Η λιμνούλα. Βίκτωρ Μπορίσοφ-Μουσάτοφ. 1902-1903. Από τις συλλογές της Πινακοθήκης Τρετιακόφ
Στο τέταρτο έτος των σπουδών μου στο πανεπιστήμιο, άρχισε να με κυριεύει μια κατάθλιψη, ένας φόβος: «Τι θα γίνει μετά την αποφοίτησή μου; Πώς θα βρω δουλειά; Θα γίνω καλός επαγγελματίας; Θα έχω φίλους; Θα μου λείπουν οι καθηγητές και οι συμφοιτητές μου! Δεν θέλω να ξεκινήσω ενήλικη ζωή. Έχει πολλές ευθύνες!».
Σκέψεις σαν αυτές δεν με άφηναν σε ησυχία. Αποφάσισα να διασκεδάσω λίγο και μετά τα μαθήματα πήγα στην Πινακοθήκη Τρετιακόφ για να αλλάξω παραστάσεις.
Τριγυρίζω πέρα-δώθε, κοιτάω τους πίνακες. Προσπαθώ να είμαι χαρούμενη, αλλά δεν μπορώ: οι σκέψεις μου επιστρέφουν, ο φόβος με κυριεύει.
Κουρασμένη και θλιμμένη, κάθισα σε ένα παγκάκι απέναντι από τον πίνακα «Λιμνούλα» του Βίκτωρ Μπορίσοφ-Μουσάτοφ. Κοιτάζω τα βαθιά μπλε χρώματα και προσπαθώ να μην κλάψω.
Περίπου δέκα λεπτά αργότερα, με πλησιάζει ένας κύριος περίπου εβδομήντα χρονών, κάθεται δίπλα μου και αρχίζει και αυτός να περιεργάζεται τον πίνακα.
– Ξεκουραζόμαστε; - με ρώτησε με τρυφερή, βελούδινη, σιγανή φωνή.
Από την έκπληξή μου πετάχτηκα πάνω. Γύρισα προς τον άγνωστο, τον χαιρέτησα, κοίταξα στα αγαθά του μάτια και εστίασα ξανά το βλέμμα μου στην «Λιμνούλα».
– Ο άνθρωπος χρειάζεται λίγα πράγματα: ζεστασιά, μια τακτοποιημένη καθημερινότητα, την πραγμάτωση του ταλέντου του. Να, οι άνθρωποι εδώ στη γκαλερί συγκέντρωσαν τέτοιο θησαυρό για εμάς! Απλά αυτοί δεν φοβήθηκαν να δείξουν το ταλέντο τους. Μη φοβάστε κι εσείς! Θα έχετε πολλούς φίλους, θα σας αγαπάνε και όλα θα πάνε καλά, πιστέψτε με.
Μετά από αυτά τα λόγια, ο κύριος σηκώθηκε και πήγε σε άλλη αίθουσα. Εγώ καθόμουν με ένα λαμπερό χαμόγελο για πολλή ώρα, προσπαθώντας να χωνέψω αυτό που είχε συμβεί. Επέστρεψα στις εστίες με ετοιμότητα και δύναμη για δράση, με απόλυτη χαρά και πίστη ότι όλα θα πάνε καλά.
Εμείς οι άνθρωποι ούτε που φανταζόμαστε πόσο πολύ χρειαζόμαστε ο ένας τον άλλον!
Τώρα έχω δουλειά που την αγαπώ πολύ. Οι συνάδελφοί μου είναι η δεύτερη οικογένειά μου. Διατηρώ επαφή με τους συμφοιτητές μου. Επισκέπτομαι συχνά το Τμήμα μου για να συναντήσω τους καθηγητές. Χάρη στη δουλειά μου μπορώ και βοηθάω τους γονείς μου, οι οποίοι έκαναν τα πάντα για να τα καταφέρω στη ζωή μου.
Και στους δύσκολους καιρούς (που μας βρίσκουν έτσι κι αλλιώς, καθώς έτσι είναι η ζωή) θυμάμαι το αγαθό βλέμμα του υπέροχου εκείνου ανθρώπου στην Πινακοθήκη Τρετιακόφ και τα καλά του λόγια ότι στο τέλος όλα θα πάνε καλά!