Ο προεστώς της Ιεράς Μονής της Κοιμήσεως της Θεοτόκου στο Σβιγιάζσκ, ηγούμενος Συμεών (Κουλάγκιν), διηγείται για την Πρόνοια του Θεού στη ζωή του, για το πώς και τι τον οδήγησε στον μοναχισμό, για την πνευματική εμπειρία του και τις συναντήσεις με τους πνευματικούς διδασκάλους.
«Παράξενο παιδί»
Ηγούμενος Συμεών (Κουλάγκιν) Η βιβλιοθηκάριος στο σχολείο μας με θεωρούσε παράξενο παιδί. Όταν εγώ, μαθητής Β΄ Δημοτικού, ερχόμουν στη βιβλιοθήκη και αναζητούσα βιβλία για την Ιστορία και την Πολιτική, ήταν ακόμα εντός των ορίων της. Απλώς, είχα την περιέργεια να μάθω τα πάντα, που συνέβαιναν γύρω. Είναι γεγονός ότι οι γονείς μου αγαπούσαν πολύ να διαβάζουν. Ο πατέρας μου ασχολιόταν με την εφαρμοσμένη κοινωνιολογία, εκπονούσε τη διδακτορική διατριβή στο Κρατικό Πανεπιστήμιο της Μόσχας. Η μητέρα ήταν, επίσης, πολύ διαβασμένος άνθρωπος. Μάλλον, γι’ αυτό κι εγώ τόσο πολύ αγαπούσα να μαθαίνω καινούργια πράγματα. Στα οχτώ μου χρόνια ήξερα τα ονόματα όλων των χωρών και των πρωτευουσών του κόσμου, ενδιαφερόμουν έντονα για την πολιτική και τη δομή του σύμπαντος.
Λίγο αργότερα, τη βιβλιοθηκάριο του σχολείου μας την περίμεναν καινούργιες δοκιμασίες. Οι αναζητήσεις μου έγιναν ακόμη πιο παράξενες. Αυτό σχετίζονταν με το ότι είχε έρθει το 1988, το οποίο σηματοδοτούσε μέσω εκδηλώσεων την επέτειο των Χιλίων Χρόνων από την προσέλευση των Ρως στην Ορθοδοξία, και το κράτος μας, που προηγουμένως ήταν εντελώς αθεϊστικό, ξαφνικά έγινε πιο «ζεστό» σε σχέση με την Εκκλησία.
Ηγούμενος Συμεών (Κουλάγκιν) Εγώ και οι γονείς μου μέναμε στο Μπαρναούλ. Όπως οι περισσότεροι άνθρωποι εκείνην την εποχή, μεγάλωσαν κατά το σοβιετικό καθεστώς. Έτσι κι εγώ, βέβαια, δεν είχα καμία ιδέα για την ορθόδοξη πίστη.
Ξαφνικά, μπροστά μου απλώθηκε ένας εντελώς καινούργιος κόσμος. Στην τηλεόραση άρχισαν να προβάλλουν ναούς, όπου έψαλλαν οι μοναχοί. Προβλήθηκαν, επίσης, εκπομπές για την αγιογραφία, τις ακολουθίες, τις ψαλμωδίες, δηλαδή για εκείνην την πλευρά της ζωής, η οποία προηγουμένως βρισκόταν υπό απαγόρευση. Όλα αυτά μου προκαλούσαν μεγάλο ενδιαφέρον. Μπροστά μου αποκαλυπτόταν η εικόνα ενός εντελώς αγνώστου πριν κόσμου.
Άρχισα να ψάχνω στη βιβλιοθήκη μας όλα όσα υπήρχαν πάνω σ’ αυτό το θέμα, αλλά κατάφερα να βρω μόνο αθεϊστικά βιβλία. Εκείνα τα χρόνια δεν υπήρχε ούτε ίχνος ορθοδόξων βιβλίων, τουλάχιστον στη βιβλιοθήκη του σχολείου μας, καθώς και σε άλλες βιβλιοθήκες της πόλης μας. Θυμάμαι καλά τα βιβλία, όπου μπόρεσα να βρω έστω και «ψίχουλα» των γνώσεων για την ορθόδοξη πίστη. Ήταν το «Εγχειρίδιον του αθεϊστή», το «Λεξικό Ορθοδοξίας» και το «Λεξικό Παλαιών Πιστών» (φυσικά, όλα σ’ αυτά τα βιβλία ερμηνεύονταν από την αθεϊστική άποψη).
Η βιβλιοθηκάριος μου πρότεινε να διαβάσω τις «Περιπέτειες του Μπουρατίνο» κι εγώ ζητούσα το «Λεξικό του αθεϊστή», το «Λεξικό Ορθοδοξίας»...
Η βιβλιοθηκάριός μας ήταν έκθαμβη:
– Γιατί ενδιαφέρεσαι για όλα αυτά; Στην ηλικία σου πρέπει να διαβάζεις παροιμίες. Να, θέλεις να μάθεις για τις «Περιπέτειες του Μπουρατίνο»;
– Όχι, ευχαριστώ! Δώστε μου, παρακαλώ, το «Λεξικό του αθεϊστή»!
Η κυρία ήταν πολύ δυσαρεστημένη, αλλά εγώ επέμενα και αυτή, τελικά, μου έδινε αυτό που ζητούσα.
Όταν έφευγα, γκρίνιαζε:
– Τι παράξενο παιδί που είναι!
Ο πατήρ Συμεών με την αδελφότητα
Πιονερικό «διάβημα»
Σύντομα εμένα, όπως και όλους τους συμμαθητές μου, τους δέχτηκαν στους πιονέρους. Όμως, για έναν χρόνο διάβασα πολλά και πήρα την απόφαση να εγκαταλείψω την πιονερική οργάνωση. Την 1η Σεπτεμβρίου πήγα στο σχολείο χωρίς το κόκκινο φουλάρι. Οι δάσκαλοι τότε έπαθαν σοκ. Σ’ ένα απ’ τα καλύτερα σχολεία του Μπαρναούλ, ξαφνικά, έλαβε χώρα ένα τέτοιο «διάβημα», εκ μέρους ενός πιονέρου. Ύστερα προσπαθούσαν να με νουθετήσουν, ο δάσκαλος της τάξης μου, ο πρόεδρος της πιονερικής ομάδας και στο τέλος ο ίδιος ο διευθυντής του σχολείου.
Εάν όλοι εμείς θυμηθούμε τα παιδικά μας χρόνια, θα μπορέσουμε να φανταστούμε τι σήμαινε για ένα παιδί η κλήση στον διευθυντή. Η διευθύντριά, τότε, με ρώτησε αυστηρά:
– Γιατί δεν θέλεις να φοράς το πιονερικό φουλάρι;
– Επειδή δεν θέλω να είμαι μέλος της πιονερικής οργάνωσης.
– Γιατί δεν θέλεις;
– Γιατί είναι κομμουνιστική.
– Όχι. Τα καταλαβαίνεις λάθος! Είναι απλώς μια παιδική και νεανική οργάνωση!
– Και τότε γιατί είναι εν ονόματι του Λένιν;
– Εντάξει! Θα οργανώσουμε μια κοινή σύναξη όλου του σχολείου κι εσύ θα μας εξηγήσεις δημόσια τη στάση σου!
Αυτή ήταν φοβερή απειλή τότε για ’μένα, επειδή στο σχολείο υπήρχαν πιονέροι μεγαλύτεροι από ’μένα και δεν ήθελα καθόλου να βγάλω τον λόγο μου δημόσια, μπροστά στους μεγαλύτερους. Ανησυχούσα πολύ, περιμένοντας αυτό το δημόσιο «δικαστήριο», αλλά, ευτυχώς, δεν έλαβε χώρα, παρέβλεψαν το γεγονός.
Το καλοκαίρι, όμως, είχαμε την παράδοση να φωτογραφιζόμαστε με όλη την τάξη μας στο εργαστήρι ενός φωτογράφου. Όλο αυτό το γεγονός ήταν πολύ εορταστικό. Χαιρόμασταν που γίναμε έναν χρόνο μεγαλύτεροι και ότι είμαστε όλοι μαζί. Τότε μου είπαν:
– Είτε θα βάλεις το φουλάρι είτε δεν θα έρθεις μαζί μας για φωτογράφιση!
Αρνήθηκα να το βάλω και στην κοινή φωτογραφία της τάξης μου απουσιάζω. Τότε αισθανόμουν πολύ προσβεβλημένος. Η δασκάλα της άλγεβρας, που ταυτόχρονα ήταν και η υπεύθυνη δασκάλα της τάξης μας, μου έβαλε 2 στο μάθημα της άλγεβρας για το τρίμηνο.
Βέβαια, σε σύγκριση με το ό,τι υπέφεραν πολλοί ενήλικες για την ομολογία της πίστεως τους, τις δικές μου στενοχώριες μπορούμε να τις πούμε τιποτένιες, αλλά για μια παιδική καρδιά ήταν αισθητές.
Και περίπου σ’ ένα χρόνο από τότε, όλη αυτή η πιονερική οργάνωση διαλύθηκε και όλοι οι πιονέροι έπαψαν να φοράνε φουλάρια και αργότερα ούτε καν στολή.
Οι πιονέροι της δεκαετίας του 80
Πώς ήθελα να βαπτιστώ και ν’ αγοράσω τη Βίβλο
Μετά από το διάβασμα όλων αυτών των βιβλίων, έμαθα ότι υπάρχει ένα βιβλίο, που λέγεται Βίβλος, το οποίο θέλησα πολύ να το βρω και να το διαβάσω. Δίπλα στο σπίτι βρισκόταν ένα μαγαζί με μεταχειρισμένα βιβλία, αλλά δεν είχε τη Βίβλο. Όμως οι μαυραγορήτες, που τριγύριζαν κοντά στο μαγαζί, μου έδειξαν τη Βίβλο και μου είπαν ότι κοστίζει 25 ρούβλια. Για εκείνα τα χρόνια αυτό ήταν αρκετά μεγάλο ποσό.
Εγώ, χαρούμενος, έτρεξα στους γονείς και τους ανακοίνωσα ότι βρήκα τη Βίβλο, την οποία έχω μεγάλη ανάγκη. Οι γονείς μου, τότε νέοι υπάλληλοι με δύο παιδιά, δεν είχαν τη δυνατότητα να ξοδέψουν ένα τόσο μεγάλο ποσό για βιβλίο και θεώρησαν τρέλα το αίτημά. Έτσι, δεν κατάφερα ν’ αποκτήσω τη Βίβλο.
Ύστερα θέλησα να βαπτιστώ. Θυμάμαι πώς ήρθα στον μοναδικό εκείνην την εποχή ναό στο Μπαρναούλ, τον ναο της Αγίας Σκέπης. Για ένα δεκάχρονο αγόρι ο ναός βρισκόταν αρκετά μακριά από το σπίτι. Εκεί έμαθα ότι η βάπτιση κοστίζει 10 ρούβλια, ο σταυρός 50 λεπτά και τα κεριά ακόμα 50 λεπτά. Στο σύνολο 11 ρούβλια. Ζήτησα τα λεφτά από τους τους γονείς μου, αλλά και πάλι η ιδέα μου δεν βρήκε υποστήριξη, επειδή οι μισθοί τους ήταν πολύ χαμηλοί και τον Θεό τον γνώρισαν αργότερα, όχι τότε.
Ιερός Ναός της Αγίας Σκέπης στο Μπαρναούλ. Έτος 1990 Το 1990 ήμουν 12 χρονών και η γιαγιά μου δέχτηκε να με βαπτίσει. Έμενε σε προάστιο της πόλης και μου είπε μια φορά:
– Έλα! Ήθελες να βαπτιστείς, θα σε βαπτίσουμε!
Σε δύο χρόνια πολλά άλλαξαν στη χώρα. Παντού ήταν αισθητές οι καινούργιες τάσεις. Η κυβέρνηση χαλάρωσε την πίεση και όλα όσα πριν ήταν υπόγεια, όπως η ροκ μουσική, τα απαγορευμένα βιβλία -τα οποία πριν διανέμονταν σε μορφή samizdat- άρχισαν να βγαίνουν στην επιφάνεια. Οι αρχές έπαψαν να ελέγχουν το βάπτισμα των πολιτών τους και πάρα πολύς κόσμος πήγε να βαπτιστεί. Πολλοί από τους γνωστούς μου βαπτίστηκαν τότε.
Θυμάμαι πολύ καλά τα συναισθήματά μου μετά τη βάφτιση. Ερχόμουν με το λεωφορείο από τον ναό και κοιτούσα στο παράθυρο. Μέσα μου ένιωθα μια καταπληκτική ειρήνη και χαρά. Τώρα, γινόμενος ιερέας, μπορώ να εξηγήσω αυτή μου την κατάσταση, που ήταν η επίσκεψη της χάρης του Θεού. Τότε δεν μπορούσα να καθορίσω ακριβώς τα συναισθήματά μου, αλλά κατάφερα να τα συνδυάσω με τη βάπτιση και αυτό εντυπώθηκε βαθιά στην ψυχή μου. Αργότερα, είχα ζήσει πολλές φορές παρόμοιο συναίσθημα, της επίσκεψης της χάρης του Θεού, όταν συμμετείχα στα Μυστήρια.
Νομίζω πως το παιδικό μου ενδιαφέρον προς την πίστη ήταν το κάλεσμα του Θεού και αυτό το κάλεσμα με οδήγησε στη βάπτιση. Αμέσως μετά τη βάπτιση, όταν η μητέρα μου αντιλήφθηκε πως το ενδιαφέρον μου για την πίστη είναι σοβαρό, μου αγόρασε και τη Βίβλο (τότε είχε ήδη εμφανιστεί στα μαγαζιά και ήταν προς πώληση). Έτσι άρχισα να διαβάζω την Αγία Γραφή. Μια τέτοια ανάγνωση ήταν αρκετά δύσκολη, για ένα απροετοίμαστο αγόρι, αλλά είχα πολύ μεγάλο ενδιαφέρον. Έτσι βρήκα την πίστη.
Ακριβώς εκείνην την περίοδο, κοντά στο σπίτι μας, άνοιξαν έναν ναό κι εγώ άρχισα να εκκλησιάζομαι εκεί. Πήγαινα μόνος μου. Οι γονείς μου δεν είχαν καθόλου ενδιαφέρον. Εμένα, όμως, μου άρεσε πολύ να βρίσκομαι μέσα στην εκκλησία.
«Δίπλα στους τοίχους της Εκκλησίας»
Τώρα συνειδητοποιώ πως η είσοδος, η αληθινή είσοδος στην Εκκλησία, είναι δύσκολη υπόθεση. Ξέρω πολλούς ανθρώπους, που ακολουθούν την πίστη, αλλά δεν ζουν με τον σοβαρό τρόπο της πνευματικής ζωής, δεν παλεύουν με τα πάθη τους. Ο Σ. Φούντελ έχει συγγράψει το βιβλίο «Δίπλα στους τοίχους της Εκκλησίας». Ο άνθρωπος, πριν μπει μέσα στην Εκκλησία πραγματικά, στέκεται δίπλα στους τοίχους της για πολύ καιρό: Η γλώσσα των ακολουθιών είναι δύσκολη και συχνά ακατανόητη, οι πολυήμερες νηστείες, οι νηστείες την παραμονή της Θείας Μεταλήψεως, οι πολύωρες ακολουθίες, οι «γκρινιάρες γιαγιάδες» μέσα στους ναούς κ.τ.λ.
Οι προτεστάντες διεξάγουν ενεργό προσηλυτισμό κι έχουν δημιουργήσει ένα ολόκληρο σύστημα, για το πώς να περιβάλουν τον άνθρωπο «με αγάπη», πώς να τον κρατήσουν μέσα στην οργάνωσή τους. Εμείς, όμως, δεν έχουμε κάτι παρόμοιο. Κάποιες φορές μας λένε πως δεν είναι δεν σωστό αυτό και πρέπει κι εμείς να προσηλυτίζουμε με ζέση τους ανθρώπους. Ωστόσο, πιστεύω ότι όλα αυτά δεν είναι ανθρώπινα σφάλματα, αλλά όλα αυτά τα πολλαπλά εμπόδια κρύβουν μέσα τους την Πρόνοια του Θεού, δηλαδή ο άνθρωπος πρέπει να καταβάλει προσπάθειες, για να εισέλθει στην Εκκλησία. Τα πουλιά σπρώχνουν τον νεοσσό από τη φωλιά για να πετάξει. Το ίδιο κι εδώ, πρέπει κανείς να καταβάλει προσπάθεια, ώστε ν’ αποδείξει τη σοβαρότητα των προθέσεών του.
Έτσι κι εγώ, είχα μια τέτοια περίοδο εισόδου στην Εκκλησία. Σε σχέση με αυτήν θυμάμαι ένα αστείο περιστατικό.
«Διάλειμμα για μεσημεριανό»
Σε όλους συμβαίνουν αναποδιές κι εγώ είχα τις δικές μου. Αντί για τις «γκρινιάρες γιαγιάδες», εγώ είχα το «διάλειμμα για μεσημεριανό».
Στα νιάτα μου ήρθε μια στιγμή, που πραγματικά θέλησα να μιλήσω μ’ έναν ιερέα. Υπήρχαν πάρα πολλές ερωτήσεις, τις οποίες ήθελα να συζητήσω. Πήγα στον ναό την ώρα που δεν είχαν ακολουθίες και βλέπω να κάθονται εκεί κάποιες αυστηρές γιαγιάδες. Τις πλησίασα και τους είπα ευγενικά για την επιθυμία μου. Αυτές μ’ έστειλαν στο βαπτιστήριο. Εκεί με συνάντησε μια άλλη γιαγιά. Της είπα το ίδιο κι εκείνη μου δήλωσε αυστηρά:
– Οι ιερείς απουσιάζουν τώρα. Είναι η ώρα του διαλείμματος για μεσημεριανό!
Τώρα, που μεγάλωσα κι έγινα ιερέας, καταλαβαίνω πολύ καλά ότι κατά τη διάρκεια της ημέρας οι ιερείς συνηθίζουν να τρώνε το μεσημεριανό φαγητό τους και γενικά έχουν όλες τις ανθρώπινες συνήθειες. Αλλά τότε αυτή η φράση μού χτύπησε άσχημα στο αυτί. Ξαφνικά, αισθάνθηκα σαν να βρίσκομαι σ’ ένα κρατικό ίδρυμα. Γύρισα την πλάτη μου κι έφυγα, μη περιμένοντας κανέναν.
Το Μπαρναούλ τη δεκαετία του ‘80
Εγώ είχα τα δικά μου σχέδια, και ο Κύριος είχε εντελώς διαφορετικά σχέδια γι’ μένα
Είχα μεγάλο ενδιαφέρον για την Ιστορία από πολύ μικρός. Μέχρι την ηλικία των 10 χρονών είχα διαβάσει όλα τα σχολικά βιβλία και μέχρι των 12 όλα τα πανεπιστημιακά βιβλία Ιστορίας και τότε ήξερα σίγουρα ότι στην ενήλικη ζωή μου θ’ ασχοληθώ με την Ιστορία. Ενδιαφερόμουν πάρα πολύ να μαθαίνω τα νέα ιστορικά γεγονότα. Διάβαζα επιστημονικά βιβλία και μονογραφίες, όπως οι άλλοι διαβάζουν αστυνομικές ιστορίες και περιπέτειες.
Όταν μπήκα στο Κρατικό Πανεπιστήμιο του Αλτάι, στη Σχολή Ιστορίας, ανέπτυξα τη συνήθεια κάθε πρωί πριν τα μαθήματά μου να πηγαίνω στην εκκλησία, για την πρώιμη Λειτουργία. Αυτό μου άρεσε πάρα πολύ.
Λαμβάνοντας το πτυχίο, ξεκίνησα τις διδακτορικές μου σπουδές και παράλληλα έκανα διαλέξεις στο Πανεπιστήμιο. Σκέφτηκα τότε, να, αυτή είναι η ευτυχία, όταν το χόμπι σου αποτελεί ταυτόχρονα και τη δουλειά σου κι επίσης πληρώνεσαι γι’ αυτό. Είχα τη βαθιά πεποίθηση ότι θ’ ασχολούμαι με την αγαπημένη μου δουλειά μέχρι το τέλος της ζωής μου. Είχα ολοκληρώσει τη διδακτορική διατριβή και ήμουν έτοιμος να την παρουσιάσω στην επιτροπή.
Αλλά στη ζωή μου συνέβη ένα γεγονός, το οποίο άλλαξε εντελώς όλα τα σχέδιά μου και τους υπολογισμούς μου. Το να μιλά κανείς για τα πνευματικά είναι πάντα δύσκολο, επειδή οι πνευματικές καταστάσεις και τα πνευματικά φαινόμενα δεν εκφράζονται εύκολα με λόγια. Θα προσπαθήσω να τα εξιστορήσω, αλλά δεν είμαι βέβαιος ότι θα καταφέρω να μεταφέρω αυτά που έζησα.
Το Κρατικό Πανεπιστήμιο στο Μπαρναούλ τη δεκαετία του ΄80
Η επίσκεψη του Θεού
Θυμάμαι ακριβώς εκείνην την ημέρα, ήταν η 2α Ιουνίου του 2002. Τότε δεν σκόπευα να κοινωνήσω, επειδή θεωρούσα πως δεν ήμουν έτοιμος, αλλά ένας φίλος μου μ’ έπεισε να το κάνω. Και σαν για να μου δείξει ότι «το πνεύμα όπου θέλει πνεί» (Ιωαν. 3,8), ο Κύριος με αξίωσε να ζήσω την επίσκεψή Του.
Μετά την κοινωνία, βγήκα από τον ναό του Αγίου Νικολάου και, κατεβαίνοντας στις σκάλες, αισθάνθηκα σε κατάσταση έλλειψης βαρύτητας. Ξαφνικά, κατάλαβα ότι δεν αισθάνομαι το βάρος μου και παραλίγο να πετάξω. Ήταν τόσο δυνατή η επίσκεψη της χάριτος του Θεού, που την ένιωσα στο επίπεδο του σώματος.
Ξαφνικά κατάλαβα ότι δεν αισθάνομαι το βάρος μου και παραλίγο να πετάξω
Επιστρέφοντας στο σπίτι, αμέσως άρχισα να διαβάζω το Ευαγγέλιο, επειδή είχα μεγάλη επιθυμία να το μελετώ. Ξεκίνησα το διάβασμα και κατάλαβα ότι για πρώτη φορά στη ζωή μου το διαβάζω συνειδητά. Εξαφανίστηκαν όλα τα εμπόδια, άρχισα να καταλαβαίνω με ευκολία την εκκλησιαστική σλαβονική γλώσσα. Ήταν μια φώτιση, μια υψηλή πνευματική κατάσταση, που ήθελα να προσεύχομαι, να διαβάζω το Ευαγγέλιο, σαν να προσέρχομαι στην πηγή ύδατος ζωής. Ήταν μια πολύ ασυνήθιστη κατάσταση, μια επίσκεψη του Θεού, η οποία διήρκεσε για τρεις μέρες.
Ένας άνθρωπος, με τον οποίο κάναμε τότε παρέα, αργότερα βαπτίστηκε. Η μητέρα μου, βλέποντας ότι κάτι συμβαίνει μαζί μου, δεν καταλάβαινε τι γίνεται, αλλά μια φορά μου είπε:
– Φοβάμαι ότι θ’ αναχωρήσεις σε μοναστήρι.
Παρ’ όλο που τότε δεν σκεφτόμουν καθόλου για κάτι τέτοιο.
Η αποκατάσταση του ναού του Αγίου Νικολάου στο Μπαρναούλ το 1933
Πριν και μετά
Είναι δύσκολο να περιγράψω την τότε κατάστασή μου, αλλά εκείνο που μου συνέβη διαίρεσε τη ζωή μου σε δύο μέρη: Το πριν και το μετά. Εκείνη δεν ήταν η πρώτη μου κοινωνία, αλλά έγινε ένα σημείο καμπής για ’μένα, επειδή η παιδική μου επιδίωξή, να πλησιάσω τον Θεό, πραγματοποιήθηκε και μπήκα στην Εκκλησία. Τότε κατάλαβα ότι όλες οι απαντήσεις στις ερωτήσεις μου για τη δομή του σύμπαντος, όλη η παρηγοριά, την οποία έψαχνα στις γνώσεις της Ιστορίας, μπορούν ν’ αποκτηθούν εντός της Εκκλησίας. Ο πνευματικός κόσμος μου άνοιξε λίγο τις πόρτες του και συνειδητοποίησα πως υπάρχει και το πνευματικό επίπεδο γνώσης του κόσμου.
Μετά απ’ αυτό άρχισα να χάνω το ενδιαφέρον μου για το αγαπημένο μου επάγγελμα. Συνέχισα τη δουλειά μου στο Πανεπιστήμιο γι’ ακόμη τρία χρόνια, αλλά αισθανόμουν ήδη ότι δεν θ’ ασχολούμαι με την Ιστορία, όπως το ήθελα πριν, μέχρι τέλος της ζωής μου. Το ενδιαφέρον για τη διδακτορική μου διατριβή, επίσης, είχε μειωθεί. Την ολοκλήρωσα κάπως, αλλά δεν είχα την επιθυμία να προχωρήσω και να την παρουσιάσω στην επιτροπή.
Θα ήθελα να με καταλάβετε σωστά. Όλο αυτό που μου συνέβη δεν σημαίνει καθόλου ότι όλοι πρέπει να εγκαταλείψουν την επιστήμη ή την αγαπημένη τους δουλειά και να καταφύγουν σ’ ένα μοναστήρι. Ο Κύριος μπορεί, εξίσου επιτακτικά, να καλέσει τον άνθρωπο να κοπιάζει στον τομέα των επιστημών, της ιατρικής, της παιδείας ή οποιασδήποτε άλλης, ή στην οικογενειακή ζωή μιας πολύτεκνης οικογένειας. Σας μιλώ για την προσωπική μου εμπειρία, για την προσωπική μου κλίση. Πιθανόν, η Πρόνοια του Θεού για ’μένα να ήταν αυτή και για κάποιον άλλον να είναι αλλιώς [...].
Άρχισα να πηγαίνω στις εκκλησίες του Μπαρναούλ όσο συχνά μπορούσα. Μετά πήγα σ’ ένα επαγγελματικό επιστημονικό ταξίδι στη Μόσχα, σε κάποιο Αρχείο, κι εκεί πέρασα απ’ όλους τους ναούς της κεντρικής Μόσχας και προσευχήθηκα. Ένιωθα τόσο έντονο κάλεσμα του Θεού, τόσο μεγάλη μεταστροφή στην πνευματική και ψυχική μου κατάσταση, η οποία, βέβαια, αναπόφευκτα, θα κατέληγε στην αλλαγή των συνθηκών της ζωής μου.
Συνεχίζεται...