Ήδη, πάνε δέκα χρόνια που δεν είμαι πια εκεί. Ήδη, δέκα ολόκληρα χρόνια ζω με τις αναμνήσεις των ημερών εκείνων και των όσων συνέβησαν στο Άγιο Όρος Άθω, σε ένα από τα πολλά μοναστήρια του, την Ιερά Μονή Δοχειαρίου.
Ο γέροντας Γρηγόριος, ο καθηγούμενος της άγιας αυτής Μονής, έχει κοιμηθεί, και έτσι μπορώ να διηγηθώ πολλά και για την άγια ζωή του όσο και για τα ωραία παραδείγματα ταπείνωσης και αγάπης που έζησα, μένοντας με την αδελφότητα αυτού του μοναστηριού. Το να γράψω ολόκληρο βιβλίο – δεν είναι από τα ταλέντα μου. Αλλά το να μιλήσω για εκείνα τα υψηλά και άγνωστα σε πολλούς μαθήματα, το θεωρώ πολύ αναγκαίο και χρήσιμο έργο.
Πολλοί Ρώσοι «ασκητές», τους οποίους συνάντησα τις πρώτες μέρες της παραμονής μου στον Άθω, με μια φωνή μου έλεγαν ότι δε θα αντέξω για πολύ στην Μονή Δοχειαρίου. Έλεγαν ότι εκεί μένουν τρελοί εργασιομανείς, και ο γέροντάς τους είναι κι αυτός εξίσου τρελός. Αλλά, όταν κατάλαβα τη ζωή που έκαναν αυτοί οι «ασκητές» που έλεγαν όλα αυτά, συνειδητοποίησα ότι χρειάζεται ακριβώς για αυτό το λόγο να πάω στη Μονή Δοχειαρίου.
Οι πρώτες μέρες της υπακοής μου στο γέροντα Γρηγόριο ήταν από άποψη φυσικής αντοχής πολύ δύσκολες. Είχαν ευλογήσει εμένα, έναν παχουλό, χαϊδεμένο παππούλη να φορτώνει με τα χέρια μεγάλες βαριές πέτρες στο καρότσι. Τις πρώτες 2-3 μέρες απλά «πέθαινα». Ακόμα και η πίεση ανέβηκε. Αλλά κάπου μετά από δύο βδομάδες, ένιωθα κανονικός άνθρωπος αναφορικά με τη φυσική μου κατάσταση. Εντάχτηκα στο κλίμα και προσπαθούσα να μην είμαι πίσω από τους άλλους. Ο εγκέφαλός μου συμφώνησε, επιτέλους, ότι η εργασία είναι ωραίο πράγμα.
Η εργασία αποδείχτηκε το πιο δυνατό όπλο ενάντια στο διάβολο. Ειδικά, η σκληρή εργασία. Τότε όλες οι σκέψεις είναι απασχολημένες με την εκτέλεση του διακονήματος και δεν υπάρχει χώρος στο κεφάλι σου για το διάβολο. Είσαι απαλλαγμένος από διαφόρων ειδών ιδέες του τις οποίες έχεις συνηθίσει να θεωρείς δικές σου.
Το κεφάλι είναι απασχολημένο με τη δουλειά και η μέρα περνάει λες και είναι στιγμή. Δεν υπάρχει χρόνος για την αμαρτία. Απλά αναρωτιέσαι: άραγε είμαι εγώ;
***
Μια φορά, εμάς (τους Ρώσους και τους Ουκρανούς) μας πήραν για την ανέγερση μιας τεράστιας δεξαμενής από οπλισμένο σκυρόδεμα για βιομηχανικό νερό. Η δουλειά ήταν πολύ δύσκολη από άποψη σωματικής αντοχής, πέρα από τον καύσωνα που μέτραγε πάνω από 40 βαθμούς.
Όταν είδα για πρώτη φορά πώς δουλεύουν οι Έλληνες, ήμουν για αρκετό καιρό σε κατάσταση σοκ. Πάνω από τριάντα μοναχοί έτρεχαν στο εργοτάξιο δίπλα μου με κουβάδες, φτυάρια, καρότσια με μπετό και ράβδους από χάλυβα στα χέρια, θυμίζοντάς μου μια μεγάλη μυρμηγκοφωλιά. Δεν μπορούσα καθόλου να καταλάβω γιατί βιάζονται τόσο πολύ όλοι αυτοί. Τότε, στιγμιαία σκέφτηκα ότι τώρα όλοι αυτοί μαζί έχουν κάποιο είδος συλλογικής τρέλας και ότι πρέπει να κρατηθώ μακριά τους. Αλλά, η επόμενη σκέψη είχε ενστάσεις αμφιβολίας στα πρόωρα συμπεράσματά μου. Άραγε, μπορούν τόσοι άνθρωποι μαζί να τρελαθούν ταυτόχρονα; Χρειαζόμουν εξήγηση.
Και μου εξήγησαν. Αποδείχτηκε ότι με αυτόν τον τρόπο νικάνε τη σάρκα τους. Είναι ολόκληρη επιστήμη. Κάποτε είχα διαβάσει, βεβαίως, πώς ο Άγιος Σεραφείμ του Σαρώφ κουβαλούσε πέτρες στο σάκο και έλεγε ότι «βασανίζω τον βασανιστή μου». Αλλά το να βλέπεις κάτι τέτοιο είναι ένα πράγμα. Το να το δοκιμάσεις στην πράξη είναι τελείως διαφορετικό.
Το βράδυ, μετά από τόσο εντατική εργασία, το κορμί δε θέλει τίποτα πλέον. Θέλεις απλώς να πέσεις και να ξυπνήσεις το πρωί. Διάφορες αμαρτωλές επιθυμίες, που μας υπαγορεύει ο διάβολος, απλώς δε γίνονται αποδεκτές από τον εγκέφαλο. Ο στόχος επιτεύχθηκε. Ο εχθρός νικήθηκε. Αλλά νικήθηκε για σήμερα. Αύριο όμως όλα αρχίζουν και πάλι από την αρχή. Και αυτό γίνεται κάθε μέρα, χρόνο με το χρόνο, μέχρι το θάνατο. Κάπως είναι λίγο θλιβερό. Λυπάσαι τον εαυτό σου. Άραγε δεν υπάρχει «καρότο», αλλά μόνο αυτομαστίγωμα χωρίς τέλος;
Το «καρότο», βεβαίως, υπάρχει. Και είναι πολύ νόστιμο. Τόσο νόστιμο που όλες αυτές οι ασήκωτες δυσκολίες υποφέρονται αρκετά εύκολα, μέχρι που να θέλεις να υπάρχουν. Χωρίς αυτές, δεν υπάρχει «καρότο» - δεν υπάρχει Θεία χάρη, δεν υπάρχει αγάπη, που να γεμίζει την καρδιά σου, ο δικός σου, ο πιο αγαπημένος σου, ο Θεός.
Σε αυτό βρίσκεται και το νόημα. Ο Θεός γεμίζει με αγάπη εσένα και εσύ τη μοιράζεσαι με τους άλλους. Σε όλο το διάστημα της παραμονής μου στη Μονή Δοχειαρίου, ελάχιστες φορές είδα να λείπει η αγάπη από κάποιους στην αδελφότητα. Αυτό ούτε καν περνάει από το μυαλό μου. Θυμάμαι πολλή αγάπη. Είναι αυτή που με ελκύει πίσω προς τη Μονή Δοχειαρίου. Κάθε φορά που τη θυμάμαι, μπορώ να τη μοιράζομαι αυτή την αγάπη, όπως τώρα.
***
Θέλω να διηγηθώ ακόμα μερικά παραδείγματα αγώνα με τη σάρκα, τα οποία έμειναν στη μνήμη μου από τη Μονή Δοχειαρίου. Μια φορά, δουλεύαμε στους ελαιώνες – βγάζαμε τα ζιζάνια με μεγάλες βαριές τσάπες, μέσα σε αφόρητη ζέστη - και το κορμί αρνιόταν να δουλέψει άλλο. Μέχρι την μεσημεριανή μισάωρη ξεκούραση έμεινε πολύ λίγο. Τότε ακούω πολύ δυνατές φωνές των αδελφών-Ελλήνων. Ήταν κραυγές που καλούσαν σε επίθεση. Φώναζαν: «Έλα! Πιο γρήγορα! Χτύπα το διάβολο!». Πρώτα το φώναξε ο ένας, μετά ακολούθησε κι άλλος, τρίτος, και γρήγορα όλος ο κήπος γέμισε με αυτές τις φωνές πρόσκλησης για επίθεση ώστε να χτυπήσουμε το διάβολο. Και εγώ φώναζα και όλοι οι δικοί μας φώναζαν.
Οι τσάπες λες και μόνες τους άρχισαν να πετάνε πάνω από τα κεφάλια μας και να χτυπάνε το διάβολο. Όλη η κούραση ξαφνικά εξαφανίστηκε. Πράγματι, αρχίζεις να καταλαβαίνεις ότι παλεύεις όχι με τις πέτρες και τα ζιζάνια, αλλά με τον χειρότερο εχθρό σου, και χρειάζεσαι τη νίκη όσο ποτέ.
Τότε ένιωσα το στρατιωτικό πνεύμα του αγγελικού τάγματος. Ξαφνικά και εγώ πίστεψα ότι μπορώ να τον χτυπήσω. Και τον χτύπησα.
Υπήρχαν διάφορα τέτοια περιστατικά, ήταν και πολλά, δεν μπορείς να τα περιγράψεις όλα, αλλά ακόμα ένα, μάλλον, να διηγηθώ. Όταν δουλεύαμε για την ανέγερση της δεξαμενής για νερό, για την οποία σας έχω ήδη μιλήσει, μας έδωσαν το διακόνημα να μεταφέρουμε στα θεμέλια τα υλικά του οπλισμού. Οι μεταλλικοί ράβδοι τόσο πολύ είχαν ζεσταθεί στον ήλιο που δεν μπορούσες ούτε καν να τα αγγίξεις. Κάτι που δεν το ξέραμε ακόμα.
Ένας ιερομόναχος, από τους σημαντικότερους στην οικοδομή, ήρθε τρέχοντας, άρπαξε μερικές ράβδους οπλισμού και τις έσυρε, όπως πάντα τρέχοντας, προς τα θεμέλια, προσκαλώντας μας ταυτόχρονα να κάνουμε κι εμείς το ίδιο. Κάποιοι από μας πήραν ράβδους οπλισμού, αλλά πολύ γρήγορα τις πέταξαν κάτω – ήταν πολύ καυτές. Αποφασίσαμε να περιμένουμε μέχρι να μας δώσουν γάντια.
Ο ίδιος ιερομόναχος ήρθε πάλι τρέχοντας. Δεν προλάβαμε να ανοίξουμε τα στόματά μας και αυτός άρπαξε τον οπλισμό και έτρεχε γρήγορα προς το λάκκο της δεξαμενής. Εμείς όλοι βλέπαμε ότι στα χέρια του δε φορούσε γάντια. Αυτό μας προβλημάτισε και μας προκάλεσε ντροπή. Δε θέλαμε να δείξουμε ότι είμαστε χαϊδεμένοι και αδύναμοι. Πήραμε ράβδους αλλά πάλι τις ρίξαμε κάτω. Όχι! Αδύνατον. Και να εμείς, πέντε διαβασμένοι ξερόλες-θεολόγοι, παρακολουθούσαμε κάνοντας αμήχανες κινήσεις πέρα-δώθε. Νιώθαμε ντροπή που αν ήταν να ανοίξει η γη και να μας καταπιεί. Δεν ξέραμε τι να κάνουμε.
Έρχεται πάλι ο ίδιος ιερομόναχος και δε μας μαλώνει. Δε λέει τίποτα, αλλά πάλι παίρνει ράβδους και κατευθύνεται για να τις πάει στη δεξαμενή. Αλλά εδώ τον πιάσαμε και προσπαθούμε να του εξηγήσουμε ότι δεν είναι δυνατόν κάποιος να κουβαλάει τόσο καυτό μέταλλο. Και αυτός μας απαντάει να μην δίνουμε καμία σημασία στο «καυτό». «Μετά θα δείξετε τα χέρια σας στον Χριστό!» - έτσι μας είπε και ξαναέφυγε τρέχοντας.
Αυτό δεν μπορέσαμε να το αντέξουμε. Ένας πίσω από τον άλλον, με κραυγές σαν σε επίθεση, αρπάξαμε τις ράβδους και τρέχαμε πίσω από τον ιερομόναχο. Όλη μέρα κουβαλούσαμε αυτές τις ράβδους, και το βράδυ ένας από τους δικούς μας θυμήθηκε πόσα καυτές ήταν. Όλοι κοιτάζαμε τα χέρια μας και κανένας από μας δεν είχε ούτε έγκαυμα, ούτε σημάδια, ούτε κοκκινίλα στα χέρια. Κοιτάζαμε ο ένας τον άλλον με έκπληξη και απορία πώς μπορούσε να είχε γίνει κάτι τέτοιο.
Με τον καιρό, βεβαίως, δεν νιώθαμε έκπληξη με τέτοια θαύματα γιατί αυτά γίνονταν πολύ συχνά.
Εμείς ήδη ξέραμε ότι η υπακοή μπορεί όλα τα γύρω σου φυσικά να τα μετατρέπει σε υπερφυσικά. Οι συνήθεις νόμοι της φύσης σπάνε και δίνουν χώρο σε κάτι άλλο, σε κάποια άλλη δύναμη, σε κάποιους άλλους νόμους, από τους οποίους δεν υπάρχουν πιο δυνατοί.
Μετά από κάποιες βδομάδες, όταν αυτή η δεξαμενή για νερό, που είναι σαν ένα μεγάλο δωμάτιο από μπετό χωμένο στη γη, ήταν έτοιμη, ο γέροντας τους ρώτησε όλους: «Ποιος θα μπορεί να πάει μέσα για να βάψει τους τοίχους, το ταβάνι και το πάτωμα με ειδική αλλά πολύ τοξική μπογιά;» Όλοι οι Έλληνες, ξεπερνώντας σε ζήλο ο ένας τον άλλον, άρχισαν να ζητάνε να κάνουν αυτό το διακόνημα.
Εμείς καθόμασταν λίγο πιο έξω και δεν μπορούσαμε με τίποτα να καταλάβουμε γιατί χρειάζεται τόσο πολύ να θέλεις να πας σε ένα τέτοιο υπόγειο, χωρίς πόρτες και παράθυρα, με μια μόνο τρύπα επάνω, έτσι ώστε να μπορεί ένας άνθρωπος να κατεβαίνει και να ανοίγει ή να κλείνει τη στρόφιγγα του νερού; Αλλά εκατό τοις εκατό καταλαβαίναμε ότι κάτι δεν καταλαβαίνουμε και πολύ. Ο γέροντας τους εξήγησε στη συνέχεια ότι αν και θα τους διαθέσουν αναπνευστική συσκευή, ούτως ή άλλως το να κατέβει κανείς εκεί είναι πολύ επικίνδυνο και τους κάλεσε όλους να το σκεφτούν πολύ καλά.
Όσοι εκδήλωσαν επιθυμία να πάνε επέμεναν στην απόφασή τους. Τα μέλη της αδελφότητας άρχισαν με τη σειρά να κατεβαίνουν στη δεξαμενή. Κάποιοι ζαλίζονταν από τις τοξίνες και τους έβγαζαν σύντομα έξω. Οι υπόλοιποι διαμόρφωναν το έδαφος γύρω από τη δεξαμενή. Δουλειά υπήρχε για όλους αλλά για κάποιο λόγο το βάψιμο της δεξαμενής είχε κάποια ιδιαίτερη μυστική για αυτούς σημασία.
Μια φορά άκουσα πώς ο γέροντας έλεγε σε έναν αδελφό να μη φοβάται το θάνατο. Έλεγε: «Να του επιτίθεσαι και αυτός θα φεύγει από σένα, διότι αν εσύ το φοβάσαι, τότε θα σε ακολουθεί από πίσω σου. Μη φοβάσαι τα επικίνδυνα διακονήματα. Να νικάς το φόβο και θα γίνεις στρατιώτης του Χριστού». Την ώρα που ο γέροντας το έλεγε, μεταμορφώθηκε και ο ίδιος, κι έγινε όπως ένας στρατιώτης που δεν ξέρει από φόβο. Αυτή η κατάσταση του πνεύματός του έχει χαραχτεί για πάντα στη μνήμη μου.
Κατάλαβα ποιος είναι στρατιώτης του Χριστού. Τέτοιοι στρατιώτες υπήρξαν πολλοί άγιοι μάρτυρες, οι οποίοι δεν φοβόντουσαν. Ο φόβος είναι αμαρτία και πρέπει να τον νικάς.
Η αδελφότητα της Μονής Δοχειαρίου πιστεύουν ότι αν κάποιος πεθάνει στο διακόνημα, τότε πηγαίνει κατευθείαν στον Παράδεισο. Και αυτή τους η πίστη αφαιρεί από το φόβο όλη του τη δύναμη.
Εγώ προσωπικά ευτύχησα να αισθανθώ αυτό το συναίσθημα πώς είναι όταν είσαι έτοιμος να πεθάνεις για το διακόνημα. Και αυτή η πίστη στη δύναμη της υπακοής έχει κάνει το θαύμα.
Μια φορά, λίγο πριν το χειμώνα, λόγω του κρύου αέρα ήταν σε έξαρση η χρόνια ιγμορίτιδά μου. Για να μην μπαίνω στο νοσοκομείο, χρειαζόμουν 2-3 μέρες να μένω ξαπλωμένος κάτω από το πάπλωμα και να αναπνέω ζεστό αέρα. Αυτό πάντοτε με βοηθούσε. Αλλά να που εκείνο το πρωί ο γέροντας έμαθε ότι είμαι άρρωστος και ήρθε να με επισκεφτεί. Αφού ρώτησε πώς είναι η υγεία μου, μου πρότεινε να μη δώσω σημασία σε αυτή την αρρώστια και να πάω στα βουνά στο κελλί της Μονής να καθαρίσω μαζί με όλη την αδελφότητα ένα χωράφι από πέτρες και δέντρα.
Εγώ τότε στεναχωρήθηκα λίγο και άρχισα να λυπάμαι τον εαυτό μου. Ο γέροντας το παρατήρησε και μου είπε ότι και ο ίδιος θα πάει εκεί, αν και δεν ένιωθε καθόλου καλά. Ο γέροντας είχε ζαχαρώδη διαβήτη και στην καρδιά του είχε τεχνητή βαλβίδα. Κάθε μέρα έκανε στον εαυτό του 8 ενέσεις για να περάσει την ημέρα.
Εδώ ήρθε η σειρά μου να λυπηθώ τον γέροντα. Συνέκρινα το πρόβλημά του με το δικό μου και ντράπηκα. Εντάξει. Στον αγώνα! Ακόμα και αν πεθάνω, δεν έχω να φοβηθώ τίποτα. Θα πεθάνω κάνοντας υπακοή στον γέροντα, άρα θα πάω στον παράδεισο.
Γρήγορα ντύθηκα στα ζεστά. Έβαλα σκούφο με τρύπες στη θέση των ματιών και πήγα με όλους στο κελλί να δουλέψω. Δούλεψα μέχρι το βράδυ, και μετά, όταν επέστρεφα πίσω στο μοναστήρι, θυμήθηκα ότι είμαι άρρωστος. Ακριβέστερα ότι ήμουν άρρωστος. Κανένα σύμπτωμα της αρρώστιας δεν ένιωθα. Και η αρρώστια και ο θάνατος εξαφανίστηκαν σε άγνωστη κατεύθυνση. Τότε θυμήθηκα τα λόγια του γέροντα: «Μη φοβάσαι το θάνατο, πάτησέ τον, και θα φύγει από σένα!»