Ο Ιερός Ναός της Αγίας Σκέπης στον ποταμό Νερλ. Φωτογραφία: Eduard Gordeev | egord.photosight.ru
Στις 13 Μαρτίου του 2022, την πρώτη Κυριακή της Μεγάλης Τεσσαρακοστής, επιστήμονες, κληρικοί και λαϊκοί του Κέντρου Μελέτης του Ορθόδοξου Χριστιανισμού στο Πανεπιστήμιο Φόρνταμ (ιδιωτικό ιησουϊτικό πανεπιστήμιο στις ΗΠΑ) και της Ακαδημίας Θεολογικών Σπουδών Βόλου δημοσίευσαν τη Διακήρυξη κατά της διδασκαλίας περί «Ρωσικού Κόσμου» [1].
Η Διακήρυξη ξεκινάει ως γεωπολιτικό κείμενο με την αντίστοιχη για αυτό το αντικείμενο ορολογία[2], στο οποίο εκφράζεται διαφωνία προς τους πολιτικούς και εκκλησιαστικούς ηγέτες της Ρωσίας. Ωστόσο, στη συνέχεια μετατοπίζεται σε συμπεράσματα θεολογικού χαρακτήρα. Η διαμαρτυρία των ορθόδοξων κληρικών και λαϊκών που το υπογράφουν, με αυτόν τον τρόπο, γίνεται ταυτόχρονα και πολιτική (η στάση της συντριπτικής πλειοψηφίας συμπίπτει με την επίσημη στάση των κρατών ιθαγένειας ή διαμονής τους) και εκκλησιαστική. Να τονίσουμε, ευθύς εξαρχής, την απίστευτη απήχηση που είχε αυτό το εγχείρημα στον τύπο, τόσο ασυνήθιστο, για θεολογικό κείμενο τόσο πολύ περιορισμένης ειδίκευσης , όπως είναι η ορθόδοξη θεολογία. Η Διακήρυξη πολύ γρήγορα κατακερματίστηκε και δημοσιεύτηκε σε αποσπασματικά τσιτάτα σε διάφορες δημοσιεύσεις σε όλες τις ηπείρους και σε όλες τις γλώσσες, συμπεριλαμβανομένων και των μη ευρωπαϊκών, με εισαγωγή πρόσθετων σχολίων από δημοσιογράφους διάφορων προφίλ[3].
Ως προς το σκέλος της εκκλησιαστικής θέσης της, η Διακήρυξη ασκεί κριτική για τη διδασκαλία περί «ρωσικού κόσμου» ως «μια μορφή ορθόδοξου εθνοφυλετικού θρησκευτικού φονταμενταλισμού» ή «εθνοφυλετικής αίρεσης», η οποία, όπως προϋποθέτουν οι συντάκτες του κειμένου, καθορίζει τις ενέργειες της Ρωσικής Κυβέρνησης και της Ρωσικής Εκκλησίας.
Καταλαβαίνουμε ότι μόνο η μεγάλη ανησυχία για την ανθρωπιστική κατάσταση στην Ουκρανία μπορούσε να ωθήσει τους ορθόδοξους κληρικούς και λαϊκούς στο να εκφράσουν τη θέση τους σε τόσο αδέξια επιλήψιμη μορφή. Ωστόσο, ο Ρώσος ορθόδοξος αναγνώστης, που αντιδρά στην Διακήρυξη, δυσκολεύεται να καταλάβει την άποψη των συντακτών του για τον «Ρωσικό Κόσμο» ως αίρεσης. Πρώτα από όλα, επειδή στο κείμενο απουσιάζουν παντελώς αναφορές στις πηγές της επικρινόμενης «ψευδής διδασκαλίας», αν παρακάμψουμε τη διατύπωση ότι «στις ομιλίες τους κατά τα τελευταία 20 χρόνια, ο Βλαντίμιρ Πούτιν και ο Πατριάρχης Μόσχας Κύριλλος (Gundiaev) έχουν επανειλημμένα επικαλεστεί και αναπτύξει την ιδεολογία αυτού του “ρωσικού κόσμου”». Όμως, συνήθως η ερμηνευτική μιας διδασκαλίας γίνεται με βάση τα δογματικά και κανονικά κείμενα της Εκκλησίας, τα πρωτόκολλα Συνόδων, τα βιβλία, τα Συνέδρια, τέλος, τα εκπαιδευτικά βοηθήματα και συγγράμματα, μια και πρόκειται για την επίσημη δημόσια θρησκευτική οργάνωση, και όχι για μυστική κοινότητα ή συμμορία. Αφού τη Διακήρυξη την έχουν υπογράψει κάποιοι συγκεκριμένοι μεγάλοι επιστήμονες, στους οποίους δεν είναι δυνατόν να χρεώσουμε ολιγωρία ή συνωμοσιολογικές μεθόδους, τότε αυτό, με όλο το σεβασμό, μιλάει μόνο για ένα πράγμα: το κείμενο της Διακήρυξης δε βασίζεται σε πηγές επειδή παλαιότερα είχε γίνει ευρεία αναλυτική δουλειά για την ανασύνταξη του δόγματος του ρωσικού κόσμου σε ορισμένα άλλα κείμενα. Με άλλα λόγια, η Διακήρυξη επικρίνει τη διδασκαλία, η θεώρηση της οποίας έχει συντελεστεί ήδη και γίνεται αποδεκτό από τους συντάκτες ως γεγονός.
Οπότε, οι θεολογικές διατυπώσεις της Διακήρυξης είναι μόνο η κορυφή του ογκώδους παγόβουνου, «το υποθαλάσσιο μέρος» του οποίου βρίσκεται διάσπαρτο σε πολλά άρθρα, που έχουν κυκλοφορήσει τα τελευταία χρόνια με αναφορά στο θέμα του «ρωσικού κόσμου» και της Ρωσικής Εκκλησίας ως «ήπιας γεωπολιτικής δύναμης». Σαν να πρέπει να χαροποιεί το γεγονός ότι τα τελευταία 20 χρόνια έγιναν πάρα πολλές δημοσιεύσεις για τη Ρωσική Ορθόδοξη Εκκλησία από ξένους πολιτικούς επιστήμονες, ιστορικούς, κοινωνιολόγους, νομικούς, θρησκειολόγους και οικονομολόγους, ιδιαίτερα μετά από πολλές δεκαετίες, τότε που στη Δύση η Ορθόδοξη Εκκλησία ενδιέφερε πολύ λίγους, και τότε που στη Σοβιετική Ένωση έγραφαν για αυτήν μόνο σε στιλ αθεϊστικής προπαγάνδας. Κρίμα που ο σκοπός των τωρινών δημοσιεύσεων είναι πολύ πιο διαφορετικός από όσο μπορούσαμε να ελπίζουμε. Βέβαια, μπορούμε να μαντέψουμε το σκοπό τώρα, διαβάζοντας τη Διακήρυξη σε σχέση με τον «ρωσικό κόσμο»[4]. Σε αυτή τη συνεχιζόμενη ροη δημοσιεύσεων συναντάμε και άρθρα θεολόγων. Είναι ενδιαφέρον ότι οι διατυπώσεις τους είναι ακριβώς ίδιες που ακούγονται μέσα σε συμβουλευτικά πρότζεκτ εξωτερικής πολιτικής[5].
Με αυτόν τον τρόπο, οι συντάκτες της Διακήρυξης, μάλλον, έχουν ως αφετηρία την άποψη ότι αυτή η ευρεία εργασία, που έγινε από επιστημονική κοινότητα έξω από τα σύνορα της Ρωσίας, είναι ήδη κοινώς αποδεκτή κοινωνικό-ανθρωπολογική γνώση. Σε αυτό οφείλεται και η απουσία επιχειρηματολογίας στη Διακήρυξη. Προϋποτίθεται ότι η επιχειρηματολογία είχε ήδη παρουσιαστεί, και τώρα μένει μόνο να προσδιοριστούν οι τελικοί όροι, δηλαδή να απαλλάξουμε την ορθόδοξη νοοτροπία από τον αιρετικό «ρωσικό κόσμο».
Το κείμενο της Διακήρυξης μας προκαλεί βαθιά απορία και φαίνεται να είναι πολύ μακριά από την πραγματική ζωή
Αυτό το κύμα των δημοσιευμάτων και οι συντάκτες, οι οποίοι παίζουν το ρόλο της κοινότητας των ειδικών για τη Ρωσική Εκκλησία και που βρίσκονται έξω από τα όρια της Ρωσίας, κατά περίεργο τρόπο δεν είναι γνωστοί στην πλειονότητα των Ρώσων ορθοδόξων. Γι΄ αυτό, το κείμενο της Διακήρυξης μας προκαλεί πράγματι βαθιά απορία και φαίνεται να είναι πολύ μακριά από την πραγματική ζωή. Ως η κυριότερη αιτία θεωρείται η ιδεολογία της «ρωσικότητας». Όμως, οι σημερινοί ορθόδοξοι, γενικώς, ελάχιστα ενδιαφέρονται για ιδεολογίες. Μετά τη σοβιετική περίοδο, ο πειρασμός τους είναι ο καταναλωτισμός, σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό, παρά το θέμα της ιδεολογίας. Είναι αδιαφιλονίκητο γεγονός ότι τα μέλη της Ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας σήμερα μπορούν να έχουν τελείως διαφορετικές απόψεις και πεποιθήσεις, να ανήκουν σε διαφορετικές κοινωνικές ομάδες και κόμματα, να έχουν διαφορετικές εθνικότητες και να είναι πολίτες διαφορετικών κρατών.
Η εκκλησία παραμένει τόπος που είναι ανοιχτός για όλους, και ακριβώς αυτό δίνει βάση στα μέλη της να ονομάζουν ο ένας τον άλλον «αδελφούς και αδελφές». Οι προσπάθειες ανώτατων κρατικών αξιωματούχων της Ρωσίας να γράφουν και να αναλύουν εννοιολογικά κείμενα για τις αξίες του ρωσικού πολιτισμού δεν προκαλούν ούτε μαζικό, ούτε ελάχιστο συλλογικό ενθουσιασμό. Παραμένουν προσωπική πρωτοβουλία κρατικών υπαλλήλων ή οργανισμών και των ειδικών που απευθύνονται προς αυτούς. Η απουσία αυστηρής εννοιολόγησης αντικατοπτρίζεται και στο ότι ακόμα και στους οπαδούς του «ρωσικού κόσμου» η λέξη «κόσμος» σε αυτή την φράση εύκολα εναλλάσσεται με την «ιδέα», την «κουλτούρα», την «πολιτισμικό-γλωσσική κοινωνία», τον «πολιτισμό», την «ιστορική κοινωνία», το «ιστορικό πρότζεκτ», τις «ρίζες», τους «συμπατριώτες», την «τάξη» κτλ, ενώ η λέξη «ρωσικός» δεν έχει αυστηρή εθνική σημασία. Αντίθετα, στην γεωπολιτική κριτική της ιδέας του «ρωσικού κόσμου», η έννοια-κλειδί είναι η έννοια «world» (mir), επειδή με αυτήν συνδέεται η αντίληψη για την καθορισμένη εδαφική οριοθέτησης του «ρωσικού κόσμου» και για τη σιωπηρή επιθετική και υπερκυρίαρχη επέκτασή της. Εν τω μεταξύ, οι άλλες έννοιες της ρωσικής λέξης «mir», που είναι γνωστές ακόμα και σε μαθητές που διδάσκονται τον «Πόλεμο και Ειρήνη» του Λεβ Τολστόϊ, διαφεύγουν τελείως στους κριτικούς του «Russian world»[6] και μόνο εν μέρει αποδίδονται στην αναζήτηση αναλογιών στον Ρωμάνο-Γερμανικό πολιτισμό (Pax Rossica).
Όλο αυτό θα μπορούσαμε να το συζητάμε με τους ξένους συναδέλφους μας, σε άλλο χρόνο και με ήρεμο θεολογικό διάλογο, αλλά την παρούσα στιγμή αυτό καθίσταται εντελώς άτοπο. Όταν η πολεμική σύγκρουση βρίσκεται στο ζενίθ της οξύτητάς και όταν ένας μεγάλος αριθμός ανθρώπων είναι τρομακτικά ευάλωτοι κρίνουμε πως είναι προτιμότερο να μην μιλάμε και να μην συζητάμε, αλλά να κάνουμε ό, τι μας προτρέπει η χριστιανική μας συνείδηση και ό, τι μας επιτρέπουν οι συνθήκες. Όμως, είναι πολύ λυπηρό που σε περίοδο πρωτόγνωρης κρίσης, όταν από όλους τους χριστιανούς απαιτείται μια προσπάθεια ανθρωπιάς και μνήμης του Θεού, να δημοσιεύονται κατηγορίες περί αίρεσης για ολόκληρη την Τοπική Εκκλησία, με βάση μια μη επιμελημένη ανάλυση, που είναι μακριά από την εμπειρία και την πρακτική της εκκλησιαστικής ζωής. Μας φαίνεται ότι οι άνθρωποι, στους οποίους έχει ανατεθεί το ευγενές εγχείρημα να είναι δάσκαλοι για τους άλλους, ακόμα και σε επίπεδο αδελφικής επίπληξης, θα μπορούσαν να ενεργούν αλλιώς, αναγνωρίζοντας στον εαυτό τους να κάνουν λάθος λόγω ελλιπούς ενημέρωσης και της δυσκολίας στην κατανόηση της εσωτερικής ζωής μιας άλλης Εκκλησίας. Τότε μπορούμε να ελπίζουμε στο μέλλον για κατανόηση. Αυτήν την ελπίδα μας την υποστηρίζει η μοναδική εκκλησιαστική εμπειρία του 20ου αιώνα, όταν οι θρησκευτικοί ηγέτες, που ήταν χωρισμένοι από τα μέτωπα του Πρώτου και του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, στη συνέχεια συναντιόνταν σε Συνέδρια και σε Συνελεύσεις με ειλικρινή την επιθυμία να υπερβαίνουν όλες τις μορφές της ανθρώπινης έχθρας για το καλό της Εκκλησίας και της κοινωνίας[7].
Σε ότι αφορά στην κατηγορία περί αιρέσεως του εθνοφυλετισμού, πρέπει να πούμε ότι, όπως στη Διακήρυξη απουσιάζουν αναφορές σε κείμενα της Ρωσικής Εκκλησίας, έτσι απουσιάζουν και αναφορές σε σχετικές διατάξεις της ορθόδοξης διδασκαλίας, κάτι που σημαίνει ότι οι αιτιάσεις περί αίρεσης στερούνται κάποιου θεολογικού περιεχομένου. Γι΄ αυτό, και δεν είναι κατανοητό, με ποια σημασία χρησιμοποιείται από τους συντάκτες της Διακήρυξης η λέξη «αίρεση»: με τη θεολογική ή με τη δημοσιογραφική και συνήθη (όπως μερικές φορές λέγεται, για παράδειγμα, για «αιρετικούς» στην επιστήμη ή σε πολιτικά κόμματα). Η αναφορά στη Σύνοδο του 1872 δε διευκρινίζει αυτό το πρόβλημα, επειδή πρόκειται για τη Σύνοδο του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως, η οποία αφορούσε στην εκκλησιαστική διοίκηση εντός της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και ποτέ δεν είχε, ούτε, άλλωστε, θα μπορούσε να έχει πανεκκλησιαστική αποδοχή. Οι αποφάσεις της στερούνται κανονικής ισχύος για την Ρωσική Ορθόδοξη Εκκλησία, η οποία, παρεμπιπτόντως, ποτέ δεν είχε αναγνωρίσει το «Βουλγαρικό σχίσμα» ως αίρεση. Αντίθετα, έβρισκε τις απαιτήσεις των ορθόδοξων Βουλγάρων σχετικά με τη γλώσσα των ακολουθιών και με το ομοεθνές ιερατείο ως δίκαιες. Στη Ρωσία έβλεπαν «το έλληνο-βουλγαρικό σχίσμα» ως σχίσμα που είναι διπλά θλιβερό, επειδή ενεργοποίησε την υποστήριξη των αλλόδοξων τουρκικών Αρχών και από τις δύο πλευρές. Όπως και να είναι, με την ακύρωση του σχίσματος από το Πατριαρχείο Κωνσταντινούπολης, το 1945, «το βουλγαρικό ζήτημα» λύθηκε οριστικά, χωρίς να αναφέρεται στα έγγραφα κάτι περί απόρριψης ή περί αντιμετώπισης της «αίρεσης».
Για να διευκρινίσουμε τις αποφάσεις της Συνόδου της Κωνσταντινούπολης του 1872, πρέπει να πούμε ότι η ιδεολογία του εθνικισμού πράγματι ήταν τεράστιο πρόβλημα, που συνειδητοποιήθηκε τον 19ο αιώνα, την εποχή των επαναστάσεων. Ωστόσο, το πρόβλημα δεν αφορούσε μόνο στο εθνικό περιεχόμενο, αλλά και στην ίδια την ακραία και ολοκληρωτική ιδεολογικοποίηση της ανθρώπινης ζωής. Οι ιδεολογίες κυριάρχησαν στους ανθρώπους, φαίνονταν ως απόλυτη γνώση, συνέβαλαν στον κατακερματισμό πρόσληψης της πραγματικότητας και δικαιολογούσαν την καταστροφή των ανθρώπων που δεν τις συμμερίζονταν. Η Καθολική Εκκλησία απάντησε στην πρόκληση των εθνικό-προοδευτικών επαναστατικών ιδεών με την Α΄ Βατικανή Σύνοδο, το 1870, στην οποία έχει θεσπίσει «το παπικό δόγμα». Για τους καθολικούς η πάνω από κάθε ορθολογισμό πιστότητα στον Πάπα ήταν ένα είδος φάρου σε έναν κόσμο συγκρουόμενων αντιμαχόμενων ιδεολογιών. Η Σύνοδος της Κωνσταντινούπολης του 1872 ανήκε στην ίδια εποχή. Βρέθηκε μπροστά σε παρόμοιες προκλήσεις ιδεολογικού εθνικισμού, που ήταν ακόμα πιο επικίνδυνες για την ασφάλεια του μικτού πληθυσμού της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Η Σύνοδος ενίσχυε το κύρος του Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως και την πολιτισμική (ελληνική) ομοιομορφία σε εκείνη τη δύσκολη στιγμή. Αν η Βατικανή Σύνοδος εισήγαγε το νέο δόγμα, η Σύνοδος της Κωνσταντινούπολης προέβη στη νέα καταδίκη της αίρεσης που καλούνταν να επιβραδύνει τις φυγόκεντρες διαδικασίες μέσα στην Αυτοκρατορία[8].
Δεν έχουμε να κάνουμε με την ιστορική επιστήμη στην υπηρεσία της θεολογίας, αλλά με πολιτική μυθολογία
Όταν την κατάσταση στα Βαλκάνια την αντιπαραθέτουν επίμονα με την ειρηνική πολυεθνική κατάσταση των λαών της Ρωσίας, η οποία ακόμα και την εποχή των μεγάλων πολιτικών διασπάσεων (για παράδειγμα, η διάσπαση σε «κόκκινους» και «λευκούς») δεν αποκτούσε χαρακτήρα εθνικής σύγκρουσης, αυτό δείχνει ότι δεν έχουμε να κάνουμε με την ιστορική επιστήμη στην υπηρεσία της θεολογίας, αλλά με πολιτική μυθολογία. Είναι ατυχής, αβάσιμη και μη επιμελημένη συσχέτιση, η οποία δεν αντέχει στην κριτική. Στην «αντιπαράθεση με τα Βαλκάνια» βρίσκεται η αφετηρία της μη κατανόησης της ιστορίας της πολυεθνικής Ρωσικής Εκκλησίας, όπως και της Ουκρανικής Ορθόδοξης Εκκλησίας. Στο μέλλον, όταν ο πλήρης διορθόδοξος διάλογος καταφέρει να συνεχιστεί, αυτά τα ζητήματα θα μπορούσαν να αποτελέσουν σημαντική υπόθεση για μελέτη.
Όσον αφορά στην κριτική περί της «δαιμονοποίησης των πολιτικών και θρησκευτικών αντιφρονούντων και μειονοτήτων» (οι περιβόητες παρελάσεις υπερηφάνειας, παραστάσεις σε ναούς κτλ), επειδή στη Ρωσία η Εκκλησία είναι, ήδη για πάνω από αιώνα, χωρισμένη από το κράτος, σε αυτά τα ζητήματα διατηρεί για τον εαυτό της την ελευθερία στην έκφραση για τη διδασκαλία της πίστης και για τον πολιτισμό ως χριστιανική ομολογία. Αυτή είναι η απλή ομολογία, καθόλου εθνική («φυλετική»), αλλά καθολική, βασισμένη στην Αγία Γραφή και στην εμπειρία εκκλησιαστικής ζωής πολλών αιώνων. Η Ρωσική Εκκλησία δεν έχει κανένα λόγο να αλλάζει τη μορφή του μηνύματός της και της ιεραποστολής της. Πέρα από αυτό, δεν έχει δικαίωμα να τα αλλάζει με ίδιον θέλημα προς χάριν των νοοτροπιών που είναι κυρίαρχες και των πολιτικών πεποιθήσεων του «προοδευτικού κόσμου». Σε σχέση με αυτό μπορούμε να θυμηθούμε τα λόγια του ιστορικού του πολιτισμού Σ.Σ.Αβέριντσεβ:
«Ζούμε σε τέτοιους καιρούς, όταν, εκφραζόμενοι με μη επιστημονικό τρόπο, όλα τα λόγια έχουν ήδη ειπωθεί. Κάθε άνθρωπος που μιλάει πρέπει να γνωρίζει ότι εκφράζει άποψη, η οποία, σε γενικές γραμμές, είναι γνωστή στον συνομιλητή του, μαζί με όλα τα αντεπιχειρήματα. Το να υποκρινόμαστε ότι δεν είναι έτσι, δεν ωφελεί. Πρέπει να έχουμε κατά νου και με ρεαλισμό, ποια ευθύνη ανήκει στον καθένα. Για τους ίδιους λόγους, για τους οποίους εκείνος που βλέπει ότι όλοι έχουν συγκεντρωθεί στη μια πλευρά της βάρκας τόσο που η βάρκα είναι έτοιμη να αναποδογυρίσει, πρέπει να μετακινηθεί στην απέναντι πλευρά, έτσι και εμείς είμαστε υποχρεωμένοι να βλέπουμε πιο στοχαστικά και πιο προσεκτικά τις παλαιές αξίες ιδίως τότε, που αυτές απειλούνται από καταστροφή… Και εδώ πρόκειται για να … να διασωθεί η ειρηνική και γι΄αυτό περισσότερο αποφασιστική πιστότητα της προσωπικότητας στη στάση της, ώστε η συνάντηση των στάσεων να μην μετατραπεί σε απρόσωπη ανάμιξή τους. Είναι δύσκολο, αλλά όλα τα άλλα είναι καταστροφή, αν όχι σωματική, τότε πνευματική…»[9]
Η περιγραφή του «ρωσικού κόσμου» αφήνει την περίεργη εντύπωση της πρόσοψης χωρίς κτίριο
Αυτή η πολιτιστική και ιεραποστολική επιλογή της Ρωσικής Εκκλησίας, που αντιτίθεται σε αυτό που μπορούμε να ονομάσουμε κυρίαρχη αντίληψη της παγκοσμιότητας, μπορεί να είναι αντικείμενο συζήτησης και κοινωνικής κριτικής, γιατί όχι. Σημαντικό είναι να είναι επιμελής κριτική, bona fides. Ωστόσο, η Διακήρυξη, υπό αυτήν την έννοια, καθόλου δεν επιδιώκει να δημιουργήσει, έστω φαινομενικά, μια εγκυρότητα. Η περιγραφή του «ρωσικού κόσμου» αφήνει την περίεργη εντύπωση της πρόσοψης χωρίς κτίριο, λες και βρισκόμαστε σε κινηματογραφικό στούντιο όπου έχουν κτίσει ένα ψεύτικο κτίριο με αποκλειστικό σκοπό να το κάψουν στην τελική σκηνή.
Και σε αυτό μπορούμε να υποθέσουμε ακόμα μια εξήγηση: το κείμενο δεν είναι καθόλου μια αδελφική επίπληξη, που απευθύνεται στην ηγεσία και τα μέλη της Ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας. Ίσως, οι αποδέκτες της είναι οι ορθόδοξοι χριστιανοί οι οποίοι δε ζουν στη Ρωσία και στα γειτονικά κράτη, αλλά στη Μέση Ανατολή, στην Ασία, ακόμα και στην Αφρική. Και ακριβώς σε αυτούς προτείνουν να αρνηθούν τις παγίδες του «ρωσικού κόσμου». Με αυτούς του αναγνώστες δε χρειάζεται να μπαίνεις σε συζήτηση για τις λεπτομέρειες της ρωσικής ιστορίας. Είναι αρκετό να χαράξεις μια ξεκάθαρη αντιπαράθεση, και ας μην είναι έντιμοι ως προς την ενημέρωση οι τρόποι. Το κυριότερο είναι να τους βάλουμε μπροστά στην επιλογή.
Έχουμε την εντύπωση ότι από το σημερινό αδιέξοδο του ορθόδοξου διαλόγου δεν υπάρχει δρόμος προς το ένα ή το άλλο πολιτικό κέντρο επιρροής. Ο μοναδικός δρόμος για την χριστιανική συνείδηση είναι η Εκκλησία, η οποία αγιάζει τον κόσμο με τον Λόγο και το Μυστήριο. Και, ακριβώς, γι΄ αυτό δεν έχει δικαίωμα, βγαίνοντας έξω από τα πλαίσια του προορισμού της, να αφομοιώνει την ευθύνη και το έργο του κράτους, να μετατρέπει το εκκλησιαστικό κήρυγμα σε πολιτικό βήμα. Πιστεύουμε ότι η σημερινή παρεξήγηση θα ξεπεραστεί στο μέλλον, τότε που η διορθόδοξη συνεργασία θα αφιερωθεί στην κοινή χριστιανική ιεραποστολή στον κόσμο, στον οποίον υπάρχει δίψα για το Λόγο και την ειρήνη.