Το άρθρο «Η Ενότητα της Εκκλησίας κατ' εικόνα της Ενότητας της Αγίας Τριάδας (Ορθόδοξη Τριαδολογία ως βάση της Ορθόδοξης Εκκλησιολογίας)» δημοσιεύτηκε στο περιοδικό “Αγγελιοφόρος της Ρωσικής Δυτικοευρωπαϊκής Πατριαρχικής Εξαρχίας”, τεύχος 2-3, 1950, από τον Αρχιμανδρίτη (τότε ιερομόναχο) Σωφρόνιο.
Η πληρότητα της δογματικής ζωής της Εκκλησίας στην ουσία ποτέ δε διακόπτεται ούτε ελαχιστοποιείται. Ωστόσο, σε διαφορετικές ιστορικές εποχές η μια ή η άλλη πτυχή της μιας, οργανικά συνολικής δογματικής διδασκαλίας της Εκκλησίας μπαίνει στο επίκεντρο της προσοχής εξαιτίας του επαπειλούμενου κινδύνου να χάσουμε την αλήθεια στο σύνολό της, ως αποτέλεσμα απωλειών στα επί μέρους. Το δόγμα περί της Εκκλησίας, περί αυτής “της Βασιλείας που δεν προέρχεται απ' αυτόν τον κόσμο”, της Βασιλείας του Ουράνιου Βασιλέως – Άγιου Πνεύματος Παράκλητου, περί αυτής της νέας ύπαρξης επί της γης, που έφερε ο ενσαρκωμένος Θεός Λόγος, την παρούσα στιγμή στους ίδιους τους κόλπους της Ορθόδοξης Εκκλησίας μας αντιμετωπίζει μεγάλο κίνδυνο διαστρέβλωσης, που μπορεί να προκαλέσει ανυπολόγιστη ζημιά στο έργο της σωτηρίας. Και είναι φυσικό επακόλουθο η προσοχή μας να επικεντρώνεται σε αυτό.
Σε εποχές όπως η δική μας, η ευθύνη του καθενός μας διπλασιάζεται, αφού, σύμφωνα με τη διδασκαλία της Εκκλησίας μας, που εκφράστηκε υπέροχα στην επιστολή των Πατριαρχών της Ανατολής του έτους 1848, η διαφύλαξη της αλήθειας ανατέθηκε όχι σε μια ιεραρχία, αλλά σε όλο «το πλήρωμα»³ της Εκκλησίας. Επειδή θεωρούμε αδύνατον να αποφύγουμε την ευθύνη η οποία μας αναλογεί, ο ίδιος ως τέκνο της Εκκλησίας, έστω και μέχρι το τέλος ανάξιο, θερμά καλούμε όλους τους ορθόδοξους χριστιανούς να συνειδητοποιήσουμε πιο βαθιά τον επαπειλούμενο κίνδυνο, ώστε με τη συνέργεια της Θείας Χάριτος να αντικρούσουμε αυτόν τον κίνδυνο και να διαφυλάξουμε άθικτη την αλήθεια, που μάς παραδόθηκε από τους Αγίους Πατέρες μας. Καλούμε να συνειδητοποιήσουμε τα δογματικά ζητήματα που βρίσκονται μπροστά μας ως ζητήματα θεμελιώδους σημασίας για τη σωτηρία.
Για όλους από ψυχολογική άποψη είναι και δυσάρεστο και βαρύ, όταν αρχίζουν ο ένας να κατηγορεί τον άλλον για διαστρέβλωση της αλήθειας, αλλά να μην ξεχνάμε ότι σε τέτοια ατμόσφαιρα ζούσαν οι Πατέρες μας στα χρόνια της χρυσής περιόδου ζωής της Εκκλησίας, δηλαδή στην εποχή των Αγίων Οικουμενικών Συνόδων. Να θυμηθούμε την ιστορία των Πατέρων μας οι οποίοι πάλευαν για την Ορθοδοξία όντας έτοιμοι όχι μόνο να περάσουν στεναχώριες αλλά να δώσουν και την ίδια τους τη ζωή. Σε ποιον είναι άγνωστος ο Μέγας Αθανάσιος της Αλεξανδρείας, που πέρασε σχεδόν όλη του τη ζωή με ασταμάτητο αγώνα και μαρτύρια, διώξεις και δεινά για ένα ιώτα με όλη τη σημασία αυτής της λέξης: ομοούσιος αντί για αρειανό ομοιούσιος. Είναι επίσης πολύ γνωστό και το παράδειγμα του Αγίου Βασιλείου του Μεγάλου, ο οποίος για το ίδιο ιώτα ήταν έτοιμος ακόμα και για θάνατο. Να θυμηθούμε τον Γρηγόριο Θεολόγο, τον Μάξιμο Ομολογητή, τον Ιωάννη Δαμασκηνό, τον Πατριάρχη Φώτιο, τον Συμεών Νέο Θεολόγο, τον Μάρκο αρχιεπίσκοπο Εφέσου, τον Γρηγόριο Παλαμά και ακόμα πολλούς άλλους, τα ονόματα των οποίων είναι μεγάλα ενώπιον του Θεού, αλλά λιγότερα γνωστά στο πλατύ κοινό. Όλοι αυτοί υπέφεραν ανυπολόγιστα και συχνά έβρισκαν μαρτυρικό θάνατο για την “ορθή πίστη”. Στα έργα των θεολόγων από την πατρίδα μας που διαπρέπουν, για παράδειγμα, του Χομιακόβ, Μπόλοτοβ, Νεσμέλοβ και άλλων, η μεγάλη έμφαση δίνεται στην εξαιρετική σημασία της δογματικής διάστασης της πίστης μας για τη σωτηρία. Ω, μακάρι όλοι εμείς να καιγόμαστε με την ίδια φωτιά ζήλου, όπως καιγόταν, για παράδειγμα, ο επίσκοπος Ιγνάτιος Μπριαντσανίνοβ. Αυτός γράφει:
«Ο κόσμος δε μου παρουσίαζε τίποτα το ελκυστικό· ήμουν τόσο πολύ κρύος για αυτόν, σαν να ήταν ο κόσμος χωρίς καθόλου πειρασμούς! Λες και δεν υπήρχαν πειρασμοί για μένα· ο νους μου όλος ήταν βυθισμένος στις επιστήμες και μαζί καιγόταν από επιθυμία να μάθει πού κρύβεται η αληθινή πίστη, πού κρύβεται η αληθινή διδασκαλία για αυτήν, απαλλαγμένη από αυταπάτες και δογματικές και ηθικές» (Μπριαντσ.Τ.1 “Ασκητικές εμπειρίες”, εκδ.1865, σελ.633-35. Βλ. επίσης Έργα του Επ.Ιγνατίου Μπριαντσ., Τ.1, εκδ.1886. Βίος, σελ.13).
Έτσι βαθιά και έντονα απασχολούσαν τα ζητήματα δογματικής ομολογίας τους Πατέρες μας, οι οποίοι συνειδητοποιούσαν την εξαιρετική σημασία που είχαν τα ζητήματα αυτά όχι μόνο για την προσωπική σωτηρία αλλά και για τη σωτηρία όλου του κόσμου, για την ίδια την ύπαρξη της Αληθινής Εκκλησίας στη γη.
***
Αυτή τη στιγμή έχουμε μπροστά μας ως έργο ώστε στο σύντομο αυτό δοκίμιο να υποστηρίξουμε ότι η καθολική αρχή της Ορθόδοξης Εκκλησίας είναι ύπαρξη κατ' εικόνα της Ομοουσίου και Αδιαιρέτου Τριάδος.
Η Εκκλησία έχει ως προορισμό να οδηγήσει τα πιστά μέλη της στο πεδίο της Θείας Ύπαρξης, και γι' αυτό, οπωσδήποτε, πρέπει και στη δική Της ιστορική ζωή να είναι η εικόνα αυτής της Ύπαρξης. Στην αποκεκαλυμμένη από τον Θεό δογματική διδασκαλία της Εκκλησίας γίνεται λόγος για μια ακατάληπτη τελειότητα της Καθολικής Τριαδικής Θείας Ύπαρξης. Εμείς βλέπουμε σε αυτήν τη διδασκαλία την κατάφαση για ισότητα των Τριών Προσώπων της Αγίας Τριάδας, για ισότητα ως προς τη θεότητα, ως προς τη βασιλεία, ως προς την κυριαρχία, πιο συνοπτικά, ισότητα ως προς την απολυτότητα των Τριών Προσώπων της Αγίας Τριάδας. “Και εν ταύτη τη Τριάδι ουδέν πρώτον ή ύστερον, ουδέν μείζον ή έλαττον”. Δεν υπάρχει στην εσωτριαδική ζωή ούτε ίχνος υποταγής και ιεραρχίας. Η πράξη γέννησης του Υιού και εκπόρευσης του Αγίου Πνεύματος, αν και φανερώνει μία αρχή στην Ύπαρξη της Αγίας Τριάδας, ωστόσο, λόγω αυτής της πράξης ούτε ο Υιός, ούτε το Άγιο Πνεύμα δεν είναι σε τίποτα πιο ελάχιστοι μπροστά στον Πατέρα. “Αλλ' όμως αι τρείς υποστάσεις συνδιαιωνίζουσαι εαυταίς είσι και ίσαι”.
Και αυτή την εικόνα της Τριαδικής Ύπαρξης πρέπει να μας φανερώνει η Εκκλησία. Και αν ρωτήσουμε, σε ποιες φόρμες ή με ποιες αρχές της ιστορικής εκκλησιαστικής ζωής μπορούμε να δούμε αυτή την εικόνα, τότε θα αναγκαστούμε να απαντήσουμε: σε δύο αρχές – της καθολικότητας και της αυτοκεφαλίας⁴. Μεταφέροντας αυτές τις έννοιες σε άλλο πεδίο, θα λέγαμε: στην αγάπη και στην ισότητα, στην ελευθερία και στο ομοούσιο· συμπτύσσοντας όλες αυτές τις έννοιες μαζί, καταλήγουμε: στην ελευθερία της καθολικής αγάπης και στην ισότητα του ομοούσιου.
Χρειάζεται να λέμε, πόσο μακριά είναι η εικόνα της ιστορικής ζωής της Εκκλησίας όπως την παρατηρούμε από έξω από την τελειότητα για την οποία προοριζόμαστε; Είμαστε τόσο μακριά από τον προορισμό μας, που πάψαμε να τον νιώθουμε και να τον καταλαβαίνουμε. Δεν έχουμε αγάπη, και γι' αυτό δεν είμαστε ικανοί για να γνωρίσουμε σε βάθος το ομοούσιο της πανανθρώπινης ύπαρξης και την ισότητα. Χάσαμε την αγάπη, και μετά έχουμε διχασμούς και μη χριστιανικές βλέψεις για υπερίσχυση εις βάρος των αδελφών.
Έχοντας χάσει την αγάπη, χάσαμε το καθοδηγούμενο Θείο φως και περπατάμε στο σκότος “του καπνώδη τύφου” και του θανάτου εξαιτίας του μίσους για τον αδελφό. Εμείς είμαστε αυτοί, για τους οποίους πρέπει να ισχύουν τα λόγια του Χριστού “Εσείς είστε το φως του κόσμου”, κι όμως εμείς γίναμε σκάνδαλο για όλους.
Πιο πάνω λέγαμε ότι τώρα στα έγκατα της Αγίας μας Εκκλησίας εμφανίστηκε μεγάλος κίνδυνος διαστρέβλωσης της δογματικής διδασκαλίας περί Αυτής, επομένως, και κίνδυνος διαστρέβλωσης της ύπαρξής Της, διότι η δογματική συνείδηση είναι οργανικά συνδεδεμένη με όλη την πορεία της εσωτερικής πνευματικής ζωής. Αλλάξτε στη δογματική σας συνείδηση κάτι, και αναπόφευκτα και αντίστοιχα θα αλλάξει και ο τρόπος της πνευματικής σας ύπαρξης. Και το αντίστροφο, η απόκλιση από την αλήθεια στην εσωτερική πνευματική ζωή θα οδηγήσει σε αλλαγές στη δογματική συνείδηση. Η απώλεια της δογματικής αλήθειας θα έχει ως αναπόφευκτη συνέπεια την απώλεια της δυνατότητας για αληθινή θεογνωσία, η πληρότητα της οποίας έχει δοθεί στην Εκκλησία. Η δογματική ομολογία της Εκκλησίας αποτελεί τέτοια οργανική, αδιαίρετη ολική ενότητα, από την οποία δεν μπορούμε αυθαίρετα να αφαιρούμε επί μέρους στοιχεία. Η διαστρέβλωση σε οτιδήποτε επί μέρους, θα έχει αντίκτυπο, οπωσδήποτε, και στο σύνολο. Αν τώρα εμείς παραμορφώσουμε τη διδασκαλία περί Εκκλησίας, και επομένως, όπως προαναφέραμε, και τον τρόπο της ύπαρξής Της, τότε πώς μπορεί Αυτή να υπηρετήσει τα τέκνα Της ως δρόμος προς την Αλήθεια; Θα ρωτήσετε, σε τι άραγε αυτή η διαστρέβλωση συνίσταται τώρα; Απαντάμε: στο νεοπαπισμό της Κωνσταντινούπολης, ο οποίος εξαιρετικά γρήγορα προσπαθεί να μεταφερθεί από τη φάση της θεωρίας στην πρακτική.
Γενικώς, οι παπικές τάσεις στον αμαρτωλό μας κόσμο είναι φυσικές. Αυτές είναι χαρακτηριστικές όχι μόνο για την Αρχαία Ρώμη, αλλά και για την Ανατολή, όπως πολλές φορές έχουν γεννηθεί στο Βυζάντιο. Ωστόσο, ο Θεός προφύλασσε μέχρι τώρα την Ανατολική Εκκλησία, και αυτές οι τάσεις έσβηναν, χωρίς να διαταράσσεται η βαθειά ειρήνη της Εκκλησίας. Τώρα δε θα ασχοληθούμε με το να μελετάμε τις αιτίες που προκάλεσαν στην εποχή μας τη νέα τόνωση αυτών των τάσεων. Η σκέψη μας στο παρόν δοκίμιο στρέφεται στην δογματική ουσία του ζητήματος, στο να δείξει ότι ο πάσης λογής παπισμός, είτε της Πρώτης Ρώμης είτε της Δεύτερης είτε της Τρίτης, είτε κάποιας οποιασδήποτε μεγάλης ή μικρής πόλης, είναι αντίθετος στην ίδια την ουσία της Εκκλησίας του Χριστού.
Η διδασκαλία περί Εκκλησίας βρίσκεται σε στενότατη συνάρτηση με τη δογματική διδασκαλία περί Αγίας Τριάδας και Ενσάρκωσης του Θεού, δηλαδή την Τριαδολογία και την Χριστολογία. Στην τελευταία, δηλαδή τη χριστολογική πτυχή της διδασκαλίας περί Εκκλησίας ήταν αφιερωμένα τα άρθρα του καθηγ.Β.Ν.Λόσκι, πρωθ.π.Ευγράφο Κοβαλέβσκι και εν μέρει του ιερομονάχου Σιλουανού στο προηγούμενο τεύχος του περιοδικού μας. Γι' αυτό, τώρα, δε θα επιμείνουμε σε αυτό και θα μιλήσουμε για εκείνα τα θέματα της διδασκαλίας περί Εκκλησίας, που πηγάζουν από την Τριαδολογία.
Το δόγμα μιλάει για την παντέλεια αγάπη της Θείας Τριενότητας, αγάπη που εξαιρεί το όποιο είδος κυριαρχίας του ενός Προσώπου στα άλλα. Κάθε φορά, όταν η χριστιανική σκέψη γλιστρούσε στο δρόμο του θεολογικού ορθολογισμού, βρισκόταν αδύναμη να κατανοήσει μια τέτοια μορφή της Ύπαρξης, και έτεινε, εξαιτίας του λογικού μονισμού που χαρακτηρίζει τον ορθολογισμό, στη σκέψη της ιεραρχικής δομής της Αγίας Τριάδας, με την έννοια της κυριαρχίας του Πρώτου Προσώπου, ως οντολογικής Αρχής, ή ότι τα Τρία Πρόσωπα της Αγίας Τριάδας θεωρούνταν ως τρόποι (“modus”) εμφάνισης της Μίας Θείας Ουσίας. Η πρώτη απόκλιση που σημειώθηκε στη θεολογική επιστήμη είναι γνωστή ως υποταγή (Subordinationism), η δεύτερη – ως τροπικός μοναρχιανισμός (modalistic monarchianism). Επειδή στην παρούσα στιγμή το ζήτημα αφορά στον παπισμό, ο οποίος εισάγει την αρχή της υποταγής στην ύπαρξη της Εκκλησίας, γι' αυτό θα ασχοληθούμε με αυτή την μορφή στρέβλωσης της τριαδολογίας, αφήνοντας στην άκρη το αντίθετό του – τον τροπικό μοναρχιανισμό.
Η υποταγή έπαιρνε διάφορες μορφές. Μερικές φορές εκφραζόταν με το να βλέπουμε την υποταγή της εσωτριαδικής ύπαρξης στην οντολογία, ανεξάρτητα από τη σχέση του Θεού προς τον κτιστό κόσμο. Παράδειγμα τέτοιας “οντολογικής” υποταγής είναι η περίπτωση του Ωριγένη. Μερικές φορές εκφραζόταν με το να βλέπουμε τη ελαττούμενη σημασία και δύναμη της Δεύτερης και της Τρίτης Υπόστασης σε σχέση με τη δημιουργία του κόσμου και την οικονομία της σωτηρίας. Παραδείγματα αυτής της “κοσμολογικής” ή “οικονομικής” υποταγής είναι οι περιπτώσεις του Τερτυλιανού και του Αρειανού. Στην εξέλιξή της, η οντολογική υποταγή φυσικά μεταβιβάζεται και στην “οικονομική”, και το αντίστροφο – η “οικονομική” και “κοσμολογική” υποταγή αποκτούν οντολογική διάσταση, με την προϋπόθεση ότι οι Υποστάσεις δεν ερευνώνται ως τρόποι (“modus”) της εμφάνισης του Θεού στον κόσμο.
Η Εκκλησία απορρίπτει κατηγορηματικά κάθε μορφή υποταγής, με την ομολογία περί Αγίας Τριάδας: “Και εν ταύτη τη Τριάδι ουδέν μείζον ή έλαττον· αλλ' όμως αι τρείς υποστάσεις συνδιαιωνίζουσαι εαυταίς είσι και ίσαι.”.
Η τριαδολογική υποταγή, μεταφερόμενη στη δομή της Εκκλησίας, καταλήγει σε μορφές παπισμού, που αντιστοιχούν στην μία ή στην άλλη μορφή της τριαδολογικής υποταγής. Έτσι, ο παπισμός της Ρώμης, που ανεβάζει τον επίσκοπο της Ρώμης σε βαθμό, που τον αποκόπτει από το υπόλοιπο σώμα της Εκκλησίας, που τον κάνει όχι μόνο μεγαλύτερο, αλλά και ετερούσιο, είναι ένα παράδειγμα εκκλησιολογικής υποταγής, που αντιστοιχεί στην οντολογική πτυχή της τριαδολογικής υποταγής του Αρειανού. Εδώ πρέπει να διευκρινίσουμε κάτι. Όταν υπαινισσόμαστε αντιστοιχία ανάμεσα στον παπισμό της Ρώμης και στην οντολογική πτυχή της αρειανικής υποταγής, δεν εννοούμε τη γένεση του Ρωμαιοπαπισμού, αλλά μια σύγχρονη μορφή του που προέκυψε μετά τη σύνοδο του Βατικανού το 1870. Εξελικτικά, όμως, ήταν αποτέλεσμα υπολειμμάτων της ειδωλολατρικής Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Αργότερα, στη δογματική συνείδησή του μπήκε η θεολογία του filioque, που οδήγησε σε ιδιαίτερο χριστοκεντρισμό. Μετά εισάγεται το χάσμα ανάμεσα στον Θεό και τον κόσμο· ο Χριστός γίνεται υπερβατικός στον κόσμο, και τη θέση του στη επίγεια Εκκλησία καταλαμβάνει ο επίσκοπος της Ρώμης· το δε Άγιο Πνεύμα ουσιαστικά χάνει την απόλυτη υποστατική ισότητά Του με τον Πατέρα και τον Υιό, και γίνεται μόνο δύναμη Χριστού, δύναμη, που προσφέρθηκε στην δικαιοδοσία και στην ευχέρεια του επίσκοπου Ρώμης.
Όλες οι ιστορικές διεργασίες, γενικώς, είναι εξαιρετικά και ανεξάντλητα σύνθετες, ως αποτέλεσμα της αλληλεπίδρασης ατέλειωτου αριθμού ετερογενών επιρροών, συνθηκών και βουλήσεων. Όταν μιλάμε εδώ συνοπτικά και σχηματικά για τον παπισμό της Ρώμης, αναφερόμαστε μόνο στη δογματική συμπύκνωσή του.
Ο σύγχρονος για μας παπισμός της Κωνσταντινουπόλεως βρίσκεται ακόμα σε εμβρυακή κατάσταση. Μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα των τελευταίων δύο-τριών δεκαετιών, σαν να ψάχνει έδαφος για τον εαυτό του. Ο παπισμός της Κωνσταντινούπολης, καθώς εξελίσσεται εξαιρετικά γρήγορα, έχει ήδη πολλές φορές αλλάξει πρόσωπό, και γι' αυτό δεν είναι εύκολο ακόμα να τον χαρακτηρίσουμε με σαφήνεια, όχι όπως η αργόσχολη πολυαιώνια εξέλιξη του ρωμαιοπαπισμού, που έφτασε στην τελευταία του φάση πρόσφατα (1870).
Οι ρώσοι οπαδοί του παπισμού της Κωνσταντινούπολης γεωγραφικά σχεδόν όλοι βρίσκονται στα όρια της Γαλλίας. Μέχρι το 1948, δε βλέπαμε σε αυτούς ούτε θεολογική ούτε κανονική συνειδητοποίηση της κατάστασής τους. Όπως οι ίδιοι προσωπικά παραδέχονται, έψαχναν, και έψαχναν πρώτα από όλα την “κανονική βάση”, για να μην αποκοπούν από το σώμα της Οικουμενικής Ορθόδοξης Εκκλησίας μετά από την αποκοπή τους από τη Μητέρα Ρωσική Εκκλησία. Για αυτό το σκοπό αυτοί αποδέχτηκαν πρώτα το προνόμιο δικαιωμάτων δικαιοδοσίας υπέρ της Κωνσταντινούπολης, “επειδή αυτή έχει πρωτείο στην Οικουμενική Εκκλησία” (?). Στη συνέχεια άρχισαν να ισχυρίζονται ότι η Κωνσταντινούπολη έχει δικαίωμα ανώτατου Εφετείου στην Οικουμενική Εκκλησία, έχοντας ξεχάσει την αιώνια πάλη της τελευταίας ενάντια στις απαιτήσεις της Ρώμης αναφορικά με αυτό το δικαίωμα· έχοντας ξεχάσει, ότι ακριβώς αυτές οι απαιτήσεις της Ρώμης οδήγησαν στη μεγάλη και τελεσίδικη διάσπαση των εκκλησιών (1054). Έχοντας ξεχάσει ότι στη Σύνοδο της Φλορεντίας, η Ρώμη πιο πολύ από τα υπόλοιπα απαιτούσε από την Ανατολή την αναγνώριση του δικαιώματος του ανώτατου εφετείου στην Οικουμενική Εκκλησία. Έχοντας ξεχάσει πολλούς κανόνες των Οικουμενικών και Τοπικών Συνόδων, που αρνούνται ανάλογο δικαίωμα για οποιαδήποτε Τοπική Εκκλησία. Έχοντας ξεχάσει την πάλη της ίδιας της Εκκλησίας της Κωνσταντινούπολης, η οποία έμενε αταλάντευτη στην ορθόδοξη θέση, όταν χρειαζόταν να παλέψει ενάντια στις απαιτήσεις της Ρώμης.
Μέχρι το 1946, ακολουθώντας τον Μητροπολίτη Ευλόγιο, αυτή η ομάδα σκεφτόταν την υποταγή της στην Κωνσταντινούπολη ως προσωρινή, και από εκείνη τη στιγμή, αυτοί θεώρησαν ότι απέκτησαν την “κανονική αλήθεια” και μετατοπίστηκαν κιόλας στη μόνιμη υποταγή, ψάχνοντας για αυτό όχι μόνο κανονικές αλλά και θεολογικές βάσεις. Με το που ανακήρυξαν τη Ρωμαιοκαθολική αρχή της “εξέλιξης”⁵, αποδέχτηκαν ότι η Κωνσταντινούπολη έχει εξαιρετικό δικαίωμα σε όλη την ορθόδοξη διασπορά στον κόσμο, αρνούμενοι κάτι αντίστοιχο για άλλες αυτοκέφαλες Εκκλησίες ως προς τη διασπορά τους. Μη έχοντας για αυτό καμία βάση ούτε στην κανονική δομή της Εκκλησίας, ούτε στην αιώνια πρακτική της, αυτοί, όπως η Πρώτη Ρώμη, άρχισαν να διεκδικούν αυτά τα δικαιώματα όχι με βάση τους κανόνες, αλλά με βάση προσταγές του “Ίδιου του Θεού”.
«Για την διαφύλαξη και εδραίωση της ενότητας της Εκκλησίας Ο ΘΕΟΣ (?) μας πρόσταξε να φυλάσσουμε όχι μόνο την ενότητα της πίστης και των ιερών θεσμών, όχι μόνο ενότητα στην αγάπη, αλλά και αδιαίρετη ΕΝΌΤΗΤΑ της ιεράς ιεραρχίας και της ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ τόσο ΣΕ ΟΙΚΟΥΜΕΝΗ ΟΛΟΚΛΗΡΗ, όσο και όπου υπάρχει η Εκκλησία. Γι' αυτό, από τα χρόνια των αποστόλων (?) η Αγία Εκκλησία (?), ή, καλύτερα να πούμε Ο ΙΔΙΟΣ Ο ΘΕΟΣ (?) πρόσταξε να είναι ένας από τους ανώτατους ιεράρχες με πρωτείο σε όλη την καθολική εκκλησία, σε κάθε δε περιφέρεια ή πόλη να είναι εξουσία ενός επισκόπου, ΤΟΥ ΤΟΠΟΤΗΡΗΤΗ ΤΟΥ ΥΙΟΥ ΤΟΥ ΣΤΗ ΓΗ, μαζί με το υποτασσόμενο σε αυτόν πρεσβυτέριο και με ομόψυχη συμφωνία με όλο τον ορθόδοξο λαό, ακόμα και αν αποτελείται από ανθρώπους διαφορετικής προέλευσης και γλώσσας. Η Αγία Εκκλησία δε γνωρίζει διαφορετική δομή». (Εκκλησιαστικές ειδήσεις. №21, 1949. “Επιστολή της Επαρχιακής Συνέλευσης”, σελ.2)⁶.
Πριν προχωρήσουμε στην περαιτέρω περιγραφή της “εξέλιξης” της κανονικής και εκκλησιολογικής συνείδησης αυτής της ομάδας, προτείνουμε να συγκρίνουμε τη διδασκαλία τους με τη διδασκαλία της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας. Να, για παράδειγμα, τι λέει ο ρωμαιοκαθολικός θεολόγος ιερέας Σ.Τισκέβιτς στη δική του “Διδασκαλία περί Εκκλησίας” (Παρίσι, 1931, σελ.232-233):
«Ο επίσκοπος Ρώμης έχει δικαιοδοσία: 1) Οικουμενική, που αφορά σε όλα τα ζητήματα διδασκαλίας της πίστης και διοίκησης όλων των τμημάτων της Εκκλησίας και άλλα· 2) Ανώτατη· στον πάπα προσφεύγουν ακόμα και οι επίσκοποι των απομακρυσμένων εκκλησιών, αυτός δικάζει ακόμα και πατριάρχες· χωρίς την επικύρωση του πάπα ορθόδοξη σύνοδος δε νοείται· 3) γενικευμένη, δηλαδή εμφανίζεται παντού όπου χρειάζεται παρέμβαση της ανώτατης αρχής, και όχι μόνο σε άκρως σπάνιες, εξαιρετικές περιπτώσεις· 4) άμεση, δηλαδή που εκτείνεται όχι μόνο σε όλους τους αρχιερείς, αλλά, όταν χρειάζεται, και άμεσα σε όλους τους κληρικούς ή λαϊκούς· 5) καθιερωμένη από τον Θεό και δανεισμένη απευθείας από τον Χριστό – Κεφαλή και Άγιο Πνεύμα, και όχι από το επισκοπάτο ή “το λαό της εκκλησίας”» (όλα τα υπογραμμισμένα είναι από τον ίδιο τον συγγραφέα, τον ιερέα Τισκέβιτς).
Το απόσπασμα από την “Επιστολή της Επαρχιακής Συνέλευσης” που αναφέραμε παραπάνω τελειώνει με τα ακόλουθα λόγια: “Αυτοί που διδάσκουν άλλα πράγματα, δε διδάσκουν περί του Κυρίου, και σπέρνουν σύγχυση και έχθρα”. Από τα λόγια αυτά φαίνεται, ως ποιο βαθμό είναι σίγουροι τώρα ότι βρήκαν την αλήθεια. Ο Ιερέας Αλέξανδρος Σμέμαν, στη διαμάχη του με τον πρωθ.Μιχαήλ Πόλσκι, στο δοκίμιό του “Η Εκκλησία και η δομή της Εκκλησίας” ισχυρίζεται το εξής:
«Κατά πάσα πιθανότητα, οι ομοϊδεάτες του π.Μιχαήλ Πόλσκι δε θα χάσουν ευκαιρία να μας ειρωνευθούν και να μας θυμίσουν το “φιδωτό δρόμο” και τις “δικαιοδοτικές πολυμορφίες” της επαρχίας μας. Και τι, εμείς δε διεκδικούμε, όπως ο π.Μ.Π το αλάθητο (?). Η επαρχία μας, πράγματι, πολλές φορές βίωνε βαθιές αναταραχές και κρίσεις. Αλλά εμείς νομίζουμε ότι, κάθε φορά, σε αυτές τις αναζητήσεις για τον ορθό δρόμο, την προσεκτικότητα, την καθολικότητα του όλου εκκλησιαστικού οργανισμού υπήρχε περισσότερη εκκλησιαστικότητα, παρά στην αλαζονικό αλάθητο της Συνόδου Επισκόπων του Εξωτερικού. Οι πτώσεις και τα λάθη πάντοτε μπορούν να υπάρξουν στην εκκλησιαστική ζωή, και υπάρχουν αρκετά στην ιστορία της Εκκλησίας... Στις τραγικές συνθήκες της μετανάστευσης, αυτή η αναζήτηση ήταν πολλές φορές δύσκολη, και όποιες και να ήταν οι συγκεκριμένες αιτίες, που παρότρυναν τον Μητροπολίτη Ευλόγιο να απευθυνθεί στην Κωνσταντινούπολη, και όπως και να καταλαβαίνει ο ίδιος την πράξη αυτή, η ουσία δε βρίσκεται σε αυτή την υποκειμενική και ψυχολογική πλευρά. Σημαντικό είναι το ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΟ και ΥΠΟΚΕΙΜΕΝΙΚΟ νόημά της. Όσο προχωρούν τα πράγματα, άλλο τόσο περισσότερα καταλαβαίνουμε την εσωτερική εκκλησιαστική της ορθότητα. Ακριβώς, με αυτή την πράξη του Μητροπολίτη Ευλόγιου έσπασε ο φαύλος κύκλος των κάθε υποκειμενικών και τυχαίων προσεγγίσεων στην εκκλησιαστική δομή και αποκτήθηκε στέρεα κανονική βάση» (σελ.22)
Παρόμοια πεποίθηση έχουν και άλλοι εκπρόσωποι αυτής της ομάδας. Στα έγγραφα της Επαρχιακής Συνέλευσης, που εκδόθηκαν στις “Εκκλησιαστικές Ειδήσεις”, αρ.21, συναντάμε και τέτοιες εκφράσεις:
«Δε θα καταφέρουμε να εγκαταστήσουμε την εκκλησιαστική ενότητα, εάν δεν ακουστεί από το ύψος του Οικουμενικού Θρόνου η ΕΓΚΥΡΗ ΦΩΝΗ ΤΟΥ ΠΡΩΘΙΕΡΑΡΧΟΥ και ΑΡΧΗ – ΑΡΧΗΓΟ ΟΛΗΣ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ, υποχρεωτική τόσο για μας, όσο και για την Σύνοδο του Μονάχου» ⁷ (σελ.7)
«Στον Οικουμενικό Θρόνο ανήκει η φροντίδα όλων των εκκλησιαστικών υποθέσεων, που δεν μπορούν να τακτοποιηθούν με δυνάμεις άλλων Τοπικών Εκκλησιών. Αυτή η εξουσία ανήκει στον Οικουμενικό Θρόνο όχι επειδή είναι της Κωνσταντινούπολης ή ελληνικός, αλλά επειδή κατέχει το πρωτείο στην Οικουμενική Εκκλησία» ⁸ (σελ.3)
«Η Οικουμενική Εκκλησία δεν καθοδηγείται μόνο από τις Οικουμενικές Συνόδους, οι οποίες συγκαλούνται μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις, αλλά και από την ΜΟΝΙΜΗ ΜΟΝΟΠΡΟΣΩΠΗ ΗΓΕΣΙΑ ΤΟΥ ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΙΕΡΑΡΧΟΥ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ. Τέτοιος ιεράρχης κάτοχος του πρωτείου ήταν, πριν πέσει στην καθολική (?) αίρεση ο Πάπας Ρώμης, μετά από αυτόν είναι ο Πατριάρχης της Κωνσταντινούπολης» ⁹ (σελ.16).
Από όλες τις εκφράσεις των εκπροσώπων αυτού του εκκλησιαστικού ρεύματος δεν είναι δύσκολο να διαπιστώσουμε, με ποιό τρόπο έφτασαν σε αυτά τα συμπεράσματα. Έχοντας κατανοήσει πολύ ορθά την κανονική αρχή της τοπικής μονοπρόσωπης διοίκησης, κάτι που στην Εκκλησία δεν πάει πιο πέρα από την ξεχωριστή επισκοπική επαρχία (34 Αποστ.Κανονας), αυτοί “την επεκτείνουν μέχρι “τέλους”¹⁰, έως την ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΗ ΚΛΙΜΑΚΑ. Και εδώ εμείς ξανά βλέπουμε την πλήρη αντιστοιχία με τον καθολικισμό.
«Στον αγώνα του Χριστού και στην Αγία Εκκλησία, που είναι καρπός αυτού του αγώνα, δεν υπάρχει τίποτα ανολοκλήρωτο, μισό, μονόπλευρο: όλα σε αυτά φτάνουν “μέχρι το τέλος”. Η υπόθεση του Χριστού δεν ξέρει ούτε κενά, ούτε διαθλάσεις ούτε γκρεμούς. Έτσι, για παράδειγμα, η λογική άνοδος στα σκαλιά της εκκλησιαστικής ιεραρχίας δε σταματάει στο βαθμό του επισκόπου ή του πατριάρχη, αλλά στον παπισμό φτάνει στην απαιτούμενη από την θεανθρώπινη ουσία της Εκκλησίας φυσική τελειότητα: η ιεραρχία των ποιμένων και αρχιποιμένων της Εκκλησίας είναι συνδεδεμένη “μέχρι το τέλος”, σε αυτή δεν λείπει η ουσιαστική αρχή, χωρίς την οποία δε θα ήταν μία ιεραρχία, αλλά μόνο ομάδα μερικών ιεραρχιών» (Τισκέβιτς, δελ.280-281)
Εδώ θα σταματήσουμε λίγο. Πιο πάνω αναφέραμε ότι κάθε φορά που η χριστιανική σκέψη διολισθαίνει στο δρόμο του θεολογικού ορθολογισμού, είναι αδύναμη να κατανοήσει την εικόνα της Θείας Ύπαρξης. Και αυτό επειδή τείνει, εξαιτίας του λογικού μονισμού που είναι χαρακτηριστικό στοιχείο του ορθολογισμού, να κατανοεί είτε τη δομή υποταγής της Αγίας Τριάδας με την έννοια της υπεροχής του Πρώτου Προσώπου ως οντολογικής αρχής, είτε (να κατανοεί) τα Τρία Πρόσωπα της Αγίας Τριάδας με τη Σαβελλιανή έννοια, ως τρόπους (modus) της εμφάνισης της Μίας Θείας Ουσίας. Αυτή η μοιραία διολίσθηση στο λογικό μονισμό οδήγησε σε μια σειρά από αιρέσεις. Στην προσπάθειά του να φτάσει “τη λογική άνοδο” “μέχρι τέλους”, ο θεολογικός ορθολογισμός φτάνει μέχρι και σε παραλογισμούς. Η δυσκολία όμως στην περίπτωσή του βρίσκεται στο ότι πολύ ορθά εντοπίζει πότε τη μια και πότε την άλλη πτυχή της αλήθειας.
Επειδή η επίγεια Εκκλησία δεν αποτελείται από μέλη που είναι ήδη τέλεια, που να μπορεί δηλαδή ο καθένας να χωρέσει όλη την πληρότητα της διδασκαλίας και της ζωής της Εκκλησίας, αλλά αποτελείται από ανθρώπους που γεννιούνται, μεγαλώνουν, εξελίσσονται με τη βοήθεια της εκπαίδευσης, γίνεται αναγκαία η συνύπαρξη των δασκάλων και διδασκομένων, πνευματικών πατέρων και πνευματικών τέκνων, επομένως και ιεραρχίας. Υπολογίζοντας αυτή την αναγκαιότητα στη ζωή της Εκκλησίας, ο Ρωμαιο-παπισμός επέκτεινε την ιεραρχική δομή “μέχρι τέλους”, αίροντας από όλο το σώμα της Εκκλησίας ένα επίσκοπο ως μοναδικό φορέα του χαρίσματος του αλάθητου, και με αυτό έχασε την εικόνα της ύπαρξης της Αγίας Τριάδας, το ομοούσιό Της και ισότητα των Υποστάσεων στην ύπαρξη της Εκκλησίας.
Το αντίθετο βλέπουμε στον προτεσταντισμό. Έχοντας δει στην πνευματική ύπαρξη του ανθρώπου μια από τις πραγματικές πτυχές της αλήθειας, συγκεκριμένα, τον προορισμό του κάθε ανθρώπου στην πληρότητα της άμεσης θεοκοινωνίας, την επέκτεινε μέχρι το τέλος, και με αυτό πήγε στο άλλο άκρο – την υπεροχή του υποκειμενικού, του ατομικού, κατ' ανάγκη μονομερούς, κάτι που για αυτό το λόγο οδηγεί στο διαχωρισμό και την απώλεια της οργανικά ενιαίας ύπαρξης, κατ' εικόνα της συνολικής ομοούσιας ύπαρξης της Αγίας Τριάδας.
Η μονομέρεια, και η επέκταση μίας από τις πτυχές της αλήθειας “μέχρι τέλους”, μέχρι την απορρόφησή της από τις άλλες πτυχές, αυτό είναι το χαρακτηριστικό πολλών αιρέσεων, που προέκυψαν από τον ορθολογισμό.
Να μεταφερθούμε στην τελευταία και πιο σημαντική έκφραση του παπισμού της Κωνσταντινούπολης, στην Εγκύκλιο του Πατριάρχη Αθηναγόρα, που εκδόθηκε την εβδομάδα της Ορθοδοξίας, το 1950. Εδώ διαπιστώνουμε ότι η παρομοίωση με την Πρώτη Ρώμη γίνεται όλο και πιο εμφανής· στην ουσία, ο συλλογισμός είναι ότι αφού η Πρώτη Ρώμη ξέπεσε, τότε στη θέση της μπαίνει η Δεύτερη Ρώμη με ίδια δικαιώματα, με ίδια επιχειρήματα. Σε αυτήν την Εγκύκλιο ο Πατριάρχης Αθηναγόρας ονομάζει την έδρα του, το Πατριαρχείο Κωνσταντινούπολης, “Φωτοδότη στήλη”, “λαμπερό προπύργιο της Ορθοδοξίας και Θεόκτιστο βράχο”, “κρίκο που συνδέει ενωτικά όλη την ιστορία της Ορθόδοξης Εκκλησίας”, “Οικουμενικό Θρόνο και Κέντρο, προς τον οποίο είναι στραμμένα τα βλέμματα όλου του γνωστού κύκλου των Εκκλησιών, κέντρο, το οποίο οργανώνει και δεσμεύει όλες τις Ορθόδοξες εκκλησίες, οι οποίες αυτοδιοικούνται σύμφωνα με την εκκλησιαστική και κανονική έγκριση... “οι οποίες μόνο δια μέσου αυτής της Εκκλησίας-Μητέρας, δηλαδή δια μέσου της επαφής μαζί της.... ενώνονται με το σώμα της Μίας, Αγίας, Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας”... “Η Εκκλησία-Μητέρα, η όλη ύπαρξη της οποίας ήταν ασταμάτητη πάλη για τη διαφύλαξη της πίστης και της αρετής των προγόνων, για την ευστάθεια των Αγίων του Θεού εκκλησιών και για τη σωτηρία της κάθε χριστιανικής κοινότητας, έχει πλήρες δικαίωμα να απαιτεί για την εαυτό της την πρέπουσα ευλάβεια των τέκνων της και να προσμένει την εκούσια και ολοκληρωτική εκτέλεση των υποχρεώσεών τους απέναντι σε αυτήν”¹¹.
Αν θέλουμε να αποδώσουμε συνοπτικά σε θεολογική φόρμουλα την νεότερη αυτή φάση του παπισμού της Κωνσταντινούπολης, μπορούμε να τη παραλληλίσουμε με την υποταγή του Τερτυλιανού. Ο Τερτυλιανός δεν αρνείται το ομοούσιο του Πατρός και του Υιού, αλλά στη δική του στωϊκή προσέγγιση για την ουσία, την αντιλαμβάνεται ως διαιρετή, μια διαίρεση που δεν είναι σε ίσα μέρη: Ο Πατέρας – όλα, ο Υιός – μέρος. Έτσι και η Κωνσταντινούπολη. Δεν εγκαθιστά ακόμα το ετερούσιο σε άλλες αυτοκέφαλες Εκκλησίες, αλλά τις αντιλαμβάνεται μικρότερες μπροστά της: η Κωνσταντινούπολη – όλα, Αυτή είναι η Οικουμενική Εκκλησία¹², και όλες οι άλλες – μέρη, και στο βαθμό που έχουν σχέση με την Κωνσταντινούπολη ανήκουν στην Οικουμενική Εκκλησία.
Χρειάζεται να λέμε ότι και αυτή η μορφή παπισμού είναι εκκλησιαστική αίρεση, όπως και ο παπισμός της Ρώμης; Χρειάζεται να λέμε ότι αν εμπεδωθεί στη ζωή της Εκκλησίας, αναπόφευκτα αυτός θα συντελέσει στην αλλοίωση της όλης πνευματικής εικόνας της ύπαρξής μας; Καθώς συνδέει, όπως η Πρώτη Ρώμη, ιδιαίτερα δικαιώματα εξουσίας και διδασκαλίας στην Εκκλησία με τον τοπικό χαρακτήρα (και όσον αφορά στην Κωνσταντινούπολη, πρέπει να συμπληρώσουμε και τον φυλετικό (ελληνικό) χαρακτήρα), μας επιστρέφει στις εποχές για τις οποίες διαβάζουμε στο Ευαγγέλιο:
“Οι προπάτορές μας λάτρεψαν τον Θεό σ' αυτό το βουνό· εσείς όμως λέτε ότι στα Ιεροσόλυμα βρίσκεται ο τόπος όπου πρέπει κανείς να τον λατρεύει” (Ιω 4,20).
Ο Πατριάρχης Αθηναγόρας εξαρτά τη συμμετοχή στην Οικουμενική Εκκλησία από τη σχέση με την Κωνσταντινούπολη. Εμείς από παλιά μάθαμε να σκεφτόμαστε και να πιστεύουμε πολύ διαφορετικά.
«Η μία Εκκλησία είναι, πρώτα από όλα, η Αγία Εκκλησία. Αλλά άγιος στην ουσία είναι “Είς Κύριος”, και η Εκκλησία είναι αγία επειδή αγιάζεται από τον Κύριο, επειδή κοινωνά τη Θεία ζωή και επειδή η ενότητα του Θεού και η ένωση της Εκκλησίας με τον Κύριο είναι η πηγή ενότητας της Εκκλησίας. Η Εκκλησία είναι μία επειδή έχει μία πηγή αγιότητας και δεν μπορεί παρά να είναι μία λόγω της αγιότητάς Της. Η Εκκλησία είναι αγία όχι σε συνάρτηση με κάποιο μέρος ούτε χάρη σε κάποιο μέρος. Η Εκκλησία είναι αγία παντού, επειδή, όπως έγραφε η Σύνοδος της Καρθαγένης στον πάπα Κελεστίνο: “Ούτε γαρ μία και εκάστη παροικία ελογίσαντο ελλείπειν την χάριν του αγίου Πνεύματος”. Η Εκκλησία είναι μία, όπως τα κλαδιά με το κλήμα στο αμπέλι, επειδή είναι ενωμένη με τον Χριστό, την Πηγή ζωής Του (Ιω 15,1-5). Ο Χριστός προσεύχεται οι μαθητές Του “να είναι ένα μεταξύ τους” μέσω από τη διαδικασία ανύψωσής τους δια Αυτού ως την ζωή του Θεού (Ιω. 17, 22-23). Όταν ο Απόστολος Παύλος μιλάει για την ενότητα της Εκκλησίας, δεν την εξαρτά από την υποταγή σε μία διοίκηση, αλλά από την κοινωνία του ενός άρτου Σώματος και Αίματος του Κυρίου (Α' Κορ. 10, 14-17) και από την κυριαρχία μίας Κεφαλής – του Χριστού στην Εκκλησία » (Εφ. 4, 15-16) (Περιοδικό του Πατριαρχείου Μόσχας, 1948, τεύχος 8, σελ.68).
«Αντλώντας τον αγιασμό της απευθείας από το Πνεύμα του Θεού, η κάθε τοπική Εκκλησία παραμένει αυτάρκης, αλλά επειδή αυτή η πηγή του αγιασμού είναι μία, γι' αυτό παραμένει και η Εκκλησία μία. Κανένα κοινό επίγειο κέντρο, στο οποίο πρέπει να υποτάσσονται όλες οι τοπικές Εκκλησίες, δεν μπορεί να υπάρχει, επειδή η ύπαρξη ενός τέτοιου επίγειου κέντρου, με δεδομένη την ύπαρξη του κοινού ουράνιου κέντρου, θα προκαλούσε δυϊσμό στην Εκκλησία και θα παραβίαζε την ενότητά της» (καθηγ.Σ.Β.Τρόϊτσκι, ¨Περί εκκλησιαστικής αυτοκεφαλίας¨. Περιοδικό του Πατριαρχείου Μόσχας, 1948, τεύχος 7. σελ.34).
Η εφαρμογή στη ζωή των διατάξεων του Πατριάρχη Αθηναγόρα θα μας οδηγούσε στην απώλεια της αληθούς ενότητας, που χαρακτηρίζει την Εκκλησία του Χριστού, για την οποία ο μεγάλος Χομιακόβ λέει το εξής:
«Η ενότητα αληθινή, εσωτερική, καρπός και έκφανση της ελευθερίας· ενότητα, η οποία δεν βασίζεται στον επιστημονικό ορθολογισμό ούτε σε μια αυθαίρετη συμβατική καθιέρωσή της, αλλά στον ηθικό νόμο της αμοιβαίας αγάπης και προσευχής· η ενότητα, η οποία παρά τις διαφοροποιήσεις βαθμού στις ιεραρχικές αρμοδιότητες κατά την τέλεση μυστηρίων, κανένας δεν υποδουλώνεται, αλλά όλοι καλούνται εξίσου να μετέχουν και να συνεργάζονται στο κοινό έργο, δηλαδή: η ενότητα η οποία είναι υπόθεση Θείας χάριτος, και όχι ανθρώπινο επίτευγμα, τέτοια είναι η ενότητα της Εκκλησίας» (Περί δυτικής ομολογίας 3).
Επίσης εκεί αναφέρεται στην ενότητα, που είναι χαρακτηριστική στον παπισμό· ότι αυτή “είναι μόνο ενότητα υπακοής στην κεντρική εξουσία· είναι υποδούλωση των χριστιανών στο δόγμα, στο οποίο οι ίδιοι δε συμβάλλουν και το οποίο πρέπει πάντα να παραμένει ως κάτι έξω από αυτούς”. Και ακόμα:
“Η Εκκλησία δεν ξέρει συναλλαγές στα δόγματα και στην πίστη. Αυτή απαιτεί πλήρη ενότητα, όχι λιγότερα· για αυτό Αυτή δίνει ως αντάλλαγμα την πλήρη ισότητα, επειδή ξέρει την αδελφοσύνη, αλλά δεν ξέρει την ιδιότητα του υπηκόου” (Περί δυτικής ομολογίας 1).
«Η Εκκλησία-Μητέρα ... έχει πλήρες δικαίωμα να απαιτεί για την εαυτό της την πρέπουσα ευλάβεια των τέκνων της και να προσμένει την εκούσια και ολοκληρωτική εκτέλεση των υποχρεώσεών τους απέναντι σε αυτήν». Ο Πατριάρχης Αθηναγόρας στην έκκληση αυτή, ακολουθώντας το παράδειγμα των Παπών Ρώμης, την απευθύνει άμεσα σε όλους τους ορθόδοξους χριστιανούς του κόσμου ώστε να υποταχθούν σε αυτόν, επιχειρηματολογώντας ότι η Κωνσταντινούπολη είναι η Μητέρα των Εκκλησιών. Τώρα δε θα ασχοληθούμε με το ερώτημα για ποιόν και σε ποιο βαθμό, η Κωνσταντινούπολη υπήρξε Μητέρα των Εκκλησιών· ας υποθέσουμε, ότι πράγματι μπορεί να ανακηρύξει τον εαυτό της κοινή Μητέρα για όλες τις Εκκλησίες. Έτσι και αλλιώς, το να συμπεραίνεις την υποταγή από το γεγονός ότι ιστορικά ήταν Μητέρα θα συνιστά υποχώρηση από την ορθόδοξη τριαδολογία, σύμφωνα με την οποία η ύπαρξη πατρός ή τέκνου δεν εξαλείφει την πληρότητα της ισότητας. Αυτός που Γεννάται από την ουσία είναι ίσος με αυτόν που Γέννησε. Έτσι το αντιλαμβάνονταν οι Άγιοι Πατέρες (ο Γρηγόριος Θεολόγος). Αυτό καταλάβαιναν και οι αρχαίοι εβραίοι, “... αλλά και τον Θεό τον ονόμαζε Πατέρα Του, εξισώνοντας τον Εαυτό του με τον Θεό” (Ιω 5,18).
Το ότι στη ζωή της Εκκλησίας το γεγονός της μητρότητας δεν αναγνωριζόταν ως βάση για πρωτείο και εξουσίας και τιμής, με πολύ καθαρότητα μπορεί να το δει κανείς στο παράδειγμα της Εκκλησίας Ιερουσαλήμ, η οποία είναι η μοναδική αναμφισβήτητη Μητέρα όλων των Εκκλησιών, μη εξαιρώντας και την Εκκλησία της Πρώτης Ρώμης. Η Ρώμη καυχιέται για τον τάφο του Πέτρου. Στα Ιεροσόλυμα βρίσκεται ο Παμφώτιστος Τάφος του Ίδιου του Σωτήρος του κόσμου. Η Ρώμη καυχιέται για το “πορφυρό αίμα” του Πέτρου και Παύλου. Στα Ιεροσόλυμα έχυσε το Θείο Αίμα Του ο Λυτρωτής του κόσμου. Η Ρώμη καυχιέται για τη δόξα της “αιώνιας πόλης”. Στα Ιεροσόλυμα δίδασκε, έπασχε και αναστήθηκε ο Μεγάλος Βασιλέας της Δόξας – ο Κύριος. Εκεί, στο όρος των Ελεών, ευλόγησε τους Μαθητές και εν δόξη αναλήφθηκε εις τους ουρανούς. Εκεί, στο υπερώο της Σιών, έγινε η επιφοίτηση του Αγίου Πνεύματος στους Αποστόλους και τους συν αυτοίς, δηλαδή στην Οικουμενική Εκκλησία. Εκεί πέρασε τη ζωή της η Παναγία Θεοτόκος. Εκεί έλαβε μέρος η Πρώτη Αποστολική Σύνοδος υπό την προεδρία του Ιακώβ, Αδελφού του Θεού. Και ωστόσο, παρ' όλα αυτά, κατά την περίοδο μέχρι την Πρώτη Οικουμενική Σύνοδο έχασε και το αυτοδιοίκητό της και υποτασσόταν στον Μητροπολίτη της Καισαρίας της Παλαιστίνης.
Θεωρούμε ως ένα από τα ουσιαστικότερα στοιχεία στην Εγκύκλιο του Πατριάρχη Αθηναγόρα την τάση να ανατινάξει την αρχή της ισότητας της αξίας των Αυτοκέφαλων Τοπικών Εκκλησιών, ή να το πούμε αλλιώς, την έναρξη της πάλης ενάντια στην αρχή της “Αυτοκεφαλίας”. Για πρώτη φορά, από όσο ξέρουμε, αυτή η σκέψη είχε πέσει στην Αθηναϊκή “Εκκλησιαστική Φωνή”, μετά την άρση του σχίσματος της Βουλγαρίας (1945). Κάποιος Σπεράντζας, έχοντας υπάρξει για κάποιον περίοδο διοικητικός επόπτης της Συνόδου της Αθηναϊκής Ελλαδικής Εκκλησίας, αγανακτισμένος από το γεγονός της άρσης αυτού του σχίσματος από το Πατριαρχείο Κωνσταντινούπολης που έγινε κάτω από την επιρροή της Μόσχας και χωρίς την προαπαιτούμενη άδεια των Αθηνών, δημοσίευσε στην “Εκκλησιαστική Φωνή” μια σειρά από άρθρα, γεμάτα τελείως απίστευτες προσβολές όχι μόνο προς την Βουλγαρική, αλλά και προς τη Ρωσική και όλες τις άλλες σλαβικές Ορθόδοξες Εκκλησίες· πέρα από αυτό, από την άλλη, ο Σπεράντζας καθώς ερμήνευε την αδελφική πρόσκληση προς την Κωνσταντινούπολη στην ενθρόνιση του Πατριάρχη Μόσχας ως απόπειρα αναζήτησης από τη μεριά της Μόσχας στηρίγματος για τον εαυτό της στο κύρος του Πατριαρχείου Κωνσταντινούπολης, έθεσε ζήτημα ανύψωσης του οικουμενικού κύρους της Κωνσταντινούπολης και ακαταλληλότητας της αρχής της αυτοκεφαλίας (δεν έχουμε μαζί μας τα τεύχη αυτών των περιοδικών και μιλάμε από τη μνήμη).
Δύο κυρίως ρώσοι θεολόγοι αναφέρθηκαν με αυτή την έννοια στο θέμα, ο καθηγητής πρωθ.Β.Ζενκόβσκι και ιερέας Α.Σμέμαν. Μπερδεύοντας την εκκλησιαστική έννοια της “αυτοκεφαλίας” με τη μη εκκλησιαστική έννοια του “εθνικού”, αυτοί αρνούνται και το ένα και το άλλο, στο όνομα του “οικουμενικού”, γκρεμίζοντας με αυτό τον τρόπο την αρχική δομή της Οικουμενικής Εκκλησίας.
«... Μήπως παρέκκλινε ο χριστιανισμός, - διερωτάται ο καθηγητής Ζενκόβσκι, - που επέτρεψε τη σύσταση των λεγόμενων (?) εθνικών εκκλησιών, και εκτός από αυτό, ότι ο χριστιανισμός, επειδή τον έβαζαν (?) σε υπερβολικά στενά περιθώρια, προβάλλονταν στους ανθρώπους χωρίς όλη την πληρότητά του» (“Αγγελιοφόρος του Ρωσικού Φοιτητικού Χριστιανικού Κινήματος”, Μόναχο, 1949, τεύχος 11-12, σελ.10).
Δεν είναι εύκολο να παραθέσουμε ένα σύντομο απόσπασμα από δοκίμιο του νέου ταλαντούχου θεολόγου ιερέα, Α.Σμέμαν. Στο ίδιο συμπέρασμα οδηγείται και ο ίδιος, όπως και ο καθηγητής Β.Ζενκόβσκι, επειδή λανθασμένα μεγαλοποιεί το ρόλο της τυχαίας συγκυρίας στη ζωή της Εκκλησίας, δηλαδή – εθνικής. Ωστόσο, πιο αντικειμενικός στις έρευνές του σε σχέση με τους μεγαλύτερους στην ηλικία συναδέλφους του, αυτός πλησίασε στον εντοπισμό της κύριας αιτίας, η οποία πραγματικά προξένησε κάποια όξυνση αυτής της συγκυρίας στη ζωή των διακριτών τοπικών εκκλησιών, που είναι ο εκκλησιαστικός και πολιτικός στενός εθνικός ιμπεριαλισμός των Ελλήνων.
«Σύμφωνα με το σκεπτικό της εποχής του Βυζαντίου, το βάπτισμα νέων λαών φυσικά σήμαινε την ένταξή τους στον ενιαίο αυτοκρατορικό θρησκευτικό-κρατικό οργανισμό, τους υπότασσε δηλαδή στο οικουμενικό ορθόδοξο βασίλειο. Όμως, αντικειμενικά, αυτό το βασίλειο εδώ και πολύ καιρό έχει χάσει τον δικό του αληθινό οικουμενικό, υπερεθνικό χαρακτήρα, με αποτέλεσμα για τους νεοβαπτισθέντες λαούς η βυζαντινή ιδεολογία πολύ συχνά αποκτούσε τα χαρακτηριστικά ενός ελληνικού εκκλησιαστικο-πολιτικού ιμπεριαλισμού» (σελ.11)
Μιλώντας στη συνέχεια για τη “διάσπαση της οικουμενικής συνείδησης στην Ορθοδοξία” (?), ο ίδιος καταλήγει στο να συγχέει την έννοια της αυτοκεφαλίας με την έννοια της εθνικότητας και ανεξαρτησίας με τον ακόλουθο τρόπο:
«Ο κύριος σκοπός κάθε λαού-κράτους πλέον είναι με κάθε τρόπο να κατακτήσει την αυτοκεφαλία, που νοείται ως ανεξαρτησία της εθνικής αυτής Εκκλησίας από τα παλιά ανατολικά κέντρα, πρώτα από όλα την Κωνσταντινούπολη... δεν μπορούμε να αρνούμαστε ότι στη βάση αυτής της θλιβερής διαδικασίας βρίσκεται, πρώτα από όλα, ο εκφυλισμός του βυζαντινού ουνιβερσαλισμού σε ελληνικό εθνικισμό. Είναι σημαντικό να καταλάβουμε ότι αυτή η εξίσωση των εννοιών της αυτοκεφαλίας και της ανεξαρτησίας είναι τυπικό φαινόμενο του νέου πνεύματος που εμφανίστηκε τότε στην Εκκλησία και το οποίο φανερώνει ότι η εκκλησιαστική συνείδηση άρχισε από μέσα να ορίζεται ως κρατικο-εθνική, αντί η ίδια να τα προσδιορίζει και να τα διαφωτίζει». (απόσπ.του έργου, σελ.13).
Δε θα ασχοληθούμε άλλο με ανάλυση των όσων υποστηρίζει ο συγγραφέας. Να πούμε μόνο ότι δε συμφωνούμε με τα συμπεράσματά του, και την διαφωνία μας θα την εκφράσουμε σχεδόν με τα λόγια του ίδιου του συγγραφέα, αλλάζοντας το νόημά τους και προσθέτοντας δικές μας διατυπώσεις με τα αντίθετα. Δηλαδή, νομίζουμε ότι παρ' όλο που με την αναζήτηση της εκκλησιαστικής δομής των νεοβαπτισθέντων λαών είχαν εισαχθεί εθνικές και πολιτικές κατηγορίες, ωστόσο δεν είναι αυτές αλλά είναι η ΙΔΙΑ Η ΟΥΣΙΑ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ, ως θεαθρώπινος οργανισμός, που ΟΡΙΣΕ ΤΙΣ ΜΟΡΦΕΣ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗΣ ΔΟΜΗΣ. Το συμπέρασμά μας, που είναι αντίθετο στο συμπέρασμα του ιερέα Α.Σμέμαν, θεμελιώνεται με το αναμφίβολο γεγονός ότι οι μορφές αυτές δεν ήταν καθόλου νέα επινόηση των εθνικο-κρατικών συνειδήσεων, αλλά υπήρχαν εξαρχής στην Εκκλησία και έχουν προωθηθεί στους νέους χριστιανικούς λαούς.
Ας συνεχίσουμε την διερεύνηση του ζητήματος περί της αρχής της αυτοκεφαλίας. Το γεγονός ότι η Κωνσταντινούπολη αρχίζει να αντιπαλεύει τώρα την αρχή της αυτοκεφαλίας, δε μας εκπλήσσει καθόλου: καθώς αυτή είναι η φύση κάθε παπισμού. Με τον “αυτοκεφαλισμό” δε συμμορφώνεται ούτε ο Ρωμαιοκαθολικισμός. Να τι λέει ο ως άνω αναφερόμενος ρωμαιοκαθολικός θεολόγος ιερ.Τισκέβιτς στη δική του “Διδασκαλία περί Εκκλησίας”:
«Στην οικουμενική Εκκλησία επιτρέπονται οι τοπικές εκκλησίες, ως μέρη ενός οργανισμού, ως παρακλάδια που εξαρτώνται από ένα κεντρικό κορμό, αλλά όχι ως εντελώς ανεξάρτητοι, ολοκληρωμένοι, αυτοκέφαλοι εκκλησιαστικοί σχηματισμοί, που ενώνονται μόνο λόγω της εξωτερικής εμφάνισής τους, του κοινού πνεύματος και μίας πίστης. Στην Εκκλησία επιτρέπεται να ενισχύεται ή να μειώνεται ο “κεντρισμός” ανάλογα με τις συνθήκες χρόνου και τόπου· αλλά σε καμία περίπτωση δεν επιτρέπεται ο πλήρης αυτοκεφαλισμός των τοπικών εκκλησιών: Η Εκκλησία θα γινόταν πολυκέφαλη, κάτι που είναι αδιανόητο από άποψη της θεανθρώπινης φύσης της» (σελ.34).
«... τα θρησκεύματα, στα οποία επιτρέπεται ο κατακερματισμός της Εκκλησίας σε αιρέσεις (?) ή μόνο σε ανεξάρτητα κέντρα, εντελώς ελεύθερες “αυτοκεφαλίες”, δεν μπορούν να είναι η αληθινή Εκκλησία ή μέρος ενός συνόλου, “όπως το κλαδί”. Στην Εκκλησία μπορεί να είναι μόνο μία ιεραρχία. Η ομοσπονδία ορισμένων εντελώς ανεξάρτητων ιεραρχιών αντιτίθεται στην ουσία της. Πλήρης αυτονομία διακριτών μερών δεν είναι επιτρεπτή στην Εκκλησία. Η Εκκλησία δεν είναι ένωση οργανισμών, που ενώνονται μόνο με βάση την ισότητα στις πνευματικές αρχές και την πίστη, αλλά ένας θεανθρώπινος οργανισμός, που ζωοποιείται από “το ίδιο Πνεύμα”, που αγιάζεται και διοικείται από μια συνεχή και στενά συνδεδεμένη ιεραρχία, με ανώτατο ιεράρχη στην κεφαλή»... (σελ.152).
Έχει σημειωθεί εξαιρετική προσέγγιση και του πνεύματος της διδασκαλίας και της ίδιας της επιχειρηματολογίας των νεοπαπιστών μας προς τη μεριά της διδασκαλίας και επιχειρηματολογίας των Ρωμαιο-παπιστών, πράγμα που οι τελευταίοι το υπογραμμίζουν με φανερή ικανοποίηση. Έτσι, στο Δελτίο της ρωσικής Ρωμαιοκαθολικής ενορίας στο Παρίσι (rue François-Gerard) «Η Ενορία μας» № 7, 1950, στη σελίδα 17-19 παρατίθενται εκτενή αποσπάσματα από την ομιλία του Σ.Σ.Βερχόβσκι στην Επαρχιακή Συνέλευση της Ρωσικής Εξαρχίας της Κωνσταντινούπολης (Εκκλησ.Ειδήσεις № 21) με τις εξής σημειώσεις:
«... παραθέτουμε... μερικά ενδιαφέροντα αποσπάσματα από τις “Εκκλ.Ειδ.”, επίσημο όργανο της Εξαρχίας των Ρωσικών Ορθοδόξων Εκκλησιών Δυτικής Ευρώπης, τα οποία εμφανώς επιβεβαιώνουν ότι δεν φαντασιωνόμαστε καθόλου, όταν ισχυριζόμαστε ότι το πρωτείο και της τιμής και της εξουσίας στην αρχαία Εκκλησία ανήκε στον Πρωθιεράρχη της Ρώμης» (μετά ακολουθεί το απόσπασμα από τη σελ.16 “Εκκλ.Ειδ.”)
Μετά λέει: «Από αυτό το ίδιο περιοδικό εμείς αντλούμε σκέψεις, τις οποίες μπορούμε να υπογράψουμε και να τις θεωρούμε δικές μας». Μετά ακολουθεί εκτενές απόσπασμα από την Επιστολή της Επαρχιακής Συνέλευσης (σελ.2), όπου υπογραμμίζονται ιδιαίτερα τα εξής: «Γι' αυτό από την εποχή των αποστολικών χρόνων η Αγία Εκκλησία ή, καλύτερα, ο Ίδιος ο Θεός διέταξε ώστε ένας από τους ανώτατους ιεράρχες να είναι αυτός που έχει το πρωτείο σε όλη την καθολική εκκλησία, σε κάθε περιφέρεια δε ή πόλη να υπάρχει ένας επίσκοπος, Τοποτηρητής του Υιού του στη γη... Αυτοί που διδάσκουν άλλα πράγματα, δε διδάσκουν περί του Κυρίου, και σπέρνουν σύγχυση και έχθρα»...
Σε άλλο Ρωμαιοκαθολικό ενημερωτικό δελτίο «Vers L’Unité Chrétienne» (Νοέμβριος του 1949, № 17) συναντήσαμε το άρθρο του C. Dumont «L’Orthodoxie russe et la primanté du Siége Ecuménique», όπου ο συγγραφέας, εξετάζοντας τις αποφάσεις της Επαρχιακής Συνέλευσης, γράφει τα εξής:
«Αυτές οι διακηρύξεις, τη σπουδαιότητα των οποίων μπορούμε εύκολα να καταλάβουμε, προκάλεσαν από την πλευρά των δύο άλλων δικαιοδοσιών θερμό επεισόδιο μομφής. Η κατηγορία του “παπισμού” πολύ φυσικά έπρεπε να βγει από την πένα των διαφωνούντων, παρόλο που, κατά την αντίληψή μας, αυτή τη κατηγορία δεν τη θεωρούμε αρκετά βάσιμη, επειδή η επιστολή παραμένει ακόμα μακριά (?) από τη ρωμαϊκή έννοια του Πρωτείου, ως εμπεδωμένου από τον Ίδιο τον Χριστό. Βέβαια, εκεί μπορούμε να τονίσουμε την ακόλουθη φόρμουλα: “από την εποχή των αποστολικών χρόνων η Αγία Εκκλησία ή, καλύτερα, ο Ίδιος ο Θεός”. Αυτός ο ισχυρισμός προσπαθεί να δώσει σημασία στο θέμα της αρχής και στο θέμα της πρακτικής που είχαν ξεχαστεί στους κόλπους της Ορθοδοξίας, και των οποίων η αναστήλωση θα αποτελούσε σταθμό στο δρόμο για καλύτερη κατανόηση της στάσης του Ρωμαιοκαθολικισμού».
***
Αλλά ερωτάται, γιατί η αρχή της αυτοκεφαλίας των τοπικών εκκλησιών είναι τόσο σημαντική στην Ορθοδοξία; Γιατί εμείς τη θεωρούμε όχι μόνο φυσική μορφή ζωής της Εκκλησίας, που πηγάζει από την ουσία Της, αλλά και τελείως απαραίτητο όρο και για την πιστή τήρηση της παραδομένης σε μας αλήθειας και για τους δρόμους προς τη γνώση της;
Όπως είπαμε πιο πάνω, ο όρος “αυτοκεφαλία” φιλολογικά είναι αρκετά ατυχής και δεν εκφράζει της κλειδωμένη σε αυτόν ιδέα, και έτσι δίνεται η ευκαιρία στους ορθολογιστές να αντιτίθενται σε αυτόν, διαστρεβλώνοντας την αληθινή σημασία του. Η ιδέα, που είναι κλειδωμένη σε αυτόν τον όρο, υποβαστάζει τον ισχυρισμό ότι είναι γεγονός ότι η πληρότητα της εκκλησιαστικής ζωής είναι χαρακτηριστική σε κάθε μέρος όπου υπάρχει χριστιανική κοινότητα, που κατέχει την πληρότητα της ιεροσύνης και είναι φορέας αβλαβούς δογματικής διδασκαλίας και παράδοσης της Οικουμενικής Ορθόδοξης Εκκλησίας. Στον κανονικό κώδικα της Ορθόδοξης Εκκλησίας υπάρχει δημοφιλής επιστολή της εν Καρθαγένη συνόδου (δεύτερη, στον πάπα Κελεστίνο), όπου με μεγαλύτερη σαφήνεια και δυναμικότητα εκφράζεται η συνείδηση της Εκκλησίας, ότι “Ούτε γαρ μία και εκάστη παροικία ελογίσαντο ελλείπειν την χάριν του αγίου Πνεύματος”. Αυτές τις διατυπώσεις της επιστολής, οι Πατέρες της Καρθαγένης τις ενισχύουν με το κύρος της Πρώτης Οικουμενικής Συνόδου στη Νίκαια. Από αυτή την επιστολή βλέπουμε ότι η αρχή της αυτοκεφαλίας είναι ιστορική έκφραση της βαθιάς εκκλησιαστικής συνείδησης ότι η χάρη δεν απουσιάζει σε κανένα μέρος. Το ουσιαστικό περιεχόμενο της έννοιας “αυτοκεφαλία” είναι η ορθόδοξη συνείδηση του ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΟΥ ΟΜΟΟΥΣΙΟΥ, δηλαδή ομοουσίου που αντιστοιχεί στην ορθόδοξη διδασκαλία περί ομοουσίου των Προσώπων της Αγίας Τριάδας, ομοουσίου, που δεν επιτρέπει την Τερτυλιανή (στωϊκή) σκέψη για διαίρεση της ουσίας, και διαίρεση σε άνισα μέρη.
Σύμφωνα με την έννοια της αυτοκεφαλίας, η Καθολική Εκκλησία σε κάθε τόπο εμφανίζεται με την πληρότητα της χάριτος που Της έχει δοθεί, και λόγω αυτής της πληρότητας των δώρων της χάριτος, παντού Αυτή δεν είναι τίποτε άλλο παρά η Μία Καθολική Εκκλησία. Σύμφωνα με την έννοια της αυτοκεφαλίας, στην Εκκλησία, ούτε ο τόπος, ούτε ο τίτλος εξουσίας, ούτε η φυλετική προέλευση, δίνουν κάποια προτεραιότητα αναφορικά με την εξουσία ή τη διδασκαλία μπροστά σε άλλους τόπους ή λαούς· αυτή μας λέει ότι το Άγιο Πνεύμα “αναπνέει όπου θέλει”, και η αναπνοή Του στην Εκκλησία δεν εξαρτάται από την αυθαιρεσία οποιουδήποτε ιεράρχη.
Η αρχή της αυτοκεφαλίας των τοπικών εκκλησιών μάς μιλάει για την ισότιμη αξία τους κατ' εικόνα της ίσης αξίας των Θείων Προσώπων, και στην τελευταία εφαρμογή της μάς μιλάει για την κοινή ελπίδα μας, ότι δηλαδή όχι μόνο κάθε τοπική εκκλησία, αλλά και ότι κάθε ξεχωριστό μέλος Της, κάθε ξεχωριστή προσωπικότητα-υπόσταση πρέπει να είναι φορέας ΟΛΗΣ ΤΗΣ ΚΑΘΟΛΙΚΗΣ ΠΛΗΡΟΤΗΤΑΣ της εκκλησιαστικής ύπαρξης κατ' εικόνα της Αγίας Τριάδας, όπου η κάθε Υπόσταση είναι φορέας όλης της απόλυτης πληρότητας της Θείας Ύπαρξης· εννοείται, όχι μέσα από την εξάλειψη ή την απορρόφηση των άλλων Προσώπων-Υποστάσεων, αλλά μέσα από την διατήρησή τους στην πληρότητα και ολότητα ενότητας της ουσίας.
Οι αυτοκεφαλίες δεν είναι ούτε ιστορικά, ούτε πνευματικά επακόλουθο πρακτικών φυλετισμού, εθνικισμού, κρατισμού ή πολιτικής, που είναι ξένα για την Καθολική Εκκλησία. Αυτοκέφαλες κατ' ουσία στην αρχή, δηλαδή, στην αρχαία Εκκλησία, ήταν όλες οι τοπικές χριστιανικές κοινότητες. Η ιστορία δείχνει ότι σε ένα κράτος μπορούν να συνυπάρχουν πάνω από μία αυτοκέφαλες εκκλησίες, όπως υπήρχαν στη μη διαιρημένη Ρωμαϊκή αυτοκρατορία, ή ακόμα και στην ανατολική Βυζαντινή αυτοκρατορία, και αργότερα, στην Τουρκική. Και στη σύγχρονη σε μας Ρωσία συνυπάρχουν δυο αυτοκέφαλες εκκλησίες.
Για τη ζωή της Οικουμενικής Εκκλησίας δεν είναι καθόλου απαραίτητη η ύπαρξη ενός κοινού διοικητικού κέντρου, αλλά, μιλώντας ουσιαστικά, η αρχή της αυτοκεφαλίας δεν αποκλείει τη δυνατότητα για τη δημιουργία τέτοιου διεκκλησιαστικού κέντρου, το οποίο, ωστόσο, ποτέ και με κανένα τρόπο δεν πρέπει να μεταμορφωθεί σε ομοίωμα του “αλάθητου” Βατικανού, που μεταμορφώνει την εσωτερική ζωή της Εκκλησίας σε κράτος με πολιτικό κύρος, που ισοδυναμεί με την απώλεια της θρησκείας ως τέτοιας.
Από τα προαναφερθέντα, νομίζουμε ότι γίνεται ξεκάθαρο ότι χωρίς την αρχή της αυτοκεφαλίας, δηλαδή χωρίς την ομολογία του ΟΜΟΟΥΣΙΟΥ ΚΑΙ ΙΣΗΣ ΑΞΙΑΣ των τοπικών εκκλησιών και όλου του επισκοπάτου γενικώς, εξαφανίζεται η αληθινή καθολικότητα της Εκκλησίας κατ' εικόνα Καθολικότητας της Θείας Ύπαρξης. Αφαιρέστε την ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΤΗΣ ΟΜΟΟΥΣΙΑΣ ΚΑΙ ΙΣΑΞΙΑΣ ΚΑΘΟΛΙΚΟΤΗΤΑΣ, και αναπόφευκτα χάνετε το δρόμο στην γνώση της αλήθειας, η οποία αποκαλύπτεται μόνο στην ενότητα μέσα στην αγάπη, και όχι σε έναν οποιονδήποτε ιεράρχη, που αποκλείεται από την αρχή (της ενότητας μέσα στην αγάπη). Για αυτά μιλούσε ο σπουδαίος Χομιακόβ, δυστυχώς, σχεδόν ξεχασμένος τώρα.
Όταν παλεύουμε εναντίον του νεοπαπισμού που εμφανίζεται στους κόλπους της Αγίας μας Εκκλησίας, παλεύουμε μόνο για την αλήθεια με την εκκλησιαστική και αιώνια σημασία αυτής της λέξης. Εμείς απορρίπτουμε κάθε “Ρώμη”, και Πρώτη, και Δεύτερη, και Τρίτη, όσο γίνεται λόγος για την εισαγωγή στην ύπαρξη της Εκκλησίας μας της αρχής της υποταγής. Και της Ρώμης, και της Κωνσταντινούπολης, και της Μόσχας, και του Λονδίνου, και του Παρισιού, και της Νέας Υόρκης και κάθε άλλο παπισμό, εμείς τους απορρίπτουμε ως εκκλησιολογική αίρεση, που διαστρεβλώνει τον χριστιανισμό.
***
Η πνευματική φύση της Εκκλησίας, η αιώνια ουσία Της έχει την προέκτασή Της, αν μπορούμε να εκφραστούμε έτσι, σε όλες τις πτυχές της επίγειας ύπαρξής μας. Μία από αυτές τις προεκτάσεις είναι και η κανονική δομή της Εκκλησίας. Καθώς προεκτείνεται σε αυτόν τον κόσμο, τα στοιχεία που είναι καθαρά εκκλησιαστικής, αγίας ύπαρξης αναπόφευκτα περιπλέκονται με στοιχεία της φυσικής τάξης, συμβατικής και σχετικής. Ωστόσο, σε αυτή την περιπλοκή παραμένει αναλλοίωτη η σκέψη και ο στόχος του Θεού, επομένως και της Εκκλησίας, δηλαδή – η σωτηρία του κόσμου, όταν “το φθαρτό μεταμορφωθεί σε άφθαρτο και το θνητό μεταμορφωθεί σε αθάνατο” (Α'Κορ. 15,54) δια μέσου της κοινωνίας της Θείας χάριτος. Η προέκταση της άφθαρτης, χαρισματικής αρχής της Εκκλησίας στις συνθήκες της επίγειας πεπτωκυΐας ύπαρξής μας, αναπόφευκτα αποκτάει σχετική συμβατικότητα, και γι' αυτό η κανονική δομή της Εκκλησίας δεν είναι απόλυτη νομική νόρμα· φέρει μέσα της χνάρια ατέλειας της ιστορικής μας ύπαρξης· σε αυτήν υπάρχουν στοιχεία πρόσκαιρα, που προκλήθηκαν από τις μεν ή τις δε προσωρινές συνθήκες· αυτή, και όχι μία φορά, υπέστη αλλαγές σε ορισμένες λεπτομέρειες, μπορεί και στο μέλλον να τις υποστεί· αλλά με την ύπαρξη αυτών των συμβατικών στοιχείων αυτή πάντα διαφυλάσσει αναλλοίωτες τις βαθιές της ρίζες, την ουσία της· αυτή δεν μπορεί να αντιτίθεται στη δογματική μας συνείδηση. Για παράδειγμα, αν ομολογούμε ότι “ούτε σε αυτό το βουνό ούτε στα Ιεροσόλυμα” γίνεται λατρεία του Πατέρα, αλλά ότι “οι πραγματικοί λάτρεις λατρεύουν τον Πατέρα εν πνεύματι και αληθεία”, τότε πως είναι δυνατόν οι κανόνες της Εκκλησίας να μας μιλούσανε για το τοπικό στοιχείο ως απαραίτητη συνθήκη για να ανήκεις στην αληθινή Εκκλησία;
Να ένα κλασικό παράδειγμα της παπιστικής δομής σκέψης: «Ποτέ να μην ξεχνάμε ότι ανάμεσα σε μας και τον Θεό υπάρχει κάτι συνδετικό, και αυτό το συνδετικό είναι η Ρώμη» (Le sermon du R. P. Vaiette. Journal «La Croix», 7 осt. 1949, № 20261)
Αν τώρα στην εγκύκλιό του ο Αγιώτατος Πατριάρχης της Δεύτερης Ρώμης κ.κ.Αθηναγόρας μιλάει για τη σχέση με τον θρόνο της Κωνσταντινούπολης και την υποταγή σε αυτήν ως υποχρεωτικό όρο παραμονής στην Οικουμενική Εκκλησία, τότε ποιός από τους αληθινούς χριστιανούς, που λατρεύουν “εν πνεύματι και αληθεία” θα δεχθεί αυτόν τον λόγο;
Και αν, ας υποθέσουμε, λόγω της μίας ή της άλλης καταστροφής, εξαφανιστούν από προσώπου γης η Πρώτη και Δεύτερη Ρώμη, δηλαδή τί, ο κόσμος θα μείνει χωρίς την αληθινή σχέση με τον Θεό, επειδή εξαφανίστηκαν οι συνδετικοί με Αυτόν κρίκοι; Όχι, αυτή είναι “η φωνή των ξένων” (Ιω. 10,5). Αυτή δεν είναι δικιά μας η χριστιανική πίστη.
Στο παρόν δοκίμιο προσπαθήσαμε να υποστηρίξουμε ότι η διδασκαλία περί της Εκκλησίας δεν μπορεί να αντιτίθεται στην Ορθόδοξη διδασκαλία περί της Αγίας Τριάδας· ότι και στην ιστορική Της ύπαρξη αυτή πρέπει να φέρει τη μορφή της Θείας Τριαδικής ενότητας. Ως πιο κοντινή στη ζωή Της απεικόνιση αυτής της ενότητας κατ' εικόνα της Αγίας Τριάδας, η Εκκλησία έχει καθιερώσει τα περί ενότητας των επισκόπων των τοπικών εκκλησιών, που διατυπώθηκε στον 34ο Αποστολικό κανόνα. Σε αντίστοιχη ενότητα καλεί και ο Αγιώτατος κ.κ. Αλέξιος, Πατριάρχης Μόσχας και πάσης Ρωσίας:
«Ο Χριστός είπε στους μαθητές Του: “Όποιος θέλει να γίνει μεγάλος ανάμεσά σας, πρέπει να γίνει υπηρέτης σας· και όποιος από σας θέλει να γίνει πρώτος, πρέπει να γίνει δούλος σας” (Μτ. 20, 26-27). Ας φωτίσει ο Κύριος τα νοητικά μάτια της πρωθιεραρχίας της Ρώμης και ας έχει μέσα της, με τη βοήθεια του Θεού, τη δύναμη του Πνεύματος, ώστε να μπορέσει να αρνηθεί την κενόδοξη προσπάθεια να εγκαθιδρύσει την επίγεια κυριαρχία της, πάνω σε όλους αποστολικούς διαδόχους! Ω! Αν μας αξίωνε ο Κύριος να δούμε αυτή την ευτυχισμένη μέρα της ΕΝΩΣΗΣ των ίσων αδελφικών Ιεραρχών και των δύο Εκκλησιών του Χριστού! ... Αυτό θα σηματοδοτούσε και την αρχή της ειρήνης σε όλο τον κόσμο» ... (Πράξεις της Συνεδρίας της Μόσχας, τ.1, σελ.90).
Έτσι, “η Εκκλησία καλεί στην αγκαλιά Της όλους τους λαούς, και, με την πληρότητα της αναμφίβολης ελπίδας, περιμένει τον Σωτήρα Της. Αυτή με ήρεμο μάτι βλέπει, πως αιώνας μετά τον αιώνα, κύμα μετά το κύμα, η καταιγίδα των ιστορικών αναταραχών, τα ρεύματα παθών και ανθρώπινων σκέψεων στροβιλίζονται και περιδινούν γύρω από την πέτρα, πάνω στην οποία Αυτή εγκαθίσταται· βλέπει και δε ταράζεται, επειδή πιστεύει στο αήττητό της. Η Πέτρα αυτή είναι ο Χριστός” (Χομιακόβ, περί Δυτ.Ομολ.3).