Κρατάμε αυτές τις σημειώσεις κάθε φορά που επισκεπτόμαστε το Κοσσυφοπέδιο και τα Μετόχια, μεταφέροντας εκεί ανθρωπιστική βοήθεια για τους ορθοδόξους αδελφούς και αδελφές μας. Ο σκοπός αυτών των σημειώσεων, διηγήσεων και ομιλιών συνίσταται στο να μην εξαφανιστούν από τη μνήμη τα βάσανα των ορθοδόξων ανθρώπων σ’ αυτή την αγία γη.
Ένα κοριτσάκι στο χωριό Γκριζίμε της Κόσοβσκα Καμενίτσα
«Σκάβουμε χαντάκια με τα χέρια μας για να μπορέσουμε να πλυθούμε και να πλύνουμε τα ρούχα μας και στις διακοπές βόσκουμε τα ζώα»
Το χωριό Γκριζίμε βρίσκεται στον βορρά του Κοσσυφοπεδίου και των Μετοχίων, στη δεξιά όχθη του Νότιου Μοραβά. Είναι χωρισμένο σε Άνω και Κάτω. Θεωρείται ότι το χωριό εδραιώθηκε ως χώρος αναύπαυσης για προσκυνητές, που ταξίδευαν μεταξύ των μονών της Ταμνίτσα και του Αγίου Μάρκου.
Ψάχνουμε για κάποιον που να μπορούσε να μας μιλήσει για τη ζωή σ’ αυτό το μικρό χωριό. Βλέπουμε δύο γερά και κεφάτα αγόρια να παίζουν στην αυλή και παράλληλα να βόσκουν γουρούνια. Τα παιδιά ξέρουν να συνδυάζουν τα ευχάριστα με τα χρήσιμα μ’ ένα έξυπνο τρόπο. Είναι ο Δανιήλ και ο Ιόβιτσα Μίλκοβιτς. Ο ένας είναι 12 χρονών και ο άλλος 14. Τους παρατηρήσαμε ακόμη νωρίτερα, όταν έσκαβαν ένα μικρό χαντάκι στον λόφο. Στην αρχή νομίσαμε ότι ήταν ένα είδος παιχνιδιού, αλλά στη συνέχεια αποδείχτηκε ότι τα αγόρια εργάζονται σκληρά εδώ κάθε μέρα και ο σκοπός της δουλειάς τους είναι να φέρνουν νερό στο σπίτι για το πλύσιμο πιάτων και ρούχων. Πριν από δύο χρόνια έμειναν χωρίς πατέρα, ενώ στο σπίτι τους μένουν 13 άτομα. Δεν φαντάζονται τη ζωή τους κάπου στην ξενιτιά, κάπου εκτός του σπιτιού τους, γι’ αυτό κι εργάζονται στο χωράφι τους. Λένε πώς το σπίτι και η οικογένεια πρέπει να έχουν όλα τα απαραίτητα. Κάνουν όλες τις δουλειές του σπιτιού μαζί με τη μητέρα τους, τη βοηθούν με τα μικρά.
Η ζωή μιας οικογένειας είναι το σπίτι, η αυλή, το χωράφι, το δάσος και όλα τα υπόλοιπα είναι το “εξωτερικό”
Δύσκολα μπορεί να φανταστεί κανείς ότι αυτό που ονομάζουμε «καθημερινότητα» μπορεί να είναι έτσι, όπως στην οικογένεια Μίλκοβιτς. Η ζωή μιας οικογένειας είναι το σπίτι, η αυλή, το χωράφι, το δάσος και όλα τα υπόλοιπα είναι το “εξωτερικό”.
Tον τελευταίο ενάμιση αιώνα τα χωριά γύρω από την Κόσοβσκα Καμενίτσα φαίνεται σαν να μην έχουν αλλάξει καθόλου. Απέχουν από το κέντρο της Κόσοβσκα Καμενίτσα μόνο μερικά χιλιόμετρα, αλλά δεν υπάρχουν δρόμοι και ούτε φωτισμός ή μαζικά μέσα μεταφοράς. Ο μόνος τρόπος για να μεταβείς εκεί είναι με τα πόδια και πάλι καλά να λες. Υπό τέτοιες συνθήκες όλο και περισσότερος κόσμος εγκαταλείπει τα σπίτια του, τα χωριά αδειάζουν, νέοι σχεδόν δεν υπάρχουν. Ακόμη και όσοι πέρασαν όλη τη ζωή τους ανάμεσα σ’ αυτούς τους λόφους, τα χωράφια και τα δάση, φεύγουν: Τα σπίτια είναι άδεια, παλιώνουν και καταστρέφονται, οι αυλές και τα χωράφια σκεπάζονται με αγριόχορτα, οι πόρτες και τα παράθυρα είναι κλειστά, τα αγριόχορτα έφτασαν στις στέγες. Οι Σέρβοι ζούσαν εδώ μέχρι τον πόλεμο του 1999, όταν το μεγαλύτερο μέρος τους εκδιώχτηκε. Οι υπόλοιποι ορθόδοξοι, που έμειναν, τα βγάζουν πέρα αποκλειστικά χάρη στη γεωργία και την επιμονή τους, την οποία μάλλον μπορούμε ν’ αποκαλέσουμε «απερίσκεπτη», και την πίστη. Καθώς, επίσης, και με την ελπίδα ότι θα τους βοηθήσουν κάποιοι άλλοι καλοί άνθρωποι.
Το τελευταίο σπίτι στο Μανούτ
Τελευταίο με την έννοια του τελευταίου σέρβικου σπιτιού σ’ αυτό το χωριό, κοντά στο Νόβο Μπρντο. Εδώ μένει η οικογένεια Γιόβιτς: Ο Σίνισα, η Ράζιγια, ο Μιχάιλο, η Μαρίνα και η γιαγιά τους. Απέχουν δύο χιλιόμετρα από την κεντρική οδό του χωριού, αλλά φαίνεται πολύ πιο μακριά, γιατί αυτός ο δρόμος είναι βατός μόνο με τρακτέρ ή Τ.Ο.Μ.Π.1 Περιττό ν’ αναφέρω ότι δεν υπάρχει φωτισμός.
Οι συγγενείς τους έχουν φύγει εδώ και καιρό. Λένε πως φοβούνται μήπως κάποιος άγνωστος επιτεθεί τα παιδιά. Και με το «άγνωστος» εννούμε...
«Πριν από δύο χρόνια εκείνος ο Αλβανός χτύπησε το παιδί μου και το χτύπησε πολύ. Το αγοράκι βγήκε να παίξει και ο Αλβανός γείτονας το ξυλοκόπησε. Επιστρέφει στο σπίτι, κλαίγοντας: “Μαμά, ο γείτονας με χτύπησε! Γιατί;” Έτσι είναι οι “γείτονές” μας... Να μας προστατέψει ο Κύριος απ’ αυτούς», λέει η Ράζιγια, η μητέρα της Μαρίνας και του Μιχάιλο.
Ο Μιχάιλο και η Μαρίνα δεν πηγαίνουν στο σχολείο με τα πόδια, αλλά με κάποιο όχημα. Κάθε μέρα διασχίζουν όλο το χωριό μέχρι τη στάση, όπου τους παίρνει ένα μέσο μεταφοράς και τους πάει μέχρι το σχολείο. Από την πέμπτη τάξη θ’ αναγκαστούν να πάνε ακόμα πιο μακριά, σε άλλο χωριό. Η τάξη της Μαρίνας έχει μόνο δύο μαθητές, ενώ του Μιχάιλο τρεις! Υπάρχουν φορές όπου επί μήνες δεν κατεβαίνουν στο χωριό και η ίδια η πόλη είναι κάτι το εντελώς άγνωστο γι’ αυτούς. Εννοείται ότι τα παιδιά περνούν τις καλοκαιρινές τους διακοπές στα σπίτια τους, ανάμεσα στους δικούς τους λόφους. Σπάνια απομακρύνονται περισσότερο από μερικές εκατοντάδες μέτρα από το σπίτι τους. Παίζουν στην αυλή και φροντίζουν τις 8(!) αγελάδες, που τρέφουν όλη την οικογένεια.
Ο μοναδικός μαθητής
Ο Νικόλα Στάνκοβιτς δίπλα στην είσοδο του σχολείου
Ο Νικόλα Στάνκοβιτς πάει στην τέταρτη τάξη του Δημοτικού Σχολείου Πιοτρ Κότσιτς, στο χωριό Σλίβοβο.
Τα μαθήματα γίνονται παρουσία μίας δασκάλας και τα διαλείμματα ο Νικόλα τα περνά μόνος του. Είναι ο μοναδικός μαθητής αυτού του σχολείου
Τα μαθήματα γίνονται παρουσία μίας δασκάλας και τα διαλείμματα ο Νικόλα τα περνά μόνος του. Είναι ο μοναδικός μαθητής αυτού του σχολείου από την πρώτη μέχρι την τέταρτη τάξη και, μάλλον, ο τελευταίος, που την επισκέπτεται εν γένει.
Το σχολείο Πιοτρ Κότσιτς βρίσκεται σ’ ένα ιδιωτικό σπίτι. Ποιο κομπιούτερ, ποιες ψηφιακές τεχνικές;! Ένας πάγκος, ένας πίνακας, μια κιμωλία, παλιά σχολικά βιβλία, αυτή είναι όλη διδακτική υποδομή.
Ο Νικόλα είναι ένα ήσυχο και σιωπηλό αγοράκι. Τον ρωτάμε πώς πάνε τα μαθήματα. Μας απαντά μονολεκτικά: «Βαριέμαι». Είναι κλειστός τύπος, δεν θέλει να μιλά πολύ. Πώς να γίνει φλύαρος εδώ, υπό τέτοιες συνθήκες; Αμφιβάλλω ότι θα ήταν δυνατόν.
Όλον τον υπόλοιπο χρόνο ο Νικόλα τον περνά με τον πατέρα του και τον αδελφό του, βοηθώντας τους στις δουλειές του σπιτιού. Δεν παίζει σχεδόν ποτέ. «Πού είναι το ενδιαφέρον στο να παίζω μόνος μου;», μας απαντά ο μικρός. Τι να πούμε;!
Δύο Νικόλα: Στάνκοβιτς και Βάσιτς
Το Σλίβοβο βρίσκεται κοντά στην Πρίστινα. Εκεί έχουν μείνει ακόμα μερικά σέρβικα σπίτια. Έχει άραγε νόημα να μιλώ για τις συνθήκες, υπό τις οποίες ζουν οι Σέρβοι; Θα τις αποκαλέσω ιδιαίτερα λιτές. Ο πατέρας Νεγκοβάν λέει πως δεν περιμένει πια καμία βοήθεια από κανέναν και ιδιαίτερα από το κράτος: «Έχω δεχτεί την ιδέα ότι οι γιοι μου θα εγκαταλείψουν το μέρος, στο οποίο υπάρχει τόση απελπισία. Τ’ αγόρια πρέπει κάπου να εργάζονται». Ρωτάμε πώς είναι η ζωή στο Σλίβοβο γενικά. Απαντά, χαμογελώντας: «Καλύτερα μην τα ρωτάτε».