Toῦ Βασίλειου Εὐσταθίου
Δρ. Φυσικοῦ, πτ. Θεολογίας (Τμ.Κοιν.Θ.ΕΚΠΑ)
Περιεχόμενα.
- Τὸ πρῶτο σημεῖο περὶ τοῦ σὲ ποιοῦ κανονικὴ δικαιοδοσία ἀνήκει ἡ Ἐκκλησία τῆς Οὐκρανίας.
- Τὸ δεύτερο σημεῖο περὶ τοῦ δικαιώματος τῆς ἐκκλήτου προσφυγῆς.
- Τὸ τρίτον σημεῖο περὶ τοῦ δικαιώματος χορήγησης αὐτοκεφαλίας.
- Τὸ τέταρτον σημεῖο περὶ τοῦ ἄν οἱ ἐπιστρέψαντες σχισματικοὶ ἔχουν ἀποστολικὴ διαδοχή καὶ κανονικὴ ἱεροσύνη.
Πρόσφατα δημοσιεύθηκαν τὰ τέσσερα σημεῖα - κλειδιὰ τῆς εἰσήγησης τῶν δύο Συνοδικῶν Ἐπιτροπῶν τῆς Διαρκοῦς Ἱερᾶς Συνόδου, τῆς Ἐπιτροπῆς Δογματικῶν καὶ Κανονικῶν Ζητημάτων καὶ τῆς Ἐπιτροπῆς Διορθοδόξων καὶ Διαχριστιανικῶν Σχέσεων γιὰ τὴν ἀναγνώριση τῆς νέας αὐτοκέφαλης Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας τῆς Οὐκρανίας, τῶν ὁποίων γίνεται σύγκριση μὲ ἀντίστοιχα σημεῖα τῆς εἰσήγησης τοῦ καθηγητὴ κ. Βλασίου Φειδά.(1)
1. Τὸ πρῶτο σημεῖο περὶ τοῦ σὲ ποιοῦ κανονικὴ δικαιοδοσία ἀνήκει ἡ Ἐκκλησία τῆς Οὐκρανίας.
Τὸ πρῶτο σημεῖο εἶναι: «Οἱ ἐπιτροπὲς στὴν εἰσήγησή τους καταλήγουν ὅτι ἡ Οὐκρανία ποτὲ δὲν ἀποτελοῦσε τὸ κανονικὸ ἔδαφος ὁποιασδήποτε ἄλλης ἐκκλησίας, ἐκτὸς τοῦ Oἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου».
Ἡ θέση τοῦ κ. Βλ. Φειδὰ γιὰ τὸ ἴδιο θέμα εἶναι: «Tὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο, ὡς Μητέρα Ἐκκλησία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Οὐκρανίας, ὄχι μόνο οὐδέποτε παραιτήθηκε μὲ τὴν Πατριαρχική καὶ Συνοδική Πράξη τοῦ 1686, ὅπως ἀκρίτως ὑποστηρίζεται, ἀλλ’ ἀντιθέτως ἐπέμεινε πάντοτε στὴν κανονική δικαιοδοσία του γιὰ νὰ ὑπερασπισθεῖ τὰ κανονικὰ δικαιώματα τῆς Μητροπόλεως Κιέβου καὶ πάσης Οὐκρανίας, σὲ ἀντίξοες μάλιστα ἱστορικὲς συγκυρίες ἤ ἰδιαίτερα χαλεποὺς καιρούς, ἀφ’ ἑτέρου, δέ, ὅτι τὸ Πατριαρχεῖο Μόσχας οὐδέποτε ἀπέκτησε κανονικὴ δικαιοδοσία καὶ οὐδέποτε ἐνήργησε κανονικὲς ἐκκλησιαστικὲς πράξεις στὶς ἐπαρχίες τῆς δικαιοδοσίας τῆς Μητροπόλεως Κιέβου.
Τὸ συμπέρασμα, λοιπόν, αὐτὸ ἐπιβεβαιώνεται καὶ ἀπὸ τὴν ἀπαντητικὴ ἐπιστολή τῆς Ἱ. Συνόδου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ρωσίας στὴν πρόσκληση τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχη γιὰ τὴν ἐκπροσώπησή της στὴ Μεγάλη Σύνοδο τῆς Κωνσταντινουπόλεως γιὰ τὸ βουλγαρικὸ ζήτημα (1872), ἀφοῦ σὲ αὐτὴ «ὑπέδειξεν ὡς οὐδετερώτερον μέρος πρὸς τοῦτο τὸ ἀρχαῖον Κίεβον’’ γιὰ τὴ συνέλευση τῆς Συνόδου».(3)
Ἡ θέση ὅτι τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο ἔχει κανονικὴ δικαιοδοσία ἐπὶ τῆς Οὐκρανίας καὶ ὡς ἐκ τούτου δικαίως χορήγησε τὴν αὐτοκεφαλία ἐκεῖ, χωρὶς νὰ ἀπαιτεῖται σύμφωνη γνώμη κανενὸς ἄλλου, οὔτε κὰν τοῦ Πατριαρχείου Ρωσίας, βρίσκει στὸν ἀντίποδα τὰ ἐξῆς πραγματικὰ δεδομένα:
1) Ἱστορικῶς ἡ Οὐκρανία, μετὰ ἀπὸ κοινὴ πορεῖα μὲ τὴν Ρωσία ἐπὶ πέντε αἰῶνες, ἀπὸ τὸ 988 ποὺ ἔλαβε χώρα ὁ ἐκχριστιανισμὸς τῶν Ρώσων, ὡς ἑνιαία μητρόπολη Κιέβου καὶ πάσης Ρωσίας, διαιρέθηκε καὶ ἀποτέλεσε ξεχωριστὴ μητρόπολη λόγω ξενικῶν κατακτήσεων καὶ λατινικῶν οὐνιτικῶν ἐπιρροῶν στὰ μέσα τοῦ 15ου αἰῶνος. Τὸ 1448 ἡ Μητρόπολη τῆς Μόσχας, μὴ περιλαμβανομένου τοῦ Κιέβου, μετὰ τὴν ἐκλογὴ τοῦ Μητροπολίτη της χωρὶς καμιὰ ἀνάμιξη τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, ποὺ τότε εἶχε ἐκπέσει στὴν οὐνία, καθὼς εἶχε ἀποδεχθεῖ τὴν ἑνωτικὴ σύνοδο τῆς Φερράρας-Φλωρεντίας, ἀπεξαρτοποιήθηκε μὲ τὴν αὐτοανακήρυξή της σὲ αὐτοκέφαλη. Ἡ ἀναγνώρισή της ὡς αὐτοκέφαλης καὶ ἡ ἀναβάθμισή της στὴν Πατριαρχικὴ Ἀξία ἔγινε ἀργότερα πλέον τοῦ ἑνὸς αἰῶνος, τὸ 1589. Τελικά, ὅταν μετὰ τὸν Ρωσοπολωνικὸ Πόλεμο τοῦ 1654-1667 καὶ τὴν νίκη τῶν Ρώσων ἐπὶ τῶν Πολωνῶν τερματίστηκε ἡ πολωνικὴ κατάκτηση τῆς περιοχῆς καὶ ἀπελευθερώθηκε τὸ Κίεβο, δὲν ἦταν εὔκολο καὶ ἀναμενόμενο νὰ ἐνσωματωθοῦν ἐκκλησιαστικὰ οἱ ἀπελευθερωθεῖσες περιοχὲς στὴν Ἐκκλησία τῆς Ρωσίας; Αὐτὸ τὸ χαρακτήρα καὶ τὴν πρόθεση ἐπομένως δὲν θὰ ἔπρεπε νὰ εἶχε δύο δεκαετίες ἀργότερα καὶ τὸ ἔγγραφο τῆς Πατριαρχικῆς καὶ Συνοδικῆς Πράξης τοῦ 1686, δηλαδὴ τῆς ἐπανένωσης Κιέβου καὶ Μόσχας καὶ ἔτσι τῆς ἀποκατάστασης τῆς ἑνότητας τῶν πέντε πρώτων αἰώνων; Μέσα σὲ αὐτὸ τὸ πνεῦμα δὲν θὰ ἔπρεπε νὰ εἶχε γραφτεῖ;
2) Ὁπωσδήποτε δὲν σημαίνει ὅτι κάτι τέτοιο ἤταν ἀπὸ ὅλους ἁποδεκτὸ πλέον, λόγω τῶν λατινικῶν καὶ οὐνιτικῶν ἐπιδράσεων κατὰ τοὺς δύο αἰῶνες ὑποταγῆς τῆς Οὐκρανίας στοὺς Πολωνούς, καὶ τῶν ρωσοφοβικῶν, φιλοδυτικῶν καὶ φιλοπαπικῶν δυνάμεων ποὺ κατὰ συνέπεια διαμορφώθηκαν μεταξὺ τῶν Οὐκρανῶν Ὀρθοδόξων. Ὡστόσο τὸ ὅτι ἕνα μέρος τοῦ λαοῦ δὲν ἐπιθυμεῖ τὴν ἐξάρτησή του ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία τῆς Ρωσίας, πράγμα ποὺ ἀποτελεῖ τὴν μόνιμη ὡς σήμερα αἰτία τῆς οὐκρανικῆς διαίρεσης καὶ ἀστάθιας, ποὺ ὁδηγεῖ σὲ συνεχεῖς κρίσεις, ὅπως εἶναι καὶ ἡ παροῦσα μὲ τὴν χορήγηση τῆς αὐτοκεφαλίας, δὲν ἀνατρέπει τὴν ἱστορικὴ ἀλήθεια τῆς κοινῆς πορείας τῶν ὁμόαιμων καὶ ὁμόθρησκων Οὐκρανῶν καὶ λοιπῶν Ρώσων, μὲ τὸ Κίεβο μάλιστα νὰ ἀποτελεῖ τὴν πνευματικὴ κολυμβήθρα τῶν Ρώσων.
Μὲ αὐτὴν τὴν ἱστορικὴ ἀλήθεια παρουσιάζεται νὰ εὐθυγραμμίζεται καὶ νὰ πορεύεται καὶ ἡ μεγάλη πλειοψηφία τοῦ οὐκρανικοῦ λαοῦ, ἐκφράζοντας αὐτὴν μὲ τὴν ἐπιλογή του κατὰ τὴν χορήγηση τῆς αὐτοκεφαλίας, τὴν ὁποία δὲν αἰτήθηκε καὶ θέλησε ἀποφασισμένος νὰ παραμείνει ὑπὸ τὴν δικαιοδοσία τοῦ Πατριαρχείου Μόσχας μὲ ἐπικεφαλὴ καὶ πνευματικὸ πατέρα τὸν Μητροπολίτη Ὀνούφριο. Μήπως ἐμεῖς γνωρίζουμε καλύτερα τὴν θέληση καὶ τὸ ὄφελος τοῦ οὐκρανικοῦ λαοῦ καὶ μποροῦμε νὰ ἀποφασίζουμε γι’ αὐτὸν ἐρήμην του; Ἄν δώθηκε ἡ αὐτοκεφαλία σὲ μιὰ μειοψηφικὴ φιλοδυτική, ρωσοφοβικὴ παράταξη τῆς Οὐκρανίας μὲ ἀμφισβητούμενης κανονικότητας διαδικασίες μέσα στὸ πλαίσιο μιὰς προβληματικῆς ἐκκλησιαστικῆς οἰκονομίας, μιὰ τέτοια πράξη δὲν μπορεῖ νὰ γενικοποιεῖται ὡς ἀφοροῦσα ὅλον τὸν οὐκρανικὸ λαό.
3) Κατὰ τὴν χρήση τοῦ ἐγγράφου τῆς Πατριαρχικῆς καὶ Συνοδικῆς Πράξης τοῦ 1686 ὡς κανονικὴ βάση γιὰ τὴν χορήγηση τοῦ αὐτοκεφάλου στὴν Οὐκρανία ἀπὸ τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο, ἡ κεντρικὴ φράση του στὴν ἐρμηνεία τῆς ὁποίας στηρίχθηκε τὸ ἐγχείρημα εἶναι ἡ ἐξῆς: «Ἴσον ἀπαράλλακτον τοῦ πατριαρχικοῦ καὶ συνοδικοῦ γράμματος τοῦ δοθέντος τῷ μακαριωτάτῳ πατριάρχῃ Μοσχοβίας, ἐκδόσεως φημὶ γράμματος, ἐπὶ τῷ εἶναι τὴν μητρόπολιν Κιέβου ὑποκειμένην τῷ πατριαρχικῷ αὐτοῦ θρόνῳ καὶ χειροτονεῖσθαι τὸν ψηφισθησόμενον Κιέβου ὑπ᾽ αὐτοῦ». Σὲ αὐτὴ τὴν φράση λοιπὸν τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο ἰσχυρίζεται ὅτι τὸ νόημα εἶναι ἡ παραχώρηση τῆς ἄδειας μόνο τῆς χειροτονίας τοῦ Μητροπολίτου Κιέβου («χειροτονεῖσθαι τὸν ψηφισθησόμενον Κιέβου ὑπ᾽ αὐτοῦ»), καὶ ὄχι ἡ ὅλη ὑπαγωγὴ τῆς Μητρόπολης Κιέβου στὸ Πατριαρχεῖο Μόσχας, δηλαδὴ δὲν γίνεται καμιὰ παραχώρηση κανονικῆς δικαιοδοσίας, παρόλη τὴν ἀρχικὴ ἀναφορὰ σὲ αὐτὴ «ἐπὶ τῷ εἶναι τὴν μητρόπολιν Κιέβου ὑποκειμένην τῷ πατριαρχικῷ αὐτοῦ θρόνῳ». Ὡστόσο θα μποροῦσε, ἐπειδὴ τὸ αἴτημα πρὸς τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο ἦταν γιὰ τὴν χειροτονία τοῦ Κιέβου ἀπὸ τὸν Μόσχας, γι’ αὐτὸ νὰ ἐξηγεῖται στὸ ἔγγραφο, ὅτι γίνεται ἡ ὑπαγωγὴ τῆς Μητρόπολης Κιέβου στὸ Πατριαρχεῖο Μόσχας καὶ ὡς συνέπεια θὰ χειροτονεῖται καὶ ὁ Κιέβου ἀπὸ τὸν Μόσχας, ὅπως ζητήθηκε. Δηλαδὴ εἶναι τουλάχιστον ἐξίσου πιθανὸ νὰ μὴν σημαίνει ἡ ὑπαγωγὴ μόνον τὴν ἄδεια χειροτονίας. Διαφορετικὰ ἡ σύνοδος θὰ μποροῦσε νὰ ἔγραφε μόνο «ἀποφαίνεται χειροτονεῖσθαι μητροπολίτην Κιέβου παρὰ τοῦ μακαριωτάτου Μοσχοβίας». (4)
Ἡ διαφορετικὴ αὐτὴ ἐρμηνεία τοῦ βασικοῦ ἐγγράφου τοῦ 1686 ἐνισχύεται πιὸ πολὺ στὸ δεύτερο ἔγγραφο, ποὺ ἀποστέλλει ὁ πατριάρ¬χης Διονύσιος Δ´ τὸ 1686 «Πρὸς τοὺς βασιλεῖς τῆς Ρωσίας», στὸ ὁποῖο ἡ ἐπίμαχη σχετικὴ φράση ποὺ ἀναφέρεται εἶναι ἡ ἐξῆς: «Ὥστε μικροῦ δεῖν καὶ τὸν σῖτον ἐναπέπνιξαν ἄν, ἤτοι τὴν εὐσέβειαν, εἰ μὴ τὸ Ὑμέτερον Βασιλικὸν Ὀρθοδοξότατον Κράτος πρὸς ἄμυναν ἐξεγερθείη ἄν, καὶ ᾐ¬τοῦντο τὴν παροικίαν ταύτην Κιέβου ὑποταχθῆναι ὑπὸ τὸν ἁγιώτατον Πα¬τριαρχικὸν τῆς Μοσκοβίας θρόνον, ὥστε ἡνίκα περεμπίπτῃ χρεία χειροτονίας προσώπου ἀξίου... ἔχῃ ἄδειαν ὁ κατὰ καιροὺς μακαριώτατος πατριάρχης Μοσχο¬βίας καὶ πάσης Ρωσίας χειροτονεῖν τοῦτον κατὰ τὴν ἐκκλησιαστικὴν διατύπωσιν». Ἐδῶ λοιπὸν γράφει ὅτι ζήτησε ἡ Ρωσικὴ Ἡγεσία τὴν ὑπαγωγὴ τῆς ἐπαρχίας τοῦ Κιέβου ὑπὸ τὸν πατριαρχικὸ θρόνο τῆς Μόσχας καὶ ὡς συνέπεια αὐτῆς τῆς ὑπαγωγῆς νὰ χει¬ροτονεῖ ὁ Μόσχας τὸν μητροπολίτη Κιέβου, ποὺ θὰ ἐκλέξουν κλήρος καὶ λαός. Δηλαδὴ σὲ αὐτὸ τὸ πατριαρχικὸ ἔγγραφο δὲν γράφει ὅπως τὸ προηγούμενο ὅτι ζητήθηκε ἡ ἄδεια νὰ χειροτονεῖ ὁ Μόσχας τὸν μητρο-πολίτη Κιέβου, ἀλλὰ ἡ ὑπαγωγή («ὑποταγή») τῆς ἐπαρχίας τοῦ Κιέβου ὑπὸ τὸν πατριαρχικὸ θρόνο τῆς Μόσχας.
Παρακάτω ἀναφέρεται ἡ μόνη ὑποχρέωση τοῦ Μητροπολίτη Κιέβου ποὺ θὰ ἔχει στὸ ἐξῆς ἀπέναντι τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχεῖο: «…ἑνὸς μόνου φυλαττομένου, δηλαδὴ ἡνίκα ὁ Μητροπολίτης Κιόβου ἱερουργῶν εἴη τὴν ἀναίμακτον καὶ θείαν μυσταγωγίαν ἐν τῇ παροικίᾳ ταύτῃ, μνημονεύοι ἐν πρώτοις τοῦ σεβασμίου ὀνόματος τοῦ Παναγιωτά¬του Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου, ὡς ἐξ αὐτοῦ πάντα τὰ ἀγαθὰ εἰς τὰ τῆς οἰκουμένης πέρατα διαδιδόμενα, καὶ πηγὴ πάντων ὤν, καὶ τρόπῳ συγκαταβατικῷ χρωμένῃ διὰ τὰς ῥηθείσας αἰτίας, καὶ παρατιθεμένη εἰς τὸν θρόνον τοῦ Πατριάρχου Μοσχοβίας τὴν ταύτης ὑποταγήν, ἔπειτα τοῦ Πατριάρχου Μοσχοβίας».
Τὸ ἔγγραφο λοιπὸν ἐδῶ γράφει ὅτι στὸ ἐξῆς ὁ μητρο-πολίτης Κιέβου θὰ πρέπει νὰ μνημονεύει πρῶτα τὸν Οἰκουμενικὸ Πατριάρχη, καὶ ἔπειτα τὸν Πατριάρχη τῆς Μόσχας, ὅπου πολὺ σημαντικὸ εἶναι ὅτι δίνει καὶ τὴν ἐξήγηση γι’ αὐτό. Καὶ ὁ λόγος εἶναι πρῶτον γενικὰ γιὰ τὴν μεγάλη προσφορὰ τῆς Κωνσταντινουπόλεως στὴν Ὀρθοδοξία καὶ δεύτερον γιὰ τὴν ὑποταγὴ τοῦ Μητροπολίτη Κιέβου στὸν Πατριάρχη τῆς Μόσχας.
Δὲν γράφει δηλαδὴ, ὅτι θὰ μνημονεύει πρῶτα τὸν Οἰκουμενικὸ Πατριάρχη, ἐπειδὴ παραμένει ὑπὸ τὴν δικαιοδοσία του. Ἀξιοσημείωτο εἶναι ὅτι ἡ ὑποταγὴ τοῦ Μητροπολίτη Κιέβου στὸν Πατριάρχη τῆς Μόσχας πλέον, ἀντὶ τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου, θεωρεῖται τόσο μεγάλο δῶρο καὶ βοήθεια γιὰ τὸν Μητροπολίτη Κιέβου, σύμφωνο μὲ τὴν ἀνάγκη καὶ τὴν ἐπιθυμία του, γιὰ τὸ ὁποῖο θὰ πρέπει διηνεκῶς νὰ εὐχαριστεῖ καὶ νὰ τιμᾶ τὸν Οἰκουμενικὸ Πατριάρχη ποὺ τοῦ τὸ παρέσχε, μὲ τὴν μεγαλύτερη τιμή, μνημονεύοντας τον πρῶτον κατὰ τὴν Θεία Λατρεία. (5)
Βέβαια ἦταν λάθος ἀπὸ τὴν πλευρὰ τῆς Μητρόπολης Κιέβου καὶ τοῦ Ρωσικοῦ Πατριαρχείου στὸ ὁποῖο ὑπάγεται μέσω τοῦ παραπάνω πρώτου βασικοῦ ἐγγράφου, ὅτι δὲν τήρησαν αὐτὸ τὸν σαφὴ μοναδικὸ ὅρο ποὺ περιέχει τὸ ἔγγραφο αὐτό, ὅπως καὶ τὸ δεύτερο παραπάνω ἔγγραφο, καὶ δὲν μνημόνευαν τὸν Οἰκουμενικὸ Πατριάρχη, γιατὶ ἄλλωστε ἡ Ἐκκλησία τοῦ Κιέβου προηγεῖται ἱστορικὰ τῆς Ἐκκλησίας τῆς Μόσχας, ὄχι ὅμως τῆς Μητέρας Ἐκκλησίας τῆς Κωνσταντινουπόλεως. Προφανῶς ἐνέργησαν μὲ ἐθνοφυλετικὰ κριτήρια, δίνοντας προτεραιότητα στὸν Μόσχας, καὶ ἔτσι ὁδηγήθηκαν νὰ μνημονεύουν μόνο αὐτόν, ὅμως καὶ οἱ δύο Ἐκκλησίες τῆς Μόσχας καὶ τοῦ Κιέβου γεννήθηκαν ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία τῆς Κωνσταντινουπόλεως. Ὡστόσο, ἔχουν καὶ ἐλαφρυντικά, καθὼς θὰ θεώρησαν τὴν μνημόνευση τοῦ ὀνόματος τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχη ὡς μιὰ παράπορτα, διὰ τῆς ὁποίας ὅποτε ἔκρινε ἐκεῖνος θὰ μποροῦσε νὰ ἐπέμβει στὰ ἐσωτερικά τους, ὅπως γιὰ παράδειγμα ἀκριβῶς συμβαῖνει στὴν περίπτωση τῶν Νέων Χωρῶν (ἀποκορύφωμα ἡ πρόσκληση συμμετοχῆς στὴν «Σύναξη τῆς Ἱεραρχιας τοῦ Θρόνου» τὸν Σεπτέμβριο 2018). Ὅμως, μὴν περιμένουμε τὴν ὑπομονὴ καὶ ἀνοχὴ ποὺ δείχνουν οἱ Ἕλληνες πρὸς τὸν Οἰκουμενικὸ Πατριάρχη, νὰ τὴν δείχνουν καὶ οἱ Σλαύοι ἀδελφοί. Ἡ μὴ μνημόνευση τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχη, ἄν καὶ στὴν συγκεκριμένη περίπτωση ἔχει πνευματικὴ σημασία, καθὼς ὄφειλε νὰ γινόταν ὡς ἀναγνώριση τῶν πατρικῶν εὐεργεσιῶν του, δὲν θὰ ἔπρεπε νὰ ἐξετάζεται ἱεροκανονικά, καθὼς ὁ ἀληθινὸς γονέας, ἄν τὸ παιδὶ του δὲν τὸν εὐχαριστήσει κατὰ τὸ ὀφειλόμενο, δὲν τοῦ ζητάει νὰ τοῦ ξαναεπιστρέψει τὴν ζωὴ πίσω, νὰ τοῦ ἀφαιρέσει εἴτε τὴν ἴδια, εἶτε ὅλα τὰ ἀγαθὰ ποὺ τοῦ κληρονόμησε. Ὡστόσο βέβαια, οἱ ἀδελφοὶ ἀπὸ τὸν Βορρά, ὁφείλουν νὰ ἀναγνωρίζουν τὸν «Πρῶτο μεταξὺ ἴσων», πράγμα πού, ὅπως ἀποδεικνύεται τουλάχιστον ἀπὸ τὰ δίπτυχα, καὶ ὄχι μόνο αὐτά, τὸ ἔκαναν, εἴτε ἐκ προθέσεως, εἴτε ἐξ᾿ ὑποχρεώσεως, τόσους αἰῶνες τώρα, πρὶν τὴν ἐπίσημη ἀνακοίνωση τῆς μονομεροῦς ἀποφάσεως γιὰ χορήγηση τῆς Οὐκρανικῆς Αὐτοκεφαλίας. (6)
4) Σὲ κάθε περίπτωση θὰ λέγαμε ὅτι ἀπὸ τὰ παραπάνω ἔγγραφα, καὶ ἰδίως ἀπὸ τὸ πρῶτο καὶ βασικότερο ἔγγραφο μόνο του, εἶναι πολὺ δύσκολο νὰ τεκμηριωθεῖ ἐπαρκῶς ἡ μία ἥ ἡ ἄλλη ἐρμηνεία τους. Σίγουρα πάντως δὲν μποροῦν νὰ θεωροῦνται ὡς μιὰ ἁπλὴ ἄδεια χειροτονίας Μητροπολίτη, μόνο καὶ μόνο λόγω τῆς χρονικῆς της διάρκειας, ἡ ὁποία ὡς τὴν ἀνακάλεσή τῆς ἤταν 330 ἔτη. Ἄλλωστε μιὰ τέτοια ἐρμηνεία καταρρίπτεται ἀπὸ τὰ ἔγγραφα τοῦ ἴδιου τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου τοῦ 1992 καὶ τοῦ 1997, στὰ ὁποία Αὐτὸ ἀναγνωρίζει τὶς κρίσεις τοῦ Πατριαρχείου Μόσχας ἐπὶ τοῦ ἀντιδρῶντος καὶ μὴ συμμορφούμενου στὶς ἀποφάσεις αὐτοῦ πρώην Μητροπολίτη Φιλάρετου. Παρακάτω ἀκολουθεῖ τὸ περιεχόμενο τῶν δύο αὐτῶν ἐγγράφων:
Α. Πατριαρχικὸ Γράμμα τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου Βαρθολομαίου πρὸς τὸν Πατριάρχη Μόσχας Ἀλέξιο τῆς 26ης Αὐγούστου 1992 (Ἀρ. πρωτ. 1203): «…ἡ καθ’ ἡμᾶς Ἁγία τοῦ Χριστοῦ Μεγάλη Ἐκκλησία ἀναγνωρίζουσα εἰς τὸ ἀκέραιον τὴν ἐπὶ τοῦ θέματος ἀποκλειστικὴν ἁρμοδιότητα τῆς ὑφ’ Ὑμᾶς Ἁγιωτάτης Ἐκκλησίας τῆς Ρωσσίας ἀποδέχεται τὰ Συνοδικῶς ἀποφασισθέντα περὶ τοῦ ἐν λόγῳ, μὴ ἐπιθυμοῦσα τὸ παράπαν ἳνα παρέξῃ οἱανδήποτε δυσχέρειαν εἰς τὴν καθ’ Ὑμᾶς ἀδελφὴν Ἐκκλησίαν».
Β. Πατριαρχικὸ Γράμμα τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου Βαρθολομαίου πρὸς τὸν Πατριάρχη Μόσχας Ἀλέξιο τῆς 7ης Ἀπριλίου 1997 (Ἀρ. πρωτ. 282): «Κομισάμενοι προσοχῇ τῇ δεούσῃ ἀνέγνωμεν ἐν συνεδρίᾳ τῆς περὶ ἡμᾶς Ἁγίας καὶ Ἱερᾶς Συνόδου τὸ ἀπὸ στ΄ Μαρτίου ἐ.ἒ. ἀριθμ. Πρωτ. 749, γράμμα τῆς Ὑμετέρας λίαν ἡμῖν ἀγαπητῆς καὶ περισπουδάστου Μακαριότητος, ἀνακοινουμένης τῇ καθ’ ἡμᾶς Ἁγιωτάτῃ Ἐκκλησίᾳ τὴν κανονικὴν ἀπόφασιν τῆς ὑφ’ Ὑμᾶς Ἱερᾶς Συνόδου περὶ τῆς ἐπιβολῆς τῆς ποινῆς τοῦ ἀναθέματος τοῖς Filaret (Mikhail Denisenko) καὶ Gleb Yakunin, καθὼς καὶ τῆς ἀπὸ ἱερωσύνης καθαιρέσεως καὶ τῆς ἐπαναγωγῆς εἰς τὴν τάξιν τῶν λαϊκῶν τοῖς Valentin Rusantsov, Adrian Starina καὶ Iosafat Shibaev. Λαβόντες γνῶσιν τῆς ὡς ἄνω ἀποφάσεως, ἀνακοινωσάμεθα ταύτην τῇ Ἱεραρχίᾳ τοῦ καθ’ ἡμᾶς Οἰκουμενικοῦ Θρόνου καὶ προετρεψάμεθα αὐτὴν ὅπως οὐδεμίαν ἐκκλησιαστικὴν κοινωνίαν ἔχῃ τουντεῦθεν μετὰ τῶν εἰρημένων».
Ἡ ἀναγνώριση τῶν κρίσεων τοῦ Πατριαρχείου Μόσχας ἐπὶ τοῦ σχισματικοῦ Φιλάρετου συνιστὰ ἀναγνώριση πλήρης ὑπαγωγῆς τῆς Μητρόπολης Κιέβου, ὅπου ἄνηκε ὁ Φιλάρετος, γιατὶ κρίσεις μιὰς τοπικῆς συνόδου μποροῦν νὰ γίνονται ἀπολύτως μόνο ἐντὸς τῆς κανονικῆς δικαιοδοσίας της. Τὰ ἔγγραφα λοιπὸν τοῦ 1686 δὲν μποροῦν νὰ χρησιμοποιηθοῦν ὡς ἀπόδειξη ὑπὲρ τοῦ δικαιώματος τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου νὰ χορηγήσει στὴν Οὐκρανία τὸ αὐτοκέφαλο καθεστῶς, χωρὶς τουλάχιστον τὴν σύμφωνη γνώμη τοῦ Πατριαρχείου Μόσχας, στὸ ὁποῖο ὑπαγόταν ἐπὶ 330 χρόνια, καὶ χωρὶς αἴτηση ἀπὸ τὴν κανονικὴ ἐκκλησία της, ἡ ὁποία ἀκόμα μνημονεύει τὸν Πατριάρχη Μόσχας, ἀλλὰ ἀντὶ αὐτοῦ αὐτοβούλως μόνο μὲ αἴτηση σχισματικῶν παρατάξεων, στὴν καθαίρεση καὶ τὸν ἀφορισμὸ τῶν ὁποίων, τὸ ἴδιο τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο εἶχε συναινέσει. Ἡ ἰδιάζουσα περίπτωση τῆς Οὐκρανίας δέον θὰ ἦταν νὰ ἐξεταστεῖ ἐξ’ ἀρχῆς σὲ πανορθόδοξο ἐπίπεδο καὶ νὰ μὴν γίνει καμιὰ μονομερὴ κίνηση, χωρὶς νὰ ὑπάρχουν κάποιες βασικὲς καὶ ἀπαραίτητες προϋποθέσεις. Ἡ χορήγηση αὐτῆς τῆς αὐτοκεφαλίας αὐτοβούλως καὶ μονομερῶς ἀπὸ τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο, ὑπὸ συνθήκες πολὺ πιὸ δύσκολες καὶ κρίσιμες ἀπὸ τὶς ἄλλες προηγούμενες περιπτώσεις, τὴν στιγμὴ μάλιστα ποὺ ὑπήρχαν τὰ ἔγγραφα τοῦ 1992 καὶ τοῦ 1997, εἶχαν ὡς ἀποτέλεσμα νὰ τεθεῖ ὑπὸ ἔντονη ἀμφισβήτηση ἡ ἀξιοπιστία τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, πράγμα ποὺ ἀποτελεῖ σοβαρὸ πλήγμα γιὰ τὴν ἑνότητα ὅλου τοῦ Ὀρθόδοξου κόσμου. (7)
2. Τὸ δεύτερο σημεῖο περὶ τοῦ δικαιώματος τῆς ἐκκλήτου προσφυγῆς.
Τὸ δεύτερο σημεῖο εἶναι: «ὁ Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης εἶχε καὶ ἔχει πάντοτε τὸ ἀποκλειστικὸ κανονικὸ δικαίωμα νὰ δέχεται ἤ νὰ ἀπορρίπτει τὸ ὑποβαλλόμενο ἔκκλητον ἀρχιερέως ἀπὸ ὁποιοδήποτε πατριαρχικὸ θρόνο. Τὸ ἔκκλητο, μὲ ἁπλὰ λόγια, εἶναι τὸ δικαίωμα που δίδεται σὲ μητροπολίτες ἐκκλησιῶν νὰ προσφεύγουν στὸ Φανάρι, ὡς ἕνα εἴδος Ἀρείου Πάγου τῆς ἐκκλησιαστικῆς Δικαιοσύνης».
Ἡ θέση τοῦ κ. Βλ. Φειδὰ περὶ αὐτοῦ εἶναι: «Ὁ Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης, ὡς Προκαθήμενος τόσο τοῦ Πρώτου θρόνου τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ὅσο καὶ τῆς Μητρός Ἐκκλησίας τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας τῆς Οὐκρανίας, εἶχε καὶ ἔχει πάντοτε τὸ ἀποκλειστικὸ κανονικὸ δικαίωμα νὰ δέχεται τὸ ἔκκλητον ἀρχιερέων ὄχι μόνο τῆς κανονικῆς δικαιοδοσίας του, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τὴν κανονικὴ δικαιοδοσία τῶν ἄλλων Πατριαρχικῶν θρόνων ἤ αὐτοκεφάλων Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν, ὅπως αὐτὸ συνάγεται ἀπὸ τὴν ὁμόφωνη κανονική παράδοση καὶ ἀπὸ τὴ διαχρονικὴ ἐκκλησιαστικὴ πράξη.
Άλλωστε, μὲ αὐτὲς συμφωνεῖ πλήρως καὶ τὸ ἐσφαλμένως χρησιμοποιούμενο ἀπὸ τὸ Πατριαρχεῖο Μόσχας, ὡς δήθεν ἀντίθετο πρὸς τὸ κανονικὸ αὐτὸ δικαίωμα, μοναδικὸ σχόλιο τοῦ ἐγκρίτου βυζαντινοῦ κανονολόγου Ἰωάννη Ζωναρὰ (ΙΒ’ αἰῶνα) στοὺς κανόνες 9 καὶ 17 τῆς Δ’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου (451), ἀφοῦ τὸ σχόλιο ἀποκλείει τὴν κρίση ἀπὸ τὸν Οἰκουμενικὸ πατριάρχη μόνο τῶν μὴ προσφευγόντων («ἀκόντων») μητροπολιτῶν καὶ ὄχι βεβαίως τῶν ἀσκησάντων τὸ κανονικὸ δικαίωμά τους μὲ τὸ ἔκκλητον («ἐκόντων») στὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο».
Παρακάτω ὁ καθηγητὴς ἀναφέρει: «…Προφανῶς, ὁ ἀντικανονικῶς καὶ ἀκρίτως καταδικασθεῖς ἀπὸ τὸ Πατριαρχεῖο Μόσχας μητροπολίτης Φιλάρετος, γιὰ τοὺς γνωστοὺς πλέον λόγους, εἶχε τὸ αὐτονόητο κανονικὸ δικαίωμα, οὔτως ἤ ἄλλως, νὰ ἀσκήσει τὸ ἔκκλητον στὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο γιὰ τὶς ἐναντίον του καταδικαστικὲς ἀποφάσεις, ὅταν αὐτὸ κατέστη δυνατόν γιὰ τοὺς γνωστούς καὶ εὐνόητους λόγους. Συνεπῶς, ὁ Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης εἶχε καὶ ἔχει πάντοτε ὄχι μόνο τὸ ἀποκλειστικὸ κανονικὸ δικαίωμα, ἀλλὰ καὶ τὴν αὐτονόητη δεσμία ὑποχρέωση νὰ ἐξετάσει σὲ βάθος ὄλα τὰ στοιχεία τοῦ ὑποβληθέντος φακέλου καὶ νὰ ἀποφανθεῖ ἐπὶ τῆς οὐσίας σχετικώς, γι’ αὐτὸ ἀποδέχθηκε, κατὰ τὴν ἔμφρονα κρίση του καὶ τὴν κρίση τῆς Πατριαρχικῆς Συνόδου, τὴν ἄμεση ἀποκατάστασή του στὴν ἐκκλησιαστικὴ κοινωνία…».
Ἡ θέση ὅτι ὁ Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης εἶχε καὶ ἔχει πάντοτε τὸ ἀποκλειστικὸ κανονικὸ δικαίωμα νὰ δέχεται ἤ νὰ ἀπορρίπτει τὴν ἔκκλητον προσφυγὴ ἀρχιερέως (καὶ γενικὰ κληρικοῦ) ἀπὸ ὁποιοδήποτε πατριαρχικὸ θρόνο χωλαίνει στὴν ἀπόδοση σὲ αὐτὸ τὸ δικαίωμα ἀποκλειστικὸ καὶ ἀπροϋπόθετο χαρακτήρα. Οἱ σχετικοὶ ἱεροὶ κανόνες 9ος καὶ 17ος τῆς Δ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου δὲν ἀναφέρονται ἀποκλειστικὰ στὸν Οἰκουμενικὸ Πατριάρχη, ἀλλὰ στὸν Οἰκουμενικὸ Πατριάρχη ἤ στὸν ἔξαρχο τῆς διοικήσεως, ὅπου στὴν θέση τοῦ ἔξαρχου τῆς διοικήσεως, ποὺ ἦταν ὁρισμὸς ἀντλούμενος ἀπὸ τὴν τότε ἐν χρήση ὁρολογία περὶ τὸν διοικητικὸ διαχωρισμὸ τῆς ἀχανοῦς Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας βρίσκεται σήμερα τουλάχιστον ὁ ὁποιοδήποτε Πατριάρχης, ἤ θὰ λέγαμε καὶ ὁποιοσδήποτε προκαθήμενος αὐτοκέφαλης Ἐκκλησίας: «Εἰ δὲ πρὸς τὸν τῆς αὐτῆς ἐπαρχίας μητροπολίτην, ἐπίσκοπος ἤ κληρικὸς ἀμφισβητοίη, καταλαμβανέτω τὸν ἔξαρχον τῆς διοικήσεως, ἢ τὸν τῆς βασιλευούσης Κωνσταντινουπόλεως θρόνον, καὶ ἐπ' αὐτῷ δικαζέσθω».
Γίνεται ἐδῶ σαφὲς πὼς μετὰ ἀπὸ ἔκκλητο προσφυγὴ στὸν ὁποιουδήποτε Πατριάρχη, ποὺ ἔχει τὴν τοπικὴ κανονικὴ δικαιοδοσία, ἤ ἰσότιμα (χρήση στὸν ἱερὸ κανόνα τοῦ διαζευκτικοῦ «ἤ») στὸν Οἰκουμενικὸ Πατριάρχη, ἡ ἀπόφαση εἶναι ὁριστική. Δηλαδὴ ὡς ἰσότιμη εἶτε ληφθεῖ ἀπὸ τὸν ἔχοντα τὴν τοπικὴ δικαιοδοσία οἰκεῖο Πατριάρχη, εἶτε ἀπὸ τὸν Οἰκουμενικὸ Πατριάρχη, δὲν μπορεῖ στὴν συνέχεια νὰ ἀμφισβητηθεῖ καὶ νὰ προσβληθεῖ μὲ ἔκκλητο ἀπὸ τὸν ἄλλο ἀπὸ τοὺς δύο Πατριάρχες. Διαφορετικὰ θὰ ἔπρεπε ὁ ἱερὸς κανόνας νὰ ἀναφέρεται ἀρχικὰ μόνο στὴν ἔκκλητο προσφυγὴ στὸν ἔξαρχο τῆς διοικήσεως, καὶ νὰ προσθέτει στὴν συνέχεια, ὅτι τελικὴ ἀπόφαση μπορεῖ νὰ ληφθεῖ ἀπὸ τὸ Πατριαρχεῖο Κωνσταντινουπόλεως, διατύπωση τέτοια ὅμως δὲν ὑπάρχει, ἀκριβῶς γιατί, ὅπως δηλώνεται μὲ τὸ διαζευκτικὸ «ἤ», ἄν γίνει ἀρχικὰ ἔκκλητο προσφυγὴ στὸν «ἔξαρχον τῆς διοικήσεως», δηλαδὴ στὸν οἰκεῖο Πατριάρχη, δὲν ὑπάρχει πλέον ἡ δυνατότητα γιὰ νέα ἀπόφαση ἀπὸ τὸν Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως.
Σχετικὰ μὲ τὸ ὅτι οἱ ἀποφάσεις τῶν Πατριαρχικῶν Συνόδων δὲν προσβάλλονται μὲ ἔκκλητο, ὁ Βαλσαμὼν ἀναφέρει: «Αἱ ψήφοι τῶν Πατριαρχών ἐκκλήτω οὐχ ὑπόκεινται», Ν ΡΚΓ΄, κβ, Β.Γ.α.λη, «ὁ μακαριώτατος πατριάρχης ἐκείνης τῆς διοικήσεως μεταξὺ αὐτῶν ἀκροάσθω, κακείνα ὁριζέτω ἄτινα τοῖς ἐκκλησιαστικοῖς κανόσι, καὶ τοῖς νόμοις συνάδει, οὐδὲνὸς μέρους κατὰ τῆς ψήφου αὐτοῦ ἀντιλέγειν δυναμένου», καὶ στὴν «Ἐπαναγωγή» ἰΑ΄,6 (J.G.R. τ Β΄, 260) «Τὸ τοῦ Πατριάρχου κριτήριον ἐκκλήτω οὐχ ὑπόκειται, οὐδὲ ἀναψηλαφάται ὑφ’ ἑτέρου, ὡς ἀρχὴ καὶ αὐτῶν τῶν ἐκκλησιαστικῶν κριτηρίων».
Δέον ὅπως διευκρινιστεῖ ἐδῶ ὅτι οἱ ἱεροὶ κανόνες Γ’, Δ’ καὶ Ε’ τῆς Σαρδικῆς, βάση τῶν ὁποίων πολλοὶ μιλοῦν γιὰ μιὰ εὐρεία δικαστικὴ ἐξουσία τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχη, γίνονται δεκτοὶ ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία ὡς ἀναφερόμενοι σὲ εἰδικὸ προνόμιο τοῦ Πρώτου ἐπὶ τῶν ὑπ’ αὐτοῦ ὑπαγόμενων Ἐπισκόπων καὶ μόνον, ὅπως ἐξηγεῖ ὁ Βαλσαμών: «οἱ κανόνες τῆς ἐν Καρθαγένη Συνόδου ἐπικυρώθησαν ὁρισμένως καὶ ὀνομαστικῶς ἀπὸ τὸν Β΄ κανόνα τῆς ἁγίας Στ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ἁπλῶς δὲ ἀπὸ τὸν Α΄ τῆς Δ΄ καὶ τὸν Α΄ τῆς Ζ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου. Ἐπομένως ἡ ἀδιαίρετος Ἐκκλησία ἐδέχθη ὅτι τὰ ὑπὸ τοῦ Γ΄, Δ΄ καὶ Ε΄ κανόνων τῆς Σαρδικῆς, ὁριζόμενα ἀφοροῦσαν εἰδικὸ προνόμιο ποὺ ἀπενεμήθη στὸν τότε Ὀρθόδοξο ἐπίσκοπο τῆς πρεσβυτέρας Ρώμης διὰ τοὺς ὑπ’ αὐτὸν ὑπαγομένους Ἐπισκόπους καὶ μόνον καὶ ὄχι περὶ ἀναθέσεως ὑπερτάτης ἐκκλησιαστικῆς δικαιοδοσίας σὲ αὐτόν».
Ἐπίσης ἀναφέρει: «εἰδικὸν γὰρ ἐστὶ τοῦτο εἰς τᾶς ἐκκλησιαστικᾶς ὑποθέσεις τοῦ Πάπα καὶ κρατεὶν ὀφείλει ἔνθα ἐξεφωνήθη» (Σ.Γ.239). Δὲν μιλάει γιὰ εὐρεία δικαστικὴ ἐξουσία τῆς Ρώμης πέρα τῆς δικαιοδοσίας του, πράγμα ποὺ ἰσχύει καὶ γιὰ τὸν Κωνσταντινουπόλεως, τοῦ ὁποίου παρέχονται τὰ ἴσα πρεσβεία τιμῆς μὲ αὐτὰ τοῦ Ρώμης μέσω τοῦ 3ου ἱ.κ. τῆς Β΄ Οἰκ. Συνόδου. Ἐπίσης ὁ Ζωναράς λέγει γιὰ τοὺς ἴδιους κανόνες: «Οὔτε οὖν τῆς ἐν Νικαία συνόδου ἐστὶν ὁ κανῶν, οὔτε πάσας τᾶς ἐκκλήτους ἀνατίθησι αὐτῶ, ἀλλὰ τῶν ὑποκειμένων αὐτῶ» (Σ.Γ.241).
Τὸ γεγονὸς ὅτι ἔγινε δεκτὴ ἡ κανονικὴ διάταξη τῆς Συνόδου τῆς Καρχηδόνος διὰ τῆς Ἁγίας Στ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου ὅτι «θὰ ἀφορίζονται οἱ κληρικοὶ ἑτέρου ἐκκλησιαστικοῦ κλίματος ποὺ θὰ ἐκκαλοῦν ἐνώπιον τοῦ ἐπισκόπου τῆς πρεσβυτέρας Ρώμης τᾶς ὑποθέσεις των» ἀποδεικνύει ὅτι ἡ ἀπαίτηση τοῦ τότε Ὀρθοδόξου ἐπισκόπου τῆς πρεσβυτέρας Ρώμης γιὰ προνόμιο ὑπερτάτης ἐκκλησιαστικῆς δικαιοδοσίας ἀπερρίφθη ὑπὸ τῆς Ἐκκλησίας. Ἄλλωστε, ὁ Βαλσαμὼν στὴν «μελέτη χάριν τῶν πατριαρχικῶν προνομίων» ὑποστηρίζει γενικῶς ὅτι δὲν ὑπάρχουν κανονικὰ προνόμια μεταξὺ τῶν Πατριαρχείων πέρα τῶν ὁρίων δικαιοδοσίας τους: «ἕκαστος γὰρ τῶν Πατριαρχῶν, τὴν μὲν ἀπονεμηθεῖσαν αὐτῷ διοίκησιν ἐνεργήσει μονοειδῶς, ἵνα μὴ συγχέωνται τῶν ἁγίων Ἐκκλησιῶν τὰ προνόμια… καντεῦθεν οὐδὲ ἔχει τὶς ἕτερος οἰκείῳ δικαίῳ ἐνορίαν, ἢ ἄλλο τὶ δίκαιον ἱερατικόν, ἀλλ’ ἐκεῖ¬νο καὶ μόνον τὸ μέρος τῆς διοικήσεως ἱερατικῶς ἐνεργεῖ, τὸ δοθὲν αὐτῷ παρὰ τῆς πατριαρχικῆς θείας μεγαλιότητος… τῶν πέντε κεφαλῶν ἡ μὲν ἐνέργεια καὶ τὰ προνόμια ταυτίζονται…» (8,9)
Ἐπομένως, φθάνουμε στὸ συμπέρασμα ἀπὸ τὴν παραπάνω ἐξέταση τῶν ἱερῶν κανόνων ὅτι ἐφόσον τὸ Πατριαρχεῖο Μόσχας ἀποφάσισε στὴν περίπτωση τοῦ τότε Μητροπολίτη Κιέβου, καὶ μάλιστα τὶς ἀποφάσεις ἀναγνώρισε μεταξὺ τοῦ συνόλου τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν καὶ τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο μὲ τὶς ἐπιστολὲς τοῦ 1992 καὶ 1997, ποὺ προαναφέραμε, δὲν μποροῦσε νὰ γίνει νέα ἔκκλητο προσφυγὴ σὲ κάποιο Πατριαρχεῖο, παρὰ μόνο θὰ μποροῦσε πλέον νὰ ξαναεξεταστεῖ τὸ θέμα ἀπὸ τὸ ἀνώτατο διοικητικὸ ὄργανο μιὰς Πανορθόδοξης Συνόδου. Ὅλα θὰ μποροῦσαν νὰ ἀλλάξουν βέβαια ἄν ὁ καθαιρεμένος ἱεράρχης ἐπεδείκνυε συμμόρφωση καὶ ὑπακοὴ πρὸς τοὺς χειρισμοὺς τοῦ Πατριαρχείου Μόσχας στὴν Ἐκκλησία τῆς Οὐκρανίας καὶ ζητοῦσε συγγνώμη γιὰ τὴν ἀνυπακοή του, πράγμα ποὺ ὡς γνωστὸν ποτὲ δὲν συνέβη κάτι τέτοιο.
Ἀντίθετα ὅμως, μὲ τὴν συμπεριφορὰ ποὺ ἐπέδειξε, στὴν πραγματικότητα ἀκύρωνε τὴν ὅποια δυνατότητα ἐκκλήτου προσφυγῆς θὰ μποροῦσε νὰ ὑπάρξει (σύμφωνα μὲ τὸν 4ο ἱ.κ. τῆς Ἀντιοχείας), καθὼς αὐτὴ παραβίαζε εὐθέως καὶ σφοδρῶς τὴν εἰς βάρος του συνοδικὴ ἀπόφαση, ἀντὶ νὰ προσπαθήσει νὰ χρησιμοποιήσει τὴν ἐνδεικνυόμενη καὶ ἐπιβαλλόμενη νόμιμη καὶ ἠθικὴ ὁδὸ γιὰ νὰ πετύχει τὴν ἀθώωση καὶ δικαίωση του (ἀναθεμάτισε τὸ Πατριαρχεῖο Μόσχας, δημιούργησε δική του παράλληλη, δηλαδὴ σχισματική, ἱεραρχία, μὲ πλήθος χειροτονιῶν καὶ ἱδρύσεις νέων ναῶν, ἀναβίβασε τὴν «ἐκκλησία» του σὲ Πατριαρχεῖο καὶ τὸν ἑαυτό του αὐτοέχρισε Πατριάρχη – αὐτὴ τὴν συμπεριφορὰ συνέχισε καὶ μετὰ τὴν χορήγηση τοῦ Τόμου αὐτοκεφαλίας, ἀφοῦ πλέον ὡς γνωστὸν, μὴ ἱκανοποιημένος, γιατὶ ἔνοιωθε παραγκωνισμένος, καθὼς οἱ δικοί του δὲν τὸν ἀναγνώριζαν ὡς Πατριάρχη, ὅπως συνέχιζε νὰ ἀπαιτεῖ, καὶ διαμαρτυρόμενος γιὰ τὴν μὴ τήρηση τῶν συμφωνιῶν ποὺ ἔκαναν πρὶν τὴν Ἑνωτικὴ Σύνοδο, ἐπέστρεψε τὸν Ἰούνιο τοῦ 2019 καὶ πάλι στὸ σχίσμα, ἀνασυσταίνοντας τὸ Πατριαρχεῖο Κιέβου, ποὺ ὑποτίθεται εἶχε κατηργηθεῖ).
3. Τὸ τρίτον σημεῖο περὶ τοῦ δικαιώματος χορήγησης αὐτοκεφαλίας.
Τὸ τρίτο σημείο εἶναι: «Ὁ Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης ἔχει τὸ κανονικὸ δικαίωμα νὰ χορηγεῖ αὐτοκεφαλία. Στὴν εἰσήγηση τῶν ἐπιτροπῶν τῆς ΔΙΣ γίνεται μιὰ ἱστορικὴ ἀναδρομὴ ὡς πρὸς τὸ ἀποκλειστικὸ δικαίωμα τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχη νὰ δίδει τὴν αὐτοκεφαλία»
Περὶ αὐτοῦ γράφει ὁ κ. Φειδάς: «Ὁ Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης εἶχε καὶ ἔχει πάντοτε ἀπαραμείωτο τὸ κανονικὸ δικαίωμα ὄχι μόνο νὰ μεριμνὰ ὀφειλετικῶς γιὰ τὴν ὑποστήριξη τῶν ἐμπεριστάτων ἤ δοκιμαζομένων Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν, ἀλλὰ καὶ τὴ δεσμία κανονικὴ ὑποχρέωση νὰ ἀναλαμβάνει ἐγκαίρως ὅλες τὶς ἀναγκαῖες πρωτοβουλίες γιὰ τὴν πρόληψη, τὴν ἀποτροπὴ ἤ τὴ θεραπεία τῶν ἐπικινδύνων ἀπειλῶν ἤ δοκιμασιῶν τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ τους σώματος. Ἄλλωστε, ἡ ὅλη ἱστορία τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, ἤτοι τόσο σὲ εὐτυχεῖς, ὅσο καὶ σὲ χαλεποὺς καιρούς, ἀποτελεῖ πράγματι μία ὑπέροχη μαρτυρία τῆς πάντοτε ἀνιδιοτελοὺς ἤ καὶ θυσιαστικῆς προσφοράς του πρὸς ὅλες τὶς ἐμπερίστατες Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες.
Συνεπῶς, ὁ Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης εἶχε πάντοτε καὶ ἔχει πολὺ περισσότερο σήμερον τὸ κανονικὸ δικαίωμα ἤ μάλλον τὴν μητρικὴ εὐθύνη νὰ ἀναλαμβάνει τὶς ἀναγκαίες πρωτοβουλίες, μὲ ἤ καὶ χωρίς τὴν προηγούμενη συναίνεση ὅλων τῶν ἄλλων αὐτοκεφάλων Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν, οἱ ὁποῖες μποροῦν νὰ ἐκφράσουν τὴ συναίνεσή τους καὶ μετὰ τὴν ἀνακήρυξη τῆς δοκιμαζομένης μεγάλης Ἐκκλησίας τῆς Οὐκρανίας».
Ἡ χορήγηση τῆς αὐτοκεφαλίας εἶναι ὅντως ἀποκλειστικὸ κανονικὸ δικαίωμα, ἀλλὰ καὶ ὑποχρέωση τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, τὸ ὁποῖο κατοχυρώνεται, καὶ ὁ τρόπος ποὺ πραγματώνεται καθορίζεται μέχρι σήμερα ἀπὸ τὸ ἐθιμικὸ δίκαιο, δηλαδὴ ἀπὸ τὸ δίκαιο ποὺ δημιουργεῖται ἀπὸ τὸ ἔθιμο τῆς Ἐκκλησίας, τὴν συνεχὴ γιὰ πολὺ χρόνο ὁμοιόμορφη πρακτική, σὲ συμφωνία μὲ τοὺς ἱεροὺς κανόνες. Ὁ Μ. Βασίλειος γράφει περὶ αὐτοῦ στὸν 87ο ἱ.κ.: «Πρῶτον μὲν οὖν, ὃ μέγιστον ἐπὶ τῶν τοιούτων ἐστί, τὸ παρ᾿ ἡμῖν ἔθος, ὅ ἔχομεν προβάλλειν, νόμου δύναμιν ἔχον, διὰ τὸ ὑφ᾿ ἁγίων ἀνδρῶν τοὺς θεσμοὺς ἡμῖν παραδοθῆναι· τοῦτο δὲ τοιοῦτον ἐστιν».
Στὴν συγκεκριμένη περίπτωση τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο χορηγεῖ τὴν κάθε αὐτοκεφαλία, ὅπως τὸ ἔχει κάνει σὲ ὅλες τὶς νεώτερες Ἐκκλησίες, μέσω τῶν Πατριαρχικῶν καὶ Συνοδικῶν Τόμων, οἱ ὁποίοι ἐκκρεμοῦν νὰ ἐπικυρωθοῦν σὲ μιὰ μέλλουσα Πανορθόδοξη Σύνοδο, πάντα βέβαια ὑπὸ κάποιες προϋποθέσεις (ὅπως κυρίως ὅτι πρέπει νὰ αἰτηθοῦν γι’ αὐτὴ ἐπισήμως οἱ πιστοὶ πολίτες ἑνὸς ἀνεξάρτητου κράτους στὸ ὁποῖο ἀκόμα δὲν ἔχει ἰσχύσει τὸ αὐτοκέφαλο καθεστῶς). Ἡ θεμελιώδους ἐκκλησιαστικῆς σημασίας ἀναγκαιότητα τῆς πανορθόδοξης συναίνεσης, ποὺ ἀποτελεῖ ἀπαράκαμπτη προϋπόθεση, ἔχει ἀποσαφηνιστεῖ καὶ τονιστεῖ ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν Οἰκουμενικὸ Πατριάρχη Βαρθολομαῖο, σὲ συνέντευξή του στὴν ἐφημερίδα «Νέα Ἑλλάδα» τὸν Ἰανουάριο 2001: «Ἡ αὐτοκεφαλία καὶ ἡ αὐτονομία χορηγοῦνται ἀπὸ τῆς συνόλης Ἐκκλησίας δι᾿ ἀποφάσεως Οἰκουμενικῆς Συνόδου. Ἐπειδή δε διὰ διαφόρους λόγους δὲν εἶναι δυνατὴ ἡ σύγκλησις Οἰκουμενικῆς Συνόδου, τὸ Οἰκουμενικὸν Πατριαρχεῖον, ὡς συντονιστὴς πασῶν τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν, χορηγεῖ τὸ αὐτοκέφαλον ἡ τὸ αὐτόνομον ὑπὸ προϋπόθεσιν τῆς ἐγκρίσεως ὑπ’ αὐτῶν».
Ὡστόσο ἔχει συμφωνηθεῖ ἐπὶ τῆς οὐσίας καὶ συγκεκριμένος τρόπος γιὰ τὴν χορήγηση τοῦ αὐτοκεφάλου στὶς πολύχρονες πανορθόδοξες προσυνοδικὲς συζητήσεις γιὰ τὴν Σύνοδο τῆς Κρήτης, ὅπου εἶχαν ἐπ᾿ ἀκριβῶς προσδιοριστεῖ οἱ συγκεκριμένες ἀπὸ κοινοῦ ἀποδεκτὲς βασικὲς προϋποθέσεις χορήγησης, καὶ ἀπὸ τότε εἶχε ἑτοιμαστεῖ τὸ σχετικὸ κείμενο γιὰ τὴν συνοδικὴ ἐπικύρωσή του σὲ αὐτή, ὅμως αὐτὸ δὲν κατέληξε σὲ αὐτήν, λόγω ἀσυμφωνίας στὸ δευτερεύον ζήτημα τοῦ τρόπου ὑπογραφῆς.
Ἐνῶ συνέκλιναν στὸ ὅτι πρέπει νὰ ὑπάρχει καὶ ἡ συγκατάθεση τῆς Μητέρας Ἐκκλησίας, καθὼς προσπαθοῦσε ἡ Ρωσικὴ πλευρὰ νὰ πείσει τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο νὰ ὑπογράφεται ὁ Τόμος, ἐκτὸς ἀπὸ τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο, τουλάχιστον καὶ ἀπὸ αὐτήν, σὲ αὐτὴ τὴν πρόταση κάποιες τοπικὲς Ἐκκλησίες δὲν συμφωνοῦσαν, ἐπιμένοντας νὰ ὑπογράφουν καὶ ὅλες οἱ ὑπόλοιπες τοπικὲς Ἐκκλησίες (βλ. περισσότερα παρακάτω Μέρος 2. 1. 7). Ἔτσι, μέχρι νὰ συνεχιστεῖ ἡ σχετικὴ συζήτηση γιὰ νὰ συμφωνηθεῖ ὁ τρόπος ὑπογραφῆς καὶ μέχρι νὰ ἐπικυρωθεῖ ἀπὸ Πανορθόδοξη Σύνοδο, παραμένει καὶ ἐφαρμόζεται τὸ ἐθιμικὸ δίκαιο ἀπὸ τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο, ὅπως συνέβαινε ὡς τώρα.
Βέβαια στὴν περίπτωση τῆς χορήγησης αὐτοκεφαλίας στὴν Οὐκρανία ὑπήρχαν ἰδιαίτερες διαφοροποιήσεις καὶ πιὸ δυσεπίλυτα ζητήματα ἀπὸ τὶς προηγούμενες περιπτώσεις, ὅπου δὲν ἐξασφαλίζονταν βασικὲς καὶ ἀπαραίτητες προϋποθέσεις. Ἔτσι λοιπὸν πῶς εἶναι δυνατὸν νὰ μιλάμε γιὰ ἐφαρμογῆ τοῦ ἐθιμικοῦ δικαίου περὶ τοῦ δικαιώματος τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου νὰ παραχωρεῖ αὐτοκέφαλο καθεστῶς, σὲ μιὰ ἀνεπανάληπτη, ἄνευ προηγουμένου περίπτωση, ὅπως τῆς Οὐκρανίας, ὅπου τὴν αὐτοκεφαλία αἰτοῦνται σχισματικὲς ὁμάδες, στὴν ἴδια περιοχὴ ὅπου ὑπάρχει κανονικὰ ἀναγνωρισμένη ἀπὸ τὸ πανορθόδοξο πλήρωμα τοπικὴ Ἐκκλησία, ἡ ὁποία εἶναι ἡ κατὰ μεγάλη διαφορὰ πολυπληθέστερη, καὶ ἡ ὁποία δὲν αἰτεῖται καὶ δὲν ἀποδέχεται τὴν αὐτοκεφαλία; Παρόμοια περίπτωση δὲν ἔχει συμβεῖ οὔτε μιὰ στὸ παρελθόν, πόσο μάλλον αὐτὴ ἡ περίπτωση δὲν ἀποτελεῖ ἐπαναλαμβανόμενη ὁμοιόμορφα πρακτική.
Μιὰ τέτοια περίπτωση θὰ ἔπρεπε ἐκ τῶν πραγμάτων νὰ τύχει εἰδικῆς ἀντιμετώπισης πέρα ἀπὸ τὸ ἐθιμικὸ δίκαιο, μέσω μιὰ πανορθόδοξης διευθετήσεως, ἤ διαφορετικὰ θὰ ἔπρεπε τουλάχιστον πρώτα νὰ ἐξασφαλιστοῦν πάση θυσία κάποιες προϋποθέσεις πρὶν τὴν χορήγηση τοῦ Τόμου τῆς αὐτοκεφαλίας. Σὲ αὐτὴν τὴν περίπτωση γιὰ παράδειγμα θὰ ἔπρεπε: ἀ) νὰ ὑπάρξει κάποιος προσεκτικότερος χειρισμός τῶν χειροτονιῶν τῶν σχισματικῶν, β) νὰ ἐπιτευχθεῖ μὲ κάποιο τρόπο ἡ διατήρηση τῆς ἐπικοινωνίας καὶ τοῦ διαλόγου μὲ τὴν τοπικὴ Ἐκκλησία ὑπὸ τοῦ Μητροπολίτη Ὀνουφρίου, ἡ ὁποία δὲν αἰτεῖται τὸ αὐτοκέφαλο, καὶ νὰ ληφθοῦν μέτρα ἀποτροπῆς διωγμῶν εἰς βάρος τῆς, γ) νὰ ὑπάρξουν κάποιες εὔλογες ἐξηγήσεις περὶ τοῦ πῶς μετὰ τὶς ἐπιστολὲς τοῦ 1992 καὶ 1997 ἔγινε δυνατὴ ἡ ἀποδοχὴ τοῦ ἐκκλήτου καὶ ἡ ὅλη σχετικὴ πρωτοβουλία καὶ δράση τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου γιὰ τὴν χορήγηση τοῦ Τόμου αὐτοκεφαλίας, δ) νὰ ξαναρχίσει ὁ διάλογος γιὰ τὴν ὁλοκλήρωση τοῦ κειμένου γιὰ τὸ αὐτοκέφαλο καὶ τὸν τρόπο χορήγησης του, ὥστε νὰ μὴν ξαναπροκύψει παρόμοιο ἀδιέξοδο γιὰ τὴν Ἐκκλησία, ὅπως αὐτὸ στὴν Οὐκρανία, ε) νὰ καλλιεργηθεῖ μιὰ ἀτμόσφαιρα ἀλληλοκατανόησης καὶ καλὴς πρόθεσης μεταξὺ ἀδελφῶν πρὸς ἐπίλυση τοῦ ζητήματος γιὰ κοινὸ ὄφελος («ἐν τούτῳ γνώσονται πάντες ὅτι ἐμοὶ μαθηταὶ ἐστε, ἐὰν ἀγάπην ἔχητε ἐν ἀλλήλοις.», Ἱω. 13,35).
4. Τὸ τέταρτον σημεῖο περὶ τοῦ ἄν οἱ ἐπιστρέψαντες σχισματικοὶ ἔχουν ἀποστολικὴ διαδοχή καὶ κανονικὴ ἱεροσύνη.
Τὸ τέταρτο σημεῖο εἶναι: «Στὴν εἰσήγηση τῶν ἐπιτροπῶν τῆς ΔΙΣ σημειώνεται ὅτι ἐφόσον δόθηκε ἡ αὐτοκεφαλία, αὐτὸς που τὴ χορηγεῖ ἐξετάζει κατὰ πόσο οἱ ἀρχιερεῖς ἔχουν ἀποστολικὴ διαδοχὴ καὶ κανονικὴ ἱεροσύνη».
Ὁ κ. Φειδὰς περὶ αὐτοῦ ἀναφέρει: «Ὁ Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης εἶχε καὶ ἔχει πάντοτε τὸ κανονικὸ δικαίωμα νὰ δεχθεῖ σὲ ἐκκλησιαστικὴ κοινωνία ὅλους τοὺς σχισματικοὺς ἀρχιερεῖς ὄχι μόνο ἀπὸ τὴ δική τοῦ ἐκκλησιαστικὴ δικαιοδοσία, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τὴ δικαιοδοσία τῶν ἄλλων πατριαρχικῶν θρόνων, ἄν ὁ ἡγέτης τῶν σχισματικῶν αὐτῶν ἀρχιερέων ἀποκαταστάθηκε κανονικῶς στὴν ἐκκλησιαστικὴ κοινωνία.
Πράγματι, συμφώνως πρὸς τὴν ὁμόφωνη κανονικὴ παράδοση καὶ τὴ συνεπὴ πρὸς αὐτὴ ἐκκλησιαστικὴ πράξη, ἡ ἀποκατάσταση στὴν ἐκκλησιαστικὴ κοινωνία τοῦ πρώην μητροπολίτη Κιέβου Φιλαρέτου, ἡγέτη τῶν ἀποσχισθέντων ἀπὸ τὸ Πατριαρχεῖο Μόσχας κληρικῶν, μοναχῶν καὶ λαϊκῶν, συνεπαγόταν αὐτομάτως καὶ τὴν κανονικὴ ἀποκατάσταση στὴν ἐκκλησιαστικὴ κοινωνία τῶν 60 περίπου ἀρχιερέων, τοῦ μεγάλου ἀριθμοῦ κληρικῶν καὶ μοναχῶν καὶ πολλῶν ἑκατομμυρίων εὐλαβῶν Ὀρθοδόξων πιστῶν.
Συνεπῶς, ἡ ὀφειλετικὴ ἄμεση ἀποδοχὴ στὴν ἐκκλησιαστικὴ κοινωνία ἑκατομμυρίων Οὐκρανῶν πιστῶν ἀποτελεῖ ὄχι μόνο τὴ δικαίωση τῆς ἀποφάσεως τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου γιὰ τὴν ἀνακήρυξη τῆς αὐτοκεφαλίας τῆς δεινῶς δοκιμαζομένης Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας τῆς Οὐκρανίας, ἀλλὰ καὶ τὴν πλήρη ἀπαξίωση τῶν ἀκρίτων ἰδεοληπτικῶν ἤ ὑποβολιμαίων μεμψιμοιριῶν τῶν ἑλαχίστων ἀντιφρονούντων».
Ὅσον ἀφορὰ τὴν ἐπαναφορὰ στὴν κανονικότητα τῶν σχισματικῶν ὑπὸ τοῦ Φιλάρετου, κατὰ ἀκρίβεια τῶν κανόνων, ὅλοι ὅσοι ἔλαβαν χειροτονίες μετὰ τὸ σχίσμα, αὐτὲς εἶναι ἄκυρες, γιατὶ δὲν ὑπάρχουν μυστήρια ἐκτὸς Ἐκκλησίας, καὶ ἄρα ὁφείλουν νὰ ἀναχειροτονηθοῦν ὅσοι ἐπιθυμοῦν νὰ διατηρήσουν τὸ βαθμὸ ἱεροσύνης ποὺ ἔχουν μετὰ τὴν εἰσδοχή τους στὴν Ἐκκλησία. Βέβαια ὑπάρχουν περιπτώσεις στὸ παρελθόν, ποὺ καὶ σὲ αὐτὸ τὸ θέμα τῆς ἱερωσύνης, ἔχει γίνει οἰκονομία, πάντα ὅμως ὑπὸ προϋποθέσεις.
Ἡ πρωταρχικὴ προϋπόθεση βέβαια εἶναι νὰ συμφωνήσει μὲ τὴν ἀποδοχὴ τοῦ ἐκκλήτου τὸ πανορθόδοξο πλήρωμα, καθὼς ὅλοι ἔχουν δεχθεῖ τὶς ἀρχικὲς ποινὲς καὶ αὐτὴ ἡ κατάσταση πανορθοδόξως, πλὴν ἐκ μέρους τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου καὶ ἑλαχίστων μεμονωμένων ἱεραρχῶν, παραμένει ἀπαράλλακτη ὡς σήμερα λόγω τῶν δικαιολογημένων ἀμφιβολιῶν γιὰ τὴν κανονικότητα τῆς διαδικασίας (βλ. σημεῖο 2 παραπάνω καὶ σχετικὰ μὲ τὸ θέμα τῆς ἀκρίβειας ἤ οἰκονομίας στὴν ἱερωσύνη τῶν Οὐκρανῶν σχισματικῶν ὑπὸ τοῦ Φιλαρέτου βλ. τὶς θέσεις τοῦ Ἀρχιεπ. Ἀλβανίας κ. Ἀναστασίου). (10,11)
Ἀκόμη πιὸ δύσκολη εἶναι ἡ περίπτωση τῆς δεύτερης μερίδας σχισματικῶν ὑπὸ τοῦ Μακάριου Μάλετιτς, ὅπου ὑπάρχει μεγάλο πρόβλημα μὲ τὴν προέλευση τῶν χειροτονιῶν τους, ποὺ δὲν πιστοποιεῖται οὔτε κὰν ἡ ἀρχικὴ κανονικὴ χειροτονία στοὺς πρώτους ἱεράρχες αὐτῆς τῆς μερίδας, πρὶν ἀποκοποῦν ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία, ὅπου οὐκρανικὲς πηγὲς τοὺς παρουσιάζουν χειροτονημένους ἀπὸ μόνο ἕνα, στὴν καλύτερη περίπτωση δύο, χειροτονημένους μέσα στὴν κανονικὴ Ἐκκλησία ἱεράρχες, ἐνῶ οἱ ὑπόλοιποι ἀπὸ τοὺς τρεῖς ποὺ τοὺς χειροτονοῦν παρουσιάζονται νὰ εἶναι αὐτοχειροτόνητοι, δηλαδὴ αὐτενέργητα καὶ πλασματικὰ χειροτονημένοι, καὶ τελικὰ στὴν πραγματικότητα παντελῶς ἀχειροτόνητοι (12,13). Καταλαβαίνουμε ὅτι ὑπὸ τέτοιες συνθήκες ἀβεβαιότητας καὶ ἀνησυχίας περὶ τῆς προέλευσης τῶν χειροτονιῶν αὐτῶν τῶν σχισματικῶν, δὲν μποροῦμε νὰ μιλάμε γιὰ καμιὰ οἰκονομία καὶ εἶναι ἀναγκαίο νὰ ἀναχειροτονηθοῦν σύσσωμα. (14,15)
Κάνει ἐντύπωση πὼς ὅλοι οἱ ὑπέρμαχοι τῆς αὐτοκεφαλίας, χωρὶς καθόλου ἐνστάσεις γιὰ τὸν ἀντικανονικὸ τρόπο ποὺ χορηγήθηκε, ἐνῶ ἀναφέρονται στὴν περίπτωση τῶν χειροτονιῶν τῆς μερίδας τοῦ Φιλάρετου, δὲν λένε ἀπολύτως τίποτα γιὰ τὰ ἀκόμα πιὸ δύσκολα καὶ σοβαρά, δηλαδὴ γιὰ τὴν περίπτωση τῶν χειροτονιῶν τῆς μερίδας τοῦ Μακάριου. Καὶ αὐτὸ ἀκριβῶς πράττει καὶ ὁ κ. Βλάσιος Φειδάς, ποὺ ξέρει μόνο νὰ μιλάει γιὰ «τη δικαίωση τῆς ἀποφάσεως τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου γιὰ τὴν ἀνακήρυξη τῆς αὐτοκεφαλίας τῆς δεινῶς δοκιμαζομένης Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας τῆς Οὐκρανίας, ἀλλὰ καὶ τὴν πλήρη ἀπαξίωση τῶν ἀκρίτων ἰδεοληπτικῶν ἤ ὑποβολιμαίων μεμψιμοιριῶν τῶν ἐλαχίστων ἀντιφρονούντων» καὶ διάφορα ἄλλα τέτοια στὸ πλήρες κείμενό του, στὸ ὁποῖο βρίσκονται ὅλες οἱ θέσεις του ποὺ ἀναφέρθηκαν παραπάνω («Τὸ Οὐκρανικὸ Ζήτημα ὅπως τὸ ἀναλύει ὁ ἔγκριτος καθηγητής κ. Βλάσιος Φειδάς»).
Μήπως ἡ ἀπόφαση τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου δικαιώθηκε μὲ τὸ ὅτι, ἀπὸ τὴν κανονικὴ Ἐκκλησία τῆς Οὐκρανίας, ποὺ εἶναι ἡ πολυπληθέστερη, καὶ ὄχι τὸ ἀντίθετο ποὺ ἀναφέρει σὲ ἄλλο σημεῖο παραπληροφορῶντας, ἑλάχιστοι πιστοὶ προσχώρησαν στὴν αὐτοκέφαλη καὶ μόνο δύο Μητροπολίτες χωρὶς ποίμνιο;
Ἥ μήπως δικαιώθηκε μὲ τοὺς διωγμοὺς εἰς βάρος τῆς κανονικῆς Ἐκκλησίας ὑπὸ τοῦ Μητροπολίτου Ὀνούφριου, ποὺ ἔχει νὰ σηκώσει καὶ αὐτὸ τὸ σταυρὸ τώρα, ἀνάμεσα στὰ τόσα ἄλλα;
Ἤ μήπως μὲ τὴν ἀκοινωνησία μεταξὺ Πατριαρχείου Μόσχας καὶ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου καὶ τὸν κίνδυνο ὁριστικοῦ σχίσματος; Τώρα γιὰ τοὺς «ἑλάχιστους ἀντιφρονοῦντες», αὐτοὶ τυγχάνουν ἡ μεγάλη πλειοψηφία τοῦ πληρώματος τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας, (16,17,18) πλὴν βέβαια τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου καὶ ἑλαχίστων μεμονωμένων ἱεραρχῶν.
Καὶ ὅσο γιὰ τῶν «ὑποβολιμαίων μεμψιμοιριῶν», μήπως μετὰ ἀπὸ ὅλα τὰ παραπάνω, αὐτὸ ταιριάζει περισσότερο νὰ λεχθεῖ γιὰ τὴν στάση τοῦ κ. καθηγητή, ποὺ ὅσο ἀσυναγώνιστος εἶναι ἀπὸ τὴν μιὰ στὸ ἔργο του, ὅταν αὐτὸ ἀφορὰ ἀποκλειστικὰ τὴν ἔρευνα καὶ ἐξιστόρηση τῶν γεγονότων τοῦ παρελθόντος, τόσο ἀπὸ τὴν ἄλλη ὅταν καταπιάνεται μὲ τὴν σύγχρονη ἐκκλησιαστικὴ πραγματικότητα, εἴτε τὰ ἐπιχειρήματά του εἶναι ἐλλειπὴ ἤ ἄστοχα ὡς πρὸς τὸ ζητούμενο, εἶτε τὰ συμπεράσματα του εἶναι παράδοξα, χωρὶς λογικὴ σύνδεση καὶ συνέπεια πρὸς τὴν ἐπιχειρηματολογία του, γιὰ ὅποιον λόγο καὶ νὰ συμβαίνει αὐτό; Μήπως;