Πρόσωπα της Ιεράς Μονής των Σπηλαίων του Πσκωφ
Κατά τη διάρκεια των πιο σοβαρών σοβιετικών διωγμών του 20ού αιώνα, παρέμεινε το μοναδικό ανδρικό μοναστήρι της ΕΣΣΔ, που δεν έκλεισαν οι Μπολσεβίκοι.
Ιστορικά και κανονικά ερείσματα ενότητας της Ρωσικής Εκκλησίας
Тου Καθηγητή της Θεολογικής Ακαδημίας Μόσχας,Ιερέα Μηχαήλ Ζελτόφ.
Λιτανεία προς τιμήν του Αγίου Ειρηνάρχου του Εγκλείστου 2019
Οι προσκυνητές καλύπτουν περίπου 70 χιλομέτρα τις πρώτες τέσσερις μέρες και διανυκτερεύουν δίπλα σε ανακαινιζόμενες εκκλησίες
Μητροπολίτης Ονούφριος μιλά για την πορεία της κανονικής Ορθοδοξίας στην Ουκρανία
Το Τμήμα Πληροφοριών και Μορφώσεως της Ορθοδόξου Εκκλησίας της Ουκρανίας δημοσίευσε τη συνέντευξη του Μακαριωτάτου Μητροπολίτου Κιέβου και πάσης Ουκρανίας κ.κ. Ονουφρίου στο περιοδικό «Pastyr i pastva» («Ο Ποιμένας και το ποίμνιο»).

Εις μνήμην τού Αρχιμανδρίτη Ντανιήλ (Βορόνιν), πνευματικού τής Μονής τού Δανιήλ στην Μόσχα

Σήμερα είναι το ύστατο αντίο με τον πνευματικό τής Μονής τού Δανιήλ [ΣτΜ: Danilov] στην Μόσχα – τού Αρχιμανδρίτη Ντανιήλ (Βορόνιν). Τον αποδημήσαντα εν Κυρίω ενθυμάται το πνευματικό παιδί του – εφημέριος τής Εκκλησίας τού Προφήτη Ηλία στο Πεδίο Βοροντσόφ, Πρωθιερέας Αλεξάντερ Τίχονοφ.

Οι νέοι είναι πάνε εκεί όπου είναι ενδιαφέρον γι΄αυτούς

Αρχιμανδρίτης Ντανιήλ (Βορόνιν) Αρχιμανδρίτης Ντανιήλ (Βορόνιν) Θυμάμαι, ήμουν 12 ετών, όταν πρωτοήρθα στο Danilov. Υπήρχε ακόμη εκείνη την εποχή ένα αναμορφωτήριο εκεί. Με το που με βλέπουνε μού λένε:

– Θα σε βάλουμε εδώ, τώρα! Έλα, και θα μείνεις εδώ!

Περπατούσα γύρω από το μοναστήρι. Πήγα στην Εκκλησία τής Ανάστασης τού Χριστού. Ήταν πλήρως ερειπωμένη. Εκεί που είναι τώρα το ξενοδοχείο τού Danilov, υπήρχε ένας φράκτης από οπλισμένο σκυρόδεμα και πίσω από αυτόν υπήρχε μια χωματερή. Εκεί είχαν πετάξει εξοπλισμό τής Metrostroy (ΣτΜ: κατασκευαστική εταιρία Μετρό που ιδρύθηκε το 1931). Παντού είχαν φυτρώσει χόρτα. Εκεί που σήμερα είναι η Πατριαρχική Κατοικία, υπήρχε υποκατάστημα εργοστασίου ψυγείων. Ηλεκτρικά αυτοκίνητα πήγαιναν κι έρχονταν, κουβάλαγαν κουτιά. Πότε φορτώνανε, πότε ξεφορτώνανε. Τρομακτική φασαρία. Κι όμως, το περιβάλλον ήταν άψυχο, άχαρο. Πνιγηρή ατμόσφαιρα ...

Κάποια στιγμή μού λένε: "Tο Danilov το δώσαν πίσω στην Εκκλησία!". Καλοκαίρι τού 1983 ήταν, θυμάμαι. Πηγαίνω εκεί. Το πρώτο πρόσωπο που είδα εκεί τότε ήταν ο πάτερ Ραφαήλ (Σισκώφ) – πρώην «πρωθιερέας Πάβελ» στην αρχή, και «πάτερ Αλεξέι» όντας ήδη χειροθετημένος αλλά πριν πάρει το Μεγάλο Σχήμα. Οι εκκλησίες στο μοναστήρι δεν λειτουργούσαν ακόμη. Μόνο ο τωρινός ναός τού Αγίου Σεραφείμ τού Σαρώφ έχει ήδη μετατραπεί σε παρεκκλήσι. Εκεί, πίσω από το παγκάρι, στέκονταν ο μελλοντικός Μεγαλόσχημος μοναχός. Μπορούσε κανείς να αγοράσει κεριά, εικόνες. Ούτε καν συζήτηση για βιβλία τότε. Τότε, γενικά, ολόκληρη η παράδοση μεταδίδονταν από τον έναν στον άλλο προφορικά.

Ένιωσα αμέσως πόσο διαφορετική ήταν η ζωή εδώ. Αυτή η αίσθηση ήταν στον «αέρα». Αλλά που να με αφήσουν («μαθητής», βλέπεις. Φοβόντουσαν τις Αρχές, που αφορμή ψάχναν)! Αν και οι νέοι έρχονταν ήδη στο μοναστήρι. Ειδικά τα Σαββατοκύριακα. Ήμασταν έτοιμοι για οποιαδήποτε δουλειά. Συχνάζαμε αυτά τα μέρη και περιμέναμε να μάς πουν να κάνουμε κάτι.

Η συνάντηση μαζί του στάθηκε από πολλές απόψεις, για μένα και τους αγαπημένους μου, καθοριστική για την ζωή μας

Ήμουν απλά χαρούμενος. Ήμουν στο αγαπημένο μου περιβάλλον! Σαν να αναγεννιόμουν. Παράτησα τα μαθήματα. Εδώ συνέβαιναν ενδιαφέροντα πράγματα! Ερχόμουν εδώ στο μοναστήρι κάθε μέρα στην διάρκεια των διακοπών.

Τον Σεπτέμβριο, θυμάμαι, επέστρεψα στο σχολείο και άρχισα να «στρατολογώ» συμμαθητές. Δύο ή τρεις με ακολούθησαν αρκετές φορές, αν και προφανώς δέχονταν πίεση από τα σπίτια τους. Εγώ, πάντως, κατάφερα κατά κάποιον τρόπο να τα βρίσκω με τους γονείς μου, και μετά πηγαίναμε όλοι μαζί στον πάτερ Ντανιήλ. Τον σέβονταν πάρα πολύ. Αργότερα, ο πάτερ βοήθησε στην βάφτιση των ξαδέρφων μου. Η συνάντηση μαζί του, υπήρξε για μένα και για τούς αγαπημένους μου, από πολλές απόψεις καθοριστική γιά την ζωή μου.

Πώς ο πάτερ Ντανιήλ έγινε ο πρώτος εγκαταβιών στο Danilov

Tον πάτερ Ντανιήλ τον πήρε το μάτι μου αμέσως. Δεν ήταν τότε πολλοί στην αδελφότητα. Επικεφαλής του μοναστηριού ήταν ο πάτερ Ευλόγκιι (Σμυρνώφ), τώρα συνταξιούχος αρχιερέας.

Δεν τελούνταν Θεία Λειτουργία εκείνη την εποχή ακόμη στο μοναστήρι. Οι εκκλησίες τού μοναστηριού ήταν σε άσχηьη κατάσταση. Η αδελφότητα απέκτησε ένα μινι–βαν «ΡΑΦ» (ΣτΜ: δημοφιλές μοντέλο μικρών λεωφορείων στην ΕΣΣΔ κατασκευασμένων σε αυτοβιομηχανία τής Ρίγα, Λετονία), πήγαιναν στις Λειτουργίες στο λίγο–πολύ ανέπαφο Μοναστήρι τού Ντονσκόι. Θυμάμαι επίσης τον υπέροχο οδηγό, Βλαντίμιρ Ιβάνοβιτς. Άρχισαν να μαζεύονται πολύ αξιόλογοι άνθρωποι.

Ξέρετε πώς κατέληξε ο πάτερ Ντανιήλ στο Danilov; Όταν φοιτούσα, αργότερα, στο Θεολογικό Σεμινάριο, βρέθηκα να συνομιλώ με τον πάτερ Ιωνά (Καρπούχιν) – πλέον επίσης αρχιερέας σε σύνταξη. Μού είπε τότε:

«Ναι–αχ… ο πάτερ Ντανιήλ! Θυμάμαι, θυμάμαι! Το όνομά του ήταν Βίκτωρ, Βορόνιν. Αποφοίτησε το Σεμινάριο τής Μόσχας, εδώ. Και ενώ όλοι οι απόφοιτοι συμμαθητές είχαν ήδη φύγει, αυτός δεν έφευγε για μεγάλο χρονικό διάστημα, κι απλά περπατούσε γύρω από το μοναστήρι. Συλλογισμένος. Τον συναντώ τυχαία:

– Βίκτωρ, γιατί δεν φεύγεις; Δεν θα πας στην Ακαδημία;

– Ε, λοιπόν, όχι…

– Σκέφτεσαι να παντρευτείς;

– Όχι.

– Σκέφτεσαι να μπεις στο μοναστήρι;

– Ναι, θα ήθελα να μπω στο μοναστήρι...

Τέταρτος από τα αριστερά – δόκιμος Βίκτωρ Βορόνιν, στα άκρα δεξιά – Μητροπολίτης Αλέξιι (Ρίντιγκερ ) – μελλοντικός Πατριάρχης Τέταρτος από τα αριστερά – δόκιμος Βίκτωρ Βορόνιν, στα άκρα δεξιά – Μητροπολίτης Αλέξιι (Ρίντιγκερ ) – μελλοντικός Πατριάρχης

Και εκείνη την στιγμή, ανοίγει η πόρτα τού κτιρίου τής Ακαδημίας, εκεί όπου στεκόμασταν και μπαίνει ο πάτερ Ευλόγκιι. Μόλις είχε διοριστεί υφηγούμενος στο Danilov.

– Ω! Πάτερ Ευλόγκιι, έλα εδώ! Τού φωνάζω. – Σού έχω εδώ τον πρώτο μελλοντικό εγκαταβιώντα!

Ο πάτερ Ευλόγκιι τον ρωτά:

– Συμφωνείτε να μπείτε στο μοναστήρι;

– Ναι, θα μπω.

Αυτό ήταν! »

Έτσι κι έγινε ο πάτερ Ντανιήλ ο πρώτος εγκαταβιών στο Danilov.

Αντιιπραγματισμός «μοναστηριακού» στυλ

Πρωθιερέας Αλεξάντερ Τίχονοφ Πρωθιερέας Αλεξάντερ Τίχονοφ Και έτσι συναντηθήκαμε ...

Στο μοναδικό εκκλησάκι που λειτουργούσε εκείνη την εποχή, αυτό του μοναχού Σεραφείμ τού Σαρώφ, είχαν ξεκινήσει ανακαίνιση, ζωγράφιζαν ... Πήγα και εκεί. Κουβάλαγα πράματα πέρα–δώθε. Αργότερα μού ανέθεσαν κάποια διακονία με ευθύνη. Εκείνη την εποχή, η όρασή μου ήταν ήδη άσχημη, αλλά, πείτε το παιδική μωρία, ντρεπόμουν να φοράω γυαλιά. Και να, λοιπόν, που ανεβαίνω να κάνω αναφορά, μιλάω, μιλάω... Και το "αφεντικό μου" κάθεται οκλαδόν και ζωγραφίζει ήρεμα τον τοίχο. Ακούει προσεκτικά, αλλά μισογυρισμένος. Όταν τέλειωσα να μιλώ, γύρισε προς το μέρος μου... Κοιτάζω – ο πάτερ Ντανιήλ!

– Ω, – λέω, – λάθος έκανα!

Και χαμογέλασε τόσο πολύ: ίσως και να μην έκανα λάθος...

Έτσι, σιγά–σιγά, ο πάτερ έγινε ο πνευματικός μου. Ήταν 1984 τότε που οι δρόμοι μας διασταυρώθηκαν.

Στη συνέχεια ο πάτερ διορίστηκε κελλάριος. Διαχειρίζονταν τις αγορές, το μαγείρεμα. Ήταν πολύ ευσυνείδητος σε όλα. Όλοι οι μάγειρες τον αγαπούσαν πάρα πολύ. Όλοι τον φρόντιζαν, εξομολογούνταν σε αυτόν. Τι εξαίρετοι άνθρωποι συγκεντρώθηκαν εκεί τότε! Με βαθιά θρησκευτική, εκκλησιαστική συνείδηση. Υπήρχε και μια υπηρέτρια τού Θεού, η Τατιάνα, τώρα μοναχή Μιτροφάνια στη Μονή του Τιμίου Σταυρού στο Ντομοντέντοβο, κοντά στη Μόσχα. Αυτό το καλοκαίρι, όταν ο πάτερ ήταν ήδη άρρωστος, πήγα σε αυτήν, τής μιλώ, και αυτή:

– Ξέρω! Κλαίω πρωί–μεσημέρι–βράδυ!

Αδύνατον να ξεχάσεις τον πάτερ Ντανιήλ. Άμα τον γνώρισες μια φορά, τον γνώρισες για πάντα

Ο πάτερ Ντανιήλ θα μείνει πάντα στην μνήμη όλων όσων τον γνώρισαν. Βιώσαμε, εκείνες τις φευγαλέες ημέρες, ένα τέτοιο πνεύμα αιωνιότητας..

Μα πόσο πολύ προσπαθήσαμε όλοι να βοηθήσουμε τον πάτερ Ντανιήλ τότε. Διακατέχονταν από μια τέτοια αγνότητα – έκανε τα πάντα για να ευχαριστεί τον Θεό. Με τέτοια χαρά που τίποτε δεν την επηρέαζε! Θυμάμαι που κουβαλούσα συνεχώς, από δω κι από κει, κουτιά με προμήθειες γι΄αυτόν. Όλο και ξεφορτώνανε, αναδιατάσσανε, αποσυναρμολογούσαν ... Όλα αυτά, εξωτερικά. Εσωτερικά, όμως, ένιωθα τέτοια χαρά που ήμουν δίπλα του! Ήταν σαν μια «συναλλαγή», όπου αυτό που προσφέρεις εσύ για «εμπόρευμα» είναι πολύ χαμηλότερης αξίας από αυτό που λαμβάνεις.

Ακολουθώντας τα χνάρια τών έμπειρων ασκητών – ακραία επιτεύγματα στην πνευματική πρόοδο

Τον πάτερ τον εξέλεξαν σύντομα για πνευματικό όλων των αδελφών. Το άξιζε πραγματικά. Ο κατάλληλος άνθρωπος γι΄αυτήν την δουλειά. Δεν θυμάμαι ούτε έναν αδερφό στο μοναστήρι που να μίλησε άσχημα, με πικρία, αγανάκτηση γι'αυτόν. Ο πάτερ, βλέπετε, αντιμετώπιζε όλες τις διακονίες του εξαιρετικά υπεύθυνα. Ήταν απαιτητικός απέναντι στον εαυτό του, αλλά φέρονταν ευσπλαχνικά προς τους άλλους. Κάπως έτσι έγινε πνευματικός – όχι πατέρας, αλλά μάλλον μητέρα. Με πόση ευαισθησία φρόντιζε, ειδικά τούς πρόσφατα χειροθετημένους! Τούς έβλεπες να κάθονται εκεί, στο ιερό (μετά από τη χειροθέτηση, για τρεις ημέρες στέκονται στην Αγία Τράπεζα – O.O. [ΣτΜ: τέτοια παράδοση υπήρχε και σε άλλα μοναστήρια όπως τού Βαλαάμ και στην Μονή των Σπηλαίων τού Κιέβου. Οι νεο–χειροτεθημένοι προσεύχονταν αδιαλείπτως, φορώντας την κουκούλα, μάλιστα η κουκούλα ήταν φτιαγμένη πιο μεγάλη από το κανονικό, ειδικά για την περίπτωση, για να μην ενοχλεί κεφάλι και αυτιά] [1]), και αυτός:

– Ω, πρέπει να πάμε να δούμε τούς νεο–χειροθετημένους.

Δεν θυμάμαι έναν αδερφό στο μοναστήρι που να είχε μιλήσει άσχημα, με πικρία ή αγανάκτηση γι 'αυτόν

Θα πάει, εκεί θα διαβάσει προσευχές μαζί τους. Θα τούς πάρει να φάνε μαζί, θα τούς συνοδεύσει πίσω.

Τον ίδιον τον είχε χειροθετήσει ο πάτερ Ευλόγκιι. Αυτή ήταν και η πρώτη χειροθέτηση στο μοναστήρι. Χειροθετήθηκε μαζί με τον πάτερ Ραφαήλ. Ο Βίκτωρ Βορόνιν ​​πήρε το όνομα Ντανιήλ – προς τιμήν τού οσίου ευγενή πρίγκιπα Ντανιήλ της Μόσχας. Και ο πάτερ Πάβελ Σισκώφ ονομάστηκε Αλέξιι – στη μνήμη τού οσίου Αλέξιου, τού «ανθρώπου του Θεού»[2]. Στη συνέχεια, κατά την τέλεσιν τού Μικρού Σχήματος, ο πάτερ Ντανιήλ δέχτηκε τον Δανιήλ τον Στυλίτη ως Ουράνιο προστάτη του κι ο πάτερ Αλέξιι τον Όσιο Αλέξιι, Μητροπολίτη Μόσχας (και ακολούθως, στο Μεγάλο Σχήμα, ονομάστηκε Ραφαήλ).

Όλα τα επόμενα χρόνια, ήδη Μητροπολίτης, ο Βλαντύκα Ευλόγκιι έτρεφε μεγάλο σεβασμό στο πρόσωπο τού πάτερ Ντανιήλ. Και πώς ο τελευταίος τιμούσε τον ανώτερο κλήρο! Πάντα, κι όταν έπρεπε να είναι κάπου, ο π. Ντανιήλ άκουγε πάντα με μεγάλο ενδιαφέρον, και μετά ρώταγε τούς παλιούς ιερείς: «Πώς γίνονταν όλα αυτά πριν; Πώς προσευχόσασταν; Πώς τελούσατε την Θεία Λειτουργία;» Η παράδοση ήταν σημαντική για αυτόν. Όπως κι η διαδοχή. Επικίνδυνη και «τεθλιμμένη» (κατά Ματθαίον κεφ. 7, εδ. 14) η οδός – όσοι σκέφτονται σοβαρά περί σωτηρίας προσπαθούν να ακολουθήσουν τα χνάρια τών έμπειρων ασκητών. Αντιλαμβάνονται την έκταση τής ευθύνης, συνειδητοποιούν πόσο πολύ κοστίζουν τα λάθη. Ειδικά όταν τραβούν κι άλλους από πίσω τους στον ίδιο δρόμο.

Κρίμα που τώρα με κάποιο τρόπο όλοι αδιαφορούν για τα πάντα. Και ήξερε ότι χωρίς αυτήν την «συσκευή ασφάλισης» (ΣτΜ: όπως στον αλπινισμό) που μας συνδέει με τους προκατόχους – τίποτα δεν θα γίνει.

«Ας διαβάσω τουλάχιστον το Ευαγγέλιο»,
ή, επιστρατεύοντας όλα τα επιχειρήματα υπέρ τού πλησίον

Κάθε μέρα, πήγαινε στην Λειτουργία, πρωί και βράδυ,. Σε όλες τις Ακολουθίες! Ήταν πάντα έτοιμος να αντικαταστήσει κάποιον που αρρώστησε, κάποιον που έπρεπε να πάει κάπου ... Αυτός, σαν «ράβδος στήριξης» (Σ.τ.Μ.: υπάρχει και ρωσικό παραμύθι τού Β.Γ. Σουτέεβ, όπου ο λαγός κι ο σκαντζόχοιρος χρησιμοποιούν μια ξύλινη ράβδο που βρίσκουν τυχαία στον δρόμο τους για πολλές δουλειές, όπως να πηδήξουν από την μια όχθη τού ποταμιού στην άλλη κ.λ.π.), λειτουργούσε αντί για τούς ιερομόναχους, των οποίων η τέλεση Λειτουργίας ήταν η διακονία τους. Η ξεκούραση δεν τον ενδιέφερε, την άφηνε για τούς άλλους.

Προσκύνημα στο Βαλαάμ, 1990: πατέρες Ντανιήλ και Ραφαήλ (Σισκώφ) στο κατάστρωμα του πλοίου Προσκύνημα στο Βαλαάμ, 1990: πατέρες Ντανιήλ και Ραφαήλ (Σισκώφ) στο κατάστρωμα του πλοίου Και αν ήταν να πάει κάπου, θα πήγαινε σε όλα τα ιερά μέρη. Θα μπορούσε να πάρει και κάποιο από τα πνευματικά παιδιά μαζί του. Θυμάμαι ότι πήγαμε στο Βαλαάμ μαζί του. Ακόμη και στις διακοπές, δεν χαλάρωνε καθόλου ...

Αν δεν ήταν σε συνομιλία με κάποιον, θα το έριχνε στην προσευχή. Όταν επέστρεφε στο πατρικό του, στην περιοχή τού Ριζάν, στην πατρίδα του, να ξεφύγει λίγο από όλο τον φόρτο τής καθημερινότητας, – θα κλείνονταν στο σπίτι και θα ζούσε εκεί για κάποιο χρονικό διάστημα σαν ερημίτης, βυθισμένος στον στοχασμό και στην έντονη προσευχή.

Με το μοναστήρι του Αγίου Ιωάννη τού Θεολόγου στο Πόσχιουποβο, τον συνέδεε εσωτερικά και αδιάλειπτα κάτι το ιδιαίτερο. Ήταν πνευματικά κοντά στούς συντοπίτες του – εκτιμούσε πολύ και τον Βλαντύκα Σίμων (Νοβίκοφ), τότε Επίσκοπο τής Επισκοπής Ριζάν, τον πάτερ Άβελ (Μακεντόνοφ), και τον Βλαντύκα Βαρνάβ (Κεντρόφ), επίσης από το Ριζάν. Δεν ήταν μόνοι τους στο πνευματικό μέτωπο, αλλά υποστήριζαν ο ένας τον άλλον.

Θυμάμαι που πριν από το Σεμινάριο, 1988 ήταν, εργαζόμουν ήδη στο Danilov, εφημέρευα στην εκκλησία. Τα καθήκοντά μου περιλάμβαναν το άνοιγμα της εκκλησίας το πρωί και το κλείσιμο το βράδυ. Ακόμα και τότε, ο ιερέας μπορούσε να δεχθεί κόσμο για εξομολόγηση ακόμη και μετά τα μεσάνυχτα. Ήμουν υπό «κατάρρευση» από την κούραση, τα πόδια μου δεν με κράταγαν, βάλθηκα να περπατώ από γωνία σε γωνία για να μην με πιάσει ο ύπνος.

– Αλεξάντρ, δώσε μου τα κλειδιά, άφησε, – ξαφνικά ακούω – θα κλείσω εγώ τα πάντα μόνος μου. Πήγαινε ξεκουράσου, κοιμήσου.

Και ο ίδιος έμεινε εκεί για μεγάλο χρονικό διάστημα ακόμη! Το πρωί, κοιτάζεις – πηγαίνει στην πρωινή Λειτουργία ήδη! Μα, καλά, πότε πρόλαβε και κοιμήθηκε; Να κοιμήθηκε καθόλου; Έπρεπε ακόμη να διαβάσει την προσευχή πριν την Θεία Λειτουργία. Κι αργότερα, στην ύστερη Λειτουργία (ΣτΜ: η πρωινή Λειτουργία αρχίζει στις 06.30 και η ύστερη στις 10.00) κοιτάζω, στέκεται και μιλάει με κάποιον ... Σαν μάνα! Τούς φρόντιζε όλους πνευματικά.

Θυμάμαι μια φορά που ο πάτερ ήταν πραγματικά κουρασμένος, εξαντλημένος. Μόλις που στέκονταν στα πόδια του. Και να σου που πέφτει πάνω του ένα μάτσο πιστοί:

– Πάτερ, έχουμε να κάνουμε Ευχέλαιο!

Έπρεπε να πάμε μακριά ... Κάποιος άλλος θα είχε βρει ένα κάρο δικαιολογίες, αλλά αυτός:

– Ε, ας διαβάσω τουλάχιστον το Ευαγγέλιο – (στον ίδιο μέρος, στη διάρκεια τού Ευχελαίου, διαβάζεται το Ευαγγέλιο επτά φορές και άλλες τόσες φορές ο Απόστολος, – π.Α. ).

Παρόμοια, εάν ήταν απαραίτητο να δώσει σε κάποιον την Θεία Κοινωνία, θα ετοιμάζονταν αμέσως και θα έφευγε.

Μετανοείτε και λησμονείτε! Προστατέψτε τα μάτια και τα αυτιά σας από τώρα και στο εξής. Και προσπαθήστε να προσεύχεστε

Ο πάτερ Ντανιήλ ήταν κάποιος που ποτέ δεν έλεγε ποτέ όχι σε κανέναν. Δυστυχώς, πολλοί κάναν κατάχρηση αυτού τού στοιχείου τού χαρακτήρα του. Τα πλήθη τον παίρναν από κοντά. Αν και το, εδώ που τα λέμε, το ξέρω αυτό κι από τον εαυτό μου, κι οι άλλοι μάλλον το ίδιο ένιωθαν: απλά ήθελαν να είναι κοντά του. Σε σημείο που πιθανόν μερικές φορές να τον ενοχλούσαν ακόμη και με γελοίες ερωτήσεις – δεν είχε σημασία τι τον ρώταγες, σημασία είχε να είσαι κοντά του. Εξέπεμπε ένα τέτοιο πνεύμα γαλήνης, την Χάρη τού Θεού! Δεν μπορείς να κάνεις κάτι για να σε σταματήσεις σε μια τέτοια περίπτωση – έτσι είναι όταν έχεις δίπλα σου ένα βαθιά πνευματικό άτομο.

Θυμάμαι που ο πατερούλης πήγαινε από την Τράπεζα στο κελί, και τότε να ΄σου ο πρώτος που έρχονταν, να΄σου κι ένας δεύτερος, να και τρίτος, κι αυτό για ώρες ολόκληρες. Ο πατερούλης ακούει όλους, προσεύχεται, απαντά.

Ο πατερούλης ήταν ένας παρηγορητής. Ήταν εύκολο να κάνεις εξομολόγηση μαζί του. Δεν ήταν από αυτούς που «δεσμεύουσι γὰρ φορτία βαρέα καὶ δυσβάστακτα καὶ ἐπιτιθέασιν ἐπὶ τοὺς ὤμους τῶν ἀνθρώπων» (βλ. κατά Ματθαίον, κεφ. 23 εδ.4). Μπορούσες να τού ανοίξεις την καρδιά σου.

Ο πατέρας ήταν ένας παρηγορητής. Ήταν εύκολο να κάνεις εξομολόγηση μαζί του. Δεν επέβαλε ποτέ σκληρούς κανόνες, ούτε αφόρητα βάρη

Σχετικά με την εξομολόγηση, ο πάτερ Ντανιήλ δίδασκε:

– Εδώ, πρέπει να μετανοήσουμε και να ξεχάσουμε! Διαφορετικά, μετανιώνεις και σε «ξανατρώει»... Όχι, δεν πρέπει να φτάσουμε εκεί. «Μετάνοια και μετά από αυτό .. ξέχασα! Τελεία.».

Ο πατερούλης επέτρεπε πάντα σε ένα άτομο να ανοίξει την καρδιά του στην εξομολόγηση. Aν, πάλι, είχες κατά νου να μην αναφέρεις κάτι, ή μιλούσες με μισόλογα, ή έφτανες να κομπιάζεις, αυτός μάντευε, κατά κάποιον τρόπο, τι ήθελες να πεις και σε βοηθούσε να το πεις τελικά ... Όλες οι αμαρτίες σου ήταν ορατές σε αυτόν. Κι εκείνη την στιγμή θα προσευχηθεί μαζί σου, αναστενάζοντας.

Κι εγώ ο ίδιος τού έστελνα ενορίτες που είχαν μπλεξίματα. Έφερε την γαλήνη σε πολλούς από αυτούς. Θα πήγαινε μάλιστα από μόνος του σε αυτόν που ήταν σε ανάγκη, αν χρειάζονταν. Ποτέ δεν αρνήθηκε να δεχτεί κανέναν.

Δίδασκε:

– Φίλε μου, τέτοιοι είναι οι καιροί την σήμερον ημέρα: τα μάτια σου και τα αυτιά σου! (για να μην δουν ή ακούσουν άσχημα πράματα). Προσπάθησε να προσεύχεσαι όλη την ώρα.

– Πάτερ, ξέρετε, υπάρχει μια τόσο άχρηστη προσευχή: να λες την προσευχή σαν «παπαγαλία» ενώ σκέφτεσαι άλλα πράματα – τού αντιλέγεις μερικές φορές, και αυτός:

– Προσευχήσου, τέλος πάντων, διάβασε! Πώς όταν χτυπάς το γάλα στο βούτυρο μέσα στον κάδο, και το ανακατεύεις και το ξαναανακατεύεις ... Έτσι είναι και με την προσευχή. Προσευχήσου, με όλα όσα έχεις στο στόμα σου, στην καρδιά και στη μνήμη σου, στο μυαλό σου. Άστα, έστω και ασυνείδητα προς το παρόν, να ανακατευθούν μεταξύ τους, έτσι θα αποχτήσεις την συνήθεια. Προσευχήσου! Άντε, δοκίμασε!

Τιθάσευση τής καταιγίδας

Και τι χάρισμα τού συλλογισμού που είχε! Και πώς λείπει αυτό από τον άνθρωπο τού σήμερα.

Τον ρωτάς κάτι, τού λες κάτι, και λες και λες... Κι αυτός στέκεται εκεί, με τα μάτια κλειστά. "Τώρα κοιμάται, ή τι; ...". Κι όμως όχι, δεν κοιμάται! Σε ακούει, εμβαθύνει σε αυτό που ακούει, προσεύχεται. Μόλις ανοίξει τα μάτια τον βλέπεις να είναι τόσο συγκεντρωμένος:

– Ας το κάνουμε καλύτερα έτσι, φίλε μου, έλα να το κάνουμε.

Θυμάμαι ότι είχα τότε να επιλέξω ανάμεσα σε δύο εκκλησίες. Η πρώτη – εκεί που ήταν ο πάτερ Ντμίτριι Ιβάνοφ ήταν η Εκκλησία τού Αγίου Δημητρίου τού Ροστόφ στο Οχάκοβο (ήταν και πιο κοντά στο σπίτι μου εκείνο τον καιρό, στο Τρόπαρεβο), και η δεύτερη ήταν η Εκκλησία τών Αγίων Φλώρου και Λαύρου στη οδό Ζατσέπα (ΣτΜ: κέντρο Μόσχας). Και τον ρωτώ λοιπόν:

– Πάτερ, πού να πάω; Μού αρέσει και το ένα και το άλλο...

Ο πατερούλης προσευχήθηκε.

– Έλα, φίλε μου, πιο κοντά μας, στο μοναστήρι.

(Δηλαδή, στην Παβελέτσκαγια στην Εκκλησία στην οδό Ζατσέπα).

Και ακόμη μια περίπτωση: αμέσως μετά την αποφοίτησή τους από την Σχολή, με καλέσαν να υπηρετήσω κάπου στο Ποντμοσκόβιε (ΣτΜ: Όμπλαστ τής Μόσχας) – μού αναθέτανε, πάνω–κάτω, μια ολόκληρη ενορία. Τα πάντα μού άρεσαν εκεί. Έλα όμως που ήμουν γέννημα–θρέμα Μουσχοβίτης: πώς να φύγω από τη Μόσχα; Και επέμεναν τόσο πολύ που με είχαν σχεδόν πείσει...

«Όχι, Αλέξανδρε», μού είπε ξαφνικά, σαν να τον είχε χτυπήσει κεραυνός, ο πάτερ, «μην φύγεις από το “ομόφορο” τής Αγίας Επισκοπής της Μόσχας. Μείνε εδώ. Θα σού είναι δύσκολο εκεί. Μπορεί να λες αυτά που λες τώρα, κι αν πας εκεί, θα σού έρθει η νοσταλγία τής Μόσχας, και θα είναι δύσκολο για σένα εκεί. Μείνε, υπηρέτησε εδώ».

Θυμάμαι ότι στη συνέχεια δέχτηκα την εντολή τού πατερούλη. Αλλά στην συνέχεια, οι αμφιβολίες ξαναεμφανίστηκαν και με βασάνιζαν. Στεκόμουν, θυμάμαι, στον τάφο τού πατρός Αριστοκλή (όχι ακόμη αγιοκαταταγμένου) στο κοιμητήριο τού Danilov– και μέσα μου μπόρα ολόκληρη: πώς να πάρω την απόφαση; .. Και ο Κύριος μού έστειλε σημάδι – λες και «ἐπετίμησε τοῖς ἀνέμοις καὶ τῇ θαλάσσῃ» (βλ. κατά Ματθαίον κεφ. 8, εδ. 26). Δεν ξέρω: να ΄ταν η προσευχή του πνευματικού.. Τελούσαν παννυχίδα εκείνην την ώρα. Και μια υπηρέτρια τού Θεού έβαλε μια στοίβα από εικόνες στον τάφο. Οι άνθρωποι τις άρπαξαν γρήγορα. Κι αυτή μού έβαλε τις φωνές:

– Tι κοντοστέκεσαι εκεί, γιατί δεν έρχεσαι προς τα δω; Παρ'την Δεν έχουν μείνει εικονίτσες, αλλά να μια φωτογραφία από τον τάφο του στάρετς!

Την πήρα στα χέρια μου, την κοίταξα και τι να δω: η πόλη τής Μόσχας! Και πάνω από αυτήν – μια σειρά αγίων. Τα πάντα μού ήταν πλέον ξεκάθαρα.

Για τον πάτερ Ντανιήλ, τα δικά σου ήταν και δικά του

Στη συνέχεια, την εποχή που παρεχώρησαν στο Danilov το Ντολμάτοβο (ΣτΜ: περιοχή τού Ντομοντιέντοβο, 50χλμ από την Μόσχα) για παραγωγή αγροτικών προϊόντων για τις ανάγκες τού Μοναστηριού, τότε δούλευα στo Μοναστήρι. Μού δόθηκε η διακονία να φροντίζω τα πάντα εκεί, να δουλεύω στο μελισσοκομείο. Για πρώτη φορά, είχαμε πάει εκεί το 1989, αμέσως μετά το Πάσχα: οι αδελφοί, με επικεφαλής τον πάτερ Ντανιήλ, και εγώ από κοντά.

Το πρώτο Πάσχα στον Καθεδρικό Ναό της Τριάδας τού αναστηλωμένου Danilov, 1985 Ο ιερομόναχος Ντανιήλ στο κέντρο Το πρώτο Πάσχα στον Καθεδρικό Ναό της Τριάδας τού αναστηλωμένου Danilov, 1985 Ο ιερομόναχος Ντανιήλ στο κέντρο

Φτάσαμε ... Ανατριχίλα. Καθολική καταστροφή. Ερείπια. Αγριόχορτα. Πού να περάσεις. Με ζούγκλα έμοιαζε. Υπήρχε κάποτε ένα αρχοντικό στην πεδιάδα, κατόπιν, στην σοβιετική εποχή το μετάτρεψαν σε σχολείο, και μόλις έγινε γνωστό ότι το κτίριο αυτό, το οποίο ήταν από καιρό άδειο, θα δίνονταν στην Μονή, κάποιος τού έβαλε φωτιά. Όλα μαύρα ... κατέρρευσε.

Κοιτάμε τριγύρω. Πέφτει πάνω μας ένας γεράκος. Φαινόταν «πρωτόγονος», με μακριά γενειάδα – και ταυτόχρονα σού προκαλούσε λύπη. Μίσα Κυρίλοβ τον λέγανε. Μεθυσμένος, φτωχούλης. Αλλά, με τέτοια καθαρή καρδιά ..! Άκακος. Απονήρευτος. Τού είχαν κάψει και το σπίτι. Πήγαινε στο δάσος να μαζέψει μανιτάρια. Γυρίζει: πού σπίτι ... Ήθελαν να τον βάλουν σε ένα γηροκομείο, αλλά αρνήθηκε. Εγκαταστάθηκε κοντά, σε ένα υπόστεγο. Το θέρμανε τον χειμώνα όσο καλύτερα μπορούσε. Ναι, είχε παγώσει εκεί. Τα πόδια μου ήταν παγωμένα. Στο νοσοκομείο ακρωτηρίασαν τα δάχτυλα και των δύο ποδιών του. Άρχισε να μαζεύει σε αυτό το υπόστεγο πάσης φύσης αντικείμενα που πέταγαν οι άλλοι. Οι γείτονες βάλθηκαν να τον διώξουν.

– Παππού, μα γιατί κλαις; – τον ρωτά ο πάτερ Ντανιήλ όταν πέσαμε πάνω του κάπου κοντά στον ερειπωμένο ναό μας.

Προσπάθησε να εξασφαλίσει σε όλους την είσοδο στην Βασιλεία τών Ουρανών

Κάθονταν εκεί, σαν μικρό παιδί, μέσα σε όλα αυτά τα σκουπίδια που έχει συλλέξει.

– Γιατί, – έλεγε με λυγμούς, – με έδιωξαν. Και δεν έχω να πάω πουθενά.

– Μην κλαις! – τον εμψύχωσε αμέσως ο πατερούλης. – Δεν θα σε αφήνουμε έτσι να υποφέρεις. Θα μείνεις μαζί μας!

Έτσι κι έγινε βοηθός μας.

– Πώς τα πάει ο Μίσα; – λέω κάποτε στον πάτερ Ντανιήλ, όταν είχα ήδη μπει στην Σχολή.

– Ο Μίσα είναι καλά. Όπου πρόβλημα, τρέχει και το λύνει άμεσα . Έχει ριζώσει στο μετόχι. Είναι ο άνθρωπός μας!

Για τον πάτερ Ντανιήλ «τα των άλλων ήταν και δικά του». Πάσχιζε να εξασφαλίσει σε όλους την είσοδο στην Βασιλεία των Ουρανών.

Ράντονιτσα, 1985 Πάτερ Ντανιήλ – Ιεροδιάκονος με κερί και θυμιατό στο χέρι, ο μελλοντικός Πρωθιερέας Αλεξάντερ Τιχόνοφ τρίτος από αριστερά Ράντονιτσα, 1985 Πάτερ Ντανιήλ – Ιεροδιάκονος με κερί και θυμιατό στο χέρι, ο μελλοντικός Πρωθιερέας Αλεξάντερ Τιχόνοφ τρίτος από αριστερά

Δεν είναι το αντικείμενο που έχει αξία, αλλά η μνήμη τού ανθρώπου πίσω από αυτό

Τεράστιο το ποίμνιό του. Όλοι τους καλοί, μορφωμένοι, φωτεινοί άνθρωποι. Κοιτάζετε: είναι όλοι τους σαν μια οικογένεια. Ο πατερούλης καθοδηγούσε επιμελώς τον καθέναν, φρόντιζε – όχι έτσι ώστε απλά κάποιος να «συνηθίσει» την Εκκλησία κι αυτό ήταν όλο, αλλά και να καταλάβει τον εαυτό του. Στον καθέναν, και στο μέτρο που το επέτρεπε το πνευματικό του επίπεδο του, θα τού πρότεινε κάτι, και θα τον καθοδηγούσε όλο και πιο πολύ. Χωρίς «στάσεις», έτσι είναι, βλέπετε, η «πραγματικά πνευματική ζωή».

Ο κάθε ποιμένας έχει και τα δικά του πνευματικά παιδιά, αλλά όλα τα παιδιά τού πάτερ ήταν υπάκουα. Θέλει δεξιότητα ψυχής από την μεριά τού πνευματικού για να γίνει αυτό.

Και η αδερφότητα τού Danilov τον αγαπούσε πάρα πολύ τον πάτερ Ντανιήλ.

Έπρεπε κάποια φορά να πάω στο κελί τού πατερούλη, να τον βοηθήσω. Νωρίτερα, ο πατερούλης ζούσε στο «νοσοκομειακό» κτίριο, με το που μπαίνεις στο μοναστήρι δεξιά. Σε ένα ερειπωμένο δωμάτιο, με σάπια δοκάρια – νόμιζες ότι θα κατέρρεε από ώρα σε ώρα. Από την άλλη, αυτός, δεν φαινόταν να έδινε καν προσοχή στην εξωτερική εμφάνιση, αλλά προσεύχονταν αδιαλείπτως. Αργότερα, όταν άρχισαν οι εργασίες αναστήλωσης, τον βοήθησα να μεταφέρει τα πράγματα του σε ένα νέο κελί. Μιλάμε για πολύ λίγα πράματα. Ο πατερούλης έδωσε σε μάς τα παιδιά το κλειδί για το κελί του έτσι απλά, χωρίς τον παραμικρό δισταγμό.

Ήρθα, θυμάμαι, και σκέφτηκα: δεν έχει χρόνο, ας καθαρίσω εγώ. Πάω να ξεκινήσω, και τι να δώ, δεν είχε καν κρεβάτι! Δύο κομοδίνα, από πάνω τους ένα χαρτόνι, και πάνω από αυτο ένα πολύ λεπτό στρώμα ... Αυτό ήταν το «κρεβάτι» του.

Κοίταξα: δεν είχε καν κρεβάτι! Δύο κομοδίνα, κι ένα χαρτόνι πάνω σε αυτά

Θυμάμαι επίσης ότι είχε κι έναν ξύλινο πάγκο εκεί. Τον είχε και στο παλιό του κελί. Και όταν μετακόμιζε, σκέφτονταν πώς να τον βολέψει αυτόν τον πάγκο. Κι εγώ από την μεριά μου άρχισα να πεισμώνω:

– Μα δεν χωράει πουθενά στο νέο κελί ...

– Όχι, όχι, πρέπει να τον πάρεις – μού είπε, ξαφνικά, ανήσυχα ο πάτερ Ντανιήλ. – Τον έφτιαξε ένας πολύ καλός άνθρωπος (και είναι και καλοφτιαγμένο όσο δεν παίρνει). – Αδύνατον να τον λησμονήσω αυτόν τον άνθρωπο!

Εκείνο τον καιρό, ο περί ού ο λόγος, είχε ήδη πεθάνει ... Για τον πατερούλη, βλέπετε, δεν ήταν το αντικείμενο καθαυτό, αλλά η μνήμη τού ανθρώπου που συνδέονταν με αυτό το αντικείμενο, που είχε σημασία γι΄αυτόν.

Θυμάμαι έβαλε μια εικόνα σε αυτόν τον πάγκο. Εικόνα με την προτομή τού προφήτη Δανιήλ. Και στο δωμάτιό του, υπήρχαν απλά μια βιβλιοθήκη γεμάτη βιβλία και ένα γραφείο, επίσης γεμάτο με βιβλία. Υπήρχε κι ένα εικονοστάσι τοίχου, με ένα κερί και έναν σταυρό. Αυτό ήταν όλο. Οι εικόνες στο κελί ήταν πολύ απλές. Και ό,τι τού έφεραν – μια φορά ένα ολόκληρο σπιτικό εικονοστάσι, παλιές εικόνες (κάποιος πέθανε και συγγενείς τις έφεραν) – τα μοιράστηκε αμέσως. Με το που έβλεπε ότι κάτι άρεσε σε κάποιον, τού το έδινε αμέσως! Και δεν λυπόταν γι΄αυτό.

Δεν ήταν καν προσκολλημένος στα πράγματα, δεν αναζητούσε παρηγοριά για τον εαυτό του σε αυτά. Ήταν έτοιμος να δώσει τα πάντα στούς άλλους

Τα πνευματικά του παιδιά τού έφερναν και λιχουδιές. Όλα έμεναν στο διάδρομο του – δεν τα έφερνε καν στο κελί του. Κι έρχονταν οι αδελφοί σε αυτόν και τού λέγαν:

– Πάτερ, μπορώ;

– Παρ'το!

Δεν ήταν προσκολλημένος στα πράγματα, δεν αναζητούσε παρηγοριά για τον εαυτό του σε αυτά. Ήταν έτοιμος να δώσει τα πάντα. Τού δίναν χρήματα σε φακελάκια, αλλά όλα πήγαιναν για διανομή. Έδινε στούς αδελφούς – σε κάποιον για διακοπές, σε άλλον για θεραπεία. Ο πάτερ δεν ενδιαφερόταν για τον εαυτό του. Δεν λυπόνταν τον εαυτό του.

Άντε πάλι κάτω τις σκάλες και απάνω πάλι – όχι φυσική άσκηση, αλλά πνευματικός ασκητισμός

Ήταν άνθρωπος τής νηστείας, δεινός ασκητής τής προσευχής. Στην διάρκεια τής Μεγάλης Τεσσαρακοστής, την πρώτη εβδομάδα, δεν έβαζε στο στόμα του απολύτως τίποτε. Θυμάμαι ότι του έφερα μια μέτρια μερίδα φαγητό από την Τράπεζα και γυρίζει και μού λέει:

– Άκου, Αλεξάντρ, πάρτα όλα αμέσως και πήγαινε τα πίσω. Δεν σού ζήτησα να μού φέρεις τίποτε.

Κι όμως, με τούς άλλους, σε θέματα νηστείας και ασκητικής πρακτικής, ήταν επιεικής. Έλεγε:

– Το κυριότερο είναι όλες αυτές οι μυρωδιές αυτών των τροφίμων, η ποικιλία τους, να μην θολώσουν το μυαλό, τον νου.

Είναι στην φύση μας να αλληλοεξαρτώνται τα πάντα – μπορείς να φας μέχρι να μπουχτίσεις, να χάσεις τον αυτοέλεγχό σου, να σκανδαλιστείς πολλαπλά. Και το μόνο χρειαζούμενο εδώ ήταν να είσαι πιο συγκεντρωμένος στο στοιχειώδες, απλά στο φαγητό, στο παράδειγμά μας. Να δείξεις εγκράτεια, κάπως, εξωτερικά. Θυμάμαι τότε που, ανεβαίναμε (πηδούσαμε καλύτερα) όχι δύο–δύο, αλλά τέσσερα μαζί (παιδιά ακόμη) τα σκαλοπάτια στο κτίριο τής αδελφότητας. Και από τον πάνω όροφο, ο πάτερ Ντανιήλ μάς έλεγε:

– Λοιπόν, φιλαράκια μου, άντε κατεβείτε ξανά κάτω στον δρόμο και ανεβείτε πάλι, ήρεμα όμως αυτήν την φορά.

.. άσκηση στην σωφροσύνη, την τόσο απαραίτητη στην πνευματική ζωή.

Ο ίδιος ο πατερούλης ήταν «αόρατος»¨και «αθόρυβος». Θα μπορούσε ξαφνικά να ξεπεταχτεί ακριβώς μπροστά σου. Και στην εκκλησία θα προσέρχονταν διακριτικά, θα στέκονταν στην άκρη, θα προσεύχονταν. Κρατούσε πάντα χαμηλούς τόνους, και δεν εξέθεσε ποτέ κανέναν. Ένας μετριοπαθής, ήσυχος άνθρωπος με βαθιά πνευματική ζωή.

Σε μερικές δύσκολες περιπτώσεις, ο πατερούλης θα μπορούσε, για παράδειγμα, να σε ανακατευθύνει στον πάτερ Ιωάννη (Κρεστιάνκιν). Θυμάμαι που κάποτε τον πλησίασα με μια «μπερδεμένη» ερώτηση ...

– Ωι, – λέει ο πατερούλης, – γιατί δεν σε πήρα στον πάτερ Ιωάν; Θα έπρεπε να σε έπαιρνα μαζί μου στο Πετσόρι (ΣτΜ: στην Μονή των Σπηλαίων τού Πσκώφ). Μόλις γύρισα από κει. Πώς δεν το σκέφτηκα να σε πάρω μαζί μου.

Θυμάμαι, άμα μίλαγες στον πάτερ Ιωάν για τον πάτερ Ντανιήλ, θα σού έλεγε αμέσως:

«Προσευχόμαστε γι 'αυτόν, τον μνημονεύουμε».

Υπήρχε μια πνευματική σύνδεση μεταξύ τους. Όπως, φαντάζομαι, μεταξύ όλων των ασκητών.

Θυμάμαι μια φορά που ο πατέρας Ντανιήλ κουράστηκε, κοίταζε κάπου μακριά... Και ήταν σαν να έβλεπε κάποιο μυστήριο Θεού. Δίπλα του, αισθανόσουν την υπέρβαση της ύπαρξης. Ασκούσε αδιαλείπτως την προσευχή – βαθιά μέσα του, με αυτοσυγκέντρωση, ποτέ δεν έλεγε περιττά λόγια. Δεν μίλησα για να μιλήσει. Δεν γελούσε. Σώφρονας. Γαλήνιος. Εάν κάποιος άρχισε να σπείρει τον πανικό, ο πατερούλης θα καθησύχαζε τούς πάντες:

«Λοιπόν, ας προσευχηθούμε, αδελφοί. Ήρεμα. Χωρίς σκοτούρες».

Και μετά, θα αρχίσει να αναλύει διεξοδικά το ερώτημα που είχε αναστατώσει κάποιον. Με βάση ακριβώς αυτά που τού έλεγε ο άλλος. Και αυτός:

– Κι αν γίνει έτσι; Ή έτσι; .. – Κατά κάποιο τρόπο θύμιζε την μέθοδο τού πάτερ Ιωάν (Κρεστυάνκιν).

Ο πατερούλης θα συλλογίζονταν, ακόμη, μαζί σου. Ποτέ δεν θα έδινε συστάσεις όταν συναντούσε κάποιον. Όλα πάνω του ανέδυαν ένα αίσθημα βαθιάς συλλογιστικής.

Υπενθύμιζε πάντα τα λόγια τού μοναχού Σεραφείμ τού Σαρώφ: «αποκτήστε το πνεύμα τής ειρήνης και τότε χίλιες ψυχές ολόγυρά σας θα βρουν την λύτρωση». Δεν χρειάζεται να ταράζεστε, να βάζετέ τρομακτικά πράματα με το μυαλό σας, ή να αγανακτείτε που κάτι δεν είναι όπως θα θέλατε να είναι! Αποκτήστε ένα πνεύμα ειρήνης! Και τότε όλα στη ζωή σας θα πάνε σύμφωνα με το θέλημα τού Θεού.

Ο ίδιος ο πατέρας Ντανιήλ απέκτησε αυτό το πνεύμα ειρήνης. Κι όσο για μάς, δεν πρέπει να χάσουμε από τα μάτια μας αυτό το σωτήριο μονοπάτι: να ακολουθήσουμε τα χνάρια – κι έτσι θα φτάσουμε στον Θεό.

Πρωθιερέας Αλεξάντερ Τίχονοφ
Επιμέλεια: Όλγα Ορλόβα
Μετάφραση για το gr.pravoslavie.ru: Γρηγόριος Μάμαλης

Pravoslavie.ru

7/30/2021

[1] ΣτΜ: https://pravlife.org/ru/content/god–posle–postriga–ili–kak–eto–byt–monahom

[2] ΣτΜ: Ο Όσιος Αλέξιος γεννήθηκε στη Ρώμη to 357μ.Χ., από εύπορους γονείς (ο πατέρας του ήταν μάλιστα συγκλητικός). Οι γονείς του διακρίνονταν για την βαθιά χριστιανική πίστη και τα φιλάνθρωπα χριστιανικά αισθήματά τους. Είχαν κάνει το σπίτι τους καταφύγιο των ορφανών, των χηρών και των πενήτων. Καίτοι τον παντρέψανε, αυτός την πρώτη νύχτα τού γάμου, αφού έδωσε το δαχτυλίδι στην σύζυγό του, το έσκασε με όσα λεφτά μπορούσε να πάρει μαζί του και έφυγε για Συρία και Μεσοποταμία, όπου και μοίρασε τα λεφτά αυτά σε φτωχούς. Ο Όσιος Αλέξιος για δεκαεπτά χρόνια παρέμεινε στο νάρθηκα του ναού της Θεοτόκου ευαρεστώντας το Θεό. Και μια νύχτα η Θεοτόκος παρουσιάστηκε στον προσμονάριο του ναού σε όνειρο και του ζήτησε να φέρει μέσα στο ναό τον «άνθρωπο του Θεού». Ο προσμονάριος μην βρίσκοντας άλλον άνθρωπο πέρα από τον Αλέξιο, και κατόπιν δέησής του στη Θεοτόκο να τού υποδείξει αυτόν τον άνθρωπο, πήρε από το χέρι τον Όσιο Αλέξιο και τον εισήγαγε στο ναό με κάθε τιμή και μεγαλοπρέπεια.

Ο Αλέξιος έφυγε και πάλι, θέλοντας να αποφύγει την «δημοσιότητα», κατέληξε όμως, λόγω καιρικών συνθηκών κι όντας εν πλώ, πίσω στην Ρώμη όπου και πήγε πίσω στο σπίτι των γονιών του. Εκεί έζησε 17 ολόκληρα χρόνια χωρίς κανείς να τον αναγνωρίσει. Είχε ζητήσει να τρώει απο τα περισσέυματα τής τράπεζας, τα οποία όμως και πάλι μοίραζε στούς φτωχούς, και μόνο μετά την Κοινωνία των Θείων και Αχράντων Μυστηρίων δεχόταν λίγο άρτο και νερό. Την ημέρα τής κοιμήσεώς του, τον βρήκαν κι ανακάλυψαν το ποιός ήταν, κι αυτό μόνο αφότου στην διάρκεια τέλεσης τής Θείας Λειτουργίας υπό τον Αρχιεπίσκοπο Κων/πόλεως Ιννοκέντιο, ακούσθηκε φωνή από το Άγιο Θυσιαστήριο, που καλούσε τους συμμετέχοντες να αναζητήσουν τον «άνθρωπο του Θεού». Αργότερα την ίδια μέρα μια φωνή στην Εκκλησία τούς υπεδείκνυε το σπίτι των γονιών τού Οσίου. Όταν μάλιστα βρήκαν τον Όσιο νεκρό πλέον, τον βρήκαν να κρατά στο χέρι του ένα χαρτί όπου και είχε γράψει όλην του την ιστορία. Η κάρα τού Οσίου δωρήθηκε από τον βυζαντινό αυτοκράτορα Μανουήλ Παλαιολόγο στην Ιερά Μονή της Αγίας Λαύρας Καλαβρύτων, όπου και φυλάσσεται μέχρι σήμερα. Ο Όσιος Αλέξιος τιμάται ως πολιούχος και προστάτης άγιος των Καλαβρύτων.

(Πηγή: https://agiospatrokosmas.gr/agioi/osios–alexios–o–anthropos–tou–theou–o–agios–ths–ellhnikhs–epanastashs–1821 )

Σχόλια
Μπορείτε να αφήσετε το σχόλιό σας παρακάτω (μέχρι 700 σύμβολα). Όλα τα σχόλια θα διαβαστούν από τους συντάκτες του Ορθοδοξία. Συνδεθείτε μέσω (κοινωνικών δικτύων) ή πληκτρολογήστε τα στοιχεία σας.
Enter through FaceBook
Το όνομα σας:
Το e-mail σας:
Πληκτρολογήστε τον αριθμό στην εικόνα:

Characters remaining: 4000

×