– Δεν είναι μυστικό ότι η Εκκλησία τον 18ο–19ο αι. βρισκόταν σε δύσκολη θέση (ο 20ος αιώνα είναι ξεχωριστό θέμα): εκκοσμίκευση, κρατικοποίηση... Πώς αντιμετώπισαν και πώς επιβίωσαν τα νησιωτικά μοναστήρια αυτή την εποχή;
– Να τονίσουμε αρχικά ένα χαρακτηριστικό γεγονός: η μεταρρύθμιση της εκκοσμίκευσης του 1764, η οποία έπληξε σοβαρά τα μοναστήρια του Βορρά, επηρέασε τα νησιωτικά μοναστήρια πολύ λιγότερο. Έκλεισαν μόνο τα ασκητήρια Μπελαβίνσκι και Ντέντοβα και αργότερα η Μονή Κλίμενετσκι.
Εκείνη τη περίοδο, παρά τις δυσκολίες, συνεχίζει να δημιουργείται ένα είδος «πνευματικού περιδέραιου» γύρω από τις Μονές Σολοβέτσκι και Βαλαάμ. Στις αρχές του 18ου αιώνα, στο Αρχιπέλαγος του Σολοβέτσκι ιδρύθηκαν το ασκητήριο του Αγίου Ανδρέα και η σκήτη της Σταυρώσεως. Στα τέλη του ίδιου αιώνα, στον τόπο όπου ασκήθηκαν ο Σαββάτιος και ο Γερμανός ιδρύθηκε η σκήτη Σαββάτιεβσκι. Χτίστηκε η εκκλησία-φάρος στη Μονή της Αναλήψεως, στο λόφο Σεκίρναγια. Στον τόπο όπου ασκήθηκε ο ερημίτης και ηγούμενος Φίλιππος, με τις προσπάθειες του οποίου τον 16ο αιώνα η Μονή Σολοβέτσκι απέκτησε ανθηρή όψη, ιδρύθηκε το ασκητήριο του Φίλιππου (ή του Ιησού). Το 1900, με τις δωρεές του εμπόρου Σαπόσνικοβ από το Νίζνι Νόβγκοροντ ιδρύθηκε στο νησί Μουκσάλμα η σκήτη Σεργίου Ράντονεζ.
Στα τέλη του 18ου αιώνα, ιδρύθηκαν θυγατρικές σκήτες της Μονής Βαλαάμ: πάνω στο Βαλαάμ η Μονή Αγίων Πάντων, στο Κονεβέτσκι η σκήτη Αγίου Όρους και Παναγίας του Καζάν. Τον 19ο αι., στο Βαλαάμ, ιδρύονται η σκήτη Κόνεβσκι και η Μονή Ναζάρεβσκι, καθώς και οι Ιερές Μονές Αγίου Ηλία (νησί Ήλινσκι), Αγίου Νικολάου (νησί Κρέστοβι), Αγίου Ιωάννου του Προδρόμου (νησί Πρεντέτσεβσκι), Αγίου Αλεξάνδρου Σβίρσκι (νησί Σβγιατόι), Τίχβινσκι (νησί Τίχβινσκι) και Αβραάμ.
Στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα ξαναλειτουργούν μερικά από τα κλειστά μοναστήρια. Μεταξύ αυτών είναι τα ασκητήρια Μπελαβίνσκι και Ντέντοβα. Το τελευταίο νησιωτικό μοναστήρι του Βορρά ήταν η Μονή Αγίου Νικολάου και Νέας Γης, που ιδρύθηκε το 1889 στη Νόβαγια Ζέμλια στον Αρκτικό Ωκεανό για να στηρίξει τους Ρώσους βιομηχάνους. Αργότερα αποδόθηκε στη Μονή του Αγίου Νικολάου Κορέλσκι.
Συνολικά, λοιπόν, η οικογένεια των νησιωτικών μοναστηριών αποτελούταν από 34 μοναστήρια, σκήτες και ασκητήρια.
– Όλα τα νησιωτικά μοναστήρια είχαν την ίδια σπουδαιότητα ή το καθένα έπαιξε τον δικό του ρόλο;
– Στη θέση τους στον γεωπολιτισμικό χώρο του Βορρά, τα νησιωτικά μοναστήρια χωρίζονται εύκολα σε τρεις ομάδες. Μοναστήρια όπως το Βαλαάμ, το Κονεβέτσκι, το Παλαιοστόβσκι, το Κλίμενετσκι, το Σολοβέτσκι, το Κρέστνι, το Ανζέρσκι είναι τα πιο παλιά, διάσημα και μεγάλα. Αυτά χάραξαν τα σύνορα του εθνικοθρησκευτικού εδάφους των Ρώσων στον Βορρά με την Δύση. Με αυτή την έννοια, σχημάτισαν ένα είδος ιερού συνόρου στον Βορρά. Είναι ακόμα σημαντικό, ότι από μια συγκεκριμένη χρονική στιγμή, ήταν ταυτόχρονα και κρατικά σύνορα, οπότε σε ορισμένα μοναστήρια ανατέθηκαν στρατιωτικά και στρατηγικά καθήκοντα.
Μοναστήρια όπως το Κάμενι, Βοζεόζερσκι, Βορμπόζομσκι, Κυρίλλου Νοβοζέρσκι, Μπελαβίνσκαγια, Ντέντοβσκι και Μπορισογκλέμπσκι βρισκόντουσαν είτε σε υδάτινες οδούς είτε κοντά σε στρατηγικά σημεία στην περιοχή. Η συγκέντρωση των νησιωτικών μοναστηριών κατά μήκος της διαδρομής του ποταμού Σούχονα συνδέεται, εκτός από τους πραγματιστικούς λόγους, με το γεγονός ότι η Σούχονα είναι η αρχή της μεγάλης βόρειας ποταμίσιας οδού, η οποία οδηγεί στα «άγνωστα εδάφη», και επομένως απαιτεί αγιασμό.
Η τρίτη ομάδα νησιωτικών μοναστηριών (οι πολυάριθμες σκήτες και τα ασκητήρια του Βαλαάμ, του Σολοβκί και του Κόνεβετς) δημιούργησε ένα είδος ιερού περίβολου των μητρικών τους Μονών.
Από γεωπολιτισμικής άποψης, όλα βρίσκονταν στο περιθώριο. Πρώτα απ' όλα, λόγω της τοποθεσίας τους σε νησί. Μερικά, ακόμα περισσότερο, λόγω της τοποθεσίας του στα περίχωρα της περιοχής, στην «άκρη της γης». Ή ήταν σε υψηλότερο υψόμετρο και αποκλείονταν από την υδάτινη οδό, ή, αντιθέτως, κρυβόταν πίσω από την επιφάνεια του νερού, και έτσι χωριζόταν ορατά από την κοντινή διαδρομή.
Οι ερευνητές πρόσεξαν τις προφανείς ιδιομορφίες των ονομάτων των μοναστηριών. Εάν μελετήσουμε τις ονομασίες των καθεδρικών ναών, τότε παρατηρούμε ότι τα παλαιότερα και μεγαλύτερα μοναστήρια είναι αφιερωμένα στην Μεταμόρφωση του Κυρίου (Μονή Βαλαάμ, Κάμενι, Σολοβέτσκι). Στην λογοτεχνία αρκετές φορές έχει εκφραστεί η άποψη ότι η Μεταμόρφωση ήταν το κεντρικό σύμβολο του ιστορικού κινήματος του ρωσικού λαού, με στόχο την εξερεύνηση της απεραντοσύνης της Βόρειας Ρωσίας. Αυτό ήταν ένα είδος θρησκευτικής αναζήτησης για τον «νέο ουρανό και τη νέα γη» που απεικονίζεται στις αποκαλυπτικές προφητείες του Ευαγγελιστή Ιωάννη. Το νόημα της κατάκτησης βρίσκεται στη Μεταμόρφωση.
Αναπτύχθηκε επίσης και ένα εσωτερικό χωρικό σύστημα σε επίπεδο μικροπεριοχών. Το Σολοβκί, το οποίο έγινε κέντρο προσκυνήματος για όλη τη Ρωσία και στη μαζική Ορθόδοξη συνείδηση ταυτίζεται με το νησί της σωτηρίας, επεκτάθηκε με επτά μικρά μοναστήρια. Καθένα από αυτά βρήκε τη θέση του στο γενικό σύστημα της κοινότητας του μοναστηριού Σολοβέτσκι. Όλα τα θυγατρικά μοναστήρια ήταν άφευκτα σημεία προσκυνήματος εντός του Σολοβκί.
Στις σκήτες του Βαλαάμ διαδραματίστηκαν γεγονότα που χαράχθηκαν στην ιστορία της μονής.
Για να διευκρινίσουμε τις ιδιαιτερότητες λειτουργίας των νησιωτικών μοναστηριών, πρέπει να δούμε την ιστορία των πιο διάσημων μοναστηριών.
Η Μονή Σολοβέτσκι έφτασε στην ακμή της ενάμισι αιώνες μετά την ίδρυσή της, στα μέσα του 16ου αιώνα, υπό τον Καθηγούμενο Φίλιππο Κόλιτσεβ (αργότερα Μητροπολίτης Μόσχας). Η Μονή είχε πλουσιότατη αγροτική οικονομία σε ολόκληρα τα παράλια της Λευκής Θάλασσας όπως και στο νησί Σολοβέτσκι. Η εξαιρετικά σημαντική στρατιωτική σημασία του μοναστηριού παρείχε συνεχή προσοχή από το κράτος. Ακόμη και η εκκοσμίκευση δεν υπονόμευσε την οικονομική του κατάσταση.
Η Μονή Βαλαάμ πέρασε από αρκετές περιόδους δοκιμασίας. Στο τέλος του 16ου αι. και το 1611 οι Σουηδοί έκαψαν το μοναστήρι μέχρι τα θεμέλια. Το 1715 το Βαλαάμ ανανεώθηκε με τη βοήθεια της αδελφότητας της Μονής Κυρίλλου-Μπελοζέρσκι. Τον 19ο αιώνα γνώρισε μια περίοδο λαμπρής ευημερίας, ήταν διάσημη για τη μοναδική ομορφιά της, τη πολυσχιδής οικονομία, το αυστηρό τυπικό και τους μαζικούς προσκυνητές.
Τα μοναστήρια Κυρίλλου-Νοβοζέρσκι και Παλεόστροβσκι στη σύγχρονη εποχή δεν φημίζονταν σε τέτοιο βαθμό, αλλά κατέλαβαν εξέχουσα θέση στην πνευματική ζωή των μικρών ιστορικών και πολιτιστικών τους περιοχών.
Η Μονή του Τιμίου Σταυρού, που ιδρύθηκε από τον Πατριάρχη Νίκων, ήδη από την αρχή της έλαβε γενναιόδωρη υποστήριξη, γη και 6.000 ρούβλια για κτίρια. Μετά την εκκοσμίκευση του 1764, η κατάστασή επιδεινώθηκε και η Μονή άδειασε. Η κατάσταση καλυτέρεψε με τη λήψη κρατικών επιδοτήσεων μετά το 1870.
Η Μονή Κάμενι για πολύ καιρό βρισκόταν υπό την μέριμνα και ειδική προστασία των μεγάλων πριγκίπων και βασιλιάδων. Αρχικά, ήταν υπό την ειδική προστασία των Πρίγκιπών του Μπελοζέρσκ και, στη συνέχεια, ξεκινώντας με τη βασιλεία του Δημήτριου Ιβάνοβιτς Ντονσκόι – της Μόσχας. Είχε ηγετική θέση μεταξύ των μοναστηριών στη Βόλογκντα και το Μπελοζέρσκ. Στο μοναστήρι για μεγάλο χρονικό διάστημα θα επιβληθεί ιδιαίτερη αυστηρότητα στη μοναστική ζωή.
Μετά την καταστροφική πυρκαγιά του 1774 το μοναστήρι στην ουσία έπαψε να υπάρχει. Αλλά με διάταγμα του αυτοκράτορα Παύλου, άρχισε να αναβιώνει και μέχρι το 1917 διατήρησε μια πολύ σταθερή ζωτική δραστηριότητα.
Παρατηρείται μια αλλαγή στις λειτουργικές προτεραιότητες των δραστηριοτήτων των μοναστηριών, ανάλογα με τις ιστορικές εποχές.
Ο πιο σημαντικός σκοπός της πρώτης γενιάς μοναστηριών ήταν το ιεραποστολικό έργο. Ταυτόχρονα, ενοποίησαν στην ιστορική μνήμη με την ιδέα των συνόρων και των ορίων της πατρίδας.
Από τον 16ο αιώνα τα νησιωτικά μοναστήρια έδωσαν ώθηση στη λεγόμενη θεολογία του «νησιού της σωτηρίας». Μια ιδιαίτερη συμβολή στη διαμόρφωσή της έγινε από τον Πατριάρχη Νίκων τον 17ο αιώνα. Μετά την μοναστική του δράση στην σκήτη Άνζερσκι, ιδρύει μοναστήρια σε διάφορα νησιά: την Μονή του Τιμίου Σταυρού στη Λευκή Θάλασσα, τη Μονή Βαλντάι, η οποία χτίστηκε με πρότυπο την Μονή Ιβήρων Αγίου Όρους και τη Μονή Νέας Ιερουσαλήμ στην Μόσχα (η τελευταία, αν και δεν βρισκόταν σε νησί, θύμιζε τέτοια, καθώς ο ορεινός τόπος περιβαλλόταν σχεδόν από όλες τις πλευρές από τον Ποταμό Ίστρα). Σε αυτό κυριαρχεί η συμβολική της Νέας Ιερουσαλήμ, της γης της επαγγελίας και της Βασιλείας του Ουρανού. Με αυτό τον τρόπο η θεολογία του «νησιού της σωτηρίας» άρχισε να συνδυάζεται με τη θεολογία του Βασιλείου των Ουρανών. Είχε τεράστιο αντίκτυπο στη ζωή της Ορθόδοξης Ρωσίας, δημιούργησε μια ισχυρή πνευματική εικόνα εσχατολογικού σχεδίου.
Γύρω στον 16ο αιώνα αρκετά νησιωτικά μοναστήρια έγιναν μεγάλα βιομηχανικά και οικονομικά κέντρα του Βορρά. Είχαν μεγάλη εμπειρία στις κλιματολογικές συνθήκες της περιοχής και παρήγαγαν σημαντικούς πόρους για τον αποικισμό και την ανάπτυξή της.
Έχοντας χάσει αυτόν τον ρόλο τον 18ο αιώνα, τα νησιωτικά μοναστήρια ανέλαβαν έναν νέο. Προσκυνητές από όλη την Ρωσία άρχισαν να επισκέπτονται τα μοναστήρια.
– Πείτε μας για τη θέση της Μονής Κάμενι, στο πνευματικό περιδέραιο του Ρωσικού Βορρά.
– Η Μονή Κάμενι ανήκει στα μοναστήρια-κληροδοτήματα. Αυτό δεν είναι μόνο ένα αρκετά σπάνιο φαινόμενο για νησιωτικό μοναστήρι, αλλά επίσης μαρτυρεί τη δύναμη του θρησκευτικού συναισθήματος που εκδηλώθηκε τη στιγμή της ίδρυσής του. Είναι το παλαιότερο ορθόδοξο πνευματικό ιεραποστολικό κέντρο που εισήγαγε τη Ρωσία στον κόσμο του χριστιανικού πολιτισμού. Μέχρι εκείνη τη στιγμή, υπήρχαν μόνο τρία μοναστήρια στο ρωσικό Βορρά: η Μονή Καϊσαρόβσκι κοντά στη Βόλογκντα, η Μονή Αγίας Τριάδας Γκλέντενσκι και η Μονή Αρχάγγελου Μιχαήλ στο Βελίκι Ουστιούγκ. Όλες βρίσκονταν σε πόλεις. Ήταν η πρώτη που ιδρύθηκε στο εσωτερικό, δίπλα στην πιο σημαντική υδάτινη οδό, κατά μήκος της οποίας κινούνταν ο σλαβικός αποικισμός του Βορρά και μαζί του ο Χριστιανισμός και η κρατική υπόσταση. Ακόμα δεν υπήρχαν οι αδελφές Μονές Σολοβκί και Βαλαάμ, δεν υπήρχε το Κρεμλίνο στη Μόσχα και η Αγία Τριάδα του Αγίου Σεργίου Λαύρας, ενώ εδώ έκαιγε η λάμπα της νέας πίστης και ένα ισχυρό κέντρο ιεραποστολής και διαφωτισμού ανέβαινε στα πόδια του.
Κατά τη διάρκεια της ενεργού μοναστηριακής θεμελίωσης, η σημασία αυτού του μοναστηριού ήταν παρόμοια με εκείνη της Αγίας Τριάδας του Αγίου Σεργίου Λαύρας. Από εδώ, όπως και από την Λαύρα θα βγουν οι ιδρυτές νέων κοινοβιακών μοναστηριών, όπως οι Αλέξανδρος Κρούστσκι, Διονύσιος Γκρούσιτσκι και άλλοι. Με την πάροδο του χρόνου χτίζεται ο Καθεδρικός Ναός των Αγίων του Κάμενι.
Όπως πολλά νησιωτικά μοναστήρια, η Μονή Κάμενι έχει γίνει ένα μοναδικό πολιτιστικό κέντρο. Το 1478 ξεκίνησε η κατασκευή του πέτρινου Καθεδρικού Ναού της Μεταμορφώσεως. Ήταν ο πρώτος Ναός-μνημείο στα βόρεια εδάφη της Ρωσίας: «σε αυτή τη χώρα, από την αρχή του κόσμου, ποτέ δεν υπήρξε Ναός από πέτρα». Χτίστηκε από όλο τον κόσμο, οι χτίστες ήταν από το Ροστόφ, τα τούβλα από το Τβέρ, ενώ η λευκή πέτρα, η οποία χρησιμοποιήθηκε μόνο για λεπτομέρειες της διακόσμησης, έφτασε από την Σταρίτσα.
Είναι γνωστό το έργο που επιτέλεσε ο μεγάλος καλλιτέχνης του Ρωσικού Μεσαίωνα, Όσιος Διονύσιος στη Μονή Κάμενι γύρω στο 1481. Υπήρχαν τρείς εικόνες του.
Το νησί διέθετε μια μοναδική συλλογή βιβλίων. Σύμφωνα με απογραφή του 1670, εδώ φυλάσσονταν 364 βιβλία, εκ των οποίων μόνο 66 ήταν τυπωμένα. Αρχαία γραπτά αναφέρουν ότι έξι βιβλία ήταν γραμμένα σε περγαμηνή. Αυτός ο πλούτος ήταν μόνο μέρος της βιβλιοθήκης που διατηρήθηκε μετά τη φωτιά. Εδώ εργάζονταν αντιγραφείς αρχαίων βιβλίων, και συγγραφείς νέων. Το έργο του μοναχού της Μονής Κάμενι Παΐσιου Γιαροσλάβοβ, περίφημου βιβλιόφιλου και γέροντα, «Η ιστορία της Μονής Κάμενι», είναι γνωστό σε κάθε γνώστη του ρωσικού πολιτισμού.
Πολύ νωρίς, το μικρό νησί, χαμένο στα δάση και τις λίμνες του Ζαβολόζσκι, με το μεγάλο πνευματικό κέντρο της παγκόσμιας Ορθοδοξίας σχετίστηκε με το Άγιο Όρος. Υπό τον Μέγα Πρίγκιπα της Μόσχας Ντμίτρι Ιβάνοβιτς Ντονσκόι, Καθηγούμνεος της Μονής διορίστηκε ο αγιορείτης μοναχός Διονύσιος, αργότερα επίσκοπος του Ροστόφ. Εισήγαγε το αγιορείτικο τυπικό στη Μονή Κάμενι, έθεσε τις παραδόσεις που καθόρισαν το κύρος και τη δόξα του μοναστηριού αρκετούς αιώνες πριν.
Στο Κάμενι, πρώτη φορά στην περιοχή της Βολόγκντα, ηγούμενος της Μονής ορίστηκε αρχιμανδρίτης, πράγμα που σήμαινε για μεγάλο χρονικό διάστημα το πρωτείο του ανάμεσα στα μοναστήρια. Αρχιμανδρίτες και γέροντες της Μονής Κουμπενοζέρσκι συμμετείχαν στις πιο σημαντικές ρωσικές εκδηλώσεις: στη Σύνοδο του 1503, όπου μαζί με τον Όσιο Νείλο Σόρσκι προστάτεψαν την Ορθοδοξία από αιρέσεις, στη Σύνοδο για την ίδρυση του Πατριαρχείου (1589), στη Σύνοδο για την εκλογή του Μπορίς Γκοντουνόβ, στη διαδικασία εκλογής του Τσάρου Μιχαήλ Φεντόροβιτς Ρομάνοφ (1613).
Έτσι, όπως βλέπετε, η σημασία αυτού του μικροσκοπικού νησιού, που φαίνεται να έχει χαθεί στα νερά και τα δάση του Βορρά, είναι εξαιρετικά μεγάλη, τόσο για τη Ρωσική Εκκλησία όσο και για το ρωσικό κράτος. Από εμάς εξαρτάται εάν αυτό το νησί θα χαθεί μόνο στα νερά και τα δάση ή και στη μνήμη μας.