Γιὰ νὰ μὴ ξεχνᾶμε
Μὲ πολλὴ σοφία ἡ Ἐκκλησία, διὰ τῶν φωτισμένων Ἁγίων Πατέρων, ὅρισε νὰ ἐπαναλαμβάνουμε κάθε ἔτος τὶς ἑορτὲς τῶν Ἁγίων, ὥστε, ἀσχολούμενοι μὲ τὸν βίο καὶ τὴν διδασκαλία τους καὶ ἐγκωμιάζοντες τὴν θεοσέβεια καὶ τὴν ἀρετή τους, νὰ δυναμώνουμε καὶ ἐμεῖς στὰ Ὀρθόδοξα δόγματα καὶ νὰ μιμούμαστε τὴν ἁγία βιοτή τους.
Μὲ ἀφορμὴ λοιπὸν τὴν πρόσφατη ἑορτὴ τοῦ Ἁγίου Ἀντωνίου, στὸν ναὸ τοῦ ὁποίου στὴν Θεσσαλονίκη διακονήσαμε ἐπὶ ἕνα τέταρτο αἰῶνος (1993-2017) καὶ διωχθήκαμε, γιατὶ θελήσαμε στὴν πράξη νὰ ἐφαρμόσουμε ὅσα λέγει γιὰ τοὺς αἱρετικούς, τοὺς τότε καὶ τοὺς τώρα, σκεφθήκαμε ὅτι χρήσιμο καὶ ὠφέλιμο εἶναι νὰ ξεναθυμίσουμε τὴν σχετικὴ διδασκαλία του, ἀλλὰ καὶ τὴν στάση ποὺ κράτησε ὄχι μόνο ἀπέναντι στὴν πανίσχυρη αἵρεση τοῦ Ἀρειανισμοῦ ἀλλὰ καὶ στοὺς σχισματικοὺς Μελιτιανούς. Τώρα μάλιστα αὐτὸ εἶναι περισσότερο ἀναγκαῖο, διότι ἡ Ἐκκλησία ταλαιπωρεῖται καὶ σχίζεται ὄχι μόνο ἀπὸ τὴν παναίρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, χειρότερη ἀπὸ τὸν Ἀρειανισμό, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τὸ Οὐκρανικὸ σχίσμα, τὸ ὁποῖο μὲ μαγικὴ ράβδο ἀποκατέστησε καὶ νομιμοποίησε ὁ πατριάρχης Βαρθολομαῖος, ὄχι μόνο χωρὶς μετάνοια καὶ ταπείνωση τῶν σχισματικῶν, πολλοὶ ἀπὸ τοὺς ὁποίους δὲν ἔχουν Ἱερωσύνη, ὡς ἀχειροτόνητοι καὶ αὐτοχειρόνητοι, ἀλλὰ καὶ μὲ ἀντικανονικὴ εἰσπήδηση στὰ ὅρια δικαιοδοσίας ἄλλης ἐκκλησίας, τῆς Ρωσίας, ἐνεργώντας μοναρχικὰ καὶ τυραννικὰ ὡς πάπας τῆς Ἀνατολῆς.
Στὴν ψευδοσύνοδο τῆς Κρήτης (2016) δὲν τόλμησαν νὰ ὁμιλήσουν γιὰ τὸν κίνδυνο τῶν αἱρέσεων, ὅπως ἔπρατταν πάντοτε οἱ Πατέρες στὶς ὄντως ἅγιες συνόδους, ἰδιαίτερα γιὰ τὴν μεγάλη καὶ ἐπικίνδυνη αἵρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, ἡ ὁποία διαβρώνει τὸ φρόνημα κληρικῶν καὶ θεολόγων καὶ μέσῳ αὐτῶν ἐξαπλώνεται ὡς λοιμικὴ νόσος καὶ στὸ πλήρωμα τῶν πιστῶν. Ἡ λέξη «αἵρεση» ἀπουσιάζει ἀπὸ τὰ συνοδικὰ κείμενα, γιατὶ ἀπουσιάζει ἀπὸ τὴν διαβρωμένη πίστη ὅσων ἡγοῦνται ἐπὶ ἕνα αἰώνα στὴν προσπάθεια ἀποκατάστασης τῆς ἑνότητας τῶν διηρημένων χριστιανικῶν κοινοτήτων, οἱ ὁποῖες κατ᾽ αὐτοὺς συναποτελοῦν τὴν Ἐκκλησία. Κατὰ τὴν διαχρονικὴ πίστη τῆς Ἐκκλησίας οἱ αἱρέσεις καὶ τὰ σχίσματα δὲν εἶναι μέρος τῆς Ἐκκλησίας. Οἱ αἱρετικοὶ καὶ οἱ σχισματικοὶ ἀποκόπτονται ἀπὸ τὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας ὡς σεσηπότα μέλη, ὡς ἄρωστα μέλη, χωρὶς νὰ παραβλάπτεται ἡ ὁλοκληρία τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως ἀποκόπτονται καὶ ἀπὸ τὸ δένδρο τὰ ξερόκλαδα, χωρὶς νὰ παραβλάπτεται ἡ πληρότητα, ἡ ὁλοκληρία, τοῦ δένδρου. Κατὰ τὴν νέα ἐκκλησιολογικὴ αἱρετικὴ ἀντίληψη τοῦ Οἰκουμενισμοῦ καμμία χριστιανικὴ κοινότητα δὲν εἶναι μόνη της ἡ Ἐκκλησία, οὔτε ἡ Ὀρθόδοξη, ἀλλὰ ὅλες μαζὶ συναποτελοῦν τὴν Ἐκκλησία. Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸ ἀπέφυγαν στὸ Κολυμπάρι νὰ κάνουν λόγο γιὰ αἱρέσεις· ἀντίθετα δέχθηκαν ὅτι καὶ οἱ αἱρέσεις εἶναι ἐκκλησίες, καὶ ἔγινε ἔτσι ὅπως λέγει ὁ Ἅγιος Μάρκος ὁ Εὐγενικός «Μίξις τῶν ἀμίκτων», ἀνακάτωμα, ἀνάμειξη αὐτῶν ποὺ δὲν ἀναμειγνύονται, τῆς ἀλήθειας μὲ τὸ ψεῦδος, τῆς Ὀρθοδοξίας μὲ τὴν πλάνη[1]. Τὰ ἔλεγε αὐτὰ γιὰ τήν «ἕνωση» ποὺ ἔγινε στὴν ψευδοσύνοδο Φερράρας-Φλωρεντίας (1438-1439) ἀνάμεσα στὸν Παπισμὸ καὶ στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία.
2. Οὐδεμία κονωνία πρὸς τοὺς αἱρετικοὺς καὶ σχισματικούς. Βλάβη καὶ ἀπώλεια τῆς ψυχῆς
Ἂς παρακολουθήσουμε πῶς ἐκθέτει ὁ Μ. Ἀθανάσιος, ὁ ὁποῖος ἐμαθήτευσε στὸν Ἅγιο Ἀντώνιο, τὴν στάση του, τὴν συμπεριφορά του, ἀπέναντι στὴ μεγάλη αἵρεση τοῦ Ἀρείου, ποὺ ἐταλαιπώρησε ὅλη τὴν Ἐκκλησία ἐπὶ πολλὲς δεκαετίες, ἀλλὰ καὶ ἀπέναντι στὸ σχίσμα τῶν Μελιτιανῶν ποὺ ἀναστάτωσε τὴν Ἐκκλησία τῆς Ἀλεξανδρείας ἐπὶ πολλὰ ἔτη. Οἱ Μελιτιανοὶ ὀνομάσθηκαν ἔτσι ἀπὸ τὸν ἐπίσκοπο Λυκοπόλεως Μελίτιο, ὁ ὁποῖος ἐκμεταλλευθεὶς τὴν ἀπουσία τοῦ πατριάρχου Ἀλεξανδρείας καὶ ἄλλων ἐπισκόπων ἀπὸ τὶς ἐπαρχίες τους, λόγῳ διωγμῶν καὶ φυλακίσεων κατὰ τὴν ἐποχὴ τοῦ Διοκλητιανοῦ, προέβη σὲ εἰσπήδηση σὲ ἄλλες ἐπαρχίες καὶ ἐχειροτόνησε ὑπερορίως ἐπισκόπους, συγχρόνως δὲ ἐκάλυψε τὶς σχισματικὲς αὐτὲς ἐνέργειες μὲ τὴν ἐπίδειξη αὐστηρότητας ἔναντι τῶν ἐκπεπτωκότων Χριστιανῶν, τοὺς ὁποίους ἐδέχετο μὲ αὐστηρὴ μετάνοια, ὅπως καὶ στὸ σχίσμα τοῦ Δονάτου, ἐνῶ ἡ Ἐκκλησία ἦταν ἐπιεικέστερη.
Μᾶς πληροφορεῖ λοιπὸν ὁ Μ. Ἀθανάσιος ὅτι ὁ Ἅγιος Ἀντώνιος ἦταν θαυμαστὸς ὄχι μόνον στὰ ἀσκητικά του κατορθώματα καὶ στοὺς ἀγῶνες του ἐναντίον τῶν δαιμόνων, ἀλλὰ καὶ ὡς πρὸς τὴν πίστη καὶ τὴν εὐσέβεια· «Καὶ τὰ πίστει δὲ πάνυ θαυμαστὸς ἦν καὶ εὐσεβής». Δὲν εἶχε καμμία κοινωνία μὲ τοὺς σχισματικοὺς Μελιτιανούς, γιατὶ γνώριζε, ἀπὸ τὴν ἀρχὴ ποὺ ἐμφανίσθηκαν, τὴν πονηρία καὶ τὴν ἀποστασία τους. Δὲν μίλησε ποτὲ φιλικὰ μὲ τοὺς Μανιχαίους ἢ ἄλλους αἱρετικούς, μόνον τοὺς συμβούλευε νὰ ἐπιστρέψουν στὴν εὐσέβεια· πίστευε ὅτι ἡ συναναστροφὴ καὶ ἡ φιλία μὲ αὐτοὺς εἶναι καταστροφὴ καὶ ἀπώλεια τῆς ψυχῆς· «ἡγούμενος καὶ παραγγέλλων τὴν τούτων φιλίαν καὶ ὁμιλίαν βλάβην καὶ ἀπώλειαν εἶναι ψυχῆς». Σιχαινόταν ἐπίσης τὴν αἵρεση τῶν Ἀρειανῶν, καὶ παρήγγελλε σὲ ὅλους οὔτε νὰ τοὺς πλησιάζουν οὔτε νὰ ἔχουν τὴν κακή τους πίστη· «Οὕτω γοῦν καὶ τὴν τῶν Ἀρειανῶν αἵρεσιν ἐβδελύσσετο, παρήγγελλε τε πᾶσι μήτε ἐγγίζειν αὐτοῖς μήτε τὴν κακοπιστίαν αὐτῶν ἔχειν». Ὅταν κάποτε τὸν ἐπισκέφθηκαν φανατικοὶ Ἀρειανοί, ἀφοῦ μετὰ ἀπὸ συζήτηση κατάλαβε πὼς ἦταν ἀσεβεῖς, τοὺς ἔδιωξε ἀπὸ τὸ ὄρος λέγοντας ὅτι τὰ λόγια τους ἦσαν χειρότερα ἀπὸ τὸ δηλιτήριο τῶν φιδιῶν. Ἐπειδὴ μάλιστα διέδιδαν ψευδῶς οἱ Ἀρειανοὶ ὅτι συμφωνεῖ μαζί τους, ἀγανακτοῦσε καὶ θύμωνε ἐναντίον τους, γι᾽ αὐτὸ καὶ μετὰ ἀπὸ παράκληση τῶν ἐπισκόπων καὶ τῶν πιστῶν κατέβηκε ἀπὸ τὸ ὄρος καὶ πῆγε στὴν Ἀλεξάνδρεια· ἐκεῖ ἀποκήρυξε τοὺς Ἀρειανοὺς καὶ εἶπε ὅτι εἶναι φοβερὴ αἵρεση καὶ πρόδρομος τοῦ Ἀντιχρίστου[2].
Σχετικὰ μάλιστα μὲ τὴν αἵρεση τῶν Ἀρειανῶν ὁ Ἅγιος Ἀντώνιος εἶδε φοβερὴ ὀπτασία, ἐξ αἰτίας τῆς ὁποίας τὸν εἶδαν μετὰ νὰ ἀναστενάζει καὶ νὰ κλαίει, διότι, ὅπως ἐξήγησε, ἐπρόκειτο ἡ Ἐκκλησία νὰ γνωρίσει ἡμέρες ὀργῆς, νὰ παραδοθεῖ σὲ ἀνθρώπους ὅμοιους μὲ τὰ ἄλογα κτήνη· «Μέλλει τὴν Ἐκκλησίαν ὀργὴ καταλαμβάνειν, καὶ μέλλει παραδίδοσθαι ἀνθρώποις ὁμοίοις ἀλόγοις κτήνεσιν». Εἶδε, δηλαδή, ὁ Ἅγιος νὰ κυκλώνουν τὴν Ἁγία Τράπεζα τοῦ Ναοῦ μουλάρια, νὰ τὴν κλωτσοῦν καὶ νὰ χοροπηδοῦν ἀτάκτως. Καὶ συγχρόνως ἄκουσε φωνὴ ποὺ ἔλεγε ὅτι θὰ μιανθεῖ τὸ θυσιαστήριό μου· «Βδελυχθήσεται τὸ θυσιαστήριόν μου». Μετὰ ἀπὸ λίγες ἡμέρες ἐπιβεβαιώθηκαν τὰ τοῦ ὁράματος, διότι ἔγινε ἡ ἔφοδος τῶν Ἀρειανῶν στοὺς ναοὺς τῶν Ὀρθοδόξων, ἁρπαγὴ καὶ ἀφαίρεση ἱερῶν σκευῶν καὶ ἄλλες ἱερόσυλες πράξεις. Ἦταν πάντως καθησυχαστικὸς ὁ λόγος τοῦ Ἀντωνίου πρὸς ὅσους τότε ἀνησύχησαν γιὰ τὴν ἐπικράτηση τῆς αἱρέσεως τοῦ Ἀρείου καὶ γιὰ ὅσους σήμερα ἀνησυχοῦμε γιὰ τὴν κυριαρχία τῆς παναίρεσης τοῦ Οἰκουμενισμοῦ. Ὀργίσθηκε ὁ Θεὸς καὶ τὰ ἐπιτρέπει ὅλα αὐτά, ἀλλὰ πάλι θὰ τὰ θεραπεύσει. Ἡ Ἐκκλησία θὰ ἐπανεύρει τὴν λαμπρότητά της, θὰ ἀποκατασταθοῦν οἱ διωχθέντες, καὶ ἡ μὲν ἀσέβεια θὰ πάει νὰ κρυφθεῖ στὶς φωλιές της, ἐνῶ ἡ Ὀρθοδοξία παντοῦ θὰ ἐμφανίζεται μὲ παρρησία καὶ ἐλευθερία, ἀρκεῖ οἱ Ὀρθόδοξοι νὰ μὴ μολυνθοῦν ταυτιζόμενοι μὲ τοὺς Ἀρειανούς. Ἡ αἵρεση δὲν στηρίζεται στὴν διδασκαλία τῶν Ἀποστόλων, ἀλλὰ τῶν δαιμόνων καὶ τοῦ πατρός των, τοῦ Διαβόλου· εἶναι ἄγονη καὶ ἄλογη, ὅπως ἡ ἀλογία τῶν μουλαριῶν· «Μόνον μὴ μιάνητε ἑαυτοὺς μετὰ τῶν Ἀρειανῶν. Οὐκ ἔστι γὰρ τῶν Ἀποστόλων αὕτη ἡ διδασκαλία ἀλλὰ τῶν δαιμόνων καὶ τοῦ πατρὸς αὐτῶν τοῦ Διαβόλου· καὶ μᾶλλον ἄγονος καὶ ἄλογος καὶ διανοίας ἐστὶν οὐκ ὀρθῆς, ὡς ἡ τῶν ἡμιόνων ἀλογία»[3].
Ἡ αἵρεση τῶν Ἀρειανῶν εἶχε τότε πολλοὺς ὑποστηρικτὲς, πολιτικοὺς καὶ στρατιωτικοὺς ἄρχοντες, ὅπως ἔχει καὶ σήμερα ὁ μασονοκρατούμενος Οἰκουμενισμός. Μεταξὺ αὐτῶν καὶ ἕνας στρατηγός, ὀνομαζόμενος Βαλάκιος, ὁ ὁποῖος ἐδίωκε τοὺς Ὀρθοδόξους. Ἦταν τόσο σκληρός, ὥστε ἔδερνε ἀκόμη καὶ νεαρὲς παρθένες, γύμωνε καὶ μαστίγωνε μοναχούς. Τοῦ ἔστειλε λοιπὸν ἐπιστολὴ ὁ Ἅγιος Ἀντώνιος, στὴν ὁποία τοῦ ἔλεγε νὰ σταματήσει τοὺς διωγμούς, διότι βλέπει νὰ ἔρχεται ἐναντίον του ἡ ὀργὴ τοῦ Θεοῦ. Ὅταν ἔλαβε τὴν ἐπιστολὴ ὁ Βαλάκιος, γέλασε περιπαικτικά, τὴν πέταξε κάτω, ἀφοῦ τὴν ἔφτυσε, ἔβρισε αὐτοὺς ποὺ τὴν ἔφεραν καὶ τοὺς εἶπε νὰ μεταφέρουν στὸν Ἀντώνιο τὰ ἑξῆς: Ἐπειδὴ φροντίζεις γιὰ τοὺς μοναχούς, τώρα θὰ στραφῶ καὶ ἐναντίον σου. Δὲν πέρασαν, ὅμως, πέντε ἡμέρες καὶ ἐκδηλώθηκε ἐναντίον του ἡ ὀργὴ τοῦ Θεοῦ. Ξεκίνησε μαζὶ μὲ τὸν διοικητὴ τῆς Αἰγύπτου Νεστόριο νὰ ἐπισκεφθοῦν τὰ μοναστήρια, ἔφιπποι καὶ οἱ δύο σὲ ἄλογα τοῦ Βαλακίου ποὺ ἦσαν τὰ πιὸ ἥμερα ἀπὸ ὅσα εἶχε. Πρὶν νὰ φθάσουν ὅμως στὸν τόπο τοῦ προορισμοῦ τους, τὸ πιὸ πρᾶο ἀπὸ τὰ ἄλογα, αὐτὸ στὸ ὁποῖο ἐπέβαινε ὁ Νεστόριος, ξαφνικὰ ἐδάγκωσε τὸν Βαλάκιο, τὸν ἔρριξε κάτω καὶ κατεσπάραξε μὲ τὰ δόντια τὸν μηρό του. Τὸν μετέφεραν ἀμέσως στὴν πόλη, ἀλλὰ σὲ τρεῖς ἡμέρες ἀπέθανε. Καὶ ὅλοι ἐθαύμαζαν, γιατὶ τόσο σύντομα ἐκπληρώθηκαν αὐτὰ ποὺ εἶχε προείπει ὁ Ἀντώνιος[4].
Μερικοὶ ἐπίσκοποι τώρα ἔχουν καβαλλήσει τὸ καλάμι τῆς ἐπισκοπικῆς ἐξουσίας καὶ διώκουν μὲ δικαστήρια καὶ ἐξώσεις ἀπὸ τοὺς ναούς ὅσους ἀγωνίζονται ἐναντίον παλαιῶν καὶ νέων αἱρέσεων. Ἂς πάρουν, γιὰ τὸ καλὸ τους, τὸ σχετικὸ μήνυμα καὶ ἂς μὴν ἐκτοξεύουν ἀπειλὲς ἐναντίον μας. Ὁ Θεὸς ἔχει ράμματα γιὰ τὶς γοῦνες ὅλων τῶν αἱρετικῶν καὶ αἱρετιζόντων, τῶν σχισματικῶν καὶ τῶν φιλοσχισματικῶν, καὶ σίγουρα ὄχι γιὰ τὶς γοῦνες τῶν Ὀρθοδόξων.
Ἀκόμη καὶ στὶς τελευταῖες ἡμέρες τῆς ζωῆς του ὁ Μ. Ἀντώνιος δὲν παρέλειπε, μεταξὺ τῶν ἄλλων νουθεσιῶν καὶ συμβουλῶν, νὰ προτρέπει τοὺς μοναχοὺς νὰ ἀκολουθοῦν τοὺς Ἁγίους καὶ ὄχι τοὺς αἱρετικοὺς καὶ σχισματικούς. Νὰ μὴ πλησιάζουν τοὺς σχισματικοὺς Μελιτιανούς, γιατὶ γνωρίζουν τὴν πονηρὴ καὶ βέβηλη προαίρεσή τους, οὔτε νὰ ἔχουν κάποια κοινωνία πρὸς τοὺς Ἀρειανούς, τῶν ὁποίων ἡ ἀσέβεια εἶναι σὲ ὅλους φανερή. Ἀκόμη καὶ ἂν τοὺς ὑποστηρίζουν στὰ δικαστήρια οἱ δικαστές, δὲν πρέπει νὰ θορυβοῦνται, γιατὶ καὶ τῶν δικαστῶν ἡ ἐξουσία καὶ ἡ καύχηση εἶναι θνητὴ καὶ πρόσκαιρη. Νὰ μείνουν καθαροὶ ἀπὸ τὶς αἱρέσεις καὶ τὰ σχίσματα καὶ νὰ τηροῦν καὶ τὴν Παράδοση τῶν Πατέρων καὶ τὴν εὐσεβῆ πίστη εἰς τὸν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστόν, τὴν ὁποία ἔμαθαν ἀπὸ τὴν Ἁγία Γραφὴ καὶ ἀπὸ ὅσα ὁ ἴδιος τοὺς ὑπενθύμισε[5].
Ἀκόμη καὶ λίγο πρὶν κλείσει τὰ μάτια του καὶ ἀντικρύσει τὸ ἀνέσπερο φῶς τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ καὶ συγκαταριθμηθεῖ μετὰ τῶν ἄλλων Ἁγίων, τὰ ἴδια ἐπανέλαβε στοὺς δύο μαθητὰς μοναχοὺς ποὺ τὸν ἐφρόντιζαν, καὶ δι᾽ αὐτῶν πρὸς ὅλους τοὺς πιστοὺς ὅλων τῶν αἰώνων: «Καὶ μηδεμία ἔστω ὑμῖν κοινωνία πρὸς τοὺς σχισματικοὺς μήθ᾽ ὅλως πρὸς τοὺς αἱρετικοὺς Ἀρειανούς. Οἴδατε γὰρ πῶς κἀγὼ τούτους ἐξετρεπόμην διὰ τὴν χριστομάχον αὐτῶν καὶ ἑτερόδοξον αἵρεσιν. Σπουδάσατε δὲ μᾶλλον καὶ ὑμεῖς ἀεὶ συνάπτειν ἑαυτούς, προηγουμένως μὲν τῷ Κυρίῳ ἔπειτα δὲ τοῖς ἁγίοις· ἵνα μετὰ θάνατον ὑμᾶς εἰς τὰς αἰωνίους σκηνὰς ὡς φίλους καὶ γνωρίμους δέξωνται καὶ αὐτοί»[6].
Ἐπίλογος ἐκσυγχρονιστικὸς
Πρὶν ἀπὸ δεκατρία χρόνια, τὸ 2007, προβάλαμε τὶς θέσεις αὐτὲς τοῦ Μ. Ἀντωνίου σὲ ἄρθρο μας μὲ τίτλο «Ὁ Μέγας Ἀντώνιος καὶ ὁ σύγχρονος Οἰκουμενισμός». Δημοσιεύθηκε τότε στὸ περιοδικό «Θεοδρομία» τῆς «Ἑταιρείας Ὀρθοδόξων Σπουδῶν»[7]. Τὸ ἀναδημοσιεύσαμε τώρα ὡς παράρτημα στὸ νέο μας βιβλίο «Ἅγιος Ἀντώνιος. Ἡ Ζωὴ καὶ ἡ Διδασκαλία του. Δώδεκα Ὁμιλίες στὸν Ναό του στὴν Θεσσαλονίκη»[8]. Τότε δὲν ὑπῆρχαν ἀκόμη οἱ δυὸ μεγάλες ἐκκλησιολογικὲς ἐκτροπές: Ἡ αἱρετίζουσα ψευδοσύνοδος τοῦ Κολυμπαρίου τῆς Κρήτης (2016) καὶ ἡ σχισματοαίρεση τῆς ψευδοαυτοκέφαλης «ἐκκλησίας» τῆς Οὐκρανίας, ἀμφότερα τέκνα τῆς αἱρετίζουσας καὶ σχίζουσας Κωνσταντινούπολης. Ὅσα τότε γράψαμε στὸν Ἐπίλογο, ποὺ τὸν παραθέτουμε καὶ πάλιν ἐδῶ, ἰσχύουν πολὺ περισσότερο σήμερα:
Ἡ ὀργὴ τοῦ Θεοῦ ἔχει καταλάβει τὴν Ἐκκλησία ἐδῶ καὶ πολλὲς δεκαετίες. Ὁ Παπισμὸς καὶ ὁ Oἰκουμενισμὸς θριαμβεύουν. Tότε ὁ M. Ἀθανάσιος καὶ οἱ ἄλλοι Ἅγιοι Πατέρες κατενόησαν τὸν κίνδυνο, ποὺ περιέγραψε τὸ ὅραμα τοῦ M. Ἀντωνίου. Tώρα βλέπουμε νὰ μολύνονται οἱ ναοὶ καὶ τὰ θυσιαστήρια ἀπὸ συμπροσευχὲς καὶ συλλείτουργα μὲ τοὺς «ἀλόγους» αἱρετικοὺς καὶ ἐνισχύουμε τὴν μόλυνση καὶ τὴν ἐπαινοῦμε, συλλακτίζοντες καὶ ἐμεῖς μέσα εἰς τὰ Ἅγια τῶν Ἁγίων. Ἂν παρακολουθήσει κανεὶς οἰκουμενιστικὰ συλλείτουργα καὶ συμπροσευχές, σὰν αὐτὸ ποὺ ἔγινε στὴν Kαμπέρα, στὴν Z´ Γενική Συνέλευση τοῦ Παγκοσμίου Συμβουλίου τῶν δῆθεν Ἐκκλησιῶν, καὶ σὰν αὐτὰ ποὺ γίνονται συχνὰ μὲ τὴ συμμετοχὴ ἱερέων ὁμοφυλοφίλων ποὺ τολμοῦν καὶ κρατοῦν τὸ Ἅγιο Δισκοπότηρο καὶ γυναικῶν ἐπισκόπων καὶ ἱερειῶν, ἡ εἰκόνα ὑπερβαίνει καὶ τὸ ὅραμα τοῦ M. Ἀντωνίου. Mόνη ἐλπίδα γιὰ νὰ ἐπανεύρει ἡ Ἐκκλησία τὴν ὀμορφιά της: ἡ σύσταση καὶ ἡ συμβουλὴ τοῦ M. Ἀντωνίου: «Mόνον μὴ μιάνητε ἑαυτοὺς μετὰ τῶν Ἀρειανῶν». Mόνο νὰ μὴ μιανθοῦμε ἀπὸ τὴν κοινωνία μας μὲ τὸν Παπισμὸ καὶ τὸν Oἰκουμενισμό, μὲ τοὺς φιλοπαπικοὺς καὶ οἰκουμενιστὰς Ὀρθοδόξους. Ἐπειδὴ μέχρι τώρα δὲν τὸ ἐπράξαμε δυναμικὰ καὶ ἀποφασιστικά, γι’ αὐτὸ παρατείνει ὁ Θεὸς ἐπὶ ἔτη τὴν ὀργή του, τὴν αἰχμαλωσία τῶν Ὀρθοδόξων στὴν παναίρεση τοῦ Oἰκουμενισμοῦ. Mέχρι πότε ἐπίσκοποι, ἱερεῖς, μοναχοὶ καὶ λαϊκοὶ θὰ ἐπιτρέπουμε τὰ ἄλογα κτήνη, τοὺς αἱρετικούς, νὰ λακτίζουν καὶ νὰ μιαίνουν τὰ Ἱερὰ καὶ τὰ Ἅγια τῆς Ὀρθοδοξίας; Ὅσο ἀπρακτοῦμε καὶ βρίσκουμε διάφορες προφάσεις πνευματικοφανεῖς, τὸ βδέλυγμα τῆς ἐρημώσεως[9] θὰ ἵσταται ἐν τόπῳ ἁγίῳ.