Η ιστοσελίδα AgionOros.ru συνεχίζει να δημοσιεύει εισηγήσεις που είχαν παρουσιαστεί στο πλαίσιο του Διεθνούς Συνεδρίου «Η κληρονομιά του Αγίου Κοσμά του Αιτωλού και του γέροντος Παϊσίου του Αγιορείτη».
Ακούω από πάνω το Θεό να λέει:
«Σήκω προφήτη, άκουγε και βλέπε,
το θέλημά μου πράττε καθώς θα σ` οδηγεί
κι όπου διαβαίνεις, θάλασσα και γη,
κάμε του ανθρώπου την καρδιά ο λόγος να την καίει».
(Α.Σ. Πούσκιν «Ο προφήτης»
Απόδοση: Μήτσος Αλεξανδρόπουλος)
Στις σημερινές συνθήκες της γνωστικής εκπαίδευσης, που είναι θεμελιωμένη στη λατρεία των γνώσεων και την οξύνοια, ο ζωντανός λόγος γίνεται σε πολύ μεγάλο βαθμό πολυπόθητος. Η υπέρμετρη έμφαση στην ανάπτυξη του μυαλού και η πλημμυρίδα στη ροή των πληροφοριών έχουν και την αρνητική τους πλευρά: απουσιάζει η ζωηφόρος δύναμη των λόγων που πηγάζουν όχι από τη μεγάλη οξύνοια αλλά από την καθαρή καρδιά που αγαπάει. Πώς ο Άγιος Ισαπόστολος Κοσμάς ο Αιτωλός (1715-1779), που ζούσε στον 18ο αιώνα, κατάφερνε πολλών χιλιάδων ανθρώπων «την καρδιά ο λόγος να την καίει», καθώς ξαναζωντάνευε στις καρδιές την αγάπη προς την εν Χριστώ νέα ζωή; Η απάντηση σε αυτήν την μεθοδολογικού χαρακτήρα ερώτηση είναι εξαιρετικά σημαντική σήμερα, τον 21ο αιώνα. Όπως στην εποχή του, στην Ελλάδα γινόταν η ισλαμοποίηση του λαού και η μεταστροφή πολλών Ελλήνων στην Αλβανική γλώσσα, κατά την περίοδο της οθωμανικής κυριαρχίας (1453-1829), έτσι, και στη σημερινή Ρωσία, αυξάνεται η δυτικοποίηση και η μεταστροφή της νέας γενιάς των Ρώσων στη νεκρή «νέα γλώσσα» και τη διαδικτυακή αργκό. Με τον όρο «δυτικοποίηση» της ρωσικής ζωής, του πολιτισμού και της γλώσσας, στα συμφραζόμενα του παρόντος άρθρου, αναφερόμαστε στις διεργασίες μέσα από τις οποίες δάνεια αλλόθρησκων και αλλόγλωσσων παραδειγμάτων (μοντέλων) συμπεριφοράς και νοοτροπίας εκτοπίζουν τους παραδοσιακούς για τη ρωσική ορθοδοξία τρόπους πράξεων και σκέψεων. Η Αγία Γραφή πλειστάκις αναφέρεται στην αναγκαιότητα της καρδιακής υπακοής στα ζωντανά παραδείγματα της χριστιανικής πίστης. Για παράδειγμα: «Ας ευχαριστήσουμε το Θεό! Παλιότερα υπήρξατε βέβαια δούλοι της αμαρτίας, τώρα όμως δεχτήκατε με την καρδιά σας και υποτάξατε όλο το είναι σας στην αλήθεια που διδαχτήκατε» (Ρωμ.6:17).
Το πώς μαθαίνουμε τι πρέπει να κάνουμε, ως γνωστόν, εμπεριέχεται στις λέξεις που απαντάνε σε αυτήν την ερώτηση, δηλαδή στα ρήματα. Μια σίγουρη πηγή ζωντανών παραδειγμάτων για να διορθώσει τον τρόπο ζωής και κοσμοθεωρίας ένας σύγχρονος Ρώσος είναι οι «Διδαχές» του Αγίου Ισαποστόλου Κοσμά, που έχουν μεταφραστεί από τα ελληνικά, μένοντας κοντά στο κείμενο του πρωτότυπου, από τον ιερωμένο πατέρα Αλέξανδρο (Νοσέβιτς). Η μετάφραση όλου του έργου των «Διδαχών» του Αγίου Κοσμά του Αιτωλού, που εκδόθηκε το 2009[1], μας επιτρέπει να αναζητήσουμε σε αυτή την πολύτιμη πηγή το ζωντανό λόγο του. Όταν διαβάζουμε προσεκτικά τις «Διδαχές» του, μπορούμε όχι μόνο να καταλάβουμε τα όσα δίδασκε ο Άγιος Κοσμάς τους απλούς Έλληνες αγρότες, αλλά και να ακούσουμε τον τόνο της φωνής του, να βάλουμε μέσα στην καρδιά μας καθεμιά από τις διδαχές του.
Οι σκέψεις των «Διδαχών» προσλαμβάνονται και αφομοιώνονται από το μυαλό ενός σύγχρονου ανθρώπου που σκέφτεται με όρους δυτικού τρόπου ζωής. Η σκέψη, ως γνωστόν, δεν έχει τη διάσταση του χώρου. Ρέει μόνο μέσα στο χρόνο. Το πιο σημαντικό χαρακτηριστικό της είναι η ταχύτητα. Ο νους που πιάνει τις σκέψεις «με το πρώτο», ως γνωστόν, τείνει προς την οξύτητα και την ψυχρότητα. Στη ρωσική γλώσσα, όπως και στην ελληνική, δεν υπάρχουν φράσεις όπως «θερμή σκέψη» ή «μαλακή σκέψη». Μαλακή και θερμή μπορεί να είναι μόνο η καρδιά, στο χώρο της οποίας ζουν τα συναισθήματα. Το σημαντικότερο από τα συναισθήματα, που είναι προορισμένο από τον Θεό να ζεσταίνει και να μαλακώνει την καρδιά, να υποτάσσει και να κυβερνάει το νου, είναι η αγάπη. Το ρήμα «αγαπώ» είναι ρήμα-κλειδί στις διδαχές του Αγίου Κοσμά. Αυτό το ρήμα, όταν μιλάει ο Άγιος Κοσμάς, δεν το αναφέρει απλώς. Με απλές ερωτήσεις ο Άγιος μάς βοηθάει να ζωντανέψουμε πολλαπλώς και να δοκιμάσουμε το συναίσθημα της δικής μας αγάπης, προκειμένου να φανερώσουμε στον εαυτό μας πού ανήκουν οι δικές μας οι καρδιές και οι νόες.
Για παράδειγμα:
«Εδώ πώς πηγαίνετε; Την ταπείνωσιν αγαπάτε ή την υπερηφάνειαν;
Όστις αγαπά την ταπείνωσιν, ας σηκωθή επάνω να μου το ειπή, να τον ευχηθώ.
– Εγώ, άγιε του Θεού, αγαπώ την ταπείνωσιν.
– Έκβαλε τα φορέμετά σου, ενδύσου πενιχρά φορέματα, και γύριζε εις την αγοράν. Δεν το κάμνεις; Εντρέπεσαι; Κάμε άλλο. Κόψε το μισό σου μουστάκι και έβγα εις το παζάρι. Μήτε και αυτό το κάμνεις; Δεν το λέγω δι’ εσέ μόνον, αλλά δια να ακούσουν και οι άλλοι· να μη λέγητε ότι είσθε ταπεινοί.
Με βλέπετε και εμέ με αυτά τα γένεια; Είνε γεμάτα υπερηφάνειαν, και ο Θεός να την ξερριζώση από την καρδίαν μας…» [1,с.81].
Όπως φαίνεται, μέσα σε αυτή τη μικρή διδαχή επίπληξης, πρόκειται για το συναίσθημα της αγάπης προς την ταπείνωση. Ο Άγιος πιάνει τον καθένα μας όχι απλώς για απουσία της πρέπουσας και αρμόζουσας για τον χριστιανό ταπείνωσης. Ο συνομιλητής του νομίζει ότι στην καρδιά του κυριαρχεί ταπείνωση. Έτσι και εμείς, ενώ νομίζουμε ότι αγαπάμε, ταπεινωνόμαστε και δεν είμαστε υπερήφανοι, παραπλανούμε τον εαυτό μας. Δηλαδή, υποκαθιστούμε το πραγματικό συναίσθημα της καρδιάς με τη σκέψη που κάνουμε με το μυαλό μας για το παρελθόν ή για το μέλλον. Με το να αντικαθιστούμε τα συναισθήματα της αγάπης και της ταπείνωσης με τη σκέψη, υποκαθιστούμε το πραγματικό βίωμα με την αντίληψη. Το αφεντικό της ψυχής γίνεται ο οξύς ψυχρός νους αντί για μαλακή ζεστή καρδιά. Χωρίς να το αντιλαμβάνεται αυτός που μιλάει, ο ζωντανός λόγος της αιώνιας αλήθειας υποκαθίσταται με το νεκρό λόγο της σύγχρονης άποψης. Η απάντηση «αγαπώ την ταπείνωση», δεν είναι έκφραση πραγματικού καρδιακού συναισθήματος που κυριαρχεί στην ψυχή του ανθρώπου τη στιγμή που μιλάει, αλλά έκφραση της εαυτού γνώμης για τον εαυτό του, δηλαδή οίηση. Όταν αποκαλούμε τον Κοσμά «Άγιο του Θεού» και δεν τηρούμε αυτά που μας προτρέπει, εμείς πιάνουμε τον εαυτό μας να λέει ψέματα. Τα λόγια με τα οποία διατυπώνουμε αυτό που μας φαίνεται και αυτό που φανταζόμαστε, παραμορφώνουν την αλήθεια και γεννούν αμφιβολίες. Δεν είναι άξια εμπιστοσύνης, επομένως, είναι νεκρά, επειδή «οὕτω καὶ ἡ πίστις, ἐὰν μὴ ἔργα ἔχῃ, νεκρά ἐστι καθ’ ἑαυτήν» (Ιακ.2:17). Το ρήμα «αγαπώ» στον ενεστώτα στην απάντηση που έδωσε ο συνομιλητής του Αγίου Κοσμά δεν υποστηριζόταν με πράξεις, δηλαδή, κυριολεκτικά, δεν αντιστοιχούσε στην πραγματικότητα. Από τα 22 ρήματα που χρησιμοποίησε ο ίδιος ο Άγιος Κοσμάς, 10 ήταν σε ενεστώτα ενεργητικής διάθεσης, 9 σε προστακτική και τρία σε υποτακτική. Όλα τα λόγια του Αγίου, εκφρασμένα με ρήματα σε ενεστώτα (πηγαίνετε, αγαπάτε, αγαπά, αγαπάς, κάμνεις, εντρέπεσαι και άλλα), αντιστοιχούν πλήρως στην πραγματικότητα. Απευθύνονται όχι στο νου αλλά στην καρδιά του συνομιλητή. Καίγοντας με τα ρήματά του τις καρδιές μας που υπερυψώνονται από οίηση, ο Άγιος Κοσμάς πράγματι, βοηθάει στο να διώξουμε από κει την υπερηφάνεια. Με τι είναι γεμάτη τώρα, αυτή τη στιγμή, η καρδιά αυτού που λέει ότι αγαπάει την ταπείνωση; Ο ενεστώτας δεν είναι απλώς μια τυπική κατηγορία ρήματος. Είναι στάση στη ροή των σκέψεων, μέσα στο χρόνο, ανάμεσα στις σκέψεις για το παρελθόν και στις σκέψεις για το μέλλον. Η σκέψη του ανθρώπου, ως ειδική ιδιότητα του ανθρώπινου πνεύματος, συγκεντρώνεται στα συναισθήματα που γεμίζουν το χώρο της καρδιάς. Όταν η σκέψη ελέγχεται από την πράξη, τότε είναι που αντιλαμβάνεται την εσωτερική κατάσταση της ψυχής.
Ο Άγιος τρείς φορές μας έχει προτείνει να ελέγχουμε τη γνώμη μας για την αγάπη μας προς την ταπείνωση με πράξεις, και μετά, μετατοπίζοντας την προσοχή μας από το παρελθόν και το μέλλον στη σημερινή κατάσταση της καρδιάς μας, τρείς φορές μας έχει κάνει την ερώτηση: «Δε θέλεις να το κάνεις; Ντρέπεσαι;». Η θέληση και η ντροπή δεν είναι σκέψεις ή γνώμες. Είναι συναισθήματα της καρδιάς που υπόκεινται σε συλλογισμό. Εδώ κρύβεται μια ακόμα υπόδειξη για την πηγή της ζωής που μπορεί να βρει κανείς στις «Διδαχές» του Αγίου Κοσμά. Ο Άγιος σταματάει τη θανατηφόρα ροή των σκέψεων για το προσωρινό και το μάταιο, διακόπτοντάς την με τις ερωτήσεις του. (…) Ο συνομιλητής του Αγίου Κοσμά στο παρελθόν, σίγουρα, πολλές φορές φανέρωνε την ταπείνωση. Τώρα λέει ότι αγαπάει την ταπείνωση που είχε βιώσει νωρίτερα. Μπορεί, και να υπερηφανεύεται για αυτό, χωρίς να παρατηρεί ότι, την ώρα των αναμνήσεων αυτών, η υπερηφάνεια κυριαρχεί μέσα στην καρδιά του. Εσύ που μιλάς, εξ ονόματος ποιού μιλάς; Ποιον δοξάζεις με το λόγο που προφέρεις; Με ποιον η καρδιά σου έχει δεσμό: με το Πνεύμα της Αληθείας ή με την υπερηφάνεια; Εσύ που σκέφτεσαι, από πού ήρθε η σκέψη στο κεφάλι σου: από το πλήρωμα της καρδιάς ποτ είναι γεμάτης αγάπη ή από την υπερηφάνεια; Ακριβώς, η καρδιά του Αγίου Κοσμά που αναπνέει αγάπη είναι εκείνη η πηγή, από όπου πηγάζουν οι ζωντανοί του λόγοι:
«…Και πρώτον έχομεν χρέος να αγαπώμεν τον Θεόν μας, διότι μας εχάρισε τόσην γην μεγάλην εδώ να κατοικώμεν πρόσκαιρα, τόσες χιλιάδες φυτά, βρύσες, ποταμούς, θάλασσας, αέρα, ημέραν, νύκτα, ουρανόν, ήλιον κ.λπ.
(…) Αν και αμαρτάνωμεν χιλιάδες φορές την ώραν, μας ευσπλαγχνίζεται ωσάν πατέρας και δεν μας θανατώνει να μας βάλη εις την κόλασιν, αλλά περιμένει την μετάνοιάν μας με τας αγκάλας ανοικτάς, πότε να μετανοήσωμεν, να παύσωμεν από τα κακά, και να κάμωμεν τα καλά, να εξομολογηθώμεν, να διορθωθώμεν, να μας εναγκαλισθή, να μας βάλη εις τον παράδεισον να χαιρώμεθα πάντοτε. Τώρα λοιπόν τοιούτον γλυκύτατον Θεόν και Δεσπότην δεν πρέπει και ημείς να τον αγαπώμεν, και αν τύχη ανάγκη, να χύσωμεν και το αίμα μας χιλιάδες φορές διά την αγάπην Του, καθώς το έχυσε και Εκείνος διά την αγάπην μας;
(…) Και τον Θεόν δεν πρέπει να τιμάς και να εντρέπεσαι, οπού σου εχάρισε τόσα καλά και εσταυρώθηκε διά την αγάπην σου;
Ποίος πατέρας εσταυρώθηκε διά τα παιδιά του καμμίαν φοράν; Και ο γλυκύτατός μας Ιησούς Χριστός έχυσε το αίμά του και μας εξηγόρασεν από τας χείρας του διαβόλου. Τώρα δεν πρέπει και ημείς να αγαπώμεν τον Χριστόν μας; Ημείς όχι μόνον δεν τον αγαπώμεν, αλλά τον υβρίζομεν καθ᾿ ημέραν με τας αμαρτίας οπού κάμνομεν.
Αμή ποίον θέλετε να αγαπώμεν, αδελφοί μου; Να αγαπώμεν τον διάβολον, οπού μας έβγαλεν από τον παράδεισον και μας έφερεν εις τον κατηραμένον τούτον κόσμον και παθαίνομεν τόσα κακά; Και έχει προαίρεσιν ο διάβολος, αν ηδύνατο αυτήν την ώραν να μας θανατώση όλους και να μας βάλη εις την κόλασιν, το έκαμνε. Τώρα σας ερωτώ, αδελφοί μου, να μου ειπήτε ποίον πρέπει, να μισούμεν τον διάβολον, τον εχθρόν μας, η ν᾿ αγαπώμεν τον Θεόν μας, τον ποιητήν μας, τον πλάστην μας;
– Ναί, άγιε του Θεού.
– Πολύ καλά το λέγετε, να έχω την ευχήν σας, και εγώ το λέγω.
Μα και ο Θεός χρειάζεται στρώμα διά να καθίση· ποίον δε είνε; Η αγάπη. Ας έχωμεν λοιπόν και ημείς την αγάπην εις τον Θεόν και εις τους αδελφούς μας, και τότε έρχεται ο Θεός μας και μας χαροποιεί, και μας φυτεύει εις την καρδίαν μας την ζωήν την αιώνιον, και περνούμεν και εδώ καλά και πηγαίνομεν και εις τον παράδεισον να ευφραινώμεθα πάντοτε.
Και εμείς πρέπει, είμαστε υπόχρεοι, οφείλουμε, αρμόζει να αγαπάμε τον Θεό και να νιώθουμε υπόχρεοι απέναντί Του. Ο Κύριος ευσπλαχνίζεται, θέλει να βρει στην καρδιά μας αγάπη. Όλα αυτά τα ρήματα αγάπης που καίνε και ζεσταίνουν τις καρδιές όσων τα ακούνε, προφέρονται από τον Άγιο Κοσμά στο ενεστώτα. Δεν είναι σκέψεις για μια παρελθούσα αγάπη, ούτε επιθυμίες ώστε να αγαπάμε τον Θεό και τους ανθρώπους στο μέλλον, αλλά είναι η αφύπνιση της πραγματικής εν Χριστώ αγάπης προς τους ανθρώπους «εδώ και τώρα». Αυτός είναι ο σκοπός των διδαχών του Αγίου του Θεού Κοσμά και η ζωοδόχος πηγή της δύναμης των λόγων του. Ο οξύς νους είναι ένα όπλο που χρειάζεται στη μάχη με το ψεύδος και το κακό, για την προστασία από το ψεύδος. Αλλά δεν πρέπει αυτό το όπλο να κυριεύει την καρδιά του μαχητή. Το αντίθετο, η καρδιά του μαχητή του Χριστού, που αγαπάει, πρέπει πλήρως να εξουσιάζει το βασικότερο όπλο του, τον νου του. Στις διδαχές του Αγίου Κοσμά, η δική του κατάσταση της καρδιακής αγάπης προς τον άνθρωπο υποτάσσει τη δύναμη του νου, που σκέφτεται τα περασμένα και τα μελλούμενα, το κακό και τις πληγές που έχει βιώσει. Την ίδια αυτή αγάπη που «χρηστεύεται», διδάσκει ο Άγιος Κοσμάς στην παραβολή του για τον ευσεβή Σαπρίκιο ο οποίος απώλεσε την ψυχή του και τον ασεβή Νικηφόρο ο οποίος κατάφερε να σωθεί για την αιώνια ζωή:
«…Παίρνοντας τον Σαπρίκιο λοιπόν ο δήμιος να τον υπάγη εις τον τόπον της καταδίκης, το έμαθεν ο Νικηφόρος και πηγαίνει εις τον δρόμον και λέγει του Σαπρικίου: "Εγώ, αδελφέ, σου έπταισα· και έμαθα ότι θα σε θανατώσουν. Δια τούτο σε παρακαλώ, αδελφέ, να με συγχωρήσης· σου έσφαλα". Πάλιν κύπτει ο Νικηφόρος και τον παρακαλεί, του φιλεί τα πόδια. "Αδελφέ, λέγει, συγχώρησόν με δια τον Θεόν".
Αλλ’ ο αδελφός του δεν τον συγχωρεί. Έφθασαν και εις τον τόπον της καταδίκης. Τον παρεκάλει ο Νικηφόρος μετά δακρύων, και δεν τον εσυγχώρησε. Του λέγει πάλιν ο Νικηφόρος:
"Ιδού, αδελφέ, τώρα θα σε κόψουν· διατί δεν με συγχωρείς; Εσύ θα κολασθής· εγώ σε συγχωρώ με όλην μου την καρδίαν". Λέγει του ο Σαπρίκιος: "Εγώ δεν σε συγχωρώ ποτέ"! Και καθώς εσήκωσεν ο δήμιος το σπαθί να του κόψη το κεφάλι, βλέπων ο πανάγαθος Θεός την κακήν του γνώμην, σηκώνει την χάριν του, και ερωτά ο Σαπρίκιος τον στρατιώτην: "Διατί θέλης να με φονεύσης;" Λέγει του ο στρατιώτης: "Και δεν το ηξεύρεις τώρα τόσον καιρόν; Διότι δεν προσκυνάς τα είδωλα". Λέγει του ο Σαπρίκιος: "Δια τούτο με βασανίζεις; Εγώ αρνούμαι τον Χριστόν και προσκυνώ τα είδωλα"! Και ευθύς λέγοντας τον λόγον δεν τον εφόνευσεν, αλλ’ ηρνήθη τον Χριστόν και υπήγε με τον Διάβολον.
Βλέπων ο Νικηφόρος τούς Αγγέλους οπού έστεκαν με ένα στέφανον χρυσούν, λέγει εις τον δήμιον:
"Εγώ είμαι χριστιανός και πιστεύω εις τον Χριστόν μου". Λέγει του Σαπρικίου: "Συγχώρησόν με, αδελφέ, και ο Θεός συγχωρήσοι σε". Και αμέσως έκοψεν ο στρατιώτης το κεφάλι του Νικηφόρου και παρέλαβον οι Άγγελοι την ψυχήν αυτού και την υπήγαν εις τον παράδεισον [1].