Η Υπαπαντή του Κυρίου. Απόσπασμα τοιχογραφίας από την Ιερά Μονή της Υπαπαντής (Σρέτενσκιϊ)
Ένας από τους πιο γνωστούς ψαλμούς είναι ο 90ος: «Ὁ κατοικῶν ἐν βοηθείᾳ τοῦ Ὑψίστου». Αναγιγνώσκεται κατά την ακολουθία της έκτης ώρας, στα μνημόσυνα* και στις νεκρώσιμες ακολουθίες*. Επίσης, τον διαβάζουμε, όταν αισθανόμαστε την ανάγκη να προστατέψουμε τον εαυτό μας με τη βοήθεια του Θεού σε δύσκολες και επικίνδυνες περιστάσεις. Ο ίδιος ψαλμός χρησιμοποιούνταν με παρόμοιο τρόπο και στην ιουδαϊκή παράδοση. Τον διάβαζαν στις κηδείες, στις πρωινές προσευχές και στις προσευχές του Σαββάτου. Εκτός των άλλων, το γεγονός αυτό σήμαινε ότι ο ψαλμός ήταν πολύ γνωστός σε όλους τους υιούς του Ισραήλ. Ο ψαλμός συντάχθηκε έτσι που ο λόγος να εκφέρεται εκ μέρους ενός διδασκάλου, ο οποίος απαριθμεί τα αγαθά που προσφέρει η ελπίδα στον Θεό. Ο ψαλμός τελειώνει με τρείς στίχους που εκφέρονται εκ μέρους του Ίδιου του Θεού. Ο τελευταίος στίχος έχει ως εξής: «Μακρότητα ἡμερῶν ἐμπλήσω αὐτὸν καὶ δείξω αὐτῷ τὸ σωτήριόν Μου». Διαβάζοντας προσεκτικά τη διήγηση του Ευαγγελιστή Λουκά για το γεγονός που είναι γνωστό ως Υπαπαντή, μπορούμε να σημειώσουμε ότι η Θεία υπόσχεση του 90ου ψαλμού εκπληρώθηκε με τον γέροντα Συμεών. Αυτός ο «δίκαιος και ευλαβής» (Λκ. 2: 25) άντρας ήταν μεγάλος σε ηλικία και «πλήρης ημερών» (Ψαλ.90). Είχε λάβει την υπόσχεση από το Άγιο Πνεύμα ότι δε θα πεθάνει πριν δει με τα ίδια του τα μάτια τον Χριστό.
Αυτή, μάλιστα, ήταν η ενδόμυχη προσδοκία όλων των δικαίων της Παλαιάς Διαθήκης. Ήθελαν να ζήσουν όσο το δυνατόν πιο πολύ όχι για να απολαμβάνουν τα αγαθά αυτής της θλιμμένης γης, αλλά για να αξιωθούν να δουν τον Λυτρωτή με τα ίδια τους τα μάτια. Η μια γενιά διαδέχονταν την άλλη, οι δίκαιοι με θλίψη έκλειναν τα μάτια τους και με πίστη έφευγαν για το θανάσιμο σκότος. Τις ελπίδες τους τις εναπόθεταν στους απογόνους τους. Για αυτό το λόγο, η ατεκνία βιωνόταν ως κατάρα. Αφού σε αυτήν την περίπτωση δεν ήταν μόνο ο άτεκνος που δεν αξιωνόταν να δει τον ερχομό του Χριστού, αλλά και που το σπέρμα του δε ρίζωνε στη γη και δε γινόταν κοινωνός της χαράς.
Περνούσαν οι αιώνες. Η πίστη εξέλειπε και ρυπαινόταν από τα επίγεια όνειρα για ισχυρό βασιλιά που θα έδινε στο λαό του Ισραήλ την πολιτική ελευθερία και την επίγεια δόξα. Υπήρχαν μόνο πολύ λίγοι άνθρωποι για να γίνουν αντιληπτοί, ήταν αυτό το «ιερό υπόλοιπο», το οποίο ζούσε με καθαρή ελπίδα και υπομονετική προσευχή. Πρώτος, ανάμεσα σε αυτό το υπόλοιπο, ήταν ο Συμεών. Πριν από αυτόν πολλοί δίκαιοι «κατὰ πίστιν ἀπέθανον, μὴ λαβόντες τὰς ἐπαγγελίας, ἀλλὰ πόρρωθεν αὐτὰς ἰδόντες καὶ ἀσπασάμενοι (Εβρ. 11: 13). Και δίπλα τους, την ίδια εποχή, ζούσαν πολλοί ασεβείς και ματαιόδοξοι άνθρωποι, οι οποίοι, αν και έζησαν μέχρι τον ερχομό του Μεσσία, δεν αντιλήφθηκαν την ημέρα της επίσκεψης λόγω σκληρότητας της ψυχής τους. Και αυτό είναι ένα μάθημα για όλους. Δεν αρκεί να ζει κανείς στην εποχή του Δικαίου. Δεν αρκεί να βρίσκεται δίπλα Του. Δεν ωφελεί, αν δεν έχεις πίστη, την οποία χαρίζει το Άγιο Πνεύμα.
Για τον Συμεών έχει λεχθεί ότι «Πνεῦμα ἦν ῞Αγιον ἐπ᾿ αὐτόν» (Λκ. 2: 25). Είναι το ίδιο Πνεύμα που προφήτευσε στον γέροντα τη μελλοντική συνάντησή του με τον Μεσσία. Και το Ίδιο Πνεύμα οδήγησε τον Συμεών στο Ναό, τότε που η Μητέρα του Ιησού με το Υιό Της στα χέρια επισκέφτηκε το Ναό για να εκπληρώσει την τελετουργία του νόμου. Ο Ναός της Ιερουσαλήμ δεν ήταν ποτέ άδειος. Ήταν ένα και μοναδικό ιερό. Εκτός από αυτόν δεν μπορούσε κανείς και πουθενά να φτιάξει άλλο Ναό. Για αυτό το σκοπό από όλα τα χωριά και τις πόλεις, κάθε μέρα, πόσο μάλλον στις γιορτές, συνέρρεαν εκεί πλήθη ανθρώπων για να κάνουν τις θυσίες τους: θυσίες προς άφεσιν, θυσίες ευχαριστίας και θυσίες τάματος. Μέσα σε αυτήν την πολυκοσμία ο Συμεών, που οδηγούνταν από το Πνεύμα, χωρίς δυσκολία διέκρινε Αυτούς που περίμενε τόσο πολύ, τη Μητέρα και το Παιδί. Πλησίασε στη Μητέρα, πήρε στα χέρια του το Βρέφος Χριστό και είπε την προσευχή, με την οποία εμείς τώρα τελειώνουμε την κάθε μέρα που περνάει και ελπίζουμε να τελειώσουμε και τη ζωή μας με αυτήν.
Σε αυτήν την προσευχή ο δίκαιος Συμεών ομολόγησε ότι η υπόσχεση που του είχε δοθεί εκπληρώθηκε. «Εἶδον οἱ ὀφθαλμοί μου τὸ σωτήριόν σου, ὃ ἡτοίμασας κατὰ πρόσωπον πάντων τῶν λαῶν». Εκπληρώθηκαν και τα λόγια του 90ου ψαλμού: «Δείξω αὐτῷ τὸ σωτήριόν μου».
Ο Συμεών, με το προφητικό εσωτερικό του βλέμμα, έβλεπε τη μελλοντική Θυσία του Γολγοθά. Αυτόν που τώρα κρατούσε στα χέρια του, Τον έβλεπε ήδη εσταυρωμένο για τις αμαρτίες του κόσμου. Επειδή «τὸ σωτήριόν σου ὃ ἡτοίμασας» είναι ακριβώς ο Σταυρός με τον Δίκαιο εσταυρωμένο επάνω του.
Το ότι ο Συμεών προαισθανόταν το μυστήριο του Σταυρού αποκαλύπτεται σε αυτά που είπε ο γέροντας στην ίδια τη Μαρία: «Καὶ σοῦ δὲ αὐτῆς τὴν ψυχὴν διελεύσεται ρομφαία, ὅπως ἂν ἀποκαλυφθῶσιν ἐκ πολλῶν καρδιῶν διαλογισμοί». Αυτά τα παράξενα λόγια εκπληρώθηκαν, όταν η Μητέρα-Παρθένος στεκόταν δίπλα στο Σταυρό και η καρδιά Της πονούσε για τα πάθη του Υιού Της. Έτσι, τα μάτια που τυφλώνονται από τα γηρατειά γίνονται μάτια αετού όταν πρόκειται για πνευματικά πράγματα, αρκεί η καρδιά του ανθρώπου να είναι καθαρισμένη με την πίστη και την υπομονετική προσδοκία.
Λίγα είπε ο Συμεών. Όμως, όλη η μελλοντική ιστορία του κόσμου χώρεσε στα λόγια του. Ο Συμεών προφήτευσε ότι ο Χριστός θα φωτίσει τους ειδωλολάτρες και ότι στο Ισραήλ, του οποίου είναι η δόξα, πρόκειται να γίνει «σημεῖον ἀντιλεγόμενον». Εξαιτίας Αυτού, πολλοί θα πέσουν και πολλοί θα αναστηθούν. Μάλλον, αυτά τα λόγια δε θα μπορούσαν να γίνουν κατανοητά εκ των προτέρων. Η μετέπειτα ιστορία, όμως, τα έχει δικαιώσει πλήρως.
Ο Συμεών, αφού είδε όλα αυτά που προσδοκούσε τόσο πολύ και αφού είπε όλα αυτά που χρειαζόταν σε αυτούς που συνέχιζαν την επίγεια πορεία τους, εγκατέλειψε τη γη. Την εγκατέλειψε χωρίς φόβο και χωρίς λύπη. Είδε τον Μεσσία! Πορευόταν πλέον προς το σκοτάδι του Σεόλ για να διηγηθεί στο Δαβίδ και τον Σολομώντα, τον Ησαΐα και τον Ιερεμία ότι η υπόσχεση εκπληρώθηκε και ο χρόνος της απελευθέρωσης των πάντων πλησίασε. Η Μαρία με τον Ιησού στα χέρια Της έμεινε πίσω. Ο γέροντας αργά και σταθερά περπατούσε προς το όριο που χωρίζει αυτόν τον κόσμο από τον άλλον.
*Στις Εκκλησίες Σλαβικών χωρών – ΣτΜ