Βασίλειος Γ. Βοξάκης , Θεολόγος καθηγητής
Τη δύσκολη, αλλά και αγιοτόκο και ηρωική εποχή των τριών πρώτων αιώνων, εποχή διωγμού του Χριστιανισμού, έλαμψαν οι Απολογητές και καλλιεργήθηκε με ιδιαίτερη λαμπρότητα μέσα στη Χριστιανική Γραμματεία το απολογητικό είδος. Ο δίκαιος Τριαδικός Θεός φώτισε μερικούς θαρραλέους Χριστιανούς να υπερασπισθούν με τα απολογητικά τους κείμενα τον διωκόμενο Χριστιανισμό εναντίον των συκοφαντιών των ειδωλολατρών και των Ιουδαίων, αλλά και να υποστηρίξουν και να προβάλλουν τη μοναδική και θεόπνευστη αλήθεια του Ευαγγελικού κηρύγματος.
Σε μία άλλη εξίσου δύσκολη, άλλα και αγιοτόκο εποχή, αυτή της Τουρκοκρατίας, εποχή και πάλι διωγμών εναντίον της Εκκλησίας, εκτός των Νεομαρτύρων έλαμψαν και Οσιακές μορφές, που αναδείχθηκαν οι νέοι Απολογητές του Χριστιανισμού. Μεταξύ αυτών μια από τις διαπρεπείς θέσεις κατέχει ο Άγιος Αθανάσιος ο Πάριος (1721 - 1813).
Τον 17ο με 18ο αιώνα στον Ευρωπαϊκό χώρο επικρατούσε η φιλοσοφική κίνηση, που έμεινε γνωστή ως Διαφωτισμός, η οποία φιλοδοξούσε να επιλύσει τα προβλήματα της ανθρωπότητας με τη δύναμη του ορθού λόγου (raison). Αν και οι οπαδοί του δεν ήταν όλοι άθεοι, όμως αρκετοί ήταν Χριστιανομάχοι και οι πιο ακραίοι έφθαναν στην αθεΐα και τον υλισμό. Η επίδραση του Διαφωτισμού δεν άφησε ανεπηρέαστο τον τουρκοκρατούμενο ελληνικό χώρο, στον οποίο οι ιδέες του έφθαναν μέσω βιβλίων, αλλά κυρίως από αρκετούς από τους Έλληνες που είχαν σπουδάσει στη Δύση. Ένας από τους κορυφαίους εκπροσώπους του Διαφωτισμού υπήρξε ο Βολταίρος (1694 - 1778), ο οποίος με τα συγγράμματά του διεξήγαγε έναν πόλεμο κατά του Χριστού και της Εκκλησίας - άλλοτε ύπουλο και συγκαλυμμένο και άλλοτε ολοφάνερο.
Ο Άγιος Αθανάσιος ο Πάριος δεν μπορούσε να παραμένει αδρανής τη στιγμή που έβλεπε ότι ο μισόκαλλος δαίμων είχε επιστρατεύσει νέους εχθρούς εναντίον της Εκκλησίας και ότι διεξαγόταν ένας συστηματικός πνευματικός πόλεμος, στον οποίο υπήρχε κίνδυνος να χαθούν ψυχές, για τις οποίες ο Χριστός έχυσε το αίμα Του. Ο Άγιος Αθανάσιος υπήρξε ένας Ησυχαστής κι ένας από τους πρωτεργάτες του Κολλυβαδικού κινήματος - ορθότερα της Φιλοκαλικής αναγεννήσεως - ήταν λοιπόν επόμενο να αγωνισθεί εναντίον του δυτικοφερμένου Διαφωτισμού. Όπως παρατηρεί ο ομότιμος καθηγητής π. Θεόδωρος Ζήσης: «ο Διαφωτισμός με τον ανθρωποκεντρισμό και τον κλασικισμό του είναι στην ουσία Νεοβαρλααμισμός, οι δε Άγιοι Κολλυβάδες είναι ακριβείς συνεχισταί του Αγίου Γρηγορίου Παλαμά και των Πατέρων της Εκκλησίας. Δεν λογάριασε ο Άγιος Αθανάσιος το κόστος της αντιπαραθέσεως και το ποτάμι της λάσπης που θα προσπαθούσε να τον πνίξει. Οι μεγάλοι δε φοβούνται και δεν πτοούνται. η αλήθεια δεν κρύβεται, όπως τελικά δεν κρύφτηκε και το μεγαλείο του Αγίου Αθανασίου»[1].
Αναλαμβάνει λοιπόν ο Πάριος να προστατεύσει το Χριστεπώνυμο ποίμνιο, από τις επιθέσεις «των νοητών λύκων» του Βολταιρισμού. Όπως είχε γράψει στο έργο του «Απολογία Χριστιανική», οι Χριστιανοί δεν πρέπει να δίνουν σημασία στα λόγια των αθέων φιλοσόφων, τους οποίους ονομάζει «φιλοζόφους», αφού σκορπούν πνευματικό σκοτάδι και σύγχυση. Επίσης τους συστήνει να φυλάγονται από το Βολταιρικό φαρμάκι[2]. Στη Χίο και πάλι, όπου εμόναζε και διεύθυνε τη Σχολή της, συνέταξε ένα νέο απολογητικό σύγγραμμα κατά του φιλοσοφικού και αντιχριστιανικού ρεύματος του Βολταίρου, για να προστατεύσει και με αυτό τους Χριστιανούς αδελφούς του. Γι' αυτό το έργο το ονόμασε «Αλεξίκακον Φάρμακον». Με βάση αυτό το εκλεκτό σύγγραμμα θα προσπαθήσουμε στο κείμενο αυτό να παρουσιάσουμε συνοπτικά την Αγιογραφική και Αγιοπατερική διδασκαλία του Αγίου Αθανασίου του Παρίου σε αντιπαραβολή με «τον αθεώτατον Βολταίρ»[3].
Προσωπικά ο Βολταίρος δεν παραδεχόταν ότι ήταν άθεος, αλλά ότι ήταν δεϊστής ή ντεϊστής[4]. Ο δεϊσμός (deismus) υπήρξε μία φιλοσοφική θεωρία που υποστηρίχθηκε από τους περισσότερους Διαφωτιστές και ιδίως από τον Βολταίρο. Σύμφωνα με τους δεϊστές υπάρχει ένα ανώτατο ον, μία ανωτέρα διάνοια, την οποία μπορούμε να αποκαλούμε Θεό. Υποστήριζαν ότι αυτός ο Θεός κάποτε δημιούργησε τον κόσμο, αλλά από τότε δεν επεμβαίνει για κανένα λόγο στη δημιουργία του. Βρίσκεται εκτός της ιστορίας και απέχει παντελώς από τα ανθρώπινα πράγματα. Ο Θεός των δεϊστών αδιαφορεί για την ιστορική πορεία των ανθρώπων, τους οποίους, αν και δημιούργησε έχει εγκαταλείψει πλήρως και για πάντα[5]. Ένας τέτοιου είδους Θεός ούτε αγαπάει, ούτε θέλει να σώσει τα πλάσματά του. Ούτε ακούει τις προσευχές τους, αλλά θεληματικά είναι απών από τη ζωή τους και την ιστορία τους. Αν και θεωρητικά υπάρχει, ουσιαστικά είναι σαν να μην υπάρχει. Συνεπώς ο δεϊσμός στο βάθος του υποκρύπτει έναν ανομολόγητο αθεϊσμό, έστω κι αν φραστικά αποδέχεται την ύπαρξη ενός ανωτέρου όντος.
Αυτόν τον συγκαλυμμένο, και γι' αυτό πολύ επικίνδυνο, αθεϊσμό του Βολταίρου είχε διαγνώσει ο χαριτωθείς από το Άγιο Πνεύμα Άγιος Αθανάσιος ο Πάριος. Και έτσι πολύ ορθά και δίκαια χαρακτήρισε τον Βολταίρο «ο πάντων αθέων αθεώτατος»[6]. Επί του προκειμένου ο Άγιος Αθανάσιος μάς υπενθυμίζει ότι δεν υπάρχει μόνο μία μορφή αθεΐας. Έτσι λοιπόν τους αθέους τους διακρίνει «εις αποφατικούς και θετικούς»[7]. Αποφατικοί είναι εκείνοι που αρνούνται ανοικτά την ύπαρξη του Θεού. Ενώ «θετικοί δε άθεοι ονομάζονται»[8] εκείνοι που παραδέχονται την ύπαρξη κάποιου Θεού, αλλά ταυτόχρονα στρέφονται εναντίον του, και ούτε καν ως Θεό τον παραδέχονται. Ο Όσιος Αθανάσιος επικαλούμενος πολλά αγιογραφικά χωρία[9], τα οποία αναλύοντάς τα αποδεικνύει ότι οι άθεοι της εποχής του, όπως ο Βολταίρος, ξεπέρασαν και τους αρχαίους ειδωλολάτρες και τους συγκαλυμμένους άθεους της προ Χριστού εποχής. Επιπλέον οι νεώτεροι άθεοι «όχι μόνον με το στόμα, αλλά και με βιβλία κηρύττουσι, ότι δεν είναι (=υπάρχει) Θεός»[10], δείχνοντας όχι μόνο «αφροσύνη», αλλά περισσότερο «παραφροσύνη» και «μανία»[11]. Δεν διστάζει λοιπόν ο Όσιος να γράψει ότι «ο Γάλλος Βολτέρ εξεχωρίσθη υπέρ άπαντας και παλαιούς και νέους αθεώτατος»[12].
Όμως ο Βολταίρος εκτός από συγκαλυμμένος άθεος παράλληλα υπήρξε φανερά Χριστιανομάχος. Πολύ δίκαια ο Πάριος του προσάπτει τον χαρακτηρισμό «άσπονδος εχθρός του Ιησού Χριστού»[13]. Ο Βολταίρος αρνιόταν τη Θεότητα του Ιησού Χριστού, αλλά και την Ανάστασή Του. Έγραφε σχετικά ο Γάλλος Διαφωτιστής ότι «οι δε συνόμιλοι αυτού (δηλαδή οι μαθητές του Χριστού) διεκδικούντες αυτόν, εκραύγαζον πανταχού ότι ο Θεός ήγειρεν αυτόν»[14]. Δηλαδή, προκειμένου να αρνηθεί ο Βολταίρος τη θεία φύση του Κυρίου, υποστήριζε ότι ο Ιησούς ήταν ένας απλός άνθρωπος, ο οποίος μετά την Σταύρωση παρέμεινε νεκρός, συμμετέχοντας στην κοινή μοίρα όλου του ανθρωπίνου γένους. Η Ανάσταση κατά τον Βολταίρο ήταν μια απάτη των μαθητών του, οι οποίοι, προκειμένου να δικαιώσουν τα λόγια του διδασκάλου τους, εκραύγαζαν παντού ότι ο Θεός τον Ανέστησε. Εδώ δεν έχουμε μια πρωτοτυπία της Βολταιρικής σκέψεως, αλλά μια αβασάνιστη υιοθέτηση του ισχυρισμού που οι Γραμματείς, οι Φαρισαίοι και οι άλλοι εχθροί του Χριστού έπλασαν το 33 μ.Χ. για να αρνηθούν το γεγονός της Αναστάσεως.
Ο Βολταίρος και οι άλλοι δεϊστές, αφού αρνούνταν ότι το ανώτατο ον ενδιαφέρεται για τα ανθρώπινα, απέρριπταν και την υπερφυσική Αποκάλυψη του Θεού προς τον άνθρωπο. Γι' αυτό και με πείσμα έπλητταν την Αγία Γραφή, προσπαθώντας να την απαξιώσουν και να την γελοιοποιήσουν με κάθε τρόπο, έτσι ώστε να στηρίξουν το εφεύρημά τους περί ανυπαρξίας του Θεού σε οτιδήποτε έχει σχέση με τον άνθρωπο, δηλαδή την κρυπτοαθεΐα τους.
Ο Βολταίρος ως άνθρωπος διακατεχόταν από έναν ασυγκράτητο εγωισμό και από μία ψευδαίσθηση ανωτερότητας, που αντλούσε από την υποτιθέμενη λογιότητά του και τη δύναμη του ορθού λόγου, τον οποίο επιζητούσε να θεοποιήσει. Έβλεπε λοιπόν τον Χριστιανισμό ως ένα ανθρώπινο κατασκεύασμα γεμάτο ψεύδη και ατέλειες. Βαρύγδουπα μάλιστα είχε αποφανθεί ότι: «ο χριστιανισμός ήταν μια καλή πίστη για καμαριέρες και ράπτες» όχι όμως αρκετός για τους μορφωμένους και διαφωτισμένους. Σε επιστολή του ο Βολταίρος προς τον Φρειδερίκο Β΄ της Πρωσίας στις 5 Ιανουαρίου 1767 έγραψε τα ακόλουθα ανήκουστα για τον Χριστιανισμό: «Η δική μας (δηλαδή η Χριστιανική θρησκεία) είναι σίγουρα η πιο γελοία, η πιο παράλογη και η πιο αιματηρή θρησκεία που έχει μολύνει ποτέ αυτό τον κόσμο».
Κάποιες από τις χριστιανομαχικές του θέσεις ο Βολταίρος συμπεριέλαβε σ' ένα από τα πολλά έργα που συνέγραψε, την «ιστορίαν παγκόσμιον, την οποίαν ωνόμασεν ιστορίαν φιλοσοφικήν»[15]. Αυτή εκτυπώθηκε το 1765 και την κυκλοφόρησε με ψευδώνυμο. Όπως πολύ εύστοχα είχε επισημάνει ο Όσιος Αθανάσιος ο Πάριος, ο τρόπος με τον οποίο εργάσθηκε η διάνοια του Βολταίρου στο έργο αυτό, για να οδηγήσει τους αναγνώστες του στην απόρριψη του Χριστιανισμού, ήταν ιδιαίτερα μεθοδικός. Σε πρώτο στάδιο ο Γάλλος Διαφωτιστής προσπάθησε να ανασκευάσει την Αγία Γραφή ως έργο πλαστό και ψευδεπίγραφο. Σε δεύτερο στάδιο επιχείρησε να εμφανίσει τα περιεχόμενά της ως άδικα, παράλογα και αντιφατικά «εις τον ορθόν λόγον»[16]. Σε τρίτο στάδιο τα παρουσιάζει όλα αυτά ως ανάξια του απρόσιτου και ασαφούς όντος που χαρακτήριζε εκείνος ως Θεό. Ουσιαστικός, αλλά όχι τόσο εμφανής στόχος όλων αυτών των τεχνασμάτων του Βολταίρου δεν είναι άλλος από τον Χριστό. Έτσι ο Άγιος Αθανάσιος γράφει ότι ο Βολταίρος με όλα αυτά προσπαθεί να πείσει ότι ο Χριστός «δεν είναι Θεός, αλλά ένας πλάνος και απατεών»[17].
Ο Βολταίρος στο προαναφερθέν σύγγραμμά του επιτίθεται πρώτα στην Παλαιά Διαθήκη. Και γιατί να το πράξει αυτό και δεν αρχίζει τα αποδομητικά του κηρύγματα κατευθείαν από την Καινή Διαθήκη ; Με σαφήνεια εξηγεί ο Άγιος Αθανάσιος ότι αυτό οφείλεται στο ότι η Καινή Διαθήκη περιέχεται μέσα στην Παλαιά Διαθήκη, όπως ο καρπός μέσα στον σπόρο, ή όπως ο χρυσός μέσα σ' ένα κιβώτιο. Ο βασικός και πρωταρχικός σκοπός λοιπόν του ασεβούς αυτού (δηλ. του Βολταίρου) είναι να ανατρέψει και να αποδείξει μύθο και πλάσμα της φαντασίας το Ευαγγέλιο. Για τον λόγο αυτόν, επιχειρεί να ανασκευάσει αρχικά την Παλαιά, επειδή η Παλαιά Διαθήκη υπήρξε η βάση της Ιουδαϊκής θρησκείας, η δε Ιουδαϊκή θρησκεία αποτέλεσε το προπαρασκευαστικό στάδιο της Χριστιανικής θρησκείας[18]. Πλήττει λοιπόν αρχικώς την Παλαιά Διαθήκη και συγκεκριμένα τα πρώτα πέντε βιβλία της, την Πεντάτευχο, υποστηρίζοντας ότι αυτή δεν γράφθηκε από τον Μωυσή, αλλά σε πολύ μεταγενέστερη εποχή και συγκεκριμένα μετά την αιχμαλωσία της Σαμάρειας (μετά το 722 π.Χ.) από έναν ψευδοϊερέα. Και γιατί το υποστηρίζει αυτό; Απαντάει λοιπόν ο Πάριος, αποκαλύπτοντας την υστεροβουλία του Βολταίρου, ότι όλα αυτά τα γράφει, προκειμένου να πείσει ότι «όσα θαύματα όσαι προφητείαι περί του Χριστού μέσα εις εκείνα τα πέντε βιβλία περιέχονται, όλα είναι πλάσματα και ψεύματα εκείνου του ψευδοϊερέως»[19]. Άρα συγκαλυμμένος στόχος είναι να πληγεί η θεοπνευστία τους.
Μετά, προσπαθώντας να καταστρέψει την αξιοπιστία των Προφητικών βιβλίων, απαξιώνει και συκοφαντεί τους Προφήτες ως «μωρούς και ανοήτους», «αισχροφάγους» και «θηριώδεις και αγρίους»[20]. Ο Άγιος Αθανάσιος, με την ταπεινότητα που τον διέκρινε, δεν παραλείπει να προβάλει το αναιρετικό και απολογητικό έργο που έγραψε κατά των προαναφερθεισών συκοφαντιών του Βολταίρου ένας Ρωμαιοκαθολικός θεολόγος ο Γ. Ι. Κλεμάνς[21]. Και δεν είχε άδικο ο Άγιος Αθανάσιος, όταν τόνιζε ότι δέκα χρόνια πέρασαν από την κριτική που του άσκησε ο Κλεμάνς και λόγιοι Εβραίοι, και δεν τολμήσει ποτέ ο Βολταίρος να τους ανταπαντήσει και να υποστηρίξει το σύγγραμμά του, που αναιρέθηκε στο σύνολό του. Αλλά «η σιωπή του εβεβαίωσεν»[22] όσα και όσους έγραψαν εναντίον του, όπως υπογραμμίζει ο Άγιος Αθανάσιος.
Ο ίδιος ο Άγιος Αθανάσιος αντιτάσσει στους ανιστόρητους και αθεολόγητους ισχυρισμούς περί της μη γνησιότητας και εγκυρότητας των βιβλίων της Αγίας Γραφής ότι «τα βιβλία της χριστιανικής θρησκείας αποδεικνύεται ότι είναι θεία και άγια από τις προφητείες και τα θαύματα»[23]. Ο Άγιος επικαλείται τον θεολόγο του 2ου μ.Χ. αιώνα, Ωριγένη, που είχε ονομάσει τις προφητείες και τα θαύματα ως τους δυο άξονες από τους οποίους περιστρέφεται η χριστιανική θρησκεία[24]. Επίσης θέλοντας να δώσει έμφαση στη σαφήνεια και την ακριβολογία των Προφητών, η οποία παραπέμπει στη θεοπνευστία του λόγου τους γράφει: «τίποτε δεν έπραξεν, ή έπαθεν, ή είπεν ύστερον ο Μεσσίας ούτος, και να μη το προείπον θεόθεν εμπνευσθέντες οι Προφήται»[25]. Και προσθέτει ότι η Θεία Χάρη φώτιζε τον νου των Προφητών και ήταν σαν τα μελλοντικά γεγονότα να τα είχαν παρόντα και να τα έβλεπαν με τους οφθαλμούς τους. Οι δυσνόητες προφητείες της Παλαιάς Διαθήκης έγιναν κατανοητές στην Καινή Διαθήκη. Και επεξηγεί ο Όσιος ότι κάθε προφητεία είναι έμπνευση του θείου Πνεύματος, και επειδή οι Απόστολοι υπήρξαν δοχεία του Παναγίου Πνεύματος, γι' αυτό και σωστά και με ευσέβεια ερμήνευσαν μία προς μία τις προφητείες της Παλαιάς Διαθήκης περί του Χριστού[26].
«Επέρασαν λοιπόν περισσότερα από δέκα χρόνια, και ο Βολταίρος τύπωσε ένα νέο βιβλίο, όχι μια απολογία των προηγούμενων βλασφημιών του, αλλά αντιθέτως αυτό αποτελούσε ανασκευή και αναίρεση όλων των θείων Γραφών, Παλαιάς και Καινής Διαθήκης· ένα σύγγραμμα που ποτέ μέχρι τότε στον κόσμο άλλο πιο ασεβέστερο δεν είχε φανερωθεί απ’ αυτό. Και αυτό, ο ασεβέστερος από όλους τους ασεβείς, δεν το ονόμασε, όπως του ταίριαζε, αναίρεση όλων των θείων Γραφών, αλλά το ονόμασε με το σεμνό όνομα «τελευταία διερμηνευθείσα Διαθήκη»[27]. Ανέλαβε λοιπόν και πάλι αυτόν τον αγώνα ο Γ. Ι. Κλεμάνς και ανασκεύασε και αυτό το σύγγραμμα, αποδεικνύοντας για μια ακόμα φορά τον Βολταίρο ψεύτη, συκοφάντη, απατεώνα αλλά και αμαθή. Το βιβλίο αυτό του Κλεμάνς το μετέφρασε από τα γαλλικά στα ελληνικά ο Αρχιεπίσκοπος Νικηφόρος Θεοτόκης, ο οποίος συμπεριέλαβε σ' αυτό και πολλές δικές του αξιόλογες παρατηρήσεις και προσθήκες[28]. Ο άδολος ενθουσιασμός και ο σεβασμός του Αθανασίου για όσους υπερασπίζονται την Εκκλησία, διαφαίνεται και από την πληθώρα επαίνων προς το πρόσωπο του Αρχιεπισκόπου Νικηφόρου Θεοτόκη, με τους οποίους τον κοσμεί ο Πάριος. Μεταξύ άλλων τον αποκαλεί «ο ευσεβέστατος και σοφώτατος Ιεράρχης Νικηφόρος ο Θεοτόκης»[29].
Ως συνεπής δεϊστής ο Βολταίρος, στο νέο βιβλίο του, αρνιόταν παντελώς την ύπαρξη θαυμάτων, αφού το ανώτατο ον είναι ξένο, αδιάφορο και ανάλγητο προς τους ανθρώπους, συνεπώς δεν παρεμβαίνει στη ζωή τους με θαύματα. Συνάμα για τον Βολταίρο, αλλά και για τους ομοϊδεάτες του, το θαύμα ήταν έννοια απόλυτα αντίθετη προς τη θεοποιημένη λογική τους. «Γελώσιν οι Βολταιρισταί θαύματα ακούοντες»[30], γράφει με παράπονο ο Άγιος Αθανάσιος. Αλλά ας παρακολουθήσουμε την καταλυτική επιχειρηματολογία του, που αναιρεί τις δεϊστικές απόψεις περί καταδίκης των θαυμάτων. Ουσιαστικά ο Βολταίρος και οι οπαδοί του δεν αρνούνται ένα ή δύο θαύματα, αλλά απορρίπτουν γενικά την ύπαρξη των θαυμάτων. Η θέση τους είναι ότι θαύματα δεν γίνονται, και αυτά που εμείς οι Χριστιανοί ονομάζουμε θαύματα είναι «ψεύματα και πλάσματα»[31]. Όμως παρατηρεί ότι τα θαύματα που θέλουν να αρνηθούν οι Βολταιριστές είναι αναρίθμητα. Είναι τα θαύματα που εξιστορούνται στην Παλαιά Διαθήκη, στα Ευαγγέλια, στις Πράξεις των Αποστόλων, αλλά και αυτά που συνέβησαν στους κατοπινούς αιώνες σε όλη την Οικουμένη μέχρι και την εποχή που γράφει. Θαύματα που έγιναν μπροστά στους οφθαλμούς μας, τονίζει ο Άγιος, διότι και ο ίδιος υπήρξε αυτόπτης τους. Θαύματα που «ούτε φύσει ούτε τέχνη γενέσθαι δυνάμενα»[32]. Δηλαδή ούτε με φυσικό τρόπο, ούτε με τεχνητό μπορούν να πραγματοποιηθούν. Αν όλα αυτά επιμένουν να τα αρνούνται ο Βολταίρος και οι ομόφρονές του, «όχι μόνον αυθάδεις και αναίσχυντοι είναι, αλλά και παντελώς ασυλλόγιστοι»[33]. Αλλά και όχι μόνο ασυλλόγιστοι, αλλά ούτε και στον ορθό λόγο δεν δίνουν τόπο και αποδοχή. Διότι ένα ή τρία θαύματα μπορεί να είναι πλαστά, αλλά τα αναρίθμητα θαύματα, αυτά που έγιναν στα φανερά και όχι στα κρυφά, και σε όλα τα μέρη της γης μπορεί να είναι όλα κατασκευασμένα;[34] Ο τελευταίος συλλογισμός του Οσίου, που τους αποκαλύπτει ανακόλουθους στη θεμελιώδη αρχή τους περί απολύτου σεβασμού στον ορθό λόγο, θα τάραξε ιδιαιτέρως τους οπαδούς των Βολταιρικών ιδεών, που θα ανέγνωσαν το «Αλεξίκακον Φάρμακον». Εδώ θα ήταν παράλειψή μας, αν δεν αναφέρουμε ότι ο Βολταίρος, παρά το εμμονικό πάθος του να προσαρμόσει τα πάντα στη λογική - στη δική του λογική - δεν ήταν λίγες οι φορές που ο ίδιος αναιρούσε συνειδητά ή και ασυνείδητα αυτά που είχε υποστηρίξει. Αποκάλυπτε έτσι ότι ο δήθεν άκαμπτος κανών του ορθολογισμού ήταν αρκετά ελαστικός, όταν έπρεπε να παραχαραχθεί η ιστορία και να διαστρεβλωθεί η αλήθεια, όπως στα θαύματα του Χριστού, των Αποστόλων και όλης της Εκκλησιαστικής Ιστορίας. Οι σκοπιμότητες της προσωπικής προβολής και της δικαιώσεως των δεϊστικών ιδεών του έκαναν τον Βολταίρο πρόθυμο να "θυσιάζει" συχνά ακόμα και τον ψευδοθεό του, τον ορθό λόγο.
Επιπλέον ακόμα μια επισήμανση του Αγίου Αθανασίου λειτουργεί ως καταπέλτης για το σαθρό οχυρό των Βολταιρικών ιδεών. Γράφει λοιπόν ότι αρνείται τα θαύματα ο Βολταίρος, προκειμένου να αρνηθεί και τα θαύματα του Χριστού. Γιατί τα θαύματα αυτά φανερώνουν και τεκμηριώνουν τη Θεότητά Του.[35]
Στη συνολική προσπάθεια του Βολταίρου να πείσει τον κόσμο ότι ο Χριστός δεν είναι ο ενανθρωπήσας Θεός εντάσσονται και οι συκοφαντικοί και ανιστόρητοι ισχυρισμοί του ότι τα Ευαγγέλια γράφθηκαν από ανθρώπους αρκετά μεταγενέστερους της εποχής του Χριστού[36] και ότι η Καινή Διαθήκη είναι «πλήρη από ψευδολογήματα»[37].
Εδώ να προσθέσουμε ότι ο Βολταίρος αποκαλούσε την Αγία Γραφή τα «δικόγραφα του αντιδίκου», εννοώντας ότι αυτή πρόσφερε τόσες πολλές αποδείξεις, που θα μπορούσαν εύκολα να καταδικάσουν τον Χριστιανισμό σε μια υποτιθέμενη δίκη.[38] Επίσης είχε γνωματεύσει με τη γνωστή του αλαζονεία ότι «εκατό χρόνια από σήμερα δεν θα υπάρχει ούτε μία Βίβλος στον κόσμο. Το τελευταίο αντίτυπο θα βρίσκεται σε κάποιο παλαιοπωλείο». Νομίζω ότι μόλις που χρειάζεται να σχολιάσουμε, ότι, αν και έχουν περάσει όχι εκατό, αλλά περισσότερα από διακόσια πενήντα έτη από τότε που ο Βολταίρος ξεστόμιζε την προαναφερθείσα επιστημονικοφανή αυτή ανοησία - λειτουργώντας μάλλον ως αυτοχειροτόνητος προφήτης- και έχει παταγωδώς διαψευσθεί. Η Αγία Γραφή κυκλοφορεί σε εκατομμύρια αντίτυπα κάθε έτος και έχει μεταφρασθεί σε τουλάχιστον 1550 γλώσσες και διαλέκτους.
Τα ιερά βιβλία της Αγίας Γραφής, τα οποία είναι «σωτηρίας αιωνίου πρόξενα», κηρύττουν τον Ιησούν Χριστό, στον οποίο επίστευσαν όχι μόνο σε ένα μέρος της γης, δηλαδή την Παλαιστίνη μόνο, ή την Αίγυπτο, ή την Ελλάδα, ή την Ιταλία, αλλά σε όλη την Οικουμένη.[39] Για τον Άγιο Αθανάσιο μερικές από τις πολλές αποδείξεις ότι τα Ευαγγέλια είναι αυθεντικά έργα των Ευαγγελιστών και όχι ψευδεπίγραφα είναι αφενός η απόλυτη ειλικρίνεια των συγγραφέων τους, που φθάνει έως σημείου να μην παρασιωπούν τίποτε, αλλά και αφετέρου η χρηστότητα και το άπλαστο ήθος τους, όπως αυτό αποκαλύπτεται μέσα στα κείμενα.[40] Ως άριστος γνώστης της Εκκλησιαστικής Ιστορίας ο Πάριος μας θυμίζει ότι για τα θεία αυτά βιβλία την εποχή των διωγμών πολλοί Χριστιανοί βασανίσθηκαν και θυσίασαν τη ζωή τους. Ο λόγος ήταν ότι αρνήθηκαν να τα παραδώσουν στις Ρωμαϊκές αρχές προκειμένου να τα καύσουν.[41] «Την ακιβδηλότητα και καθαρότητα των βιβλίων» της Αγίας Γραφής γνώρισαν και σεβάσθηκαν «οι Αρεοπαγίται, οι Ωριγένεις, οι Αθηνογένεις, οι Τερτυλιανοί, οι Κλήμεντες, οι Αθανάσιοι, οι Βασίλειοι , οι Γρηγόριοι, οι Χρυσόστομοι, οι Κύριλλοι, οι Ιερώνυμοι, οι Αυγουστίνοι, όλοι οι σοφοί και θαυμάσιοι ποιμένες».[42] Όλοι αυτοί οι Πατέρες της Εκκλησίας και οι Εκκλησιαστικοί συγγραφείς με σεβασμό τα αναγίγνωσκαν, τα μελετούσαν ως θεόπνευστα λόγια και απ' αυτά τα σωτήρια νάματα αντλούσαν και πότιζαν τα λογικά ποίμνια.[43] Η μακρά πείρα της Εκκλησίας γνωρίζει ότι τα Ιερά Ευαγγέλια, όταν διαβάζονται από ιερείς, τότε αρρώστους θεραπεύουν και δαιμονισμένους απελευθερώνουν.[44] Ένα επιχείρημα που βασίζεται στην κοινή εμπειρία των Ορθόδοξων αναγνωστών του και όχι φυσικά στον στερούμενο την αγιαστική χάρη του Αγίου Πνεύματος χώρο της Δύσεως. Με παράπονο και πικρία αναφωνεί ο Ιερός Πατήρ: «Φευ! που εκαταντήσαμεν! ύστερον από δεκαοκτώ αιώνας οπού η χριστιανική θρησκεία υπέρ τον Ήλιον λάμπει εις τον Κόσμον, ηναγκάσθημεν να αποδείξομεν ότι τα βιβλία (της Αγίας Γραφής) είναι άγια, είναι θεία και θεόπνευστα»[45].
Επανερχόμενος ο Άγιος Αθανάσιος στο γεγονός της Αναστάσεως του Κυρίου, αφιερώνει αρκετές σελίδες για την τεκμηρίωση της. Η άριστη γνώση της Καινής Διαθήκης, αλλά και των Πατερικών ερμηνειών ξεδιπλώνονται σ΄ αυτές. Παραθέτοντας αποσπάσματα από τα Ευαγγέλια και τις Πράξεις των Αποστόλων αποδεικνύει περίτρανα την φιλαλήθεια των πολλών μαρτύρων της Αναστάσεως, καθώς και τη ιστορικότητα των γεγονότων που ακολούθησαν. Γνωρίζοντας ότι υποτίθεται ότι οι Βολταιριστές μόνο τη φωνή της λογικής σέβονται, επικαλείται το εξής επιχείρημα: Αν υποθέσουμε ότι το κήρυγμα τους ήταν ψεύτικο, αν δηλαδή κήρυτταν « ότι ανέστη χωρίς να αναστή»[46], τί κέρδος είχαν να ελπίσουν οι κήρυκες της Αναστάσεως; Βεβαιότατα τίποτε. Και συνεχίζει ο Όσιος γράφοντας ότι όχι μόνο κέρδος δεν είχαν, αλλά αυτά που έλαβαν ήταν τα δεινά, τα λυπηρά, διωγμούς, δαρμούς, βασανιστήρια, ύβρεις, τιμωρίες και εν τέλει τον μαρτυρικό θάνατο. Λοιπόν θα κήρυτταν για την Ανάσταση, αν δεν ήταν βέβαιοι ότι ο Θεός θα τους αποδώσει τον «στέφανον της δικαιοσύνης, επειδή κήρυτταν την αλήθεια»[47]; Και εξανίσταται ο Άγιος Πατήρ, όταν αναλογίζεται ότι οι Αθηναίοι χλεύασαν το κήρυγμα περί Αναστάσεως που έκανε στον Άρειο Πάγο ο Απόστολος Παύλος, αλλά αυτοί ήταν ειδωλολάτρες, στερημένοι από το φως της Αποκαλύψεως. Πώς είναι όμως δυνατόν ύστερα από τόσους αιώνες, που το κήρυγμα της Αναστάσεως μετάπλασε τον κόσμο, να βρεθούν μεταξύ των Χριστιανών άνθρωποι ν' αρνηθούν και να χλευάσουν την Ανάσταση του Χριστού;[48]
Προλαμβάνοντας την απορία κάθε καλοπροαίρετου αναγνώστη, γιατί τα διδάσκει και τα γράφει όλα αυτά ο Βολταίρος και μάλιστα «γιατί τόση ορμή;»[49], ο Κολλυβάς Πατέρας απαντάει: «διότι η πίστις βάλλει χαλινόν εις τας αλόγους ορέξεις και τα εμπαθή και τα κτηνώδη θελήματα της σαρκός … χαλινός δε εστίν ο φόβος της κολάσεως»[50]. Προς βεβαίωση αυτών υπενθυμίζει τους τελευταίους λόγους του Κυρίου από την Παραβολή της Τελικής Κρίσεως: «και απελεύσονται ούτοι εις κόλασιν αιώνιον, οι δε δίκαιοι εις ζωήν αιώνιον»[51]. Και όπως επισημαίνει σε άλλο έργο του, το «Απολογία Χριστιανική» : «Η ενάρετος πολιτεία φυλλάτει τον άνθρωπον και δεν τον αφήνει να πλανηθεί μακράν της αληθείας. Ο φαύλος βίος γεννά φαύλα δόγματα»[52]. Και πράγματι ο Άγιος Αθανάσιος δεν έσφαλε στην αιτιολόγηση των κρυφών προθέσεων του Βολταίρου. Μία απλή ανάγνωση της βιογραφίας του μεγάλου Διαφωτιστή αρκεί για να σε πείσει για τη σκανδαλώδη και προκλητικά ανήθικη ιδιωτική ζωή του.[53]
Οι προθέσεις του Βολταίρου να διαστρέψει εσκεμμένα την αλήθεια αποκαλύπτονται μέσα από τα ίδια του τα κείμενα. Μεταξύ άλλων επισημαίνει η γραφίδα του Οσίου Αθανασίου μια από αυτές: «λέγη ψευδόμενος προφανώς» ότι η θρησκεία η Χριστιανική, εκδιωχθείσα της Ανατολής όπου εγεννήθη, κατέφυγε στη Δύση. Σαφέστατα υπαινίσσεται ότι, επειδή δεν έγινε αποδεκτός από τους εκεί πληθυσμούς, που ήταν εγγυτέρα στον χώρο γεννήσεώς του, ο Χριστιανισμός ζήτησε άσυλο μακρύτερα, δηλαδή στη Δύση. Τα υποστήριζε αυτά ο Βολταίρος, αν και γνώριζε ότι η συρρίκνωση του αριθμού των Χριστιανών στην Ανατολή οφειλόταν στην έντονη και συστηματική βιαιότητα του Ισλάμ, χωρίς όμως αυτό να επιτύχει την πλήρη εξαφάνισή τους. Γι' αυτή την χονδροειδή παραποίηση της πραγματικότητας αγανακτισμένος ο Πάριος αναρωτιέται : «που ανέγνω τοιαύτην ιστορίαν; και πότε από την Ανατολήν έλλειψεν η θεία πίστις ;»[54] Επίσης η ανακολουθία του Βολταίρου φαίνεται και στο ότι, ενώ παρουσιαζόταν ως υπερασπιστής της θρησκευτικής ελευθερίας και του σεβασμού των ιδεών, αφιέρωνε τόσο από τον χρόνο του για να καταφέρεται με μοχθηρία εναντίον του Χριστιανισμού μέσα από τις επιστολές και τα βιβλία του, όπως και το να συντάσσει λιβελογραφικές σάτιρες για την Αγία Γραφή. Ο Βολταίρος πολέμησε τον Χριστιανισμό ως την «πιο γελοία, πιο παράλογη και πιο αιματηρή θρησκεία που έχει μολύνει ποτέ αυτό τον κόσμο», όπως ήδη προαναφέραμε. Απευθύνει λοιπόν ο Όσιος το εξής αμείλικτο ερώτημα: «οι καυχώμενοι εις την μωράν των σοφίαν» πώς δεν συλλογίζονται τι ήταν ο κόσμος πριν από το χριστιανικό κήρυγμα και πως μετασχηματίσθηκε;[55] Άθελά του τη μισή απάντηση την είχε ήδη δώσει ο ίδιος ο Βολταίρος ομολογώντας ότι ούτε «ο μέγιστος των φιλοσόφων της αρχαιότητος δεν κατόρθωσε να μεταβάλει τα ήθη των γειτόνων αυτού»[56]. Δυστυχώς ο Βολταίρος δεν είχε ούτε την ειλικρίνεια ούτε το θάρρος, για να παραδεχθεί ότι αυτό το κατόρθωσε ο Θεάνθρωπος Χριστός.
Όποιος θα διαβάσει το «Αλεξίκακον Φάρμακον» πρέπει να θυμάται ότι, όπως ο Κύριος δεν δίσταζε να αποκαλεί τους Φαρισαίους «γεννήματα εχιδνών»[57], έτσι και οι Πατέρες της Εκκλησίας δεν φοβούνταν να γίνονται αιχμηροί έναντι όποιου επιβουλευόταν τη σωτηρία των ανθρωπίνων ψυχών, αφενός για να τον αφυπνίσουν και να τον σώσουν και αφετέρου για να υπερασπισθούν το ποίμνιο που τους εμπιστεύθηκε ο Κύριος. Έτσι δεν θα πρέπει να σκανδαλισθεί, όταν βλέπει τον Άγιο να χρησιμοποιεί μέσα στο κείμενό του χαρακτηρισμούς, όπως «ο παμμίαρος Βολτέρ»[58], «ο κατάπτυστος»[59], «ο κατάρατος ούτος»[60], «παράφρονας»[61], «ο πάντων ασεβών ασεβέστατος»[62], « υιός της απωλείας»[63], και « εχθρός του Θεού»64. Ο Άγιος Αθανάσιος ούτε συκοφαντεί, αλλά ούτε και αδικεί τον Βολταίρο. Ούτε μάχεται για προσωπικό του ζήτημα. Υπερασπίζεται την Ορθόδοξη πίστη, τον Χριστό και τη σωτηρία των συνανθρώπων του. Όπως είχε επισημάνει ο πατήρ Γεώργιος Μεταλληνός: «Ολόκληρο το έργο του αγίου Αθανασίου έχει ένα μόνο στόχο: την προφύλαξη των ορθόδοξα σκεπτόμενων και την θεραπεία των επηρεασμένων από τον Διαφωτισμό Ορθοδόξων, αλλά ακόμη μη ταυτισθέντων μαζί του. Αυτό τον σκοπό υπηρετεί και η γλώσσα του, ως έσχατο μέσο ποιμαντικής διακονίας. Ο Βολταίρος στη συνείδηση του Παρίου - και όχι μόνον - είναι ένσαρκος κίνδυνος, που διακυβεύει την μόνη δυνατότητα σωτηρίας, μεταδίδοντας τον πνευματικό θάνατο»[65].
Μετά από όλα τα παραπάνω ο Άγιος απευθύνεται προς τους νέους, που έχουν παρασυρθεί και ενθουσιασθεί από τις αντιχριστιανικές θεωρίες του Γάλλου Διαφωτιστή και «όπου με τόσην άλογον ορμήν φέρεσθε εις τον Βολτέρον»[66]. Τους καλεί να συνέλθουν, «ελάτε εις νουν σας»[67]. Πρέπει να σκεφθούν το πνευματικό συμφέρον των ψυχών τους και να μην πείθονται «εις έναν βρωμερόν και ακάθαρτον άθεον»[68], ενώ αντίθετα να περιφρονούν την ομόφωνη γνώμη «τόσων σοφωτάτων και συνετωτάτων και πνευματοφόρων διδασκάλων»[69]. Τους καλεί να αποφεύγουν τους οπαδούς του Βολταίρου, όπως αποφεύγουν «το ίδιον θάνατον»[70], δηλαδή, όπως φυλάγεται ο κάθε άνθρωπος από τον κίνδυνο του σωματικού θανάτου, έτσι πρέπει να αποφεύγουν και τους Βολταιριστές, αφού αυτοί σκορπίζουν τον πνευματικό θάνατο. Ταυτόχρονα με ξεχείλισμα χριστιανικής αγάπης προτρέπει όσους δεν έχουν συνειδητοποιήσει το μέγεθος του κινδύνου, να προσεύχονται να τους φωτίσει ο Θεός να συνέλθουν και να καταλάβουν τη πλάνη τους, προκειμένου να μην βρεθούν μαζί με τον Βολταίρο «εις την αιώνιον απώλειαν»[71]. Για να μιλήσει ''στην γλώσσα'' των παρασυρθέντων από τον Βολταίρο, τους καλεί να επιστρατεύσουν τη λογική τους. Τους προσκαλεί να αναλογισθούν, πώς είναι δυνατόν η μαρτυρία ενός ή δύο ή τριών, σαν τον Βολταίρο , να λογαριάζεται ως αληθινή ενώ η μαρτυρία Προφητών, Ευαγγελιστών, Αποστόλων, Θείων Διδασκάλων, ασκητών, χιλιάδων Μαρτύρων και απείρων λαών για την Ανάσταση του Κυρίου να είναι ψευδής ;[72] Ο Άγιος Αθανάσιος απευθύνεται κυρίως στους νέους, που ναι μεν έχουν παρασυρθεί από τις Βολταιρικές κακοδοξίες, αλλά, όπως τους λέει «ακόμη αισθάνεσθε, ακόμη δεν επήξατε εις την ασέβειαν… ακόμη δεν εφθάσατε εις το βάθος των κακών, και η συνείδησις ακόμη σας κεντά»[73]. Τους καλεί να αφυπνισθούν και να μετανοήσουν. Ιδίως τώρα, που μέσα από τα γραφόμενα του γνώρισαν ποιος είναι πραγματικά ο Βολταίρος και τι διδάσκει. «Υποφέρει λοιπόν αδελφέ Χριστιανέ η καρδία σου, η ψυχή σου, η συνείδησις σου, να αποβάλης τον αγαθόν, τον φιλάνθρωπον, τον γλυκύτατον, τον Σωτήρα σου και Κύριον Ιησούν Χριστόν»;[74]
Στην εποχή μας η αθεΐα με τα διάφορα προσωπεία της συνεχίζει τις επιθέσεις της εναντίον της Εκκλησίας, επαναλαμβάνοντας αρκετά από τα ιδεολογήματα του Βολταίρου. Και πάλι με πρόσχημα την πρόοδο της επιστήμης και τον ορθό λόγο προσπαθεί αρχικά να κάνει την πίστη των Χριστιανών υποτονική, για να τους οδηγήσει κατόπιν στην αδιαφορία και εν τέλει στην άρνηση του Χριστού. Όλα αυτά αποδεικνύουν ότι η θωράκιση της πίστεώς μας απαιτεί να εντρυφήσουμε ξανά σε Πατερικά έργα, όπως το Αλεξίκακον Φάρμακον, γιατί λόγους γραμμένους από χέρι Πνευματοφόρων Αγίων δεν τους αγγίζει το πέρασμα του χρόνου.