Του Σεβ. Μητροπολίτη Γουμενίσσης, Αξιουπόλεως & Πολυκάστρου κ. Δημητρίου
Ὁ Ἀναστάς Κύριος ἐν τῷ μέσῳ Ὑμῶν τε καί ἡμῶν.
Δέν ζοῦμε μέ τήν προοπτική τῆς κοινῆς Ἀναστάσεως μόνο. Ἀλλά καί μέ τήν πίστη καί τήν ἐκκλησιαστική ἐμπειρία καί τήν πιστότητα, μέ τήν εἰρηναία χαρά καί τήν ἀθλητική δύναμη καί τήν καθημερινή βιωματική ἱεραποστολή τοῦ Ἀναστάντος Κυρίου.
Αὐτό μᾶς κράτησε Ρωμιούς, αὐτό μᾶς ἔθρεψε δι᾽ αἰώνων ἀδούλωτους καί ἥρωες τῆς ἐθνικῆς ἐλευθερίας, ὥστε νά μᾶς ἀποθαυμάζουν ἀκόμη καί οἱ ξένοι λαοί.
Ὅμως τό μεῖζον δέν εἶναι ἱστορία, ἀλλά ὁ ἐνιστορικός διαρκής εὐαγγελισμός τῆς ζώσας πίστης στό Θεό καί Σωτήρα τοῦ κόσμου καί τῆς ἀκέραιας ἀνθρωπιᾶς πού ἐνουσιώθηκε ἀπό τή δημιουργό φιλανθρωπία καί ἄκτιστη φροντίδα Του καί σώθηκε στή σωτηριώδη οἰκονομία τῆς θεανθρωπίας Του καί διασώζεται μέσα στήν ἐκκλησιαστικότητα, πού τήν μοιράζεται ἀμερίστως Ἐκεῖνος μέ μᾶς, μέ τά ἀληθινά κοινωνικά μέλη τοῦ ἀληθινοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σώματός Του.
***
Τό σύγχρονο αὐτείδωλο μοντέλο ἀνώτερης τάξης, μονοπωλώντας τή διαχείριση τῆς ἐξελικτικῆς ἐπιστημοσύνης, ὑποδύεται μιά διαβαθμισμένη ἐφεκτικότητα ἀπέναντι στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία.
Προωθώντας μεταχρονολογημένα μορφωσιακά μοντέλα ὡς ἐνταξιακό ἐξαναγκασμό προόδου γιά τό διεθνικό “μας” κόσμο.
Ὑποκρύπτουν καί ἀποκρύπτουν τόν καταλύτη “ἄνθρωπο”, τά δεδομένα καί τίς προοπτικές του, καί διαφημίζουν τίς πολιτικές-οἰκονομικές φόρμες τῆς προόδου (;).
Τά sites τῆς μετανεωτερικότητας τό μόνο πού ὑπολογίζουν εἶναι τά διαχειρίσιμα ἀνθρώπινα νούμερα (εἴτε ψηφοφόροι εἴτε θεατές εἴτε ἀναγνῶστες) καί μάλιστα μέσα ἀπό μιά δικονομική καπηλεία “ἀτομικῶν δικαιωμάτων”.
Μέ μιά τέτοια ἰδεοληπτική ἐξάρτυση τό μόνο πού ἀναγνωρίζουν στήν Ἐκκλησία εἶναι ἡ ἱστορική συλλογική ἐκπροσώπηση ἑνός θρησκειακοῦ φορμαλισμοῦ μέ κοινωνική ἔκφραση καί προσφορά.
Ἀδυνατοῦν ἔστω καί νά ὑποθέσουν τά οὐσιωδέστερα τῆς ἐκκλησιαστικῆς πίστης καί ζωῆς, τῆς λειτουργικῆς ὕπαρξης καί παράδοσης.
Καί μάλιστα ἀπαιτοῦν ἀπό τή θεολογική διανόηση καί τήν ποιμαντική πρακτική τῆς σήμερον νά περιορίζεται στό σύγχρονο ἐξελικτικό λεξιλόγιο.
Δέν ἀξιώθηκαν νά εἰσέλθουν στά πρόθυρα τοῦ ἀποθέτου κάλλους καί τοῦ ἀνυπερβλήτου μεγαλείου τῆς πίστεώς μας ὅπου φρυκτωρεῖ τό Ἅγιο Φῶς τῆς θεουργικῆς ἐμπειρίας μας.
Ἡ μαθητεία καί ἡ ἔκφραση αὐτοῦ τοῦ ἐκσυγχρονιστικοῦ μεταμοντέλου παρά ταῦτα ὀφείλεται στήν παλιά ἰδεοληψία τοῦ ἀκραίου διαφωτισμοῦ ἀπέναντι στή στείρα θρησκειοποίηση τοῦ κόσμου.
Ἑνός διαφωτισμοῦ πού ὑποτίθεται ὅτι ἦλθε νά διώξει τό σκότος τοῦ Μεσαίωνα. Ἀναπτύχθηκε στή θέση ἐκείνου, χρησιμοποιώντας ὅμως συνάλληλες μεθόδους καί παράλληλες πρακτικές ἀπολυταρχικῆς ἐπιβολῆς πάνω στόν ἄνθρωπο.
Φιλοσοφοῦμε καί πολιτικολογοῦμε γιά ραγδαία πρόοδο στίς πανανθρώπινες φόρμες.
Ὅμως ζοῦμε σέ μία ἐποχή νέας ἀπο-ϊεροποιήσεως τοῦ θεόκτιστου κόσμου καί αὐτο-αποθεώσεως καί ἀλλοτριώσεως τοῦ θεόπλαστου ἀνθρώπου, πού ἐξαχρειώνει τή θεόδοτη ταυτότητα ἀμφοτέρων, μέ τραγικά ἀποτελέσματα: ὡς πρός τόν κόσμο μέ τήν οἰκολογική καταστροφή, καί ὡς πρός τόν ἄνθρωπο μέ τήν ὀξυμένη ἀντικοινωνικότητα καί τά φαινόμενα ἐξαχρειώσεως τοῦ θύματος τόσων κοινωνικῶν μαστίγων καί μέ τή νομιμοποιημένη ἐγκληματικότητα τῶν ἐκτρώσεων σέ ἀτομικό ἐπίπεδο, τῶν πολέμων καί τῶν γενοκτονιῶν σέ διεθνές ἐπίπεδο.
Κατά τοῦτο ἡ ἐποχή μας ἔχει καταντήσει νά εἶναι εἰκονοκλαστική καί εἰκονομαχική· ὄχι μόνον δέν ἀναγνωρίζει, ἀλλά καί ἀντιμάχεται τό δημιουργικό καί ἀναδημιουργικό ἔργο τοῦ Θεοῦ στήν ἱστορία τοῦ κόσμου.
Ἐνόψει μιᾶς τόσο βαθειᾶς καί εὐρείας μεταλλαγῆς ποικίλα ἰδεολογικά νεοπλάσματα (οἱ παραθρησκεῖες, σύμπλοκα ἐν πολλοῖς τοῦ διαφωτισμοῦ) ἔχουν πρό πολλοῦ σπεύσει νά διαβρώσουν τήν παγκόσμια ἀγορά ἰδεῶν μέ ἄφθονα ὑλικά μέσα ὑπόπτου διαχειριστικῆς προελεύσεως.
Ἀποβλέπουν σέ μιά δυναμικότερη ἀλλοτριωτική παρέμβαση σ᾽ αὐτό τό νεφελῶδες πολιτιστικό, θρησκευτικό, φιλοσοφικό, κοινωνικό γίγνεσθαι, πρός ἴδιον ὄφελος, καθώς πλέον «πάντων χρημάτων μέτρον (οὐχ) ὁ ἄνθρωπος» (τῆς ἀρχαίας καί τῆς οὐμανιστικῆς ἱστορικῆς περιόδου), οὔτε ὁ Θεάνθρωπος (τῆς δισχιλιετοῦς ἐκκλησιαστικῆς παρουσίας), ἀλλά τά οἰκονομικά μεγέθη (καί ὀπίσω τους οἱ μεταλλαγμένοι “imperatores”), χρησιμοποιώντας ὡς πεδίο ἐπιβολῆς μιά κατείδωλη κοινωνία στήν ὁποία ἐπιπολάζει μέ ὄχημα τόν δικαιωματισμό ὁ αὐτείδωλος ἄνθρωπος.
Ἕνας ἰδιότυπος καί ἀλαζονικότερος “Ναβουχοδονόσωρ” (πρβλ. Δανιήλ, 2) ὀρθώνει σιγά σιγά τή χρυσή εἰκόνα του στήν ἀποκαλυπτική Βαβυλωνία τοῦ “νέου κόσμου”.
Ἀπαιτεῖ ἀπό τούς ἀμήχανους ὑπηκόους τῆς παγκοσμιοποιήσεως θεϊκή λατρεία, χωρίς νά ἐξασφαλίζει καμιά βελτίωση τουλάχιστον στό κοινωνικό καί οἰκολογικό γίγνεσθαι.
Τοὐναντίον ἐπισείει κατά πάσης ἀξιοπρεποῦς ἀντιστάσεως ἄλλοτε τήν οἰκονομική ἐπιβολή καί σέ περίπτωση ἐπίμονης ἀντίστασης τή “διπλωματική” σπάθη τῶν πυραύλων, ἴσως καί τήν ἀποτελεσματικότερη σπάθη τῆς παρεμβάσεως στό γενετικό ὑλικό κ.ο.κ.
Μέ πρόκριμα τήν κυριαρχική ἀποκλειστικοποίηση μερικῶν ἰσχυρῶν διατομικοτήτων, ἔναντι μιᾶς ἐλέγξιμης ἀνθρωπιστικῆς παραξίας καί πανανθρώπινης μάζας.
Σέ ἕνα τέτοιο διεθνιστικό σχεδίασμα, ἡ χριστιανοσύνη παρωθεῖται νά εἰσφέρει μηχανιστικές φόρμες καί καταφάσεις! ῾Ωσπερεί θρησκειακή συμμόρφωση ποσοστῶν ἀνθρωπότητος!
Καί ἐρχόμαστε στά καθ᾽ ἡμᾶς. Μᾶς ἀναγνωρίζουν μιά παρωχημένη παραδοσιακή ἔκφραση πολιτισμοῦ.
Ὅσοι ὁμιλοῦν γιά ὀρθοδοξία, τήν ἐννοοῦν ὡς ἰδέα, ὡς ἔθιμα, ὡς πολιτιστικό ἀγαθό, ὡς κτίσματα καί μορφές καλλιτεχνικῆς δημιουργίας, ὡς ὑπολογίσιμο ὑπόλειμμα λαϊκῆς θρησκευτικότητος, ὡς κλειστό χῶρο ἐπικυριαρχίας τοῦ “μεσαιωνίζοντος” κλήρου, ὡς ἐμπορεύσιμο ἐθνικό σύνθημα, ὡς μοχλό παρεμβάσεως στίς ὑπόλοιπες ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες.
Ἀρκετοί ἕως πολλοί φορεῖς τῶν τεσσάρων ἐξουσιῶν ἁπλῶς ἀνέχονται τήν Ἐκκλησία ὡς νπδδ (μέ μιά πουριτανική θεώρηση τῆς χρησιμότητός της καί μιά ἐθνικισμική κατάφαση τῆς παρουσίας της) καί σαφῶς τήν διαχωρίζουν ἀπό τήν παράδοση τῆς Ὀρθοδοξίας. Ἀποδέχονται μιά ἰδέα (κατ᾽ οὐσίαν ἀνυπόστατη) καί ἀπορρίπτουν ἐμμέσως τό θεανθρώπινο ἱστορικό σῶμα τῆς χριστιανικῆς ἀλήθειας καί ζωῆς.
Τίθεται λοιπόν ἕνα βασανιστικό γιά μᾶς ἐρώτημα:
Αὐτοί οἱ φορεῖς, ὡς ἐκ τῆς θέσεώς τους, ἔχουν τή θεσμική εὐχέρεια νά ἐκφράσουν τή σύγχρονη νεοελληνική πεμπτουσία ὡς πολιτιστική συνεισφορά στόν Εὐρωπαϊκό πλουραλισμό.
Ἀλλά μέ τέτοια ἀντίληψη γιά τήν Ὀρθοδοξία καί τόση ἄγνοια γιά τήν Ἐκκλησία, πῶς θά ἐκφράσουν τόν ψυχισμό τοῦ λαοῦ μας καί τήν ψυχή τῆς παραδόσεώς μας, πού εἶναι βαθιά, ἀδιαίρετα καί ἀσύγχυτα ἑλληνορθόδοξη;
Ἐκπροσωποῦν ἄραγε τήν οὐσία τοῦ πολιτισμοῦ μας ἤ τουναντίον τήν προδίδουν ὡς θιασῶτες ἀλλοτρίου πνεύματος;
Δέν ἐπιμερίζω σ᾽ αὐτούς μεγαλύτερη εὐθύνη ἀπ᾽ ὅ,τι στούς “φραγκολεβαντίνους” διαφωτιστές τοῦ ἑλληνικοῦ κρατιδίου μας, καί σέ μᾶς βέβαια τούς ποιμένες πού δέν συνειδητοποιήσαμε τόν κίνδυνο τοῦ θρησκειοποιημένου διαφωτισμοῦ καί δέν μεταδώσαμε στούς πιστούς τά ἀντισώματα τῆς ὀρθόδοξης πίστεώς μας.
Ὀφείλω, ὅμως, νά καταγγείλω εὐθαρσῶς καί τιμίως τίς πλάνες πού σκοτίζουν τόσες συνειδήσεις συνελλήνων:
— εἶναι ψέμα ὅτι ὁ Χριστιανισμός ἀποτελεῖ θρησκευτική ἐπινόηση καί ἰδεολογία· Χριστιανισμός εἶναι τό σῶμα τοῦ ἐνανθρωπήσαντος Θεοῦ, ἡ Ἐκκλησία, μιά πραγματικότητα πέρα ὥς πέρα ἐμπειρική, ἁπτή, θεανθρώπινη καί ἀνθρώπινη, ὁ θεανθρώπινος ἐνιστορισμός τοῦ Ἀκτίστου μέσα στό ἱστορικό γίγνεσθαι·
— πλανῶνται ὅσοι ἐπικαλοῦνται ποικίλες ἐκδοχές περί Ὀρθοδοξίας· μία καί μόνη ὑπάρχει: ἡ Ὀρθόδοξη Χριστιανική Ἐκκλησία, πού ζεῖ τόσους αἰῶνες καί θά ὑπάρχει πέραν τῶν αἰώνων καί ἐμπεριέχει καί σώζει (ἐνταῦθα) τήν ἱστορική σάρκα τοῦ Ἑλληνισμοῦ· δέν εἶναι ἰδιοκτησία ἤ δικαιοδοσία οὔτε ἡμῶν τῶν Κληρικῶν οὔτε κανενός ἄλλου· δέν μᾶς ἀνήκει, ἀλλά τῆς ἀνήκουμε· οὔτε σώζεται ἀπό τόν πουριτανισμό μας οὔτε χάνεται ἀπό τήν κακοήθη μικρότητά μας·
— αὐτό πού εἶναι, καί αὐτό πού ἔχει νά προσφέρει ἡ Ἐκκλησία στόν κόσμο δέν εἶναι κάποιες ἐγκόσμιες ἠθικές ἀρχές οὔτε κάποιες μεταφυσικές ἰδέες· ἡ Ἐκκλησία εἶναι, ἔχει καί προσφέρει τήν ἐμπειρία τοῦ ζῶντος Θεοῦ, τή μοναδική ὁδό θεοκοινωνίας καί θεουργίας, μέ τό σαφή ρεαλισμό τῆς ἀσκήσεως ὅλων τῶν ἀπ᾽ αἰῶνος θεωμένων καί σωσμένων μελῶν μιᾶς ἱστορικῆς κοινότητος πού ἀγκαλιάζει Παλαιά καί Καινή Διαθήκη καί θά ἐκτείνεται πέραν τῆς συντελείας τῶν αἰώνων. Αὐτή ἡ ἐμπειρία, μυστήριο Χάριτος καί ἱστορία γεγονότων, καί οἱ φορεῖς κι ἐκφραστές της ἀνά τούς αἰῶνες συναποτελοῦν τήν πραγματικότητα τῆς Ἐκκλησίας.
Θά ἔπρεπε νά θεωροῦμε τούς ἑαυτούς μας πανευτυχεῖς, πού γεννηθήκαμε καί ἀνδρωθήκαμε στούς κόλπους τῆς μιᾶς, ἁγίας, καθολικῆς καί ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας, καί θά ἔπρεπε νά νοηματίζουμε τό διάβα τῆς ζωῆς μας μέ τό πρίσμα τῆς αἰωνιότητος.
Ἐπιτρέψτε μου, νά ὑποκύψω στόν πειρασμό μιᾶς ἀπολογητικῆς, χάριν τῶν καλοπροαιρέτων ἀναγνωστῶν: ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, ἡ ἐν Ἑλλάδι καί ἁπανταχοῦ τῆς γῆς, ἀποδεικνύει μέ τεκμηριωμένη μαρτυρία σέ κάθε ἐποχή τό μοναδικό της θησαυρό, τήν ἱστορική καί πραγματική θεο-εμπειρία της.
Τεκμήριά της ἡ θεία λειτουργία, τήν ὁποία συνεπιτελοῦμε οἱ λειτουργοί καί οἱ (συλλειτουργοῦντες) λειτουργημένοι.
Εἶναι τό κατ᾽ ἐξοχήν μυστήριο, δηλαδή εἴσοδος γιά νά εἰσέλθει στό δικό μας κόσμο ἡ ἁγιοποιός καί θεοποιός ἐνέργεια τοῦ Θεανθρώπου Ἰησοῦ Χριστοῦ.
Αὐτό πραγματώνεται ἀπό τό Ἅγιο Πνεῦμα μέ τή μεταβολή τοῦ ἄρτου καί τοῦ οἴνου σέ Σῶμα καί Αἷμα Χριστοῦ.
Τά καθαγιασμένα Τίμια Δῶρα δέν εἶναι τύπος τοῦ Δεσποτικοῦ Σώματος, ὅπως λένε ὅσοι αἱρετίζουν, ἀλλά εἶναι «τό Σῶμα τοῦ Κυρίου, αὐτό πού δημιουργήθηκε ἀπό τό Ἅγιο Πνεῦμα στή θεοδόχο γαστέρα τῆς Παναγίας, πού σταυρώθηκε, ἐτάφη, ἀναστήθηκε, ἀναλήφθηκε ἐν δόξῃ καί κάθεται στά δεξιά τοῦ Θεοῦ καί Πατρός» (ἅγιος Νικόλαος Καβάσιλας).
Αὐτό, ὅπως θεολογεῖ ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός, δέν σημαίνει ὅτι κατέρχεται ἀπό τόν οὐρανό τό Σῶμα πού ἀναλήφθηκε, ἀλλά τά προσφερόμενα Δῶρα μεταβάλλονται σέ Σῶμα καί Αἷμα Χριστοῦ.
Μέ τήν ἐπενέργεια τοῦ Παναγίου Πνεύματος κάθε θεία λειτουργία ταυτίζεται μέ τό Μυστικό Δεῖπνο καί εἶναι γι᾽ αὐτό τό λόγο ἐξίσου φρικτή καί σωτηριώδης μ᾽ ἐκεῖνο, διδάσκει ὁ ἱ. Χρυσόστομος: «μία εἶναι ἡ δύναμη, μία ἡ ἀξία, μία ἡ χάρη, ἕνα καί τό αὐτό Σῶμα, οὔτε ἐκεῖνο ἁγιότερο ἀπό αὐτό, οὔτε αὐτό κατώτερο ἀπό ἐκεῖνο».
Ἔτσι, μᾶς λέει πάλι ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός, κοινωνώντας ἀπό τό ἅγιο Ποτήριο «κοινωνοῦμε μέ τό Χριστό καί μετέχουμε στή σάρκα καί στή θεότητά Του», δηλαδή στή θεοποιό ἐνέργεια τῆς θεϊκῆς Του οὐσίας. Γι᾽ αὐτό ἡ συμμετοχή αὐτή ὀνομάζεται θεία κοινωνία ἤ θεία μετάληψη.
Ναί, ἡ θεία λειτουργία εἶναι ἡ μεγάλη καί ζῶσα εἰκόνα τοῦ μυστηρίου τῆς σωτηρίας, τοῦ γεγονότος τῆς σωτηρίας, τῆς ἱστορίας τῆς σωτηρίας.
Ζοῦμε καί βιώνουμε ἀπό κοινοῦ (ἐν κοινωνίᾳ) ―ὁ καθένας στό βαθμό τῆς καθαρτικῆς καί ἐνθεωτικῆς δεκτικότητος καί μεθεκτικῆς δυνατότητός του― τή βασιλεία τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
Ὡς ἀδάπανος χάρη αὐτή ἡ βασιλεία-θ. κοινωνία, μετεχόμενη ἀπό τούς θεόφρονες ὡς ἐκκλησιαστικό σῶμα, συνιστᾶ τήν ἐπί γῆς καί ὑπέρ τούς οὐρανούς ἐνθεαστική πραγματικότητα τῆς Ἐκκλησίας, πραγματικότητα πού ὁρίζεται ἀπό τό φωτιστή τῆς Ἑλλάδας καί ὅλης τῆς ἑλληνιστικῆς οἰκουμένης ἀπ. Παῦλο ὡς «τό σῶμα τοῦ Χριστοῦ, τό πλήρωμα τοῦ τά πάντα ἐν πᾶσι πληρουμένου» (Ἐφ. 1: 23).
Τεκμήριά της εἶναι σύν τοῖς ἄλλοις καί οἱ ἱστορικῶς ὑπαρκτοί καί ἐπώνυμοι προφῆτες, ἀπόστολοι, ἱεράρχες, μάρτυρες, ὅσιοι καί δίκαιοι, ὁμολογητές καί ἐγκρατευτές μέχρι τῶν ἡμερῶν μας νεότεροι θεοφόροι, ὅπως οἱ ὅσιοι Παΐσιος, Πορφύριος, Σωφρόνιος, Ἰάκωβος Τσαλίκης, Ἐφραίμ Κατουνακιώτης, Ἰωσήφ ὁ Σπηλαιώτης, Δανιήλ Κατουνακιώτης, Ἱερώνυμος ὁ Σιμωνοπετρίτης, ᾽Αμφιλόχιος ὁ Πάτμιος, Σοφία τῆς Κλεισούρας καί οἱ κάθε ἐποχῆς θεούμενοι.
Αὐτοί εἶναι οἱ (ἐξ ἡμῶν καί μεθ᾽ ἡμῶν) “πείρᾳ μεμυημένοι” στό ἁγιοπνευματικό λειτουργικό μυστήριο, ἐμεῖς τό πλήρωμα τῆς ἐκκλησιαστικῆς κοινότητος πού ἀποδέχεται καί ἀκολουθεῖ τούς “πείρᾳ μεμυημένους”.
Νοοτροπίες προτεσταντικῆς πρακτικῆς στόν τόπο μας προσκρούουν εὐθέως στό φρόνημα τοῦ λαοῦ μας, πού δέν παύει νά εἶναι κενωτικό, θυσιαστικό, ἐμπνεόμενο ἀπό τό φιλότιμο καί διαποτισμένο ἀπό τή δισχιλιετή παράδοση τῆς Ὀρθοδοξίας, πού ἀνέσωσε τόν Ἑλληνισμό.
***
Διέσωσε καί διασώζει τόν Ἑλληνισμό ὡς ἡ ἐνταῦθα καί παροῦσα ἐν προκειμένῳ ἱστορική σάρκα τῆς Ἐκκλησίας (πού βεβαίως ἁπλώνεται ὅπου γῆς ὡς οἰκουμενική κλήση καί δυναμική πραγμάτωση).
Μιά ἐνιστορική διακονική ἔκφραση αὐτῆς τῆς διασώσεως (ἐντός τοῦ παμμεγίστου τῆς χριστοσωτηρίας) τεκμαίρεται ἄλλη μιά φορά στήν παροῦσα πανδημική κρίση.
Μιλώντας μέ βασανιστικό καημό, διαδηλώνω ὅτι οἱ ἐκκλησιές μας θά ἔπρεπε νά εἶχαν ἤδη ἀνοίξει (ἴσως καί νά μήν εἶχαν καθόλου κλείσει, τηρουμένων σαφῶς τῶν θυσιαστικῶν μέτρων αὐστηρῆς ἀσφάλειας).
Πάντως ἡ Ἱεραρχία ὀφειλετικά συνέβαλε, ὁ δέ λαός μας συγκαταβατικά συνέπραξε στόν κάθετο περιορισμό τοῦ πανδημικοῦ κινδύνου.
Ἀναδεχθήκαμε τέλεια τό βάρος πού μᾶς ἀναλογοῦσε ὑπέρ πάντων, ἀκόμη καί τό βάρος τῆς σιωπώσας ἐγκαρτέρησης ἀπέναντι τῆς καθολικῆς ὀδύνης.
Καί ἡ συνεχιζόμενη αὐτή ἐθελοταπείνωσή μας (ὡς ἀναλογικό πλαίσιο ἐφαρμοστικῆς συνέχειας τῶν κρατικῶν μέτρων ἔναντι ἄλλων θρησκειακῶν ὁμάδων) δέν ἀποτελεῖ τρανό κήρυγμα εὐρύτατης ἐθνικῆς προσφορᾶς;
Ὅμως, κάποια στιγμή καί ὁ πολιτικός κόσμος ἐν συνόλῳ θά ὄφειλε νά ὁμολογήσει τή μακρά ἀποδόμηση ὀργανωτικῆς διασφάλισης τοῦ συστήματος ὑγείας (τό ὁποῖο ἔσπευσε καί τό “συνθεράπευσε” ὁ λαός μας μέ τήν ὑποδειγματική του ὁμοψυχία καί λεβέντικη συμπαράταξη πρός τήν πολιτική ὁμοφωνία, ὅπως καί ἡ Ἱεραρχία μέ τήν ἄμεση ὑποδειγματική της ὀργανωτική συνέργεια).
Ἡ ἔσχατη ταπείνωση καί σωτηριώδης θυσία τοῦ Ἑνός ὑπέρ ἁπάντων μᾶς ἐνέπνευσε ―ὡς βιούμενη πίστη καί ἐκκλησιαστική δεοντολογία― τή φετινή πολλαπλή θυσία ὅλων καί ἑνός ἑκάστου ὑπέρ ὅλων.
Ὁ λαός μας ἔδειξε ὡριμότητα καί ὑπακοή στήν Ἱεραρχία. Περνώντας ἔξω ἀπό τούς ναούς μέ δάκρυα στά μάτια ἔκαναν τό σταυρό τους. Καί τήν ἡμέρα τῆς Ἀναστάσεως, ἀπό ἄκρου εἰς ἄκρον βγῆκαν μέ θυμιάματα καί λαμπάδες στά μπαλκόνια, ψάλλοντας τό “Χριστός Ἀνέστη”.
Εἴμαστε χρεῶστες καί ὀφειλέτες σ᾽ αὐτό τό λαό. Γιά νά μήν ὑπάρξει διχασμός, καιρός εἶναι νά τό ἐκζητήσουμε ἀπ᾽ ὅλους καί ὑπέρ ἁπάντων ὁ Θεός νά μᾶς ἐλεήσει.
Εἴμαστε ὑποχρεωμένοι νά συμπαρασταθοῦμε μέ κάθε διαθέσιμο τρόπο στίς στοιχειώδεις ἀνάγκες τοῦ κόσμου μας, στήν ψυχολογική του πίεση, στήν καταπίεση τῶν ἐλαχίστων λειτουργικῶν του προταγμάτων, στόν παραδοσιακό του ψυχισμό.
Ἡ ἀμοιβαιότητα τῆς τωρινῆς ἐθελοταπείνωσης, ἡ ἀμοιβαιότητα τῆς παραδοχῆς τῶν θυσιαστικῶν μέτρων, ἡ ἀμοιβαιότητα τῆς βαθειᾶς καρδιακῆς προσευχῆς καί τῆς λειτουργικῆς σύγκλισης (μέσα στό μυστήριο τῆς λειτουργικῆς μνημονεύσεως) παραμένει ἐκκλησιαστικό μας χρέος ἀδιαπραγμάτευτο.
Μαζί καί ἡ συλλογική καρδιακή κραυγή, νά ἀνοίξουν πάλι οἱ ἐκκλησίες γιά ὅλους, ἡ τακτική λειτουργική ἀναφορά ὅλου τοῦ δυστυχισμένου κόσμου μας στό Θεό καί Σωτήρα μας, στό Α καί τό Ω, στή ζωή καί τήν ἀνάστασή μας.
Κλῆρος καί λαός «εἴμεθα πεπεισμένοι (γιά νά χρησιμοποιήσω τόν ἐξ ἐμπειρίας λόγο ἑνός συγχρόνου θεόπτου θεολόγου, τοῦ ἁγίου Σωφρονίου τοῦ Ἔσσεξ) ὅτι κατά βάθος οἱ ἄνθρωποι ἀναζητοῦν τήν Ἐκκλησίαν, διότι μόνον ἐν Αὐτῇ εὑρίσκεται ἡ τελεία ὕπαρξις, ἡ κατ’ εἰκόνα τῆς Ἁγίας Τριάδος ὕπαρξις, κατά τόν λόγον τοῦ Χριστοῦ: “Ἐρωτῶ... ἵνα πάντες ἕν ὦσι, καθώς Σύ, Πάτερ, ἐν Ἐμοί κἀγώ ἐν Σοί, ἵνα καί αὐτοί ἐν ἡμῖν ἕν ὦσιν... Καί ἐγώ τήν δόξαν ἥν δέδωκάς μοι δέδωκα αὐτοῖς, ἵνα ὦσιν ἕν καθώς ἡμεῖς ἕν ἐσμεν, ἐγώ ἐν αὐτοῖς, καί σύ ἐν ἐμοί, ἵνα ὦσι τετελειωμένοι εἰς ἕν”» (Ἀρχιμ. Σωφρονίου (Σαχάρωφ), “Ἄσκησις καί Θεωρία”, Ἱ. Μ. Τιμίου Προδρόμου Ἔσσεξ Ἀγγλίας, 1996, σ. 161).