Όταν ο βυζαντινός αυτοκράτορας έγραψε εκκλησιαστικό ύμνο που ψάλλεται στις εκκλησίες εδώ και σχεδόν χίλια πεντακόσια χρόνια.
Έχουμε να κάνουμε με έναν μεγάλο νομοθέτη, κτήτορα πόλεων και ναών, και ταυτόχρονα ηγεμόνα που άφησε πίσω του μια τεράστια αλλά εξαντλημένη αυτοκρατορία. Τον θεωρούσαν ταυτόχρονα σοφό, αλλά και πονηρό και δόλιο. Μπορούσε να είναι αδικαιολόγητα σκληρός, αλλά ταυτόχρονα στο παλάτι του έβρισκαν καταφύγιο εκπρόσωποι του θρησκευτικού κινήματος, που ήταν αντίθετο στις απόψεις του. Για αυτόν μπορεί να βρει κανείς επικριτικές αναφορές περί ενός ανθρώπου στην ψυχή του οποίου ήταν συγκεντρωμένα όλα τα κακά των άλλων ανθρώπων. Ταυτόχρονα, όμως, είναι γνωστό ότι ήταν ένας βαθιά θρησκευόμενος άνθρωπος που προσπαθούσε να ζει ευσεβή ζωή.
Ο αυτοκράτορας Ιουστινιανός Α΄, η Υπεραγία Θεοτόκος και η αυτοκράτειρα Θεοδώρα. Ψηφιδωτό στο Συριακό μοναστήρι Σαϊντανάγια
Μοιάζει να ήταν αντιφατικός σε όλα. Εκτός από την επιθυμία του να ακολουθεί τη μία και μοναδική αληθινή διδασκαλία περί του Θεού.
Ο Ιουστινιανός Α΄ διαδέχθηκε στο θρόνο τον αυτοκράτορα θείο του. Ως μελλοντικός ηγεμόνας είχε αλλάξει ακόμη και τον νόμο, ώστε να μπορέσει να παντρευτεί την αγαπημένη του, καθώς αυτή στο παρελθόν είχε υπάρξει ηθοποιός τσίρκου. Πριν από αυτήν την αλλαγή του νόμου, απαγορευόταν στους ευγενείς να παντρεύονται γυναίκες από κατώτερες κοινωνικές τάξεις, πόσο μάλλον ηθοποιό. Πέρα από αυτό, υπήρχαν φήμες ότι αυτή για ένα διάστημα κέρδιζε χρήματα από την πορνεία, αλλά ότι στη συνέχεια, όταν γνώρισε τον μελλοντικό της σύζυγο, είχε μετανοήσει και είχε αλλάξει τη ζωή της. Η ίδια είχε επηρεαστεί και από τους μονοφυσίτες – υποστηρικτές της αίρεσης που καταδικάστηκε στην Δ΄ Οικουμενική Σύνοδο της Χαλκηδόνας, η οποία αναγνώριζε στον Ιησού Χριστό μόνο τη Θεία φύση και αρνιόταν την ανθρωπινότητά Του.
Ο αυτοκράτορας Ιουστινιανός με συμβούλους να συζητούν θρησκευτικά κείμενα. Ζεν-Ζόζεφ Μπενζαμέν-Κωνστάν, 19ος αιώνας
Η Θεοδώρα μοιραζόταν τη βασιλική εξουσία με τον σύζυγό της και πολλές αποφάσεις λαμβάνονταν από αυτήν ή υπό την επιρροή της. Σε δύσκολες στιγμές γινόταν στήριγμα για τον Ιουστινιανό και ορισμένες φορές υπήρξε πιο αποφασιστική από εκείνον.
Όμως, σε θέματα πίστης δεν υπήρχε πλήρης συμφωνία στην αυτοκρατορική οικογένεια.
Η Θεοδώρα εξακολουθούσε να προστατεύει τους μονοφυσίτες, ενώ ο σύζυγός της εναντιωνόταν σε αυτούς σε κρατικό επίπεδο. Την ώρα που οι οπαδοί της διδασκαλίας αυτής διώκονταν σε ολόκληρη τη χώρα, στο αυτοκρατορικό παλάτι ορισμένοι από αυτούς ζούσαν υπό την προστασία της αυτοκράτειρας και με τη σιωπηρή συγκατάθεση του αυτοκράτορα. Από την άλλη πλευρά, ο Ιουστινιανός διείσδυε όλο και πιο πολύ σε εκκλησιαστικά ζητήματα και αναζητούσε τρόπους να ξεπεραστεί η διαμάχη και η διχόνοια μεταξύ των χριστιανών.
Σε αντίθεση με έναν άλλον διάσημο ηγεμόνα, τον βασιλιά Δαβίδ, συγγραφέα πολλών ποιητικών κειμένων που υμνούν τον Θεό και αποτελούν μέρος της σύγχρονης λατρείας, ο Ιουστινιανός προτιμούσε τις θεολογικές επιστολές, τις ομιλίες και τις συζητήσεις. Ωστόσο, η βασική του απάντηση και το θεμελιώδες επιχείρημά του για τις θρησκευτικές διαμάχες της εποχής αποδείχθηκε τελικά ο ύμνος «Ο Μονογενής Υιός»:
Ο μονογενής Υιός και Λόγος του Θεού αθάνατος υπάρχων, και καταδεξάμενος διά την ημετέραν σωτηρίαν σαρκωθήναι εκ της αγίας Θεοτόκου και αειπαρθένου Μαρίας, ατρέπτως ενανθρωπήσας, σταυρωθείς τε, Χριστέ ο Θεός, θανάτω θάνατον πατήσας, είς ών της Αγίας Τριάδος, συνδοξαζόμενος τώ Πατρί και τώ Αγίω Πνεύματι, σώσον ημάς!
Σε αυτό το σύντομο κείμενο, που εκφράζει τη διδασκαλία της Εκκλησίας για τη σωτηρία, αποτυπώνεται το δόγμα των δύο φύσεων του Χριστού, έτσι όπως διατυπώθηκε στη Σύνοδο της Χαλκηδόνας, αλλά δεν είχε γίνει αποδεκτό από τους ακραίους μονοφυσίτες: «ατρέπτως ενανθρωπήσας». Και πιο κάτω βρίσκεται η διατύπωση για την Μοναδικότητα του Θεού σε Τρία Πρόσωπα, «είς ών της Αγίας Τριάδος», η οποία δεν έρχεται σε αντίθεση με τη δήλωση αυτή, ωστόσο ταυτόχρονα βρίσκεται κοντά και είναι κατανοητή στους αρνητές της ανθρώπινης φύσης του Χριστού.
Συνεπώς, το τροπάριο, που γράφτηκε και εισήχθη στη λειτουργική παράδοση από τον αυτοκράτορα Ιουστινιανό στο πρώτο μισό της δεκαετίας του 530, δεν ήταν μόνο αίνος προς τον Κύριο, αλλά και μια προσπάθεια, χωρίς παραχωρήσεις, ώστε να συμφιλιωθούν οι θρησκευτικοί αντίπαλοι.
Η Ε΄ Οικουμενική Σύνοδος που ξεκίνησε με πρωτοβουλία του αυτοκράτορα δεν έφερε πλήρη συμφωνία, και ο ίδιος, για το υπόλοιπο της ζωής του, αναζητούσε τη σωστή απάντηση. Μάλιστα, στα τελευταία του χρόνια έτεινε να αποδεχθεί μία από τις κατευθύνσεις της μονοφυσιτικής διδασκαλίας. Όμως, η Ορθόδοξη Εκκλησία πιστεύει ότι τόσο ο αυτοκράτορας, που έζησε 17 χρόνια μετά το θάνατο της συζύγου του, όσο και η σύζυγός του μετανόησαν για τις εσφαλμένες απόψεις τους πριν από τον θάνατό τους, και πλέον στις 27 Νοεμβρίου γιορτάζει τον άγιο αυτοκράτορα Ιουστινιανό και την αυτοκράτειρα Θεοδώρα. Και ο ύμνος «Ο Μονογενής Υιός», εδώ και πολλούς αιώνες, ηχεί στην αρχή κάθε λειτουργίας στις εκκλησίες του βυζαντινού τυπικού που αναγνωρίζουν την απόφαση της Συνόδου της Χαλκηδόνας. Παρεμπιπτόντως, μπορεί να τον ακούσει κανείς και στις λεγόμενες προχαλκηδόνιες εκκλησίες (π.χ. στη Συριακή και στην Αρμενική), με τις οποίες ο θεολογικός διάλογος συνεχίζεται μέχρι και σήμερα.