Πρόσωπα της Ιεράς Μονής των Σπηλαίων του Πσκωφ
Κατά τη διάρκεια των πιο σοβαρών σοβιετικών διωγμών του 20ού αιώνα, παρέμεινε το μοναδικό ανδρικό μοναστήρι της ΕΣΣΔ, που δεν έκλεισαν οι Μπολσεβίκοι.
Ιστορικά και κανονικά ερείσματα ενότητας της Ρωσικής Εκκλησίας
Тου Καθηγητή της Θεολογικής Ακαδημίας Μόσχας,Ιερέα Μηχαήλ Ζελτόφ.
Λιτανεία προς τιμήν του Αγίου Ειρηνάρχου του Εγκλείστου 2019
Οι προσκυνητές καλύπτουν περίπου 70 χιλομέτρα τις πρώτες τέσσερις μέρες και διανυκτερεύουν δίπλα σε ανακαινιζόμενες εκκλησίες
Μητροπολίτης Ονούφριος μιλά για την πορεία της κανονικής Ορθοδοξίας στην Ουκρανία
Το Τμήμα Πληροφοριών και Μορφώσεως της Ορθοδόξου Εκκλησίας της Ουκρανίας δημοσίευσε τη συνέντευξη του Μακαριωτάτου Μητροπολίτου Κιέβου και πάσης Ουκρανίας κ.κ. Ονουφρίου στο περιοδικό «Pastyr i pastva» («Ο Ποιμένας και το ποίμνιο»).

Κάποιοι έρχονται στο μοναστήρι για να μείνουν και άλλοι έρχονται για να σωθούν

Συζήτηση με τη γερόντισσα Γεωργία (Σούκινα), καθηγουμένη της Ρωσικής γυναικείας Ιεράς Μονής Γκόρνενσκι, στους Αγίους Τόπους Μέρος Α.

Η Ηγουμένη Γεωργία στον κήπο της Μονής Η Ηγουμένη Γεωργία στον κήπο της Μονής – Μητερούλα Γεωργία*, την ημέρα που μιλάμε Ηγουμένη της Μονής Γκόρνενσκι (Ελλ: Ορεινή - ΣτΜ) είναι η Ίδια η Υπεραγία Θεοτόκος, και εσείς θεωρείστε τοποτηρήτρια και κάθεστε σε απλή καρέκλα, δίπλα στη θαυματουργή εικόνα της Παναγίας του «Ευαγγελισμού της Θεοτόκου». Με ποιο γεγονός και με ποια παράδοση σχετίζεται αυτό;

– Στη Μονή μας κάθε χρόνο γιορτάζουμε τη μεγάλη και χαρούμενη γιορτή του Ασπασμού, δηλαδή, της Συνάντησης της Μητέρας του Θεού με την Αγία Ελισάβετ. Αυτή φέρνει σε όλες τις αδελφές μας απέραντη χαρά, επειδή μαζί με αυτή τη γιορτή έρχεται σε μας η Ίδια η Μητέρα του Θεού. Η Μονή μας βρίσκεται στον τόπο όπου ζούσαν οι Δίκαιοι Ζαχαρίας και Ελισάβετ, οι γονείς του Αγίου Ιωάννη του Βαπτιστή. Σε αυτόν τον τόπο, όπου η Υπεραγία Θεοτόκος επισκέφτηκε τη συγγενή Της, τη Δικαία Ελισάβετ, και όπου, το 1871, ο Αρχιμανδρίτης Αντωνίνος (Καπούστιν) ίδρυσε τη Μονή μας. Εδώ, «εἰς πόλιν Ἰούδα», ή τὴν ὀρεινὴν, ήρθε από τη Ναζαρέθ η Ίδια η Πάναγνη, μετά τον αρχαγγελικό ευαγγελισμό για να μοιραστεί με την δική Της κοντινή συγγενή το μυστικό, που της είχε αναγγελθεί, για την επικείμενη γέννηση του Θείου Βρέφους. Η Μητέρα του Θεού έζησε εδώ, σε μας, στην Ορεινή, τρείς μήνες.

Την ημέρα της γιορτής όλοι εμείς υποδεχόμαστε την Υπεραγία Θεοτόκο με ανθοδέσμες, δίπλα στο αγίασμα, όπου πήγαινε μαζί με την Αγία Ελισάβετ για νερό. Με φυτά και λουλούδια στρώνουμε το δρόμο από το αγίασμα προς τον Ιερό Ναό της Παναγίας του Καζάν.

Ο εορτασμός, συνήθως, τελείται εδώ την έκτη μέρα μετά τον Ευαγγελισμό. Φέτος**, ο Ευαγγελισμός συνέπεσε με την εβδομάδα της Διακαινησίμου, γι΄αυτό μεταφέραμε τη γιορτή του Ασπασμού για το Σάββατο, 10 Απριλίου. Από τον Ιερό Ναό της Αγίας Τριάδας της Ρωσικής Ιεραποστολής των Ιεροσολύμων μάς έφεραν τη θαυματουργή εικόνα του «Ευαγγελισμού της Υπεραγίας Θεοτόκου». Με λιτανεία και καμπανουκρουσίες πορευτήκαμε όλοι προς τη Μονή μας. Αυτή η λιτανεία συμβολίζει το ταξίδι της Μητέρας του Θεού από τη Ναζαρέθ στην Ορεινή πόλη. Την παραμονή, οι αδελφές είχαν στολίσει με λουλούδια τις εικόνες και είχαν φτιάξει χαλιά από λουλόυδια γύρω από το Ναό της Παναγίας του Καζάν.  

Έβγαλαν από το Ναό τον ηγουμενικό θρόνο και για μένα ετοίμασαν μια απλή καρέκλα. Η Μητέρα του Θεού βρίσκεται στο Ναό μας για τρείς μήνες πλαισιωμένη με μια πολύ ωραία ροζ ένδυση, μέχρι το πάτωμα. Την εβδομάδα της Διακαινησίμου στολίσαμε την εικόνα με ροζ ένδυση και όχι με γαλάζια, όπως συνηθίζεται. Οι αδελφές την φιλοτέχνησαν να ομοιάζει με μοναχικό μανδύα. Η εικόνα θα βρίσκεται σε μας για τρείς μήνες, μέχρι την εορτή της Γέννησης του Αγίου Ιωάννη του Προδρόμου.

Η Μητέρα του Θεού είναι η Ηγουμένη της Μονής μας, όλο αυτό το διάστημα. Πρώτα παίρνουν ευλογία από Αυτήν και μετά έρχονται σε μένα, την αμαρτωλή. Όλοι εμείς νιώθουμε ότι η Ίδια η Πάναγνη στέκεται εδώ μαζί μας. Εγώ βρίσκομαι δίπλα και συνέχεια παρακαλώ:

– Μητέρα του Θεού, βοήθησε! Και τις αδελφές στο διακόνημα και αυτές που δεν έχουν καλή υγεία. Σε κάποιες βάλε μυαλό…

Έχουμε να παρηγορήσουμε και πολλούς προσκυνητές. Και η Μητέρα του Θεού μας βοηθάει όλους πολύ.

– Μητερούλα, ακόμα και όταν ήσασταν παιδί, στο μεταπολεμικό Λένινγκραντ, αγαπούσατε να διαβάζετε και να ψέλνετε τους Χαιρετισμούς της Υπεραγίας Θεοτόκου. Πρόσφατα, διηγηθήκατε σε προσκυνητές από την Αγία Πετρούπολη για το πώς βιώσατε στην εφηβεία σας τον αποκλεισμό αυτής της πόλης, στα χρόνια του Μεγάλου Πατριωτικού Πολέμου. Τι ιστορία είναι αυτή που η μαμά σας νόμισε ότι είστε πεθαμένη και οι γιατροί σάς έστειλαν, με κρυοπαγήματα και χωρίς αισθήσεις, στο νεκτοτομείο της πόλης Ορέχοβο-Ζούεβο;

– Στη μνήμη μου έχω συγκρατήσει όλα αυτά που είχαμε βιώσει στο αποκλεισμένο Λένινγκραντ. Στα χρόνια του πολέμου, όλοι οι άνθρωποι εκεί πεινούσαν και κρύωναν. Εγώ ήμουν μόλις 11 χρονών, όταν, το 1942, φυγάδευσαν την οικογένειά μου. Ο μπαμπάς μου θεωρούνταν αγνοούμενος. Μετά τη γέννησή μου, η μαμά, για πολύ καιρό και χωρίς επιτυχία, τον έψαχνε, ώσπου το 1936 παντρεύτηκε για δεύτερη φορά. Ο πατριός μου δούλευε στο μουσείο Ερμιτάζ και στη διάρκεια του αποκλεισμού αρρώστησε και πέθανε. Και η μαμά μου ήταν πολύ αδύναμη και όλοι θεωρούσαν ότι δεν είχε ελπίδες να επιζήσει. Μια φορά, ήρθε στο σπίτι μας μια κοντινή φίλη μας. Χωρίς να το καταλάβουμε μας πήρε όλα τα κουπόνια τροφίμων που ήταν στο κομοδίνο. Και τα τέσσερα κουπόνια είχαν εξαφανιστεί. Είχε μείνει μόνο ένα «παιδικό» κουπόνι, με το οποίο παίρναμε 125 γραμμάρια ψωμί την ημέρα.

Εγώ ήμουν η μεγαλύτερη κόρη στην οικογένεια. Η μικρότερη αδελφούλα Λυδία ζει τώρα στην Αγία Πετρούπολη. Η Νίνα, όμως, έχει πεθάνει. Με τη βοήθεια του Θεού, καταφέραμε να περάσουμε τη λίμνη Λάντογκα (το λεγόμενο «δρόμο της ζωής») και ύστερα μάς έβαλαν, καταβεβλημένους όπως ήμασταν, σε παλαιά βαγόνια και ξεκινήσαμε το ταξίδι μας με την ελπίδα να σωθούμε. Σε κάθε σιδηροδρομικό σταθμό, γιατροί ή νοσηλευτές έψαχναν στα βαγόνια για πολύ αδύναμους ή ανθρώπους χωρίς ελπίδα ζωής, προκειμένου να τους μεταφέρουν με φορεία σε ιατρικά κέντρα, όπου τους προσέφεραν κάποια βοήθεια. Περισυνέλεγαν και τις σορούς κατοίκων του αποκλεισμένου Λένινγκραντ που είχαν πεθάνει κατά τη διαδρομή. Ανάμεσά τους βρέθηκα και εγώ με την αδελφούλα μου Νίνα, στην πόλη Ορέχοβο-Ζούεβο, κοντά στη Μόσχα. Όπως μας είχε διηγηθεί αργότερα η μαμά, εμείς τα κορίτσια ήμασταν ξαπλωμένα χωρίς να κουνιόμαστε. Τα σώματά μας είχαν πολλά κρυοπαγήματα. Εγώ δεν είχα τις αισθήσεις μου και, βεβαίως, δε θυμόμουν τίποτα. Εμάς, τις δύο αδελφούλες, οι γιατροί μας έβαλαν στο ίδιο φορείο. Η μαμά μας μάς είχε παραδώσει στους γιατρούς ως πεθαμένες, και δεν μπορούσε να μας κουβαλάει άλλο. Έτσι βρέθηκα στο νεκροτομείο. Αλλά το πώς με έβγαλαν από κει, αυτό δεν το θυμάμαι καθόλου. Πώς συνήλθα και πώς οι γιατροί κατάλαβαν ότι ζω, δεν μπορώ να το ξέρω. Ίσως, έκανα κάποια κίνηση…

Η αδελφούλα μου η Νίνα δεν επέζησε και την κήδεψαν σε ομαδικό τάφο στην πόλη Ορέχοβο-Ζούεβο. Εγώ συνήλθα στο νοσοκομείο, όπου παρέμεινα περίπου τρείς μήνες. Είχα κρυοπαγήματα στα χέρια και στα πόδια, αλλά ο Κύριος προνόησε ώστε τα χέρια μου να συνέλθουν, αλλά στο δεξί μου πόδι οι χειρούργοι αφαίρεσαν τα δάκτυλα. Στην αρχή, μετακινούμουν με καροτσάκι, αλλά μετά άρχισα να περπατάω σιγά-σιγά. Όλες οι σκέψεις μου στο νοσοκομείο ήταν με τη μαμά μου, αν ζει και πού είναι; Ήθελα πολύ να είμαι μαζί της.

– Καταφέρατε να μάθετε κάτι τι έγινε στη συνέχεια με τη μάνα σας; Αν ναι, πότε έγινε αυτό;

– Στο νοσοκομείο δεν είχα ιδέα πού βρισκόταν η μαμά το 1942 – 1943. Μετά τη συνάντηση μαζί της, έμαθα ότι αυτή και η αδελφή μου Λυδία είχαν φυγαδευτεί για την περιφέρεια Κρασνοντάρ, στην περιοχή Κουμπάν, όπου τους πήγαν σε νοσοκομείο, επειδή ήταν πολύ εξαντλημένες.

Το θέλημα και η πρόνοια του Θεού υπάρχει παντού. Πάντοτε το ένιωθα στη ζωή μου. Θυμάμαι, μια φορά στο τμήμα μας έρχεται ο αρχίατρος και ανακοινώνει ότι αύριο θα πάρουν εξιτήριο σαράντα άτομα από τους αποκλεισμένους του Λένινγκραντ. Αμέσως έβαλα τα κλάματα. Ήμουν όλο αγωνία: πού θα με στείλουν; Εγώ θέλω στη μαμά, αλλά πού είναι, κανείς δεν ξέρει. Και ξαφνικά, το ίδιο βράδυ έρχεται γράμμα της μαμάς στο όνομα του αρχίατρου όπου ρωτάει αν ζει το κορίτσι με το όνομα Βαλεντίνα Σούκινα. Το βαπτιστικό μου ήταν Βαλεντίνα, Βάλια. Σε περίπτωση θετικής απάντησης η μαμά ζητούσε να στείλουν την κόρη της στη διεύθυνση που ήταν γραμμένη στο φάκελο. Αλλά με τη διεύθυνση έγινε κάποιο μπέρδεμα. Με πήγαν πρώτα στην πόλη Τιχορέτσκ, και μετά στην πόλη Κρασνοντάρ. Στο Τιχορέτσκ αναγκάστηκα να διανυκτερεύσω στο κρατητήριο ανηλίκων. Στο Κρασνοντάρ δεν ήξεραν τι να με κάνουν. Σκέφτονταν ακόμα και σε ορφανοτροφείο να με στείλουν.

Εμένα, ένα παιδί από το αποκλεισμένο Λένινγκραντ, στη διαδρομή με λυπούνταν πολύ. Κάποιοι έκλαιγαν κιόλας, όταν έβλεπαν ότι κουτσαίνω. Το πόδι μου ήταν ακόμα με γάζες και πονούσε. Άγνωστοι άνθρωποι μου έδιναν ψωμί. Έξω είχαμε καλοκαιρινό ήλιο, αλλά στο κεφάλι μου φορούσα χειμερινό σκούφο και στο αριστερό μου πόδι τσόχινη μπότα. Ο Κύριος μου έστειλε μια κυρία, η οποία συμφώνησε να με βοηθήσει, εμένα το αδύνατο και λεπτούλικο κοριτσάκι, και να βρει το χωριό, όπου έμενε η μαμά. Μπορώ να μιλάω για ώρες για το πώς την έψαχνα για δύο βδομάδες και πώς, επιτέλους, την βρήκα. Ήταν μια πολύ συγκινητική και χαρούμενη συνάντηση.

Ωστόσο, τη χαρά γρήγορα την διαδέχτηκε η λύπη και ο θρήνος. Στα μέρη όπου ζούσαμε με τη μαμά, στο Κουμπάν δηλαδή, εισέβαλαν τα φασιστικά στρατεύματα και εμείς, μές΄ στη στγμή, βρεθήκαμε υπό κατοχή και κρυβόμασταν στο υπόγειο με τη μαμά. Όταν υποχώρησαν οι εχθροί, άρχισε η επιδημία του τύφου. Αυτή η τρομερή αρρώστια θέρισε και τη μαμά μας. Τότε ήταν μόλις 35 χρονών. Οπότε, την κηδέψαμε στο Κουμπάν. Και εγώ με την αδελφούλα μου τη Λυδία ορφανέψαμε. Καταφέραμε να βρούμε μια θεία μας, η οποία είχε φυγαδευτεί από την πόλη Βαλντάι για να πάει στην περιφέρεια Κίροβ. Για ένα διάστημα, ζούσαμε με τη θεία μας στην πατρίδα της μαμάς μας, στην πόλη Βαλντάι. Στην πραγαμτικότητα, δεν είχαμε πού να μείνουμε. Η θεία μας αναγκάστηκε να μας πάει σε ορφανοτροφείο. Εδώ, μας βοήθησαν να βρούμε κι άλλους συγγενείς, όπως τις τρείς θείες μας, που ζούσαν στο Λένινγκραντ. Τότε ήμουν 14 ετών. Και έτσι επιστρέψαμε με την αδελφούλα μου, τη Λυδία, στο Λένινγκραντ, στην αδελφή της μαμάς μας, τη Ματριόνα Στεπάνοβνα, τη θεία «Μότια», όπως την λεγαμε τότε με την αδελφή μου. Αυτή μας φιλοξένησε και ζούσαμε στο σπίτι της.

– Μετά τα γεγονότα αυτά πέρασε περίπου ένας χρόνος και εσείς ήδη είχατε αποφασίσατε να αφιερώσατε τη ζωή σας στο μοναχισμό. Ποιος τότε υπηρέασε αυτή την επιλογή;

– Το μοναχισμό ως δρόμο σωτηρίας τον είχα επιλέξει ήδη στα χρόνια της εφηβείας. Ο Κύριος με οδήγησε σε αυτήν την επιλογή, όταν ήμουν 15. Όλοι οι συγγενείς μας, ιδιαίτερα δε οι επτά θείες μου, ήταν πολύ πιστοί άνθρωποι. Εκτός από τις αδελφές, η μαμά μου είχε και 2 αδερφούς. Βεβαίως, όλοι εμείς ζούσαμε σε δύσκολους καιρούς, καθώς οι αρχές καταδίωκαν τους πιστούς. Όλοι στη δική μας μεγάλη οικογένεια ήταν πιστοί. Κάποιες από τις θείες μου είχαν και αυτές την επιθυμία να γίνουν μοναχές, αλλά τους εμπόδισε σε αυτό τη μια η επανάσταση, την άλλη ο πόλεμος ή άλλα απρόοπτα γεγονότα. Η θεία μου Ματριόνα είχε στο σπίτι της τη Βίβλο, το Ευαγγέλιο, το Ψαλτήρι και άλλα βιβλία. Κυριακές, μετά τη Θεία Λειτουργία, έρχονταν στο σπίτι της οι φίλες της. Στα μεταπολεμικά χρόνια, οι άνθρωποι ζούσαν πολύ σεμνά. Η θεία μου τους κερνούσε τσάι με ψωμί και κολοκυθάκια. Οι μεγάλοι μαζεύονταν και μου ζητούσαν:

– Βάλια, διάβασε, διάβασέ μας. Σήμερα είναι η τάδε γιορτή…

Η θεία μου, εκτός από τη Βίβλο, είχε και μερικά βιβλία της συλλογής «Βίοι Αγίων» του Αγίου Δημητρίου του Ροστόβ. Έτσι, άρχισα σιγά-σιγά να διαβάζω φωναχτά τους βίους αγίων και άλλα πνευματικά βιβλία. Η θεία μου ήταν πολύ προσεκτική, γι΄αυτό προσπαθούσε να τα κάνει όλα έτσι ώστε κανείς από τους γείτονες και τους άλλους να μην βλέπει και να μην γνωρίζει ότι έχει εκκλησιαστικά βιβλία. Εκείνα τα δύσκολα χρόνια απαγορεύονταν όχι μόνο να έχεις στο σπίτι σου κάτι ιερό, αλλά και να πηγαίνεις στην εκκλησία. Όλα αυτά απαγορεύονταν.

Η Βαλεντίνα Σούκινα, το 1948, 16 ετών. Η Βαλεντίνα Σούκινα, το 1948, 16 ετών. Εγώ πήγαινα στις εκκλησίες της πόλης και τώρα θυμάμαι με ευγνωμοσύνη όλους τους ιερείς που εκείνα τα χρόνια μας καθοδηγούσαν. Μου άρεσε να επισκέπτομαι τον Ιερό Ναό του Αγίου Νικολάου, της Παναγίας του Καζάν, της Παναγίας του Βλαδιμήρ, ιδιαίτερα την εικόνα της Παναγίας του Βλαδιμήρ. Προσπαθούσα να πηγαίνω σε όποια εκκλησία διάβαζαν τους Χαιρετισμούς. Όλοι οι ιερείς με ήξεραν, αν και ήμουν πολύ νέα. Είχα κάπως μουσικό αυτί και φωνή, γι΄αυτό και με καλούσαν σε διάφορους ναούς να ψέλνω τους Χαιρετισμούς. Και έψελνα.   

Το 1948, στην πόλη μας άνοιξε Ιερατική Σχολή. Εκεί βρισκόταν η τιμώμενη εικόνα της «Παναγίας της Ενθρόνου». Κάθε Τετάρτη, εκεί πάντα διάβαζαν τους Χαιρετισμούς, γι΄αυτό αγαπούσα να πηγαίνω και εκεί. Στην Ιερατική Σχολή έκανε πολύ ωραία κηρύγματα ο πατήρ Αλέξανδρος Όσιποβ. Βέβαια, ένιωθα πολύ καλά σε όλους τους άλλους ναούς. Και ο πατέρας του νυν Αγιώτατου Πατριάρχη μας, του Πατριάρχη Κυρίλλου, ο πατήρ Μιχαήλ Γκουντιάεβ, ήταν πολύ καλός στα κηρύγματα. Έκανε τέτοια κηρύγματα που δεν ήθελες να τελειώσει. Θυμάμαι, επίσης, και τον πατέρα Αλέξανδρο Μεντβέντεβσκι, τον πατέρα Βασίλειο Ερμακόβ και κάποιους άλλους. Τα κηρύγματά τους δρούσαν πολύ ευεργετικά και όχι μόνο στη δική μου ψυχή.

Θυμάμαι πως πήγα στο Ναό της Ιερατικής Σχολής, στη γιορτή των Χριστουγέννων. Μετά τη Θεία Λειτουργία, ο πατήρ Αλέξανδρος Όσιποβ έκανε ένα αξέχαστο κήρυγμα:

«Αδελφοί και αδελφές, τι μεγάλη και χαρούμενη γιορτή έχουμε σήμερα! Ο Ίδιος ο Κύριος ενσαρκώθηκε και ήρθε στη γη. Γεννήθηκε στη Βηθλεέμ μέσα στη φτωχή φάτνη. Και ποιος Τον ζέστανε με την αναπνοή τους; Τα ζώα, τα προβατάκια. Για τη Μητέρα του Θεού δεν είχε βρεθεί ούτε μια θέση σε ξενοδοχείο. Οι μάγοι έφεραν στο Θείο Βρέφος τα δώρα τους. Και εμείς τι θα φέρουμε στον Κύριό μας;..»

Εγώ στεκόμουν στο ναό και σκεφτόμουν: «Κύριε, τι να Σου φέρω εγώ; Είμαι τόσο αμαρτωλή. Δεν έχω τίποτα καλό. Θεούλη μου, θα Σου φέρω τον εαυτό μου. Αυτό θα είναι το δώρο μου. Κύριε, πάρε με για θυσία».

Πολλές φίλες μου βρήκαν το ταίρι τους ανάμεσα στα παιδιά που σπούδαζαν στην Ιερατική Σχολή και παντρεύητκαν. Και εγώ στεκόμουν δίπλα στις εικόνες και προσευχόμουν:

– Θεούλη μου, δε χρειάζομαι τίποτα. Θέλω να πάω σε μοναστήρι.

Την επιλογή μου την έκανα μετά από τα συγκινητικά κηρύγματα των ιερέων μας, τους οποίους άκουγα στις εκκλησίες. Βεβαίως, πρέπει να έχει κανείς κλήση για τη μοναχική ζωή και να ξέρει το σκοπό, για ποιο λόγο πηγαίνει ο άνθρωπος στο μοναστήρι. Πηγαίνει για τη σωτηρία της ψυχής του και για τη μέλλουσα ζωή. Εδώ, στη γη, όλα θα περάσουν, και οι χαρές και οι θλίψεις και ο καημός. Εκεί, όμως, στον ουρανό, θα ζούμε αιώνια. Ό, τι δώσεις, αυτό και θα λάβεις εκεί. Γι’ αυτό, η ψυχή μου τότε άναψε:

– Κύριε, Σε αγάπησα πολύ! Θέλω να έρθω σε σένα, πάρε με στο μοναστήρι!

Στα μεταπολεμικά χρόνια, όμως, σχεδόν δεν υπήρχαν μοναστήρια στη χώρα μας. Αργότερα άκουσα για τη Μονή Πιούχτιτσκιϊ, που είναι στην Εσθονία. Αυτό έγινε μετά την επίσκεψη που πραγματοποίησε στην πόλη μας η ηγουμένη Ραφαήλα από τη Μονή Πιούχτιτσκιϊ. Στο Ναό της Παναγίας του Καζάν και της Παναγίας του Βλαδιμήρ με ήξεραν πολλές αδελφές. Ήξεραν και την ενδόμυχη επιθυμία μου. Μια φορά, οι βηματάρισσες αδελφές με πολλή χαρά μου ανακοίνωσαν:

– Βάλια, ήρθε η ηγουμένη Ραφαήλα από τη Μονή Πιούχτιτσκιϊ. Να της κάνεις υπόκλιση, να της μιλήσεις με ταπείνωση και να ζητήσεις να σε πάρει στο μοναστήρι της.   

Λίγο αργότερα, έμαθα ότι οι βηματάρισσες αδελφές είχαν ήδη συναντηθεί με την ηγουμένη και της είχαν μιλήσει για μένα. Η μητερούλα Ραφαήλα μου έκανε λίγες ερωτήσεις. Με ρώτησε για τη ζωή μου και της τα είπα όλα. Βεβαίως, άρχισε να μου λέει πράγματα όπως ότι η Μονή Πιούχτιτσκιϊ είναι ιερός τόπος, ότι αυτή έγινε με την ευλογία του Αγίου Ιωάννη της Κρονστάνδης, και ότι εκεί τα διακονήματα είναι πολύ βαριά, οι αδελφές είναι λίγες, και γι΄αυτό, θα αναγκαστώ να κάνω οποιαδήποτε, ακόμα και πολύ βαριά δουλειά: να θερίζω, να οργώνω, να κόβω και να πριονίζω ξύλα, να σταυλίζω τα ζώα…

Αυτό δε με τρόμαζε και της απαντάω:

– Μητερούλα, θα τα κάνω όλα με τη βοήθεια του Θεού. Πάρτε με στο μοναστήρι.

Η συνομιλία μας τελείωσε με τη συμβουλή της μητερούλας Ραφαήλας να ζητήσω απόλυση από τη δουλειά μου και να έρθω στο μοναστήρι. Πετούσα από τη χαρά! Πήγα σπίτι και αμέσως τα είπα όλα στη θεία Μότια, η οποία δεν ενέκρινε την αναχώρησή μου για το μοναστήρι:

– Είσαι τελείως αδύναμη και σχεδόν παιδί. Ποιος θα με κοιτάει στα γεράματα, ποιος θα βοηθάει τη Λυδία να σταθεί στα πόδια της; Όταν μεγαλώσεις λίγο και δυναμώσεις, τότε θα μιλήσουμε. Ξέρεις, στο μοναστήρι πρέπει να δουλεύεις και να κάνεις οποιεσδήποτε εργασίες, ακόμα και αυτές που δε σου αρέσουν.

– Πριν μπείτε στο μοναστήρι, είχατε εργασιακή εμπειρία ή σπουδάζατε κάπου;

– Σε εκείνα τα δύσκολα χρόνια, δεν πρόλαβα να τελειώσω το σχολείο. Οπότε, δεν είχα και ανώτατη εκπαίδευση. Αλλά είχα ήδη ασχοληθεί με κάτι που αγαπούσα πολύ. Πριν το μοναστήρι, για λίγο, είχα εργαστεί στο Κεντρικό Ιστορικό Αρχείο, όπου με προσέλαβαν ως συντηρήτρια. Αυτό το επάγγελμα μου άρεσε, επειδή μου πήγαινε και τα κατάφερνα. Πριν από αυτό, για ένα διάστημα, δούλευα βοηθός σε μια λέσχη εστίασης. Βέβαια, δεν δούλεψα πολύ εκεί. Δεν με είχαν καν προσλάβει επίσημα, επειδή δεν είχα ενηλικιωθεί. Έκανα διάφορες δουλειές στην κουζίνα. Με έβαζαν και στο σερβίρισμα. Τότε, το μαγειρεμένο φαγητό δεν έφτανε για όλους. Παρόλα αυτά, όχι μόνο μου επέτρεπαν να τρώω, αλλά και να παίρνω κάτι από τα φαγητά για το σπίτι. Ομολογώ ότι η υπεύθυνη με ανάγκαζε να αφαιρώ από τη μερίδα μέχρι και 30 γραμμάρια λιγότερα. Και αυτό ήταν πολύ βαρύ για μένα. Συνειδητοποιούσα ότι αυτό δεν ήταν σωστό και γρήγορα έφυγα από κει.   

– Άρα, η πιστή σας θεία Ματριόνα, η οποία σας ζητούσε να της διαβάζετε πνευματικά βιβλία, δεν ήθελε καν να ακούσει ότι θα πάτε στο μοναστήρι;

– Ναι, στην αρχή διαμαρτύρονταν, αλλά τελικά με ευλόγησε για το δρόμο του μοναχισμού. Θυμάμαι, μετά τους Χαιρετισμούς της Παναγίας της «Γοργοϋπηκόου», παρακαλούσα με κλάμα να τακτοποιηθούν τα πάντα στη ζωή μου από κει και ύστερα. Ζητούσα στην προσευχή από τη Μητέρα του Θεού να εκπληρώσει την επιθυμία μου και να μαλακώσει την καρδιά της θείας Ματριόνας. Είχα διηγηθεί, κλαίγοντας, την ιστορία μου στον εφημέριο του Ναού στον ποταμό Όχτα, τον πατέρα Νικόλαο Φομιτσιόβ, ο οποίος με ευλόγησε και αυτός να πάω στο μοναστήρι. Γνωρίζοντας την επιθυμία μου, οι πατερούληδες Μπορίς, Μιχαήλ και Φιλόθεος με συμβούλεψαν να πάω στην πόλη Βίριτσα, στον γέροντα Σεραφείμ, για να μάθω από εκείνον το θέλημα του Θεού.

– Τι αναμνήσεις έχετε συγκρατήσει από τη συνάντησή σας με τον Όσιο Σεραφείμ της Βίριτσα;

– Ο Κύριος με αξίωσε να τον επισκεφτώ δύο φορές, το 1948 και στις αρχές του 1949, λίγο πριν την κοίμησή του. Την πρώτη μου επίσκεψη, δίπλα στο σπιτάκι του, θυμάμαι, είχαν συγκεντρωθεί πάνω από είκοσι άτομα που ήθελαν να δουν τον παππούλη. Όλοι περίμεναν και κάθονταν ήρεμα καταγής. Ορισμένοι διάβαζαν, άλλοι έγραφαν. Ο παππούλης τότε ήταν πολύ αδύναμος και δε δεχόταν κανέναν. Γι΄αυτό, όλοι του έγραφαν σημειώματα και η βοηθός του, η μητερούλα Σεραφείμα, μετέφερε αυτά τα σημειώματα με τις διάφορες παρακλήσεις στο κελλί του.

Προσευχόμουν και υπομονετικά περίμενα τη σειρά μου. Σκεφτόμουν τι να γράψω στον παππούλη. Ξαφνικά με πλησίασε η μητερούλα Σεραφείμα και με ρώτησε το λόγο της επίσκεψής μου στον παππούλη. Φοβήθηκα να της μιλήσω για το μοναστήρι και της είπα μόνο ότι έχω μια σοβαρή ερώτηση. Η μητερούλα μου θύμισε αυτό που έλεγε σε όλους, ότι ο παππούλης δε δέχεται κανέναν και έφυγε. Αλλά μίλησε στον παππούλη για μένα και αυτός αμέσως αποφάσισε να με δεχτεί.

Η μητερούλα βοηθός του με οδηγεί προς αυτόν και αυτοί που περίμεναν άρχισαν να γογγύζουν που αυτούς δεν τους δέχονται. Ορισμένοι έλεγαν ότι είχαν έρθει πριν από μένα, κάποιοι είχαν έρθει από το βράδυ, και άλλοι ότι προσπαθούν για δέυτερη φορά να συναντηθούν μαζί του. Μια γυναίκα, μάλιστα, διευκρίνισε στη βοηθό ότι είχε διανυκτερεύσει εκεί.

Όταν έκανα το σταυρό μου και ντροπαλά μπήκα στο κελλί, είδα τον παππούλη που ήταν ξαπλωμένος στο κρεβάτι. Ήταν τόσο λευκός και φωτεινός! Γονάτισα μπροστά του, άρχισα να κλαίω, δεν μπορούσα να πω τίποτα. Του ζήτησα να προσεύχεται. Ο παππούλης με χάϊδεψε στο κεφάλι, με ηρέμησε και μετά μου ζήτησε να του μιλήσω για μένα. Το έκανα. Δεν είπα ούτε λέξη για το μοναστήρι. Και όταν σιώπησα, ο παππούλης Σεραφείμ με ρώτησε:   

– Τι άλλο έχεις να μου πεις, παιδάκι μου;

Τότε, του είπα κλαίγοντας ότι έχω πολύ μεγάλη επιθυμία να μπω σε μοναστήρι. Μου φάνηκε τότε ότι ο παππούλης αμέσως ζωντάνεψε και στήριξε την απόφασή μου:

– Ο δρόμος σου, παιδάκι μου, είναι προς τα δω. Να το, το μοναστήρι σου! – και έδειξε με το χέρι του στη φωτογραφία που είχε στον τοίχο. – Η Μητέρα του Θεού σε έχει επιλέξει. Να πας με τον Θεό!

Πρόβλεψε ακόμα και τον τόπο της διακονίας μου, τη Μονή Πιούχτιτσκιϊ. Ο Ναός της Μονής υπήρχε στην ασπρόμαυρη φωτογραφία. Κοίταξα τη φωτογραφία και αμέσως έτρεξαν δάκρυα χαράς. Πρόλαβα να του πω ότι η θεία μου δε θέλει να ακούσει καν για το μοναστήρι. Ο παππούλης με συμβούλεψε να τον επισκεφτεί η θεία Μότια για να της μιλήσει.

Η θεία μου αντέδρασε σε αυτή την πρόταση αρνητικά. Υποσχέθηκε κατηγορηματικά ότι δε θα με άφηνε να πάω πουθενά. Απείλησε ακόμα και με αστυνομία.

– Όχι Όχι Όχι! – αντιδρούσε αυτή. – Εγώ σε έβγαλα από το ορφανοτροφείο και εσύ… Πρώτα θα με κηδέψεις και μετά θα πας στο μοναστήρι. Αλλιώς, δε θα σε αφήσω να πας πουθενά.

Και από τη δουλειά δεν ήθελαν να φύγω. Εκείνα τα χρόνια, έπρεπε να αναφέρεις το λόγο απόλυσης. Έπρεπε να αναφέρεις ακόμα και πού θα πας, σε ποια νεά δουλειά μετακινείσαι ή πού αρχίζεις να σπουδάζεις.

Τη δεύτερη φορά επισκέφτηκα τον παππούλη Σεραφείμ για λίγο. Του ζήτησα την ευλογία για να πάει σε μοναστήρι και η ξαδέλφη μου η Νίνα. Η μαμά της, Ευδοκία, το 1948 είχε βρει τραγικό θάνατο στο Λένινγκραντ, την ώρα της επιστροφής από το Ναό της Μεταμόρφωσης, μετά την βραδινή ακολουθία. Το τραμ, με το οποίο μετακινούνταν, ξαφνικά πήρε φωτιά και όλοι οι επιβάτες πηδούσαν έξω, σε κατάσταση πανικού. Η μαμά της Νίνας έπεσε και χτύπησε στην άσφαλτο και οι γιατροί δεν μπόρεσαν να την σώσουν.

Ο παππούλης μας ευλόγησε και τις δυο να πάμε στο μοναστήρι. Και εγώ ξανά του θύμισα την κατάστασή μου και ότι η θεία Μότια δε θέλει να με αφήσει, με τίποτα.

Ο παππούλης Σεραφείμ ξανά μου είπε, καθώς έκλαιγα, να τον επισκεφτεί η θεία μου οπωσδήποτε.

Επιστρέφω στο σπίτι, στη θεία Μότια, κλαίω και αυτή, όταν με είδε, τα κατάλαβε όλα. Συγκινήθηκε και η ίδια. Αυτή τη φορά, αποφάσισε να πάει στο γέροντα.

Και να που έγινε το έλεος του Θεού: η θεία μου επέστρεψε από τον πατέρα Σεραφείμ τελείως διαφορετική. Είχε μαλακώσει. Βεβαίως, έκλαιγε, αλλά αποδέχτηκε την απόφασή μου και με ευλόγησε και αυτή για το μοναστήρι:

– Τι να πω, δεν αντιστέκομαι στο θέλημα του Θεού. Αφού ο παππούλης Σεραφείμ σε ευλόγησε, να ετοιμαστείς, Βάλια…

Με την Ηγουμένη Γεωργία (Σούκινα)
συνομίλησε ο Ανατόλιος Χολοντιούκ
Μετάφραση για την πύλη gr.pravoslavie.ru: Αναστασία Νταβίντοβα

Pravoslavie.ru

12/10/2021

*Στη ρωσική παράδοση συνηθίζεται η προσφώνηση «μητερούλα» προς μοναχές και πρεσβυτέρες – ΣτΜ.

**Το κείμενο είχε δημοσιευτεί για πρώτη φορά το 2010. Εκείνη τη χρονιά, το Πάσχα ήταν στις 4 Απριλίου – ΣτΜ.  

Σχόλια
Μπορείτε να αφήσετε το σχόλιό σας παρακάτω (μέχρι 700 σύμβολα). Όλα τα σχόλια θα διαβαστούν από τους συντάκτες του Ορθοδοξία. Συνδεθείτε μέσω (κοινωνικών δικτύων) ή πληκτρολογήστε τα στοιχεία σας.
Enter through FaceBook
Το όνομα σας:
Το e-mail σας:
Πληκτρολογήστε τον αριθμό στην εικόνα:

Characters remaining: 4000

×