Αγαπητοί αναγνώστες, θα ήθελα να σας διηγηθώ μια ιστορία, μάρτυρας και συμμέτοχος της οποίας, με τη χάρη του Θεού, έτυχε να είμαι εγώ. Η υπέροχη ιστορία της διάσωσης ενός καλού ανθρώπου αποτέλεσε παράδειγμα για μένα. Οι ονομασίες των τόπων και τα ονόματα των συμμετεχόντων έχουν σκόπιμα αλλάξει, καθώς δεν είναι δυνατόν να ληφθεί η συγκατάθεσή τους για τη δημοσίευση.
Άγιος Σπυρίδων, επίσκοπος Τριμυθούντος. Καλλιτέχνης: Ελένη Τσερκάσοβα
Θα ξεκινήσω με ένα πρόλογο, για να μπορέσει ο αναγνώστης να αισθανθεί πλήρως τη σχέση αιτίου – αποτελέσματος των γεγονότων.
Στην αρχή της πορείας μου προς στην Ορθοδοξία ήμουν κατά κάποιο τρόπο σίγουρος ότι πρέπει να στρέφεται κανείς με την προσευχή του μόνο προς τον Θεό, ενώ οι άγιοι φαίνεται να υπάρχουν, αλλά ποτέ δεν σκέφτηκα τον ρόλο που παίζουν για να μας βοηθήσουν και πάντα αναρωτιόμουν γιατί διαβάζουμε τους μεγάλους χαιρετισμούς ή κάνουμε προσκυνήματα σε ιερούς τόπους. Αν ο Θεός είναι παντού, δεν χρειάζεται να ψάχνουμε για κάποιο ιδιαίτερο μέρος: προσευχηθήκαμε, μετανοήσαμε, ζητήσαμε ό,τι χρειαζόμαστε και περιμένουμε τη βοήθεια του Θεού. Ακόμα και με την πάροδο των χρόνων αυτό δεν μου είναι κατανοητό. Η βοήθεια του Θεού, φυσικά, υπήρχε, αλλά ήταν δύσκολο να δει κανείς κάποια νομοτέλεια μεταξύ του "ζήτησα" και του "έλαβα", όλα έμοιαζαν να είναι μια σύμπτωση ή μια νομοτέλεια ή λαμβάνοντας τον ευσεβή πόθο εκ των πραγμάτων.
Έτσι, ένα καλοκαίρι, βρεθήκαμε σε μια νότια τουριστική πόλη, η γυναίκα μου και εγώ έπρεπε να ψάξουμε κάποιο μέρος για να μετακομίσουμε. Οι τιμές το καλοκαίρι για το ενοίκιο είναι τσουχτερές σαν τις μέδουσες, και τα χρήματα, ως συνήθως, δεν φτάνουν, ακόμη και να έφταναν, το ενοίκιο σε φυσιολογική τιμή δεν υπήρχε. Και, για κακή μας τύχη, εκείνη τη στιγμή δεν υπήρχε κανένα εισόδημα και έπρεπε να μετακομίσουμε σε κάθε περίπτωση, κυριολεκτικά να μείνουμε στο δρόμο.
Καθώς σκεφτόμουν τι να κάνω, έριξα μια ματιά σε αυτήν την ιστοσελίδα, και τυχαία διάβασα ένα άρθρο με ιστορίες για τη θαυματουργή βοήθεια του Αγίου Σπυρίδωνα. Εντυπωσιασμένος από τις ιστορίες, αλλά, φυσικά, με κάποιο σκεπτικισμό, αποφάσισα: γιατί όχι, να διαβάσω τους χαιρετισμούς εις τον Άγιο Σπυρίδωνα, και ίσως κάτι να αλλάξει.
Πήγα στην εκκλησία, προσευχήθηκα, εξομολογήθηκα, κοινώνησα και άρχισα να διαβάζω τους χαιρετισμούς για κάποιες μέρες. Προς το τέλος, ομολογώ, βρισκόμουν σε μια κατάσταση απόγνωσης. Και τότε ξαφνικά, σχεδόν την τελευταία στιγμή, από το πουθενά, οι παραγγελίες έρχονταν η μία μετά την άλλη, αν και πρέπει να σημειώσω ότι στον κλάδο στον οποίο εργάζομαι τους καλοκαιρινούς μήνες δεν υπάρχει πολύ δουλειά.
Όπως αποδείχθηκε, η πρόνοια του Θεού μας οδήγησε εκεί για κάποιο λόγο.
Τελικά, τα χρήματα για τη μετακόμιση ήταν υπεραρκετά, αλλά δεν υπήρχαν φυσιολογικές τιμές για το ενοίκιο. Συνέχισα να διαβάζω τους χαιρετισμούς εις τον Άγιο, αλλά αυτή τη φορά ζήτησα βοήθεια για τη μετακόμιση. Τελικά, και πάλι την τελευταία στιγμή, επικοινώνησε μαζί μας ένας άνθρωπος που νοίκιαζε το σπίτι του, αν και ήταν σε χωριό. Αλλά μετά από σκέψη, η γυναίκα μου και εγώ αποφασίσαμε ότι αφού είχαμε μόνο μια επιλογή, δεν υπήρχε άλλη λύση από το να μετακομίσουμε εκεί για το καλοκαίρι, τουλάχιστον ήταν καλύτερα από το να μείνουμε στο δρόμο. Το σπίτι ήταν αρκετά αξιοπρεπές, και μετά από λίγο καθάρισμα μας βόλεψε απόλυτα.
Και όπως αποδείχθηκε αργότερα, η πρόνοια του Θεού μας έφερε εκεί για κάποιο λόγο.
***
Από εκείνη τη στιγμή άρχισα να ξετυλίγω την ιστορία που ήθελα να σας διηγηθώ.
Εγκατασταθήκαμε στο σπίτι, ο ιδιοκτήτης ήταν ένας απλός άνθρωπος, ας τον ονομάσουμε Ολέγκ, ζούσε ακριβώς απέναντι από το δρόμο, και κάπως ξεκινήσαμε να έχουμε φιλικές σχέσεις μαζί του.
Και μια μέρα λοιπόν μας διηγήθηκε μια ιστορία ότι υπάρχει ένας άνθρωπος στο χωριό, ας τον ονομάσουμε παππού Αλέξανδρο, ο οποίος είναι βοσκός, αλλά τώρα είναι απελπιστικά άρρωστος λόγω ηλικίας (70+) και ασθένειας.
Ανέφερε επίσης ότι κανείς δεν τον πλησιάζει επειδή στην εποχή του συνήθιζε να πίνει πολύ και συχνά, και η συμπεριφορά του έχει αποξενώσει επιτυχώς όλους τους συγγενείς του.
Πρόσθεσε ότι κάποτε είχε ένα διαμέρισμα στην πόλη ακόμη και τη δική του μικρή επιχείρηση, την οποία έχασε για τον ίδιο λόγο, και στη συνέχεια μετακόμισε στο χωριό, αφήνοντας τον εαυτό του μόνο στα γεράματα και ζώντας τις μέρες του στο εγκαταλελειμμένο σπίτι κάποιου, αλλά που και που τον επισκέπτονται οι αδιάφοροι γείτονες, οι οποίοι τον ταΐζουν.
Τους το είπε λοιπόν αυτό έτσι απλά, και συμφώνησαν ότι είναι λάθος να ζουν έτσι οι άνθρωποι, και το ξέχασαν.
Λίγο καιρό αργότερα, ένα βράδυ, ελαφρά μεθυσμένος ο Ολέγκ έρχεται σε μας και αρχίζει να παραπονιέται για τη ζωή του, ότι αυτό και εκείνο είναι κακό, και το λέει με τον τρόπο του:
– λ"Ε, τι να κάνω με τη ζωή μου, αλλά θυμάστε εκείνον τον παππού Αλέξανδρο που σας έλεγα; Μπορείτε να φανταστείτε, τα δάχτυλα των ποδιών του μαύρισαν σήμερα!
– Τι εννοείτε μαύρισαν; Πανικοβλήθηκα! – Πλάκα μου κάνετε!
– Σοβαρά σας μιλάω, μαύρισαν, είχε πάθει γάγγραινα εδώ και αρκετά χρόνια, έχει καλέσει πολλές φορές το ασθενοφόρο, έχει μπει στο νοσοκομείο, από το οποίο τελικά τον έδιωξαν. Όλοι είχαν κουραστεί από αυτόν.
Αποδείχτηκε επίσης ότι ήταν σχεδόν τυφλός λόγω καταρράκτη και στα δύο μάτια και δεν μπορούσε πλέον να φροντίσει τον εαυτό του και οι χωρικοί είχαν ζητήσει αρκετές φορές από τις τοπικές αρχές να βρουν μια θέση γι' αυτόν, αλλά τελικά δεν έγινε ποτέ τίποτα.
Στην πραγματικότητα, ο άνθρωπος βρίσκεται στο χωριό, εγκαταλελειμμένος από όλους, πεθαίνει από γάγγραινα και κανείς δεν μπορεί να κάνει τίποτα γι' αυτό, πάρα ταύτα, ο άνθρωπος είναι απολύτως λογικός και έχει σταματήσει να πίνει από τότε που αρρώστησε εντελώς και δεν μπορεί να κάνει τίποτα γι' αυτό ούτε ο ίδιος, ούτε οι γείτονές του, οι οποίοι τον λυπούνται, αλλά δεν ξέρουν τι μπορούν να κάνουν γι’αυτόν.
Έχει ήδη πει στους γείτονές του να σταματήσουν να τον ταΐζουν και να τον αφήσουν να πεθάνει χωρίς να υποφέρει.
Στο τέλος της συζήτησής μας ο Ολέγκ μου πρότεινε:
– Αν θέλεις μπορούμε να πάμε να τον επισκεφτούμε, μένει εδώ κοντά.
Δίστασα λίγο, σκέφτηκα δεν είμαι γιατρός, πώς μπορώ να τον βοηθήσω, και δεν έχω πολλά χρήματα, με το ζόρι τα βγάζω πέρα.
Αλλά τελικά πήγα και αποδείχτηκε ότι ήταν πολύ χειρότερα απ' ό,τι μπορούσα να φανταστώ.
***
Όταν φτάσαμε στο σπίτι του παππού Αλέξανδρου, είδα μία ετοιμόρροπη μονοκατοικία με την μπροστινή πόρτα εντελώς ξεριζωμένη και μια κακοφτιαγμένη αυλή.
Καθώς έμπαινα από την είσοδο στο σπίτι μου ήρθε μία απαίσια μυρωδιά, στο πάτωμα υπήρχαν πολλά κονσερβοκούτια, σκουπίδια και μουχλιασμένα σνακ, ενώ το ταβάνι και οι τοίχοι, που κάποτε ήταν βαμμένοι, ήταν μαύροι από τη σόμπα και ιστοί αράχνης να κρέμονται από το ταβάνι.
Δεν υπήρχε καν νερό στο σπίτι, ούτε καν κάποια άνεση, και υπήρχε μια ανεξήγητη ατμόσφαιρα κατήφειας και απελπισίας σε όλα αυτά, και αν μπορούσε κανείς να φανταστεί την κόλαση, σίγουρα θα έμοιαζε με αυτό το μέρος.
Στη μέση όλης αυτής της "μεγαλοπρέπειας" βρισκόταν ένα παλιό σιδερένιο κρεβάτι, σκεπασμένο με μερικά βρώμικα κουρέλια και σακιά, στα οποία βρισκόταν ένας άντρας, εκείνος ο παππούς Αλέξανδρος, εξαντλημένος από μια μακρά ασθένεια.
Περιπλανιόμουν στο σπίτι με βαριά καρδιά, χωρίς να ξέρω τι να κάνω ή πώς να τον βοηθήσω.
Μετά από μια σύντομη συζήτηση μαζί του για το πώς είχε φτάσει σε αυτό το σημείο και αφού έμαθα λεπτομερώς για όλες τις συνθήκες της ζωής του, και το πιο σημαντικό, ότι ήθελε πραγματικά να βγει από αυτή τη δυστυχία και να αλλάξει κάτι, αλλά δεν ήξερε πώς, περιπλανιόμουν στο σπίτι με βαριά καρδιά, χωρίς να ξέρω τι να κάνω και γενικά πώς να τον βοηθήσω.
Σηκώθηκα το βράδυ για να προσευχηθώ, νιώθοντας θλίψη και αδυναμία, και προσευχήθηκα στον Άγιο Σπυρίδωνα, λέγοντας:
– Εσύ, πάτερ Σπυρίδων, ήσουν βοσκός, και αυτός ο άτυχος είναι επίσης βοσκός, βοήθησέ τον, αν είναι το θέλημα του Θεού και αν είσαι πρόθυμος.
Έτσι πέρασαν μερικές μέρες, προσευχόμουν ασταμάτητα, αλλά κάπως άρχισα να χάνω την εμπιστοσύνη ότι κάτι θα μπορούσε να γίνει εδώ, και προέκυψε ένα αίσθημα ενοχής, ότι, για παράδειγμα, ένας άνθρωπος μπορεί να μετράει τις ώρες του, Θεός φυλάξει βέβαια, σήψη λόγω γάγγραινας ή κάτι άλλο, και προσευχόμουν, αλλά όλα χωρίς αποτέλεσμα. Και καθώς το σκεφτόμουν μέσα μου, μου ήρθε ξαφνικά η σκέψη ότι μάλλον θα έπρεπε να βγάλω το πρόβλημα παραέξω στον κόσμο, να βγω στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, τουλάχιστον να προσπαθήσω να κάνω κάτι γι' αυτό.
***
Τελικά, σηκώθηκα το πρωί και αποφάσισα να συναντηθώ ξανά με τον Ολέγκ, να του πω την ουσία του σχεδίου μου και να τον ρωτήσω αν θα ήταν δυνατόν να του δώσω το τηλέφωνό του, γιατί εγώ ο ίδιος ελάχιστα γνώριζα τον παππού Αλέξανδρο και αν κάποιος τηλεφωνούσε και ρωτούσε για την κατάστασή του, θα χρειαζόταν κάποιος που θα μπορούσε να του τα πει όλα λεπτομερώς.
Αφού τα συμφωνήσαμε με τον Ολέγκ, επέστρεψα στο σπίτι, μπήκα στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και έκανα μερικές αναρτήσεις σε διάφορα κοινωνικά δίκτυα, περιγράφοντας την ουσία του προβλήματος, για να είμαι ειλικρινής, χωρίς να ελπίζω ότι θα βγει κάτι από αυτό.
Τελικά προσευχήθηκα ξανά, ζητώντας τη βοήθεια του Αγίου Σπυρίδωνα, και στη συνέχεια συνέχισα τις καθημερινές μου δουλειές.
***
Το βράδυ της ίδιας ημέρας ήρθε τρέχοντας ο ανήσυχος Ολέγκ και είπε:
– Καλά πως τα κατάφερες, με έχουν πάρει τηλέφωνο ήδη 50 άτομα. Μου τηλεφώνησαν ακόμη και από τη διοίκηση του περιφερειακού κέντρου και με ρώτησαν τι πρωτοβουλίες παίρνω από μόνος μου.
Χωρίς να τον ακούσω μέχρι τέλους, έτρεξα στο σπίτι, στον υπολογιστή και... Δεν πίστευα στα μάτια μου: οι δημοσιεύσεις που είχα αναρτήσει, βούιζαν σαν σμήνος μελισσών, και τα μηνύματα ερχόντουσαν απανωτά από τις δημοσιεύσεις.
Οι προβολές κάθε δημοσίευσής μου ξεπερνούσαν τις 5, μερικές φορές ακόμη και τις 15 χιλιάδες (ανάλογα με το μέγεθος του υπο–δημοσιεύματος), οι άνθρωποι έκαναν εκατοντάδες αναδημοσιεύσεις, άφησαν πολλά σχόλια, και αυτό διήρκεσε μόλις λίγες ώρες.
Ένιωσα σαν να είχε εκραγεί μια βόμβα πληροφοριών. Οι άνθρωποι ήταν έτοιμοι να πάνε αμέσως στο χωριό, κάποιοι ρωτούσαν πού θα μπορούσαν να βρουν τα χρήματα, κάποιοι ήθελαν να βρουν και να τιμωρήσουν τους υπεύθυνους, τους γιατρούς, τη διοίκηση και ένας Θεός ξέρει ποιον άλλον.
Μέχρι το μεσημέρι της επόμενης ημέρας μια ουρά από περίπου δέκα αυτοκίνητα είχε ήδη παραταχθεί έξω από το σπίτι του παππού Αλέξανδρου, ξεσηκώθηκε όλο το χωριό είχαν συμμετάσχει και εθελοντικές οργανώσεις.
Μόλις χθες, ο άγνωστος και ανεπιθύμητος παππούς Αλέξανδρος κατακλύστηκε κυριολεκτικά από τρόφιμα, πράγματα, προσοχή και κάθε είδους βοήθεια.
Χθες ο άγνωστος και ανεπιθύμητος παππούς Αλέξανδρος κατακλύστηκε κυριολεκτικά από τρόφιμα, πράγματα και βοήθεια
Εγώ και ο Ολέγκ μείναμε έκπληκτοι, δεν περίμενα καν ότι θα υπήρχε ενδιαφέρον για το πρόβλημα αυτό, γιατί ξέρω πολύ καλά πώς προσφέρεται η βοήθεια μέσω των κοινωνικών δικτύων: ακόμη και για τα παιδιά με καρκίνο χρειάζεται απείρως πολύς χρόνος, και συχνά όταν μαζεύεται και το τελευταίο ρούβλι είναι ήδη πολύ αργά για να αντιμετωπιστεί οτιδήποτε, αλλά εδώ... ένα τέτοιο πράγμα!!!
Τελικά, μέσα σε μια εβδομάδα είχαμε χορηγούς που πήραν τον παππού Αλέξανδρο υπό κηδεμονία, τον έβγαλαν από το χωριό, τον έπλυναν, προσέλαβαν κομμωτή από ακριβό κομμωτήριο, πλήρωσαν για τη θεραπεία του ποδιού του, του καταρράκτη και γενικά ότι χρειαζόταν να θεραπεύσει. Του ανακαίνισαν την γκαρνταρόμπα, του αγόρασαν κινητό τηλέφωνο, τον βοήθησαν με τα χαρτιά της σύνταξής του και έκαναν τα πάντα για να τον βοηθήσουν να ξαναρχίσει τη ζωή του από την αρχή.
Και όχι μόνο αυτό! Η θεραπεία αποδείχθηκε απολύτως επιτυχής, ούτε εγώ, ούτε καν ο παππούς Αλέξανδρος περίμενε ότι θα μπορούσε να σώσει το πόδι του, ουσιαστικά ήταν ήδη "στα πρόθυρα ακρωτηριασμού", λόγω της έλλειψης υγιεινής και θεραπείας υπήρχαν σκουλήκια μέσα του και έμοιαζε με σκηνικό από την ταινία «night of the Living Dead» (η νύχτα των ζωντανών νεκρών).
Όταν είδα τον πρωταγωνιστή μας λίγο καιρό αργότερα, τον αναγνώρισα με δυσκολία: ήταν ένα εντελώς διαφορετικό πρόσωπο.
Όταν είδα τον ήρωά μας μετά από λίγο καιρό, μετά βίας τον αναγνώρισα: ήταν ένας εντελώς διαφορετικός άνθρωπος, καθαρός, περιποιημένα ντυμένος, με βλέμμα αυτοπεποίθησης και σχέδια για το μέλλον, παρά την ηλικία του των 70+.
Από το παρελθόν του παππού Αλέξανδρου δεν είχε απομείνει σχεδόν τίποτε και, το πιο ενθαρρυντικό απ' όλα είναι ότι ο ίδιος εντυπωσιάστηκε τόσο πολύ από τη θαυματουργική του σωτηρία, ώστε προβληματίστηκε σοβαρά για τη ζωή του και το ρόλο της Θείας Πρόνοιας σ' αυτήν.
***
Έτσι έγινα μάρτυρας της βοήθειας του μεγάλου αγίου του Θεού, του Αγίου Σπυρίδωνα. Πολύ περισσότερο, έλαβα την βοήθεια σε μικρό χρονικό διάστημα, έτσι ώστε να μην νομίζει κανείς άθελά του ότι ήταν απλώς μια άλλη τύχη ή σύμπτωση, αλλά βοήθεια σε πραγματικό χρόνο, σε τόσο μεγάλο βαθμό, ώστε ήταν δύσκολο να πιστέψω στα μάτια μου, στα αυτιά μου και στο γεγονός ότι θα μπορούσε να γίνει έτσι εξ’ αρχήν. Βλέπετε και καταλαβαίνετε από πού προήλθαν όλα αυτά, και το πιο σημαντικό, από ΠΟΙΟΝ, και ότι Αυτός, ο Θεός, και η Πρόνοιά Του δεν είναι κάπου στις σελίδες στους βίους των αγίων, αλλά εδώ και τώρα.
Είναι πολύ δύσκολο να περιγράψω την εμπειρία, αλλά οι εντυπώσεις που είχα είναι ακόμα ζωντανές στο μυαλό μου, ακόμα και μετά το πέρας των χρόνων.
Έμαθα ένα απλό και προφανές πράγμα: αν ζητάτε κάτι από τον Θεό και δεν το λαμβάνετε, πιθανόν να μην είναι επειδή δεν είναι καλό για σας, αλλά επειδή μπορεί να μην έχετε το θάρρος να ζητήσετε κάτι, να εισακουστείτε και κυρίως να λάβετε κάτι.
Και μάλλον σε τέτοιες περιπτώσεις η βοήθεια των αγίων είναι πραγματικά απαραίτητη: θα λύσει το πρόβλημα, θα σας διδάξει και θα σας ανοίξει τα μάτια σε πολλά πράγματα.
***
Πατέρα Σπυρίδωνα, μαζί με όλους τους αγίους, προσευχηθείτε στο Θεό για μας!
Δοξάστε τον Θεό για όλα!