Η ιστορία που ακολουθεί είναι για το πώς μια άπιστη γυναίκα, στο κατώφλι του θανάτου, με τις προσευχές του άντρα της, μπροστά στην εικόνα της Παναγίας της Βλαδημίρσκαγια, αποφάσισε και πρόλαβε να γίνει ορθόδοξη.
Ημέρα επισκέψεων στο νοσοκομείο. Ζωγράφος: Henry Jules Jean Geoffroy
Πέντε χρόνια πριν, πέθανε η γυναίκα ενός αγαπητού γνωστού μου, η Βερονίκη. Ο σύζυγός της, ο Ιβάν, με ενημέρωσε για αυτό λέγοντας λακωνικά ότι: «Η αγαπητή μας Βερονίκη δεν είναι πλέον μαζί μας».
Στο σπίτι του, στους τοίχους, στο γραφείο του, υπάρχουν όμορφες φωτογραφίες της γυναίκας του: Η Βερονίκη με τα δίδυμα σε διακοπές στο Σότσι, στην Κριμαία, η Βερονίκη με τον άντρα της στην Κούβα, η Βερονίκη κολυμπάει με τα δελφίνια και άλλες.
Μετά την κηδεία, ο Ιβάν μου είπε ότι η Βερονίκη πέθανε ευτυχισμένη, σε κλειστό οικογενειακό κύκλο.
Πέντε χρόνια μετά την κοίμησής της, στο μνημόσυνο, μου διηγήθηκε μια καταπληκτική ιστορία για το πώς η Βερονίκη στο κατώφλι του θανάτου πρόλαβε να βαπτιστεί ορθόδοξη, να εξομολογηθεί και να κοινωνήσει.
Ιδού, η σύντομη η ιστορία που μου διηγήθηκε:
– Η Βερονίκη είχε μεγαλώσει σε οικογένεια κομματικών αξιωματούχων. Μπορεί να πει κανείς ότι ανήκε στη «χρυσή» νεολαία. Όμως, η ίδια με την συμπεριφορά της, με τον χαρακτήρα της, έσπαζε το στερεότυπο του παιδιού γονέων που είναι κομματικά στελέχη.
Η Βερονίκη ήταν καλός και πρόθυμος άνθρωπος. Ποτέ δεν σκεφτόταν το δικό της συμφέρον. Πρώτη έτρεχε για να βοηθάει τους άλλους. Μπορεί να ισχυριστεί κανείς πως είναι εύκολο να είσαι τέτοιος άνθρωπος, όταν έχεις τα πάντα, όταν οι σπουδές και η καριέρα σου είναι προγραμματισμένα με τη γέννησή σου. Ωστόσο, η Βερονίκη πάντα σκεφτόταν τους άλλους. Πρόσφερε αδιακρίτως υποστήριξη σε οποιονδήποτε. Δεν είχε σημασία, ποιος χρειαζόταν βοήθεια, αν είναι η κοντινή της φίλη, ο μακρινός συγγενής ή ένας σχεδόν άγνωστος άνθρωπος.
Θυμάμαι ότι στο τρίτο έτος των πανεπιστημιακών της σπουδών, ήθελαν να αποβάλουν έναν νεαρό, επειδή σε εξέταση στο μάθημα μαρξισμού-λενινισμού έμπαινε στην αίθουσα «με λενινιστικό βηματισμό», δηλαδή, δύο βήματα μπρος, ένα βήμα πίσω. Ο καθηγητής του Κρατικού Πανεπιστημίου Μόσχας Λομονόσοβ εξέλαβε αυτό το αστείο και ως προσωπική προσβολή και ως πολιτική πρόκληση (Αυτό είχε συμβεί τη δεκαετία του 1980, πριν την περεστρόικα). Ο καθηγητής διέκοψε τη διεξαγωγή της εξέτασης και έτρεξε στο γραφείο της Κοσμητείας! Και είπε τότε, παραφράζοντας λίγο τη γνωστή φράση: «Σήμερα αστειεύεσαι με τον Λένιν, αύριο θα προδώσεις την Πατρίδα». Η Βερονίκη πήγε και μίλησε στον καθηγητή που δίδασκε το μάθημα του μαρξισμού-λενινισμού, υποστηρίζοντας ότι ο συμφοιτητής της είναι μια δημιουργική προσωπικότητα, συμμετέχει στο θεατρικό εργαστήρι, συμμετέχει ενεργά στην επιτροπή της κομμουνιστικής νεολαίας και ότι είναι καλός φίλος. Του έδειξε και φωτογραφίες από τις παραστάσεις, όπου ο φοιτητής είχε λάβει μέρος. Η Βερονίκη ήταν έτοιμη να ζητήσει βοήθεια από τους γονείς της και τους γνωστούς τους, προκειμένου να μην διώξουν τον νεαρό από το Πανεπιστήμιο εξαιτίας ενός ατυχούς αστείου. Η σημαντικότερη λεπτομέρεια σε όλη αυτήν την ιστορία είναι ότι ο φοιτητής δεν ήταν φίλος ούτε ήταν στην παρέα της Βερονίκης. Πέρα από αυτό, ο ίδιος δεν της είχε απευθυνθεί για βοήθεια. Απλώς, αυτή θεωρούσε ότι όταν ένας άνθρωπος χρειάζεται βοήθεια δεν μπορεί να μένει άπραγη. Η ιστορία είχε αίσιο τέλος: τον νεαρό δεν τον απέβαλαν από το Πανεπιστήμιο.
Υπήρχαν φορές που της έλεγα: περίμενε, να τακτοποιήσουμε πρώτα τα παιδιά μας, να τους αποκαταστήσουμε και μετά σώζουμε όλο τον κόσμο. Και η γυναίκα μου δεν καταλάβαινε αυτήν την προσέγγιση. Για την καλοσύνη της κυκλοφορούσαν θρύλοι. Κάποτε, μια γυναίκα, γνωστή γνωστών, είχε συναντήσει την Βερονίκη έξω στο δρόμο. Με δάκρυα στα μάτια παραπονιόταν ότι ο δεκατριάχρονος γιός της – συνομήλικος των δικών μας δίδυμων – είχε μπλέξει με μια ύποπτη παρέα, και είχε αρχίσει να κατρακυλάει στην κατηφόρα. Ήδη, είχαν προειδοποιήσει ότι θα έμπαινε για επιτήρηση από την αστυνομία, από το Τμήμα ανηλίκων… Ρώτησα τη Βερονίκη, τι ήθελε συγκεκριμένα η γυναίκα; Μήπως, ήθελε να ασχοληθείς, τώρα έστω κι αν είναι αργά, με την ανατροφή ενός ξένου γιου που έχει ήδη μεγαλώσει; Νόμιζα ότι το χιούμορ και η ειρωνεία μου θα αναχαίτιζαν τη Βερονίκη. Σκεφτείτε, τι μπορεί να κάνει κανείς σε μια τέτοια περίπτωση; Αφού ούτε την άτυχη γυναίκα γνωρίζαμε ούτε το παιδί της. Όμως, η Βερονίκη βρήκε λύση. Δεν ξέρω πώς το κατάφερε, αλλά έπεισε τον παραβατικό νεαρό να πάει σε σχολή του μποξ. Λίγο πριν, είχε μιλήσει με τον προπονητή και τον είχε πείσει να προσέξει τον έφηβο και να ασχοληθεί μαζί του. Χαρακτηριστικά, του είπε: «Μπορείτε να σώσετε το αγόρι, αν δείξετε ενδιαφέρον!». Αν και άργησε κάπως, το θετικό αποτέλεσμα ήταν φανερό: το αγόρι άρχισε να βοηθάει τη μητέρα του στο σπίτι, άρχισε να διαβάζει βιβλία, να δείχνει ενδιαφέρον για τα μαθήματα και βρήκε νέους φίλους στη σχολή του μποξ. Μπορώ να σας διηγηθώ πολλές παρόμοιες ιστορίες.
Μπορώ να διηγούμαι για ώρες και για το πώς αγαπούσε τα παιδιά μας. Πάντα ήξερε τι τους ενδιαφέρει, έπαιζε σκάκι μαζί τους, τους βοηθούσε να γράφουν ποιήματα στις ημέρες γενεθλίων των δασκάλων και των καθηγητών τους.
Όμως, η Βερονίκη, με την τόσο καλή και ανοιχτή καρδιά, ήταν άπιστη. Θεωρούσε ότι ο ναός και οι προσευχές είναι το απομεινάρι αρχαιότητας και ότι η πίστη στον Θεό είναι για τις αγράμματες γιαγιάδες. Ένας μορφωμένος άνθρωπος, έτσι και αλλιώς, γνωρίζει ότι πρέπει να είναι ηθικός, να σέβεται τους άλλους, να βοηθάει τους ανθρώπους, με το καλό να νικάει το κακό, να μην εκδικείται, και να ψάχνει το κλειδί στον κάθε άνθρωπο. Τους ανθρώπους, που δεν ξέρουν από κλασική λογοτεχνία και κλασική μουσική, αυτούς, κατά τη γνώμη της, πρέπει να τους πείθεις ότι, όταν αντιμετωπίζεις άσχημα τους άλλους, ο Θεός θα σε τιμωρεί.
Και εγώ δεν προσχώρησα αμέσως στην πίστη. Ήταν δύσκολο για μένα να αρχίσω να συμμετέχω ενεργά στη ζωή της εκκλησίας. Αλλά, η Βερονίκη δεν ήθελε να ακούσει τίποτα για βάπτιση, για μελέτη των αγίων πατέρων, για Θεία Κοινωνία, για Εξομολόγηση. Σεβόταν την επιλογή μου. Ποτέ δεν ειρωνευόταν τις προσπάθειές μου να νηστεύω, να ετοιμάζομαι για την Θεια Κοινωνία, ή να ψάχνω πνευματικό. Όμως, μου έλεγε ότι δε θα πηγαίνει εκκλησία. Η εξήγησή της ήταν η εξής: «Οι γονείς μου ήταν ιδεολόγοι κομμουνιστές και πίστευαν αυτά που έλεγαν από το βήμα, στις συνεδριάσεις του κόμματος. Ποτέ δεν είχαν κάνει επίδειξη για τη θέση τους στο κόμμα. Και οι φίλοι τους ήταν ίδιοι με αυτούς. Πώς να πάω τώρα να βαπτιστώ! Θα προδώσω τις απόψεις τους, τις αρχές τους! Με είχαν αναθρέψει στο πνεύμα μαρξισμού-λενινισμού. Ξέρω ότι ο άνθρωπος είναι ο ίδιος που σφυρηλατεί την ευτυχία του, τη μοίρα του και ξέρω ότι πρέπει να είμαστε τίμιοι…»
Πολύ συχνά συζητούσαμε αλλά και λογομαχούσαμε. Προσπαθούσα να της δείξω το δρόμο προς την πίστη. Είχαμε πάει και στους Αγίους Τόπους στα Ιεροσόλυμα. Αρχικά, η Βερονίκη σχολίασε ότι στα Ιεροσόλυμα «σαν να σταμάτησε ο χρόνος και βρεθήκαμε στο παρελθόν, δύο χιλιάδες χρόνια πριν… Χωρίς πολυπραγμοσύνη, χωρίς τρέξιμο». Βέβαια, αμέσως μετά, σχολίασε ότι επρόκειτο απλά για ένα ταξίδι. Είχαμε πάει και στην Ιταλία, στο Μπάρι. Και αυτό, επίσης, κατά τα λεγόμενά της, ήταν ένα συναρπαστικό και ενημερωτικό ταξίδι.
Πάω στο πιο σημαντικό. Η Βερονίκη αρρώστησε βαριά. Είχε διαγνωστεί με καρκίνο. Με θάρρος ολοκλήρωσε τη θεραπεία της και καταφέραμε ώστε η ασθένεια να μπει σε φάση ύφεσης. Μετά από λίγα χρόνια είχαμε υποτροπή. Η Βερονίκη επανέλαβε τη θεραπεία και χειρουργήθηκε. Αργότερα, η αρρώστια εμφανίστηκε ξανά. Η καημένη η γυναίκα μου, είχε περάσει τόσα πολλά και δεν παραπονέθηκε ποτέ. Ποτέ δεν έψαχνε για ενόχους. Εξαιτίας των επαναλαμβανόμενων ογκολογικών προβλημάτων είχε εξασθενήσει το ανοσοποιητικό της σύστημα. Έκανε πνευμονία και οι γιατροί με προειδοποίησαν ότι δε θα έβγαινε από το νοσοκομείο: ο οργανισμός δεν πάλευε, τα φάρμακα δεν είχαν αποτέλεσμα. Δε θα μπω σε ιατρικές λεπτομέρειες. Δεν είναι αυτό το σημαντικό.
Η Βερονίκη, πριν από το θάνατο, για αρκετές μέρες δεν είχε αισθήσεις. Σχεδόν κάθε μέρα πήγαινα στον Ιερό Ναό Αγίου Νικολάου, στην περιοχή Τολματσί, στην «Πινακοθήκη Τρετιακόφ». Εκεί φυλάσσεται η θαυματουργή εικόνα της Παναγίας Βλαδημίρσκαγια. Όπως μου είπαν, είναι η πιο τρυφερή και η πιο ευσπλαχνική εικόνα της Υπεραγίας Θεοτόκου. Προσευχόμουν μπροστά σε αυτή την εικόνα και στις άλλες εικόνες. Ήξερα ότι η Βερονίκη φεύγει. Ικέτευα την Υπεραγία Θεοτόκο να κανονίσει με θαυμαστό τρόπο τη βάπτιση της γυναίκας μου. Ικέτευα την Υπεραγία Θεοτόκο να έχει η Βερονίκη χριστιανικό ανεπαίσχυντο τέλος.
Οι προσευχές μου εισακούστηκαν. Με πήραν τηλέφωνο από το νοσοκομείο και μου είπαν ότι η γυναίκα μου είχε συνέλθει. Αμέσως, έτρεξα προς τα εκεί. Η Βερονίκη χαμογέλασε και ζήτησε να καλέσω ιερέα για να βαπτιστεί.
Γρήγορα βρήκα παππούλη, του τα εξήγησα όλα. Η Βερονίκη βαπτίστηκε, εξομολογήθηκε και μετάλαβε. Πριν πεθάνει, πρόλαβε να μου διηγηθεί την ιστορία της επιθυμίας της να βαπτιστεί.
Και βλέπει: αυτή η Γυναίκα απλώνει το χέρι Της προς αυτήν και της λέει: «Πώς θέλεις να πας χωρίς τον σταυρό;»
Όσο ήταν χωρίς τις αισθήσεις της, είδε μια Γυναίκα – όμορφη, ευγενή, με τεράστια, καλοκάγαθα και τρυφερά μάτια. Το Κεφάλι Της ήταν σκεπασμένο με μακρύ μαντήλι. Άπλωσε το χέρι Της προς την Βερονίκη και της είπε: «Πώς θέλεις να πας χωρίς τον σταυρό; Ξέρω ότι ήσουν καλή και τίμια. Ήσουν στοργική μητέρα. Χωρίς βάπτιση, οι καλές σου πράξεις διαγράφονται. Δεν μπορεί να σε αναγκάσει κανένας. Είναι δικό σου θέλημα να αγαπήσεις τον Κύριο. Σκέψου, πριν είναι αργά!»
Η Βερονίκη, μετά το Μυστήριο, αγκάλιασε εμένα και τα παιδιά. Τα τελευταία της λόγια ήταν: «Πεθαίνω τόσο ευτυχισμένη που πρόλαβα να βαπτιστώ, να φορέσω το σταυρό, πρόλαβα να μεταλάβω!»
Δεν τολμώ να πω ότι, χάρη στις δικές μου ανάξιες προσευχές, η Βερονίκη πρόλαβε να βαπτιστεί. Όμως, είμαι απολύτως βέβαιος ότι η Πάναγνη Μητέρα του Θεού μας ελέησε και μας λυπήθηκε.