Μας τηλεφώνησε και ανακοίνωσε την επιθυμία του να γίνει μοναχός. Ρωτώ: "Το σκέφτηκες καλά; Θα είναι σίγουρα βαρύς αυτός ο σταυρός που παίρνεις πάνω σου". Και είπε: "Είναι πολύ αργά, το έχω ήδη αποφασίσει". Δείξαμε κατανόηση και πάντα στηρίξαμε τον γιο μας.μας
Εφημερίδα Logos, Ιρίνα Ντμίτριεβα
ΑΪΟΥ 2012
Σήμερα (ΣτΜ: Το άρθρο χρονολογείται από τις 08 – 05 – 2012) συμπληρώνονται δύο χρόνια από τον θάνατο του Επισκόπου Γιακουτίας και Λένα[1], Ζωσίμα. Οι μαρτυρίες και οι ενθυμήσεις όσων γνώρισαν τον Βλαντίκα (ΣτΜ: Αρχιερέας) μαρτυρούν απερίφραστα ότι ήταν ένας άνθρωπος του Θεού.
Δημοσιεύουμε μια συνέντευξη με τους γονείς του Επισκόπου Ζωσίμα, που δημοσιεύθηκε στο τεύχος Ιουνίου του περιοδικού Λόγος (ΣτΜ: Στη Ρωσική).
Όταν συνειδητοποίησα ότι στο πλαίσιο του αφιερώματος του περιοδικού Λόγος στη μνήμη του επισκόπου Ζωσίμα, με τον οποίο είχα πρόσφατα γνωριστεί, έπρεπε να πάρω συνέντευξη από τους γονείς του, ξαφνικά ένιωσα απέχθεια για το επάγγελμά μου και τις απροσδόκητες στιγμές του. Γνωριστήκαμε πρόσφατα, στα τελευταία γενέθλια του Βλαντίκα, όταν ήταν ακόμη εν ζωή, και αμέσως ένιωσα να μας συνδέει μια βαθιά συγγένεια. Σεμνοί, καλοπροαίρετοι, μορφωμένοι, προσιτοί, βρήκαν τη δύναμη, αμέσως μετά την κηδεία του αγαπημένου τους γιου, να μιλήσουν γι’ αυτόν. Μετά την ανάγνωση αυτής της ιστορίας, νομίζω ότι όλοι θα καταλάβουν, γιατί ο επίσκοπός μας ήταν τόσο αληθινός σε όλα. Αλλά, πρώτα – πρώτα, λίγα λόγια για τον πατέρα και τη μητέρα του.
Ο Βασίλι Σιμιόνοβιτς Ντάβιντοφ γεννήθηκε στην περιοχή Ιρμέισκι, στην επικράτεια του Κρασνογιάρσκ. Είναι συνταξιούχος συνταγματάρχης. Η Έμμα Μιχάηλοβνα, της οποίας η καταγωγή είναι από το Καζακστάν, αποφοίτησε από το Τεχνολογικό Ινστιτούτο της Σιβηρίας. Όταν οι Ντάβιντοφ ζούσαν στο Γιακούτσκ, ο Βασίλι Σιμιόνοβιτς εργαζόταν στο Υπουργείο Εσωτερικών της Γιακουτίας, ως επικεφαλής του τμήματος σχεδιασμού και οικονομικών, και η Έμμα Μιχάηλοβνα εργαζόταν ως μηχανικός στο τμήμα τεχνολογίας του Γιακούτζολοπρογιέκτ (ΣτΜ: Ινστιτούτο εξόρυξης και μεταλλουργίας μη σιδηρούχων μετάλλων).
– Διέφερε σε κάτι από τους συνομήλικούς του στην παιδική ηλικία ο μέλλων επίσκοπος Γιακουτίας και Λένα;
Β.Σ.: Ο Ίγκορ ήταν ένα παιδί σαν όλα τα άλλα παιδιά και ταυτόχρονα από την παιδική ηλικία επέδειξε τέτοια γνωρίσματα του χαρακτήρα, όπως η καλοσύνη, η προσοχή, η ευαισθησία και η φροντίδα. Θυμάμαι ότι ο γιος μου ήταν περίπου δώδεκα ετών, όταν πήγε στην Τσεχοσλοβακία, στο πλαίσιο ενός προγράμματος εκπαιδευτικών ανταλλαγών για παιδιά. Του έδωσα ένα μικρό ποσό και του είπα: "Να, πάρε, για ν’ αγοράσεις γλυκά, παγωτό". Αντ’ αυτού, μου αγόρασε μια γραβάτα, άρωμα για τη μητέρα του κι ένα σωρό δώρα για τον αδερφό του και την αδελφή του. Τον ρωτάω: "Γιατί; Τα πάντα εκεί είναι ακριβά!", για να εισπράξω δικαιολογίες: "Μα έπρεπε να φέρω για σένα και τη μαμά δώρα. Και αυτό είναι για τα παιδιά!". Πάντα έλεγε: "Αυτό είναι για τα παιδιά", εννοώντας τον αδελφό και την αδελφή του, που και οι δυο τους ήταν νεότεροί του.
EM: Όταν μετακομίσαμε στη Μόσχα, ο Ίγκορ ήταν πέντε ετών. Γυρίσαμε από ’δώ κι από ’κεί στην πρωτεύουσα, επισκεφθήκαμε μουσεία, εκθέσεις και κάποτε πήγαμε και στο Ζαγόρσκ, στην Τριαδική Λάβρα του Αγίου Σεργίου. Και με το που ο γιος μου πέρασε την πύλη, δεν μπορούσα να τον «ξεκολλήσω» με τίποτε. Κοίταζε τα πάντα τριγύρω του και ήταν σαν να μην του έφτανε αυτό που έβλεπε. , είδε έναν μοναχό κι έτρεξε σαν σφαίρα από πίσω του και τον κοιτάζε επίμονα... Τον πήρα τότε από το χέρι και του είπα: "Έλα, πάμε να σου δείξω πού σπουδάζουν αυτοί που παρακολουθούν το Σεμινάριο". Προσκολλήθηκε στο πλέγμα και αν και τον τραβούσαμε επιτακτικά, αυτός προσπαθούσε να συνεχίσει να κοιτάει. Η ιστορία αυτή ξεχάστηκε αργότερα. Μέχρι τη στιγμή που ο Ίγκορ ενεγράφη στο Θεολογικό Σεμινάριο, οπότε και μου θύμισε: "Μαμά, θυμάσαι όταν ήμασταν στη Λαύρα; Τότε ήταν που αποφάσισα ότι, χωρίς καμία αμφιβολία, θα μελετήσω εδώ. Και θα γίνω σαν εκείνον τον μοναχό".
Β.Σ.: Όταν εργαζόμουν ως διευθυντής της παραθεριστικής κατοικίας «Ελατάκι», της Κεντρικής Επιτροπής της Komsomol, είχα την ευκαιρία να ταξιδέυω σε ενδιαφέροντα μέρη και πάντα προσπαθούσα να πάρω μαζί μου τον γιο μου. Κάποτε, στο Ζαγόρσκ επισκεφθήκαμε το Εκκλησιαστικό – Αρχαιολογικό Γραφείο της Θεολογικής Ακαδημίας της Μόσχας. Ο Ίγκορ περιεργάστηκε με μεγάλο ενδιαφέρον τις εικόνες, τους σταυρούς, τα εκκλησιαστικά σκεύη... Αυτό το ενδιαφέρον του, όμως, το απέδωσα τότε στην κλίση του για τη ζωγραφική. Στην οικογένειά μας άρεσε σε όλους η ζωγραφική. Οι αδελφοί μου ζωγράφιζαν υπέροχα, ένας από αυτούς μάλιστα αποφοίτησε από την Σχολή Καλών Τεχνών. Έχω ζωγραφίσει και ο ίδιος πίνακες ζωγραφικής, που ήταν και σε έκθεση στο Γιακούτσκ: "Γκρίζος Βιλιούι", "Στα κανάλια του Λένα", "Ηλιοβασίλεμα πάνω από τον Λένα", "Στήλες του Λένα"[2]. Και ο γιος μας ήταν από την παιδική ηλικία πραγματικός λάτρης της ζωγραφικής. Επέμεινα, όμως, να πάει στο Ινστιτούτο Σιδηροδρόμων, καθ’ ότι ο πατέρας της Έμμα Μιχάηλοβνα ήταν επικεφαλής του τμήματος των σιδηροδρόμων και του απονεμήθηκε και δύο φορές το παράσημο Λένιν. Ο Ίγκορ πήγε εκεί, αλλά, αφού μελέτησε για ένα εξάμηνο, τα παράτησε, γιατί ονειρευόταν να παρακολουθήσει το Σεμινάριο και στο τελευταίο δεν έκαναν δεκτούς όσους είχαν ανώτερη εκπαίδευση. Φοίτησε σε καλλιτεχνικό ίδρυμα, απ’ όπου και αποφοίτησε με πτυχίο καλλιτέχνη ξύλου, επιπλοποιού πολυτελών επίπλων, φτιαγμένων από ακριβό ξύλο.
– Η ζήλια μεταξύ των παιδιών στις οικογένειες είναι κάτι που συναντιέται συχνά. Είχατε κι εσείς μια τέτοια εμπειρία;
Ε.Μ.: Όχι, κάτι τέτοιο δεν συνέβη ποτέ μαζί μας. Εμείς πάντα φροντίζαμε ο ένας τον άλλο. Όχι ότι εμείς, οι γονείς, κάναμε κάτι ειδικά. Απλά έτσι ήταν στη ζωή μας. Τίποτα το ασυνήθιστο δεν θα βρείτε σ’ εμάς εκτός από μια απλή φιλική οικογένεια.
Β.Σ. Η πόρτα του σπιτιού μας ήταν πάντα ανοικτή για όλους, είχαμε πάντα πολλούς καλεσμένους, τόσο όταν τα παιδιά ήταν μικρά όσο και τώρα. Με τους γείτονές μας ζούμε σαν μία οικογένεια.
– Και πώς ήταν οι γιορτές σ’ εσάς;
Β.Σ.: Μας άρεσαν τα γενέθλια. Όλες οι γιορτές γιορτάζονταν με μουσική, ακούγαμε δίσκους, τραγουδούσαμε, μιλούσαμε. Ακόμα διοργανώναμε το παιχνίδι «Καρπουζάκια» (ΣτΜ: Παιχνίδι για παιδική γιορτή). Τα παιδιά πήγαιναν για καρπούζια με τραγούδια και αστεία ...
Προβλήματα με τα παιδιά δεν είχαμε. Μελετούσαν καλά. Η κόρη μας αποφοίτησε από το σχολείο στο Γιακούτσκ και εισήλθε χωρίς προβήματα στο Ινστιτούτο Σιδηροδρομικών Μεταφορών και την ακολούθησε κι ο νεότερος γιος. Ο Αντρέι έγραψε στη συνέχεια τη διατριβή του.
Ευχαριστώ τον Θεό που όλα μεγάλωσαν καλά.
Ήσασταν μη – πιστοί πρωτύτερα; Πότε «ανακαλύψατε» την Πίστη;
Β.Σ.: Η μητέρα μου πίστευε στον Θεό και βαφτίστηκα, αλλά δεν πήγαινα στην εκκλησία. Εργάστηκα στην Κεντρική Επιτροπή της Komsomol ως εκπαιδευτής στο Τμήμα Οικονομικών και Προϋπολογισμού. Στη συνέχεια, ως διευθυντής της εξοχικής κατοικίας «Ελατάκι».
Ε.Μ.: Στη δική μου περίπτωση, ο πατέρας μου ήταν κομμουνιστής, οπότε και δεν μας βάφτισαν.
Β.Σ.: Ο γιος μου μού έλεγε: "Πολλοί άνθρωποι πιστεύουν ότι δεν είναι πιστοί. Δεν το πιστεύω. Στην καρδιά μας είμαστε όλοι πιστοί". Έτσι, μάλλον, είναι. Kι εξηγούσε: «Όταν λέμε: "Ευλόγησον Κύριε", αυτό είναι μια προσευχή. Έχουμε στον προφορικό λόγο πολλές τέτοιες περιπτώσεις, που μαρτυρούν τον Κύριο: "Νεμπεσά" (ΣτΜ: "Ουράνια" ελληνιστί. Υπονοείται εδώ ότι η ρωσική λέξη προέρχεται από το "Νε Μπέσα", όπερ έστιν μεθερμηνευόμενο "δεν υπάρχει δαίμονας"), "Σπασίμπο" (ΣτΜ: "Ευχαριστώ" ελληνιστί. Υπονοείται εδώ ότι η ρωσική λέξη προέρχεται από το «Σπασί Μπογκ», όπερ έστιν μεθερμηνευόμενο "Σώσον Κύριε"), όλα αυτά είναι χριστιανικά λόγια. Ακόμη και μη πιστοί βαφτίζονταν πριν από τη μάχη, κατά τη διάρκεια του πολέμου».
Ε.Μ.: Βαπτίστηκα χάριν του γιου μου. Ήμουν κοντά στα πενήντα και πολύ άρρωστος. Μου λέει: "Πρέπει να βαπτιστείς". Έλα που ούτε να σηκωθώ δεν μπορούσα. Ο Ίγκορ έφερε έναν ιερέα από το Ζαγκόρσκ. Με βόηθησαν να σηκωθώ, τέλεσα το Μυστήριο της Βάπτισης και τότε άρχισα ν’ ανακάμπτω αργά. Στη συνέχεια ήρθε πάλι, με υποβάσταζε και με πήγαινε στην εκκλησία. Μόλις που μπορούσα να σταθώ στα πόδια μου, σκεφτόμουν ότι δεν θα φτάσω εκεί, τόση αδυναμία ένιωθα. Με έβαλε να κάτσω στον ναό, μετά σηκώθηκα, παρακολούθησα τη Λειτουργία (ούτε λόγος περί Κοινωνίας εκείνην την εποχή) και μετά περπάτησα ήδη μόνη μου πίσω. Η Ιρίνα και ο Αντρέι έλαβαν, επίσης, βάπτισμα χάριν του αδελφού τους.
Κατόπιν ήρθε και η αδελφή μου και βαφτίστηκε στην Εκκλησία της Αναστάσεως, κοντά στο Μοναστήρι του Δανιήλ (ΣτΜ: Στο κέντρο της Μόσχας). Από το Κρασνογιάρσκ ήρθαν όλοι οι συγγενείς: Ο αδελφός, ο ξάδερφος του Βασίλι Σιμιόνοβιτς, όλα τα παιδιά τους... Αν ο π. Ζωσίμα βάφτιζε κάποιον, βάφτιζε και τους φίλους του.
Β.Σ.: Παντρευτήκαμε και χάριν του. Ο Πατέρας Βίκτωρ τέλεσε το Μυστήριο και ο γιος μας τον βοήθησε.
E.M.: Παντρευτήκαμε σε Εκκλησία το 1991, μετά από τριάντα χρόνια πολιτικού γάμου. Ο γιος μου μού είπε στο τηλέφωνο: "Μαμά, πρέπει να παντρευτείτε. Έχω ήδη παραγγείλει τα δαχτυλίδια", αλλά εγώ ποια ήμουν εδώ; Σημασία είχε τι θα έλεγε ο πατέρας του. Το είπε και στον πατέρα του και αυτός αμέσως απάντησε: "Ας γίνει έτσι!".
– Δεν σοκαριστήκατε, όταν ανακαλύψατε ότι ο γιος σας είναι πιστός;
E.M.: Όχι, καθόλου.
Β.Σ.: Όταν γεννήθηκε ο πρωτότοκος υιός, η Έμμα σπούδαζε στο τρίτο έτος του Ινστιτούτου κι εγώ στο δεύτερο, οπότε έπρεπε ν’ αφήσουμε το παιδί με τη γιαγιά του. Πέρασαν πολύ χρόνο μαζί, κουβεντιάζοντας.
Ε.Μ.: Δίδαξε τον Ίγκορ τις προσευχές. Όταν πήγαινε στο σχολείο, έμενε μαζί μου (περνούσα πιο πολύ χρόνο με τα παιδιά, καθ’ ότι ο πατέρας τους ήταν σε επαγγελματικά ταξίδια όλη την ώρα) και ήδη τότε παρατήρησα ότι, πριν από τις εξετάσεις, ο γιος μας γονάτιζε και προσεύχονταν, αν και δεν υπήρχαν εικόνες στο διαμέρισμα. Σε ηλικία δεκαέξι και δεκαεπτά, έτυχε κι έμεινε στο σπίτι μόνος του, ξεκόλλησε ένα κομμάτι της ταπετσαρίας και ζωγράφισε στον γυμνό τοίχο τον Ιησού Χριστό. Με το που το βλέπω, του λέω: "Τώρα θα έρθει ο πατέρας σου και θα τ’ «ακούσεις»". Επανατοποθετήσαμε την "ταπετσαρία" στην αρχική της θέση, όπως – όπως, καλύπτοντας τη ζωγραφιά. Κάπως έτσι και διασώθηκε η ζωγραφιά στον τοίχο μέχρι σήμερα. Μόνο που δεν την κρύβουμε κάτω από την ταπετσαρία εδώ και πολύ καιρό.
Β.Σ.: Ο ίδιος ο Βλαντίκα μάς είπε αργότερα ότι ήρθε στον Θεό μέσω της γιαγιάς του. Όταν συνειδητοποίησα ότι ο γιος μου ήταν πιστός, δεν υπέστην κανένα σοκ, αλλά όταν είπε ότι ήθελε να σπουδάσει στο Σεμινάριο, τότε αναφώνησα: "Γιατί;!". Κανονικά έπρεπε να τον έχουν πάρει στον στρατό. Και ο πατέρας μου πολέμησε, ο μεγάλος μου αδερφός ήταν ταγματάρχης, διοικητής μοίρας, ήρωας της Σοβιετικής Ένωσης. Ο άλλος αδελφός ήταν αξιωματικός, πιλότος, υπηρέτησε 33 χρόνια. Λέει ο γιος: "Θα πάω σίγουρα να υπηρετήσω και μετά τον στρατό θα εγγραφώ στο Σεμινάριο". Θεωρούσε ότι η Πίστη δεν ήταν λόγος να μην υπηρετήσει κάποιος τη στρατιωτική θητεία, αφού μάλιστα η Ορθόδοξη Εκκλησία πάντα ευλογούσε τους στρατιώτες και προσευχόταν γι' αυτούς.
Τον καιρό που ο Ίγκορ υπηρετούσε στον στρατό κοντά στο Σβερντλόφσκ, εμείς κατοικούσαμε στο Γιακούτσκ. Πήγα μια φορά να τον επισκεφθώ, συναντήθηκα με τον διοικητή της στρατιωτικής μονάδας, τον «ζαμΠολίτ» (ΣτΜ: Επίσημος εκπρόσωπος/επίτροπος του Κομμουνιστικού Κόμματος στα στρατεύματα της ΕΣΣΔ. Aσκούσε πολιτική εποπτεία της στρατιωτικής διοίκησης και του προσωπικού, καθώς και πολιτικό και εκπαιδευτικό έργο) και ρώτησα πώς τα πήγαινε ο γιος μου. Και μου λένε: «Με αυτό που συνέθεσε εδώ, θα πάρουμε την πρώτη θέση στον τομέα "Προπαγάνδα με χρήση οπτικών μέσων" και αυτό για πολύ καιρό μάλιστα» και μου δείχνουν το πενταώροφο κτήριο, στο οποίο βρίσκεται το αρχηγείο. Φανταστείτε τώρα μια ολόκληρη πρόσοψη με στρώση από ψηφιδωτά – στρατός, τεθωρακισμένα, όπλα, σημαίες ... Απ’ ό,τι έγινε γνωστό αργότερα, ο ίδιος ο Ίγκορ βρήκε το υλικό για να σχεδιάσει το πανό.
Μετά την αποστράτευση, ο «ζαμΠολίτ» ήρθε στη Μόσχα αρκετές φορές και πάντα έλεγε: «Είμαστε ακόμα τόσο ευτυχείς, που είχαμε έναν τέτοιον στρατιώτη».
Ε.Μ.: Μετά την επιστροφή του από τον στρατό, ξεκίνησε τις σπουδές του στο Θεολογικό Σεμινάριο.
"Δεν λυπηθήκατε που ο μεγαλύτερος γιος σας επέλεξε το μονοπάτι του μοναχισμού;"
E.M.: Μας κάλεσε και μας ανακοίνωσε την επιθυμία του να γίνει μοναχός. Τον ρωτώ: "Το σκέφτηκες καλά; Είναι βαρύς σταυρός αυτή η επιλογή" και είπε: "Είναι πολύ αργά πια. Το έχω πάρει ήδη απόφαση". Δείξαμε κατανόηση και πάντα στηρίξαμε τον γιο μας.
Πηγαίναμε συχνά στο Ζαγκόρσκ, στην Τριαδική Λαύρα του Σεργίου, να τον επισκεφτούμε και όταν μεταφέρθηκε στην αδελφότητα του μοναστηριού του Δανιήλ της Μόσχας, τότε τον συναντούσαμε ακόμη πιο συχνά. Παιδιά έτρεχαν συνεχώς προς αυτόν. Τα εγγόνια μας, ο Βλαντίμιρ και η Μαρία, αγάπησαν πολύ τον θείο τους, τον π. Ζωσίμα, και χαίρονταν κάθε φορά που τον συναντούσαν. Έτσι το ’φερε η τύχη, ώστε η 12η Σεπτεμβρίου, μέρα των γενεθλίων του μεγαλύτερου γιου μας, να είναι και η μέρα εορτής του Δανιήλ της Μόσχας. Πάντα ψήναμε πίτες και πηγαίναμε όλη η οικογένειά μαζί για να του ευχηθούμε και όλοι ήταν ευτυχισμένοι και χαρούμενοι.
Ο Βλαντίκα Ζωσίμα από νεαρή ηλικία ήταν ευπροσήγορος με όλους, ποτέ δεν καυγάδιζε, δεν έλεγε άσεμνα λόγια, δεν ανέβαζε τον τόνο της φωνής του. Ήταν πάντα τόσο συμφιλιωτικός. Και πολύ αγαπητός στο μοναστήρι του Δανιήλ. Άρχισαν σε κάποια στιγμή να τον αποκαλούν Γέροντα και στεναχωριόταν πάρα πολύ: «Τους λέω: Δεν πρέπει, είναι επιβλαβές».
Β.Σ.: Όταν περπατούσαμε μαζί μέσα στη μονή, έβλεπα πάντα ανθρώπους που έρχονταν σε αυτόν με την παράκληση: «Ευλογήστε, ακούστε με»... Και δεν το αρνιόταν σε κανέναν. Κάπου – κάπου δεν καταφέρναμε να φτάσουμε ούτε μέχρι τον καθεδρικό ναό της Αγίας Τριάδας (ΣτΜ: Ναός που βρίσκεται μέσα στον χώρο του Μοναστηριού).
– Πολλοί άνθρωποι μιλάνε για τη δύναμη της προσευχής του Επισκόπου Ζωσίμα. Εσείς οι ίδιοι την αισθανθήκατε ποτέ αυτήν τη δύναμη;
E.M.: Όταν του ζητούσαμε να κάνει μια προσευχή για μας, πάντα ρώταγε: "Τι θέλετε να ρωτήσω τον Κύριο;» Και μετά από την προσευχή, έλεγε: "Όλα θα πάνε καλά..."
Η δύναμη της προσευχής του Βλαντίκα Ζωσίμα συνίστατο στο ότι ο Κύριος την άκουγε και κανόνιζε έτσι ώστε να μην «εκπληρωθούν οι επιθυμίες», αλλά ώστε να έρθει η αληθινή Χάρις. Και αυτό το καταλαβαίναμε μόνο με την πάροδο κάποιου χρόνου!
Β.Σ.: Πάντα ένιωθα ότι προσευχόταν για μας. Η αίσθηση αυτή υπήρχε ακόμη και όταν ήταν πολύ μακριά. Και όχι μόνο σ’ εμάς.
Ε.Μ.: Ο Βλαντίκα προσευχόταν για όλους και βοηθούσε όλους. Η σύζυγος ενός από τους φίλους του ήταν πολύ άρρωστη και αφ’ ότου την εξομολόγησε και μίλησε μαζί της, δεν είχε πλέον κρίσεις. Πολλοί, μέσω αυτού, βρήκαν τον δρόμο της Πίστης. Ο Βλαντίκα βάπτισε την κόρη ενός σχολικού φίλου του και όταν αυτή ήταν έξι χρονών κι αυτός έφευγε για τη Γιακουτία, το κορίτσι επέμενε να δει τον νονό της. Φτάσαμε στο αεροδρόμιο, το κορίτσι στεκόταν και τα μάτια του έλαμπαν.
Β.Σ. Όταν ερχόταν σ’ εμάς, πλημμυρίζαμε από δύναμη. Και μόνο η παρουσία του στο σπίτι μάς έκανε να νιώθουμε έτσι. Ανυπομονούσαμε γι’ αυτό. Στην αρχή τον περιμέναμε από την Ιερουσαλήμ, στη συνέχεια από τη Γιακουτία. Και όταν επέστρεφε, ήταν σαν μια γιορτή για όλους μας, καθώς και τα παιδιά και τα εγγόνια ήταν όλα χαρούμενα. Τον περίμεναν πολλοί. Η πόρτα μας ήταν πάντα ανοιχτή, έρχονται πολλοί άνθρωποι, τόσο συγγενείς όσο και πνευματικά παιδιά και αυτό όλην τη μέρα.
Ε.Μ.: Τον περιμέναμε με ανυπομονησία. Τη Μεγάλη Σαρακοστή, συνένωνε τους πάντες. Τους φρόντιζε όλους. Εάν κάποιος χρειαζόταν βοήθεια, έκανε τα πάντα.
Β.Σ.: Ο γιος μας ήταν πάντα έτσι. Σ’ έναν φίλο του, τον καιρό που αυτός υπηρετούσε στον στρατό, προέκυψαν κάποιες «επιπλοκές». Τηλεφώνησε στη μητέρα του και στον Ίγκορ και όλοι μαζί πήγαμε αμέσως στη μονάδα. Συναντηθήκαμε με τον διοικητή της διμοιρίας, με τον αναπληρωτή διοικητή της μονάδας, συζητήσαμε την κατάσταση και μετά από αυτό σταμάτησαν να τον προσβάλουν. Ο φίλος του μας ευχαριστεί ακόμη και σήμερα για το γεγονός ότι πήγαμε να τον βοηθήσουμε τότε.
E.M.: Αυτός ο φίλος είναι πολύ ψηλός στο ανάστημα, σχεδόν δύο μέτρα. Θα μπορούσε να κρατήσει τον γιο μας στην αγκαλιά του. Και ο γιος μας πάντα έλεγε: «Ήρθα στον μεγαλύτερό μου φίλο!».
– Τι αίσθηση του χιούμορ που είχε ο Βλαντίκα!
Ε.Μ.: Ναι, ήταν έτοιμος ν’ αστειευτεί με το παραμικρό. Κουβάλαγε μαζί του εφημερίδες από τη Γιακουτία, τις έδινε στον πατέρα του και έκοβε επίσης κάποιες σελίδες με ανέκδοτα, τα οποία και μας διηγούταν στο τραπέζι, τόσο σ’ εμάς όσο και στους καλεσμένους.
Β.Σ.: Στοίβαζε, συνήθως για τρεις – τέσσερις μήνες, εφημερίδες, μου τις έφερνε κι εγώ καθόμουν τις νύχτες και τις διάβαζα. Ήταν ενδιαφέρον να συνομιλώ μαζί του. Από την παιδική του ηλικία ήταν πραγματικός λάτρης της ανάγνωσης, ενδιαφερόταν για τα πάντα, είχε μια έφεση στην έρευνα. Μόνο που πάντα ο χρόνος δεν επαρκούσε.
– Απορώ πώς κατάφερνε ν’ ασχολείται με τόσα πολλά ο Βλαντίκα Ζωσίμα...
Β.Σ.: Κοιμόταν πολύ λίγο – όλο δούλευε και δούλευε. Για παράδειγμα, την τελευταία φορά που ήρθε, είχε να γράψει 90 σελίδες για ένα βιβλίο. Ξύπνησα στις 6 το πρωί και τον είδα να γράφει. Του λέω: "Γιατί δεν κοιμάσαι;" και μού απαντά: "Δεν μπορώ, δεν έχω χρόνο". Τον ρωτάω: "Καλά, και πότε θα κοιμηθείς;" Πήγε στο κρεβάτι στις 6:30, με σκοπό να κοιμηθεί μέχρι τις 10, αλλά πού ύπνος. Σ’ αυτό το διάστημα, του τηλεφωνήσαν καμιά δεκαριά άνθρωποί! Κοιμόταν στ’ αρπαχτά. Προσπαθούσα να τον μεταπείσω, λέγοντας: "Λοιπόν, πού θα πάει αυτό; Γιατί καταστρέφεις τον εαυτό σου!" και αυτός απαντούσε με δικαιολογίες, όπως: "Δεν θέλω να χάσω χρόνο στον ύπνο". Κι έφερνε ως παράδειγμα τον πατέρα του θρυλικού στρατηλάτη Σουβόροφ[3], ο οποίος κοιμόταν δύο ώρες την ημέρα.
Μόνο τώρα αρχίζουμε να συνειδητοποιούμε σε ποιο βαθμό ο Βλαντίκα Ζωσίμα δεν πρόσεχε τον εαυτό του. Και δεν τον φρόντιζε κανένας.
Β.Σ.: Ήταν πολύ υπομονετικός και πίστευε ότι ο ιερέας δεν έχει δικαίωμα να είναι ούτε αυστηρός ούτε αγενής και πρέπει να υπομένει τα πάντα. Βοηθούσε πάντα τον καθένα και πάντα τους άκουγε μέχρι το τέλος, κάτι που ήταν συχνά οδυνηρό, καθ’ ότι συχνά μίλαγαν για τις αρρώστιες και τα προβλήματά τους κι αυτός δεν τους διέκοπτε ποτέ. Θυμάμαι μια φορά, που μία ενορίτισσα του τηλεφώνησε, όταν ήταν σ’εμάς, και τον ρώτησε αν μπορούσε να πάρει τα φάρμακα που της συνταγολόγησε ο γιατρός. Ο Βλαντίκα της είπε έκπληκτος: «Μα δεν είμαι γιατρός». Αυτή επέμεινε: «Όχι, θέλω τη συμβουλή σας». Υπέμενε πολλά κι έλεγε πάντα ότι ο κλήρος είχε μια τέτοια μοίρα – να υπομένει και να μην προσβάλλει κανέναν. Εξάλλου, ακόμη και οι μοναχοί έχουν διαφωνίες, αλλά, τελικά, όλα ξεπερνιούνται με τη βοήθεια του Θεού.
Σας παρηγορεί το ότι τόσος πολύς κόσμος αγαπά τον Βλαντίκα;
Β.Σ.: Ηρεμήσαμε, όταν ήρθαμε εδώ. Σκεφτήκαμε να μεταφέρουμε το σώμα του στη Μόσχα. Το ήθελαν τόσο οι συγγενείς όσο και όλοι οι φίλοι, τόσο οι δικοί του όσο και οι δικοί μας. Μερικοί μας έλεγαν: "Θα τα βρούμε τα λεφτά για την κηδεία. Εσείς φροντίστε να τον φέρετε εδώ".
Ε.Μ.: Και όταν έμαθαν για τη διαθήκη του, να ταφεί στη γη της Γιακουτίας, ήρθαν στον τάφο, είδαν αυτό το μέρος, πίσω από το ιερό του ναού, είδαν τη λαοθάλασσα κι έτσι συνειδητοποίησαν ότι θα ήταν καλύτερα να ταφεί εδώ.
– Αλλά πόσο ευτυχισμένοι ήταν οι κάτοικοι της Γιακουτίας! Τι παρηγοριά το ότι ο Βλαντίκα ήθελε να μείνει μαζί μας! Παρατήρησα ότι οι άνθρωποι, πριν εισέλθουν στον ναό, πρώτα πηγαίνουν στον τάφο...
Β.Σ.: Κάποιο από τα πνευματικά του παιδιά είπε ότι στις 6 το πρωί κοίταξε έξω από το παράθυρο και είδε εκεί έναν άνθρωπο, να προσεύχεται πάνω από τον τάφο.
Ε.Μ.: Μια ηλικιωμένη γυναίκα από τη Γιακουτία ήρθε σ’ εμένα, με πήρε από το χέρι: "Είστε η μητέρα του;" Βάλθηκε να μου λέει πόσο χαρούμενοι ήταν όλοι που ετάφη εδώ, ότι έστειλε την κόρη της να σπουδάσει αγιογραφία, πόσο ευγνώμονες του ήταν. Κατά τη διάρκεια αυτών των ημερών εδώ στη Γιακουτία «δεθήκαμε» με τους ντόπιους.
Β.Σ.: Δεν έχουμε την αίσθηση ότι ο γιος μας είναι νεκρός. Καταλαβαίνω ότι θάφτηκε, αλλά δεν πέθανε. Απλά έφυγε, ως συνήθως, σ’ ένα μακρύ επαγγελματικό ταξίδι, και περιμένουμε να τον συναντήσουμε, όπως τον περιμέναμε, όταν βρισκόταν στην Ιερουσαλήμ ή στο Γιακούτσκ.
"Δεν έχω καν την αίσθηση ότι ο Βλαντίκα έχει πεθάνει. Απλώς, δεν είμαστε εμείς που τον περιμένουμε, αλλά αυτός που μας περιμένει. Αλλά πρέπει πρώτα να γίνουμε άξιοι αυτής της συνάντηση μαζί του... "