Πάει δεύτερος χρόνος από την κοίμηση εν Κυρίω του γέροντα Γρηγορίου (Ζουμή), καθηγουμένου της Ιεράς Μονής Μονής Δοχειαρίου στο Άγιο Όρος. Όσο ο καιρός περνάει, άλλο τόσο πιο έντονα αναδύεται η εικόνα του Αββά μας, μέσα από τις αναμνήσεις αυτών που πέρασαν από τη «σχολή» του. Σας προτείνουμε την αφήγηση ενός ανθρώπου που προτίμησε να το υπογράψει με το ψευδώνυμο «Μαθητής».
Ο γέροντας Γρηγόριος και ο πατήρ Ισίδωρος
– Την πρώτη φορά με έφερε στο Δοχειάρι ο πνευματικός μου. Το μοναστήρι τότε δεν είχε ανακαινιστεί και φωτιζόταν με λάμπες κηροζίνης, αλλά ο γέροντας Γρηγόριος, παρόλες τις βαριές ασθένειες, ήταν γεμάτος ενέργεια. Κάθε πρωί πριν τα διακονήματα, ο γέροντας μάζευε τους προσκυνητές στο αρχονταρίκι και για μια ώρα περίπου τους μιλούσε. Θα ήθελα να διηγηθώ έναν από τους διαλόγους αυτούς που αποκάλυψαν σε μένα τη θεολογία του γέροντά μας.
Εκείνο το πρωί, στο αρχονταρίκι είχαν μπει δυο νέοι μοναχοί, φοιτητές θεολογίας. Όταν βρήκαν την ευκαιρία, μέσω του πατέρα Μακαρίου που έκανε τον διερμηνέα, άρχισαν να κάνουν ερωτήσεις στο γέροντα. Ο λόγος τους ήταν γεμάτος ακαδημαϊκή ορολογία, και τώρα δεν μπορώ καν να θυμηθώ το περιεχόμενο της συζήτησης. Αλλά ξαφνικά ο πατήρ Γρηγόριος τους λέει:
– Είστε μοιχοί και γι’ αυτό δεν μπορείτε να γίνετε ιερείς.
Επικράτησε μια αμήχανη σιωπή, αλλά μετά από λίγο οι νεαροί μοναχοί προσπάθησαν να εξηγήσουν στο γέροντα ότι κάτω από την επήρεια της δεσπόζουσας για πολλά χρόνια στη χώρα μας αντιχριστιανικής ιδεολογίας, είχαν κάνει θανάσιμα αμαρτήματα για τα οποία είχαν εξομολογηθεί. Είχαν λάβει ακόμα και μοναχική κουρά. Αφού τους άκουσε, ο γέροντας απάντησε:
– Όλη τη ζωή του ο ιερέας επαναλαμβάνει ένα και μοναδικό κήρυγμα: κάντε ό,τι κάνω. Αλλά εγώ βλέπω τη μούχλα που σας έχει σπείρει ο σατανάς, γι’ αυτό ποτέ εσείς δε θα μπορέσετε να το πείτε αυτό.
Όμως οι πατέρες δε συμφωνούσαν με τον γέροντα και προσπαθούσαν να του μιλήσουν για τη δύσκολη κατάσταση που έχει διαμορφωθεί στις χώρες της πρώην Σοβιετικής Ένωσης, όπου υπάρχει έλλειψη ιερέων για τους ναούς που αναστηλώνονται. Ο γέροντας σηκώθηκε απότομα, πήρε την γκλίτσα του και, βγαίνοντας από το αρχονταρίκι, τους λέει:
– Μοιάζετε με εκείνους που αγοράζουν τη Γέεννα του Πυρός με δικά τους χρήματα.
Ο πατήρ Χαράλαμπος από την Ιερά Μονή Δοχειαρίου Στις πλαγιές γύρω από το Δοχειάρι, υπάρχουν κάπου 3000 ελιές. Επί δυο βδομάδες εγώ μαζί με τους πατέρες και άλλους προσκυνητές, γονατιστός μάζευα ελιές και τη νύχτα πήγαινα στην ιερή ακολουθία. Βεβαίως, ήταν δύσκολο, αλλά η θέα των πατέρων μεγάλης ηλικίας, ακόμα και του γέρου πατέρα Χαράλαμπου, που στέκονταν όλη τη νύχτα στο στασίδι και μετά δούλευαν ίσα με μένα, μου έδινε δυνάμεις για πάλη με τις εσωτερικές μου διενέξεις.
Θυμάμαι την πρώτη μου μέρα στη συγκομιδή ελιάς. Ο πατήρ Σεραφείμ δεν είχε προλάβει καν να μου εξηγήσει την ιδιαιτερότητα της νέας για μένα δουλειάς, όταν ο γέροντας του έφερε τη γκλίτσα στο κεφάλι. Ο γέροντας με έντονη δυσαρέσκεια λέει:
– Όλα ξεκινάνε με κουβέντες, και σιγά – σιγά αυτό εξελίσσεται σε φιλία ώσπου να τελειώσει με την ολοσχερή καταστροφή της μοναχικής ζωής.
Η ιδεαλιστική μου εικόνα για τη ζωή σε αγιορείτικο μοναστήρι – για αξιοπρέπεια, ηρεμία και φιλία – μετά από δύο βδομάδες διακονημάτων έφυγε σαν καπνός.
Όμως ο πραγματικός πειρασμός για μένα ήταν η καθημερινή συναναστροφή με τον γέροντα. Τα πρωινά, στο αρχονταρίκι μαζεύονταν μέχρι και 50 προσκυνητές για συζητήσεις με το γέροντα Γρηγόριο, και κάθε μέρα ορισμένοι από αυτούς έφευγαν κόκκινοι από ντροπή. Κάθε πρωί ήταν σαν να μεταφερόμουν στους αποστολικούς χρόνους, τότε που οι εκκλησίες ήταν γεμάτες από γλωσσολαλούντες και προφήτες. Νιώθω αμήχανα να περιγράψω εδώ τα όσα είδα και άκουσα. Αν και αυτά γίνονταν παρουσία πολλών αυτοπτών μαρτύρων και δεν είναι μυστικό της Εξομολόγησης. Η συνειδητοποίηση ότι τα απόκρυφα της ψυχής μου έχασαν τη μυστικότητά τους, εξελίχθηκε σε μια πολύ σοβαρή δοκιμασία για τον ψυχισμό μου.
Η ιδεαλιστική μου εικόνα για τη ζωή σε μοναστήρι έφυγε σαν καπνός
Ο πνευματικός μου πάντα επαναλαμβάνει ότι η σκληρή τροφή δεν προσφέρεται για όλους, και ότι οι νεόφυτοι πρέπει να ξεκινάνε με το γάλα. Μετά από δύο βδομάδες, εμείς με τον πνευματικό μου, παρά την πρόταση που έγινε να με κάνουν πραγματικό μοναχό και παρά τη έντονη τρικυμία, παραγγείλαμε μια μικρή μηχανοκίνητη βάρκα και αναχωρήσαμε για την Ουρανούπολη. Ο πνευματικός μου στη συνέχεια αναχώρησε για τη δική του Ιερά Μονή Ντονσκόϊ στη Μόσχα για να καθαρίσει την αποχέτευση που συχνά βρώμιζε, και εγώ ταξίδεψα για σπουδές στην Ευρώπη.
Το Πάσχα στην Ιερά Μονή Δοχειαρίου
Ίσως, ο πνευματικός μου, αναλογιζόμενος την ολοκληρωτική μου ήττα στη διάρκεια της πρώτης μου επίσκεψης στο Δοχειάρι, με έτρεφε με γάλα, εξηγώντας μου ότι άδικα σκανδαλίζομαι από όσα δυσάρεστα μου συμβαίνουν και τις ανθρώπινες αδυναμίες.
Σαν να μεταφερόμουν στους αποστολικούς χρόνους, τότε που οι εκκλησίες ήταν γεμάτες από γλωσσολαλούντες και προφήτες
– Τις εικόνες ευμάρειας στην καρδιά σου τις ζωγραφίζει ο πονηρός, όμως ο δρόμος του κάθε χριστιανού πάει προς τον Γολγοθά – μου έλεγε.
Και όταν μια φορά τον ρώτησα πώς να καταλάβω αν ο Κύριος ακούει την προσευχή μου, μου απάντησε:
– Όταν η καρδιά σου κλαίει, ο Χριστός σε ακούσει.
Μου πήρε κάμποσα χρόνια για να χωρέσω τα λόγια αυτά στην καρδιά μου και για να καταλάβω το κήρυγμα του γέροντα Γρηγορίου.
Αν και ο γέροντας ήταν σε άθλια κατάσταση, όταν επέστρεφε στη Μονή, μετά από λίγες ημέρες μόνος του έβγαινε για την οικοδομή
Μετά το πέρας των σπουδών μου, με την ευλογία του πνευματικού μου, πήγα πάλι στο Δοχειάρι. Στο μοναστήρι γινόταν ανακαίνιση με εντατικούς ρυθμούς, και η υγεία του γέροντά μας είχε κλονιστεί πολύ. Και τα δύο του νεφρά δε λειτουργούσαν και βρισκόταν στο νοσοκομείο. Όταν το φθινόπωρο του 2012 τον έφεραν στο μοναστήρι, είχε τέτοια εμφάνιση που οι μεγάλοι μοναχοί έκλαιγαν. Αλλά κάθε φορά που, μετά από επεισόδια πολλοστής επιδείνωσης, επέστρεφε από το νοσοκομείο στο μοναστήρι, μετά από λίγες μέρες, ο γέροντας αναγεννιόταν όπως ο Φοίνικας, για να συνεχίσει το μοναδικό του κήρυγμα:
– Κάντε ό,τι κάνω.
Κάθε λεπτό μας κήρυττε τον Χριστό τον Εσταυρωμένο
Κάθε λεπτό μας κήρυττε τον Χριστό τον Εσταυρωμένο. Ο γέροντας δεν έβλεπε καλά, είχε δυνατούς πόνους στα πόδια, όμως, στηριζόμενος στη ράβδο, μπορούσε να στέκεται όρθιος σε όλη τη νυχτερινή ιερή ακολουθία. Και μετά, την ημέρα, με πολλές δυσκολίες ερχόταν σε μας, όπου κάναμε εργασίες με το κονίαμα, με δύο γκλίτσες στα χέρια και μέχρι το βράδυ έμενε μέσα στην τσιμεντόσκονη. Πολλές φορές κουρασμένος καθώς ήμουν, εκεί που πήγαινα να καθίσω στο στασίδι και σήκωνα το βλέμμα μου και έβλεπα τον γέροντα να στέκεται όρθιος στο ιερό, σηκωνόμουν ντροπιασμένος. Αναβαίνοντας στον Γολγοθά, ο ίδιος ο γέροντας με τις τελευταίες του δυνάμεις κουβαλούσε πίσω του όλη την αδελφότητα, και δε θυμάμαι ούτε έναν που να τον είχε αφήσει απ’ έξω.
Ο γέροντας ήταν ο άνθρωπος που έβαζε τις καρδιές μας στη δοκιμασία της συντριβής και τις μάθαινε να κλαίνε 20 ώρες κάθε μέρα. Οι εργασίες με κονίαμα στο Δοχειάρι ήταν πραγματική κάθειρξη, από την αυγή μέχρι τη δύση, τρέχαμε, με τις συνεχείς φωνές του γέροντα. Τέσσερεις ώρες ύπνου, κράμπες στα πόδια, ιερές ακολουθίες μέχρι το πρωί, η τράπεζα με παγωμένο νερό πηγής, και ξανά καρότσες με κονίαμα ή βαριές πέτρες, και σκίρτημα της καρδιάς από την εξαντλητική εργασία. Δουλειά τις γιορτές, δουλειά τις Κυριακές… Και ο γέροντας που μεταμορφωνόταν από αδύναμο γεροντάκι σε αδίστακτο κουρσάρο. Προκαλούσε συντριβή τόσο στον εργάτη όσο και στον πνευματικό του μοναστηριού, και ταυτόχρονα υποσχόταν με σθένος:
– Ο Κύριος θα σας ελεήσει για τα πληγωμένα σας χέρια.
Ο πατήρ Σισώης από την Ιερά Μονή Δοχειαρίου
Ήταν πολύ δύσκολο από άποψη σωματικής αντοχής, αλλά ακόμα πιο δύσκολο ήταν να το αντέξεις ψυχολογικά: να μην σε πληγώνει ο άνθρωπος που σε συνθλίβει. Αλλά, βλέποντας τα πραγματικά παραδείγματα των πατέρων που είχαν εγκαταλείψει το χέρι του γέροντα και που είχαν παρασυρθεί από τους δαίμονες στη σκοτεινή άβυσσο, κάθε βράδυ πήγαινα στο κελλί του πατέρα Γρηγορίου και έπαιρνα ευλογία. Όταν στην Εξομολόγηση ομολόγησα στο γέροντα ότι καταφέρνω, μέχρι το βράδυ, να ξεπερνάω όλες τις πικρίες που νιώθω εξαιτίας του, μου απάντησε:
– Αν δεν προλαβαίνεις να συγχωρέσεις τα πάντα σε έναν άνθρωπο μέσα σε 5 λεπτά, τότε είσαι δαιμονισμένος.
Μια φορά, μετά το διακόνημα, ο πατήρ Σισώης ζήτησε να τον βοηθήσω για το σπάσιμο της πέτρας. Ήρθαν και άλλοι δύο πατέρες – ο πατήρ Εφραίμ και ο πατήρ Ισίδωρος. Δουλεύαμε τη νύχτα και, χωρίς να φοβόμαστε τον γέροντα, αρχίσαμε κουβέντα με τον πατέρα Ισίδωρο όπου συγκρίναμε τα έργα του αρχιμανδρίτη Σωφρονίου (Σάχαροβ) και το Ευαγγέλιο. Στις τρείς η ώρα το πρωί, αμέσως μετά το διακόνημα, πήγαμε στο ναό, και μετά την ιερή ακολουθία στην τράπεζα. Την ώρα της τράπεζας ο γέροντας λέει:
– Η Ορθοδοξία δεν ξέρει ούτε Σωφρονολογία, ούτε Παϊσιολογία, ούτε Πορφυριολογία, θέλω όμως να σας θυμίσω τη Σαμαρείτιδα: το γεγονός ότι γνώριζε τους προφήτες της επέτρεψε να δει τον Χριστό. Να διαβάζετε την Αγία Γραφή.
Ο γέροντας μάς έλεγε ότι την άσκηση της προσευχής πρέπει να την ξεκινάμε με την συντριβή της πέτρινης καρδιάς μας
Η θεολογία του γέροντα ήταν καθαρή και νηφάλια, για παράδειγμα, ήταν πολύ επιφυλακτικός με την ευρύτερη διάδοση της ασκητικής λογοτεχνίας. Όντας ο ίδιος πραγματικός ασκητής και άνθρωπος της προσευχής, και έχοντας περάσει το σχολείο του Οσίου Αμφιλόχιου και του Οσίου Φιλόθεου, προειδοποιούσε για τον κίνδυνο που υπάρχει όταν η έμφαση δίνεται μόνο στην απόκτηση της συνήθειας και στους καρπούς της προσευχής. Ο γέροντας μάς έλεγε ότι την άσκηση της προσευχής πρέπει να την ξεκινάμε με την συντριβή της πέτρινης καρδιάς μας. Οι καρδιές μας είναι γεμάτες πάθη, και χωρίς αυτή τη συντριβή, στο τέλος της ζωής, μπορεί να πάθουμε καταστροφή, παρόλο που έχουμε αποκτήσει τη συνήθεια της προσευχής, μια και δε θα έχουμε χρόνο να διορθώσουμε τα πράγματα.
Πράγματι, το Δοχειάρι φανερά ξεχωρίζει από τα άλλα αγιορείτικα μοναστήρια και τις σκήτες. Και όχι μόνο αναφορικά με τα διακονήματα της εργασίας. Σε αυτό δε θα δεις εργάτες και μοναχούς να κυκλοφορούν και να προφέρουν την προσευχή του Ιησού. Είναι δύσκολο ακόμα και να συναντήσεις μοναχό με κομποσκοίνι έξω από το κελλί.
Ο πατήρ Αμφιλόχιος από την Ιερά Μονή Δοχειαρίου Τρείς φορές έχω μιλήσει με τον γέροντα για την προσευχή. Την πρώτη φορά, ήταν όταν την ώρα της ιερής ακολουθίας με πλησίασε ένας ηλικιωμένος μοναχός και μου είπε:
– Πώς μπορείς να προσεύχεσαι και να μην ακούς αυτή την υπέροχη βυζαντινή ψαλμωδία;
Ζήτησα από τον πατέρα Μαρτύριο, τον διερμηνέα, να έρθει μαζί μου στον γέροντα. Στην ερώτησή μου, αν μπορώ να προσεύχομαι την ώρα της ιερής ακολουθίας, ο γέροντας απάντησε ότι την προσευχή πρέπει να την τελούμε πάντα και παντού. Αν θέλεις να κάνεις και μετάνοιες, μην ταράζεσαι και μην ντρέπεσαι. Όπως και όταν δακρύζεις.
Τη δεύτερη φορά, μιλήσαμε με τον γέροντα για την προσευχή, όταν πήρα μήνυμα στο κινητό που το είχα αποκρύψει από τον γέροντα… Το μήνυμα τόσο πολύ με στεναχώρησε που για κάμποσες μέρες δεν μπορούσα να κάνω τον κανόνα μου. Όταν ο πατήρ Μαρτύριος μετέφρασε στον γέροντα τι έγινε, εκείνος ξέσπασε σε επιφωνήματα:
– Όι, όι, όι, πώς μπορούσες να το κάνεις αυτό! Κοίτα, έχω πάρα πολλά πνευματικά παιδιά στην ενδοχώρα, και δεν μπορώ να τα αφήσω αβοήθητα, αλλά κάθε φορά που μιλάω με αυτά σε αυτό το τηλέφωνο (στο κελλί του γέροντα υπήρχε σταθερό τηλέφωνο), χάνω την προσευχή.
Ο γέροντας Γρηγόριος και τα σκυλάκια
Και την τρίτη φορά, ο ίδιος ο γέροντας ήρθε και με μάλωσε (είχα πετάξει στα σκουπίδια τα μακαρόνια που περίσσεψαν):
– Έκανες πολύ άσχημο πράγμα για την προσευχή σου.
Το πρωί στην τράπεζα, ο γέροντας επανήλθε σε αυτό που είχε συμβεί:
– Δε χρειάζεται να κρυφοκοιτάμε από τις κλειδαρότρυπες για να βλέπουμε αν προσεύχεται κάποιος. Αυτός που έχει την προσευχή, αγαπάει τα πάντα γύρω του, το κάθε φυτό, την κάθε πέτρα και τα μακαρόνια ακόμα. Ποτέ δε θα τα πετάξει στα σκουπίδια!
Μετά από μερικούς μήνες, ο μοναστηριακός γιατρός ο πατήρ Εφραίμ μου θύμισε πάλι το συμβάν, ωστόσο με διαφορετικό τρόπο:
– Θυμάσαι που ο γέροντας μιλούσε για τα μακαρόνια; Τα έλεγε για μένα.
Ο γέροντας Γρηγόριος στην οικοδομή Ο γέροντας μεταμορφωνόταν την ώρα της τέλεσης της Θείας Λειτουργίας. Μπροστά σου, με το Άγιο Ποτήριο στα χέρια, στεκόταν σαν απροστάτευτο παιδί. Ένα τέτοιο κήρυγμα πραότητας δεν μπορούσε να προσποιείται κανείς. Όταν την ώρα της ιερής ακολουθίας κατάφερνα αντί για τον πατέρα Ιωαννίκιο να καθίσω στο στασίδι που βρίσκεται πίσω από τη θέση του ηγουμένου, πάντα ένιωθα την ευωδία που έβγαινε από τον γέροντα. Το πρώτο καιρό, μετά την Θεία Κοινωνία, απομακρυνόμουν από το Ποτήριο, όπως συνηθίζεται στους ναούς μας και πήγαινα να πιώ το αγίασμα. Μόνο μετά από ένα μήνα ο γέροντας με πλησίασε στην οικοδομή και πολύ σιγά μου ψιθύρισε:
– Μετά την Θεία Μετάληψη δεν γυρνάμε πλάτη στον Χριστό.
Για πολλούς, στο Άγιο Όρος και έξω από αυτό, ο γέροντας ήταν σκάνδαλο, πειρασμός και εμπόδιο. Ενοχλούνταν οι ερημίτες που είχαν περάσει από το Δοχειάρι, λόγω της εξαντλητικής εργασίας, που τους εμπόδιζε να κάνουν προσευχή. Τους πείραζε τους ζηλωτές και πατριώτες η άρνηση του γέροντα να μπαίνει μπροστά στους αγώνες για την καθαρότητα της Εκκλησίας. Σκανδαλίζονταν στα μοναστήρια εξαιτίας αυτών που ο γέροντας έλεγε ότι δηλαδή τα χρήματα της Βρετανικής βασιλικής οικογένειας είναι καταστροφικά για το Άγιο Όρος. Ίσως, ενοχλήθηκαν ο πρωθυπουργός της Ελλάδας και ο πρίγκιπας της Βρετανίας, τους οποίους ο γέροντας δεν είχε αφήσει να μπουν στο δικό του Δοχειάρι. Πειράζονταν και ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, όταν στην ερώτησή του «Γιατί ο γέροντας μάζεψε αυτούς τους Ρώσους;», ο γέροντας σηκώθηκε και έφυγε, απαντώντας εντωμεταξύ: «Πώς να μην δεχτώ εκείνους που μου στέλνει η Θεοτόκος;». Και, παρόλη την απαγόρευση του Πατριάρχη, λίγο πριν την εκδημία του, έκειρε τον τελευταίο Ρώσο μοναχό, τον πατέρα Κυρίνο.
Ο γέροντάς μας ήταν ένα αγαθό δέντρο που έκανε καλούς καρπούς
Ο γέροντάς μας ήταν ένα αγαθό δέντρο που έκανε καλούς καρπούς. Θυμάμαι τους ένοικους του Δοχειαρίου…
Ο πατήρ Αμφιλόχιος ήταν ο πνευματικός της αδελφότητας. Από την παιδική του ηλικία ήταν δίπλα στον γέροντα, πραγματικός κήρυκας της ταπείνωσης και με τις προσευχές του γίνονταν θαύματα. Όταν βλέπεις τον πατέρα Αμφιλόχιο να περπατάει στο ναό, να κάνει τον σταυρό του και να προσκυνάει τις εικόνες, τότε αμέσως συνειδητοποιείς εσύ πόσο υπερήφανα προχωρούσες, έκανες το σταυρό σου στο ναό και με τη αίσθηση της αυτοπεποίθησης προσκυνούσες τις εικόνες. Πόσες φορές του έκανα ερωτήσεις και έπαιρνα την ίδια απαράλλακτη απάντηση:
– Τι μπορώ να ξέρω εγώ αφού ο γέροντάς μου ζει ακόμα.
Και, σαν παιδάκι έτρεχε κάθε φορά στο βουνό, στο μοναστήρι, για να ρωτήσει τον γέροντά του, τη μια για το ένα την άλλη για το άλλο.
Ο πατήρ Χαρίτων από την Ιερά Μονή Δοχειαρίου Ο πατήρ Χαρίτων είναι ασκητής και άνθρωπος της προσευχής. Θυμάμαι, περίπου δέκα χρόνια πριν, ένας γνωστός μου, αθεϊστής, αναπληρωτής κοσμήτορας ενός ευρωπαϊκού πανεπιστημίου, είχε αποφασίσει να πάρει μια ακόμα ερευνητική επιχορήγηση για μελέτη σχετικά με το Άγιο Όρος. Πρώτη φορά στη ζωή του έμπαινε στον ορθόδοξο ναό των Αγίων Αρχαγγέλων στο Δοχειάρι και ακούμπησε στο στασίδι. Εκείνη την ημέρα λειτουργούσε ο πατήρ Χαρίτων. Θυμιάτιζε τον ναό, και όταν έφτασε στο στασίδι όπου στεκόταν αυτός ο ερευνητής, εκείνος δεν άντεξε και άρχισε να κλαίει. Ο πατήρ Χαρίτων ήταν ζωντανό κήρυγμα της ταπείνωσης και της μετάνοιας, για την ύπαρξη των οποίων ο γνωστός μου με την ευρωπαϊκή του μόρφωση ούτε που υποψιαζόταν. Αργότερα, βαπτίστηκε στο Δοχειάρι και έμεινε για κάποιο χρονικό διάστημα εκεί.
Ο πατήρ Θεολόγος για τον οποίον μπορούμε να πούμε: ιδού ο έλλην στον οποίον δεν υπάρχει πονηρία (παράβαλλε Ιω 1,47). Όταν μετά τα διακονήματα εργασίας έψελνε στις ιερές ακολουθίες, ήταν το πιο συνετό ψάλσιμο στο Άγιο Όρος.
Έχοντας γράψει αυτά για την αδελφότητα, δε φοβάμαι μήπως τους ζημιώνω με τον έπαινό μου. Αυτοί, όπως και ο γέροντας, δεν οργώνουν το διαδίκτυο.
Ο τοίχος που έχει φτιαχτεί χειροκίνητα μέσα σε μια μέρα στο Δοχειάρι
Όταν τελείωνε η προθεσμία της υποστήριξης της διδακτορικής μου διατριβής, πήγα στο γέροντα και του ζήτησα την ευλογία του για το ταξίδι μου στο πανεπιστήμιο. Ο γέροντας μου απάντησε:
– Μείνε στο μοναστήρι. Εδώ, στην οικοδομή, με το καρότσι στο χέρι θα γράψεις τη διδακτορική σου διατριβή και ο Κύριος θα σου βάλει βαθμό.
Αλλά μετά από λίγο καιρό, μου ζήτησε να παραγγείλω σε εργοστάσιο μποέμ πολυελαίους για την θαυματουργή εικόνα της Παναγίας της «Γοργοϋπηκόου» και έτσι πήγα στο πανεπιστήμιο. Μετά από μια βδομάδα, άρχισα να βοηθάω στην οικοδομή τόσο πολύ που, όταν το βράδυ καθόμουν να πιώ τσάι, το επόμενο πρωί άνοιγα τα μάτια μου με κρύο τσάι στο χέρι. Στο πανεπιστήμιο δεν επέστρεψα. Η υποστήριξη πέρασε με το καρότσι στο χέρι, όπως είχε πει ο γέροντάς μου, και δεν μπορούσε να είναι αλλιώς.
Το Δοχειάρι που ξέραμε ήταν ο γέροντάς μας. Πιστεύω ότι, όπως και παλιά, ο γέροντας θα προστατεύει το μοναστήρι του και δε θα μας εγκαταλείψει χωρίς τη βοήθειά του.