Στις 10 Ιανουαρίου εκοιμήθη ο μοναχός Λουκάς της Ιεράς Μονής Φιλοθέου. Ο γέροντας Λουκάς υπήρξε προϊστάμενος και επίτροπος της Μονής, καθώς και Αντιπρόσωπος και Επιστάτης της Ιεράς Κοινότητος. Ήταν μέλος διάφορων Επιτροπών της Ιεράς Κοινότητος που επιλαμβάνονταν θεμάτων του Αγίου Όρους. Είχε συμμετάσχει ως κεντρικός ομιλητής σε πολλές εκδηλώσεις, κάνοντας γνωστή την αγιορείτικη παράδοση. Από τις μαγνητοφωνημένες ομιλίες του έχουμε επιλέξει τρία αποσπάσματα με διαφορετικό θεματικό περιεχόμενο. Η απομαγνητοφώνηση και η επιμέλεια που κάναμε έχει σεβαστεί σε μεγάλο βαθμό το αυθεντικό πατερικό ύφος του προφορικού λόγου του γέροντα Λουκά. Τα δημοσιεύουμε ως ελάχιστο φόρο τιμής, αγάπης και σεβασμού στη μνήμη του.
Για το κάπνισμα
«Πας ο ποιών την αμαρτίαν δούλος έστι της αμαρτίας» (Ιω. 8:34). Δούλος. Και «ω τις ήττηται, τούτω και δεδούλωται» (Β΄ Πέτρου 2:19). Σε αυτό που είναι κανείς νικημένος, είναι και υποδουλωμένος. Το αναγνωρίζουμε αυτό, στη μεγαλειότητά του, τι είναι; Αν το αναγνωρίζουμε, αλλά με την προέκταση ότι «ο δούλος ου μένει εν τη οικία εις τον αιώνα ο Υιός μένει εις τον αιώνα» (Ιω. 8:35). Όλοι είμεθα δούλοι των παθών, των αμαρτιών, των αδυναμιών μας και ήρθε ο Χριστός να μας ελευθερώσει. Και μας δίδει τη δυνατότητα στον καθένα να απαρνηθούμε τον εαυτό μας. Αυτό θέλει να πει η εντολή του Κυρίου: θέλεις να Με ακολουθήσεις; Θα απαρνηθείς αυτό που σε χωρίζει από μένα. Γιατί τα πάθη έχουν σχέση με τις αδυναμίες μας. Αλλά οι αδυναμίες αυτές λειτουργούν σαν δύναμη επάνω μας. Αδυναμίες τα λέμε. Σαν δύναμη, όμως, λειτουργούν. Είναι ή δεν είναι έτσι; Τι θα πει αδυναμίες; Αδυνατίσαμε εμείς και πήρε ο πονηρός δύναμη από τη δική μας την αδυναμία. Αυτό που χάσαμε εμείς, το έχει ο πονηρός. Και το ασκεί εις βάρος μας. Και αν μείνει αυτή η σχέση μας μέχρι τέλους, θα είμαστε δεμένοι με τον πονηρό και θα μας τραβήξει τελικά αυτός μέσω των αδυναμιών μας. Οπότε, ως δούλοι θα πάμε σε εκείνον που είμεθα δούλοι. Δεν μπορεί να μας τραβήξει ο Χριστός. Ο Χριστός ήρθε να ελευθερώσει τους δούλους, να τους κάνει υιούς και κληρονόμους. Όποιος δέχεται τον Χριστόν, κόβοντας τα πάθη, από δούλος γίνεται υιός. Παίρνει το Σώμα και το Αίμα του Χριστού. Γίνεται καλλιέλεος από αγριέλεος που ήταν. Τα πάθη καλλιεργούν την αγριότητα, την αγριάδα. Ο άνθρωπος που δε θέλει να έρθει στο φως δεν είναι άγριος;
Αλλά οι αδυναμίες αυτές λειτουργούν σαν δύναμη επάνω μας. Αδυναμίες τα λέμε. Σαν δύναμη, όμως, λειτουργούν
Όταν λοιπόν θελήσει ο άνθρωπος να τα σκεφτεί σωστά, να κάνει χρήση της λογικής - ως κάποιο σημείο την χρησιμοποιούμε - εκεί, όμως, που είναι οι αδυναμίες, δε χωράει η λογική. Εκεί διαστρέφεται, όταν πλησιάζει τις αδυναμίες μας, διότι έχει δύναμη ο άλλος. Όταν εκείνος μπορεί και μας κυβερνάει με το ένστικτο, το ένστικτο επηρεάζει τη λογική. Και ο άνθρωπος παρότι φαίνεται λογικός, δεν είναι λογικός. Ενεργεί παραλόγως. Τι κάνει ο Χριστός; Έρχεται και μας φέρνει εντολές. Οι εντολές είναι ικανές, αν τις τηρήσουμε, να μας απελευθερώσουν από τα πάθη με τα οποία είμαστε δεμένοι. Οι εντολές κόβουν τα πάθη. Μη ετούτο, μη εκείνο, μη εκείνο, κόβεται. Οπότε, όταν με τις εντολές κόβουμε τα πάθη, τότε μπορεί και λειτουργεί σωστά η λογική. Όταν κοπούν τα πάθη, λειτουργεί η λογική. Όταν, όμως, λειτουργούν τα πάθη, νοσεί η λογική. Έτσι δεν είναι; Αυτό είναι το οποίο πάσχουμε όλοι μας. Και η μετάνοια ακριβώς αυτό κάνει. Μας βοηθά, τηρώντας τις εντολές, να αποκαθίσταται η λογική. Και όταν αποκαθίσταται η λογική, την παίρνει ο Θεός προς το υπερ-Λόγον. Όταν, όμως, δεν αποκαθίσταται και λειτουργεί η λογική υπό το πρίσμα των παθών και των αδυναμιών, λειτουργεί παρά-Λόγον. Δήθεν ο άνθρωπος τα φτιάχνει, κάπως τα φτιάχνει, αλλά ουσιαστικά μένει στον παραλογισμό. Αφού άλλα θέλει και άλλα κάνει. Έτσι δεν είναι;
Μια φορά πήγε ένας χριστιανός, αλλά ο άνθρωπος ήταν χριστιανός, γιατί νομίζουμε αλλά δεν είμαστε. O καθένας ας βάλει τον εαυτό του κάπου. Ας έχουμε αυτό ως αρχή: αν μάθουμε να κατηγορούμε τον εαυτό μας, θα τον βάλουμε κάποτε στη θέση που πρέπει. Αν εκτονωνόμαστε, κατηγορώντας τους άλλους, δε θα μπούμε ποτέ στη θέση που πρέπει. Λοιπόν, είχαν καλέσει, από μια συντροφιά, κάποιο γνωστό σε δείπνο. Μετά το δείπνο, μαζεύτηκαν γύρω-γύρω από ένα πράσινο χαρτί, πράσινη τσόχα. Πήραν όλοι τις θέσεις τους, και περιμένουν και αυτόν να σηκωθεί και να πάει εκεί. Του κάνουν νόημα… πάει… Αυτός έδειχνε σαν ξένος σε όλη αυτήν την ιστορία, σαν μη μετέχων, σαν να μην είχε προσανατολισμό, τι να κάνει. Έκανε και λίγο τον κουτό. Του λένε: «Ορίστε, πάρε και εσύ τη θέση σου». Αυτοί έτοιμοι… κι έτσι δείχνοντας σπουδή. Πάθος! Αυτός σε κάποια στιγμή ένιωσε ότι το είχε παρακάνει, ας πούμε, με την καθυστέρησή του, για να συντονιστεί εκεί στο χώρο. Του λένε: «τι θα κάνουμε, έλα να παίξουμε», δηλαδή να γίνει κι αυτός μέτοχος, να πάρει τη θέση του. «Καλά» - τους λέει - «δε θα κάνουμε προσευχή;» Δηλαδή, σαν να ήθελε να δικαιολογήσει το ότι φαινόταν σαν απόξενος. «Περίμενα να κάνουμε προσευχή για να αρχίσουμε». Οι άλλοι, ακούγοντας για προσευχή, τα΄ χασαν: «Μα τι; Να κάνουμε προσευχή για να αρχίσουμε το κουμάρι;». Τους έφερε σε μια απερίγραπτη αμηχανία!
Τώρα, παράλληλα, είμαι υποχρεωμένος να σας πω μια ιστορία. Στη δεκαετία του 1970, το 1975 προς 1980 ήταν, εδώ που είναι αυτό το μεγάλο δέντρο, στα σπίτια που έχουμε. Αν θυμούμαι, ήταν Ιούλιος μήνας. Τότε κάτι κάναμε σαν έργο και θυμάμαι ότι ήμουν εκεί. Ήρθε ένας από την Αυστραλία. Καθόμασταν στον ίσκιο εκεί και δεν ξέρω πώς πήρε αφορμή και μου διηγήθηκε πώς έκοψε το τσιγάρο. «Είχαν πάει εκεί (στην Αυστραλία) τα αδέλφια μου, και με κάλεσαν κι εμένα. Πώς γίνεται αυτό, με πρόσκληση. Πάει ένας, μετά καλεί άλλον, άλλον… Αλλά, όταν πήγα εκεί, αρρώστησα. Από άλλα αρρώστησα, αλλά η κατάστασή μου επιδεινώθηκε ιδιαίτερα από το τσιγάρο. Έφτασε στο σημείο η αρρώστια μου, η κατάστασή μου, να συναγωνίζεται με το τσιγάρο, έτσι που φανερά αφαίνετο ότι λίγο καιρό έχω ακόμα. Και άρχισαν να ανησυχούν όλοι οι δικοί μου.
Μια φορά, είχαμε γιορτή. Μαζεύτηκαν πολλοί εκεί και το επίκεντρο όλων ήμουν εγώ. Και για το πώς με κοίταζαν και για το τι έλεγαν μεταξύ τους. Πώς είναι; Πώς έτσι; Έχουμε καιρό να τον δούμε, πώς έφτασε σε τέτοια κατάσταση; Εγώ δεν άντεξα, έφυγα και πήγα στο δωματιάκι που είχαμε τα εικονίσματα. Και πέφτω μπρούμυτα κάτω εκεί, και όπως λέει: «ἐκχεῶ ἐνώπιον αὐτοῦ τὴν δέησίν μου, τὴν θλῖψίν μου ἐνώπιον αὐτοῦ ἀπαγγελῶ» (Ψαλ.141:3), εκεί έχυσα την καρδιά μου. Βγήκε η καρδιά μου εκεί πέρα, ό πόνος, ο στεναγμός. Στην Παναγία απευθύνθηκα. Αν δε με βοηθήσεις, βλέπεις ότι χάνομαι. Να, τώρα διάβασα στα πρόσωπα εκείνων, πώς με βλέπουν. Καταλαβαίνω ότι φεύγω από τη ζωή. Εγώ δεν μπορώ να το κόψω. Ξέρεις τη δυσκολία που έχω. Εσύ, όμως, σαν Μητέρα δεν μπορείς να με βοηθήσεις; Ένα παιδί Σε παρακαλεί. Δεν μπορείς να βοηθήσεις;» Και εκεί που τα έλεγε αυτά και έκλαιγε, τον πιάνει κάτι σαν ύπνος. Και στον ύπνο αυτό είδε ένα, δεν είναι όνειρο, είναι μια οραματική, θα λέγαμε, κατάσταση, είδε την εξής σκηνή: Κάθε βράδυ που κάπνιζε το τελευταίο τσιγάρο, γερμένος στο κρεβάτι, την τελευταία ευχαρίστηση, επειδή εφοβείτο μην τον πάρει ο ύπνος, - πόσοι κάηκαν, - «δεν το άφηνα», λέει, «ούτε μέχρι τη μέση να πάει και το έσβηνα γρήγορα, όσο είχα ακόμα τις αισθήσεις, για να μην πάθω κι εγώ τα ίδια». Σε αυτή τη σκηνή βλέπει πως είναι στο κρεβάτι, και καπνίζοντας, κάνει αυτήν την κίνηση να στραμπουλίξει το τσιγάρο, να το σβήσει. Και βλέπει ότι στο όραμα, εκεί που στραμπουλίζει το τσιγάρο και ανεβαίνει ο καπνός επάνω, σηκώνει τα μάτια, και βλέπει ότι στον καπνό αυτόν, σα σε θρόνο, κάθονταν ο πονηρός. Το τσιγάρο δηλαδή του έφτιαχνε θρόνο για να κάθεται. Έτσι, σε θέση περιωπής. «Και όταν εγώ έκανα αυτό το στραμπούλισμα, ήταν σαν να στραμπούλιξα τον ίδιο. Καθώς τον κοίταξα, με κοιτάει κι αυτός, σαν να συνεννοηθήκαμε με τα μάτια. Σαν να μου έλεγε: «Τι σε έφταιξα, γιατί με στραμπούλιξες;» «Αλλά ήταν τόσο ζωντανό», λέει, «που αμέσως εγώ κατάλαβα ότι με τον καπνό τού είχα φτιάξει θρόνο εκεί πέρα. Αυτό είναι που θα τον καταργήσει: όχι να στραμπουλίξω ένα, αλλά γενικώς να το κόψω. Κατάλαβα ότι ήταν της Παναγίας. Δεν είδα την Παναγία, αλλά είχα τόσο ζωντανή την αίσθηση ότι αυτό που ζήτησα από την Παναγία μού το έδωσε.
Ξύπνησα, συνήλθα με τέτοια χαρά και αγαλλίαση. Κάνω μερικές μετάνοιες στην Παναγία, πλένομαι». Να φανταστείτε, μέσα σε ένα τέταρτο, τι αλλοίωση είχε υποστεί ο άνθρωπος. Εν τω μεταξύ, η γυναίκα του ανησύχησε. Ενώ γίνονταν αυτά, και όχι νωρίτερα. Αφού τα ρυθμίζει όλα ο Θεός. Ανησύχησε και πάει να δει τι γίνεται. Και όταν πήγε, τον βρήκε που είχε πλυθεί, και ήταν καταχαρούμενος. Άλλος άνθρωπος! Και το πρόσωπο αλλαγμένο. Ψάχνει, βγάζει το πακέτο που είχε, τον αναπτήρα, της τα δίνει. Πάρ΄ τα της λέει. Μου λέει, «όταν πληρωνόμουν, το πρώτο που έκανα ήταν να πάρω την κούτα για την εβδομάδα». Δεν έπαιρνε για την ημέρα. «Από ένα ράφι επάνω κατεβάζω την κούτα και της λέω πάρ΄τα, δικά σου είναι, πλέον. Ό, τι θέλεις κάνε! Εγώ, με τη βοήθεια της Παναγίας δεν ξανακαπνίζω. Αυτή τα παίρνει και από το πακέτο και από την κούτα, ανοίγοντας την, - εκεί κατάλαβα πόσο είχε δεινοπαθήσει – τα παίρνει και με τα παπούτσια που φορούσε, τα άδειασε κάτω και τα στραμπούλιζε, χωρίς να ξέρει αυτή τι είχε γίνει, βγάζοντας το άχτι, θα έχανε τον σύζυγο σε λίγο καιρό, τα στραμπούλιζε. Και χάσκει αυτή η υπόθεση τώρα.
Το κάθε πάθος δημιουργεί μέθη, συσκότιση. Δε λειτουργεί η λογική
Όμως, από δω αρχίζει τώρα η δυσκολία. Το πρωί θα πάει στην φάμπρικα. «Δεν παίρνω χρήματα μαζί μου», μου λέει, «διότι φοβούμαι, μη τυχόν (και ξαναρχίσω), σαν μεθυσμένος από το πάθος». Γιατί δημιουργεί μέθη το κάθε πάθος. Το κάθε πάθος δημιουργεί μέθη, συσκότιση. Δε λειτουργεί η λογική. «Κάναμε κάποια διαλείμματα εκεί στην εργασία. Στο πρώτο διάλειμμα, είμαι σαν μεθυσμένος τώρα εγώ, λειτουργεί το ένστικτο από μέσα, που το αποζητάει, και εγώ ζαλισμένος δεν ξέρω τι κάνω. Κοιτάζω, χρήματα δεν έχω. Λέω σε έναν δος΄ μου δύο δραχμές. Μου δίνει. «Είχαμε», λέει, «μια συσκευή που έριχνες χρήματα για τι μάρκα ήθελες, πατούσες το κουμπί και έβγαινε. Ρίχνω, λοιπόν, τη μάρκα που κάπνιζα, βγαίνει και το ανοίγω τώρα, μηχανικά γίνονται αυτά. Σαν σε μέθη πράγματι. Το ανοίγω και αρχίζω να το χτυπάω στο χέρι, στο νύχι. Και όταν πήγα να το φέρω στο στόμα, καθώς το αντίκρισα, τότε ήταν σαν να ξύπνησα, και λέω: «Παναγία μου, συγχώρεσέ με». Πάω, το ρίχνω στον κάλαθο των αχρήστων. Στο άλλο διάλειμμα το ίδιο». Τα έλεγε κι εγώ σκεφτόμουν: μα είναι έτσι ή δεν είναι; Τα έλεγε, όμως, με τέτοια πειστικότητα που νομίζω ότι είναι και αλήθεια. «Στο άλλο διάλειμμα, το έφερα σχεδόν να το ακουμπήσω στα χείλη μου. Πάλι, ξύπνησα. Η Παναγία με έφερε σε λογαριασμό. Το πετάω, πέρασε. Πάμε τώρα να πάρουμε το κολατσιό. Στη μέση της εργασίας. Ήμασταν 16 και εγώ 17. Όταν τελειώσαμε το κολατσιό - παίρναμε τα τάπερ από το σπίτι - αμέσως, άρχισαν να βγάζουν όλοι τα τσιγάρα τους. Κάπνιζαν όλοι ανεξαιρέτως! Ο διπλανός μου βλέπει ότι εγώ δεν κάνω τέτοια κίνηση. Μου λέει, δεν έχεις; Ε, όχι, δε, ευχαριστώ, του λέω. Όχι, να σου δώσω. Και ανοίγει το πακέτο. Παίρνοντας είδηση ότι τάχα δεν είχα, δέκα έξι χέρια κινήθηκαν να μου προσφέρουν. Ε, αυτό ήταν η χαριστική βολή για το πάθος! Όταν είδα ότι συντόνισε και επιστράτευσε δεκαέξι ανθρώπους… Πώς τους συντόνισε την ίδια στιγμή; Για να περάσει το πάθος. Ε, τότε τους λέω, όχι, δεν νιώθω καλά. Αν δεν είχε γίνει αυτό, ίσως, να ταλαντευόμουν. Αλλά αυτό σαν να με πυροβόλησε. Αυτός θέλησε να με παρακινήσει, αλλά εμένα η Παναγία μού τα ερμήνευσε αυτά ότι ορίστε, σε πυροβολούν. Πού είναι η αγάπη; Μπορεί να συντονιστεί; Αν πάθει κανείς κάτι, θα κινηθούν δεκαέξι άνθρωποι, τόσο εναρμονισμένοι; Κάπως έτσι, λοιπόν, είναι τα πράγματα…