Ἱερομόναχος Κοσμᾶς Γρηγοριάτης, κατά κόσμον Ἰωάννης Ἀσλανίδης, γνωστός σέ ὅλους μας ὡς «παπα-Κοσμᾶς». Ἕνας ἀπό τούς ἐσχάτους, χρονικά, ἱεραποστόλους τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μας στόν χῶρο τῆς Ἀφρικῆς. Ἡ Ἱερά Μονή τοῦ Ὁσίου Γρηγορίου σεμνύνεται, διότι εὐτύχησε νά ἐγγράψη στούς μοναχικούς καταλόγους της καί νά συγκαταριθμήση στήν ἀδελφότητά της ἀπό τίς 20 Ἰουλίου τοῦ 1978 τόν ἀγαπητό καί σεβαστό σέ ὅλους μας παπα-Κοσμᾶ, τόν δραστήριο ἀλλά ταὐτόχρονα ταπεινό Ἱεραπόστολο τοῦ Χριστοῦ. Καί ὁλόκληρη ἡ Ἀθωνική Πολιτεία, νομίζουμε, καυχᾶται καί αὐτή ἐν Κυρίῳ, διότι ἀπό τούς κόλπους της ἐξῆλθε ἡ ἡγετική αὐτή ἐκκλησιαστική προσωπικότης.
Τριάντα χρόνια ἔχουν παρέλθει ἀπό τόν αἰφνίδιο θάνατό του. Ὁ χρόνος ὅμως δέν κατώρθωσε νά σβήση τήν μνήμη του, ὅπως συνήθως γίνεται μέ τούς ἀποθνήσκοντες. Ἀντίθετα αὐτή παραμένει ζωντανή σέ ὅλους ὅσους τόν εἴχαμε γνωρίσει καί εἴχαμε ἐκτιμήσει τά χαρίσματα μέ τά ὁποῖα τόν εἶχε προικίσει ὁ Θεός, καί κυρίως γιά τήν Χριστομίμητο ἀγάπη του πρός τούς ἀφρικανούς ἀδελφούς μας καί τόν χειμαρρώδη ἐνθουσιασμό του γιά τήν ἱεραποστολή. Μέ συγκίνηση ἐνθυμούμαστε –οἱ παλαιότεροι Γρηγοριάτες πατέρες– τήν 28η Ἰανουαρίου τοῦ 1989, ὅταν κατά τήν διάρκεια τοῦ Ὄρθρου στό Καθολικό τῆς Ἱερᾶς Μονῆς μας, πρός τό τέλος τοῦ Ἑξαψάλμου, διεκόπη ξαφνικά ἡ ἀκολουθία, γιά νά μᾶς ἀναγγελθῆ κάποιο σημαντικό γεγονός. Εἶναι κάτι πού δέν συνηθίζεται, καί ὅλοι μέ τεταμένη τήν προσοχή καί κάποια ἀγωνία περιμέναμε νά ἀκούσουμε τήν ἔκτακτη εἴδηση. Ὁ Καθηγούμενος, νῦν μακαριστός π. Γεώργιος, ἀπουσίαζε καί ἀναπληρωτής του ἦταν ὁ ἱερομόναχος Μελέτιος, νῦν Μητροπολίτης Κατάνγκα. Αὐτός, εὑρισκόμενος κάτω ἀπό τόν πολυέλαιο, μέ ἔκδηλη τήν συγκίνησή του, καί ἐλάχιστα διακρινόμενος λόγῳ τοῦ ἰσχνοῦ φωτισμοῦ τῶν καντηλιῶν, μᾶς ἀνήγγειλε τό τραγικό γεγονός τοῦ αἰφνιδίου θανάτου τοῦ π. Κοσμᾶ. Ἡ εἴδηση ἔπεσε σάν κεραυνός ἐν αἰθρίᾳ στήν ἀδελφότητα. Νεκρική σιωπή ἐπεκράτησε γιά λίγα δευτερόλεπτα. Ἀμέσως μετά, μέ τήν προτροπή τοῦ π. Μελετίου, ἀκολούθησε ἕνα κομποσχοίνι ἐκφώνως –ὅπως συνηθίζεται σέ παρόμοιες περιπτώσεις– ὑπέρ ἀναπαύσεως τῆς ψυχῆς τοῦ κεκοιμημένου καί λίαν προσφιλοῦς ἀδελφοῦ μας.
Τρεῖς δεκαετίες συμπληρώθηκαν ἀπό τότε, ὅλοι ὅμως ἐνθυμούμαστε τά γεγονότα σάν νά διαδραματίσθηκαν χθές, καθώς ἐπίσης καί ὅλα τά τῆς μοναχικῆς καί ἱεραποστολικῆς πορείας τοῦ π. Κοσμᾶ: Τήν κουρά του, τίς χειροτονίες του, τόν ἀποχωρισμό του ἀπό μᾶς, γιά νά ἀναλάβη τά ὑψηλά καθήκοντα τῆς ἱεραποστολῆς στήν μακρινή Ἀφρική. Ἀκόμη ἐνθυμούμαστε τίς κατατοπιστικές καί πολύ ζωηρές περιγραφές του, μέ τίς ὁποῖες μᾶς ἐνημέρωνε γιά ὅλες τίς πτυχές τῆς ἱεραποστολικῆς του προσπαθείας, ὅταν ἐπέστρεφε στήν Μονή τῆς μετανοίας του.
Ὁ π. Κοσμᾶς προσπαθοῦσε μέ κάθε τρόπο νά καλλιεργῆ ἕνα θερμό κλῖμα ἐπικοινωνίας καί ἑνότητος μεταξύ τῶν πατέρων τῆς Ἱ. Μονῆς μας, ἀλλά καί ἄλλων Μονῶν τοῦ Ἁγίου Ὄρους, μέ τούς ἀφρικανούς ἀδελφούς μας, τῶν ὁποίων εἶχε πλέον ἀναλάβει τήν πνευματική πατρότητα. Κατέγραφε τά ἁγιορειτικά τυπικά, γιά νά μάθουν νά τά ἐφαρμόζουν καί ἐκεῖ· ζητοῦσε συμβουλές καί κάποιους λόγους, τούς ὁποίους μαγνητοφωνοῦσε γιά νά μεταγγίση στούς ἀφρικανούς τήν ὀρθόδοξη εὐσέβεια. Μαγνητοφωνοῦσε ἐπίσης τίς ψαλμωδίες, γιά νά μάθουν τό βυζαντινό καί ἁγιορειτικό ὕφος· φωτογράφιζε πρόσωπα καί τοπία ἁγιορείτικα. Τώρα, ἀρκετά χρόνια μετά ἀπό τόν ἀπροσδόκητο καί μαρτυρικό θάνατό του, ἔχοντες κατά νοῦν ὅλα ὅσα βιώσαμε κοντά του, τόν πόθο του, τούς ἀγῶνες του, τούς στόχους του, τούς πειρασμούς πού ἀντιμετώπιζε, λεπτομέρειες ἀπό τήν ζωή του, ὅπως μᾶς τίς διηγοῦνται στενοί ἀφρικανοί συνεργάτες του, διαπιστώνουμε ὅτι ἦταν ὄντως ἕνας πνευματέμφορος ἄνθρωπος, πού ἐπεδίωκε νά εἶναι σύμφωνα μέ τό θέλημα τοῦ Θεοῦ κάθε του ἐνέργεια καί κάθε προγραμματισμός του. Γι ̓ αὐτό ἐξάλλου συμβουλευόταν διακριτικούς Γέροντες, τόν ἅγιο Παΐσιο, τόν μακαριστό Γέροντά του, π. Γεώργιο (Καψάνη), καί ἄλλους. Στό προσωπικό του ἡμερολόγιο, μέ ἡμερομηνία 4-1-1983, διαβάζουμε: «... Κάνουμε ἕναν ἀγώνα. ∆έν ξέρουμε ποῦ θά βγεῖ... κάθε βῆμα πού κάνουμε, τό βασανίζουμε. Ἔρχομαι τά βράδια! Σκέπτομαι: “Αὐτά πού κάναμε εἶναι σωστά; ∆έν εἶναι; Εἶναι σύμφωνα μέ τό θέλημα τοῦ Θεοῦ; Ἔχουν τήν εὐλογία Του;...”»[1].
Σέ πολλούς προκαλεῖ ἐντύπωση τό γεγονός, ὅτι χωρίς μεγάλη σχετικά ἱεραποστολική πεῖρα δημιούργησε σέ μικρό χρονικό διάστημα τό μεγάλο αὐτό ἱεραποστολικό οἰκοδόμημα, ὥστε τό ἔργο του σήμερα καί ὁ τρόπος ἐνεργείας του νά ἀποτελοῦν πλέον ἱεραποστολικό ὁδοδείκτη γιά τούς μεταγενεστέρους. Ὀρθόδοξοι Ἱεραπόστολοι καί ἱεραποστολικές ἐκκλησιαστικές κοινότητες σέ πολλά σημεῖα τοῦ πλανήτη μας ἔχουν ἀκούσει γιά τό ἔργο, τήν ζωή καί τήν θυσία τοῦ παπα-Κοσμᾶ, καί εἶναι σίγουρο ὅτι ἐπιθυμοῦν νά μάθουν ἀκόμη περισσότερα. Ὅσα ἔγραψε, εἶπε καί ἔπραξε, ἀποτελοῦν ἱερές παρακαταθῆκες, πού προτρέπουν, διδάσκουν καί παρακινοῦν στήν κένωση, τήν θυσία, τήν μαρτυρία καί τό μαρτύριο. Ἀποπνέουν τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ, πού ἐμπνέει καί καθοδηγεῖ στήν πρόοδο τοῦ εὐαγγελισμοῦ καί τῆς σωτηρίας τῶν ψυχῶν. Ἀποτελοῦν γνήσια ἔκφραση τῆς ἱεραποστολικῆς ἐντολῆς τοῦ Κυρίου πρός τούς μαθητάς του: «πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τά ἔθνη... »[2].
Γιά τήν ἱεραποστολή «τό δόσιμο νά εἶναι ἀληθινό, ὁλοκληρωτικό», ἔγραφε, «δίχως κρατούμενα, μέ διάθεσι αὐτοθυσίας καί αὐταπαρνήσεως καί μέ σκοπό νά ἀφήσουμε τά κόκκαλά μας μεταξύ τῶν ἰθαγενῶν ἐπί τοῦ ἱεραποστολικοῦ πεδίου»[3]. Αὐτά δέν τά ἔλεγε θεωρητικά μόνο, ἀλλά καί τά ἔπραξε. Τό παράδειγμά του καί ὁ μαρτυρικός του θάνατος ἐνέπνευσαν πολλούς καί ἐπέδρασαν μέ πολλούς καί θαυμαστούς τρόπους, ὥστε νά βιώνουμε σήμερα τήν λαμπρή πραγματικότητα τῆς σύγχρονης Ὀρθοδόξου Ἱεραποστολῆς σέ ὅλο τόν κόσμο. Ἑδραίωσαν τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία στήν Ἀφρική. Προεκάλεσαν ἱεραποστολικό «παροξυσμόν ἀγάπης»[4] καί νέα ἱεραποστολικά ξεκινήματα γιά τίς χῶρες τῆς Ἀφρικῆς, τῆς Ἀσίας, Ἀμερικῆς κ.λπ. Εὐαισθητοποίησαν τόν ἑλληνορθόδοξο κόσμο, πού δημιούργησε πολλά ἱεραποστολικά Σωματεῖα, «ἄνδρωσαν» τήν ἱεραποστολική ἰδέα καί βοήθησαν στήν δημιουργία γνησίας ὀρθοδόξου ἱεραποστολικῆς συνειδήσεως. Καί λέγουμε «γνησίας ὀρθοδόξου ἱεραποστολικῆς συνειδήσεως», γιά νά τήν ἀντιδιαστείλουμε ἀπό τίς ἑτερόδοξες ἱεραποστολές, οἱ ὁποῖες διαπνέονται ἀπό ἕνα ἀκτιβιστικό πνεῦμα. Σύμφωνα μέ αὐτό, «κάτι γιά νά ἔχῃ ἀξία, πρέπει νά παράγῃ κοινωνικό ἔργο, νά φαίνεται καί νά ἀναγνωρίζεται εὐρύτερα ὡς κοινωνικά ὠφέλιμο. Ἐάν δέν ἔχῃ ἄμεσο ἀποτέλεσμα, δέν ἔχῃ δρᾶσι, εἶναι ἄχρηστο καί μή ἀναγκαῖο γιά τήν Ἐκκλησία»[5]. Αὐτό ἐκφράζει ἀκριβῶς τό ἀνθρωποκεντρικό πνεῦμα τῆς ∆ύσεως, τόν δυτικό οὐμανισμό, ὅπου ἡ ἀπουσία τῆς ἀκτίστου Χάριτος τοῦ Θεοῦ ἀναπληρώνεται ἀπό τήν ἀνθρώπινη ὑπερδραστηριότητα.
Ὁ παπα-Κοσμᾶς ἀγωνίσθηκε γιά νά μεταφέρη στήν Ἀφρική τό πνεῦμα καί τήν διδασκαλία τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, τήν ὀρθόδοξη ἡσυχαστική παράδοση, ὅπως τήν ἐβίωσε στό Ἅγιον Ὄρος, καθώς καί τόν πλοῦτο τῆς λατρευτικῆς ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας μας. Ἔδωσε ἰδιαίτερη βαρύτητα στόν τομέα αὐτό, διότι στό Ἅγιον Ὄρος δεσπόζουσα θέση στήν καθημερινή ζωή τῶν μοναχῶν κατέχει ἡ Θεία Λατρεία. Μέ τήν Θ. Λατρεία ἡ ζωή τῶν πιστῶν, χάριτι Θεοῦ, ἐκκλησιοποιεῖται καί γίνεται Χριστοκεντρική, στόχοι πού ἔχουν πρωτεύουσα σημασία κατά τόν εὐαγγελισμό τῶν ἀφρικανῶν ἀδελφῶν μας (ἐν ἀντιθέσει πρός τίς ἑτερόδοξες ἱεραποστολές). Σ’ αὐτό βέβαια τόν βοήθησε καί ἡ φύση τοῦ ἀφρικανοῦ, ἡ ἀγαπητική διάθεση πού ἔχει ἔμφυτη μέσα του, πού τήν βλέπουμε νά ἐκδηλώνεται πλούσια, ὅταν δοθῆ κάποιο ἐρέθισμα. Αὐτή λόγῳ τῆς ἀγνοίας καί τοῦ εἰδωλολατρικοῦ παρελθόντος εἶχε ἐκτραπεῖ σέ ἄλλες κατευθύνσεις. Ἡ προσπάθειά του ἦταν νά τούς βοηθήση νά τήν ἐπαναπροσανατολίσουν καί ἑστιάσουν στό πρόσωπο τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Νά τόν ἀγαπήσουν, καί νά γίνη ὁ ἀφρικανικός λαός λαός Χριστοφόρος. Αὐτός ἦταν ὁ βασικός καί πρωταρχικός του στόχος, καί πράγματι τά κατάφερε.
Βέβαια καί οἱ οἰκοδομικές ἐργασίες σέ ἕνα ἱεραποστολικό κλιμάκιο εἶναι ἀπαραίτητες καί ἀναγκαῖες, καί ὁ π. Κοσμᾶς ἀσχολήθηκε ὑπεράνθρωπα καί στόν τομέα αὐτόν. Εἶχε καταρτίσει ἕνα οἰκοδομικό συνεργεῖο, πού τό ὠνόμαζε «Ἀστραπή», ὅπως καί ὁ ἴδιος ἦταν στίς δουλειές του «ἀστραπή». Κατώρθωσε σέ λίγο διάστημα νά κτίση πολλές ἐνοριακές ἐκκλησίες. Τά οἰκοδομικά ὅμως, ἄν καί ἀναγκαῖα, τά εἶχε σέ δεύτερη μοῖρα σέ σχέση μέ τό κατηχητικό ἔργο καί τόν εὐαγγελισμό τοῦ ποιμνίου του.
Βιογραφικά στοιχεῖα
Τόν παπα-Κοσμᾶ εἶχε προικίσει ὁ Κύριος μέ πολλά χαρίσματα, τά ὁποῖα ἀξιοποίησε ὁ ἴδιος κατά τόν καλύτερο δυνατό τρόπο. Βέβαια πολύ συνετέλεσε καί ἡ «πατρώα εὐσέβεια», τήν ὁποία εἶχε κληρονομήσει ἀπό τούς εὐσεβεῖς γονεῖς του, ∆ημήτριο καί ∆έσποινα καί τούς λοιπούς προπάτορές του, πού εἶχαν καταγωγή ἀπό τόν Πόντο. Ὁ πάππος του, ἀπό τό γένος τῆς μητέρας του, ἦταν ἱερεύς, ὁ π. Ἰωάννης. Ὁ παπα-Κοσμᾶς γεννήθηκε στά Θεοδόσια τοῦ Κιλκίς στίς 16 Ἀπριλίου 1942. Ἀπό μικρό παιδί φάνηκε ὅτι θά προκόψη πολύ στήν ζωή του.
Τό 1948 πῆγε στό ∆ημοτικό Σχολεῖο Σταυρουπόλεως Θεσσαλονίκης, ὅπου γρήγορα ἀπέσπασε τήν ἀγάπη τῶν διδασκάλων του λόγῳ τῆς μεγάλης προθυμίας καί τοῦ ἤθους του. Ἀπό μικρός φοιτοῦσε ἀνελιπῶς στήν Ἐκκλησία. Σέ ἡλικία 14 ἐτῶν γράφτηκε στά Κατηχητικά Σχολεῖα ἐργαζομένων τῆς Χ.Ε.Ε.Ν. Μέ τά ἄλλα κατηχητόπαιδα συνεκεντρώνοντο τίς ἑορτάσιμες ἡμέρες στήν ταράτσα τοῦ πατρικοῦ του σπιτιοῦ, ὅπου διάβαζαν τήν Ἁγία Γραφή καί ἄλλα χριστιανικά βιβλία. Ὅταν τελείωσε τό ∆ημοτικό, γράφτηκε στήν Σχολή «Εὐκλείδης», ταυτόχρονα δέ ἐργαζόταν καί ὡς ἠλεκτρολόγος. Τό 1960 τελείωσε τήν Κατωτέρα Σχολή Ἠλεκτροτεχνίτου. Μετά γράφτηκε στήν Σχολή Ἐργοδηγῶν Ἠλεκτρολόγων καί συνέχισε νά παρακολουθῆ μαθήματα ἄλλα τρία χρόνια στήν νυκτερινή Σχολή τοῦ «Εὐκλείδη». Τότε ἀποφάσισε νά ἀκολουθήση τόν ἄγαμο βίο. Τό 1963 τελείωσε τήν Σχολή τοῦ «Εὐκλείδη» καί γράφτηκε σ ̓ ἕνα ἰδιωτικό νυκτερινό Γυμνάσιο τῆς Θεσσαλονίκης. Τό ἴδιο ἔτος τόν κάλεσαν στό Ναυτικό νά ὑπηρετήση τήν θητεία του. Ἀφοῦ ἐκπαιδεύθηκε, ἐστάλη στό ἀντιτορπιλλικό «Σφενδόνη» ὡς ὑπαξιωματικός, Ὑποκελευστής. Μετά ἀπό 30 μῆνες θητεία, ἀπολύθηκε τόν Μάρτιο τοῦ 1966. Στήν συνέχεια τελείωσε τό Γυμνάσιο, διαμένοντας στό οἰκοτροφεῖο τῆς ἀδελφότητος «Σταυρός» στήν Ἀθήνα ὑπό τήν πνευματική καθοδήγηση τοῦ πολύ πιστοῦ καί ἀγωνιστοῦ Ἀρχιμανδρίτου (τότε) Αὐγουστίνου Καντιώτη, τοῦ μετέπειτα Μητροπολίτου Φλωρίνης.
Καθ’ ὅλο αὐτό τό διάστημα ἀπέκτησε καί πολλές ἄλλες εἰδικότητες. Εἰδικεύθηκε ὡς νοσοκόμος στόν Ἐρυθρό Σταυρό. Ἐσπούδασε κολυμβητής, βατραχάνθρωπος, καί πῆρε τό εἰδικό πτυχίο. Παρακολούθησε μαθήματα ἐξωτερικῆς ἱεραποστολῆς στήν Ἀποστολική ∆ιακονία. Ἄκουσε μαθήματα Κατηχητικῆς στήν Ἀρχιεπισκοπή Ἀθηνῶν, ὅπου ἐργάσθηκε ὡς κατηχητής ἐπί 12 χρόνια. Μάλιστα, ἕνα ἀπό τά κατηχητόπαιδά του, ὁ Ἀπόστολος ∆ιαρεμές, τόν ἀκολούθησε ἀργότερα στήν ἱεραποστολή, ἀφοῦ προηγουμένως ἐκάρη μοναχός στήν Ἱερά Μονή μας παίρνοντας τό ὄνομα Κύριλλος. Μέχρι σήμερα ὁ π. Κύριλλος ἐργάζεται ἀκούραστα, βαδίζοντας στά ἴχνη τοῦ κατηχητοῦ καί διδασκάλου του.
Ὁ παπα-Κοσμᾶς, ἀφοῦ ἔδωσε ἐξετάσεις, φοίτησε γιά ἕνα χρόνο στήν ἐκκλησιαστική Ριζάρειο Σχολή, στό τμῆμα τοῦ ἀνωτέρου Φροντιστηρίου. Τό 1975 διέκοψε, γιά νά μεταβῆ στό Ζαΐρ, σημερινό Κονγκό, ὡς βοηθός τοῦ ἀρχιμανδρίτου π. Ἀμφιλοχίου Τσούκου –μετέπειτα Μητροπολίτου Νέας Ζηλανδίας–, ὅπου παρέμεινε ἐπί 15 μῆνες. Στό χρονικό αὐτό διάστημα, μέ τόν ἐνθουσιασμό, τήν δυναμικότητα καί τήν τόλμη πού τόν διέκριναν, κατάφερε νά κτίση 9 ναούς. Κατήρτισε συνεργεῖα καί ἄρχισε τήν θεμελίωση ναῶν. Τά συνεργεῖα δούλευαν τό ἕνα πίσω ἀπό τό ἄλλο. Τό ἕνα ἔκτιζε, τό δεύτερο σοβάτιζε, τό τρίτο περνοῦσε τίς πόρτες καί τά παράθυρα, τό τέταρτο ἔκανε βαψίματα κ.ο.κ. Πρίν τελειώση ὁ ἕνας ναός, ἄρχιζε ὁ ἄλλος. Μετά ἀπό τό τεράστιο αὐτό οἰκοδομικό ἔργο ἐπέστρεψε στήν Ἑλλάδα τόν Σεπτέμβριο τοῦ 1976 καί συνέχισε τίς σπουδές του στό Β ́ ἔτος τοῦ Φροντιστηρίου τῆς Ριζαρείου Σχολῆς.
Τό ἑπόμενο ἔτος (1977), ἀφοῦ πῆρε τό πτυχίο του, μετέβη στό Ἅγιον Ὄρος, ὅπου ἐπισκέφθηκε ἐναρέτους ἁγιορεῖτες πατέρες. Μεταξύ αὐτῶν ἦταν καί ὁ ἅγιος Παΐσιος, πού τότε διέμενε στό κελλί τοῦ Τιμίου Σταυροῦ στήν Καψάλα. Ἀφοῦ συζήτησαν ἀρκετή ὥρα καί ὁ νεαρός καί ἐνθουσιώδης Ἰωάννης τοῦ ἄνοιξε τήν καρδιά του καί τοῦ ἀπεκάλυψε τόν ἐσωτερικό του πόθο γιά τήν ἱεραποστολή, ὁ σοφός, διακριτικός καί ἅγιος Γέροντας μετά ἀπό προσευχή τόν συμβούλευσε νά καρῆ μοναχός στήν Ἱερά Μονή Ὁσίου Γρηγορίου, μέ τήν ὁποία ὁ Ἰωάννης δέν εἶχε καμμία σχέση ὥς τότε, νά χειροτονηθῆ, καί κατόπιν μέ τήν εὐλογία τῆς Μετανοίας του νά ξεκινήση γιά τήν ἱεραποστολή.
Ἔτσι καί ἔγινε. Ὁ Ἰωάννης τόν Ὀκτώβριο τοῦ 1977 ἦλθε στό Μοναστήρι μας καί γνωρίσθηκε μέ τόν Καθηγούμενο Ἀρχιμ. π. Γεώργιο (Καψάνη). Ὁ Γέροντας Γεώργιος ἀργότερα ἔγραψε: «Ὀρθά σκέφθηκε (ὁ π. Κοσμᾶς), ὅτι ἡ ἱεραποστολή χωρίς βάσεις καί θεμέλια πνευματικά δέν ἀποδίδει. Γι’ αὐτό ἦλθε στό Ἅγιον Ὄρος καί, κατόπιν συστάσεως καί εὐλογίας ἁγίων Γερόντων τοῦ Ἁγίου Ὄρους, ἦλθε στήν Μονή μας καί μοῦ ἐζήτησε νά τόν κάνω μοναχό καί νά τόν βοηθήσω νά ἐξέλθη στό κήρυγμα τοῦ Εὐαγγελίου στά ἔθνη, στούς εἰδωλολάτρας τῆς Ἀφρικῆς. ∆έν εἶναι αὐτό συνηθισμένο στόν ἁγιορειτικό μοναχισμό, ἀλλά δέν ἐδίστασα νά τόν δεχθῶ, διότι ἔβλεπα τόν ζῆλο του, τόν πόθο του. Ἄκουσα καί τάς συστάσεις τῶν ἁγίων Γερόντων τοῦ Ἁγίου Ὄρους –ὑπαινίσσεται τόν ἅγιο Παΐσιο καί τόν Πνευματικό τῆς Ν. Σκήτης π. Σπυρίδωνα Ξένο–, οἱ ὁποῖοι εἶχαν φωτισμό Θεοῦ... Τούς ἔκαμα ὑπακοή. Ἐπῆρα τόν π. Κοσμᾶ κοντά μας, ἄν καί μέχρι ἐκείνη τήν ὥρα δέν τόν ἐγνώριζα. Ἔμεινε ἀρκετούς μῆνες στό Μοναστήρι μας καί ἔμαθε, ὅσα μποροῦσε νά μάθη στό διάστημα αὐτό ἀπό τά τῆς μοναχικῆς ζωῆς. Ὁμολογῶ ὅτι στό διάστημα αὐτό, ἔδειξε πολύ ζῆλο καί ἄσκησι. Μιά φορά ἐπέρασα ἀπό τό κελλάκι του καί εἶδα τό κρεββάτι του: Τάβλες, καί πάνω στίς τάβλες ἕνα σεντονάκι. Οὔτε κουβέρτα δέν εἶχε. Ἀφοῦ τά εἶδα αὐτά καί ἄλλα, σκέφθηκα ὅτι ὁ ἀδελφός ἔχει χάριν Θεοῦ καί πρέπει νά γίνη μοναχός». Ἔτσι στίς 20 Ἰουλίου τοῦ 1978 ἐκάρη μικρόσχημος μοναχός λαμβάνοντας τό ὄνομα τοῦ ἁγίου Κοσμᾶ τοῦ Αἰτωλοῦ. Ἐν συνεχείᾳ στίς 15 Αὐγούστου ἔγινε ἡ χειροτονία του εἰς διάκονον καί τήν ἑπομένη εἰς ἱερέα. Μετά ἀνεχώρησε γιά τήν Ἀφρική, ἕτοιμος πλέον, καί μέ τήν ἱερατική χάρι, νά ἀγωνισθῆ νά ὑλοποιήση τά μεγάλα σχέδιά του καί τούς βαθύτερους πόθους καί ὁραματισμούς του. Καί συνεχίζει ὁ μακαριστός Γέροντας π. Γεώργιος: «ἐκεῖ ἐργάσθηκε ὑπεράνθρωπα. Κανείς ἀπό ἐμᾶς δέν γνωρίζει ὅλους τούς κόπους του, τούς ἀγῶνες του καί τήν ἀγωνία του γιά τίς ψυχές. Μόνον ὁ Ἅγιος Θεός τά γνωρίζει αὐτά, ὁ Ὁποῖος καί θά τοῦ ἀνταποδώση τόν μισθό»[6].
Ἱεραποστολικοί ἀγῶνες
Πράγματι ἐμεῖς ἐδῶ, στά μετόπισθεν, βλέπουμε τά πράγματα λίγο ἐπιφανειακά καί ἀρκετές φορές κρίνουμε κατ’ ἄνθρωπον. ∆έν ἠμποροῦμε νά εἰσέλθουμε στόν βαθύτερο χῶρο τῆς ψυχῆς τοῦ ἱεραποστόλου, νά νοιώσουμε τίς ἐσωτερικές συγκρούσεις, τά διλήμματα πού ἀντιμετωπίζει, τούς μεγάλους πειρασμούς πού διέρχεται ἀπό τήν μοχθηρία τοῦ πονηροῦ, τά δάκρυα πού χύνει, ἀλλά καί τήν Χάρη πού λαμβάνει κατ’ εὐδοκίαν Θεοῦ. Ὁ π. Κοσμᾶς διῆλθε ἀπό ὅλα αὐτά τά στάδια μέ καρτερία καί ὑπομονή, γι’ αὐτό καί ὁ Κύριος τοῦ ἔδωσε τό χάρισμα τῆς ποιμαντικῆς διακρίσεως. ∆ιαβάζουμε τίς ἐπιστολές του καί θαυμάζουμε τόν λεπτό χειρισμό μέ τόν ὁποῖο ἀντιμετώπιζε τίς διάφορες ὑποθέσεις. Ὅταν εἶχε κάποιες ἀπορίες καί προβληματισμούς, ἀπευθυνόταν καί ἐρωτοῦσε τόν Γέροντά του. ∆έν ἐπαναπαυόταν ποτέ στήν δική του κρίση.
Μόλις ἔφθασε στήν Ἀφρική, ἐπεδόθη σέ ἕνα τιτάνιο ἀγῶνα, ρίχνοντας τό βάρος στόν πνευματικό τομέα. Ἄρχισε τήν κατήχηση τῶν χριστιανῶν καθ’ ὁμάδες· ἀνδρῶν, γυναικῶν, κοριτσιῶν, ἀγοριῶν. Γιά νά προσεγγίζη τούς χριστιανούς τῶν ἀπομεμακρυσμένων περιοχῶν, πῆρε ἕνα γερό αὐτοκίνητο τύπου Land-Rover, μέ τό ὁποῖο γύριζε τά χωριά, ἔχοντας μαζί του τό ἀτομικό του ἀντίσκηνο καί τίς τροφές του. Συγκέντρωνε τόν κόσμο καί τούς μιλοῦσε ἐπί ὧρες. Μέ τήν μπαταρία τοῦ αὐτοκινήτου τούς παρουσίαζε σλάιτς ἀπό τό Ἅγιον Ὄρος, τούς Ἁγίους Τόπους, τήν θρησκευτική ζωή τῶν χριστιανῶν τῆς πατρίδος μας, μέχρι ἀργά τήν νύκτα. Ἐκεῖνοι ἄναβαν φωτιά γιά νά φωτίζωνται καί νά ζεσταίνωνται καί ἐβίωναν πρωτόγνωρες καταστάσεις καί ἐμπειρίες, κυρίως ὅμως τήν ἀγάπη πού τούς προσέφερε ἁπλόχερα ὁ π. Κοσμᾶς, ἡ ὁποία ἕνεκα τῆς ἀποικιοκρατίας εἶχε ξεθωριάσει στήν μνήμη τους. Πολλές φορές ἀναγκαζόταν νά κοιμηθῆ στίς καλύβες τους, ἀλλά δέν τόν ἔπαιρνε καθόλου ὁ ὕπνος ἀπό τήν μυρωδιά, τά ἔντομα, τά ποντίκια, τά φίδια, τόν ἦχο τῶν τάμ-τάμ, πού ἔκαναν ὅσοι εἶχαν παραμείνει προσκολλημένοι στά προγονικά τους ἔθιμα, κυρίως τά μεσάνυκτα. Ὅσους ἤθελαν νά ἀσπασθοῦν τήν Ὀρθοδοξία, τούς ὑποχρέωνε νά παραδώσουν ὅλα τά μαγικά ἀντικείμενα καί νά πιστεύουν στόν ἀληθινό Θεό, τόν Κύριο Ἰησοῦ Χριστό.
Ἀπό κάθε χωριό ἔπαιρνε ἕνα ἤ δύο ἄνδρες, πού τούς ἔφερνε στό Kolwezi –κέντρο τῆς ἱεραποστολικῆς του προσπαθείας–, προκειμένου νά τούς κατηχήση καί νά τούς ἐκπαιδεύση. Τούς κρατοῦσε δύο μέ τρεῖς μῆνες. Κατόπιν τούς ἔστελνε πίσω στά χωριά τους, ὅπου κατηχοῦσαν τούς συγχωριανούς τους. Συνέτασσαν καταλόγους μέ τά ὀνόματα τῶν κατηχουμένων καί τῶν ὑποψηφίων γιά βάπτιση. Μετά τήν περίοδο τῶν βροχῶν μετέβαινε ὁ π. Κοσμᾶς στά χωριά, γιά νά κάνη ὁμαδικές βαπτίσεις στά ποτάμια ἤ στίς λίμνες. Τό ἱερατεῖο τῆς ἱεραποστολῆς ἀπετελεῖτο τότε ἀπό ἕνα ἱερέα ὅλον καί ὅλον, τόν γηραιό π. Γεράσιμο, ὁ ὁποῖος μέ νεανικό πόθο καί ἀγάπη ἔτρεχε ἀπό χωριό σέ χωριό, γιά νά βαπτίζη τούς πιστούς συμπατριῶτες του, νά τούς παντρεύη, νά λειτουργῆ, νά ἐξομολογῆ καί γενικά νά τελῆ ὅλα τά ἅγια Μυστήρια καί ὅ,τι ἄλλο προέκυπτε. Αὐτόν ἔπαιρνε ὁ π. Κοσμᾶς κατ’ ἀρχάς στίς περιοδεῖες του γιά τίς βαπτίσεις.
Οἱ πρῶτοι ἰθαγενεῖς ἱερεῖς πού σήκωναν ὅλο τό βάρος τῆς νεοπαγοῦς Ἐκκλησίας τοῦ Κονγκό σέ ὅλη τήν περιοχή εἶναι οἱ ἀνώνυμοι «ἥρωες» Αὐτῆς, πού δέν τούς γνωρίζουν οἱ πολλοί. Μακάριοι εἶναι ὅσοι ὑπέμειναν μέχρι τό τέλος τῆς ζωῆς τους, ὅπως ὁ π. Γεράσιμος, καί βοήθησαν τόν παπα-Κοσμᾶ καί τούς μετ’ αὐτόν στό βαρύ ἔργο πού ἀνέλαβαν. Βλέποντας τήν ἔλλειψη ἱερέων, ὁ τότε Μητροπολίτης Κεντρώας Ἀφρικῆς Τιμόθεος πῆγε στό Κολουέζι καί ἐχειροτόνησε 10 ἱερεῖς ἀπό τούς καλύτερους κατηχητές. Ἕνας ἀπό αὐτούς ἦταν καί ὁ π. Φίλιππος, ὁ ὁποῖος ἐκοιμήθη τό 2014, ἀφοῦ ἐργάσθηκε ὑπεράνθρωπα μέχρι τελευταίας του πνοῆς γιά τό καλό τῆς Ἐκκλησίας. Τόν ἐνθυμούμαστε εἰρηνικό καί πρᾶο νά μᾶς δίνη τίς ἀνεκτιμήτου ἀξίας συμβουλές του, ὅποτε τοῦ τό ζητούσαμε. Κάτω ἀπό τό πετραχήλι του εὕρισκε ἀνάπαυση πλῆθος πιστῶν. Σέ ὅλες τίς δύσκολες περιπτώσεις ἔφερνε τήν εἰρήνη. Ἦταν ἄτεκνος. Μᾶς ἀγαποῦσε ὅλους σάν παιδιά του, ὅπως καί ἐμεῖς. Τό βλέμμα του ἦταν πάντοτε ἱλαρό καί ξεχείλιζε ἀπό χαρά καί ἀγάπη πρός ὅλους, καί μάλιστα πρός τούς εὐρωπαίους ἱεραποστόλους, ὅταν εἶχε καιρό νά τούς δῆ. ∆ιακαῶς ποθοῦσε τήν ἵδρυση Μονῆς. Εἶναι καί αὐτός ἕνας ἀπό τούς ἀγνώστους ἁγίους τῆς ἐντόπιας Ἐκκλησίας.
Ὁ παπα-Κοσμᾶς εἶχε μεγάλη μέριμνα γιά τούς νέους. Τούς συγκέντρωνε καί τούς ὠργάνωνε, ὥστε νά ξεφύγουν ἀπό τά ψυχοφθόρα ἔθιμα πού εἶχαν παραλάβει ἀπό τίς οἰκογένειές τους ἤ τό κοινωνικό τους περιβάλλον. Γιά τόν λόγο αὐτό ἔκτισε μέσα στόν χῶρο τῆς ἱεραποστολῆς στό Κολουέζι ἕνα οἰκοτροφεῖο μέ δύο μεγάλες πτέρυγες, πού περιελάμβαναν κοιτῶνες, βιβλιοθήκη, ἀναγνωστήριο καί ἄλλους κοινόχρηστους χώρους. Συνεκέντρωσε δέ σέ αὐτό μεγάλο ἀριθμό νέων, μαθητῶν ∆ημοτικοῦ, Γυμνασίου καί Λυκείου, τούς ὁποίους ἐξεπαίδευε ἐκκλησιαστικά, τούς ἐξομολογοῦσε ὁ ἴδιος καί τούς παιδαγωγοῦσε μέ αὐστηρό ἡμερήσιο πρόγραμμα. Τούς δίδασκε πῶς νά χρησιμοποιοῦν τό κομποσχοίνι, ὅπως καί ὅλους τούς χριστιανούς. Γι’ αὐτό ἀπό τότε οἱ χριστιανοί τῆς Ἐκκλησίας μας συνήθισαν στίς ἀκολουθίες νά κρατοῦν κομποσχοίνι καί νά λέγουν ψιθυριστά τήν εὐχή. Τούς ἔκανε συνάξεις καί τούς ἐδιηγεῖτο ἱστορίες πατέρων τῆς ἐρήμου.
Γιά νά ἐξασφαλίση κάποια αὐτάρκεια στό θέμα τῆς διατροφῆς καί γενικώτερα στόν οἰκονομικό τομέα, ἀγόρασε μία μεγάλη φάρμα κοντά στό Κολουέζι, ὅπου ἐξέτρεφε ζῶα, καλλιεργοῦσε λαχανικά καί δημιούργησε ὀπωρῶνες. Στήν προσπάθειά του αὐτή τόν βοήθησε σημαντικά ὁ πατέρας του ∆ημήτριος, ὁ ὁποῖος μετέβη στό Κολουέζι δύο φορές, ὁπότε καί ἀφιέρωνε καθημερινά πολύ χρόνο στήν φάρμα. Φύτευσε πολλά ἑσπεριδοειδῆ δένδρα, τά ὁποῖα ὑπάρχουν μέχρι σήμερα καί ἀποδίδουν πολλούς καρπούς. Γιά νά ἔχη ἡ φάρμα ἐπάρκεια ὕδατος, ἔφερε νερό ἀπό μακρυά. Ἔτσι ἐξασφάλισε τήν ὑδροδότησή της. Εἶχε ἀρκετά εἴδη ζώων, ἀγελάδες, αἰγοπρόβατα, χοίρους, κουνέλια, κότες, περιστέρια, γαλοποῦλες, πάπιες κ.λπ. Αὐτά δέν ἐξασφάλιζαν μόνο τίς βασικές ἀνάγκες τῆς ἱεραποστολῆς, ἀλλά ἐκάλυπταν καί τίς ἀνάγκες γιά πολλά ἄλλα παρεμφερῆ θέματα, ὅπως ἦταν τά ἔργα τῆς φιλανθρωπίας ἤ ἡ εὐχαριστία πρός κάποια δημόσια πρόσωπα πού εἶχαν συμπαρασταθῆ στό ἔργο τῆς ἱεραποστολῆς.
∆έν παραμελοῦσε ποτέ τήν φιλανθρωπία. Προσέφερε φαγητό, πού μαγειρευόταν σέ μεγάλα καζάνια, ἐπισκεπτόμενος συχνά τούς 350 περίπου κρατουμένους πού ἦσαν κλεισμένοι στίς φυλακές, ὅπως ἐπίσης καί στούς λεπρούς, στούς ἀσθενεῖς τοῦ ∆ημοσίου Νοσοκομείου καί στούς τροφίμους τοῦ Γηροκομείου. ∆έν ἔμενε ὅμως μόνον στήν παροχή φαγητοῦ. Ὅταν εἶδε τούς φυλακισμένους νά κοιμοῦνται κάτω, στό τσιμεντένιο δάπεδο, ἀγόρασε κορμούς δένδρων, ἀπό τούς ὁποίους κατεσκεύασε στό ξυλουργεῖο τῆς ἱεραποστολῆς κρεβάτια, τά ὁποῖα μαζί μέ κουβέρτες προσέφερε στίς φυλακές. Ἐξαγόραζε τήν ποινή τῶν κρατουμένων πού εἶχαν καταδικασθῆ γιά μικρά πταίσματα καί τούς ἀπελευθέρωνε. Ὅταν διεπίστωνε ὅτι ἦσαν ἀσθενεῖς, ἔφερνε δικό του ἰατρό στίς φυλακές νά τούς ἐξετάση, καί τούς χορηγοῦσε δωρεάν φάρμακα.
Ἀγάπησε πολύ τούς ἰθαγενεῖς καί ἀφιέρωσε ὁλόκληρο τόν ἑαυτό του στήν ὑπηρεσία τους καί τήν βελτίωση τῆς ζωῆς τους. Ὅταν τοῦ ζητοῦσαν βοήθεια, ἔσπευδε νά τούς τήν προσφέρη, χωρίς νά κάνη διάκριση σέ βαπτισμένους καί μή. Μία φορά μεταβαίνοντας στήν πόλη Μούσιμα, στά σύνορα μέ τήν Ζάμπια, συνάντησε ἕνα φορτηγό τῆς ἑταιρείας G.K.M. γεμάτο γυναικόπαιδα πού πήγαινε στό Κολουέζι. Εἶχε ὑποστῆ κάποια βλάβη στήν μηχανή του καί ἦταν σταματημένο ἐπί δύο ἡμέρες. Ἄν καί σέ λίγο θά νύχτωνε καί ἦταν μακρινή ἡ ὑπόλοιπη διαδρομή, ὁ παπα-Κοσμᾶς σταμάτησε γιά νά βοηθήση ὡς συνήθως. Ἔχοντας ἐργαλεῖα κατάλληλα, μπῆκε κάτω ἀπό τό αὐτοκίνητο, βρῆκε τήν βλάβη, καί σέ λίγο τό φορτηγό ξεκινοῦσε γιά τόν προορισμό του, μέ τά ἐνθουσιώδη χειροκροτήματα καί τίς ἰαχές τῶν ἐπιβατῶν. Ἀψηφοῦσε τούς κινδύνους. Ἔλεγε: «Ἐμένα μέ ἔταξε ὁ Θεός Ἱεραπόστολο σ’ αὐτή τήν περιοχή· ὅπου καί νά πηγαίνω, θά βοηθῶ ὅποιον συναντήσω πού ἔχει τήν ἀνάγκη μου»[7].
Τακτικά ἐπισκεπτόταν τούς λεπρούς στήν πόλη Κάζενζε γιά νά τούς δώση τρόφιμα καί φάρμακα. Ἐκεῖ ἔβλεπες ἀνθρώπους χωρίς μύτη, μέ κομμένα αὐτιά, χέρια καί πόδια, πού περίμεναν ὄχι τόσο τήν ὑλική βοήθεια, ὅσο κάποια ἐκδήλωση συμπαραστάσεως καί ἀγάπης. Καί ἐπειδή ὁ π. Κοσμᾶς εἶχε πολλή ἀγάπη, τήν προσέφερε πλουσιοπάροχα. Ἀποφάσισε καί τούς χορηγοῦσε κάθε μῆνα ἕνα γουρούνι καί ἄλλα φαγητά. Γι’ αὐτούς τούς λόγους ὁ π. Κοσμᾶς ἦταν τό πιό ἀγαπητό πρόσωπο τῆς ἐπαρχίας Katanga, τόσο στίς δημόσιες ὑπηρεσίες ὅσο καί στόν λαό. Ὅλοι τόν ἀγαποῦσαν, τόν ἐσέβοντο, καί τόν ἄφηναν νά μπαίνη ἐλεύθερα σέ κάθε ὑπηρεσία. Γι’ αὐτόν ὅλες οἱ πόρτες ἦσαν ἀνοικτές. Εἶχε ξεγράψει τελείως τόν ἑαυτό του. Ἀκόμα καί τήν νύκτα ταξίδευε, γιά νά κερδίζη χρόνο καί ἔτσι νά προχωρῆ τό ἔργο τοῦ Θεοῦ.
Τά προβλήματα τῶν ἰθαγενῶν ἦσαν πολλά καί ποικίλα. Ὁ παπα-Κοσμᾶς συμμετεῖχε καί συνέπασχε μαζί τους. Ὅλοι τους ἦσαν συνηθισμένοι νά προσφεύγουν στόν φύλαρχο τοῦ τόπου τους (τόν «σέφ»), γιά νά τούς λύνη τίς διαφορές. Συνήθως αὐτοί εἶναι καί μάγοι καί δικάζουν κατά τό δικό τους «δίκαιον». Τώρα πλέον, γιά ὅσα προβλήματα εἶχαν, κατέφευγαν στόν παπα-Κοσμᾶ, νά τούς τά ἐπιλύση, ἔχοντας ἐμπιστοσύνη στήν κρίση του, ἐπειδή εἶχε τόν φωτισμό τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Καί αὐτός διέθετε ἕνα μεγάλο μέρος ἀπό τόν πολύτιμο χρόνο του γιά νά τούς ἐξυπηρετῆ, μέ κριτήρια χριστιανικά, ὀρθόδοξα. Τά πλέον συνήθη προβλήματά τους ἦσαν διαζύγια, πορνεῖες, μοιχεῖες, κλοπές, ἀδικίες ἤ καί ἄλλες ἁπλές διενέξεις. Προλάβαινε πολλά διαζύγια· δέν τούς ἄφηνε νά χωρίσουν. Ἐπειδή ἐδυσκολεύοντο στά θέματα τῆς ἠθικῆς, δηλαδή στό νά ζοῦν βίο καθαρό καί ἐνάρετο, ὁ π. Κοσμᾶς στίς συνάξεις πού τούς ἔκανε, τούς ἐτόνιζε ἰδιαίτερα καί τούς συμβούλευε γιά τά θέματα αὐτά. Τά λόγια καί οἱ συμβουλές του ἦσαν γι’ αὐτούς νόμος. Ἔλεγαν: «τό εἶπε ὁ π. Κοσμᾶς», καί σταματοῦσαν τίς ἔχθρες καί ἀντιδικίες μεταξύ τους.
Τό ζήτημα τῆς μαγείας ἦταν πολύ σοβαρό. Οἱ νεοφώτιστοι, ἄν καί εἶχαν βαπτισθῆ, διατηροῦσαν ζωηρά στήν μνήμη τους τίς ἐπιδράσεις τῆς μαγείας καί ἐφοβοῦντο τόν μάγο. Σέ ἐρωτήσεις τοῦ παπα-Κοσμᾶ ἔλεγαν: «Ναί, ὁ μάγος εἶναι φοβερός· μπορεῖ νά μέ σκοτώση». Πολύ ἀγωνίσθηκε γιά τήν ἐξάλειψη τῆς μαγείας ἀπό τήν μνήμη καί τήν ζωή τους. Ἐγύριζε στίς πόλεις, στά χωριά, στίς καλύβες, στά δάση καί ἔπαιρνε τά μαγικά τους ἀντικείμενα. Εἶχε μαζέψει ἀρκετά καί εἶχε σκοπό νά γράψη βιβλίο γιά τήν μαγεία, ἀλλά δέν πρόλαβε. Ἰδιαίτερα τούς ἐτόνιζε, ὅτι ἐφόσον εἶναι βαπτισμένοι καί συμμετέχουν ἐνεργά στά ἅγια Μυστήρια, δέν κινδυνεύουν ἀπό τούς μάγους καί ἄρα δέν πρέπει νά τούς φοβοῦνται.
Μαρτυρίες ζώντων πνευματικῶν του τέκνων
Ὁ παπα-Κοσμᾶς ἐργάσθηκε ὑπεράνθρωπα, θυσιαστικά, ἀψηφώντας τόν ἑαυτό του. Ὅμως θά τόν ἀδικούσαμε, ἐάν ἀναφέραμε γεγονότα ἀπό τήν ζωή καί τό ἔργο του ὑπό τύπον ἀφηγήσεως μόνον. Γι’ αὐτό παραθέτουμε τίς αὐθεντικές μαρτυρίες κάποιων ἀφρικανῶν πνευματικῶν του τέκνων καί στενῶν συνεργατῶν του, πού ζοῦν μέχρι σήμερα, ἀπό ἀναμνήσεις καί ἐμπειρίες τους. Ἀπό τόν τρόπο ἐκφράσεώς τους ἀντιλαμβανόμαστε τόν βαθύτερο πνευματικό σύνδεσμο πού ὑπῆρχε μεταξύ τους.
Ὁ Σταῦρος Kasongo, πού εἶναι σήμερα 60 ἐτῶν καί συνεχίζει νά ἐργάζεται στήν ἱεραποστολή ὡς ὁδηγός, καταθέτει: «Ὁ παπα-Κοσμᾶς ἦταν γιά μένα ἕνας ἀληθινός πατέρας. Μᾶς ἀγαποῦσε καί μᾶς φρόντιζε καλύτερα καί ἀπό πατέρας. Ἀγωνιοῦσε γιά τήν σωτηρία τῶν ψυχῶν μας. Πρίν ἀπό κάθε μεγάλη ἑορτή μᾶς δίδασκε γιά τό νόημά της καί μᾶς παρακινοῦσε γιά Ἐξομολόγηση καί γιά Θ. Κοινωνία. Κάθε Σάββατο βράδυ μᾶς ἔκανε σύναξη καί μᾶς ἐξηγοῦσε τό Ἀποστολικό καί Εὐαγγελικό ἀνάγνωσμα τῆς ἑπομένης. Ἀλλά καί κάθε βράδυ μετά τό Ἀπόδειπνο μᾶς ἔλεγε ἱστορίες Πατέρων τῆς ἐρήμου ἀπό τό Γεροντικό. Μᾶς εἶχε δώσει κομποσχοίνι καί μᾶς δίδασκε καθημερινά πῶς νά λέμε τήν εὐχή τοῦ Ἰησοῦ, πῶς νά διώχνουμε τούς κακούς λογισμούς καί πῶς νά ζητᾶμε τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ. Γιά ὅσους ἑτοιμάζονταν γιά γάμο, ἐκεῖνος πλήρωνε σχεδόν ὅλα τά ἔξοδα. Ἔδινε ἕτοιμο σφαχτό γουρουνάκι γιά τό τραπέζι τοῦ γάμου. Εἶχε δικές του νυφικές στολές γιά τίς νύφες, καί τελοῦσε ὁ ἴδιος τό Μυστήριο. Σέ ὅλα τά ζευγάρια πού στεφάνωνε ἔδινε κατόπιν ὡς δῶρο τήν Ἁγία Γραφή καί τίς εἰκόνες τοῦ Χριστοῦ καί τῆς Παναγίας. Ἐμένα μοῦ ἔμαθε νά ὁδηγῶ αὐτοκίνητα. Μοῦ ἔβγαλε ἄδεια ὁδηγήσεως καί μοῦ ἔμαθε τήν τέχνη τῶν ἠλεκτροσυγκολλήσεων. Ὅ,τι εἶμαι σήμερα καί ὅ,τι ἔμαθα στήν ζωή μου, τό ὀφείλω σ’ αὐτόν. Ἦλθε κοντά μας ὄχι γιά δόξες καί ἀξιώματα ἤ γιά νά μᾶς ἐκμεταλλευθῆ ἤ γιά νά πάρη διαμάντια καί ἐλεφαντόδοντα. Ἦλθε γιά νά μᾶς διακονήση. Ἀναρωτιέμαι: “θά τόν συναντήσω ἐγώ ὁ ἁμαρτωλός στήν ἄλλη ζωή;”».
Ὁ Μωυσῆς Kalenga, 65 ἐτῶν, εἶναι καί αὐτός ἀπό τούς πρώτους συνεργάτες τοῦ παπα-Κοσμᾶ. Εἶναι μεταφραστής καί ὑπεύθυνος τῆς ἀποθήκης τῆς Ἱεραποστολῆς στό Κολουέζι. Ὁμιλεῖ τέλεια ἑλληνικά, πού τά ἔμαθε κατά τήν τετραετῆ παραμονή του στήν Ἱ. Μονή μας. Καταθέτει: «... ἔμεινα κοντά στόν παπα-Κοσμᾶ. Κάναμε πολλά ταξίδια. Συναντήσαμε πολλά ἐμπόδια καί περιπέτειες. Τόν θαύμαζα, διότι ἦταν πολύ διαφορετικός ἀπό ἐμᾶς τούς ντόπιους. Εἶχε τόν Θεό μέσα του... Ἡ ἀγάπη του γιά τούς Κονγκολέζους δέν εἶχε ὅρια· ἦταν ὁ ἄγγελός μας. Ζοῦσε σάν ἄγγελος ἀνάμεσά μας καί κανείς δέν τόν πείραζε. Τόν θεωρούσαμε σάν ἀπεσταλμένο τοῦ Θεοῦ καί πατέρα ὅλων μας, ἀνεξαρτήτως φυλῆς καί θρησκεύματος. Πόσες φορές, ὅταν ἐπιστρέφαμε στήν ἕδρα μας στό Κολουέζι, ἔδενε τά καρότσια τῶν ἀνθρώπων, πού συναντούσαμε στόν δρόμο καί πού μετέφεραν τρόφιμα ἤ κάρβουνα, πίσω ἀπό τό τζίπ καί τά τραβοῦσε μέχρι τό Κολουέζι! Καί ἐκεῖνοι δέν ἤξεραν πῶς νά τόν εὐχαριστήσουν. Τραγουδοῦσαν αὐτοσχέδια τραγούδια καί εὐχόντουσαν στόν Θεό γιά τόν εὐεργέτη τους παπα-Κοσμᾶ.
Ἦταν ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ. Ὅπως ὁ Χριστός προσκαλοῦσε τούς Μαθητές Του, ἔτσι καί ὁ π. Κοσμᾶς καλοῦσε μερικούς νέους γιά νά συγκροτήση τό δικό του κοινόβιο. Μᾶς ἔπαιρνε κοντά του καί μᾶς κατήρτιζε σέ διάφορες δουλειές. Ἦταν ὁ ἴδιος πολυτεχνίτης, ἀκόμα καί κολυμβητής. Γνώριζε νά ὁδηγῆ καί νά ἐπισκευάζη αὐτοκίνητα, νά εἶναι ἀρχιμάστορας στίς οἰκοδομικές ἐργασίες, νά παρέχη πρῶτες βοήθειες καί φάρμακα, νά εἶναι σιδηρουργός καί ἠλεκτροσυγκολλητής καί πολλά ἄλλα. Ἐπιστατοῦσε ὁ ἴδιος σέ ὅλα τά ἔργα. ∆έν γνώριζε ἀπό κούραση. ∆έν σταματοῦσε μπροστά σέ ὁποιοδήποτε ἐμπόδιο, μέχρι νά τελειώση τήν ἐκκλησία ἤ τό ἔργο πού εἶχε ἀρχίσει. Ἔδινε φαγητό σέ ὅλους τούς ἐργάτες καί ἔτρωγε καί ὁ ἴδιος μαζί τους. Ἔγινε ἕνα πράγμα μαζί μας. Ἔγινε στήν καρδιά Κονγκολέζος, ἄν καί στό μυαλό ἦταν Εὐρωπαῖος. Ἦταν ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ. Μᾶς ἄφησε τήν ἁγιότητά του. Αὐτό εἶναι τό καλύτερο δῶρο του σ’ ἐμᾶς».
Ὁ πρεσβύτερος π. Σεραφείμ Ilunga, 58 ἐτῶν, οἰκονομολόγος, πατέρας 10 παιδιῶν, καταθέτει: «Ἤμουν ἕνα ἀπό τά 35 παιδιά τοῦ Οἰκοτροφείου, ἡλικίας 8 ἕως 20 ἐτῶν. Ὁ παπα-Κοσμᾶς ἦταν ἐξαιρετικός καί πολύ πιό διαφορετικός ἄνθρωπος ἀπό ὅλους μας. Κοντά του νιώθαμε σιγουριά, ἀσφάλεια καί χαρά. Ἦταν ὁ ἄνθρωπος μέ τό χαμόγελο. Γεννημένος γιά αὐτήν τήν ἀποστολή. Ἔδινε χαρά καί εὐλογία στόν δυστυχισμένο κόσμο μας. Γιά νά προχωρῆ τό ἔργο τῆς ἱεραποστολῆς, ἔγινε φίλος μέ ὅλους τούς ὑπευθύνους τῶν διαφόρων ὑπηρεσιῶν τοῦ Κολουέζι. Στούς κλέφτες, τούς φυλακισμένους, τούς μεθυσμένους, σέ ὅλους εἶχε νά πῆ ἕνα λόγο ἀγάπης καί παρηγοριᾶς, καί πάντοτε μέ ἕνα δῶρο στό χέρι... Ἦταν πολύ ἐργατικός. Κοιμόταν περίπου 4 ὧρες τό 24ωρο. Τίς ὑπόλοιπες ὧρες μελετοῦσε, ἔκανε σχέδια γιά ἐκκλησίες καί σχολεῖα ἤ ἑτοίμαζε τό πρόγραμμα τῆς ἑπομένης ἡμέρας. Ἀσχολεῖτο μέ τά παιδιά τοῦ οἰκοτροφείου, ἀπό τά ὁποῖα προσδοκοῦσε νά βγοῦν οἱ αὐριανοί ἱερεῖς καί ἱεραπόστολοι τοῦ Κονγκό. Λειτουργοῦσε ἁπλά καί μέ δυνατή πίστη. ∆έν ἐπέτρεπε ἀταξίες μέσα στόν ναό. Ἀγαποῦσε τόν μοναχισμό. Ἀπό τό 1982 εἶχε ξεκινήσει νά κτίζη τό Μοναστήρι τοῦ Ἁγίου Νεκταρίου, σέ κατοικημένη περιοχή τοῦ Κολουέζι πού λέγεται “Καμανιόλα”. Σήμερα τό Μοναστήρι αὐτό λειτουργεῖ μέ ἕξι μοναχές. Σαράντα μέρες μετά τόν θάνατό του ἐμφανίσθηκε στόν ὕπνο μου καί μοῦ εἶπε: “Σεραφείμ μή στενοχωριέσαι. ∆έν πέθανα. Ἔλα μαζί μου νά μέ δῆς ποῦ εἶμαι”. Μετά μοῦ εἶπε: “Κοίταξέ με. Εἶμαι ἀναστημένος”. Μετά τόν τραγικό θάνατό του μείναμε πνευματικά ὀρφανοί. Ἡ πίστη του, τά φιλανθρωπικά καί πνευματικά του ἔργα παραμένουν γιά μᾶς παράδειγμα πρός μίμηση στήν χριστιανική ζωή μας. Εἶναι νικητής τοῦ κακοῦ, διά τοῦ καλοῦ».
Οἱ τελευταῖες ἡμέρες τῆς ζωῆς του καί τό ἅγιο τέλος του
Ὁ π. Κοσμᾶς πραγματοποίησε τέσσερα ταξίδια στήν Ἑλλάδα, τά ἔτη 1981, 1982, 1984 καί 1988. Τόν περισσότερο χρόνο τόν ἀφιέρωνε στήν Ἱ. Μονή τῆς Μετανοίας του. Ἦταν πολύ κουρασμένος σωματικά καί ψυχικά καί ζητοῦσε νά βρῆ ἐκεῖ λίγη ἡσυχία γιά προσευχή καί περισυλλογή.
Σύμφωνα μέ τίς ἀνεξιχνίαστες βουλές τοῦ Θεοῦ, μετά τό τελευταῖο του ταξίδι στήν Ἑλλάδα καί στό Ἅγιον Ὄρος, πού ἦταν καί τό τελευταῖο τῆς ἐπίγειας ζωῆς του, ἐπέστρεψε στό Κολουέζι μέ νέες δυνάμεις καί ἐνθουσιασμό. Προετοίμαζε τήν κατασκευή τοῦ ∆ημοτικοῦ Σχολείου τῆς Ἱεραποστολῆς στό Κολουέζι. Τήν ἡμέρα τῶν Θεοφανείων, 6 Ἰανουαρίου τοῦ 1989, βάπτισε 350 ἰθαγενεῖς στό Κολουέζι καί μετά τέλεσε 22 γάμους. Στίς 18 καί 19 Ἰανουαρίου κατέγραψε μέ τήν κάμερά του ὅλες τίς ἐγκαταστάσεις τῆς Ἱεραποστολῆς, διότι ἤθελε νά στείλη τήν βιντεοκασέτα στούς συγγενεῖς του στήν Ἑλλάδα, καί ἀμέσως μετά ἀνεχώρησε γιά τό Λουμπουμπάσι. ∆ιήνυε πλέον τίς τελευταῖες ἡμέρες τῆς ζωῆς του καί ἐνεργοῦσε σάν νά τό ἐγνώριζε. Ζητοῦσε συνεχῶς συγχώρηση ἀπό ὅλους: τούς συνεργάτες του, τούς Ἱερεῖς, τούς πιστούς, ἄν ἀνθρωπίνως κάποτε τούς εἶχε πικράνει σέ κάτι. Μιλοῦσε γιά τήν ταπείνωση. Ἔδινε ὁδηγίες, σάν νά ἦταν νά φύγη. Στήν τελευταία του Θ. Λειτουργία, στόν Ἱερό Ναό Εὐαγγελισμοῦ τῆς Θεοτόκου τῆς Ἑλληνικῆς Κοινότητος Λουμπουμπάσι, μιλοῦσε μέ μάτια βουρκωμένα περί μετανοίας. Τούς ὑπενθύμισε τό μυστήριο τοῦ θανάτου καί ὅτι γιά ὅλους θά πρέπει ἀπό ἐδῶ νά ἀνατείλη ἡ χαρά τῆς ἀνεσπέρου Βασιλείας τῶν Οὐρανῶν.
Ἦλθε ὅμως ἡ ὥρα καί γι’ αὐτόν, τόν ἀκαταμάχητο καί ἀκούραστο ἐργάτη τοῦ Εὐαγγελίου, νά μεταβῆ στά οὐράνια σκηνώματα, στήν δική του αἰώνια ἀνάπαυση, τήν μοιραία ἐκείνη βραδυά τῆς 27ης Ἰανουαρίου 1989. Εἶχε εἰδοποιήσει ἐνωρίτερα τόν κ. Χάμπο Γεωργίου –στενό συνεργάτη του ἐκ Κύπρου– στό Λικάσι, ὅτι κατευθυνόμενος πρός Κολουέζι θά περνοῦσε ἀπό ἐκεῖ, συνοδευόμενος ἀπό τόν πρόξενο τῆς Ἑλληνικῆς Κοινότητος κ. Κυβετό καί τόν Μωυσῆ, μέλος τῆς ἱεραποστολῆς.
Εἶχαν βγῆ ἀπό τήν πόλη Λουμπουμπάσι καί ἦσαν στό 55ο χιλιόμετρο τῆς διαδρομῆς, κοντά στό χωριό Σοφουμάνγκο. Ἡ ὥρα ἦταν ὀκτώ καί δέκα τό βράδυ.
Ἐκείνη τήν ὥρα κατέβαινε ἕνα φορτηγό ἀπό τό ἀντίθετο ρεῦμα, ἡ καρότσα τοῦ ὁποίου προεξεῖχε ἀπό τό μπροστινό κουβούκλιο τοῦ αὐτοκινήτου περί τούς 30 πόντους ἑκατέρωθεν. Ὁ παπα-Κοσμᾶς δέν ἀντελήφθη, λόγῳ τοῦ σκότους, τήν προεξέχουσα καρότσα τοῦ φορτηγοῦ, μέ ἀποτέλεσμα τό φορτηγό νά θερίση κυριολεκτικά τήν ἀριστερή πλευρά τοῦ Land-Rover πού ὡδηγοῦσε ὁ π. Κοσμᾶς. Μόνον ἕνα «ὤχ» πρόλαβε νά πῆ καί ἐξέπνευσε. Ὁ πρόξενος πού καθόταν δίπλα του δέν ἔπαθε τίποτα, ἐνῶ ὁ Μωυσῆς τραυματίσθηκε ἐλαφρά. Ὅπως δέ καταθέτει ὁ Μωυσῆς: «Ἦλθαν οἱ χωρικοί νά μᾶς βοηθήσουν καί εἰδοποιήθηκε ὁ κ. Χάμπος Γεωργίου, ὁ ὁποῖος ἔτρεξε μέ τό αὐτοκίνητό του καί μετέφερε τήν σορό του στό Νοσοκομεῖο τοῦ Λουμπουμπάσι». Ἐκεῖ ὅλοι οἱ χριστιανοί ἔκλαιγαν καί ἔλεγαν: «Χάσαμε τόν πατέρα μας. Χάσαμε τόν προστάτη μας. Χάσαμε τόν ἄνθρωπο πού μᾶς ἀγαποῦσε καί θυσιάστηκε γιά μᾶς». Τά κλάματα καί τά μοιρολόγια τους δέν περιγράφονται. Ἔβαλαν τήν σορό σέ εἰδικό νεκροθάλαμο. Ἐπί τρεῖς ἡμέρες, μέχρι τήν ταφή του, στό σῶμα του δέν παρετηρήθη ἡ νεκρική ἀκαμψία, ἀλλά παρέμεινε εὔκαμπτο παρά τό κρύο, ὅπως συμβαίνει σέ ὅλους τούς Ἁγιορεῖτες πατέρες. Ἀπό τήν μύτη του δέ ἔτρεχε αἷμα.
Ἀμέσως μετά τό ἀτύχημα ἐμφανίσθηκε ὁ π. Κοσμᾶς σέ κάποιον χωρικό, πού εἶχε βρῆ σ’ ἐκεῖνο τόν τόπο ἕνα μπουκάλι μέ Ἅγιο Μῦρο, λέγοντάς του νά τό παραδώση στούς ὑπευθύνους τῆς Ἱεραποστολῆς, γιατί αὐτό δέν εἶναι κοινό λάδι. Μετά ἀπό τρεῖς μῆνες, ὅταν πλέον εἶχε ἀναλάβει τό ἱεραποστολικό Κλιμάκιο ὁ π. Μελέτιος, ἄλλος χωρικός ἀνήγγειλε στόν π. Μελέτιο ὅτι ὁ π. Κοσμᾶς ἐμφανίσθηκε καί σ’ αὐτόν, λέγοντάς του νά πῆ στόν ὑπεύθυνο τῆς ἱεραποστολῆς ὅτι γύρω ἀπό τό σημεῖο τοῦ ἀτυχήματος βρίσκονται πεταμένα τρία πολύτιμα ἀντικείμενα, ἕνα μπουκάλι μέ λάδι, ἕνα μαχαίρι καί ἕνα τρίγωνο. Πράγματι τά ἀντικείμενα αὐτά βρέθηκαν. Ἦταν ἕνα δεύτερο μπουκάλι μέ Ἅγιο Μῦρο, μία Ἁγία Λόγχη γιά τήν Προσκομιδή, καί ἕνα Ἐπιγονάτιο. Ἡ Ἁγία Λόγχη, ὡς ἱερό κειμήλιο, διαφυλάσσεται σήμερα στήν Ἱερά Μονή μας.
Ἡ ἐξόδιος ἀκολουθία διαβάσθηκε στίς 30 Ἰανουαρίου στόν Ἱ. Ναό τοῦ Εὐαγγελισμοῦ τῆς Θεοτόκου στό Λουμπουμπάσι. Ἡ ἐκκλησία καί ὁ προαύλειος χῶρος ἦσαν ἀσφυκτικά γεμάτα ἀπό κόσμο. Παρόντες ἦσαν ὁ Μητροπολίτης Κεντρώας Ἀφρικῆς Τιμόθεος, ὅλοι οἱ Ἕλληνες –περί τούς 500–, ὅλοι οἱ ἐντόπιοι χριστιανοί μας, οἱ ἐκπρόσωποι τῶν Ἀρχῶν τοῦ τόπου, ὁ Νομάρχης, ὁ ∆ήμαρχος, ὁ Στρατηγός, ὁ Εἰσαγγελέας καί ἄλλοι. Ἔξω ἀπό τήν ἐκκλησία ἀκούγοντο οἱ θρῆνοι καί οἱ ἀλαλαγμοί τῶν γυναικῶν. Τό ἀπόγευμα τῆς ἰδίας ἡμέρας τό σκήνωμα τοῦ π. Κοσμᾶ μέ μικρό ἀεροσκάφος μεταφέρθηκε στό Κολουέζι. Ἡ ἐκκλησία τοῦ Ἁγίου Γεωργίου, ὁ αὔλειος χῶρος καί ὅλοι οἱ δρόμοι ἔξω ἦσαν ἀσφυκτικά γεμάτοι ἀπό χιλιάδες κόσμο, πού περίμεναν μέ ἀγωνία καί δάκρυα στά μάτια. Ὅταν ἔφθασε τό σκήνωμα, ὅλος ὁ κόσμος ξέσπασε σέ ἀλαλαγμούς καί ξεφωνητά. ∆έν περιγράφεται μέ λόγια τό γεγονός, ὅπως καταθέτει ὁ π. Σεραφείμ Ilunga. Οἱ ἐντόπιοι καί οἱ Ἕλληνες καταστηματάρχες ἔκλεισαν τά καταστήματά τους γιά νά παρευρεθοῦν στήν κηδεία, ἐνῶ σέ ὅλο τό Κολουέζι ἐκηρύχθη ἐπισήμως τριήμερο πένθους. Παρέστησαν ἐπίσης ὅλες οἱ Ἀρχές τοῦ τόπου, οἱ παραδοσιακοί φύλαρχοι («σέφ») καί ὅλοι ὅσοι τόν εἶχαν γνωρίσει καί εἶχαν γευθῆ τήν φιλανθρωπία καί τήν ἀγάπη του.
Ἡ ταφή του ἔγινε πίσω ἀπό τό Ἱερό Βῆμα τοῦ Ἱ. Ναοῦ τοῦ Ἁγίου Γεωργίου στό Κολουέζι. Πλῆθος ἀπό στεφάνια, ἀνθοδέσμες, λουλούδια καί πρασινάδες ἐκάλυψαν τόν τάφο του, ὁ ὁποῖος ἀπετέλεσε καί συνεχίζει νά ἀποτελῆ σημεῖο ἀναφορᾶς τῆς εὐλαβείας τοῦ ὀρθοδόξου λαοῦ αὐτῆς τῆς χώρας καί προσκύνημα καθημερινό τῶν πιστῶν τοῦ Κολουέζι. Ὅλοι οἱ προσερχόμενοι γιά νά ἐκκλησιασθοῦν στόν Ἱ. Ναό τοῦ Ἁγίου Γεωργίου προηγουμένως περνοῦν, βάζουν μετάνοια καί ἀσπάζονται τόν Σταυρό τοῦ τάφου του. Τό καντηλάκι του τό ἔχει ἀναλάβει νά εἶναι ἀκοίμητο ἡ παλαιά συνεργάτις του, «ἡ μητέρα Θεανώ» (Μουσδελεκίδου, 90 ἐτῶν σήμερα, ἀπό τήν Ἔδεσσα), μία ἡρωική παρουσία στόν χῶρο τῆς Ἱεραποστολῆς, ἡ ὁποία ἐπί 31 συναπτά ἔτη ἀκολουθεῖ τά βήματα τοῦ παπα-Κοσμᾶ καί προσφέρεται θυσιαστικά, ἔχοντας καί αὐτή ξεγράψει τελείως τόν ἑαυτό της χάριν τῆς Ἱεραποστολῆς.
Λυπούμαστε, ὡς ἄνθρωποι, γιά τόν πρόωρο θάνατο τοῦ μακαριστοῦ παπα- Κοσμᾶ, ὁ ὁποῖος ἀντάλλαξε τά ἐπίγεια μέ τά ἐπουράνια, σέ ἡλικία μόλις 47 ἐτῶν. Στό βάθος ὅμως τῆς ψυχῆς μας νιώθουμε μία πνευματική ἀνάπαυση, διότι νίκησε τόν κοσμοκράτορα διάβολο καί ἀναπαύθηκε στούς κόλπους τοῦ Θεοῦ μαζί μέ τούς Ἁγίους, ἀφήνοντας πίσω του μία μεγάλη παρακαταθήκη στόν χῶρο τῆς Ἱεραποστολῆς. Αὐτό τό ἀναγνωρίζουν καί οἱ ἰθαγενεῖς ἀδελφοί μας, οἱ ὁποῖοι τόν ἔχουν θέσει πολύ ψηλά στήν συνείδησή τους. Γι’ αὐτό βλέπεις στίς καλύβες τους, στούς τοίχους ἀπό ψημένες πλίνθους, νά ἔχουν τοποθετήσει δίπλα στίς χάρτινες εἰκόνες τῶν Ἁγίων καί τήν φωτογραφία τοῦ παπα-Κοσμᾶ καί νά βαπτίζουν τά παιδιά τους μέ τό ὄνομά του. Ἀλλά καί στήν Ἑλλάδα, στόν ∆ῆμο Σταυρουπόλεως Θεσσαλονίκης, κοντά στό πατρικό του σπίτι, ἐκεῖ ὅπου πέρασε τά παιδικά του χρόνια, ὁ οἰκεῖος ∆ῆμος ὠνόμασε μία ἀπό τίς κεντρικές ὁδούς του πρός τιμήν του: «Ὁδός Κοσμᾶ Ἱεραποστόλου».
Τό ἔργο τοῦ Θεοῦ συνεχίζεται
Μέ τό ἱεραποστολικό του ἔργο ὁ παπα-Κοσμᾶς κατώρθωσε νά θέση τίς πνευματικές καί ὑλικές βάσεις γιά μία πορεία εὐαγγελισμοῦ πού φθάνει μέ τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ ὥς τίς ἡμέρες μας.
Ἔφυγε ὁ π. Κοσμᾶς, ἀλλά τό ἔργο τοῦ Θεοῦ συνεχίζεται. Ὁ μακαριστός Γέροντάς μας, π. Γεώργιος, ὑπακούοντας στίς ἐπίμονες παρακλήσεις τοῦ τότε Μητροπολίτου Κεντρώας Ἀφρικῆς κ. Τιμοθέου, ἀπέστειλε τόν Ἱερομόναχο π. Μελέτιο Γρηγοριάτη, γιά νά λάβη τήν πνευματική σκυτάλη καί νά συνεχίση τό ἱεραποστολικό ἔργο τοῦ Κλιμακίου τοῦ Κολουέζι. Ὁ π. Μελέτιος ἔφθασε στό Ζαΐρ –σημερινό Κονγκό– σαράντα ἡμέρες μετά τόν θάνατο τοῦ πρώτου Γρηγοριάτου Ἱεραποστόλου. Στό Κλιμάκιο συνεχίζει νά ἐργάζεται φιλότιμα καί θυσιαστικά ὁ μοναχός π. Κύριλλος, ὁ ὁποῖος εἶχε ἔλθει στό Κολουέζι μέ τόν π. Κοσμᾶ τό 1981 καί ἔκτοτε παραμένει ἐκεῖ ὡς μόνιμο στέλεχος τοῦ Κλιμακίου, καθώς ἐπίσης καί ἄλλοι Γρηγοριάτες πατέρες, οἱ ὁποῖοι μεταβαίνουν μέ τήν εὐλογία τῆς Ἱ. Μονῆς καί συμπαρίστανται στό ἔργο τοῦ Κλιμακίου.
Τόν Σεπτέμβριο τοῦ 2009 ἐτέθησαν τά θεμέλια τῆς πρώτης ὑποσαχάριας ἀνδρώας Μονῆς, χάρη στίς σύντονες προσπάθειες τοῦ λαμπροῦ ἐγγάμου κληρικοῦ ἐκ Θεσσαλονίκης, π. Γεωργίου Κουγιουμτζόγλου, μέ χρήματα πού συνεκέντρωσε τελῶν σαρανταλείτουργα καί μνημονεύων χιλιάδες ὀνόματα. Αὐτή ἐπανδρώθηκε στίς 21-4- 2014 καί ἄρχισε νά λειτουργῆ ὡς Κοινόβιο, μέ πρῶτο Καθηγούμενο αὐτῆς τόν ἀρχιμ. Βαρνάβα Γρηγοριάτη, ὁ ὁποῖος ἐνθρονίσθηκε ἐπισήμως ὑπό τοῦ Πατριάρχου Θεοδώρου τοῦ Β ́ στίς 14-2-2017. Σήμερα ἐγκαταβιοῦν σέ αὐτήν ἕνας μοναχός καί ἕξι δόκιμοι, φερέλπιδες γιά τό μέλλον τῆς τοπικῆς Ἐκκλησίας.
Ἕνα χρόνο μετά τήν κοίμηση τοῦ παπα-Κοσμᾶ, ἱδρύθηκε στήν Θεσσαλονίκη ὁ ἱεραποστολικός Σύλλογος «Ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός» μέ πρόεδρο τόν νεώτερο ἀδελφό του, κ. Γεώργιο Ἀσλανίδη. Βασικός του στόχος ἦταν ἡ οἰκονομική στήριξη τῆς Ἱεραποστολῆς Κολουέζι. Ὁ Σύλλογος αὐτός συνεχίζει μέχρι σήμερα νά λειτουργῆ ἐπιτυχῶς καί νά ἐνισχύη παντοιοτρόπως τό ἱεραποστολικό Κλιμάκιο τοῦ Κολουέζι, ὅπως ἐπίσης καί ἄλλα ὀρθόδοξα ἱεραποστολικά Κλιμάκια στήν Ἀφρική, Ἀσία καί Ἀμερική.
Στά τριάντα ἔτη τῆς ἕως τώρα ἱεραποστολικῆς του δραστηριότητος ὁ π. Μελέτιος συνεχίζει μέ τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ τό ἔργο τοῦ παπα-Κοσμᾶ, εὐαγγελιζόμενος τόν λαό τῆς ἐπαρχίας Κατάνγκα. Ἤδη σήμερα ἡ Ἱεραποστολή Κολουέζι, τῆς ὁποίας ἡ ἔκταση εἶναι δυόμισι φορές ἡ ἔκταση τῆς Ἑλλάδος, ἔχει 159 ἐνορίες μέ 78 ἱερεῖς καί διακόνους, 84 ἐκπαιδευτήρια (∆ημοτικά, Γυμνάσια, Λύκεια, Τεχνικές Σχολές, Παιδαγωγικό Τμῆμα νεανίδων, ἀπ’ ὅπου ἀποφοιτοῦν δασκάλες, Σχολή ἀναλφαβήτων γυναικῶν, Σχολή κοπτικῆς-ραπτικῆς γυναικῶν, Γεωπονικό Λύκειο, Κτηνοτροφική Σχολή, Οἰκονομική Σχολή) μέ 30.000 μαθητές καί 633 διδασκάλους καί καθηγητές. Ἡ μεγάλη αὐτή προσφορά πρός τόν λαό τοῦ Κονγκό ἔχει ἐκτιμηθῆ δεόντως ἀπό τίς τοπικές Ἀρχές τοῦ Κονγκό, οἱ ὁποῖες τρίς ἀπένειμαν στόν π. Μελέτιο τιμητικό μετάλλιο. Ἀλλά καί ἡ Ἑλληνική Πολιτεία τόν ἐτίμησε καί τόν ἐβράβευσε μέ τό βραβεῖο τῆς Ἀκαδημίας Ἀθηνῶν τήν 20ή ∆εκεμβρίου 2013 γιά τό ἐν γένει ἀνθρωπιστικό ἔργο πού ἐπιτελεῖ στήν Ἱ. Μητρόπολή του. Τό Πατριαρχεῖο Ἀλεξανδρείας, τέλος, ἀνεβίβασε τόν π. Μελέτιο στό Ἀρχιερατικό ἀξίωμα, ἐκτιμώντας καί αὐτό τήν μεγάλη του προσφορά.
***
Σέ σχετική ἐρώτηση, πού εἶχε ὑποβληθῆ στόν παπα-Κοσμᾶ κατά τήν ἔναρξη τῶν ἱεραποστολικῶν δραστηριοτήτων του, ἄν θά ἔπρεπε νά ἀναλάβη τήν εὐθύνη ἑνός τόσο μεγάλου ἔργου, εἶχε ἀπαντήσει, ὅτι στήν πορεία θά δείξη ὁ Κύριος τό ἅγιο θέλημά Του. Σήμερα, 40 χρόνια ἀπό τότε, κάνοντας τόν ὡς ἄνω ἀπολογισμό τοῦ ἱεραποστολικοῦ ἔργου στό Κολουέζι, βλέπουμε ὅτι πράγματι ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ σκεπάζει καί εὐοδώνει τήν ὅλη ἱεραποστολική προσπάθεια καί ὅτι πράγματι ἐπιτελεῖται ἔργο Θεοῦ.
∆ιερωτώμεθα ὅμως, ὡς ἄνθρωποι, πῶς ὁ Θεός παρεχώρησε αὐτόν τόν ξαφνικό καί πρόωρο θάνατο ἑνός κληρικοῦ πού ἦταν στῦλος τῆς ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας τοῦ Κονγκό, καί μάλιστα κατά τόν χρόνο τῆς μεγάλης του προσφορᾶς; Ὁ μακαριστός Γέροντάς μας π. Γεώργιος, Καθηγούμενος τῆς Ἱ. Μονῆς μας, ἔδωσε τήν ἀπάντηση στόν ἀντί Ἐπικηδείου λόγο του: «Ἐπιτρέψατέ μου νά σᾶς πῶ ὡς Πνευματικός, ἀπό τήν μικρά μου πεῖρα, ὅτι ὁ ἅγιος Θεός οἰκονομεῖ τά τῆς ζωῆς μας πάντοτε ἐπ’ ἀγαθῷ τῆς ψυχῆς μας καί τῆς Ἐκκλησίας. Ἐάν ἐκάλεσε τώρα τόν π. Κοσμᾶ, τόν ἐκάλεσε διότι ἐν τῇ ἀγαθότητί Του Ἐκεῖνος ὁ πάνσοφος ∆ημιουργός καί Πατέρας μας γνωρίζει ὅτι ἦταν ἡ καλλίτερη ὥρα γιά τήν ψυχή του. Ἦταν ἡ καλλίτερη ὥρα γιά τήν Ἐκκλησία καί γιά τήν ἱεραποστολή στήν Ἀφρική, νά τόν καλέση τώρα. Ἡ ἱεραποστολή στήν Ἀφρική ἔχει βέβαια ὀλίγους ἀνθρώπους ἀφωσιωμένους, πού διακονοῦν ἐκεῖ, ἀλλά δέν ἔχει μάρτυρες. Μόνο ἕνα εἶχε σχεδόν μάρτυρα, τόν ἀείμνηστο π. Χρυσόστομο Παπασαραντόπουλο. Τό ἱερό του σῶμα ἔμεινε στήν Ἀφρική. Εὐλογία γιά τήν Ἀφρική. Τό δεύτερο ἱερό σῶμα ἑνός ἀγωνιστοῦ καί ἑνός πάλι σχεδόν μάρτυρος Ἱεραποστόλου τῆς Ἀφρικῆς, τοῦ πατρός Κοσμᾶ, μένει καί αὐτό στήν ἀφρικανική γῆ ὡς εὐλογία.
Ὁ σπόρος πέφτει μέσα στήν γῆ. Σαπίζει, γιατί, ἄν δέν σαπίση, δέν θά βλαστήση δένδρο ὡραῖο, εὐσκιόφυλλο, μέ γλυκύτατους καρπούς, κάτω ἀπό τό ὁποῖο θά ἀναπαυθοῦν πολλές ψυχές»[8].
«Εὐχαριστῶ τόν Θεό πού ἔφερε τόν π. Κοσμᾶ στήν Ἱερά Μονή μας καί πού μᾶς ἀξίωσε νά τοῦ συμπαρασταθοῦμε ταπεινά στόν ἀγῶνα του.
Τώρα ὁ π. Κοσμᾶς ἀναπαύεται ἐν χώρᾳ ζώντων καί προσεύχεται γιά μᾶς καί γιά τούς ἀγαπητούς του Ἀφρικανούς, στούς ὁποίους ἐχάρισε ὅλη τήν ζωή του καί τό ἱερό του σκήνωμα. Εὔχου καί γιά μᾶς, περιπόθητε ἀδελφέ καί ἀγαπητό μου ἐν Κυρίῳ τέκνον π. Κοσμᾶ, νά ἀξιωθοῦμε καί ἐμεῖς οἱ ἀδύνατοι καλῶς νά ἀγωνισθοῦμε καί νά σέ συναντήσουμε στήν αἰώνιο Βασιλεία τῆς Ἁγίας Τριάδος». Ἀμήν!