά είναι σημαντικό συστατικό στοιχείο της συνοδικής τους φύσης.
Προσπάθησα, δεν ξέρω κατά πόσο επιτυχημένα, να εξηγήσω στους αναγνώστες της εφημερίδας «Πολιτική», με τον πιο απλό και κατανοητό τρόπο, έστω κάποιες σημαντικές δογματικές πτυχές της πίστης μας «Εἰς μίαν, Ἁγίαν, Καθολικὴν καὶ Ἀποστολικὴν Ἐκκλησίαν», πίστη την οποία εμείς οι ίδιοι, από όσο φαίνεται προδίδουμε, όταν μέσα στην ομίχλη της κενοδοξίας, των φιλοδοξιών, των προκαταλήψεων, των γεωπολιτικών (όχι εκκλησιαστικών) δεσμεύσεων και άλλων άυλων ειδώλων δεν μπορούμε ή δε θέλουμε να βλέπουμε το αμάραντο φως της θείας αλήθειας, η οποία μόνο αυτή μπορεί να μας απελευθερώσει από τις δικές μας τραγικές αυταπάτες και από τα πάθη μας.
Συνοψίζοντας, να απαντήσω στο δεύτερο σκέλος του ερωτήματός σας. Μια κατώτερη αρχή δεν μπορεί να αμφισβητεί, πόσο μάλλον να ακυρώνει αποφάσεις ανώτερης αρχής. Η ανώτερη αυτή αρχή στην Εκκλησία είναι η Οικουμενική Σύνοδος, ή, ακριβέστερα, η ίδια μέσω της καθολικής συνόδου της. Έτσι, ο Οικουμενικός Πατριάρχης, παρόλη την αποτυχία που είχε με τη μη κανονική παρέμβαση στο κανονικό έδαφος του Πατριαρχείου Μόσχας, η οποία διεύρυνε, εμβάθυνε το σχίσμα στην Ουκρανία, διασκορπίζοντάς το σχεδόν σε όλη την Ορθοδοξία, δεν έχασε το αληθινό, αναγνωρισμένο από όλες τις Ορθόδοξες Εκκλησίες πρωτείο τιμής και τις αρμοδιότητες οι οποίες κανονικά πηγάζουν από αυτό. Ωστόσο, δυστυχώς, για πολλούς στην Ορθοδοξία, σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό, αυτό έβαλε σε κίνδυνο το κύρος και την εμπιστοσύνη που είχε μέχρι πρόσφατα, τόσο στο επίπεδο της θέσης του, όσο και στο προσωπικό επίπεδο. Έχω βαθύτατη πεποίθηση ότι και το ένα και το άλλο (και το κύρος και την εμπιστοσύνη) μπορεί να τα ανακτήσει στη στιγμή, και όχι μόνο να τα ανακτήσει αλλά απερίγραπτα να τα πολλαπλασιάσει, αν δηλώσει δημόσια ότι υπήρξε θύμα παραπληροφόρησης εκ μέρους των ουκρανών σχισματικών και των χειραγωγήσεων εκ μέρους των αρχών της Ουκρανίας και αν ακυρώσει την αναγνώριση της λεγόμενης Ορθόδοξης Εκκλησίας της Ουκρανίας. Πράγμα που σημαίνει να αποκαταστήσει την ενότητα της Ορθοδοξίας και να ενθαρρύνει το διάλογο όλων με όλους. Μια τέτοια κίνηση θα έδειχνε σε όλους στον κόσμο, σε τι συνίσταται το περιεχόμενο του πρωτείου, σύμφωνα με την ορθόδοξη αντίληψη. Είναι, δηλαδή, η ασυμβίβαστη διακονία στην ενότητα της Εκκλησίας, όπου η πρωτόθρονη Εκκλησία παίζει το ρόλο του εμπνευστή, του διαμεσολαβητή και του συντονιστή, και όχι του μονοπρόσωπου διαχειριστή.
Ο Κύριος Ιησούς Χριστός μας μαθαίνει ο Ίδιος και με τα λόγια Του, ότι εκείνοι που εκούσια και από αγάπη μένουν τελευταίοι, γίνονται ενώπιον του Θεού πρώτοι, και αυτοί που πάση θυσία θέλουν να γίνουν πρώτοι, αναπόφευκτα γίνονται τελευταίοι ενώπιον του Θεού και των ανθρώπων. Υπήρξα, για πολλά χρόνια, ένας από τους σεμνούς συνεργάτες του Αγιώτατου Πατριάρχη κ. Βαρθολομαίου στον τομέα των διορθόδοξων και πανορθόδοξων υποθέσεων, όπως, παραδείγματος χάριν, στην υπέρβαση του σχίσματος στη Βουλγαρική Ορθόδοξη Εκκλησία, στη Μεγάλη Σύνοδο στη Σόφια, όπου προήδρευε, και προσέφερε μεγάλης ιστορικής σημασίας έργο στην ίαση των ψυχικών πληγών και την ειρήνευση των αδελφών. Έχοντας αυτή την εμπειρία, τολμώ να τελειώσω αυτές τις σκέψεις - ίσως, όχι και τόσο σεμνά, αλλά σε κάθε περίπτωση ειλικρινά, με αγάπη και σεβασμό στην προσωπικότητά του και τη διακονία του - απευθυνόμενος στον Θεό και προσκαλώντας τον ίδιο, τον Οικουμενικό Πατριάρχη, να αρθεί στο ύψος του λειτουργήματός του και των υποχρεώσεών του, να κάνει επιλογή αντάξια των αγίων και μεγάλων των προκατόχων, να σπάσει όλους τους βράχους των σκανδαλισμών και την κάθε «πέτρα του σκανδάλου», να απαλείψει κάθε δάκρυ που προκλήθηκε από τον πόνο του σχίσματος, και τα μαρτύρια που προκλήθηκαν από τη σχισματική βία στην Ουκρανία και όχι μόνο στην Ουκρανία. Αν θέλει, μπορεί να το κάνει. Είθε αυτό να γίνει, να γίνει! Να δώσει ο Θεός να έρθουν τα πράγματα έτσι!