Συχνά ρωτάνε: γιατί η πρωτοχριστιανική Εκκλησία δεν αντιτάχθηκε στη δουλεία; Ο Απόστολος Παύλος την επιδοκίμαζε κιόλας, καθώς καλούσε τους δούλους να υπακούουν στους κυρίους τους με φόβο και τρόμο και έβλεπε σε αυτό την εκπλήρωση του θελήματος του Θεού; Άραγε, η δουλεία είναι κάτι δίκαιο και χριστιανικό;
Η Εκκλησία είναι κοινωνία ανθρώπων ενωμένων εν Χριστώ με το Άγιο Πνεύμα, είναι το Σώμα του Χριστού, είναι θεανθρώπινος οργανισμός, του οποίου μέλος μπορεί να γίνει οποιοσδήποτε άνθρωπος, ανεξάρτητα από το φύλο, την ηλικία, την περιουσία ή την κοινωνική θέση. Με αυτή την έννοια, ο Απόστολος Παύλος, απευθυνόμενος στους νεοφώτιστους χριστιανούς, γράφει: «οὐκ ἔνι Ἰουδαῖος οὐδὲ ῞Ελλην, οὐκ ἔνι δοῦλος οὐδὲ ἐλεύθερος, οὐκ ἔνι ἄρσεν καὶ θῆλυ· πάντες γὰρ ὑμεῖς εἷς ἐστε ἐν Χριστῷ ᾿Ιησοῦ» (Γαλ. 3:28). Αν όμως εν Χριστώ δεν υπάρχει ούτε δούλος ούτε ελεύθερος, τότε πώς, αλήθεια, μπορούμε να κατανοήσουμε τα λόγια του αποστόλου που επικαλείται το ερώτημα για το παραδεκτό της δουλείας ως κοινωνικού θεσμού:
Οἱ δοῦλοι ὑπακούετε τοῖς κυρίοις κατὰ σάρκα μετὰ φόβου καὶ τρόμου ἐν ἁπλότητι τῆς καρδίας ὑμῶν ὡς τῷ Χριστῷ, μὴ κατ' ὀφθαλμοδουλίαν ὡς ἀνθρωπάρεσκοι, ἀλλ' ὡς δοῦλοι τοῦ Χριστοῦ, ποιοῦντες τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ ἐκ ψυχῆς, μετ' εὐνοίας δουλεύοντες ὡς τῷ Κυρίῳ καὶ οὐκ ἀνθρώποις, εἰδότες ὅτι ὃ ἐάν τι ἕκαστος ποιήσῃ ἀγαθόν, τοῦτο κομιεῖται παρὰ τοῦ Κυρίου, εἴτε δοῦλος εἴτε ἐλεύθερος.
(Εφ. 6:5–8)
Η δουλεία, ιδίως από την άποψη του σύγχρονου πολιτισμένου ανθρώπου, είναι ένας δυσειδής και κάθε άλλο παρά δίκαιος κοινωνικός θεσμός. Αλλά η κοινωνική δικαιοσύνη είναι κάτι δύσκολο να επιτευχθεί. Και αν τυπικά η αρχή της κοινωνικής δικαιοσύνης – από την άποψη της ισότητας όλων των ανθρώπων ενώπιον του νόμου, της ευθύνης του κράτους έναντι των πολιτών, της εξασφάλισης ίσων ευκαιριών για όλους – έχει υιοθετηθεί σήμερα στις περισσότερες χώρες, τα προβλήματα της κοινωνικής διαστρωμάτωσης, της εκμετάλλευσης των μισθωτών εργαζομένων και της απομόνωσης της λεγόμενης ελίτ δεν χάνουν τη σημασία τους ακόμη και σήμερα. Ο αρχαίος κόσμος, στον οποίο έζησε ο Απόστολος Παύλος και γενικότερα οι πρώτοι χριστιανοί, σε αντίθεση με εμάς, δεν γνώριζε άλλο σύστημα εκτός από το δουλοκτητικό. Η δουλεία έπαιρνε διαφορετικές μορφές σε διαφορετικούς πολιτισμούς: από μια μάλλον ήπια, κάπως πατρική στάση απέναντι στους δούλους στον Ιουδαϊσμό, μέχρι τον υποβιβασμό του δούλου στο επίπεδο ενός έμψυχου εργαλείου στη Ρώμη. Ήταν όμως κάτι για το οποίο δεν υπήρχε εναλλακτική και αποτελούσε τη βάση της οικονομικής, κοινωνικής και πολιτικής τάξης.
Η πρωτοχριστιανική Εκκλησία ήταν ενταγμένη στο κοινωνικοοικονομικό πλαίσιο της εποχής και δεν είχε αναθεωρήσει τις θεσμικές του αρχές. Όμως, παρόλο που δεν αντιτίθονταν στον θεσμό της δουλείας αυτό καθεαυτό, οι χριστιανικές κοινότητες έδωσαν με τη ζωή τους το παράδειγμα για την υπέρβαση της κοινωνικής αδικίας μέσω της αγάπης προς τον Θεό και τον πλησίον. Η προαναφερθείσα αποστολική προτροπή, στην προς Εφεσίους επιστολή, προς τους δούλους να υπακούουν και να υπηρετούν όχι από φόβο, αλλά με συνείδηση συνεχίζεται με ανάλογη έκκληση προς τους κυρίους τους ώστε να τους συμπεριφέρονται αντίστοιχα, με δικαιοσύνη και διακριτικότητα: «Καὶ οἱ κύριοι τὰ αὐτὰ ποιεῖτε πρὸς αὐτούς, ἀνιέντες τὴν ἀπειλήν, εἰδότες ὅτι καὶ ὑμῶν αὐτῶν ὁ Κύριός ἐστιν ἐν οὐρανοῖς, καὶ προσωποληψία οὐκ ἔστι παρ' αὐτῷ» (Εφ 6:9). Ο ίδιος ο Απόστολος Παύλος, στην επιστολή του προς τους Κολοσσαείς, προτρέπει τους δουλοκτήτες να παρέχουν στους δούλους τους «το δίκαιον και την ισότητα» (Κολ 4:1). Και ο συντάκτης των Αποστολικών Διαταγών, ενός αρχαίου και πολύ έγκυρου έργου, επιτάσσει στους κυρίους να αγαπούν τους δούλους και να τους μεταχειρίζονται ως ίσους.
Οι πρώτοι χριστιανοί δεν προσέφεραν κάποια κοινωνικοοικονομική εναλλακτική λύση στη δουλεία, αλλά έδωσαν σε αυτό το θεσμό νέο ηθικό και θρησκευτικό περιεχόμενο, καλώντας τόσο τους δούλους όσο και τους κυρίους τους να συμπεριφέρονται ο ένας στον άλλον με αγάπη και σεβασμό ως τους εν Χριστώ αδελφούς και αδελφές. Οι δούλοι και οι δουλοκτήτες που γίνονταν χριστιανοί διατηρούσαν την κοινωνική τους θέση και τα λειτουργικά τους καθήκοντα, αλλά έπαυαν να είναι, κατά τη μαρξιστική ορολογία, ταξικοί εχθροί και γίνονταν μέλη του σώματος του Χριστού. Ενώ τυπικά ανέχονταν τη δουλεία, το χριστιανικό κήρυγμα της εν Χριστώ αγάπης υπονόμευε στην πραγματικότητα τα ίδια τα θεμέλια του θεσμού της δουλείας, γεγονός που σε συγκεκριμένη χρονική στιγμή κατέληξε στην κατάργησή του. Όπως γράφει ο καθηγητής Λοπουχίν,
«Ο χριστιανισμός, περισσότερο από κάθε άλλη πνευματική δύναμη, συνέβαλε στην κατάργηση των καταχρήσεων της δουλείας και κήρυξε αλήθειες που αργά ή γρήγορα θα οδηγούσαν στην κατάργηση της ίδιας της δουλείας, με την προϋπόθεση οι χριστιανοί θα παρέμεναν πιστοί στις βασικές αλήθειες της θρησκείας τους».
Έτσι, η πρωτοχριστιανική Εκκλησία δεν αντιτασσόταν ευθέως στον θεσμό της δουλείας αυτόν καθεαυτόν, όμως άλλαζε εκ των θεμελίων τις σχέσεις μεταξύ των ανθρώπων στην δουλοκτητική κοινωνία. Οι χριστιανοί προωθούσαν επίμονα τη θέση για μια άνευ όρων αξιοπρέπεια του ανθρώπου, ο οποίος έχει δημιουργηθεί κατ' εικόνα Θεού, η οποία ενυπάρχει σε όλους τους ανθρώπους, ανεξάρτητα από την κοινωνική τους θέση ή το φύλο τους. Ο κάθε άνθρωπος – τόσο ο δούλος όσο και ο αφέντης του – αγαπιέται εξίσου από τον Θεό και φέρει προσωπική ευθύνη ενώπιόν Του. Αυτές δεν ήταν ανυπόστατες ιδέες. Οι χριστιανοί τις εφάρμοζαν στη ζωή τους, και όσο ο χριστιανισμός εξαπλωνόταν, αυτές γίνονταν μέρος της καθημερινής κοινωνικής πραγματικότητας, την οποία και άλλαζαν ποιοτικά.