Ιερόσχημη μοναχή Θεοδοσία (Μπορόβλεβα)
Οι άνθρωποι ωθήθηκαν μέχρι το τελευταίο τους όριο, υπήρχε μόνο ένα σοβαρό ερώτημα – πώς να μην λιμοκτονήσουν; Σήμερα αυτό φαίνεται απίστευτο, αλλά πόσες τραγωδίες είχαν συμβεί τότε για ένα κομμάτι ψωμί. Πολλοί έχασαν την ικανότητα να ελέγχουν τον εαυτό τους και έτσι άρχισαν διάφορες μορφές παραφροσύνης. Ο πνευματικός μας, ο πατέρας Ιωάννης, ένας βαθιά πνευματικός γέροντας, 95 ετών, είπε πώς η νονά του σκοτώθηκε για τρεις πατάτες: κάποιος είδε αυτές τις πατάτες πάνω της, της έστησε ενέδρα όταν επέστρεφε στο σπίτι μετά τη δουλειά και την πελέκησε με ένα τσεκούρι.
Σήμερα αυτό φαίνεται απίστευτο, αλλά πόσες τραγωδίες είχαν συμβεί τότε για ένα κομμάτι ψωμί
Η γερόντισσα συνέχισε, ακολουθώντας κάποια αλληλουχία των αναμνήσεών της:
– Ήμασταν πολλοί στον ξενώνα, μέναμε στον τρίτο όροφο. Πότε ο ένας, πότε ο άλλος, άρχισαν να πεθαίνουν από την πείνα σε κάθε γωνιά. Όταν κάποιος πέθαινε στον ξενώνα, τον βάζαμε σε ένα δωμάτιο στον δεύτερο όροφο, όταν πέθαιναν πολλοί, τους βγάζαμε έξω στο δρόμο. Όταν τους έβγαζα μόνη μου, ήταν πολύ δύσκολο, μπορούσα να τους σύρω μόνο από τα πόδια, και τα χέρια και τα κεφάλια τους χτυπούσαν στα σκαλιά, αν τους έβγαζα μαζί άλλη μια, τότε τον έπιανα εγώ κάτω από τις μασχάλες (και έδειξε πώς ακριβώς πάνω της), και η άλλη τον έπιανε από τα πόδια, νεαρά κορίτσια εντελώς, έτσι τα στοίβαζαν στο δρόμο και μετά έκαναν τη μετακομιδή.
Η μητέρα Θεοδοσία, στάθηκε σιωπηλή για λίγο, αναπολώντας κάτι στο παρελθόν.
– Μετά το βομβαρδισμό, μας έβαλαν σε ένα αυτοκίνητο και ανασκαλεύαμε τα ερείπια. Υπήρχαν πολλοί άνθρωποι κάτω από τα ερείπια μετά τα οδογράγματα – τα σπίτια ήταν μεγάλα, πολλοί άνθρωποι σκοτώθηκαν, κάποιοι κατάφεραν να βγουν έξω, όμως κάποιοι άλλοι δεν πρόλαβαν. Υπήρχε και μια τέτοια περίπτωση: κοιτάζουμε, μια γάτα πήδηξε ζωντανή από κάποια τρύπα, καλά, αρχίσαμε να σκάβουμε εκεί και βλέπουμε, ότι ένα αγόρι είναι ζωντανό κάτω από την καρέκλα πιο βαθύτερα: όλα κατέρρευσαν, αλλά η καρέκλα διασώθηκε καθώς και το αγόρι κάτω από αυτήν.
Κάποτε, στο ανάχωμα, μετά το βομβαρδισμό από την άλλη πλευρά, ένας άντρας έτρεξε κοντά μας για να βοηθήσει: έμενε σε αυτό το σπίτι, μα ολόκληρη η οικογένειά του σκοτώθηκε εκεί – η γυναίκα του και τα δύο κορίτσια τους, ακριβώς πάνω στα κρεβάτια τους. Εκεί τα στρώματα είχαν ελατήρια, και σε πολλές περιπτώσεις, για να ανασύρουμε τους νεκρούς, έπρεπε να ξεμπερδέψουμε τα έντερά τους από τα ελατήρια...
– Ναι, ήταν τρομακτικό, τρομακτικό…
Μίλησε στα ίσια, όπως μιλούν για κάποιον που ήταν άρρωστος για μεγάλο χρονικό διάστημα, παρατηρώντας πέρα από το ερυθράργυρο σχήμα της. Ναι, υπήρχαν τόσα πολλά τρομακτικά, αλλά και εκπληκτικά πράγματα εκεί... Και η ιερόσχημη συνέχισε:
– Αλλά σε ένα άλλο σπίτι, όταν φτάσαμε έγκαιρα μετά τον βομβαρδισμό, υπήρχε μια ακόμη περίπτωση: μια γυναίκα μόνη της με τις δύο κόρες της – μία μεγαλύτερη και η δεύτερη μικρότερη. Καθώς άρχισε ο βομβαρδισμός, η γυναίκα πήδηξε, πρόλαβε μόνο να ντύσει την μεγαλύτερη κόρη και άρχισαν να τρέχουν μαζί σε ένα καταφύγιο από τις βόμβες, όμως σκοτώθηκαν και οι δύο από ένα εκρηκτικό κύμα στην έξοδο του σπιτιού. Ενώ η μικρή κόρη φορούσε μια κάλτσα, και όταν βομβαρδίστηκε το σπίτι και όλα κατέρρευσαν, πετάχτηκε πάνω στο δοκάρι του πατώματος και κατέβηκε κάτω, παρέμεινε ζωντανή. Τρέξαμε – καθόταν ακόμα πάνω στο δοκάρι με την κάλτσα στο χέρι της. Η σούπα τους ήταν ακόμη στη σόμπα, ενώ η κατσαρόλα φουσκωμένη έφτασε μέχρι το κατώφλι και δεν ξεχείλισε καν.
Φαίνεται δύσκολο να πιστέψει κάποιος σε κάτι τέτοιο, αλλά η 98χρονη ιερόσχημη μοναχή λέει, πως δεν είναι ικανή να εξαπατήσει και όσοι βρέθηκαν σε συνθήκες μάχης, γνωρίζουν καλά, ότι πρόκειται για υπερφυσικές, αλλά γνώριμες περιπτώσεις του πολέμου.
Πομπή κηδείας στη λεωφόρο Νιέφσκι το 1942
Λίγο παραπάνω από ένα χρόνο αργότερα, η μητερούλα Θεοδοσία συνάντησε αυτό το κορίτσι στα λουτρά μελανιασμένο, όταν το ρώτησε τι συνέβη, είπε ότι ακριβώς ένα χρόνο μετά από αυτόν τον βομβαρδισμό, την ίδια ακριβώς ημέρα, έπαθε μια κρίση επιληψίας και από καιρό σε καιρό και από τότε αυτό επαναλαμβάνεται και από αυτές τις πτώσεις ήταν όλα μελανιασμένα.
Η άλλοτε πολιορκημένη δεν μιλούσε μόνο, αλλά ακολουθούσε τους δρόμους της πολιορκίας της, από καιρό σε καιρό παραστέκοντας σε κάποια αξιομνημόνευτα σημεία, διηγώντας της τι είδε:
– Υπήρχαν πολλά διαμερίσματα χωρίς παράθυρα, χωρίς πόρτες, χωρίς δωμάτια, ήταν απαραίτητο να αποκατασταθούν. Το καλοκαίρι δουλεύαμε από το πρωί έως το βράδυ για ένα συσσίτιο, και το χειμώνα μας έστειλαν στο παράρτημα μεταφορών, και εμείς τα κορίτσια φορτώναμε γυαλί σε φορτηγά, το παραδίδαμε σε σπίτια, το ξεφορτώναμε εκεί και ούτω καθεξής σε όλη την διάρκεια της ημέρας, και την άνοιξη στους λαχανόκηπους: η μία έκανε επισκευές, η άλλη έκανε κάτι άλλο και ούτω καθεξής.
Ήθελα να φύγω, αλλά μου είπαν: Ποιος θα προστατεύσει την πόλη;
Και όταν μετακομίσαμε ξανά στη Λερμόντοφσκι το χειμώνα, έμειναν λίγοι από εμάς, έβαλαν τους πάντες σε ένα δωμάτιο, υπήρχαν αγόρια από 12 έως 14 ετών, όλα είχαν στομαχικές διαταραχές, πονόλαιμο και υψηλό πυρετό, όλα σε σοβαρή κατάσταση, εντελώς εξαντλημένα. Υπήρχε κάποιο αγόρι, ο Βάσια – το μικρότερο από όλα, αυτό το αγόρι ήταν στην πιο σοβαρή κατάσταση, συχνά το άκουγα να ζητά:
– Κορίτσια, βάλτε με στον κάδο.
Το λυπήθηκα, το θυμάμαι με έναν ιδιαίτερο τρόπο, και πέθανε, όλα πέθαναν, και λυπάμαι για όλα.
Παιδιά στα σκαλιά του Καθεδρικού Ναού του Καζάν το 1941
Η σκέψη μιας στιγμής, ήταν μια ανάμνηση.
– Τα κατεβάσαμε στο υπόγειο γκαράζ, μέχρι την άνοιξη, και την άνοιξη τα σηκώσαμε, τα βγάλαμε έξω, ήταν βρώμικα εκεί, βρωμιά σχηματίστηκε στο κάτω μέρος από το αίμα που χύθηκε από αυτά, το κάτω μέρος του σώματός τους πάγωσε σε αυτή τη λάσπη, τα αποκολλήσαμε με λοστό.
Υπήρχε ένα δωμάτιο δίπλα, επίσης υπήρχαν αγόρια εκεί, ήταν και ο Γκιόργκι εκεί, ο γιος ενός ανώτατου διοικητή, ενώ κι ο πατέρας μου υπηρέτησε στο ίδιο τάγμα με αυτόν.
Τα τραμ κυκλοφορούσαν. Μερικές φορές συνέβαινε να κυκλοφορείς με το τραμ και να βλέπεις σπάνια ανθρώπους να περπατούν στο δρόμο μόλις και μετά βίας, κάποιοι καταστάλαζαν ήσυχα, πλάγιαζαν και πέθαιναν. Το τραμ δεν θα σταματούσε και κανείς δεν θα μπορούσε να τους σηκώσει – όλοι ήταν στην τελευταία τους ανάσα: όποιος προσπαθούσε να σηκωθεί, θα έπεφτε αδύναμος να σταθεί και μετά θα πέθαινε. Ναι... κανείς δεν ζητούσε βοήθεια, πέθαιναν ήσυχα, σιωπηλά.
Κάποτε, σε ένα ελαφρύ όνειρο, είδα ένα όραμα, ότι όλοι όσοι έζησαν την πολιορκία, βρίσκονταν σε μια ξεχωριστή θέση μαζί με τον Κύριο, σε ένα τόσο τεράστιο, όμορφο, φωτεινό σπίτι, και όλα υπήρχαν εκεί: πήγα και συνάντησα πολλούς γνωστούς, εκείνους με τους οποίους ήμασταν μαζί ή συναντηθήκαμε κατά τη διάρκεια της πολιορκίας, απλά και μόνο εκείνους που συνάντησα έξω στους δρόμους, αγνώστους, αλλά κι εκείνους που γνώρισα και αναγνώρισα εδώ, όλοι αναγνώρισαν ο ένας τον άλλον, εξοικειωμένοι και άγνωστοι, όλοι ήταν χαρούμενοι, κι αυτό ήταν το καλό.