“Ο Σαντάκατσου Τσούτσιντα είναι μια πολύ φωτεινή προσωπικότητα. Πρόκειται για έναν μουσικό, ο οποίος είναι ικανός να προκαλέσει φοβερές συγκινήσεις. Όταν παίζει, είναι αδύνατο να μην τον ακούσεις με προσοχή, αδύνατον ν’ «αποκοπείς» από αυτόν. H αφοσίωσή του στη μουσική είναι εκπληκτική" -αυτό ήταν ένα από τα σχόλια, που ακούστηκαν από την κριτική επιτροπή, αναφορικά με τον νικητή του Διεθνούς Διαγωνισμού Πιάνου Σ. Β. Ραχμάνινοφ.
Ο Τσούτσιντα-σαν είναι ένας 28χρονος Ιάπωνας μουσικός, βραβευμένος με το 1ο βραβείο σ’ έναν από τους πιο διάσημους και ταυτόχρονα πιο δύσκολους διεθνείς μουσικούς διαγωνισμούς, αλλά είναι και... ενορίτης μιας εκκλησίας κοντά στη Μόσχα. Αλλά καλύτερα ν’ αφήσουμε τον ίδιο να μας τα πει όλα, πόσο μάλλον που δεν έχουμε συχνά τη χαρά ν’ ακούμε μια τόσο εκφραστική... ρωσική ομιλία.
- Άρχισα ν’ ασχολούμαι με τη μουσική σε ένδειξη υπακοής απέναντι στον πατέρα μου. Εκείνην την εποχή ήταν μόδα στην Ιαπωνία, να έχουν τα παιδιά μουσική εκπαίδευση. Ο πατέρας μου, ωστόσο, λέει ότι δεν επέλεξε τη μουσική για μένα έτσι στην τύχη, αλλά ότι διείδε το ταλέντο μου, την κλίση μου, καθώς είδε να επιδρά σ’ εμένα πολύ, για παράδειγμα, άρχιζα να χορεύω όταν έπαιζε μουσική. Αποφοίτησα από τη μουσική Σχολή στο Τόκιο και ήρθα στη Ρωσία, καθ’ ότι θεωρούσα ότι το Ωδείο της Μόσχας (ΣτΜ: Ωδείο Τσαϊκόφσκι) προσέφερε το υψηλότερο επίπεδο μουσικής παιδείας στον κόσμο για πιανίστες, καθώς επίσης και γιατί έβρισκα τη ρωσική μουσική πολύ ελκυστική και γιατί ήθελα να δω τα πάντα με τα μάτια μου. Ονειρευόμουν, δε, την απεραντοσύνη της Ρωσίας.
- Ήταν δύσκολο να προσαρμοσθείτε στο ρωσικό στυλ διαβίωσης;
- Όταν ήρθα, στα μέσα της δεκαετίας του '90, τα πράγματα ήταν πολύ δύσκολα στη Ρωσία. Ηθικά δύσκολα, ελλείψεις παντού, δεν υπήρχαν δουλειές, πολύ βρομιά παντού, οι άνθρωποι πολύ δυσαρεστημένοι, όλα αυτά με συγκλόνισαν. Έμενες με την εντύπωση ότι δεν υπήρχε κουλτούρα και ότι επικρατούσε μια άγρια κατάσταση, πόσο μάλιστα που ήμουν ήδη εξοικειωμένος με την κλασική ρωσική κουλτούρα. Αλλά σταδιακά ο τρόπος που έβλεπα τα πράγματα άλλαξε. Τώρα η Ρωσία έχει γίνει για μένα δεύτερη πατρίδα μου.
- Πώς βρεθήκατε για πρώτη φορά στην Ορθοδοξία; Υπήρχαν ίσως κάποιοι που έπαιξαν καθοδηγητικό ρόλο;
- Ναι, φυσικά. Συνέβη το '97. Είχα έναν φίλο, πολύ ενδιαφέροντα άνθρωπο, κοντραμπασίστα, Ρώσο, επίσης φοιτητή στο Ωδείο, ο οποίος και άρχισε να με πηγαίνει από ’δώ κι από ’κεί, για να με γνωρίσει με την Ορθοδοξία. Πήγαμε, μεταξύ άλλων, και στο μοναστήρι Σρέτενσκι. Έψαλλαν όμορφα εκεί. Θυμάμαι ήταν Μεγάλη Τεσσαρακοστή, ο πατέρας Τύχων έκανε ένα φλογερό κήρυγμα: "Προς τον Χριστό, προς τον Χριστό...". Στον ναό αυτόν υπάρχει μια εικόνα του Σεραφείμ του Σαρόφ. Την κοίταξα και συνειδητοποίησα ότι μού άρεσε με την πρώτη ματιά αυτός ο Γέροντας. Στο Ωδείο, Θεωρία της Μουσικής διδασκόμασταν από τον καθηγητή Μεντουσέβσκι, κάθε μάθημά του ήταν συναρπαστικό, είχε βάθος, ανέλυε, μάλιστα, την ψυχολογική πλευρά της μουσικής: Π.χ τι στοιχεία μάς έδινε για την ψυχοσύνθεση του συνθέτη η δεδομένη σύνθεση. Από την παιδική μου ηλικία είχα βαπτιστεί καθολικός, όποτε ήξερα περί Χριστού, έπαιζα και εκκλησιαστικό όργανο, έπαιξα σε Λειτουργίες, και ο πατέρας μου ήταν καθολικός[1], σπούδασε στη Δύση και ήταν πολίτης του κόσμου. Ρώτησα κάποια στιγμή τον Μεντουσέφσκι: "Είμαι Καθολικός κι εσείς Ορθόδοξος. Και όμως, κατά τη γνώμη μου, δεν υπάρχει κάποια ιδιαίτερη διαφορά μεταξύ μας". Μού απάντησε, με τρόπο ταπεινό, ότι παρ΄ό,τι φαίνεται να μην υπάρχει, στην πραγματικότητα υπάρχει. Του ζήτησα να μου προτείνει κάποιο βιβλίο, για να κατανοήσω τη διαφορά. Μού συνέστησε μια συλλογή του π. Αλεξάνδρου Γιελτσάνινοφ (ΣτΜ: 1881-1934, ιερέας της ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας [Ρ.Ο.Ε.], ιστορικός της Εκκλησίας, φιλόλογος. Συνέγραψε, μεταξύ άλλων, μετά του Πάβελ Φλορένσκι, το «Ιστορία της Θρησκείας), στον οποίο οι σύντομες σκέψεις συνυπάρχουν με τη σύγχρονη ρωσική γλώσσα, οπότε δεν μου ήταν δύσκολο να τον διαβάσω. Μόνο περιστασιακά έπρεπε να κοιτάζω στο λεξικό. Και η πρώτη ορθόδοξη εκκλησία στην οποία άρχισα να πηγαίνω μ’ έναν φίλο ήταν η Αγία Τατιάνα, στο Κρατικό Πανεπιστήμιο της Μόσχας (ΣτΜ: Πανεπιστήμιο Λομονόσοφ).
- Πώς, λοιπόν, τελικά, εισήλθατε στην εκκλησιαστική ζωή;
- Άρχισα να δείχνω ενδιαφέρον, να διαβάζω πνευματικά βιβλία, πατερικά, αρχίζοντας από τον Ιωάννη τον Χρυσόστομο, τον Βασίλειο τον Μέγα, όλα με τη σειρά. Στη συνέχεια Ιγνάτιο Μπριαντσάνιnοφ (ΣτΜ: 1807-1867, Επίσκοπος της Ρ.Ο.Ε., θεολόγος, κήρυκας), ο οποίος και είχε ισχυρή επιρροή πάνω μου. Το «Ασκητικές εμπειρίες» ήταν το αγαπημένο μου βιβλίο. Επίσης διάβασα Αββά Δωρόθεο, το "Αόρατος πόλεμος" του Αγίου Νικόδημου του Αγιορείτη και ούτω καθ’ εξής. Άρχισα να διαβάζω και να εγκαταλείπω τις σπουδές μου. Μού ήταν εντελώς αδύνατο να σταματήσω, αλλά ουσιαστικά δεν έπαιζα μουσική. Είχα τόσο παρασυρθεί, ώστε να καταστεί για μένα το μοναδικό θέμα συζήτησης με άλλους. Ήθελα ν’ αφήσω τα πάντα και να γίνω μοναχός. Να πάω στην Ελλάδα, στο Άγιο Όρος, και να επιστρέψω στην Ιαπωνία και να κάνω κάτι για χάρη του Θεού και για την Εκκλησία. Ήθελα να προσεγγίσω τον Χριστό όσο το δυνατόν περισσότερο και να εξαγνίσω τον εαυτό μου, ελευθερώνοντάς τον απ’ όλα τα πάθη και την αμαρτία. Υπήρχε μια κάποια μητερούλα Αντωνία, μια γερόντισσα με ενόραση, ένα βιβλίο γι' αυτήν δημοσιεύθηκε μάλιστα πέρυσι. Κάποια εποχή διηύθυνε την αριστερή χορωδία στον Πατριαρχικό Ναό των Θεοφανίων. Μαζί με τον Μεντουσέφσκι πήγαμε σε αυτήν, για να με βοηθήσει να πάρω μια απόφαση. Την κοίταξα και τα μάτια της ήταν εντελώς διαφορετικά, δεν είχα δει ποτέ στη ζωή μου τέτοια μάτια. Της είπα μέσα από την ψυχή μου ότι θέλω να γίνω μοναχός, να μάθω Ελληνικά, να μεταφράσω πατερικά βιβλία στην Ιαπωνική. Με ευλόγησε και μου είπε ήρεμα: "Οικογενειακή ζωή..." (η μητερούλα ήταν ήδη μεγάλη στην ηλικία κι έφυγε στα Ουράνια μετά από σύντομο διάστημα). Στο οποίο της απάντησα: "Οικογενειακή ζωή, καλά, τι είναι αυτό! Εγώ θέλω να υπηρετήσω την Εκκλησία!". Με ευλόγησε και πάλι και ακόμη πιο ήρεμα μου είπε: "Μου-σι-κός...". Και της λέω τότε - "Κι αργότερα, θα μπορέσω να υπηρετήσω την Εκκλησία;" "Ε, αργότερα, θα γίνει κι αυτό, αλλά αργότερα...". Ακούγοντας αυτό, ένιωσα ανακούφιση. Αλλά δεν υπάκουσα, ούτως ή άλλως. Τέλος πάντων, ήθελα να κάνω το δικό μου, παραμελούσα συνεχώς την ασχολία μου με τη μουσική, ακόμα υπήρχε και μεγάλη σύγκρουση με τον πατέρα μου, μ’ έδιωξε από το σπίτι. Περιπλανήθηκα παντού, μια σε μοναστήρι, μια άλλη φορά στον Καθεδρικό Ναό του Τόκιο. Στη συνέχεια γύρισα πάλι εδώ, μου έδωσαν υποτροφία για να σπουδάσω. Εκείνην την εποχή αντιλαμβανόμουν ο ίδιος ότι δεν είχα την απαιτούμενη δύναμη να γίνω μοναχός. Όλη αυτήν τη μοναξιά, την πνευματική ερημιά στην Ιαπωνία, δεν θα μπορούσα να την αντέξω μόνος, αντιλαμβανόμουν την αδυναμία μου...
- Δηλαδή, αυτό ήταν ένα σημείο καμπής στη ζωή σας κι εκείνην τη στιγμή εμφανίστηκε η ευκαιρία να επιστρέψετε στη Ρωσία ξανά -σας έδωσαν μια υποτροφία, έτσι δεν είναι;
- Μού έδωσαν μάλιστα δύο υποτροφίες. Γεγονός είναι ότι αποφοίτησα από το Ωδείο με τιμητική διάκριση και είχα και πολύ υψηλό βαθμό στις κρατικές εξετάσεις, "5+" (ΣτΜ: Στα ρωσικά Ανώτερα/Ανώτατα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα το Άριστα είναι 5), κάτι που σπάνια συμβαίνει, ιδιαίτερα μεταξύ αλλοδαπών. Και όλοι με επαινούσαν και ανησυχούσαν ταυτόχρονα: "Μα τι λες τώρα; Παράτησες τη μουσική;" Και στην Ιαπωνία είχε προκαλέσει αίσθηση η βαθμολογία μου στις σπουδές: "Πρέπει να τον στηρίξουμε, καθ’ ότι τόσο ταλαντούχος, και αντ’ αυτού οι άλλοι τον έδιωξαν από το σπίτι, περιπλανάται, ούτε ξέρει κανείς τι έχει στο μυαλό του, τον ενδιαφέρει και η θρησκεία...". Η πρώτη,\ πολύ καλή υποτροφία ήρθε από Ιάπωνες επιχειρηματίες, αλλά την αρνήθηκα. Τότε ο πατέρας με πέταξε έξω. "Δεν καταλαβαίνεις την αξία του χρήματος! Τέτοια ευκαιρία!". Μεγάλη ήταν η διαμάχη που ξέσπασε μέσα στην οικογένεια και ο πατέρας, θυμάμαι, μου είπε:
- "Καλά, τι ψάχνεις στη ζωή; Δεν καταλαβαίνω!". Κι εγώ:
- "Ψάχνω τον παράδεισο!".
- "Ανόητε!" Φύγε από εδώ! Παράδεισο δεν έχει ούτε στη γη ούτε στον ουρανό! Άντε πήγαινε και ψάξε τον παράδεισό σου!".
Κάπως έτσι κι έφυγα. Εκείνη την εποχή είχα ήδη ξεφορτωθεί πολλά πράγματα, οι αποσκευές μου ήταν μικρές, μόνο μία βαλίτσα είχα και αυτό ήταν όλο. Ήταν μια περίοδος δοκιμασιών για μένα, ήμουν πολύ μοναχικός και στην Εκκλησία δεν με δεχτήκαν καν με κατανόηση, κάτι ευνόητο, φυσικά. Ούτε χρήματα υπήρχαν και αυτό ήταν επίσης ένα πρόβλημα. Μια παραπάνω δυσκολία ήταν ότι εκείνη την εποχή είχα ήδη συναντήσει τη μελλοντική μου σύζυγο και αμφιταλαντευόμουν για το αν θέλω να γίνω μοναχός ή όχι. Είχαμε πάρει και όρκο με τον Ρώσο φίλο μου να συναντηθούμε στο Άγιο Όρος, να στήσουμε μια σκήτη και να ζήσουμε ασκητικό βίο μαζί και ήθελε σώνει και καλά να με πάει εκεί. Αλλά τον τελευταίο χρόνο είχα πολλές επαφές με’ ένα γνώριμό μου κορίτσι και με πλησίαζε όλο και πιο πολύ. Ακόμη και με ευλόγησε να γίνω μοναχός. Στη συνέχεια ο ίδιος ο Κύριος καθόρισε τη μοίρα μου.
Η δεύτερη υποτροφία ήταν από τον δάσκαλό μου, ο οποίος με ρώτησε με δάκρυα: "Δεν θέλω τίποτα από σένα. Δεν χρειάζεται να επιστρέψεις τα λεφτά, δεν χρειάζεται να κερδίσεις καμία διάκριση, απλά μελέτησε για δύο ακόμη χρόνια!". Αυτό με άγγιξε. Η ελληνική πρεσβεία μού αρνήθηκε υποτροφία και η Εκκλησία επίσημα δεν υποστήριξε την επιθυμία μου. Πήγα για μεταπτυχιακά στη Ρωσία και μετά το τέλος των σπουδών συμμετείχα, σ’ ένδειξη υπακοής, σ’ έναν διαγωνισμό. Ήταν πολύ δύσκολο να παίξω στον διαγωνισμό. Ο Κύριος μού έδωσε, όμως, τέτοιο δώρο: Το πρώτο βραβείο. Tα χρήματα που κέρδισα σήμαιναν πολλά για μένα.
- Πείτε μας περισσότερα για τον διαγωνισμό; Ποιες δυσκολίες έπρεπε να ξεπεράσετε;
- H συμμετοχή στον διαγωνισμό είναι ψυχολογικά δύσκολη. Θες δεν θες, το πνεύμα του ανταγωνισμού βασιλεύει. Και αν ακόμη δεν θέλεις ν’ ανταγωνιστείς με κανέναν, οι άνθρωποι γύρω σου το θέλουν. Έχουν διαφορετικά «μάτια». Το τελευταίο γεγονός με είχε επηρεάσει πολύ εκείνην την εποχή, δεδομένης της αδυναμίας μου. Σήμερα, η στάση μου απέναντι σε όλα αυτά θα ήταν, πιθανότατα, διαφορετική. Συμμετείχα σ’ ένδειξη υπακοής και ο Ραχμάνινοφ ήταν και είναι ο αγαπημένος μου συνθέτης, οπότε όλα είχαν ένα νόημα. Είμαι πολύ χαρούμενος, αλλά νιώθω αμηχανία, διότι αυτό είναι εξαιρετικά σημαντική διάκριση, ιδίως αν λάβει κάποιος υπ’ όψιν ότι ένας Ιάπωνας έλαβε το πρώτο βραβείο προς τιμήν του εξόχως εθνικού Ρώσου συνθέτη Ραχμάνινοφ. Δεν αισθανόμουν πλέον τον εαυτό μου τόσο ελεύθερο όσο πριν. Αν και, τελικά, δεν έχει σημασία αν είσαι ελεύθερος ή όχι, όλα εξαρτώνται μόνο από εμάς τους ίδιους. Δύσκολα τα πράγματα, φυσικά, όταν είσαι περιτριγυρισμένος από πλήθος (ο Πιλάτος, μπορεί ωθούμενος από το πλήθος να έστειλε τον Χριστό στον Σταυρό, καταλάβαινε, όμως, ταυτόχρονα, ότι ο Χριστός δεν έφταιγε). Όταν σκέφτομαι όλον αυτόν τον κόσμο τριγύρω, τα χειροκροτήματα, τους δημοσιογράφους -ω Θεέ μου! Τόσο σούσουρο, τόσα κουτσομπολιά! "Με Ιάπωνες χορηγούς και βέβαια θα νικούσε Ιάπωνας έναν κατ’ εξοχήν ρωσικό διαγωνισμό". Η εφημερίδα Kommersant, για παράδειγμα, δημοσίευσε ένα μεγάλο άρθρο με τίτλο: "Ένας Σαμουράι νίκησε τους γεμάτους αυτοπεποίθηση αντιπάλους του", στο οποίο άφηνε υπόνοιες ότι υπήρξαν ίντριγκες στον διαγωνισμό κ.λπ. Αν και γνωρίζω με βεβαιότητα ότι κάτι τέτοιο δεν συνέβη.[2]
- Και πώς εξηγείτε ότι ο Ραχμάνινοφ έγινε ο αγαπημένος σας συνθέτης;
- Ο Ραχμάνινοφ κρύβει στις συνθέσεις του έναν τεράστιο πλούτο. Στο έργο του υπάρχει το πνεύμα της Ορθοδοξίας, υπάρχει η δύναμη της Ανάστασης, υπάρχει η Ρωσία, η καλοσύνη, η φιλεύσπλαχνη ματιά στον κόσμο, η μνήμη της αιωνιότητας. Ο Ραχμάνινοφ δεν ήταν απλώς ένας άνθρωπος με βάθος, ένας ορθόδοξος, ήταν κι ένας μεγάλος Μaître κι ένας πιανίστας που γνώριζε καλά το όργανο. Η μουσική του είναι απαιτητική (ΣτΜ: Τεχνικά κι εκφραστικά), αλλά αυτή η δυσκολία έχει νόημα και αυτό είναι πηγή ικανοποίησης: Βλέπεις έναν άνθρωπο να παίζει το πιάνο, αλλά αυτό που ακούγεται είναι μια ολόκληρη ορχήστρα, δυνατή, που ενώνει τους ανθρώπους. Δεν έχω βρει κανέναν μέχρι τώρα που να τον φτάνει. Ο Ραχμάνινοφ βρίσκεται πολύ ψηλά, είναι το επίτευγμα ολόκληρης της κουλτούρας του πιάνου. Μέσα του βρίσκεις τους Σοπέν, Λιστ, Μπετόβεν, Μπαχ. Όμως, στον Ραχμάνινoφ επίσης βρίσκεις, στην πληρότητά τους, πολυφωνία, αρμονία, ρομαντισμό, λυρισμό, αυστηρότητα. Στη μουσική του Ραχμάνινοφ υπάρχει το φυσικό μινόρε, διαφορετικό από το αρμονικό μινόρε, που συναντιέται συχνά στην ευρωπαϊκή μουσική, είναι πιο αυστηρό μινόρε, που «ζει» στην εκκλησιά. Το Ζνάμεν (ΣτΜ: Παλαιό ρωσικό άσμα. Αποτελεί εξέλιξη της Βυζαντινής Μουσικής, που διημουργήθηκε στο Ρως του Κιέβου. Οι νότες, τα «ζναμιόν», μοιάζουν με άγκιστρα και χρησιμοποιείται κι εδώ η Οκτώηχος), η ελληνική και βυζαντινή μουσική βασίζονται σε μεγάλο βαθμό στο φυσικό μινόρε (ΣτΜ: Πρόκειται για τον ήχο Α΄ της Βυζαντινής Μουσικής). Ο Ραχμάνινοφ προσπαθούσε να βρει έναν τέτοιον ήχο και τον βρήκε. Πολλοί Ρώσοι συνθέτες, ο Τσαϊκόφσκι, ο Γκλίνκα, προσπαθούσαν να «ορίσουν» τη ρωσική μουσική, αλλά κανένας δεν κατάφερε να το κάνει αυτό στον βαθμό που το πέτυχε ο Ραχμάνινοφ. Έζησε κατά τη διάρκεια της παρακμής της αυτοκρατορίας, η Ρωσία ήταν στο ναδίρ της και όλα αυτά βρήκαν την αντανάκλασή τους στη μουσική του. Και ποιοι μουσικοδιδάσκαλοι υπήρχαν εκείνην την εποχή! Ήταν τότε που η Μόσχα είχε βάλει το «Ζνάμεν» κάτω από το «μικροσκόπιο», με στόχο να ξεφύγει από τη μίμηση της Ευρώπης και να προωθήσει τη συνείδηση του κράτους των Ρους (Ρως). Εκείνην την εποχή δίδασκαν οι Σμολένσκι, Καστάλσκι, Τσεσνοκόφ. Ο Καστάλσκι δίδασκε την πρακτική της εκκλησιαστικής μουσικής στον Ραχμάνινοφ, όταν συνέθεσε την «Ολονυχτία», η οποία ορθώς θεωρείται ως ένα επίτευγμα του μουσικού πολιτισμού. Ο Ραχμάνινοφ δεν «πείραξε» το «Ζνάμεν». Ο Τσαϊκόφσκι συνέθεσε, επίσης, λειτουργική μουσική, αλλά δεν τα «κατάφερε» και τόσο, επειδή τα λόγια των προσευχών, τα οποία είναι πιο σημαντικά από τη μουσική, δεν μπορούν να χωριστούν σε μέρη και σε τέσσερα τέταρτα, χρειάζεται κάτι φυσικότερο, κάτι που είναι πιο κοντά στην ανθρώπινη ομιλία. Αλλά και ο Ραχμάνινοφ, όπως όλοι οι άνθρωποι, υπόκειται σε κάποια όρια. Η μουσική του μπορεί να βοηθήσει τους ανθρώπους να κατανοήσουν την Ορθοδοξία, όπως βοήθησε κι εμένα, ήταν η πυξίδα μου.
- Ποια άλλη μουσική σας ελκύει; Τι συλλογισμούς κάνετε αυτήν την εποχή και σε τι δουλεύετε;
- Αυτήν την εποχή δεν ακούω καν κοσμική μουσική, παλιά άκουγα πολύ, αλλά τώρα χρειάζομαι περισσότερο τη σιωπή. Προσπαθώ, όσο πιο συχνά γίνεται, να είμαι στην εκκλησία για τη Λειτουργία, αυτή είναι για μένα πηγή δημιουργικότητας. Ψάλλω με τη γυναίκα μου στη χορωδία. Ακούω με μεγάλη ευχαρίστηση βυζαντινή ψαλτική, αλλά και γεωργιανή και «Ζνάμεν». Γενικά, τον τελευταίο καιρό σπουδάζω εκκλησιαστική μουσική. Παρακολούθησα μερικά μαθήματα διεύθυνσης χορωδίας, αλλά δεν τα ολοκλήρωσα, λόγω έλλειψης χρόνου από λοιπές ενασχολήσεις. Το θρησκευτικό άσμα είναι ένας ανεξάντλητος θησαυρός, είναι πολύ ενδιαφέρον να μελετήσει κανείς τον ρόλο που έπαιξε στην ιστορία και τη ζωή της Εκκλησίας. Για τη μαζική κουλτούρα, γι’ αυτούς που συρρέουν στις αίθουσες συναυλιών, για τους ανθρώπους που δεν έχουν σχέση με την Εκκλησία, προσπαθώ να μιλήσω μέσα από την κοσμική μουσική και επί σκηνής.
Δίνω συναυλίες, όταν προσφέρεται η δυνατότητα, κυρίως στη Ρωσία, και μερικές φορές στην Ιαπωνία. Έχω μια λογική, όπως αυτή του παπά μας: "Για να έχουμε χαρά στη ζωή, χρειάζονται χρήματα. Και αν έχουμε χαρά χωρίς χρήματα, τότε γιατί να εργαζόμαστε;". Έτσι δεν δουλεύω. Η συναυλία είναι για μένα γιορτή, η Εκκλησία είναι επίσης γιορτή και στη ζωή μου όλα μέλι-γάλα!
- Μιλήστε μας για την ενορία σας, για τον πατέρα;
- Είχα δυσκολίες, όταν άρχισα να πηγαίνω στην Εκκλησία, ειδικά όταν άρχισα να πηγαίνω εκεί με τη γυναίκα μου. Όλοι μάς κοίταγαν -τι δουλειά έχουν εδώ αυτοί οι Ασιάτες; Έτσι είναι στη Μόσχα. Αλλά τώρα πηγαίνω στο Γκολίτσινο, στα προάστια, οι άνθρωποι είναι πιο απλοί και νιώθω πιο άνετα εκεί. Ο πατήρ Ανατόλι είναι φίλος μου, ήταν βοηθός του ιερέα στην εκκλησία που βρίσκεται απέναντι από το Ωδείο, και τώρα έχει γίνει ιερέας. Χρειάζεται βοήθεια, δεν υπάρχουν αρκετοί "άντρες", είμαι ο μόνος "άνδρας" που ψάλλει στην χορωδία. Η πνευματική μας οικογένεια είναι εκεί, όλα εκεί μας είναι οικεία.
- Συναντάτε πολλές δυσκολίες στην εκκλησιαστική σλαβική γλώσσα;
- Ναι, δεν καταλαβαίνω πάντοτε τα πάντα. Ειδικά οι μεγάλες λέξεις, κυρίως όταν ψάλλει κανείς, είναι δύσκολες στην άρθρωση για τους αλλοδαπούς. Δεν παύει, παρ’ όλα αυτά, να είναι μια πολύ όμορφη γλώσσα, πιο όμορφη από την απλή ρωσική.
Ο Σαντάκατσου με τη σύζυγό του και τον πατέρα Ανατόλι στην Εκκλησία
- Ποια είναι η σύζυγός σας; Είναι επίσης μουσικός;
- Ναι, στο 4ο έτος του Ωδείου, στο πιάνο. Το ιαπωνικό όνομά της είναι Χάρυκα (ΣτΜ: «Άρωμα της Άνοιξης ή «Ανοιξιάτικο λουλούδι») και το βαπτιστικό της Χρύσα. Το δικό μου βαπτιστικό είναι Ματθαίος, αυτό είναι το χριστιανικό μου όνομα από την παιδική μου ηλικία, από το καθολικό βάπτισμα, το έχω διατηρήσει. Ήμουν πολύ τυχερός με τη γυναίκα μου. Είναι για μένα ένας άγιος άνθρωπος. Όταν αρχίζω να παραπονιέμαι: "Λεφτά δεν έχουμε, δουλειά δεν υπάρχει. Πάει, τέλειωσε η ζωή μας! Άκου Ιάπωνας και να ζει στο Χίμκι!" (Έχουμε ένα διαμέρισμα εκεί.) Είμαι από το Τόκιο, από πλούσια οικογένεια, είχα τρία δωμάτια για μένα εκεί κι εδώ έχω μόνο ένα και αυτό στενάχωρο. Και τότε η Χάρυκα απαντά: "Καλά τι, «χάλασες»; Πώς και μιλάς για χρήματα;". Η σύζυγός μου με τραβάει στην Εκκλησία. Την προηγούμενη χρονιά, Χριστούγεννα, ήταν που έκανε μείον 27 βαθμούς. "Δεν θέλω να πάω! Κάνει πολύ κρύο εκεί! Το Γκολίτσινο είναι πολύ μακριά!". Ο παπάς μας λέει ότι ο πρώτα έρχεται ο Θάνατος και μετά η Ανάσταση. "Γυναίκα, πες μου: Να πάω να βρώ τον Θάνατο ή να τον αποφύγω;" Και αυτή θα μου πει: "Μα και φυσικά να πας". Έτσι μου λέει και μου το λέει με τέτοια ηρεμία. Είμαστε αρραβωνιασμένοι, θα παντρευτούμε όταν έρθουν οι γονείς της.
- Τώρα, που έχετε ζήσει στη Ρωσία για τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα, νιώθετε Ιάπωνας ή ήδη Ρώσος; Πού θέλετε να ζήσετε στο μέλλον;
- Στην Ιαπωνία, βέβαια. Αλλά είμαι ακόμη και τώρα πολύ αδύναμος πνευματικά για να ζήσω στην Ιαπωνία. Η Ιαπωνία είναι μια πνευματική έρημος, είναι πολύ δύσκολο να είσαι ορθόδοξος εκεί. Θα ήταν σχεδόν μοναχισμός. Εδώ το περιβάλλον βοηθά. Τη Μεγάλη Τεσσαρακοστή έρχεσαι στην Εκκλησία σου, κάνεις νηστεία και όλοι νηστεύουν. Και εκεί, μέχρι να πας στον Καθεδρικό Ναό του Αγ. Νικολάου, περνάς κατά μήκος του δρόμου από τόσα πολλά εστιατόρια και παντού μυρίζει όμορφα, είναι σχεδόν βασανιστήριο. Είμαι ακόμα αδύναμος, αλλά τελικά θα πρέπει να πάω στην Ιαπωνία, γιατί εκεί είναι η πατρίδα μου.