«Πήγαινε και ρώτησε τον όσιο. Και άκου τι θα σου πει...»
Ιεροδιάκονος Ηλιόδωρος (Γκαριάντς), Μονή της Όπτινα:
– Όταν διάλεξα για πρώτη φορά το μοναστικό μονοπάτι, μπήκα στην Τριaδική Λaύρα του Αγίου Σέργιου και διέμεινα εκεί για σχεδόν τέσσερα χρόνια – από το 1985 έως το 1989 – κάνοντας υπακοή στον πατέρα Κύριλλο (Παύλοφ). Σκέφτηκα ότι θα έμενα στη Λαύρα, αλλά ο πατήρ Κύριλλος μού είπε:
– Περίμενε ...
Ήρθε το 1989 και με ευλογεί να πάω στη Μονή της Όπτινα. Με καλεί κοντά του και μου λέει:
– Γκέοργκιι (έτσι με καλούσαν πριν να χειροτονηθώ), αύριο θα πρέπει να πας στην Όπτινα.
Ένιωθα κάπως μπερδεμένος:
– Ποια Όπτινα ;!
Και ο πατήρ μού λέει:
– Πρόκειται για ένα μοναστήρι, τη Μονή της Οπτίνα, που ανήκει στην περιοχή Καλούγκα, κοντά στην πόλη Κοζιέλσκ (ΣτΜ: Ακούγεται σαν «κατσικίσια» στη ρωσική).
«Τι είναι πάλι τούτο το Κοζιέλσκ (σκέφτομαι); Κάποιος τράγος ζει εκεί ή μήπως τίποτε κατσίκια; Δεν το έχω ακούσει ποτέ!".
Λέω:
– Πάτερ! Ο Κύριος μεθ΄ υμών! Τι είναι τούτο το Κοζιόλσκ;! Πού θα πάω; Ε, δεν πάω πουθενά!
Και ο πατήρ Κύριλλος χαμογελά:
– Μα πήγαινε, πήγαινε που σου λέω! Μοναστήρι είναι ... Γιατί δεν θες;
"Πρώτ’ απ 'όλα, γιατί δεν θα είστε εκεί εσείς!".
Και ο Γέροντας Κύριλλος απαντά:
– Θα είναι, όμως, ο πατήρ Ηλί!
Έκανα τότε μια αμαρτωλή σκέψη: «Καλά, ποιος Ηλί του κόσμου ολάκερου μπορεί να συγκριθεί με τον Γέροντα Κύριλλο;».
Ο πατήρ Κύριλλος στάθηκε ο πρώτος μου εξομολογητής. Αυτά είπα και στον πατέρα Κύριλλο. Και αυτός χαμογελά και μου απαντά:
– Όχι, όχι. Πήγαινε!
Γονάτισα μπροστά του:
– Πάτερ! Αν θέλετε, βγάλτε με έξω. Εγώ εκεί πέρα, όμως, δεν θα πάω!
Με κοίταξε σιωπηλός, έσκυψε το κεφάλι του. Ήταν θυμωμένος ακόμη. Μετά από μια παύση, μου λέει:
– Λοιπόν, επειδή δεν με ακούς, πήγαινε στον Μοναχό Σέργιο, στον Καθεδρικό Ναό της Τριάδας! Και ρώτησε τον Όσιο και άκου τι θα σου πει...
Κοντοστάθηκα απορημένος: «Μα καλά, από μια λάρνακα θα λάβω ευλογία; Tα λείψανα του Οσίου θα μου πουν κάτι τι; ».
Λέω δυνατά:
– Πάτερ, μα τι μου λέτε τώρα..;
Και μου λέει:
– Φτάνει! Πήγαινε!
Σηκώθηκα και βγήκα.
Η συνομιλία μας πραγματοποιήθηκε παρακάτω, στον χώρο του «Ταχυδρομείου», όπου ο Γέροντας δεχόταν συνήθως τους πιστούς. Και ανέβηκε στο κελλί του, στον πρώτο όροφο. Ήμουν συγκλονισμένος, ένιωθα χλομός, τα πόδια μου έτρεμαν... Δεν ήξερα τι να κάνω. Αλλά πήγα στον Όσιο, αφού αυτό ευλόγησε ο πατήρ. Πηγαίνω, τα δάκρυα τρέχουν ποτάμι, κλαίω με αναφιλητά και σκέφτομαι: «Ω, τι ήταν αυτό που μου ήρθε! Πώς ν’ αποχωριστώ τον Κύριλλο! Τρέφομαι πνευματικά από αυτόν ήδη τέσσερα χρόνια και τώρα να πάω, λέει, σε κάποια Όπτινα και σε κάποιο Κοζιέλσκ, σε κάποιον Ηλί!". Κάπως έτσι, με αυτές τις σκέψεις στον νου, έφτασα στον Άγιο Σέργιο. Και ήταν η μέρα που διάβαζαν τον Ακάθιστο της Μητέρας του Θεού. Παρασκευή ή Κυριακή ήταν, δεν θυμάμαι τώρα. Μαζεύτηκε κόσμος πολύς και δόξαζαν τη Παναγία. Πέρασα στο πλάι απ’ όλο αυτό το πλήθος κι έφτασα στη Λάρνακα με τα λείψανα του Οσίου, έπεσα στα γόνατά μου, στήριξα το κεφάλι μου στη Λάρνακα κι έκλαιγα με πολλή θλίψη, σκεπτόμενος: "Τι να κάνω..; Πώς να συνεχίσω;!". Κι επαναλάμβανα τα ίδια και τα ίδια. Τίποτε άλλο δεν πέρναγε από το μυαλό μου, εκτός από το: "Κοζιέλσκ! Όπτινα!". Πρώτη φορά άκουγα αυτά τα ονόματα από τον Γέροντα Κύριλλο. Και τι είναι αυτή η Όπτινα..; Κι ενώ η ανάγνωση του Ακάθιστου κράτησε περίπου 30 λεπτά, εγώ έκλαιγα ασταμάτητα, γονατισμένος στο πάτωμα. Κάποια στιγμή ο Ακάθιστος τέλειωσε, ο κόσμος στεκόταν στην ουρά να προσκυνήσει την εικόνα και σιγά – σιγά ν’ αποχωρεί. Σε λίγο θα έρχονταν και οι καθαρίστριες και θα μου ζητούσαν, επίσης,να φύγω από τον ναό. Αλλά εγώ δεν καταλάβαινα τίποτα. Ο πατήρ είχε προσπαθήσει να με φέρει στα συγκαλά μου, όταν έλεγε: "Ο όσιος θα σου πει τα πάντα!" Και πάλι έκλαψα κι έβαλα την τελευταία μου δύναμη να κάνω προσευχή και ρώτησα: «Κύριε! Λοιπόν, τι να κάνω..; Άγιε, τι να κάνω;!".
Ξαφνικά, το πλήθος απομακρύνεται και ακούω μια φωνή:
– Πήγαινε στην Όπτινα!
Σκέφτομαι: «Ουάου! Ψευδαισθήσεις, τι άλλο;". Εξάλλου, κανείς εκτός από εμένα δεν μπορούσε να ξέρει για την υπόθεσή μου. Εγώ γονατιστός, άνθρωποι στην εκκλησία, από πού ήταν αυτή η κραυγή; Πρέπει, νομίζω, ν’ ακούσω προσεκτικά... Το ρίχνω και πάλι στο κλάμα. Περνάνε άλλα πέντε – δέκα λεπτά και ακούω ξαφνικά ξανά:
– Πήγαινε στην Όπτινα!
Ακούστηκε πιο δυνατά, πιο επίμονα. Πήδηξα επί τόπου και τα δάκρυα στέγνωσαν. Δεν είναι ψευδαίσθηση, αλλά κραυγή κάποιου. Σηκώνομαι όρθιος και βλέπω αυτήν την εικόνα: Ένας κάπως περίεργος άνθρωπος ήταν στο σόλιο και οι μοναχοί τον κράταγαν και τον πίεζαν ν’ αποχωρήσει. Τον έσπρωξαν έξω και όταν στάθηκα ολότελα όρθιος συνειδητοποίησα ότι αυτά τα λόγια προήλθαν από αυτόν. Και του λέω:
– Τι πράγμα;
Περί Όπτινας, μόνο ο πατήρ Κύριλλος μου είχε μιλήσει. Και αυτός μου απαντά:
– Σου είπα: Πήγαινε στην Όπτινα!
Κι εκείνην τη στιγμή τον έσυραν.
Έμεινα σαν απολιθωμένος επί τόπου και σκέφτομαι: "Ε, ας είναι έτσι!" Και πήγα πίσω στον πατέρα Κύριλλο και αυτός με ρωτάει:
«Λοιπόν, τι σου είπε ο Όσιος;».
Και χαμογελά, σουφρώνοντας ελαφρώς τα φρύδια του.
Απαντώ:
– Ε, τι να μου πει; Μου είπε: "Πήγαινε στην Όπτινα!" Κάποιος σαλός ήταν εκεί...
Και ο πατέρας Κύριλλος μου κάνει:
– Ωραία, λοιπόν, πάμε!
Και πήγαμε στο κελλί, όπου ο πατήρ Κύριλλος μας διάβαζε τα βράδια.
Κάπως έτσι βρέθηκα στην Όπτινα.
Η ουσία της πνευματικής ζωής
Σχη – αρχιμανδρίτης Ηλί (Νόζντριν):
– Ο πατέρας Κύριλλος ασκήθηκε ιδιαίτερα στη μελέτη και εκπλήρωση του μηνύματος του Ευαγγελίου, κάτι που αποτελεί και την ουσία της πνευματικής ζωής.
Στο τέλος της ζωής του κουβάλησε έναν σταυρό, τον οποίο δεν θα μπορούσε ο καθένας μας ν’ αντέξει. Κατάκοιτος, προσευχόταν για όλους, για τόσα χρόνια, χωρίς το παραμικρό παράπονο.
"Το μονοπάτι αυτό δεν θα είναι εύκολο..."
Μοναχή Όλγα Τίχονοβα (Ζότοβα):
– Στον πατέρα Κύριλλο μ’ έστειλε o πατέρας μου, ο πατήρ Αλεξέι Ζότοφ. Μου είπε κάποτε:
«Χρειάζεσαι εξομολογητή». Και ρώτησε τον υπηρέτη του Θεού Φάιν, ο οποίος εργαζόταν μαζί μας στην εκκλησία των ιερομαρτύρων Φλώρου και Λαύρου στο Ζάτσεπ, ο οποίος τρεφόταν πνευματικά στον πατέρα Κύριλλο, να με πάει σε αυτόν. Άρχισα, λοιπόν, να επισκέπτομαι τον πατέρα Κύριλλο στη Λαύρα. Θυμάμαι το «ταχυδρομείο» κάτω από την Εκκλησία του Αγίου Σέργιου, όπου ο πατήρ Κύριλλος δεχόταν τους επισκέπτες για δεκαετίες. Χωριζόταν σε δύο μικρά δωμάτια: Στην πρώτη αίθουσα κάθονταν αυτοί που περίμεναν μια συνάντηση και στη δεύτερη ο γέροντας εξομολογούσε και συνομιλούσε.
Η εξομολόγηση του πατέρα Κύριλλου ήταν πάντα μια τεράστια παρηγοριά.
«Εάν μετανόησες για κάποια αμαρτία, τότε να μη θυμάσαι αυτήν την αμαρτία πλέον», αυτή ήταν η εντολή του.
Μερικές φορές χρειαζόταν να περάσει πολύς χρόνος για να έρθει η σειρά μου και όλο αυτό το διάστημα διάβαζαν φωναχτά το Ψαλτήρι στο πρώτο δωμάτιο.
Παρεμπιπτόντως, στο ίδιο μέρος, στο «ταχυδρομείο», ζούσε και μια γατούλα με τον πατέρα. Του άρεσαν πολύ τα ζώα. Κρέμαγε ταΐστρες για τα πουλιά. Λένε με βάση αυτά που έχει πει ότι, έχοντας βιώσει το αίσθημα της θανατηφόρας σιωπής στο Στάλινγκραντ («Ας ήταν ν’ ακουγόταν, τουλάχιστον, το τιτίβισμα ενός μόνο πουλιού ή το νιαούρισμα μιας γάτας – τίποτα!»), ένιωθε τόση χαρά γι’ αυτά τα πλάσματα του Θεού.
Όταν βρισκόσουν στο μικρό κελλί του, αυτό που αμέσως σ’ εντυπωσίαζε ήταν η απλότητα: Έβλεπες εικόνες κι έναν πατέρα να κάθεται και σε αυτόν μπορούσαν να ειπωθούν τα πάντα. Μπορεί να μην ήταν δυνατόν ν’ ανοίξεις την ψυχή σου σε άλλους, στον πατέρα Κύριλλο, όμως, ήταν! Ποτέ δεν έβριζε ή δεν τσακωνόταν και ούτε κι επέμενε σε τίποτα. Αν και μερικές φορές μπορούσε να μιλήσει και αυστηρά:
– Αυτό είναι λάθος.
Αυτό δεν σημαίνει ότι σε «χάιδευε στο κεφάλι». Κάτι τέτοιο δεν γινόταν.
Όταν επρόκειτο για κάποια αμαρτία, για την οποία δεν είχες μετανοήσει εντελώς, σου έλεγε άμεσα:
Δεν μπορείς να το κάνεις αυτό. Πρέπει να συμπεριφερθείς διαφορετικά, ως θέλει ο Θεός.
Φυσικά, ακούγοντας αυτά τα λόγια σωφρονισμού του, προσπαθούσες ήδη να κάνεις όπως είπε ο Γέροντας.
Ο πατήρ δεν επέμενε ποτέ:
– Εσύ πήγαινε σε μοναστήρι, εσύ παντρέψου.
Συμβούλευε ν’ ακούει κανείς τις επιταγές της καρδιάς του: Εάν η καρδιά μιλά για οικογενειακό τρόπο ζωής, αν θέλεις παιδιά, τότε παντρέψου, και αν όχι, τότε προσπάθησε να ζήσεις σ’ ένα μοναστήρι – ίσως να σου αρέσει.
Ο πατήρ Κύριλλος με ευλόγησε μεν για γάμο, μου είπε, ωστόσο:
– Το μονοπάτι αυτό δεν θα είναι εύκολο.
Από την αρχή συνειδητοποίησα ξεκάθαρα ότι αν παντρευτώ, θα είναι μόνο με κάποιον που θα γίνει ιερέας. Κι έτσι και συνέβη.
Το πρώτο παιδί που γέννησα, πέθανε. Ήμουν απαρηγόρητη. Ήρθα στον πατέρα Κύριλλο. Ήταν 20 Μαΐου του 1997. Δεχόταν ήδη στο Περεντέλκινο (ΣτΜ: Από το 1933, και με πρωτοβουλία του Μαξίμ Γκόρκι, στο μέρος αυτό, στα νότιο – δυτικά της Μόσχας, χτίστηκε η πόλη των συγγραφέων της ΕΣΣΔ). Φυσικά, η μεγαλύτερη επιθυμία ήταν να βαφτίσω το παιδί. Ο σύζυγός μου, ο πατήρ Αλέξανδρος, στεκόταν στην πόρτα του θαλάμου τοκετών, έτοιμος να τελέσει το μυστήριο της Βάπτισης, αλλά κανείς δεν τον άφηνε να το κάνει. Οι γιατροί έσπευσαν ν’ αναζωογονήσουν το μωρό, αλλά δεν μπορούσαν.
«Το πιο σημαντικό πράγμα: Ο Κύριος δέχεται τις προθέσεις», μου είπε ο πατέρας Κύριλλος, ακούγοντας τη θλιβερή μας ιστορία.
Κανείς δεν μπόρεσε να με παρηγορήσει εκείνην τη στιγμή, όπως το έκανε ο πατήρ Κύριλλος.
Ο λόγος του κουβαλούσε μέσα του πάντα τη δύναμη της Χάριτος. Πραγματικά ένιωθες ότι δεν είχες μπροστά σου ένα απλό άτομο.
Αργότερα απέκτησα τρία ακόμη παιδιά, τα τελευταία δίδυμα.
Κάποτε, θυμάμαι, πήγα στην Εβδομάδα της Διακαινησίμου στη Λαύρα και ήθελα πραγματικά να κοινωνήσω. Αλλά δεν είχα προετοιμαστεί για την εξομολόγηση, καθώς πρέπει. Πήγα για εξομολόγηση σε ιερομόναχο και αυτός δεν μου επέτρεψε. Αλλά ήθελα, παρ’ όλα ταύτα, να κοινωνήσω και, όταν συνάντησα τον πατέρα Κύριλλο, του ζήτησα την άδεια και τότε ο ιερέας μού απάντησε ξεκάθαρα:
– Ακόμα και αν είμαστε στην εβδομάδα της Διακαινησίμου, πρέπει τουλάχιστον μία ημέρα να νηστέψουμε πριν πάμε να κοινωνήσουμε.
Ακόμη και τώρα ζητάμε τις ευλογίες και τις προσευχές του.
Αρχιμανδρίτης Ζαχαρίας (Σκουρίχιν), Τριaδική Λaύρα του Αγίου Σέργιου:
– Ο πατήρ Κύριλλος, φυσικά, πάντα ενεργούσε σύμφωνα με το θέλημα του Θεού. Ο Κύριος ακούει τις προσευχές του. Δεν είναι άνευ λόγου που συρρέει ο κόσμος στον τάφο του. «Δεν πας για νερό σε άδειο πηγάδι», όπως λέει ο λαός. Mια υπηρέτρια του Θεού, η οποία φροντίζει τον τάφο, είπε πρόσφατα πως πήγε κάποτε στον τάφο και είδε εκεί μια σοκολάτα σε μεταλλική θήκη, από τις ακριβές. «Αχ!» – τότε βλέπει το χέρι κάποιου να πλησιάζει τη σοκολάτα και αυτή να εξαφανίζεται.
«Δεν πρόλαβα», είπε με θολωμένα από τα δάκρυα μάτια η υπηρέτρια του Θεού, «να πάρω την ευλογία του πατρός... Πάτερ, στείλε μου και μένα μια τέτοια!».
Προσευχήθηκε, έφυγε, επέστρεψε: Μια ίδια σοκολάτα ήταν πάλι εκεί.
Ο ίδιος θυμάμαι που όταν τελούσαμε τη λειτουργία πριν από την κηδεία του πατρός Κυρίλλου, μου είπε ο πρωτοεφημέριος πατήρ Πάβελ:
– Αντικατάστησε τον αρχιερέα.
Βγήκα στον δρόμο, για να κοινωνήσω τους ανθρώπους. Κρύο, χιόνι. Κι εγώ να παγώνω και αρρωσταίνω και γρήγορα. Περνάω με το δισκοπότηρο δίπλα από τον τάφο: "Πάτερ, προσευχήσου..."
Βγαίνω έξω και να ’σου σε κάποια στιγμή μια γριούλα, που με πλησιάζει και μου λέει:
– Πάτερ, άργησα, προσευχόμουν όλη τη νύχτα στην Εκκλησία, αλλά δεν είχα χρόνο να εξομολογηθώ. Πάντα πήγαινα στον πατέρα Κύριλλο, δώστε μου Κοινωνία.
Καλά, όμως, γίνεται Κοινωνία χωρίς εξομολόγηση;
– Μα πώς μπορείς;
– Πάτερ, σε παρακαλώ ...
– Ανάφερέ μου τις αμαρτίες σου.
Έκανα την εξομολόγηση επί τόπου, διάβασα την προσευχή που ακολουθεί την εξομολόγηση κι έδωσα την Κοινωνία.
Έμεινα εκεί για πολύ καιρό στον δρόμο, το χιόνι έπεφτε κι έλιωνε πάνω μου, ήμουν βρεγμένος μέχρι το κόκκαλο. Και όμως, κάτι εκπληκτικό συνέβη: Δεν αρρώστησα. Για μένα αυτό ήταν ένα μικρό θαύμα.
Ο καθένας μας έχει βιώσει πολλές τέτοιες στιγμές μετά τον θάνατο του πατρός Κυρίλλου. Αδελφοί και προσκυνητές προσέρχονται αδιαλείπτως και προσκυνούν τον Σταυρό στον τάφο του πατρός Κυρίλλου, ζητώντας την ευλογία και τις προσευχές του.
Κάθε Παρασκευή μιλάω με εθελοντές. Κάποιος που ζητά την ευλογία του πατρός Κυρίλλου θα πει απλά:
– Πάτερ, προσευχήσου.
Και θα πει μέσα του: «Τώρα μπορώ να συνεχίσω, με τη βεβαιότητα ότι θα πεις (ΣτΜ: Ω, πάτερ!) όλα όσα είναι απαραίτητα σ’ εκείνους που σε ακούν».
Ο πατήρ Κύριλλος έγραψε, κατά τα φαινόμενα, επιστολές σε πολλούς. Μία γιαγιούλα από το Αλτάι είπε κάποτε:
– Ο πατήρ Κύριλλος μου στέλνει χειρόγραφα τις ευχές του για το Πάσχα κάθε χρόνο.
Και αυτή είναι μια εντελώς απλή γιαγιούλα, η οποία άντε να βρέθηκε με τον πατέρα Κύριλλο μία ή δύο φορές στη ζωή της και αυτός, παρ’ όλα αυτά, τη θυμόταν και της έστελνε ευχές.
Στις γιορτές, ο πατήρ Κύριλλος είχε πάντα μια τόσο χαρούμενη και καλοσυνάτη διάθεση, που μόνο που τον έβλεπες ένιωθες ζεστασιά.
Όταν για πρώτη φορά βρέθηκα με τον πατέρα Κύριλλο στο κελλί του, ακόμη μαθητής, είχαμε έρθει να τον συγχαρούμε για τα Χριστούγεννα. Όταν τον πρωτοαντίκρισα, με διαπέρασε μια σαφής αίσθηση αγιότητας. Όλα ήταν αγιασμένα: Ακόμη και το ίδιο το κελλί του, όλα όσα ήταν μέσα εκεί, ακόμα και τα πιο συνηθισμένα πράγματα, για να μην αναφέρουμε τα ιερά αντικείμενα και τις εικόνες με τα καντήλια. Ο ιερέας είχε, επίσης, ένα κομμάτι πέτρας από τον Μοναχό Σεραφείμ του Σαρόφ.
Θυμάμαι ότι εμείς, οι μαθητές, περάσαμε από το κελλί να συγχαρούμε τον ιερέα και αυτός ήταν τόσο χαρούμενος, μας δέχτηκε με τέτοια θέρμη και ευγένεια, σαν πατέρας, έδωσε δωράκια σε όλους κι έδωσε επίσης σε όλους από ένα χρυσό νόμισμα, κάτι που εκείνη την εποχή αντιστοιχούσε σε αξιοπρεπές ποσό.
Ακολούθως, πήγα στον πατέρα Κύριλλο για εξομολόγηση και τότε ήταν που μ’ ευλόγησε να γίνω μοναχός. Άκουγε την εξομολόγηση σιωπηλά, δεν ρωτούσε τίποτα. Εάν του έθετες μια ερώτηση, θ’ απαντούσε εν συντομία και θα έμπαινε στην ουσία του θέματος. Δεν θυμάμαι να επέπληξε ούτε μία φορά κάποιον από τους σπουδαστές των Σεμιναρίων ή από την αδελφότητα, κατά τη διάρκεια της εξομολόγησης. Ωστόσο, έλεγε ότι με μοναχούς και σπουδαστές των Σεμιναριών δεν είχε δυσκολίες στην εξομολόγηση, με τους κοσμικούς, όμως, είχε πολλές.
Κι εμένα, ως εξομολογούμενο, μόλις μια φορά μού τα «έψαλλε»: Ο μοναχός δεν πρέπει να παρεμβαίνει με συγκεκριμένες συστάσεις στην οικογενειακή ζωή.
Όταν τον ρώταγες πώς να ενεργήσεις, ο πατήρ Κύριλλος σου απαντούσε:
«Εσύ τι γνώμη έχεις;».
Αν κάποιος απαντούσε με βεβαιότητα και η απάντηση δεν περιείχε τίποτε που ν’ αντιβαίνει τις Εντολές, ο ιερέας ευλογούσε:
– Κάνε, λοιπόν, όπως λες.
Αλλά κάτι τέτοιο ήταν «απλό κι ωραίο» για τους κοσμικούς. Όντας, όμως, ήδη μοναχός, θυμάμαι ότι έλαβα μια οδηγία από έναν από τους αδελφούς μας:
«Μα, τι κάνεις; Του κεφαλιού σου; Και βέβαια ο πατήρ Κύριλλος δεν θα διαφωνήσει μαζί σου. Καλύτερα να τον ρωτήσεις ευθέως: Ποιο είναι το θέλημα του Θεού;».
Και πραγματικά: Ρωτάς και ο ιερέας θα κάτσει να σκεφτεί, θα προσευχηθεί και θα σου δώσει, μερικές φορές όχι αμέσως, την απάντηση. Αυτή ήταν πάντα η καλύτερη λύση.
Η Αγία Ζωή συνεχίστηκε στον Παράδεισο
Μητροφόρος Πρωθιερέας Βλαντιμίρ Τσούβιν:
– Ο πατήρ Κύριλλος ήταν ένας άγγελος με σάρκα. Ένα Προσευχητάριο για την Αγία Ρωσία, για τη Ρωσική Εκκλησία, για όλους μας. Θυμάμαι, σπουδάζαμε ακόμη στο Σεμινάριο στην Ακαδημία, όταν πήγαμε σε αυτόν για να πάρουμε την ευλογία του. Αργότερα πήγα σε αυτόν για την εξομολόγηση πριν από τη χειροτονία (ΣτΜ: Η διαφορά από τη συνήθη εξομολόγηση έγκειται στο ότι σε αυτήν ο εξομολογούμενος αναφέρεται στο σύνολο της ζωής του και ιδιαίτερο βάρος έχουν όποιες αμαρτίες θα μπορούσαν να σταθούν εμπόδιο στη χειροτονία).
Ο πατήρ ήταν πάντα πολύ ελεήμων, συμπονετικός, κάποιος όχι από αυτόν τον κόσμο, θα μπορούσε να πει κανείς. Τον επισκέφτηκα επίσης πολλές φορές, όταν ήταν στο Περεντέλκινο. Είχα την τύχη να σταθώ κοντά στον ιερέα, να δω το πρόσωπό του, να φιλήσω το χεράκι του. Κοντά του αισθανόσουν μια προστασία: Ο Κύριος μας ελεούσε μέσα από τις προσευχές του.
Ο Γέροντας δίδαξε με λόγια, αλλά και με τον δικό του τρόπο: Με τη λιτότητα, την υπομονή, την ταπεινότητα που τον διέκριναν. Ένας Άγιος ζούσε ανάμεσά μας.
Τώρα που ο πατήρ έχει πάει στον άλλο κόσμο, νιώθουμε ορφανοί. Ταυτόχρονα, είναι το Προσευχητάριό μας στον Παράδεισο. Ο πατήρ, όταν ήταν ακόμα εν ζωή, έδειχνε ότι δεν ήταν από αυτόν τον κόσμο, ζούσε μια ιερή ζωή – και αυτήν συνεχίζει. Έχει την παρρησία να κάνει παράκληση για εμάς όλους, που περιπλανιόμαστε ακόμα σε αυτόν τον κόσμο.