Πρωτοπρεσβυτέρου Γεωργίου Μεταλληνοῦ (2009),
Φῶς ἐκ Φωτός
Κηρυγματικές σκέψεις στά εὐαγγελικά ἀναγνώσματα,
Θεσσαλονίκη: Ὀρθόδοξος Κυψέλη.
ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΗΣ ΑΠΟΚΡΕΩ,
Ματθαίου κέ’, 31-46.
ΑΓΑΠΗ ΝΑΙ· ΑΛΛΑ Ποιά ΑΓΑΠΗ;
«ἐφ’ ὅσον ἐποιήσατε ἑνὶ τούτων τῶν ἀδελφῶν μου τῶν ἐλαχίστων, ἐμοὶ ἐποιήσατε» (Ματθ. κέ’ 40).
1. Ἡ σημερινή εὐαγγελική περικοπή ἔρχεται νά μᾶς ὑπενθυμίσει μιά μεγάλη ἀλήθεια. Τήν περασμένη Κυριακή μίλησε τό ἱερό Εὐαγγέλιο γιά τήν ἀγαθότητα τοῦ Θεοῦ – Πατέρα, πού περιμένει τό πλάσμα του νά ἐπιστρέψει. Αὐτό ὅμως δέν πρέπει νά μᾶς κάμει νά ξεχάσουμε καί τήν δικαιοσύνη Του. Ὁ Θεός δέν εἶναι μονάχα στοργικός Πατέρας. Εἶναι καί δίκαιος Κριτής. «Οὔτε ὁ ἔλεος αὐτοῦ… ἄκριτος, οὔτε ἡ κρίσης ἀνελεήμων» λέγει ὁ Μ. Βασίλειος. Θά κρίνει τόν Κόσμο, μᾶς λέγει τό Εὐαγγέλιο, καί μάλιστα ὄχι αὐθαίρετα, ἀλλά σύμφωνα μέ τά ἔργα μας. Μᾶς φέρνει, λοιπόν, ἡ σημερινή περικοπή ἐνώπιον τοῦ γεγονότος τῆς κρίσεως… Καί λέμε «γεγονότος», γιατί ἡ παγκόσμια κρίση ἀποτελεῖ γιά τήν πίστη μας ἐσχατολογική βεβαιότητα καί πραγματικότητα, πού ὁμολογεῖται σ’ αὐτό τό Σύμβολο μᾶς ὡς ἐκκλησιαστική πίστη: «Καί πάλιν ἐρχόμενον κρῖναι ζῶντας καί νεκρούς…»
Καλούμεθα, λοιπόν, σήμερα νά συνειδητοποιήσουμε τρία πράγματα. Πρῶτον, ὅτι Κριτής μας θά εἶναι ὁ Ι. Χριστός, ὡς Θεός. Σωτήρ ὁ Χριστός ἀλλά καί Κριτής. Ἄν τήν πρώτη φορά ἦλθε ταπεινός στή γῆ, «ἵνα σώσῃ τόν κόσμον», τώρα θά ἔλθει «ἐν τῇ δόξῃ αὐτοῦ», ἶνα κρίνη τόν κόσμον. Αὐτός πού ἔγινε γιά μας «κατάρα» πάνω στόν Σταυρό, ἔχει κάθε δικαίωμα νά μᾶς κρίνει, ἄν ἀφήσαμε νά μείνει μέσα μας καί στήν κοινωνία μας ἀνενέργητη ἡ θυσία Του. Δεύτερον θά κρίνει ὄχι μόνο τούς Χριστιανούς, οὔτε μόνο τούς ἐθνικούς, ὅπως πίστευαν οἱ Ἑβραῖοι γιά τήν κρίση τοῦ Θεοῦ. Θά κρίνει ὅλους τούς ἀνθρώπους, χριστιανούς καί μή, πιστούς καί ἀπίστους. Τρίτον βάση τῆς κρίσεως, τό κριτήριο, θά εἶναι ἡ ἀγάπη. Ἡ στάση μας δηλαδή ἀπέναντι στούς συνανθρώπους μας. Καθολική – παγκόσμια ἡ κρίση, καθολικό – παγκόσμιο καί τό κριτήριο. Ὁ παγκόσμιος νόμος τῆς ἀνθρωπιᾶς, στόν ὅποιο συναντῶνται ὅλοι, χριστιανοί καί μή. Καί ὅσοι ἐγνώρισαν τόν Χριστό καί ὅσοι δέν μπόρεσαν νά τόν γνωρίσουν καί γι’ αὐτό ἔμειναν μακριά ἀπό τό Εὐαγγέλιό Του. Στό νόμο αὐτό, δέν ὑπάρχει χῶρος γιά προφάσεις καί δικαιολογίες. Ἡ πεῖνα, ἡ δίψα, ἡ γύμνια, ἡ ἀρρώστια, ἡ φυλακή βοοῦν, δέν μποροῦν νά μείνουν κρυφά, γιά νά ἔχει τό δικαίωμα νά ἰσχυρισθεῖ κάποιος πῶς δέν τά πρόσεξε… Δέν μπορεῖ νά τ’ ἀγνοήσει κανείς, χωρίς προηγουμένως νά παύσει νά ἔχει συναισθήματα ἀνθρώπου, ἄν δέν ἔχει τελείως «ἀχρειώσει», ἐξαθλιώσει, τήν εἰκόνα τοῦ Θεοῦ μέσα του.
2. Τό συγκλονιστικό μεγαλεῖο καί τήν φρικτότητα τῆς ὥρας τῆς Κρίσεως ζωγραφίζουν μέ ὑπέροχα χρώματα οἱ ὕμνοι τῆς ἡμέρας. «Ὦ, ποῖα ὥρα τότε! ὅταν… τίθωνται θρόνοι καί βίβλοι ἀνοίγωνται, καί πράξεις ἐλέγχωνται καί τά κρυπτά τοῦ σκότους δημοσιεύονται»! Εἶναι φρικτή καί ἡ ἁπλή σκέψη τῆς ὥρας τῆς κρίσεως, γιατί ὄχι μόνο ὑπενθυμίζει τήν ἀνετοιμότητά μας νά ἐμφανισθοῦμε μπροστά στό βῆμα τοῦ φοβεροῦ Κριτοῦ, ἀλλά καί διότι ἀποκαλύπτει τήν τραγικότητα τῆς ζωῆς μας, τήν ὁποία δαπανᾶμε μέσα σέ ἔργα ματαιότητος, πού δέν ἀντέχουν στό φῶς τῆς αἰωνιότητος. Δέν δικαιούμεθα ἐνώπιον τοῦ κριτοῦ μας γιά ὅσα ὁ κόσμος θεωρεῖ μεγάλα καί σπουδαῖα: γνώσεις, θέσεις, τίτλους, ἀξιώματα, πλοῦτο, δόξα. Αὐτά ὅλα εἶναι δυνατό μάλιστα νά ὁδηγήσουν στήν καταδίκη μας.
Κρινόμεθα βάσει τῆς ἔμπρακτης ἐφαρμογῆς τῆς ἀγάπης μας. Ὄχι ὡς ἄτομα δηλαδή, ἀλλά ὡς μέλη τῆς ἀνθρώπινης κοινωνίας. Ὁ θεός δέν ἔπλασε ἄτομα, αὐτόνομα καί ἀνεξάρτητα. Μᾶς ἔπλασε, γιά νά γίνουμε πρόσωπα καί κοινωνία προσώπων. Καί οἱ μεγαλύτερες ἀρετές, ἄν μείνουν ἁπλῶς ἀτομικές, εἶναι μετοχές χωρίς ἀντίκρυσμα ἐνώπιον τοῦ Μεγάλου Κριτοῦ. Γιατί δέν βρῆκαν τήν πραγμάτωση τούς μέσα στήν ἀνθρώπινη κοινωνία. Δέν καταξιώθηκαν σέ διακονίες. Ἔτσι λ.χ. ἡ γνώση εἶναι θεία εὐλογία, ὅταν ὅμως θηρεύεται γιά χάρη τοῦ συνανθρώπου, γιά τήν διακονία τοῦ πλησίον. Τό ἴδιο καί ἡ ἐγκράτεια καί ἡ εὐλάβεια, καί ἡ νηστεία καί σύνολη ἡ ἄσκησή μας. Ἄν ὅλα αὐτά γίνονται γιά μιά ἀτομική δικαίωση καί ὄχι ὡς διακονία τῶν ἀδελφῶν, τῶν πλησίον, μᾶς ἐλέγχει ἡ φωνή τοῦ Θεοῦ: «Ἔλεον θέλω καὶ οὐ θυσίαν» (Ματ. θ΄ 13)! Ἀγάπη θέλω καί ὄχι τήν θρησκευτικότητα, πού ἀποβλέπει στήν αὐτοέξαρση καί τήν αὐτοπροβολή. Ποῦ βλέπει τόν τύπο ὡς πεμπτουσία τῆς εὐσέβειας.
3. Ὁ κόσμος ἔχει μάθει νά ἐξαγοράζει τά πάντα, ἀκόμη καί τίς συνειδήσεις. Στό χῶρο ὅμως τῆς πίστεως δέν ἰσχύει ὁ νόμος αὐτός. Ἡ ἀτομική εὐσέβεια δέν μπορεῖ νά ἐξασφαλίσει θέση στήν βασιλεία τοῦ Θεοῦ, ἄν δέν γίνει πρῶτα ἐκκλησιαστική, ἄν δέν συνοδεύεται δηλαδή ἀπό τά ἔργα τῆς ἀγάπης. Ὁ στίβος τοῦ χριστιανοῦ εἶναι καί ἡ κοινωνία καί ὄχι μόνο τό «ταμιεῖον». Εἰς τό ταμιεῖον του καταφεύγει ὁ Χριστιανός γιά τόν πνευματικό του ἀνεφοδιασμό. Ποτέ ὅμως δέν ἐξαντλεῖται ἡ πολιτεία του στό στενό χῶρο τῆς ἀτομικότητας τοῦ. Ἄν ἡ πνευματικότητα μᾶς εἶναι ὀρθή, θά ὁδηγεῖ σέ ἀνιδιοτελῆ ἀγάπη. Ἄς τό ἀκούσουμε μιά γιά πάντα: Τό ἐπιχείρημα τῶν γλυκανάλατων χριστιανῶν τῆς ἀνευθυνότητος καί τοῦ «λάθε βιώσας» δέν ἔχει καμμιά δύναμη: «Κύτταξε τήν ψυχή σου» δέν σημαίνει τίποτε περισσότερο ἀπό δειλία καί ὑποχώρηση, ἄν δέν συνοδεύεται καί ἀπό τό στίβο: «Πάλευσε γιά νά φτιάξεις τή χριστιανική σου κοινωνία». Διαφορετικά εἴμασθε κατά λάθος ἀνάμεσα σέ χριστιανούς. Ἡ θέση μας εἶναι κάπου στήν Ἄπω Ἀνατολή, στή νέκρωση τοῦ νιρβάνα.
4. Αἰσθάνομαι ὅμως τήν ἀνάγκη νά προλάβω στό σημεῖο αὐτό μιά ἀπορία. Ἄν κρινόμασθε βάσει τῆς ἔμπρακτης ἀγάπης μας, τότε πού πηγαίνει ἡ πίστη; Ποιά σημασία ἔχει ὁ ὑπέρ τῆς πίστεως καί τῆς καθαρότητος τοῦ δόγματος ἀγῶνας; Ἄν δέν ἔχει διαστάσεις αἰώνιες, τότε γιατί νά γίνεται;
Κατά τήν ὥρα τῆς κρίσεως ἡ πίστη, καί ὡς ἀφοσίωση καί ὡς διδασκαλία, δέν ἀποκλείεται, ὅπως πιστεύουν ἐν πρώτοις πολλοί. Προϋποτίθεται. Κριτής μας εἶναι Ὁ ΧΡΙΣΤΟΣ. Μᾶς σώζει ἡ μᾶς κατακρίνει ἡ συμπεριφορά καί στάση μας ἀπέναντι τοῦ. Γιατί μᾶς διευκρινίζει ὅτι στό πρόσωπο Τοῦ ἀναφέρεται κάθε πράξη μᾶς πρός τόν συνάνθρωπό μας, καλή,καλῇ,καλῆ ἤ κακή. Ἠθικά ἀδιάφορες πράξεις δέν ὑπάρχουν. Ἄν τονίζει σάν κριτήριο τήν ἀγάπη, δέν σημαίνει πῶς θέλει ν’ ἀποκλείσει τήν πίστη. Θέλει νά προλάβει ἀκριβῶς τήν καταδίκη τῆς πίστεως ἐκ μέρους μᾶς σ’ ἕνα σύνολο θεωρητικῶν ἀληθειῶν χωρίς ἀνταπόκριση καί ἐφαρμογή στή ζωή μας. Ὅπως ὁ κεκηρυγμένος ἄθεος καί ὁ συνειδητός ἀρνητής τῆς πίστεως μεταφράζει τήν ἀθεΐα καί ἀπιστία του σέ ἀντίθεα ἔργα, ἔτσι καί ὁ πιστός πρέπει νά κάμει τήν πίστη του κινητήρια δύναμη τῆς ζωῆς του. Γιατί «ἡ πίστις χωρὶς τῶν ἔργων» (Ἰακ. β΄ 20) της ἀγάπης, εἶναι νεκρά. Δέν ἀποκλείει, λοιπόν, τήν πίστη, ἀφοῦ αὐτή εἶναι ἡ προϋπόθεση τοῦ ὀρθοῦ βίου καί τῆς σωτηρίας. Ἀλλά καί κάτι περισσότερο. Ὄχι μόνο «ὁ μή πιστεύσας» (εἰς τόν Χριστό) δέν σώζεται, ἀλλά καί ὁ μή ὀρθῶς πιστεύσας. Ὁ Θεός δέν εἶναι μόνο ἀγάπη, εἶναι καί ἀλήθεια (Ἰωαν. ἴδ’ 6· Α’ Ἰωαν. δ’ 8· δ’ 16· ἔ’ 6) καί μάλιστα Αὐτοαλήθεια. Ὅποιος προδίδει τήν ἀλήθεια προδίδει καί τήν ἀγάπη. Ἡ ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ «συγχαίρει δὲ τῇ ἀληθείᾳ» (Ἀ΄ Κορ. ἴγ΄ 6) συζεῖ δηλαδή καί συνευδοκιμεί μέ τήν ἀλήθεια, δέν ὑπάρχει χωρίς αὐτήν. Νά λοιπόν πῶς καταξιώνεται ὁ ἀγῶνας γιά τήν καθαρότητα τοῦ δόγματος. Γιατί εἶναι ἀγῶνας γιά τήν ἀγάπη, εἶναι ἡ μεγαλύτερη ἐκκλησιαστική διακονία. Εἶναι ἀγῶνας πρώτιστα κοινωνικός, γιατί γίνεται χάριν τοῦ Λαοῦ τοῦ Θεοῦ, γιά νά μείνει ἀνεπηρέαστος ἀπό τήν πλάνη, πού εἶναι πραγματική αὐτοκτονία.
Ἀδελφοί μου!
Ὅταν ὁ Χριστός μας ἀνέφερε τήν παραβολή τῆς Κρίσεως, οἱ λόγοι του μποροῦσαν νά νοηθοῦν ὄχι μόνο σέ συνάρτηση πρός τούς συγχρόνους του, ἀλλά καί πρός ὅσους ἔζησαν πρίν ἀπ’ Αὐτόν. Ὅσοι δέν γνώρισαν τόν Χριστό, μποροῦν νά ἔχουν λόγους νά κριθοῦν μόνον γιά τήν ἀγάπη τους, μολονότι ἀγάπη χωρίς πίστη στόν Θεό δέν εἶναι ποτέ δυνατόν νά ὑπάρχει. Ὅποιος εἰλικρινά ἀσκεῖ τήν ἀγάπη «δέχεται» τόν Θεό, ἔστω καί ἄν τόν ἀγνοεῖ. Ὁ ἄπιστος δέν δύναται νά ἔχει παρά μόνο φαινομενικά ἀγάπη. Καί μόνο ἐκεῖ, πού ὑπάρχει βάπτισμα καί «ἅγιο Πνεῦμα», εἶναι δυνατό νά ὑπάρξει «τελεία ἀγάπη», ἀγάπη χριστιανική.
Τό ζήτημα ὅμως πρέπει, νομίζω, νά τεθεῖ κατ’ ἄλλο τρόπο. Ὅταν ἐμεῖς σήμερα ἀκοῦμε τήν παραβολή, δύο χιλιάδες χρόνια μετά τήν σάρκωση τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ, πῶς εἶναι δυνατόν νά χωρίσουμε ἀπό τήν ἀγάπη μας τήν (ὀρθή) πίστη; Τό Εὐαγγέλιο λέγει καθαρά: «ὁ… μὴ πιστεύων ἤδη κέκριται, ὅτι μὴ πεπίστευκεν εἰς τὸ ὄνομα τοῦ μονογενοῦς υἱοῦ τοῦ Θεοῦ» (Ἴωαν. γ’ 18). Μετά τήν ἔνσαρκη δηλαδή οἰκονομία ἡ κρίση εἶναι συνέπεια τῆς στάσης κάθε ἀνθρώπου ἔναντι τοῦ Χρίστου. Κριτήριο μένει ἡ ἀγάπη. Ἀγάπη ὅμως πού προϋποθέτει τήν εἰς Χριστόν πίστη. Γιατί αὐτή εἶναι ἡ μόνη ἀληθινή. Αὐτή μονάχα δικαιώνει καί σώζει…