Μνήμη 13/26 Δεκεμβρίου
Ο άγιος ιερομάρτυρας Γαβριήλ (Ράιγιτς) ανέβηκε στον πατριαρχικό θρόνο σε μια δύσκολη για τη Σερβική Εκκλησία περίοδο της Τουρκοκρατίας. Στάθηκε στο τιμόνι της Εκκλησίας από το 1648 έως το 1655 φροντίζοντας την λογική ποίμνη που του εμπιστεύτηκαν. Ο μακάριος Γαβριήλ εργάστηκε σκληρά για την ενίσχυση της εκκλησιαστικής τάξης και ειρήνης. Ωστόσο, με τον καιρό, η θέση της Εκκλησίας άρχισε να χειροτερεύει. «Από τη μια πλευρά» - γράφει ο μοναχός Ιουστίνος (Πόποβιτς) - «υπήρχαν οι τουρκικές αρχές, που διέπρατταν διάφορες βιαιοπραγίες και απαιτούσαν τεράστιο φόρο από την Εκκλησία, και από την άλλη, υπήρχε έντονη ρωμαιοκαθολική προπαγάνδα, η οποία, μέσω των παπικών «ιεραποστόλων», προσπαθούσαν στη Σερβία, καθώς και μεταξύ άλλων βαλκανικών ορθόδοξων λαών να σπείρουν τους σπόρους της Ουνίας».
Το 1649 ο άγιος επισκέφθηκε την Κωνσταντινούπολη για να πληρώσει τον οφειλόμενο φόρο και να επιβεβαιώσει την αρχιερατική του θέση. Εκπληρώνοντας το ποιμαντικό του καθήκον, ο Πατριάρχης Γαβριήλ ταξίδευε στις απομακρυσμένες γωνιές των σερβικών εδαφών. Έτσι, το 1650 - 1651 πραγματοποίησε πολλά ποιμαντορικά ταξίδια, διδάσκοντας τον νόμο του Θεού και ενισχύοντας την πίστη των πατέρων στο λαό, ώστε το Ορθόδοξο ποίμνιο να μπορεί να αντισταθεί, σθεναρά, στην πίεση της παπικής προπαγάνδας. Προς το σκοπό αυτό Πατριάρχης επισκεπτόταν τα πιο απομακρυσμένα σερβικά εδάφη, βόρεια του Δούναβη, όπου η επιρροή των Ουνιτών ήταν ιδιαίτερα μεγάλη.
Το 1653, ο άγιος επισκέφτηκε τη Βλαχία και τη Μολδαβία, όπου έμεινε για κάποιο διάστημα με τον βοεβόδα Μάτια Μπασαράμπ, εκπληρώνοντας την πολιτική αποστολή που του ανατέθηκε: ο Σέρβος πατριάρχης βοήθησε να συμφιλιωθεί ο Μάτια Μπασαράμπ με τον χέτμαν Μπογδάνο Χμελνίτσκι.
Στη συνέχεια ο πατριάρχης συνέχισε το ταξίδι του προς την ομόδοξη Ρωσία και στα μέσα του 1654 έφτασε στη Μόσχα, όπου έτυχε θερμής υποδοχής. Κύριος σκοπός του ταξιδιού του αγίου ήταν η συγκέντρωση ελεημοσύνης για την πολύπαθη Σερβική Εκκλησία. Ο χρονικογράφος σημειώνει ότι εκείνη την εποχή υπήρχε μεγάλη εξαθλίωση και στις σερβικές εκκλησίες και μονές έλειπαν τα απαραίτητα λειτουργικά σκεύη.
Εκτός από τη συλλογή ελεημοσύνης ο πατριάρχης είχε και άλλη μία πρόθεση. Στη Μόσχα ήθελε να τυπώσει το βιβλίο «Τυπικό. Η εκλογή των τριάντα τεσσάρων βιβλίων κατά της λατινικής αιρέσεως του Μητροπολίτη Θεσσαλονίκης Νείλου Καβάσιλα» που έφερε μαζί του. Ο άγιος συνειδητοποιούσε την επιτακτική ανάγκη για ένα βιβλίο, όπου θα εξετάζονταν, λεπτομερώς, τα διάφορα πολεμικά ζητήματα κατά των αιρέσεων. Στη Μόσχα, ο Σέρβος Προκαθήμενος έγινε δεκτός δύο φορές από τον Τσάρο Αλεξέι Μιχαήλοβιτς και με τον Πατριάρχη Νίκωνα ανέπτυξε στενές φιλικές σχέσεις και μάλιστα, συμμετείχε ενεργά στη Σύνοδο της Μόσχας το 1656.
Υπό την πίεση των περιστάσεων, ο Πατριάρχης Γαβριήλ σκόπευε να μείνει στη Ρωσία για μεγάλο χρονικό διάστημα και έστειλε πληρεξούσιους στη Σερβία με πρόταση να εκλέξουν νέο Προκαθήμενο για την Εκκλησία. Πράγματι, ο Πατριάρχης Μάξιμος (1655-1674) ανέβηκε σύντομα στον πατριαρχικό θρόνο. Ωστόσο, αργότερα ο Άγιος Γαβριήλ αποφάσισε να επιστρέψει στο ποίμνιό του. Επιστρέφοντας στην πατρίδα του, προφανώς, ήθελε και πάλι να ανέλθει στον πατριαρχικό θρόνο, πράγμα το οποίο δεν κατάφερε σε μεγάλο βαθμό λόγω της αντίστασης των τουρκικών αρχών. Δεν υπάρχουν περαιτέρω πληροφορίες για τις συνθήκες της επιστροφής του και τις μετέπειτα δραστηριότητές του στην πατρίδα.
Είναι γνωστό όμως ότι ο μακάριος Γαβριήλ κατηγορήθηκε για προδοσία από τους Τούρκους και συκοφαντήθηκε από τους Εβραίους, οι οποίοι ήταν θυμωμένοι μαζί του επειδή ο άγιος βάπτισε χριστιανούς ορισμένους εκ των ιουδαίων. Με την κατηγορία ότι ο άγιος βάπτισε Τούρκους, ο πατριάρχης συνελήφθη και μεταφέρθηκε στα Μπρούσα, όπου βρίσκονταν εκείνη τη στιγμή ο σουλτάνος και ο μεγάλος βεζίρης. Ακούγοντας τις συκοφαντίες, ο βεζίρης ανέκρινε τον πατριάρχη με ιδιαίτερη αυστηρότητα και πεπεισμένος για την αθωότητα του αγίου του είπε: «Κατηγορείσαι για εσχάτη προδοσία και σύμφωνα με το νόμο μας, πρέπει να εκτελεστείς. Αν όμως απαρνηθείς την πίστη σου και ασπαστείς τη δική μας, θα σου χαρίσω ελευθερία, θα σε περιλάβω με τιμές ώστε να περάσεις τη ζωή σου με κάθε άνεση, τιμή και δόξα».
Ακούγοντας αυτά τα λόγια ο μακάριος Πατριάρχης Γαβριήλ, χωρίς δισταγμό, απάντησε με θάρρος:
«Είναι ξεκάθαρο σε όλους ότι είμαι εντελώς αθώος. Όσον αφορά για το «να απαρνηθώ την πίστη μου και να ασπαστώ στη δική σου» και έτσι να αποφύγω τον θάνατο, εφόσον έχω ακόμα σώας τας φρένας δεν μπορώ να συμφωνήσω σε αυτό. Είμαι έτοιμος να υπομείνω χιλιάδες βασανιστήρια, με τη βοήθεια του Χριστού, και θα ήθελα να πεθάνω για την αγάπη Του, όχι μόνο μία, αλλά εκατοντάδες φορές, αν αυτό ήταν δυνατό».
Μετά από μια τέτοια απάντηση ο άγιος ομολογητής καταδικάστηκε σε θάνατο δια του απαγχονισμού και να παραδόθηκε στα χέρια των δημίων, οι οποίοι με διάφορα βασανιστήρια ήλπιζαν να τον αναγκάσουν να απαρνηθεί τον Χριστό και να εξισλαμιστεί. Όμως ο γενναίος στρατιώτης του Χριστού όχι μόνο υπέμεινε όλα τα μαρτύρια με μεγάλο θάρρος, αλλά ένιωθε και απερίγραπτη χαρά που αξιώθηκε να υποφέρει για τον Δεσπότη του. Οι βασανιστές βλέποντας την ακεραιότητα του πνεύματος και τη σταθερότητα της πίστης του αγίου, τελικά, τον κρέμασαν. Έτσι, το 1659, ο άγιος πατριάρχης-μάρτυς Γαβριήλ παρέδωσε την αγία και μακάρια ψυχή του στα χέρια του Θεού και αναχώρησε προς τον αγαπημένο του Κύριο για να λάβει από Αυτόν το στέμμα στη Βασιλεία των Ουρανών.