Πρόσωπα της Ιεράς Μονής των Σπηλαίων του Πσκωφ
Κατά τη διάρκεια των πιο σοβαρών σοβιετικών διωγμών του 20ού αιώνα, παρέμεινε το μοναδικό ανδρικό μοναστήρι της ΕΣΣΔ, που δεν έκλεισαν οι Μπολσεβίκοι.
Ιστορικά και κανονικά ερείσματα ενότητας της Ρωσικής Εκκλησίας
Тου Καθηγητή της Θεολογικής Ακαδημίας Μόσχας,Ιερέα Μηχαήλ Ζελτόφ.
Λιτανεία προς τιμήν του Αγίου Ειρηνάρχου του Εγκλείστου 2019
Οι προσκυνητές καλύπτουν περίπου 70 χιλομέτρα τις πρώτες τέσσερις μέρες και διανυκτερεύουν δίπλα σε ανακαινιζόμενες εκκλησίες
Μητροπολίτης Ονούφριος μιλά για την πορεία της κανονικής Ορθοδοξίας στην Ουκρανία
Το Τμήμα Πληροφοριών και Μορφώσεως της Ορθοδόξου Εκκλησίας της Ουκρανίας δημοσίευσε τη συνέντευξη του Μακαριωτάτου Μητροπολίτου Κιέβου και πάσης Ουκρανίας κ.κ. Ονουφρίου στο περιοδικό «Pastyr i pastva» («Ο Ποιμένας και το ποίμνιο»).

«Αποφαίνεται, ίνα η Αγιωτάτη Επαρχία Κιόβου είη υποκειμένη υπό του αγιωτάτου πατριαρχικού θρόνου…της πόλεως Μοσχοβίας»

του Πρωτοδιακόνου Κωνσταντίνου Μάρκοβιτς, Δρ. Θεολογίας

Καθηγητή της Θεολογικής Ακαδημίας Αγίας Πετρουπόλεως και μέλους της Διασυνοδικής Επιτροπής της Ρωσικής Ορθοδόξου Εκκλησίας

(Περί ορισμένων κανονικών πτυχών των Πατριαρχικών και Συνοδικών εγγράφων του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως του 1686)

Κατά την επίσκεψή του στο Κίεβο από 20 έως 24 Αυγούστου 2021 ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Βαρθολομαίος επιβεβαίωσε εκ νέου το αμετάβλητο της πεποιθήσεώς του ότι το Πατριαρχείο Μόσχας αυθαιρέτως οικειοποιήθηκε τη δικαιοδοσία επί της μητροπόλεως Κιέβου, άνευ συμφωνίας και επικυρώσεως του πατριαρχικού θρόνου Κωνσταντινουπόλεως.

Στη δοξολογία της 21ης Αυγούστου στον ιερό ναό Αρχαγγέλου Μιχαήλ «Χρυσών Τρούλων» ο Πατριάρχης Βαρθολομαίος δήλωσε: «Ἡ μητρόπολις Κιέβου… ὑπῆρξεν ἀναπόσπαστον κανονικὸν ἔδαφος καὶ μητρόπολις τοῦ καθ᾽ ἡμᾶς Πανιέρου, Ἀποστολικοῦ καὶ Πατριαρχικοῦ Οἰκουμενικοῦ Θρόνου, καίτοι αἱ ἱστορικαὶ συγκυρίαι καὶ ἐγκόσμιαι ἐπιδιώξεις τινων ἀπέκοψαν βιαίως καὶ πρὸς καιρὸν μόνον αὐτὴν ἐκ τῆς φυσικῆς της πνευματικῆς μητρός”[1].

Στο κήρυγμα, το οποίο εκφώνησε κατά το συλλείτουργο στην πλατεία μπροστά στον ιερό ναό Αγίας Σοφίας στις 22 Αυγούστου, ο Πατριάρχης επίσης ανέφερε: «Τοῦτο συνέβη διότι ἅπασαι αἱ ἐνέργειαι τῶν προηγουμένων αἰώνων, ἀποσκοποῦσαι εἰς τὸν ἐκκλησιαστικὸν σφετερισμὸν τοῦ Κιέβου, ἐγένοντο ἐρήμην τῆς Μητρὸς του Ἐκκλησίας Κωνσταντινουπόλεως, ἄνευ ἑκουσίας εὐλογίας καὶ μετὰ πολλῆς τῆς ὀδύνης ὡς ἐκ τῆς ἐκμεταλλεύσεως τῆς κατὰ κόσμον ἀδυναμίας αὐτῆς, αἱ ἐνέργειαι, αὗται, λέγομεν, ἦσαν, ἐν ἑνὶ λόγῳ, ὅλως ξέναι πρὸς τὴν Ὀρθόδοξον ἐκκλησιολογίαν καὶ ἐπ᾽ οὐδενὶ λόγῳ ἐφέλκυον τὴν Χάριν καὶ τὴν εὐαρέσκειαν τοῦ Θεοῦ». «Ἡ ἀνάκλησις τοῦ σχετικοῦ κανονικοῦ Γράμματος Ἐκδόσεως τοῦ ἀοιδίμου Προκατόχου ἡμῶν  Διονυσίου Δ´ δὲν ἀπετέλεσεν ἡμετέραν ὑπέρβασιν, ὡς θρυλοῦν οἱ ἀντιστρατευόμενοι τὴν ἐν Χριστῷ εἰρήνην καὶ καταλλαγήν, ἀλλὰ πατρικὸν χρέος, ἀφοῦ τοῦτο πλέον εἶχεν ὑπερκερασθῆ ἀρνητικῶς καὶ οὐχὶ πάντως ἐπ᾽ ὀφέλει τοῦ ἐνταῦθα Χριστωνύμου ποιμνίου» [2].

Σε συνέχεια των κατηγοριών κατά του Πατριαρχείου Μόσχας για επιθετικές «εισπηδήσεις» στα όρια των κανονικών εδαφών του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως και άλλων κατά τόπους Ορθοδόξων Εκκλησιών η ιστοσελίδα «Φως Φαναρίου» δημοσίευσε σε αγγλική μετάφραση το άρθρο, που συντάχθηκε αρχικά στην ελληνική γλώσσα το 2019 από τον πρωτοπρεσβύτερο Δρ. Γεώργιο Τσέτση, στην οποία ισχυρίζεται ότι η Ρωσική Εκκλησία «διεύρυνε με κάθε ευκαιρία τα από τον Τόμο Αυτοκεφαλίας της θεσπισθέντα όριά της, εισπηδώντας σε εδάφη άλλων Ορθοδόξων Εκκλησιών, ελέω Τσαρικών στρατευμάτων ή Σοβιετικών τεθωρακισμένων»[3].

Ως παραδείγματα τέτοιας «εισπηδήσεως» ο π. Γ. Τσέτσης παραθέτει την «ενσωμάτωση στο Πατριαρχείο Μόσχας» (sic!) των Εκκλησιών της Γεωργίας και της Αμπχαζίας το 1811 και της μητροπόλεως Βεσσαραβίας το 1812.

Γνωρίζει άραγε ο ονομαστός θεολόγος ότι την περίοδο 1721-1918 το «Πατριαρχείο Μόσχας» κατ’ αρχήν δεν υπήρχε και η ανώτατη διοίκηση των εκκλησιαστικών υποθέσεων στη Ρωσική Εκκλησία ησκείτο από την Αγιωτάτη Σύνοδο, η οποία τελούσε σε πλήρη υποταγή στην εξουσία του αυτοκράτορα πασών των Ρωσιών και ότι τέτοια μορφή πολιτεύματος εγκαταστάθηκε με την ευλογία του Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Ιερεμία Γ΄;

Τα τελευταία χρόνια εμφανίστηκε πλήθος εντύπων και ηλεκτρονικών δημοσιευμάτων αφιερωμένων στην ανάλυση των πατριαρχικών και συνοδικών εγγράφων του 1686. Επομένως, στη μελέτη μας θα εξετασθούν ορισμένες κανονικές πτυχές των εν λόγω εγγράφων, τα οποία αποτελούν απόδειξη των κάτωθι θέσεων:

1) οι πράξεις του 1686 μαρτυρούν το εκούσιο της μεταβιβάσεως από τον Πατριάρχη Διονύσιο Δ΄ όλου του συνόλου των κανονικών και δικαιοδοτικών δικαιωμάτων επί της μητροπόλεως Κιέβου στο Πατριαρχείο Μόσχας και όχι μόνον του δικαιώματος χειροτονίας του μητροπολίτη Κιέβου, υπό τον όρο διαφυλάξεως του παλαιότερου αυτονόμου καθεστώτος αυτής˙

2) η κατάργηση του πατριαρχικού θεσμού στη Ρωσική Εκκλησία και η ίδρυση το 1721 της Αγιωτάτης Συνόδου, καθώς και η μεταρρύθμιση των κυβερνείων, που πραγματοποιήθηκε τις τελευταίες δύο δεκαετίες του 18ου αι. και επέσυρε τη μεταβολή των ορίων και του καθεστώτος κάθε εκκλησιαστικής επαρχίας της Ρωσικής Εκκλησίας, συμπεριλαμβανομένων και εκείνων της Μικράς Ρωσίας, αποτέλεσαν αντικειμενικές περιστάσεις λόγω των οποίων η τήρηση των όρων, που προέβαλε ο Πατριάρχης Διονύσιος, κατέστη αδύνατος και, συνεπώς, αυτοί οι όροι απώλεσαν κάθε νόημα˙

3) εφόσον η κατάργηση του πατριαρχικού θεσμού και η ίδρυση της Αγιωτάτης Συνόδου συνέβησαν κατόπιν συγκαταθέσεως και ευλογίας και των τεσσάρων Πατριαρχών της Ανατολής, καμία θεμελιωμένη αξίωση δεν μπορεί να προβληθεί έναντι του σύγχρονου Πατριαρχείου Μόσχας σχετικά με τις διοικητικές αποφάσεις της «συνοδικής περιόδου» εκ μέρους του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως.

I.

Κατά τη διάρκεια διακοσίων και πλέον ετών, μέχρι τη δεκαετία του 1920 του 20ού αι. οι Πατριάρχες Κωνσταντινουπόλεως δεν αμφισβητούσαν το γεγονός της μεταβιβάσεως το 1686 όλων των δικαιοδοτικών δικαιωμάτων επί της μητροπόλεως Κιέβου στο Πατριαρχείο Μόσχας και δεν διατύπωναν με αυτή την αφορμή ουδεμία αξίωση.

Ο μητροπολίτης Κύκκου και Τηλλυρίας Νικηφόρος υποδεικνύει ότι σε όλα τα «Συνταγμάτια», δηλαδή στα επίσημα δίπτυχα και τους καταλόγους των κατά τόπους Ορθοδόξων Εκκλησιών με την απαρίθμηση των μητροπόλεων και επαρχιών δικαιοδοσίας τους, που εκδίδονταν από το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως από το 18ο αι. και έως το 2018 ο θρόνος του Κιέβου αναγνωριζόταν ως υπαγόμενος στο Πατριαρχείο Μόσχας. Με τη σειρά τους τα «Συνταγμάτια» «ἀποτελοῦν ἀδιάψευστο μάρτυρα τῆς κανονικῆς δικαιοδοσίας τῶν Ὀρθοδόξων Πατριαρχείων καί Αὐτοκεφάλων Ἐκκλησιῶν»[4].

Μόλις το 1924 εξαιτίας της εκδόσεως του Τόμου Αυτοκεφαλίας της Ορθοδόξου Εκκλησίας της Πολωνίας άρχισαν να διατυπώνονται δηλώσεις ότι η προσάρτηση της μητροπόλεως Κιέβου στη Ρωσική Εκκλησία συντελέσθηκε καταναγκαστικώς και «οὐδαμῶς… συμφώνως ταῖς νενομισμέναις κανονικαῖς διατάξεσι», ενώ η ίδια η Ρωσική Εκκλησία αθέτησε τους όρους της συμφωνίας, στερώντας τη μητρόπολη Κιέβου του αυτονόμου καθεστώτος[5].

Σήμερα η θέση του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως είναι εντελώς διαφορετική. Το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως ισχυρίζεται ότι η μητρόπολη Κιέβου ουδέποτε παραχωρήθηκε υπό τη δικαιοδοσία της Ρωσικής Εκκλησίας και τα κανονικά όρια του Πατριαρχείου παραμένουν αμετάβλητα.

Τα συνοδικά έγγραφα προβλέπουν μόνον την προσωρινή κατ’ οἰκονομία παραχώρηση «ἐπιτροπικῶς» και εκ των πραγμάτων δίδουν μόνον άδεια της χειροτονίας του μητροπολίτη Κιέβου (και μόνον αυτού και όχι και άλλων ιεραρχών) από τη Μόσχα.

Ο όρος να μνημονεύει ο μητροπολίτης Κιέβου τον Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως «εν πρώτοις» κατά την Θεία Λειτουργία και μόνον μετά τον Μόσχας αποτελεί «ορατό σύμβολο» διαφυλάξεως της κανονικής εξουσίας του Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως επί του θρόνου του Κιέβου[6].

Αυτή τη θέση προέβαλε όχι κάποιος καθηγητής εκκλησιαστικής ιστορίας ή κανονικού δικαίου από την Ελλάδα ή την Ευρώπη, αλλά ο εξ Αγίας Πετρουπόλεως Β. Λουριέ, ο οποίος «ἐμελέτησε τὰ σχετικὰ πρὸς τὴν Μητρόπολιν Κιέβου συνοδικὰ ἔγγραφα τοῦ 1686, καθώς καὶ ἄλλοι Ρώσσοι ἱστορικοί, καὶ κατέληξαν εἰς τὸ συμπέρασμα ὅτι οἱ ὅροι αὐτοὶ ἔχουν σαφῶς ὡς σκοπόν τὴν διατήρησιν τῆς κανονικῆς ἐξουσίας τοῦ Κωνσταντινουπόλεως ἐπὶ τῆς ἐπαρχίας τοῦ Κιέβου»[7].

Ο συντάκτης του υπό παράθεση κειμένου επίσκοπος Χριστουπόλεως Μακάριος Γρινιεζάκης (νυν Αρχιεπίσκοπος Αυστραλίας) βασίζεται επί του βιβλίου Β. Λουριέ «Ρωσική ορθοδοξία μεταξύ Κιέβου και Μόσχας. Δοκίμιο ιστορίας της ρωσικής ορθοδόξου παραδόσεως μεταξύ 15 και 20ού αι.» (τίτλος του πρωτοτύπου: «Русское православие между Киевом и Москвой. Очерк истории русской православной традиции между XV и XX веками»).

Δέον ωστόσο να επισημανθεί ότι ο κύριος Λουριέ («μοναχός» Γρηγόριος), είναι ταυτοχρόνως «μερικώς απασχολούμενος» ως «επίσκοπος» και «πρόεδρος» μιας ολιγάριθμης σχισματικής ομάδας, αυτοαποκαλούμενης «Αρχιερατική διάσκεψη της Ορθοδόξου Αυτονόμου Εκκλησίας της Ρωσίας». Χωρίς να θέτουμε υπό αμφισβήτηση την ευρυμάθεια του κυρίου Λουριέ, αξίζει να δεχθούμε ότι στον τομέα των εκκλησιαστικών συζητήσεων και πρωτίστως επί κανονικών ζητημάτων, οι κρίσεις και εικασίες του ηγέτη μιας σχισματικής σέκτας ουδόλως μπορούν να αναγνωρίζονται ως έγκυρες και να χρησιμοποιούνται ως επιχειρήματα.

Σε σχέση με την εν λόγω θέση είναι σκόπιμο να ενθυμηθούμε τα λόγια του μητροπολίτη Κρήνης Κυρίλλου Κατερέλου: «Ἡ ἐνδεχόµενη ἔγκριση τοῦ κειµένου περί Αὐτοκεφαλίας ἀπό τή Σύνοδο τῆς Κρήτης ἐξ ἀντικειµένου δέν θά µποροῦσε νά ἀποτρέψει τήν ἀνακήρυξη αὐτοκεφάλου Ἐκκλησίας στήν Οὐκρανία, γιατί ἡ Οὐκρανία ἀποτελοῦσε δικαιοδοσία τοῦ θρόνου τῆς Κωνσταντινουπόλεως πού ποτέ δέν παραχωρήθηκε στή Μόσχα» [8].

Με άλλα λόγια, ακόμη και εάν η Ρωσική Εκκλησία συμμετείχε στη Σύνοδο της Κρήτης, και το αποσυρθέν νωρίτερα από την συζήτηση γνωστό σχέδιο κειμένου για την κανονική τάξη απονομής του αυτοκεφάλου εγκρινόταν, το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως δεν θα άλλαζε την πρόθεσή του να δημιουργήσει και να αναγνωρίσει την Ορθόδοξη Εκκλησία της Ουκρανίας.

Σύμφωνα με τους ιερούς κανόνες, τα δικαιοδοτικά προνόμια των μητροπολιτών και Πατριαρχών συνίστανται στα δύο βασικά «δικαιώματα» – jus ordinandi και jus jurandi, δηλαδή, στο δικαίωμα χειροτονίας των επισκόπων στις οικείες αυτών επαρχίες και στο δικαίωμα να δικάζουν αυτούς στον πρώτο βαθμό. Το δικαίωμα του εφετείου ανήκει στους Πατριάρχες και τους Προκαθημένους των κατά τόπους Εκκλησιών.

Στην αρχαιότητα, τουλάχιστον, τον 5ο αι., η εκλογή των επισκόπων γινόταν με τη συμμετοχή του επιτοπίου κλήρου και λαού στις ίδιες τις επαρχίες, ενώ οι μητροπολίτες και Πατριάρχες επιβεβαίωναν τη νομιμότητα των εκλογών και το άξιον των υποψηφίων και επικύρωναν τα αποτελέσματα των εκλογών.

Ο 28ος κανόνας της Δ´ Οικουμενικής Συνόδου αναφέρει: «Καὶ ὥστε τοὺς τῆς Ποντικῆς, καὶ τῆς Ἀσιανῆς, καὶ τῆς Θρακικῆς διοικήσεως μητροπολίτας μόνους, ἔτι δὲ καὶ τοὺς ἐν τοῖς βαρβαρικοῖς ἐπισκόπους τῶν προειρημένων διοικήσεων χειροτονεῖσθαι ὑπὸ τοῦ προειρημένου ἁγιωτάτου θρόνου τῆς κατὰ Κωνσταντινούπολιν ἁγιωτάτης ἐκκλησίας· δηλαδὴ ἑκάστου μητροπολίτου τῶν προειρημένων διοικήσεων μετὰ τῶν τῆς ἐπαρχίας ἐπισκόπων χειροτονοῦντος τοὺς τῆς ἐπαρχίας ἐπισκόπους, καθὼς τοῖς θείοις κανόσι διηγόρευται· χειροτονεῖσθαι δέ, καθὼς εἴρηται, τοὺς μητροπολίτας τῶν προειρημένων διοικήσεων παρὰ τοῦ Κωνσταντινουπόλεως ἀρχιεπισκόπου, ψηφισμάτων συμφώνων κατὰ τὸ ἔθος γινομένων, καὶ ἐπ᾿ αὐτὸν ἀναφερομένων».

Τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις μητροπολιτών και Πατριαρχών την εποχή της Συνόδου Χαλκηδόνος περιγράφονται αναλυτικά στις επιστολές του Αγίου Λέοντος του Μεγάλου Πάπα της Ρώμης στον μητροπολίτη Θεσσαλονίκης Αναστάσιο, έξαρχο της Βορείου Ιλλυρίας (Epist. VI και XIV, PL. vol. 54).

Με την πάροδο του χρόνου το μητροπολιτικό σύστημα καταργήθηκε στην Εκκλησία Κωνσταντινουπόλεως, ενώ τον τίτλο του μητροπολίτη άρχισαν να φέρουν επαρχιούχοι επίσκοποι, των οποίων η εκλογή πραγματοποιείτο ήδη από τις συνόδους στην Κωνσταντινούπολη. Κατά τη δεύτερη χιλιετία ακόμη και Πατριάρχες των παλαιφάτων αποστολικών θρόνων όχι σπάνια εκλέγονταν στην Κωνσταντινούπολη. Έτσι, λ.χ. ο εξέχων κανονολόγος του 12ου αι. Θεόδωρος Βαλσαμών έφερε τον τίτλο του Πατριάρχη Αντιοχείας, αν και σε όλη του τη ζωή έζησε στην πρωτεύουσα χωρίς να επισκεφθεί ποτέ τον θρόνο του, διότι η Αντιόχεια τελούσε τότε υπό την κατοχή των σταυροφόρων.

Όμως η μητρόπολη Κιέβου της Νοτιοδυτικής Γης των Ρως, η οποία συγκροτήθηκε μετά τη διχοτόμηση της Ρωσικής Εκκλησίας το 1448 την περίοδο ισχύος της ουνίας της Φλωρεντίας με εντολή του Πάπα της Ρώμης Πίου Β´, μετά την επιστροφή της στους κόλπους της Ορθοδοξίας διατήρησε το έθιμο της συνοδικής εκλογής των μητροπολιτών στο ίδιο το Κίεβο.

Καθ᾽ όλη την περίοδο από το 1448 έως το 1686 στον θρόνο του Κιέβου δεν υπήρξε ούτε ένας μητροπολίτης που να εξελέγη σε πατριαρχική Σύνοδο και να χειροτονήθηκε στην Κωνσταντινούπολη.

Σε σχέση με αυτά να επισημάνουμε ότι στον 28ο κανόνα της Δ´ Οικουμενικής Συνόδου, καθώς και στο Συνοδικό Γράμμα του 1686 διά ταυτοσήμων εκφράσεων διατυπώθηκε το δικαίωμα των Πατριαρχών να χειροτονούν μητροπολίτες, οι οποίοι εκλέγονται από τοπικές συνόδους.

Άραγε οι «εμπειρογνώμονες» από το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως θα αρνηθούν ότι το νόημα του 28ου κανόνα συνίσταται στο ότι η Δ´ Οικουμενική Σύνοδος, που τον εξέδωσε, κατοχύρωσε την κανονική δικαιοδοσία του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως επί των ως άνω τριών αρχαίων μητροπόλεων; Άλλωστε, στον κανόνα αναφέρεται μόνον το δικαίωμα χειροτονίας μητροπολιτών και μόνον αυτών.

Γιατί τότε, παρά την ολοφάνερη ταύτιση των διατυπώσεων, αρνούνται το γεγονός της παραχωρήσεως κανονικής εξουσίας του Πατριάρχη Μόσχας επί της μητροπόλεως Κιέβου;

II

Από την εποχή της διχοτομήσεως της Ρωσικής Εκκλησίας το 15ο αι. σε μητροπόλεις Μόσχας και Κιέβου οι μητροπολίτες Κιέβου de facto δεν υπάγονταν στη δικαστική εξουσία του Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως.

Στις 8 Ιουλίου 1685 διεξήχθη στο Κίεβο εκκλησιαστική συνέλευση, όπου εξελέγη ο μητροπολίτης Γεδεών Σβιατοπόλκ-Τσετβερτίσνκι και ορίσθηκε ότι η χειροτονία του θα ετελείτο από τον Πατριάρχη Ιωακείμ στη Μόσχα. Μέχρι τότε το Κίεβο εκ των πραγμάτων ευρισκόταν επί δέκα χρόνια υπό την εξουσία του βασιλείου της Μοσχοβίας και ήταν ξεκάθαρο ότι η υποταγή του θρόνου Κιέβου στη Μόσχα ήταν μόνον ζήτημα χρόνου.

Αλλά μια ομάδα συνέδρων αντιτίθετο στην υπαγωγή της μητροπόλεως Μόσχας και διατύπωσε μια σειρά λόγων της διαφωνίας τους.

Ανάμεσά τους ήταν και ο εξής: «Εφέσεις κατά των αποφάσεων του μητροπολίτη Κιέβου δεν υπήρξαν στο ανώτατο πνευματικό δικαστήριο σε υποθέσεις, που δεν ήταν αντίθετες στην πίστη, ενώ στη Μόσχα εφέσεις κατά των μητροπολιτών υποβάλλονται στον Πατριάρχη και για ελάσσονες λόγους»[9].

Ο χατμάνος Ιωάννης Σαμουηλοβίτζης υπέβαλε αιτήσεις στους τσάρους Ιωάννη Ε´ και Πέτρο Α´: «Και επειδή η μητρόπολη Κιέβου παραμένει υπό την ευλογία και υπακοή του Αγιωτάτου Πατριάρχη Μόσχας, με την φιλεύσπλαχνη μεσολάβηση και έγκριση της βασιλικής υμών μεγαλειότητας να διατηρήσει τα ίδια δικαιώματα και ελευθερίες, όπως είχε υπό την ευλογία του Αγιωτάτου Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως.

Υπαγόμενος στον οποίο ο μητροπολίτης μόνον ελάμβανε ευλογία και χειροτονία στο αξίωμά του, ενώ στο δικαίωμα του δικάζειν ο Πατριάρχης δεν παρενέβαινε και ουδείς εξ αυτών δεν κατέφευγε στον Πατριάρχη περί τούτου»[10].

Η μόνη εξαίρεση από αυτό τον κανόνα ήταν η καθαίρεση του μητροπολίτη Ονησιφόρου το 1589 από τον Πατριάρχη Ιερεμία, ο οποίος επισκέφθηκε τη μητρόπολη Κιέβου καθ᾽ οδόν της επιστροφής από τη Μόσχα.

Αλλά ο Πατριάρχης Διονύσιος όρισε ώστε ο μητροπολίτης Κιέβου να δικάζεται από τον Πατριάρχη Μόσχας: «ἵνα ὑπακουὸς γένηται ὁ μητροπολίτης ἐν τῷ πατριαρχικῷ δικαστηρίῳ τοῦ ἐκείνου δε Πατριάρχου Μοσχοβίας καθ᾽ ἐκκλησιαστικὴν διάταξιν»[11]. Αυτός και μόνον ο ορισμός αποδεικνύει ότι στον Πατριάρχη Μόσχας μεταβιβάσθηκε η άμεση δικαιοδοσία επί του Κιέβου (лат. jurisdictio – δικονομία, από το jus – δίκαιο и dico – ομιλώ). Επομένως, ο Β. Λουριέ αντιφάσκει με τον εαυτό του.

Ισχυρίζεται ότι σύμφωνα με τα συνοδικά έγγραφα «στο εξής οι μητροπολίτες Κιέβου δύνανται να χειροτονούνται στη Μόσχα και να υπάγονται στον Πατριάρχη Μόσχας ως εκκλησιαστικό δικαστήριο πρώτου βαθμού»[12], και ταυτοχρόνως αποκαλεί την επανυπαγωγή του θρόνου Κιέβου στον Πατριάρχη Μόσχας «ιστορικό μύθο»[13].

Εάν ο Πατριάρχης Μόσχας είναι για τον μητροπολίτη Κιέβου «το δικαστήριο πρώτου βαθμού», τούτο σημαίνει ότι ο μητροπολίτης τελεί υπό την άμεση δικαιοδοσία ή κανονική εξουσία του, και αυτή η εξουσία ασκείται πρωτίστως διά του δικαιώματος του κρίνειν.

III

Το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως ισχυρίζεται ότι το εκδοθέν από τον Πατριάρχη Διονύσιο Γράμμα ἐκδόσεως για τη μητρόπολη Κιέβου χορηγεί στον Πατριάρχη Μόσχας μόνον την «άδεια» τελέσεως της χειροτονίας του Μητροπολίτου Κιέβου»[14], και δεν προβλέπει κανένα άλλο δικαιοδοτικό δικαίωμα.

Σε αυτό το συμπέρασμα καταλήγουν βάσει της αναγνώσεως του κειμένου του αυθεντικού αντιγράφου του Γράμματος της εποχής του Πατριάρχη Καλλινίκου B´ [15], το οποίο δημοσιεύθηκε το 2017 από την Β. Τσεντσόβα [16].

Όμως εάν μελετήσουμε προσεκτικά και αμερόληπτα το ελληνικό κείμενο αυτού του Γράμματος, καταλήγουμε σε διαφορετικό συμπέρασμα: το Γράμμα ακριβώς και αναφέρει την πλήρη εκχώρηση της κανονικής εξουσίας επί της μητροπόλεως Κιέβου μόνον υπό τον όρο της διαφυλάξεως του αυτονόμου καθεστώτος αυτής.

Ο όρος Γράμμα ἐκδόσεως στο συγκεκριμένο πλαίσιο πρέπει να αποδοθεί ως «Γράμμα παραχωρήσεως». Στην ελληνική εκκλησιαστική γραφειοκρατία κατά κανόνα έτσι χαρακτηρίζεται το έγγραφο, με το οποίο ανατίθενται ορισμένες αρμοδιότητες και εξουσίες από ένα αρχιερέα σε άλλον. Πιο συχνά από τον Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως σε άλλο Πατριάρχη ή ιεράρχη. Επίσης η λέξη ἔκδοσις δύναται να σημαίνει τη μεταβίβαση περιουσιακών δικαιωμάτων. Ακριβώς υπό αυτή την έννοια τη χρησιμοποιεί ο Βαλσαμών σχολιάζοντας τον 12ο κανόνα της Ζ´ Οικουμενικής Συνόδου (Φησὶ γοῦν καὶ ὁ κανὼν μὴ ἐκποιεῖσθαι, ἣ ἐκδίδοσθαι παρὰ ἐπισκόπου, ἣ ἡγουμένου, πρὸς οἱονδηποτοῦν πρόσωπον αὐτούργιον τῆς ἐπισκοπῆς, ἣ τοῦ μοναστηρίου˙ ἣ μὴν ἀκυροῦσθαι τὴν ἐκποίησιν, ἣ τὴν ἔκδοσιν, κατὰ τὸν λη´ ἀποστολικὸν κανόνα»[17]). Στον υπό εξέταση κανόνα και το σχετικό σχόλιο αναφέρονται τα επιτίμια των επισκόπων και καθηγουμένων των μονών για την παράνομη εκποίηση ή αλλοτρίωση της εκκλησιαστικής ιδιοκτησίας υπέρ κοσμικών αρχόντων ή προσώπων.

Στον τίτλο του Γράμματος διαβάζουμε: «Γράμμα συνοδικὸν... ἐπὶ τῷ εἶναι τὴν μητρόπολιν Κιέβου ὑποκειμένην τῷ πατριαρχικῷ αὐτοῦ (δηλαδή τοῦ Μόσχας) θρόνῳ καὶ χειροτονεῖσθαι τὸν ψηφισθησόμενον Κιέβου ὑπ’ αὐτοῦ».

Η λέξη ὑποκείμενος που προέρχεται από το ρήμα «ὑπόκειμαι» («κεῖμαι ὑποκάτω, εἶμαι ὑποτεταγμένος εἰς τινα, ὑποτάσσομαι εἰς τινα»), απαντάται συχνά στο σώμα του κανονικού δικαίου και έχει την απολύτως σαφή έννοια να τελείς υπό τη δικαιοδοσία τινος Πατριάρχη, επισκόπου ή να υπόκεισαι στην κρίση του.

Λ.χ.: «Ἐπίσκοπον μὴ τολμᾶν ἔξω τῶν ἑαυτοῦ ὅρων χειροτονίας ποιεῖσθαι, εἰς τὰς μὴ ὑποκειμένας αὐτῷ πόλεις, καὶ χώρας» (Αποστολ. καν. λε´)[18]˙ «…ἐπίσκοπον μὴ… καθιστᾶν πρεσβυτέρους ἢ διακόνους εἰς τόπους ἑτέρῳ ἐπισκόπῳ ὑποκειμένους» (κβ´ της Αντίοχ. Συν.)[19]. Στο σχόλιο του β´ κανόνα της В´ Οικουμενικής Συνόδου ο Βαλσαμών έγραφε ότι «αὐτοκέφαλον τὴν ἐκκλησίαν τῆς Ἰβηρίας, ὑποκειμένην τότε τῷ πατριάρχῃ Ἀντιοχείας». [20] «…τοῦ τῆς Κυζικηνῶν πόλεως ἐπισκόπου ὑποκειμένου τῷ προέδρῳ τῆς εἰρημένης Ἰουστινιανουπόλεως» (λθ´ καν. της Πενθέκτης Συν.).

Στο ελληνικό πρωτότυπο του εγγράφου διαβάζουμε: «ἀποφαίνεται, ἵνα ἡ ἁγιωτάτη ἐπαρχία Κιόβου εἴη ὑποκειμένη ὑπὸ τοῦ ἁγιωτάτου πατριαρχικοῦ θρόνου τῆς μεγάλης καὶ θεοσώστου πόλεως Μοσχοβίας, χειροτονεῖσθαι δηλαδὴ μητροπολίτην Κιόβου ἐν αὐτῇ ἡνίκα παρεμπέσῃ χρεία παρὰ τοῦ μακαριωτάτου π(ατ)ριάρχου Μοσχοβίας».

Ενώ στη σλαβονική μετάφραση εκ πρώτης όψεως μεταξύ των εννοιών «ὑποκειμένη» και «χειροτονεῖσθαι» τοποθετείται στο κείμενο το «ίσον» (εἴη ὑποκειμένη, δηλαδή χειροτονεῖσθαι).

Όμως η σλαβονική μετάφραση της φράσεως αυτής κρίνεται ανακριβής, όπως και η ρωσική μετάφραση του Ντ. Αφινογκένοφ. Στη σλαβονική μετάφραση οι λέξεις αλλάζουν θέσεις (δηλαδή, χειροτονεῖσθαι αντί του διατυπώσεως του πρωτοτύπου – χειροτονεῖσθαι δηλαδὴ) και η λέξη δηλαδὴ μεταφράζεται με την έννοια, που υποδεικνύει ταυτότητα (τουτέστιν, ήγουν, δηλονότι).

Το σλαβονικό κείμενο υπονοεί ότι το «εἴη ὑποκειμένη» στον πατριαρχικό θρόνο Μόσχας δηλώνει την τέλεση χειροτονίας από τον Πατριάρχη Μόσχας. Αλλά το ελληνικό πρωτότυπο έχει λίγο διαφορετικό νόημα. Η μητρόπολη στο εξής, από τη στιγμή εκδόσεως του Γράμματος, υπάγεται στο Πατριαρχείο Μόσχας και εξυπακούεται ότι στο μέλλον, αφού κενωθεί ο θρόνος, οι μητροπολίτες θα πρέπει να χειροτονούνται στη Μόσχα από τον Πατριάρχη, από τον οποίο και θα λαμβάνουν τα χειροτονητήρια.

Στην αρχαία ελληνική γλώσσα η λέξη δηλαδή έχει μια πιο διευρυμένη σημασία από ό,τι στη σύγχρονη και σημαίνει «καθαρά, φανερά, φυσικά, βεβαίως, εννοείται»[21]. Με αυτή την έννοια λ.χ. χρησιμοποιεί το δηλαδή ο Ζωναράς στα σχόλιά του – «ἕως ἄν δηλαδή (βεβαίως) πεισθῇ προσλαβέσθαι αὐτήν»˙ «…τῷ Κωνσταντινουπόλεως διδόασι προνόμιον, προχειρίζεσθαι οἰκονόμον ἐξ αὐθεντίας ἰδίας, ἤγουν μετ᾽ ἐξουσίας, ἐν ταῖς ὑποκειμέναις αὐτῷ δηλαδή ἐκκλησίαις) (σχόλιο επί του κανόνα ια΄ της Ζ΄ Οικουμ. Συν.) [22].

Ο Βαλσαμών χρησιμοποιεί τη λέξη δηλαδή με την έννοια της διευκρινίσεως, της διασαφηνίσεως: «χρεία ἐστὶ παντὶ κληρικῷ ἐξωχειροτονήτῳ, διττάς γραφάς ἐπιφέρεσθαι τοῦ χειροτονήσαντος αὐτόν, συστατικὴν δηλαδή, καὶ ἀπολυτικήν, ὡς ἂν τῇ μὲν χρήσηται εἰς ἐπισύστασιν τοῦ λεγομένου προσεῖναι αὐτῷ βαθμοῦ˙ τῇ δὲ, εἰς τὸ ἀπαρεμποδίστως ἐφ᾽ ἑτέρας ἐκκλησίας κλήρῳ συγκαταλεγῆναι» (σχόλιο επί του κανόνα ιζ΄ της ΣΤ΄ Οικουμ. Συν.)[23]. Ετυμολογικά η λέξη δηλαδή προέρχεται από τη λέξη δῆλος (ορατός, εμφανής, καθαρός, σαφής) + δή (τώρα, τώρα δα, ήδη, πάραυτα, αμέσως, κατ᾽ ευθείαν).

Συνεπώς η ακριβής απόδοση της λέξεως δηλαδή στη φράση «ἀποφαίνεται, ἵνα ἡ ἁγιωτάτη ἐπαρχία Κιόβου εἴη ὑποκειμένη ὑπὸ τοῦ ἁγιωτάτου πατριαρχικοῦ θρόνου τῆς μεγάλης καὶ θεοσώστου πόλεως Μοσχοβίας, χειροτονεῖσθαι δηλαδὴ μητροπολίτην Κιόβου ἐν αὐτῇ,..» είναι «γι’ αυτό τον λόγο, συνεπώς, βεβαίως».

Είναι σημαντικό να κατανοήσουμε ότι η «χειροτονία στη Μόσχα» αποτελεί λογική συνέπεια του «εἴη ὑποκειμένη», και όχι ταυτόσημη έννοια.

Συνεπώς, η θέση ότι το Γράμμα προβλέπει μόνον την εκχώρηση του «δικαιώματος χειροτονίας» στηρίζεται σε μεταφραστική ανακρίβεια.

Σε έναν Ρώσο μελετητή συγχωρείται να μην παρατηρήσει τη σημασιολογική απόχρωση στο ελληνικό κείμενο.

Όμως όταν το επίσημο έγγραφο του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως ισχυρίζεται κατηγορηματικά: «Ο σκοπός και το νόημα της Πράξεως συνίστανται εις την “ἄδειαν” τελέσεως της χειροτονίας του Μητροπολίτου Κιέβου από τον Πατριάρχην Μόσχας» [24], τότε ακουσίως παρεισφρέει η υποψία της συνειδητής χειραγωγήσεως του κειμένου με σκοπό την παραπλάνηση του αναγνώστη.

IV

Στα Συνοδικά Γράμματα για την εγκατάσταση του μητροπολίτη Κιέβου τού υποδεικνύεται να μνημονεύει τον Πατριάρχη Μόσχας: γινώσκειν ἐκεῖνον γέροντα καὶ προεστῶτα αὐτοῦ.

Στο Γράμμα περί της τάξεως εγκαταστάσεως του μητροπολίτη Κιέβου (β΄ Συνοδικό Γράμμα του 1686), ότι «ἡ ὑποταγὴ της μητροπόλεως ταύτης Κιόβου ἀνετέθη ὑπὸ τὸν ἁγιώτατον πατριαρχικὸν τῆς Μοσχοβίας θρόνον».

Η Β. Τσεντσόβα, η οποία ανήκει στην ομάδα των επιστημόνων, των οποίων οι έρευνες χρησιμοποιήθηκαν από το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως για να δικαιολογήσει τις πράξεις του στην Ουκρανία, ισχυρίζεται ότι ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως και μετά το 1686 «παρέμεινε κανονικός Πατριάρχης για τους Σεβασμιωτάτους Κιέβου»[25].

Παραλλήλως, αναφέρει στη μελέτη της το Συνοδικό Γράμμα του Πατριάρχη Ιακώβου Α΄ (Φεβρουάριος 1687), το οποίο επιβεβαιώνει την κανονική δικαιοδοσία του Πατριάρχη Ιεροσολύμων επί του αρχιεπισκόπου Σιναίου.

Στο έγγραφο αναφέρεται: «Γινώσκειν δ᾽ αὐτὸν Ἀρχιεπίσκοπον τοῦ Ὄρους Σινᾶ ὑποκείμενον τῷ Πατριαρχικῷ Θρόνῳ τῶν Ἱεροσολύμων, θεοφιλέστατον προσαγορευόμενον, μνημονεύειν τε τοῦ κανονικοῦ ὀνόματος τοῦ τῶν Ἱεροσολύμων Πατριάρχου, ὡς ὑπ᾽ ἐκείνου χειροτονούμενον, καὶ πρὸς ἐκεῖνον τὴν ἀναφορὰν ἐσχηκότα, ἀπονέμειν τ᾽ ἐκείνῳ τῷ Πατριάρχῃ καὶ γέροντι αὐτοῦ τὴν προσαρμόζουσαν ὑποταγὴν καὶ εὐπείθειαν, καὶ φυλάττειν ἀπαρεγχείρητα τὰ τοῦ Πατριαρχικοῦ ἐκείνου Θρόνου προνόμια, ὡς νενόμισται»[26].

Η κανονική αναφορά του αρχιεπισκόπου Σινά στον Πατριάρχη Ιεροσολύμων περιγράφεται με τους ίδιους όρους όπως και η αναφορά του μητροπολίτη Κιέβου στον Πατριάρχη Μόσχας.

Ο όρος γέρων χρησιμοποιείται στις «Ἀποκρίσεις τεσσάρων Οἰκουμενικῶν Πατριαρχῶν», που απεστάλησαν στον τσάρο Αλέξιο του Μιχαήλ το 1663 «οὕτω τοι Μητροπολίτης τυχόν, ἢ πατριάρχης, ὡς μὲν Γέρων τούτων (δηλαδή των επαρχιούχων επισκόπων, οι οποίοι έλαβαν από εκείνον χειροτονία), κατὰ τὸν τῆς χειροτονίας λόγον ἀναφερόμενος… Συνάγεται τοίνυν ἐκ τούτων κατὰ μὲν τὴν τῆς χειροτονίας σχέσιν καὶ τὴν τῆς τάξεως πατέρα εἶναι τοῦτον τοῖς περὶ αὐτὸν ἐπισκόποις, κατὰ δὲ τὸν λόγον τῆς ἀρχιερωσύνης καὶ τὸν τῆς πατρικῆς ἐξουσίας, συναδελφοὺς εἶναι καὶ συναρχιερεῖς» [27].

Η παρούσα απάντηση περιορίζεται στη σκέψη ότι ο Πατριάρχης Νίκων κατέχει ηγετική θέση μεταξύ των Ρώσων επισκόπων δυνάμει του δικαιώματος της χειροτονίας αυτών, που του ανήκει, αλλά ή σύνοδος των επισκόπων μπορεί να τον δικάζει.

Η λέξη προεστῶς υπό την ευρεία έννοια αυτής σημαίνει «πρόκριτος, προύχοντας, δημογέρων, τοπικός άρχοντας» λ.χ. στο χωριό. Αλλά στους κανόνες ο προεστῶς χρησιμοποιείται και έναντι των επισκόπων με την έννοια του «προκαθημένου» Τοπικής Εκκλησίας ή επαρχίας.

Με την έννοια του επικεφαλής μιας Τοπικής Εκκλησίας ο προεστῶς χρησιμοποιείται από τον α΄ κανόνα της εν Αντιοχεία Συνόδου («Εἰ δέ τις τῶν προεστώτων τῆς ἐκκλησίας, ἐπίσκοπος, ἢ πρεσβύτερος, ἢ διάκονος, μετὰ τὸν ὅρον τοῦτον τολμήσειεν ἐπὶ διαστροφῇ τῶν λαῶν καὶ ταραχῇ τῶν ἐκκλησιῶν ἰδιάζειν…»)[28]. Ο η΄ κανόνας της Γ΄ Οικουμενικής Συνόδου ορίζει ότι «οἱ τῶν ἁγίων ἐκκλησιῶν, τῶν κατὰ τὴν Κύπρον, προεστῶτες έχουν εξουσία να χειροτονούν επισκόπους αυτοτελώς, χωρίς την έγκριση του Πατριάρχη Αντιοχείας [29].

Ο ιθ΄ κανών της Πενθέκτης Συνόδου διαλαμβάνει: «Δεῖ τοὺς τῶν ἐκκλησιῶν προεστῶτας, ἐν πάσῃ μὲν ἡμέρᾳ, ἐξαιρέτως δὲ ἐν ταῖς Κυριακαῖς, πάντα τὸν κλῆρον καὶ τὸν λαὸν ἐκδιδάσκειν τοὺς τῆς εὐσεβείας λόγους»[30]˙ ο ιστ΄ της Πρωτοδευτέρας Συνόδου Κωνσταντινουπόλεως ορίζει «τὸ μηδενὶ τρόπῳ ἐπίσκοπον καταστῆναι ἐν τῇ ἐκκλησίᾳ, ἧς ἔτι ὁ προεστὼς ζῇ»[31].

Επομένως, δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα ο ισχυρισμός του Δρ. Κ. Βετόσνικοφ ότι «λείπει από τις πράξεις η λέξη “προκαθήμενος” και ο όρος που χρησιμοποιείται δεν μπορεί να αποδοθεί με την έννοια του προκαθημένου της Τοπικής Εκκλησίας» [32].

V

Κατά τον 12ο αι. ο Βαλσαμών δεν είδε ουσιαστικό νομικό πρόβλημα στη μεταβολή των ορίων δικαιοδοσιών των μητροπόλεων και επαρχιών.

Στο σχόλιο του β΄ κανόνα της Β΄ Οικουμενικής Συνόδου έγραφε: «Τὸ μὲν τοι προσηνῶσθαι, κατὰ λόγον οἰκονομίας, ἐκκλησίαις τισὶν ἑτέρας ἐκκλησίας ὑπὸ ἐθνῶν κατεχομένας (δηλαδή, εκτός των συνόρων του βυζαντινού κράτους), ἀπὸ τοῦ παρόντος κανόνος, ὡς ἔοικεν, ἐνδέδοται» [33]. Τον 17ο αι. η Εκκλησία Κωνσταντινουπόλεως αντιμετώπιζε το ζήτημα διαφορετικά.

Η μεταβολή δικαιοδοσίας δύναται να θίξει τα αρχαία προνόμια των Εκκλησιών, τα οποία θα έπρεπε να παραμείνουν αμετάβλητα.

Ευλαβής στάση έναντι των αρχαίων δικαιωμάτων και προνομιών διαπερνά τα έγγραφα, που σχετίζονται τόσο με τη μεταβίβαση της μητροπόλεως Κιέβου, όσο και με την υπόθεση διευθετήσεως της διαφοράς στο Σινά, που έλαβαν χώρα την ίδια χρονική περίοδο.

«…Ἀκαινοτόμητα γὰρ φυλάττειν ὀφείλομεν τὰ πάλαι νενομοθετημένα τοῖς Ἱεροῖς τῆς Ἐκκλησίας προβούλοις, κωλύειν τε χρεὼν ὅλαις χερσὶ τὸν ἀδικεῖν περὶ ταῦτα ἐπιχειροῦντα, καὶ μὴ ξυναδικεῖν αὐτῷ χαριζομένους, μήθ᾽ ὑπομένομεν ὁρᾷν παραθραύεσθαι τοὺς Ἐκκλησιαστικοὺς θεσμοὺς, καὶ τὰς Ἀποστολικὰς καὶ Συνοδικὰς παραδόσεις, καὶ τοὺς Ἱεροὺς Κανόνας αὐτῶν»[34].

Κατακρίνοντας τις αξιώσεις του αρχιεπισκόπου Σινά επί του αυτοκεφάλου ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως και η περί αυτόν Ιερά Σύνοδος ως σκοπό είχαν την εδραίωση και την προστασία των κανονικών προνομιών του πατριαρχικού θρόνου Ιεροσολύμων, καθώς και τα αρχαία δικαιώματα της ίδιας της μονής του Σινά.

Ο Πατριάρχης Διονύσιος στο Γράμμα του προς τους Ρώσους τσάρους υπέδειξε ότι η μεταβολή των εδαφικών ορίων των Πατριαρχείων προσκρούει στα αρχαία θεσπίσματα της Εκκλησίας. Επομένως η εκχώρηση της δικαιοδοσίας επί του Κιέβου είναι αποδεκτή «κατ᾽ οἰκονομίαν» και προς διαφύλαξη του φαινομενικού σεβασμού των προνομίων η Σύνοδος αποφάνθηκε: «Μόνον εἰς τὸ διαφυλαχθῆναι τὴν τιμὴν τοῦ οἰκουμενικοῦ θρόνου, καὶ ἵνα μὴ ᾖ ἡ περιφρόνησις καὶ ἡ στέρησις μεγάλη τῶν οἰκείων προνομίων, ἀποφαίνεται εἰς τὸ ἀναπέμψασθαι ἐν τῇ μητροπόλει ταύτῃ ἐν πρώτοις τὸ πατριαρχικὸν ὄνομα τοῦ οἰκουμενικοῦ πατριάρχου, μετὰ τὸ ὀρθὸν (δηλαδή, κανονικὸν) ὄνομα τοῦ πατριάρχου Μοσχοβίας ὑπὸ τοῦ κατὰ καιροὺς μητροπολίτου εἰς τὰς ἱερὰς λειτουργίας˙ τὸ μὲν οὖν τῆς χειροτονίας ἕνεκεν, ἣν λαμβάνει ὑπὸ τοῦ Μοσχοβίας καὶ χρεωστὼν κατὰ κανόνας μνημονεύειν αὐτοῦ, τὸ δὲ τῆς μνήμης τῶν ἀρχαίων προνομίων τοῦ οἰκουμενικοῦ θρόνου ἕνεκεν»[35].

Σύμφωνα με τους κανόνες ο επίσκοπος οφείλει να μνημονεύει του «κανονικού ονόματος» εκείνου του Πατριάρχη ή Προκαθημένου, στη δικαιοδοσία του οποίου υπάγεται ο ίδιος και η υπό αυτόν επαρχία («Ὥστε, εἴ τις πρεσβύτερος ἤ ἐπίσκοπος ἢ μητροπολίτης τολμήσειεν ἀποστῆναι τῆς πρὸς τὸν οἰκεῖον πατριάρχην κοινωνίας καὶ μὴ ἀναφέρει τὸ ὄνομα αὐτοῦ, κατὰ τὸ ὡρισμένον καὶ τεταγμένον, ἐν τῇ θείᾳ μυσταγωγίᾳ, ἀλλὰ πρὸ ἐμφανείας συνοδικῆς καὶ τελείας αὐτοῦ κατακρίσεως σχίσμα ποιήσει, τοῦτον ὥρισεν ἡ ἁγία σύνοδος, πάσης ἱερατείας παντελῶς ἀλλότριον εἶναι, εἰ μόνον ἐλεγχθείη τοῦτο παρανομήσας» (ιε΄ κανόνας της Πρωτοδευτέρας Συνόδου Κωνσταντινουπόλεως). Αλλά ο επίσκοπος και η υπό αυτόν επαρχία δεν είναι δυνατόν να υπάγονται κανονικά ταυτοχρόνως σε δύο προκαθημένους κατά τόπους Εκκλησιών.

Επομένως, στο κείμενο του Γράμματος αναφέρεται ότι η μνημόνευση του Πατριάρχη Μόσχας είναι «ὀρθή», δηλαδή κανονική και ακριβώς αυτή δηλώνει την πραγματική δικαιοδοτική υπαγωγή. Η διατύπωση «τῆς χειροτονίας ἕνεκεν» πρέπει να κατανοηθεί εδώ ως βάση της δικαιοδοτικής υπαγωγής και όχι διαφορετικά [36].

Είναι γνωστό ότι ο επίσκοπος δύναται να εκλεγεί από την πατριαρχική Σύνοδο, αλλά να χειροτονηθεί από ορισμένους επί τούτω αρχιερείς, χωρίς συμμετοχή του Πατριάρχη.

Σε αυτή την περίπτωση ο επίσκοπος «υπόκειται» στον Πατριάρχη του, του οποίου το όνομα μνημονεύει κατά τη Θεία Λειτουργία και όχι στον αρχιερέα, ο οποίος προέστη της χειροτονίας του.

Είναι προφανές ότι η μνημόνευση του Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως ορίσθηκε εδώ ως μνήμη των ιστορικών του «προνομίων». Και τούτο είναι πλέον ένα ξεχωριστό ζήτημα, που εντάσσεται στον τομέα της λειτουργικής επιστήμης, εάν ήτο αυτός ο ορισμός «καινοτομία», ή θεμελιώνεται επί μερικών υπαρκτών προηγουμένων, το κατά πόσον ανταποκρίνεται στη λειτουργική παράδοση κλπ.

Αλλά να ισχυρίζεται κανείς ότι η πρόβλεψη αναφοράς του ονόματος του Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως κατά τη Θεία Λειτουργία παραλλήλως με το όνομα του Πατριάρχη Μόσχας υποδηλώνει την έγκυρη κανονική του Αρχή επί του Κιέβου είναι απόλυτο λάθος.

Επίσης λάθος είναι να διαπιστώνεται αναλογία μεταξύ της πρακτικής μνημονεύσεως του ονόματος του Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως στις ελληνικές μητροπόλεις των «Νέων Χωρών» και της προβλέψεως του Γράμματος του Πατριάρχη Διονυσίου [37].

Όπως είναι γνωστό, ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως έχει δικαίωμα να προτείνει και να εγκρίνει τους καταλόγους των υποψηφίων για την πλήρωση των κενών θρόνων καθώς και να ζητεί ετήσιο απολογισμό από τους μητροπολίτες των Νέων Χωρών, διατηρεί την πνευματική επιρροή, την κανονική και δικαστική του δικαιοδοσία επί των μητροπόλεων αυτών και ενεργώς ασκεί αυτά τα δικαιώματα στην πράξη [38].

Επομένως, κανονικός Προκαθήμενος για τους μητροπολίτες των Νέων Χωρών είναι ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως.

Στα ζητήματα διοικητικής και οικονομικής φύσεως οι μητροπόλεις των «Νέων Χωρών» εκχωρήθηκαν «ἐπιτροπικῶς» και υπάγονται στην Ιερά Σύνοδο της Εκκλησίας της Ελλάδας και το ελληνικό κράτος.

Ακριβώς η Εκκλησία της Ελλάδας επέμεινε να συμπεριληφθεί η μνημόνευση της Συνόδου της στις ιερές ακολουθίες στις μητροπόλεις των Νέων Χωρών ως όρος της κοινής συμφωνίας του 1928 μεταξύ των Εκκλησιών Κωνσταντινουπόλεως και Ελλάδας.

VI

Πρέπει επίσης να δώσουμε προσοχή στο επιχείρημα, που διατύπωσε ο κορυφαίος σύμβουλος του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως «επί του ουκρανικού» Δρ. Κ. Βετόσνικοφ στην πολεμική με τον ιερέα Μιχαήλ Ζελτόφ.

Στηριζόμενος στη φράση «καὶ διδόντος οἰκονομικῶς ἐκείνῳ τὴν τοιαύτην ἄδειαν», ο κ. Βετόσνικοφ ισχυρίζεται ότι: «Η λέξη ἄδεια, που χρησιμοποιείται στα σωζόμενα στα ελληνικά έγγραφα, παρ᾽ όλες τις προσπάθειες των εκπροσώπων της Εκκλησίας της Ρωσίας να ερμηνευθεί διαφορετικά, δεν αφήνει καμία αμφιβολία ως προς την κατανόηση αυτής στο δεδομένο σύνολο των πατριαρχικών και συνοδικών πράξεων παρεκτός της «συγκαταθέσεως» ή «συναινέσεως».

Είναι φυσικό ότι αυτή η λέξη… έχει και άλλες σημασίες, αλλά η χρήση της στα ελληνικά εκκλησιαστικά διοικητικά έγγραφα δεν επιτρέπεται να ερμηνευθεί κάπως διαφορετικά».

Εξ ου και το συμπέρασμά του, ότι έναντι της μητροπόλεως Κιέβου αυτή η συναίνεση «δόθηκε για πλήθος εκλογών και χειροτονιών ή μεταθέσεων μητροπολιτών», πράγμα που «δεν αποκλείει τη δυνατότητα ανακλήσεως αυτού του εγγράφου, όπως τούτο συνέβη τακτικά με έγγραφα, που χρησιμοποιούσαν την εν λόγω διατύπωση» [39].

Στο Συνοδικό Γράμμα του Πατριάρχη Διονυσίου η λέξη ἄδεια χρησιμοποιείται τρεις φορές:

1)  υπάρχει αναφορά στο ότι οι Ρώσοι τσάροι ζητούσαν την άδεια για την εγκατάσταση εφεξής του μητροπολίτη Κιέβου στη Μόσχα,

2)   αναφέρεται ότι η εκλογή του μητροπολίτη διενεργείται προτροπῇ καὶ ἀδείᾳ του χατμάνου του Ζαπορόζιε,

3)  ο Πατριάρχης και η Σύνοδος «οἰκονομικῶς» παραχωρούν την «ἄδεια» μεταβάσεως των δικαιοδοτικών δικαιωμάτων επί της μητροπόλεως Κιέβου από τον Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως στον Πατριάρχη Μόσχας.

Στα κανονικά έγγραφα και σχόλια η λέξη ἄδεια όχι σπάνια χρησιμοποιείται με την έννοια «εκχώρηση δικαιωμάτων», δηλαδή αρμοδιοτήτων για την άσκηση κάποιας ενέργειας. Ταυτοχρόνως, η ἄδεια μπορεί να υποδεικνύει την «κατοχή δικαιώματος».

Στην ερμηνεία του ιβ΄ κανόνα της Συνόδου της Αντιοχείας ο Βαλσαμών γράφει: «ὁ δ΄ κανὼν τῆς ἐν Σαρδικῇ συνόδου διορίζεται ἔχειν ἐπ᾽ ἀδείας τὸν καταδικασθέντα δὶς ἐκκαλεῖσθαι» [40]. Στην ερμηνεία του ιη΄ κανόνα της Συνόδου Καρθαγένης: «…ὁ βασιλεὺς οὔτε νόμοις, οὔτε κανόσιν ὑπόκειται, διὸ καὶ ἐπ᾽ ἀδείας ἔχει ἐπισκοπὴν εἰς μητρόπολιν ἄγειν, καὶ ἀποξενοῦν ἐκ τῶν οἰκείων μητροπόλεων, ὡσαύτως καὶ ἐνορίας ἀρχιερέων διαιρεῖν, καὶ ἐκ νέου ἐπισκόπους καὶ μητροπολίτας καθιστᾶν, καὶ διορίζεσθαι ἐπισκόποις ἱερουργεῖν ἀπροκριματίστως εἰς ἀλλοτρίας ἐνορίας παρὰ γνώμην τῶν ἐγχωρίων ἐπισκόπων, καὶ ἄλλα τινὰ ἐνεργεῖν ἀρχιερατικὰ δίκαια» [41].

Στο Συνοδικό Γράμμα του Πατριάρχη Αγίου Νείλου Κεραμέως (1380/82) αναφέρεται «ἵνα καὶ χηρευούσης τῆς Ἐκκλησίας οὐδέν ἔχη τις ἄδειαν ἀφελεῖν ἀπὸ τῶν αὐτῆς δικαίων τὸ οἰονοῦν, ἀλλ᾽ ὦσι πεφυλαγμένα, καὶ λαμβάνῃ καὶ ἔχῃ ταῦτα ὁ γενησόμενος μητροπολίτης» [42]. Βάσει των ως άνω παραδειγμάτων συμπεραίνεται ότι η σλαβονική μετάφραση της λέξεως ἄδεια ως δικαίωμα από το Γράμμα του Πατριάρχη Διονυσίου «καὶ διδόντος οἰκονομικῶς ἐκείνῳ τὴν τοιαύτην ἄδειαν (δηλαδή, δικαίωμα)» επίσης είναι απολύτως σωστή.

Εξ απόψεως της στοιχειώδους λογικής είναι προφανές ότι η εκχώρηση οποιωνδήποτε δικαιωμάτων είναι εφικτή μόνον με την οικειοθελή συγκατάθεση εκείνου, στον οποίο αυτά τα δικαιώματα ανήκουν εξαρχής, δηλαδή του Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως. Αλλά μετά τη μεταβίβαση τα δικαιοδοτικά δικαιώματα ανήκουν πλέον στον Πατριάρχη Μόσχας και αυτός «έχει δικαίωμα» (ἐπ᾽ ἀδείας) να τα ασκήσει στο εξής.

Μιλώντας αντικειμενικά, οι συνοδικές πράξεις του 1686 δεν περιλαμβάνουν κανένα χρονικό περιορισμό της ισχύος τους και καμία προϋπόθεση ακυρώσεώς τους. Την ίδια στιγμή ο κ. Βετόσνικοφ θεωρεί ότι από τις πράξεις λείπει και οποιαδήποτε φράση, η οποία θα υποδείκνυε τη «διαχρονικότητά» τους.

«Παραλλήλως», γράφει, «οι πατριαρχικές πράξεις σε περίπτωση λήψεως κάποιας οριστικής και “διαχρονικής” αποφάσεως, το υποδεικνύουν αυτό σαφώς και πολύ συχνά όχι μόνον μια φορά και υπό διάφορες μορφές. Αλλά και παρά τη “διαχρονικότητά” τους, πολλές πράξεις στη συνέχεια είτε ακυρώθηκαν, είτε ορισμοί τους μεταβλήθηκαν από μεταγενέστερες πράξεις»[43].

Εάν θεωρήσουμε ότι η εν λόγω σκέψη αντικατοπτρίζει την επίσημη νομική πρακτική του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως και όχι την προσωπική γνώμη του κυρίου Βετόσνικοφ, τότε οποιαδήποτε πατριαρχική ή συνοδική πράξη, που εξέδωσε το Οικουμενικό Πατριαρχείο, ανεξαρτήτως περιεχομένου, μπορεί εξ ορισμού ανά πάσα στιγμή να κηρυχθεί ως απολέσασα την ισχύ της.

Σε αυτή την περίπτωση η συζήτηση για το εάν οι πράξεις εκχωρήσεως της μητροπόλεως Κιέβου είναι «μη ακυρώσιμες» ή μόνον «προσωρινοί» στερείται εξ αρχής νοήματος.

Επομένως, επιχειρήματα υπέρ του αδιαρραγούς της κανονικής σχέσεως του Πατριαρχείου Μόσχας και της Ουκρανικής Ορθοδόξου Εκκλησίας πρέπει να αναζητηθούν σε άλλα ιστορικά γεγονότα και έγγραφα και όχι στις Πατριαρχικές Πράξεις του 1686.

VII

Οι πατέρες της Συνόδου Χαλκηδόνας θέσπισαν με τον κη΄ κανόνα ότι η πόλη, που τιμήθηκε με την παρουσία του αυτοκράτορα και της συγκλήτου και απολαμβάνει του ισότιμου πολιτικού καθεστώτος με την «Πρεσβυτέρα Ρώμη» πρέπει και από εκκλησιαστικής απόψεως να έχει ισότιμα προνόμια και να κατέχει τη δεύτερη θέση μετά από εκείνη.

«Συνεπώς, τα προνόμια της Εκκλησίας της Κωνσταντινουπόλεως βασίσθηκαν στην αρχή του παραλληλισμού μεταξύ της κρατικής και εκκλησιαστικής οργανώσεως της χριστιανικής οικουμένης, ενώ η εξουσία του Πατριάρχη εκπήγαζε από τη θέση του ως επισκόπου της πρωτεύουσας της αυτοκρατορίας»[44].

Με το ίδιο σκεπτικό η Μόσχα αξιώθηκε τον θεσμό του πατριαρχικού θρόνου «ὅτι μόνος ἐστιν οὗτος νῦν ἐπὶ τῆς γῆς βασιλεὺς μέγας ὀρθόδοξος, ἵνα ἀνάξιον ἦν μὴ ποιῆσαι τὸ θέλημα αὐτοῦ»[45].

Η εκκλησιαστική εξουσία του Πατριάρχη Μοσχοβίας επεκτεινόταν εντός των ιδίων ορίων, εντός των οποίων και η απολυταρχία του τσάρου της Μοσχοβίας.

Μάλιστα, στο Συνοδικό Γράμμα περί συστάσεως του Πατριαρχείου Μόσχας δεν καθορίζονται συγκεκριμένα τα εδαφικά όρια του Πατριαρχείου Μόσχας, όπως εκείνοι οι ορισμοί, που περιλαμβάνονται στον στ΄ κανόνα της Α΄ Οικουμενικής Συνόδου και τον κη΄ κανόνα της Δ΄ Οικουμενικής Συνόδου για τα Πατριαρχεία της Ανατολής.

Το 1686 συνεπεία της διακρατικής συμφωνίας με την Πολωνία, που ονομάσθηκε Αιώνια Ειρήνη, το Κίεβο και η Ουκρανία της Αριστερής Όχθης (σ.τ.μ. του ποταμού Δνείπερου) ενσωματώθηκαν στο Βασίλειο της Μοσχοβίας, το οποίο εντάχθηκε στη στρατιωτική συμμαχία κατά της Τουρκίας, την Ιερή Συμμαχία.

Εκτός τούτων, στο πλαίσιο της συνθήκης ειρήνης η Ρωσία ανέλαβε την υποχρέωση να προστατεύει τον ορθόδοξο πληθυσμό της Ουκρανίας της Δεξιάς Όχθης.

Υπ’ αυτές τις πολιτικές συνθήκες η υπαγωγή της μητροπόλεως Κιέβου στη δικαιοδοσία της Μόσχας είχε προσδιορισθεί από αντικειμενικούς λόγους.

Ωστόσο το 1686, οι τσάροι της Μοσχοβίας επέδειξαν σεβασμό και τιμή προς την Εκκλησία της Κωνσταντινουπόλεως και ζήτησαν ευλογία ώστε να μεταβιβαστεί η μητρόπολη του Κιέβου και συγχώρεση για την αυθαίρετη εγκατάσταση του μητροπολίτη Γεδεών.

Επομένως, δεν μπορεί να υπάρξει ουδεμία δικαιολογημένη επιχειρηματολογία για να κατηγορηθεί το Πατριαρχείο Μόσχας για σφετερισμό της εκκλησιαστικής εξουσίας επί του Κιέβου σε βάρος των δικαιωμάτων της Κωνσταντινουπόλεως.

Η απόφαση της Πατριαρχικής Συνόδου του 2018 περί ακυρώσεως του «κανονικού Γράμματος» του Πατριάρχη Διονυσίου προβάλλει ως πολύ εκκεντρική και τον επιπρόσθετο λόγο ότι καθυστέρησε για σχεδόν τριακόσια χρόνια.

Οι όροι της συνθήκης του 1686 μεταξύ Κωνσταντινουπόλεως, Κιέβου και Μόσχας απώλεσαν κάθε νόημα ήδη από το μακρινό 1721 όταν ο αυτοκράτορας Μέγας Πέτρος εξέδωσε το διάταγμα περί καταργήσεως του πατριαρχικού θεσμού και συστάσεως της Αγιωτάτης Διοικούσης Συνόδου.

Η ουσία αυτής της αποφάσεως δεν συνίστατο απλώς στην αντικατάσταση του πατριαρχικού θεσμού με μια συλλογική μορφή εκκλησιαστικής διοικήσεως.

Ο θεσμός του Πατριαρχείου προέβλεπε τη διαρχία, τη διαίρεση της πνευματικής και πολιτικής Αρχής στο κράτος («Μέγιστα τῶν ἐν ἀνθρώποις ἐστί δώρα Θεοῦ, παρὰ τῆς ἄνωθεν δεδομένα φιλανθρωπίας, ἱερωσύνη καὶ βασιλεία (sacerdotium et imperium), ἥ μὲν τοῖς θείοις ὑπηρετουμένη, ἡ δὲ τῶν ἀνθρωπίνων ἐξάρχουσά τὲ καὶ ἐπιμελουμένη καὶ ἐκ μιᾶς καὶ τῆς αὐτῆς ἑκατέρα προϊοῦσα καὶ τὸν ἀνθρώπινον κατακοσμοῦσα βίον»[46]).

Όμως τώρα το πλήρωμα της ύπατης εξουσίας στη Ρωσική Εκκλησία περιήλθε απ᾽ ευθείας στα χέρια του αυτοκράτορα, ο οποίος κηρύχθηκε από την Ιερά Σύνοδο «ἔσχατος κριτής» [47], ενώ ή ίδια η Σύνοδος κατέστη μια πολιτειακή Αρχή, «υπουργείο» παραλλήλως με τα άλλα παρά τω τσάρω «υπουργεία».

Επομένως, τόσο στη Ρωσική Αυτοκρατορία, όσο και στην Εκκλησία επικράτησε η μοναρχική απολυταρχία. Είναι φυσικό ότι η απόλυτη εξουσία απέκλειε την ύπαρξη άλλων κέντρων εξουσίας εκτός του τσαρικού δεσποτισμού.

Ο Πατριάρχης Ιερεμίας Γ΄ και οι άλλοι Πατριάρχες της Ανατολής εξέφρασαν τη συγκατάθεσή τους σχετικά με τη σύσταση της Αγιωτάτης Διοικούσης Συνόδου, παρόλο που μια τέτοια μορφή εκκλησιαστικής διοικήσεως ήταν ξένη προς την ορθόδοξη κανονική παράδοση, αλλά ήταν χαρακτηριστική των προτεσταντικών κρατών.

Ο Πατριάρχης Ιερεμίας αναγνώρισε «διορισθεῖσαν Σύνοδον ἐν τῇ Ρωσικῇ ἁγίᾳ μεγάλῃ Βασιλείᾳ εἶναι καὶ λέγεσθαι ἡμετέρα ἐν Χριστῷ αδελφή»[48].

Το τίμημα αυτής της συγκαταθέσεως δεν ήταν μόνον η λήθη των τιτουλαρίων «προνομίων» του Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως στην πρώην μητρόπολή του, αλλά και η απώλεια της κανονικής Αρχής επί των εδαφών, τα οποία στη συνέχεια απελευθερώθηκαν με τη δύναμη των ρωσικών όπλων από τον οθωμανικό ζυγό και ενσωματώθηκαν στη σύνθεση της Ρωσικής Αυτοκρατορίας.

Ήδη στις 21 Μαΐου 1721 η Αγιωτάτη Σύνοδος εξέδωσε την Ανακοίνωση σχετικά με τους λόγους, κατά τους οποίους έπαυσε η μνημόνευση του πατριαρχικού ονόματος στις εκκλησιαστικές ακολουθίες, που περιλάμβανε την απαγόρευση της μνήμης των ονομάτων των Πατριαρχών της Ανατολής από τους αρχιερείς σε όλες τις ρωσικές επαρχίες, εκτός του μητροπολίτη «προέδρου» της Συνόδου[49].

Τη δεκαετία του ’80-90 του 18ου αι. η αυτοκράτειρα Αικατερίνη η Μεγάλη και μετά από αυτή ο αυτοκράτορας Παύλος Α΄ προώθησαν τη μεταρρύθμιση των κυβερνείων με αποτέλεσμα να θεσπισθούν νέα διοικητικά-εδαφικά όρια των κυβερνείων και των γενικών κυβερνείων.

Τα όρια των εκκλησιαστικών επαρχιών προσαρμόσθηκαν στα όρια των κυβερνείων, ενώ οι επαρχιούχοι αρχιερείς υπάγονταν απευθείας στη Σύνοδο[50].

Ακριβώς τότε εκ των πραγμάτων καταργήθηκε η μητρόπολη Κιέβου, που συνένωνε τις ορθόδοξες εκκλησιαστικές επαρχίες εντός των ορίων του πρώην Μεγάλου Πριγκιπάτου της Λιθουανίας και στη συνέχεια της Πολωνο-Λιθουανικής Κοινοπολιτείας.

Εδώ οφείλουμε εκ νέου να υπενθυμίσουμε ότι κατά τη διάρκεια των 16-18ου αι. οι Πατριάρχες Κωνσταντινουπόλεως στην αλληλογραφία με τους Ρώσους τσάρους τους αποκαλούσαν «βασιλείς» και «αυτοκράτορες».

Στο Βυζάντιο οι αυτοκράτορες είχαν δικαίωμα να μεταβάλουν τα όρια και τα καθεστώτα των εκκλησιαστικών επαρχιών και ασκούσαν δυναμικά αυτό το δικαίωμά τους.

Ένα κλασικό παράδειγμα είναι η εξαίρεση της Βόρειας Ιλλυρίας από τη δικαιοδοσία του Πάπα της Ρώμης και η υπαγωγή της στη δικαιοδοσία του Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως με διάταγμα του εικονομάχου αυτοκράτορα Λέοντος Ισαύρου ως αντίποινα στον Πάπα για την αντίσταση στην αίρεση της εικονομαχίας.

Στο Συνοδικό Γράμμα του Πατριάρχη Ιερεμία (1575) που ορίζει το καθεστώς της μονής Σινά, αναφέρεται: «Ὁ γὰρ ἑπτὰ καὶ δέκατος κανὼν τῆς ἁγίας καὶ Οἰκουμενικῆς τετάρτης Συνόδου, πρὸς τοῖς ἄλλοις καὶ ταῦτα φησίν, «ὡς δέον ἐστι καὶ τὴν τῶν Ἐκκλησιαστικῶν παροικιῶν καὶ πραγμάτων τάξιν τοῖς βασιλικοῖς τύποις ἀκολουθεῖν… ἔξαστι γὰρ τῷ βασιλεῖ περὶ ἐνοριῶν Ἐκκλησιαστικῶν διατάττεσθαι, καὶ προνόμια τινῶν ἀφαιρεῖσθαι, καὶ ἐπισκοπὰς αὖθις εἰς μητροπόλεις τιμᾶν, καὶ ἡγουμένους προχειρίζεσθαι, καὶ ἕτερὰ τινα τοιαῦτα ποιεῖν» [51]. Το 1663 ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Διονύσιος Γ΄ μαζί με τους αδελφούς του Πατριάρχες της Ανατολής έγραφε στη Μόσχα: «Οὐδεὶς οὐδεμίαν ἄδειαν ἔχει ἀνθίστασθαι τῷ Βασιλικῷ ἐπιτάγματι, νόμος γὰρ ἐστίν, οὐδ᾽ ὁ ἐκκλησιαστικῶς προϊστάμενος, κᾂν Πατριάρχην εἴποις, κᾂν ἄλλου βαθμοῦ. Διὸ καὶ τῷ ἐπιτάγματι, ἢ τῇ ἐπιστολῇ τοῦ Βασιλέως ἀνθιστάμενός τις παιδευθήσεται, ὡς παρὰ νόμον διαπραττόμενος»[52].

Οι Πατριάρχες ονομάζουν τον τσάρο «ἔκδικον τοῦ Θεοῦ»[53]. Γιατί τότε ο σημερινός Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Βαρθολομαίος απορρίπτει τη νομιμότητα των αυτοκρατορικών διαταγών, εάν οι προκάτοχοί του αναγνώριζαν στους «βασιλείς» δικαίωμα μεταβολής των «ὁρίων» και «προνομίων» των επαρχιών, ενώ τιτλοφορούσαν τον Ρώσο αυτοκράτορα “Εὐσεβέστατον καὶ γαληνότατον Αὐτκράτορα ἁγίου Βασιλέως πάσης Μοσχοβίας, Μικρᾶς καὶ Λευκῆς Ῥωσσίας καὶ πάντων τῶν Βορείων, Ἀνατολικῶν, Δυτικῶν καὶ ἄλλων πολλῶν μερῶν κατεξουσιαστὴν»[54];

Η σύγχρονή μας Ουκρανική Ορθόδοξη Εκκλησία με επικεφαλής τον Μακαριώτατο μητροπολίτη Ονούφριο είναι η κανονική Ορθόδοξη Εκκλησία στο κράτος της Ουκρανίας, που συγκροτήθηκε και απέκτησε τα σύγχρονα σύνορά του τον 20ό αι.

Στα συνοδικά έγγραφα του 1686 λόγος γινόταν για την πρώην μητρόπολη Κιέβου – της Τοπικής Εκκλησίας του Πολωνο-Λιθουανικού κράτους.

Αυτή η εκκλησιαστική-διοικητική δομή έπαυσε να υφίσταται τον 18ο αι. Επομένως, τα έγγραφα του 1686 δεν μπορούν να θεωρούνται «ιδρυτικά» της σύγχρονης Ουκρανικής Ορθοδόξου Εκκλησίας.

Η κανονική διάρθρωση και η ζωή αυτής καθορίζεται από τον Ορισμό της Ιεράς Συνόδου της Ιεραρχίας της Ρωσικής Ορθοδόξου Εκκλησίας του 1990 «Περί της Ουκρανικής Ορθοδόξου Εκκλησίας», το από το 1990 Γράμμα του Αγιωτάτου Πατριάρχη Μόσχας και Πασών των Ρωσιών Αλεξίου Β΄, το ι΄ κεφάλαιο του Καταστατικού Χάρτη της Ρωσικής Ορθοδόξου Εκκλησίας, καθώς και από τον Καταστατικό Χάρτη της Ουκρανικής Ορθοδόξου Εκκλησίας.

Στο από 11ης Οκτωβρίου 2018 ανακοινωθέν της Αγίας και Ιεράς Συνόδου του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως ούτε μια λέξη δεν αναφέρεται για την άρση αυτών των εν ισχύει εγγράφων, που επικυρώθηκαν από τις Ιερές Συνόδους Ιεραρχίας της Ρωσικής Ορθοδόξου Εκκλησίας, των οποίων η κανονική ισχύ αναγνωριζόταν μέχρι το 2018 από όλες τις κατά τόπους Ορθόδοξες Εκκλησίες, συμπεριλαμβανομένου και του ίδιου του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως.

Και η «ακύρωση» των από τριακοσίων και πλέον ετών Συνοδικών Γραμμάτων δεν μπορεί αυτομάτως να στερήσει τη νομική ισχύ από τα καταστατικά έγγραφα της Ουκρανικής Ορθοδόξου Εκκλησίας. Υπό το φως των παραπάνω η ερμηνεία των ιστορικών γεγονότων και πράξεων του 1686 από το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως, καθώς και όλες οι ενέργειες σχετικά με την «ακύρωσή» τους, εκτιμάται ότι όχι μόνον δεν έχουν νομική ισχύ, αλλά και στερούνται κάθε λογικής.

Romfea.gr

12/3/2021

[1] https://www.romfea.gr/epikairotita-xronika/45167-doksologia-gia-tin-afiksi-tou-oikoumenikoy-patriarx...

[2] https://ec-patr.org/%e1%bd%81%ce%bc%ce%b9%ce%bb%ce%af%ce%b1-%cf%84%e1%bf%86%cf%82-%ce%b1-%ce%b8-%cf%...

[3] Grand Protopresbyter Georges Tsetsis. “INVASIONS” AND “CANONICAL TERRITORIES” QUESTIONS AND COMMENTS IN THE AFTERMATH OF THE UKRAINIAN AUTOCEPHALY. (ΕΔΩ)

Βλ. Το ελληνικό πρωτότυπο στην ακόλουθη παραπομπή: http://fanarion.blogspot.com/2019/02/blog-post_19.html

[4] Μητροπολίτου Κύκκου και Τηλλυρίας Νικηφόρου. Το σύγχρονο ουκρανικό ζήτημα και η κατά τους θείους και ιερούς κανόνες επίλυσή του. Λευκωσία 2020, σ. 40.

[5] Βλ. τη μελέτη του С. Ф. Михеев, С. Н. Остапенко. Происхождение современной позиции Константинопольского Патриархата по интерпретации документов 1686 г. о переподчинении Киевской митрополии. Церковь и Время, Июль-Сентябрь 2019 (Σ. Μιχέγεφ, Σ. Οστάπενκο. Η προέλευση τη σύγχρονης θέσεως του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως στο ζήτημα ερμηνείας των εγγράφων του 1686 περί επανυπαγωγής της μητροπόλεως Κιέβου. Εκκλησία και χρόνος. Ιούλιος-Σεπτέμβριος 2019). σσ. 161-236.

[6] Ο Οικουμενικός Θρόνος και η Εκκλησία της Ουκρανίας - Ομιλούν τα κείμενα. Σεπτέμβριος 2018. σ.4// https://drive.google.com/file/d/1nFoXFKuC6E5LW7hGIzqHQE_juBVkv5it/view.

[7] Αυτόθι. σ. 5.

[8] Ὁ Ἀβύδου Κύριλλος. Πρός τό Ἐκκλησιαστικό Πρακτορεῖο Εἰδήσεων Romfea.gr Σχολιασµός συνέντευξης τοῦ Μητροπολίτου Βολοκολάµσκ κ. Ἰλαρίωνα από 26.01.21. https://www.romfea.gr/images/article-images/2021/02/romfea/Epistoli_gia_ROMFEA.pdf

[9] Грамота митрополита Белгородского Авраамия Патриарху Московскому Иоакиму с приложением копий статей с протестом киевского духовенства против перехода Киевской митрополии под власть Патриарха Московского. ст. 4. Воссоединение Киевской митрополии с Русской Православной Церковью. 1676-1686 гг. Исследования и документы. М., 2019 (Γράμμα του μητροπολίτη Μπέλγκοροντ Αβρααμίου στον Πατριάρχη Μόσχας Ιωακείμ με επισύναψη αντιγράφων των άρθρων με ενστάσεις του ιερού κλήρου του Κιέβου κατά της υπαγωγής της μητροπόλεως Κιέβου υπό την εξουσία του Πατριάρχη Μόσχας. Άρθρον 4. Η επανένωση της μητροπόλεως Κιέβου με τη Ρωσική Ορθόδοξη Εκκλησία. 1676-1686. Μελέτες και έγγραφα. Μόσχα. 2019), σ. 479.

[10] Грамота гетмана Ивана Самойловича Царям Ивану V и Петру I Алексеевичам об избрании епископа Луцкого Гедеона (Святополк-Четвертинского) на Киевскую митрополию. Воссоединение Киевской митрополии (Γράμμα του χατμάνου Ιωάννη Σαμουηλοβίτζη προς τους τσάρους Ιωάννη Ε΄ και Πέτρο Α΄ Αλεξιοβίτζηδες για την εκλογή του επισκόπου Λουτζικού Γεδεών Σβιατοπόλκ-Τσετβερτίνσκι ως μητροπολίτη Κιέβου. Η επανένωση της μητροπόλεως Κιέβου…) σ. 467.

[11] Грамота Патриарха Константинопольского Дионисия IV Царям Ивану V и Петру I Алексеевичам c сообщением о передаче Киевской митрополии под власть Патриарха Московского. Воссоединение Киевской митрополии (Γράμμα του Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Διονυσίου Δ΄ προς τους τσάρους Ιωάννη Ε΄ και Πέτρο Α΄ Αλεξιοβίτζηδες με πληροφορίες περί μεταβιβάσεως της μητροπόλεως Κιέβου υπό την εξουσία του Πατριάρχη Μόσχας. Η επανένωση της μητροπόλεως Κιέβου…) σ. 716.

[12] Лурье В. М. Русское православие между Киевом и Москвой. Очерк истории русской православной традиции между XV и XX веками. М. 2010 (Λουριέ Β. Ρωσική Ορθοδοξία μεταξύ Κιέβου και Μόσχας. Δοκίμιο ιστορίας της ρωσικής ορθοδόξου παραδόσεως μεταξύ των 15ου και 20ου αι. Μόσχα 2010) σ. 208.

[13] Αυτόθι. σ. 223.

[14] Ο Οικουμενικός Θρόνος και η Εκκλησία της Ουκρανίας - Ομιλούν τα κείμενα. Σεπτέμβριος 2018. σ. 7

[15] Αυτόθι. σ. 7.

[16] В. Г. Ченцова Синодальное решение 1686 г. о Киевской митрополии (Β. Τσεντσόβα. Συνοδική πράξη του 1686 για τη μητρόπολη Κιέβου) http://www.drevnyaya.ru/vyp/2017_2/part_9.pdf

[17] Γ.Α. Ράλλη καὶ Μ. Ποτλῆ, Σύνταγμα τῶν θείων καὶ ἱερῶν κανόνων τῶν τε ἁγίων καὶ πανευφήμων Ἀποστόλων, καὶ τῶν ἱερῶν καὶ οἰκουμενικῶν καὶ τοπικῶν Συνόδων, καὶ τῶν κατά μέρος ἁγίων Πατέρων. Ἀθήνῃσιν. τ. 2 1852, 594. https://play.google.com/books/reader?id=jtk_AAAAcAAJ&pg=GBS.PP4&hl=ru

[18] Σύνταγμα: τ. 2. 47.

[19] Σύνταγμα τ. 3. 464.

[20] Σύνταγμα: τ. 2. 172.

[21] Σταματάκος Ι. Λεξικόν της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσης. Εκδότης ΔΕΔΕΜΑΔΗ, Δεκέμβριος 2012, σ. 254.

[22] Σύνταγμα: τ. 2. 591

[23] Σύνταγμα: τ. 2. 343.

[24] Ο Οικουμενικός Θρόνος και η Εκκλησία της Ουκρανίας - Ομιλούν τα κείμενα. σ. 7

[25] . Г. Ченцова Синодальное Решение 1686 г. О Киевской митрополии (Β. Τσεντσόβα. Η συνοδική απόφαση του 1686 σχετικά με τη μητρόπολη Κιέβου) σ. 98. http://www.drevnyaya.ru/vyp/2017_2/part_9.pdf

[26] Δελικανής, Καλλίνικος, ἀρχιμ. Τὰ ἐν τοῖς κώδιξι τοῦ Πατριαρχικοῦ Ἀρχειοφυλακείου σωζόμενα ἐπίσημα ἐκκλησιαστικά ἔγγραφα. Ἐν Κωνσταντινουπόλει, 1904. σ. 409. (ΕΔΩ)

[27] Τόμος ζητημάτων τινῶν ἀναγκαίων, ὧν αἱ λύσεις ἐγένοντο παρὰ τῶν ἁγιωτάτων καὶ μακαριωτάτων τεσσάρων Πατριαρχῶν, καὶ ἐξεδόθησαν δοκιμασθεῖσαι κατὰ τοὺς ὅρους καὶ κανόνας τῆς Καθολικῆς καὶ Ἀποστολικῆς ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας, ἐν εἴδει έρωτήσεως καὶ ἀποκρίσεως, κατά τὸ Σωτήριον ἔτος ,αχξγ’. Собрание государственных грамот и договоров, хранящихся в государственной коллегии иностранных дел. Часть 4. М. (Συλλογή των κρατικών γραμμάτων και συμβολαίων, που φυλάσσονται στο κρατικό υπουργείο Εξωτερικών. Μέρος Δ´. Μόσχα) 1826, σ. 112.

[28] Σύνταγμα: τ. 3. 323.

[29] Σύνταγμα: τ. 2. 203.

[30] Σύνταγμα: τ. 2. 346.

[31] Σύνταγμα: τ. 2. 696.

[32] Константин Ветошников. Ответ на аргументы представителей РПЦ о «полной передаче» Москве юрисдикции над Киевской митрополией в 1686 г. Гл. 7 (Κωνσταντίν Βετόσνικοφ. Απάντηση στα επιχειρήματα των εκπροσώπων της Ρωσικής Ορθοδόξου Εκκλησίας περί «πλήρους μεταβιβάσεως» στη Μόσχα της δικαιοδοσίας επί της μητροπόλεως Κιέβου το 1686. Κεφ. 7). https://cerkvarium.org/ru/publikatsii/analitika/dokumenty-1686-g

[33] Σύνταγμα: τ. 2. 172.

[34] Καλλινίκου τοῦ Β´. Τόμος Συνοδικὸς ἐπικυρῶν τὰ δίκαια τοῦ Ἱεροσολύμων ἐπὶ τοῦ Σινᾶ (1688). (ΕΔΩ) σ. 421

[35] Дионисий IV, Патриарх. Грамота Патриарха Константинопольского Дионисия IV Царям Ивану V и Петру I Алексеевичам… Воссоединение Киевской митрополии (Ο Πατριάρχης Διονύσιος Δ΄. Γράμμα του Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Διονυσίου Δ΄ στους βασιλείς Ιωάννη Ε΄ και Πέτρο Α΄ του Αλεξίου… Η επανένωση της μητροπόλεως Κιέβου) σ. 716.

[36] Πρβλ. «Ὁ θεοφιλέστατος ἀρχιεπίσκοπος τοῦ Ὄρους Σινᾶ κύρ. Ἰωαννίκιος… χρεωστεῖ ἀναγνωρίζειν τὸν Πατριάρχην (Ἱεροσολύμων) ὡς ἀρχηγὸν τῆς ἀρχιεροσύνης αὐτοῦ, μνημονεύειν καθηκόντως τοῦ κανονικοῦ ὀνόματος αὐτοῦ, καθὼς καὶ οἱ θεῖοι κελεύουσι κανόνες, καὶ πρὸς αὐτὸν ἔχειν ἀναφορὰν καὶ ἔγκλητον. Διότι ἕκαστος ἐξ οὗ ἔλαβεν χειροτονίαν, ἐκεῖσε ἀπαραιτήτως καὶ ἔλαβεν ἀναφορὰν». Πατριάρχης Δοσιθέος Ἱεροσολύμων. Γράμμα περί ἐπισκόπου τοῦ Ὄρους Σινᾶ. https://drevlit.ru/docs/vizantia/XVI/1580-1600/Mat_arch_Sin_gory/4_18.php

[37] Константин Ветошников. Ответ на аргументы представителей РПЦ о «полной передаче» Москве юрисдикции над Киевской митрополией в 1686 г. Гл. 7 (Κωνσταντίν Βετόσνικοφ. Απάντηση στα επιχειρήματα... Κεφ. Ζ΄). https://cerkvarium.org/ru/publikatsii/analitika/dokumenty-1686-g

[38] “Το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως διατηρεί την κανονική και πνευματική του δικαιοδοσία και δικαιώματα επί αυτών των εδαφών, πράγμα που είναι αποτέλεσμα της ιδιαίτερης εκκλησιαστικής συμφωνίας με την Εκκλησία της Ελλάδας, μιας συμφωνίας αναγνωρισμένης από το ελληνικό κράτος”. Anagnostopoulos Nikodemos. The Development of the Ecclesiology and the Political Theology of the Ecumenical Patriarchate of Constantinople and the Autocephalous Greek Orthodox Church in Response to Muslim Christian Relations in the Contemporary Context of Modern Greece and Turkey until 2014. Heythrop College, University of London. 2015. p. 133 και περαιτέρω. https://core.ac.uk/download/pdf/42637029.pdf

[39] Βετόσνικοφ. Αυτόθι. (ΕΔΩ)

[40] Σύνταγμα: τ. 3. 149.

[41] Σύνταγμα: τ. 3. 349.

[42] V. Lauгent, Les droits de l'empereur en matiere ecclesiastique', Revue des études byzantines, tome 13, 1955. p. 15.

[43] Βετόσνικοφ. Αυτόθι.

[44] Мейендорф Иоанн, прот. Византия и Московская Русь (Μέγεντορφ Ιωάννης πρωτοπρεσβύτερος, Το Βυζάντιο και η Ρως της Μοσχοβίας) Παρίσι. YMCA Press. 1990. σσ. 136-137.

[45] Грамота об утверждении Московского патриархата. 1590 г. (Γράμμα περί συστάσεως του Πατριαρχείου Μόσχας. 1590) https://doc.histrf.ru/10-16/gramota-ob-utverzhdenii-moskovskogo-patriarkhata/

[46] Αὐτοκρατόρων Ἰουστινιανοῦ, Ἰουστίνου, Λέοντος νεαραὶ διατάξεις. Ἰουστινιανοῦ ἔδικτα. Ιουστινιανού, Νεαρά στ΄. σ. 21. Anno M.D.LVIII Excudebat Henricus Stephanus Huldrici Fuggeritypograpus.// https://books.google.be/books?vid=GENT900000119896&printsec=frontcover&hl=ru#v=onepa...

[47] Присяга членов Духовные Коллегии. Полное собрание постановлений и распоряжений по ведомству Православного вероисповедания Российской Империи (Όρκος των μελών του πνευματικού σώματος. Τα άπαντα των ορισμών και διατάξεων της Αρχής του ορθοδόξου δόγματος της Ρωσικής Αυτοκρατορίας). τ. Α΄ Αγία Πετρούπολη 1879, σ. 2.

[48] 43. Ἀπάντησις τοῦ Πατριάρχου Ἱερεμίου πρὸς τὴν Ἁγιωτάτην Σύνοδον. σ. 235.// Ἀρχιμ. Καλλινίκου Δελικάνη, Ἀρχειοφύλακος τοῦ Οἰκουμενικοῦ θρόνου. Πατριαρχικῶν Ἐγγράφων Τόμος Τρίτος. Ἐν Κωνσταντινουπόλει ἐκ τοῦ Πατριαρχικοῦ Τυπογραφείου. 1905.

[49] Полное собрание постановлений и распоряжений по ведомству Православного вероисповедания Российской Империи (Η πλήρη συλλογή των ορισμών και διατάξεων της Αρχής του ορθοδόξου δόγματος της Ρωσικής Αυτοκρατορίας) σσ. 143-147.

[50] Βλ. Именной указ императрицы Екатерины II от 21 марта 1785 г. «О подчинении церквей и монастырей, находящихся в Киевском наместничестве, митрополиту Киевскому, в Черниговской губернии — епископу Черниговскому; о переводе епископа Переяславского в Новгород-Северский и именовании его Новгород-Северским и Глуховским. Полное собрание законов Российской Империи. СПб., 1830 (Η από 21ης Μαρτίου 1785 ονομαστική διαταγή της αυτοκράτειρας Αικατερίνης Β´ «Περί υποταγής των εκκλησιών και μονών, των ευρισκομένων στην επιτροπεία του Κιέβου, στον μητροπολίτη Κιέβου, στο κυβερνείο Τσερνίγκοφ στον επίσκοπο Τσερνίγκοφ. Περί μεταθέσεως του επισκόπου Περεγιασλάβ στο Νόβγκοροντ-Σέβερσκι και η τιτλοφόρηση αυτού Νόβγκοροντ-Σέβερσκι και Γκλούχοφ». Η πλήρης συλλογή των νόμων της Ρωσικής Αυτοκρατορίας. Αγία Πετρούπολη. 1830), τ. 22. σσ. 329-330, именной указ императора Павла I “О причислении Новгородско-Северской епархии к Черниговской” от 1 сентября 1797 г. Полное собрание законов…(η από 1ης Σεπτεμβρίου 1797 ονομαστική διαταγή του αυτοκράτορα Παύλου Α΄ «Περί ενσωματώσεως της επαρχίας Νόβγκοροντ-Σέβερσκι στην επαρχία Τσερνίγκοφ», Η πλήρης συλλογή…) τ. 24, σ. 722.

Βλ. επίσης: Титов Ф. И. прот. Киевская митрополия-епархия в XVII—XVIII вв. (Τιτόφ Φ. πρωτ. Η μητρόπολη-επαρχία Κιέβου στους 17ο – 18ο αι.) Κίεβο. 1905. σσ. 50-69. http://books.e-heritage.ru/book/10078510

[51] Ἱερεμίου τοῦ Β΄, Γράμμα Συνοδικὸν περὶ τῶν προνομίων τοῦ Σινᾶ (1575). https://anemi.lib.uoc.gr/php/pdf_pager.php?rec=/metadata/9/7/c/metadata-240-0000073.tkl&do=1... σ. 334. Πρβλ. με την παραπομπή 40.

[52] Ἀποκρίσεις τεσσάρων Οἰκουμενικῶν Πατριαρχῶν… σ. 91.

[53] Αυτόθι. σ. 87.

[54] 43. Ἀπάντησις τοῦ Πατριάρχου Ἱερεμίου πρὸς τὴν Ἁγιωτάτην Σύνοδον. Αυτόθι.

Βλέπε επίσης
Οικουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαίος: «Ο 21ος αιώνας είναι ο αιώνας αποκατάστασης της ενότητας της Ρωμαιοκαθολικής με την Ορθόδοξη Εκκλησία» Οικουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαίος: «Ο 21ος αιώνας είναι ο αιώνας αποκατάστασης της ενότητας της Ρωμαιοκαθολικής με την Ορθόδοξη Εκκλησία» Οικουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαίος: «Ο 21ος αιώνας είναι ο αιώνας αποκατάστασης της ενότητας της Ρωμαιοκαθολικής με την Ορθόδοξη Εκκλησία» Οικουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαίος: «Ο 21ος αιώνας είναι ο αιώνας αποκατάστασης της ενότητας της Ρωμαιοκαθολικής με την Ορθόδοξη Εκκλησία»
Ο Πατριάρχης Βαρθολομαίος θεωρεί ότι οι ορθόδοξοι και οι καθολικοί «πρέπει να ανοίξουν τις καρδιές τους στη γλώσσα του διαλόγου».
Αρχιμανδρίτης Πατριαρχείου Κωνσταντινούπολης: «η πολιτική του Οικουμενικού Πατριαρχείου συντελεί ώστε οι επικεφαλής των Εκκλησιών να γίνονται “μικροί πάπες”» Αρχιμανδρίτης Πατριαρχείου Κωνσταντινούπολης: «η πολιτική του Οικουμενικού Πατριαρχείου συντελεί ώστε οι επικεφαλής των Εκκλησιών να γίνονται “μικροί πάπες”» Αρχιμανδρίτης Πατριαρχείου Κωνσταντινούπολης: «η πολιτική του Οικουμενικού Πατριαρχείου συντελεί ώστε οι επικεφαλής των Εκκλησιών να γίνονται “μικροί πάπες”» Αρχιμανδρίτης Πατριαρχείου Κωνσταντινούπολης: «η πολιτική του Οικουμενικού Πατριαρχείου συντελεί ώστε οι επικεφαλής των Εκκλησιών να γίνονται “μικροί πάπες”»
Ορισμένες Τοπικές Εκκλησίες να αρχίσουν να αγνοούν τη συνοδική πρακτική διοίκησης της Εκκλησίας.
«Η Ουκρανία επανέρχεται στην εποχή διωγμών κατά της Εκκλησίας». «Η Ουκρανία επανέρχεται στην εποχή διωγμών κατά της Εκκλησίας». «Η Ουκρανία επανέρχεται στην εποχή διωγμών κατά της Εκκλησίας». «Η Ουκρανία επανέρχεται στην εποχή διωγμών κατά της Εκκλησίας».
Εξευτέλιζαν τους κληρικούς μας και μας αποκαλούσαν εκκλησία εισβολέα.
Σχόλια
Μπορείτε να αφήσετε το σχόλιό σας παρακάτω (μέχρι 700 σύμβολα). Όλα τα σχόλια θα διαβαστούν από τους συντάκτες του Ορθοδοξία. Συνδεθείτε μέσω (κοινωνικών δικτύων) ή πληκτρολογήστε τα στοιχεία σας.
Enter through FaceBook
Το όνομα σας:
Το e-mail σας:
Πληκτρολογήστε τον αριθμό στην εικόνα:

Characters remaining: 4000

×