Δεν είναι τόσο απλό, όσο φαίνεται
Τρελοί της πόλης ή όπως αποκαλούνταν παλιότερα, «ντόπιοι κουτοί», πιθανότατα υπάρχουν σε όλους τους μεγάλους οικισμούς. Μερικοί από τους κατοίκους της πόλης, διασκεδάζουν με αυτούς, ενώ άλλοι είναι εξοργισμένοι, από το γεγονός, ότι δεν θέλουν να ενταχθούν στους γενικούς κανόνες και τα πρότυπα.
Όταν οι κάτοικοι του Τομσκ προσέρχονται στις εορτές ή στην Κυριακή προσευχή και λειτουργία, στο ναό, η Ντόμνα Καρπόβνα ήδη διαφεντεύει εκεί: πηγαίνει από μεριά σε μεριά, μουρμουρίζει κάτι ατελείωτα, μιλάει σε όλους, αναποδογυρίζει και σβήνει τα κεριά, και μερικά ακόμη τα βγάζει και τα κρύβει — δεν επιτρέπει να συγκεντρωθούν πολλά μαζί. Και όσο περισσότεροι άνθρωποι βρίσκονται στην εκκλησία, τόσο περισσότερο το τρέξιμο για την Ντόμνα. Μα τι είναι αυτό!
Αλλά με την πάροδο του χρόνου, άρχισαν να παρατηρούν ότι η «κουτή» άρχιζε να σαλοφέρνει (σ.τ.μ. χαζοφέρνει) μόνο μπροστά στους ανθρώπους. Και αν κάποιος έτυχε να την δει στο ναό τις καθημερινές, όταν οι άνθρωποι δεν ήταν εκεί, η εικόνα ήταν εντελώς διαφορετική. Η Ντόμνα γονάτιζε κάπου σε μια γωνιά και προσευχόταν θερμά, ξεσπώντας σε δάκρυα, αποσπασμένη από τα πάντα γύρω της. Ωστόσο, μόλις παρατηρούσε, ότι κάποιος την παρακολουθούσε, η συμπεριφορά της μονομιάς καθίστατο παράλογη, ιδιότροπη και εκκεντρική. Η Ντόμνα προσευχόταν, επίσης, προφανώς, τα πρωινά — τα απογεύματα ήταν τόσο ομιλητική, που ο συνομιλητής μερικές φορές δεν προλάβαινε καν να αρθρώσει ούτε μια λέξη. Το πρωί, μπορούσε να σιωπήσει για μια ώρα ή και περισσότερο και να μην αντιδράσει σε τίποτα, επικεντρώνοντας μόνο στο μέτρημα του κομποσκοινιού της, προφανώς συκεντρωμένη σε βαθιά προσευχή.
Μετά από αυτό, πρόσφιλη και χαμογελαστή, πλησίαζε τους νοικοκυραίους:
— Καλημέρα! Χρόνια πολλά! Χρόνια πολλά!
Και τους σταύρωνε και τους φιλούσε.
Διαφορετικά, άρχιζε να παρακαλεί: να ζητάει ψωμί, κουλούρες, κουλουράκια και γάλα — και να διακονεύει, να διακονεύει, τόσο σκληρά, τόσο επίμονα. Και αν δεν το δώσεις, θα στο αρπάξω. Ή όταν καλοί άνθρωποι την προσκαλούσαν στο σπίτι τους και η οικοδέσποινα στριφογύριζε να φιλέψει την προσκεκλημένη, η τελευταία και ενώ δεν την παρατηρούσε η πρώτη, άρχισε να μαζεύει όλα τα κουλούρια και τις κουλούρες από τους ιδιοκτήτες, άρπαζε ένα κομμάτι κρέας, παράβαζε χυλό από την κατσαρόλα για τον εαυτό της,— αυτή ήταν!
Η οικοδέσποινα θα απλώσει μόνο τα χέρια της:
— Τι χρειάζεσαι; Πράγματικά είσαι χορτάτη!
Και η Ντόμνα εις απάντησή της:
— Ναι, έχω πολλούς τυφλούς. Οι φτωχοί λιμοκτονούν.
Τι είδους τυφλοί ήταν αυτοί;
«Τυφλούς» η Ντόμνα Καρπόβνα, αποκαλούσε τους περιπλανώμενους, τους περαστικούς και τους διερχόμενους. Η σαλή τους έδινε κουλουράκια, κρέας και γάλα για το δρόμο. Αγαπούσε τους περιπλανώμενους, ερχόταν κοντά τους, μιλούσε μαζί τους, τους έκανε ερωτήσεις. Και όταν δεν υπήρχαν «τυφλοί» κοντά της, τάιζε με το φαγητό τις αδέσποτες γάτες και τους σκύλους.
Γι αυτή, δεν υπήρχαν κακά σκυλιά — θα μπορούσε να χαϊδέψει οποιοδήποτε, ακόμα και το πιο άγριο, τόσο πολύ, που το καλόπιανε με τα χάδια σαν να ήταν δικό της. Και δεν είναι περίεργο, η Ντόμνα γλίτωσε πολλά από αυτά από τους σκληρούς ιδιοκτήτες τους: τη νύχτα έμπαινε στις αυλές, έκοβε τα ζωνάρια και τα σχοινιά και έλυνε τα σκυλιά από την αλυσίδα. Όταν ερχόταν σε ένα σπίτι, όπου οι ιδιοκτήτες είχαν σκύλο ή γάτα, πάντα ρωτούσε αν ο σκύλος είχε αρκετό νερό και η γάτα είχε αρκετό γάλα. Και ο Θεός δεν θα το επέτρεπε, αν δεν υπήρχε νερό!
— Εσύ πρέπει να είσαι αλυσοδεμένος! — έλεγε θυμωμένη η Ντόμνα Καρπόβνα. —Πώς θα ήσουν; Τι φταίει το καημένο το σκυλί;
«Μάσκι» — έτσι, η Ντόμνα Καρπόβνα, αποκαλούσε τις υπηρετριούλες — όταν την έβλεπαν να περπατά στο δρόμο, άρχιζαν βιαστικά να ρίχνουν το γάλα στα πιατάκια για τις γάτες, λέγοντας πριν: αν ξάφνου, η ευλογημένη, έρθει εδώ; Θα με δείρει! Μερικές φορές η Ντόμνα έπαιρνε τα σκυλιά και τα πήγαινε κάπου έξω από την πόλη. Μερικές φορές για μια ή για δύο εβδομάδες. Έλεγαν, ότι τα πήγαινε στο δάσος ή στα χωράφια — και εκεί προσευχόταν.
Μια εθελοντικά κρατούμενη
Στη Ντόμνα Καρπόβνα, άρεσε επίσης να περπατάει στους δρόμους του Τομσκ και να τραγουδά πνευματικά τραγούδια. Ειδικά κοντά στο αστυνομικό τμήμα. Η αστυνομία προσπάθησε να την αγνοήσει, όσο μπορούσε, αλλά κάποια στιγμή έπρεπε να συλληφθεί η ταραχοποιός. Και αυτό ήταν το μόνο που εκείνη χρειαζόταν. Έβγαζε φαγητό από τις τσάντες της και το μοίραζε στους κρατούμενους. Όταν έμαθαν, ότι η Ντόμνα επέστρεψε στην αστυνομία, οι δωρητές έφταναν με τις αράδες — έφερναν πίτες, κρέπες, τηγανίτες, κουλούρες, τσάι και ζάχαρη. Όπως έγραψε, το 1882, ο ιεραπόστολος του Αλτάι, πρωθιερέας Μιχαήλ Πουτίντσεβ, στην εφημερίδα «Καταστάσεις της Επισκοπής του Τομσκ»: «οι στρατιώτες της αστυνομίας, νομίζοντας, ότι η Ντόμνα Καρπόβνα είχε χρήματα, έψαξαν επιμελώς τα κουρέλια της, αλλά, εκτός από πέτρες και πριονίδια με κοπριά, δεν βρήκαν τίποτα. Όταν η Ντόμνα Καρπόβνα αφέθηκε ελεύθερη, οι συγκρατούμενοί της, την συνόδευαν μερικές φορές με δάκρυα και, με την απλότητα της καρδιάς τους, της ευχήθηκαν να επιστρέψει στην αστυνομία το συντομότερο δυνατό».
Τομσκ – ο μώλος στον ποταμό Τόμι
Εν ολίγοις, οι κάτοικοι της πόλης συνειδητοποίησαν σύντομα, ότι η Ντόμνα Καρπόβνα δεν ήταν τρελή, ούτε μια συνηθισμένη ζητιάνα. Ήταν μια σαλή. Και η σαλότητα, δεν είναι ανοησία, ούτε χαζομάρες, ούτε απλώς ανούσια λόγια και τραγούδια, αλητεία και επαιτεία. Αυτή είναι μια υπηρεσία. Ένα κατόρθωμα. Ένα μεγάλο έργο της ψυχής. Οι ευλογημένοι αποκαλύπτουν την αλήθεια του Θεού στους ανθρώπους με την παράξενη, μερικές φορές συγκλονιστική συμπεριφορά καθώς και την ασυνήθιστη εμφάνισή τους. Όχι μάταια οι σαλοί ονομάζονται άνθρωποι του Θεού ή σαλοί για χάρη του Χριστού.
Τι το συγκλονιστικό, αλλά και προκλητικό υπήρχε στην Ντόμνα Τόμσκαγια; Πώς αυτή διαπέρασε τα πιο σκληρά κελύφη των ακαλλιέργητων ψυχών;
Συνεχίζεται…