«Η Τελευταία Κρίση» του Ερκούλ Ραμαζανί
Πολλοί άνθρωποι πιστεύουν ότι ο παράδεισος είναι απλώς ένας όμορφος ουράνιος κήπος όπου πηγαίνουν οι δίκαιοι μετά το θάνατο, ενώ η κόλαση είναι μέρος όπου οι αμαρτωλοί βράζουν σε καπνισμένα καζάνια ή ψήνονται σε τηγάνια. Αλλά στην πραγματικότητα, από την άποψη της χριστιανικής διδασκαλίας δεν είναι ακριβώς έτσι, ή μάλλον για να το πούμε καλύτερα, δεν είναι καθόλου έτσι.
Και τότε πώς είναι στην πραγματικότητα;
Τι είναι ο παράδεισος;
Η λέξη παράδεισος έχει δύο σημασίες που συχνά συγχέονται. Πρώτον, είναι ο τόπος όπου ζούσαν οι πρώτοι άνθρωποι, ο Αδάμ και η Εύα. Δεύτερον, με την ίδια λέξη ονομάζουμε εκείνη την περιοχή του πνευματικού κόσμου, όπου πηγαίνουν οι ψυχές των δικαίων μετά το τέλος της επίγειας ζωής τους. Είναι λάθος να ταυτίζουμε πλήρως αυτές τις δύο σημασίες του παραδείσου. Τότε, ποια είναι η διαφορά;
Ο αρχικός παράδεισος, ή αλλιώς ο Κήπος της Εδέμ, ήταν ένας ιδιαίτερος τόπος, ο οποίος διέφερε από την υπόλοιπη γη λόγω των συνθηκών διαμονής σε αυτόν. Εκεί τοποθετήθηκαν οι πρώτοι άνθρωποι, ο Αδάμ και η Εύα. Εκεί, στη σκιά των δέντρων της Εδέμ άκουγαν τη φωνή του Θεού, περνούσαν τις πρώτες μέρες της ζωής τους μαζί Του και επικοινωνούσαν με τον Κύριο πρόσωπο με πρόσωπο.
Ένας από τους στόχους της ζωής τους ήταν να μετατρέψουν όλη τη γύρω φύση σε παράδεισο και να επεκτείνουν τα όρια της Εδέμ σε όλο σύμπαν. Δεν κατάφεραν να πετύχουν αυτό το στόχο. Οι προπάτορές μας αμάρτησαν και έχασαν την μακαριότητα του παραδείσου, και η ίδια η Εδέμ έπαψε να υπάρχει ως φυσικός τόπος. Παρ’ όλα αυτά, η μνήμη της Εδέμ παρέμεινε στους περισσότερους πολιτισμούς διάφορων λαών και εποχών.
Ο χριστιανισμός, ωστόσο, ακολουθώντας την πίστη των δικαίων της Παλαιάς Διαθήκης, διδάσκει ότι η εκδίωξη από την Εδέμ ήταν ένα προσωρινό μέτρο, ότι ο Θεός θα αποκαταστήσει την προηγούμενη σχέση με τον άνθρωπο στην πληρότητά της και ότι στο τέλος όλοι οι δίκαιοι άνθρωποι θα βρίσκονται σε άμεση εγγύτητα με τον Θεό. Αυτή η μελλοντική πραγματικότητα επίσης ονομάστηκε παράδεισος.
Αλλά, θα μπορούσε να ρωτήσει κανείς, γιατί μελλοντική; Άραγε, από την εποχή της Σταυρικής θυσίας και της Ανάστασης του Χριστού, οι δίκαιοι πεθαμένοι δεν πηγαίνουν σε αυτόν τον υποσχόμενο παράδεισο; Και ναι και όχι. Από τη μία πλευρά, το Ευαγγέλιο μας μεταφέρει τα λόγια του Χριστού προς τον μετανοήσαντα ληστή στο σταυρό: «...ἀμὴν λέγω σοι, σήμερον μετ᾿ ἐμοῦ ἔσῃ ἐν τῷ παραδείσῳ» (Λκ. 23:43). Από την άλλη πλευρά, υπάρχει μια λεπτομέρεια που είναι σημαντικό να υπολογίζουμε, όταν μιλάμε για παράδεισο.
Στη θεολογική αντίληψη, που βασίζεται στο κείμενο της Βίβλου, ο παράδεισος είναι η πραγματικότητα της πλήρους παρουσίας του Θεού, κατά την οποία ο άνθρωπος μπορεί να επικοινωνεί άμεσα και πλήρως με τον Δημιουργό του. Και εδώ υπάρχουν δύο σημαντικά σημεία που διακρίνουν τον επικείμενο παράδεισο από τον Κήπο της Εδέμ.
Πρώτον, εκτός από την ψυχή, στην επικοινωνία με τον Θεό πρέπει να συμμετέχει και το σώμα, διότι η ψυχή χωρίς το σώμα δεν είναι άνθρωπος με πληρότητα. Όλοι περιμένουμε την ανάσταση των νεκρών ακριβώς επειδή σε αυτήν θα μεταμορφωθεί η ανθρώπινη φύση, η οποία θα λάβει την δυνατότητα να συμμετέχει στη μελλοντική ζωή, όπου, όπως γράφει ο Απόστολος Παύλος, «ᾖ ὁ Θεὸς τὰ πάντα ἐν πᾶσιν» (Α΄ Κορ. 15: 28). Ακόμη και οι δίκαιοι και οι άγιοι, που ήδη βρίσκονται στη μακαρία κατάσταση της άμεσης επικοινωνίας με τον Θεό, συμμετέχουν σε αυτήν μόνο με την ψυχή.
Υπάρχει μια πολύ σημαντική έννοια στο Ευαγγέλιο που συχνά χρησιμοποιείται ως συνώνυμο του μελλοντικού παραδείσου. Πρόκειται για τη Βασιλεία των Ουρανών, ένα από τα βασικά θέματα του κηρύγματος του Ιησού Χριστού. Μετά την Λυτρωτική Του θυσία, τον θάνατο και την ανάστασή Του, τα οποία εξάλειψαν το χάσμα μεταξύ Θεού και ανθρώπου που προκλήθηκε με την πτώση των πρώτων ανθρώπων, η Βασιλεία των Ουρανών έγινε προσβάσιμη σε όλους, και όχι μόνο μετά θάνατον. Για τον πιστό άνθρωπο που τείνει προς τον Θεό, η Βασιλεία των Ουρανών αρχίζει εδώ κιόλας, στην επίγεια ζωή, και συνεχίζεται στην αιώνια ζωή. Η μόνη διαφορά από τον μελλοντικό παράδεισο είναι η πληρότητα της συμμετοχής του ανθρώπου σε αυτήν, διότι, όπως αναφέρθηκε παραπάνω, αυτή η πληρότητα μπορεί να υπάρξει μόνο με ένα νέο, μεταμορφωμένο μετά την ανάσταση σώμα.
Δεύτερον, ο μελλοντικός παράδεισος, σε αντίθεση με τον Κήπο της Εδέμ, δεν είναι ένας διατεταγμένος χώρος, αλλά ολόκληρο το σύμπαν. Είναι ένας νέος κόσμος που θα πάρει τη θέση του παλιού. Οι χριστιανοί πιστεύουν ότι το σύμπαν θα μεταμορφωθεί μέσα από την εξαγνιστική φλόγα της Δευτέρας Παρουσίας του Χριστού και θα είναι γεμάτο από την παρουσία του Θεού σε κάθε πτυχή της ζωής μας. Όπως γράφει γι’ αυτό ο Άγιος Απόστολος Ιωάννης ο Θεολόγος, όταν διηγείται το όραμά του: «Καὶ εἶδον οὐρανὸν καινὸν καὶ γῆν καινήν· ὁ γὰρ πρῶτος οὐρανὸς καὶ ἡ πρώτη γῆ ἀπῆλθον» (Αποκ. 21:1). Σε αυτή τη νέα πραγματικότητα, όλα τα πράγματα, τα φυσικά φαινόμενα και οι ψυχολογικές καταστάσεις θα επανέλθουν στην αρχική, σχεδιασμένη από τον Θεό ουσία τους. Και το πιο σημαντικό (αυτό είναι σημαντικό να το τονίσουμε), ο άνθρωπος θα ανακτήσει τη δυνατότητα πλήρους και άμεσης επικοινωνίας με τον Δημιουργό του. Την ίδια δυνατότητα που είχε ο Αδάμ και την οποία έχασε ως αποτέλεσμα της πτώσης στην αμαρτία.
Τι είναι η κόλαση;
Με την κυριολεκτική και οικεία για τον μέσο άνθρωπο έννοια, η κόλαση είναι ο τόπος όπου κατοικούν οι δαίμονες και όπου μετά το θάνατο πηγαίνουν οι αμαρτωλοί. Συχνά συνδέεται με μπουντρούμι και στους περισσότερους πολιτισμούς η κόλαση είναι ένα βασίλειο σκότους, καύσωνα και άσβεστης φωτιάς. Αυτές οι εικόνες αποδίδουν τον απόλυτο βαθμό πόνου, βασάνων και δεινών που βιώνει η ψυχή στην κόλαση. Δεν είναι τυχαίο, λοιπόν, που και ο Χριστός αποκαλεί Γέεννα του πυρός τον τόπο βασανισμού των δαιμόνων.
Η Γέεννα είναι ένας ιστορικός τόπος. Ήταν το όνομα της νότιας γειτονιάς της Ιερουσαλήμ, όπου οι πολίτες της πόλης έφερναν σκουπίδια, οργανικά απόβλητα κάθε είδους και πτώματα ζώων. Επειδή τα απορρίμματα εξέπεμπαν επιβλαβή και επικίνδυνα για την υγεία αέρια, σε αυτόν τον τόπο έκαιγε συνεχώς φωτιά για να αποτρέπει την εξάπλωση του σάπιου αέρα στον περίγυρο. Ο Χριστός χρησιμοποίησε αυτήν την σύγκριση ώστε οι σύγχρονοί Του να έχουν μια παραστατική και κατανοητή εικόνα της κόλασης.
Ωστόσο, ο Χριστιανισμός δεν περιορίζεται σε αυτή την αντίληψη της κόλασης και προσδίδει σε αυτή τη λέξη βαθύτερο περιεχόμενο. Για τους χριστιανούς η κόλαση δεν είναι απλώς τόπος βασανιστηρίων των αμαρτωλών. Η κόλαση, όπως και ο παράδεισος, συνδέεται στενά με την ιδέα της παρουσίας του Θεού στον κόσμο.
Το θέμα είναι ότι η πανταχού παρουσία του Θεού δεν είναι χαρούμενη και επιθυμητή για όλους. Ο άνθρωπος, όταν δεν έχει την έξι να επικοινωνεί με τον Θεό όσο ζει – να προσεύχεται, να εκκλησιάζεται, να θυμάται τον Θεό στις καθημερινές του δραστηριότητες, να συμμετέχει στα μυστήρια και στις ιερές ακολουθίες – αντιλαμβάνεται τον Θεό ως κάτι ξένο προς τον εαυτό του. Και έτσι, όταν ο Κύριος γίνεται για έναν τέτοιο άνθρωπο η πιο πραγματική πραγματικότητα, παρούσα παντού, τότε αυτή γίνεται αφόρητη για αυτόν.
Στην ουσία, ο παράδεισος – ως κατάσταση της πληρέστερης και της πιο χαρούμενης κοινωνίας με τον Θεό – για τις απροετοίμαστες προσωπικότητες θα είναι αφόρητο μαρτύριο, από το οποίο θα θέλουν να απαλλαγούν και να το βάλουν στα πόδια. Αλλά πώς μπορείς να ξεφύγεις από τον Θεό; Όπως το έθεσε ο βασιλιάς Δαβίδ πριν από περίπου τρεις χιλιάδες χρόνια: «Ποῦ πορευθῶ ἀπὸ τοῦ πνεύματός σου καὶ ἀπὸ τοῦ προσώπου σου ποῦ φύγω; Ἐὰν ἀναβῶ εἰς τὸν οὐρανόν, σὺ ἐκεῖ εἶ, ἐὰν καταβῶ εἰς τὸν ᾅδην, πάρει· Ἐὰν ἀναλάβοιμι τὰς πτέρυγάς μου κατ᾿ ὄρθρον καὶ κατασκηνώσω εἰς τὰ ἔσχατα τῆς θαλάσσης, καὶ γὰρ ἐκεῖ ἡ χείρ σου ὁδηγήσει με, καὶ καθέξει με ἡ δεξιά σου» (Ψαλμ. 138:7-10).
Αρχικά η κόλαση δεν προοριζόταν για κανέναν από τους ανθρώπους: «Πορεύεσθε ἀπ᾿ ἐμοῦ οἱ κατηραμένοι εἰς τὸ πῦρ τὸ αἰώνιον τὸ ἡτοιμασμένον τῷ διαβόλῳ καὶ τοῖς ἀγγέλοις αὐτοῦ» (Μτ. 25: 41) – είναι τα λόγια του Σωτήρα, τα οποία παραθέτει η Γραφή. Ωστόσο, οι άνθρωποι μπορούν να καταλήξουν εκεί με τη δική τους επιμονή. Άλλωστε, αν η κόλαση είναι ένας χώρος συγκέντρωσης κακών πνευμάτων, όπου κυριαρχεί κυριολεκτικά θεόμαχη ατμόσφαιρα, τότε είναι απολύτως λογικό ένας άνθρωπος που δεν μπορεί να αντέξει τη δόξα και την αγάπη του Θεού να εισέρχεται σε αυτόν τον χώρο όσο βρίσκεται εν ζωή ακόμα και να πέφτει ολοκληρωτικά εκεί μετά τον θάνατο. Είναι ακριβώς εκείνη η περίπτωση που «όμοιος ομοίω πελάζει».
Σε αυτό το πλαίσιο, τα λόγια του Μπέρναντ Σω ότι ο παράδεισος είναι ωραίος, αλλά η παρέα στην κόλαση είναι πιο ενδιαφέρουσα, δεν ακούγονται πλέον τόσο χαρούμενα και ελκυστικά. Έτσι δεν είναι;
Ο Δάντης και το ποίημά του. Τοιχογραφία στην εκκλησία Σάντα-Μαρία ντελ Φλόρε στη Φλωρεντία
Το παράδειγμα που μας δίνουν ορισμένες φάλαινες ίσως μας βοηθήσει να καταλάβουμε γιατί οι άνθρωποι επιλέγουν την κόλαση. Οι φάλαινες, λόγω της επίδρασης συστημάτων σόναρ, αποπροσανατολίζονται, συγχέονται και εκβράζονται στην ξηρά. Από τη μια, δεν μπορούν να παραμείνουν στο βιότοπο που έχει δημιουργηθεί γι’ αυτές και που είναι ιδανικός: τα ραδιοκύματα (όπως και τους ανθρώπους – η αμαρτία) τις μπερδεύουν, μη επιτρέποντάς τους να καταλάβουν προς τα πού να κολυμπήσουν. Από την άλλη, πηγαίνουν σε ρηχά νερά, σε ένα περιβάλλον που έχει τελείως αντίθετες συνθήκες από αυτές που είναι απαραίτητες για τη ζωή τους, και αυτό επειδή εδώ μπορούν να ξεφύγουν από τις επιδράσεις των υπερήχων.
Μόνο που αν οι φάλαινες είναι θύματα της αδιαφορίας των άλλων προς αυτές, ο άνθρωπος εκούσια εκθέτει τον εαυτό του στην καταστροφική επίδραση, εγκαθιστώντας όλο και περισσότερα «σόναρ» στην ψυχή του. Αυτό σημαίνει ότι σε όποια «ακτή» και αν πεταχτεί, δεν θα μπορέσει να βγει από τη ζώνη των «ραδιοκυμάτων». Έτσι, ο αμαρτωλός βολοδέρνει ανάμεσα σε αλληλοαποκλειόμενες ανάγκες. Από τη μία, η ψυχή, τρελαμένη από την αμαρτία, καίγεται με την παρουσία και μόνο του Θεού κοντά της. Από την άλλη, χωρίς τον Θεό δεν πας πουθενά. Ο Θεός είναι η πηγή όλων των αγαθών και μόνο εν Θεώ τα πλάσματά Του μπορούν να αναπτύξουν στο μέγιστο τις δυνατότητές τους.
Έτσι, η κόλαση είναι ο παράδεισος από την ανάποδη. Είναι συνέπεια της εκούσιας επιλογής του ανθρώπου και της απομάκρυνσής του από τον Θεό.
Στη διάρκεια της επίγειας ζωής ο άνθρωπος έχει πάντοτε να επιλέξει: να κατευθυνθεί προς τον Θεό, να Τον αποδεχτεί και να αρχίσει να απολαμβάνει την αγάπη Του στη γη κιόλας, ή να απορρίψει τον Κύριο, να απομακρυνθεί από την Πηγή της Ζωής, με αποτέλεσμα μετά τον θάνατο να βρεθεί, ούτως ή άλλως, στην παρουσία Του. Μόνο που σε αυτή την περίπτωση η αγάπη του Θεού δεν θα είναι απόλαυση, αλλά μαρτύριο.