Το να είσαι νεόφυτος είναι σαν να περνάς την παιδική ηλικία της πίστης. Αυτό συνέβη σε μένα μερικά χρόνια πριν. Με το που είχα μεταλάβει μόλις κάνα δύο φορές, αμέσως, άναψε μέσα μου η ιδέα. Πολύ απλή, απλοϊκή θα έλεγα: «Άνθρωποι!!! Δεν έχετε πάει σε Θεία Λειτουργία; Τότε ερχόμαστε εμείς σε σας!»
Όταν η θεία μου ξαφνικά βρέθηκε στο νοσοκομείο, όλοι εμείς είχαμε ανησυχήσει πολύ. Έτρεξα στο νοσοκομείο και είδα τέσσερις ηλικιωμένες γυναίκες μέσα στο θάλαμο. Λίγες. Με δική τους τουαλέτα μέσα στο θάλαμο. Παντού καθαριότητα.
– Αν φέρω παππούλη, θα θέλατε να μεταλάβετε; - ρώτησα αμέσως μετά από το «Γεια σας!»
Η θεία μου με κοίταξε όπως κοιτάνε τους ανόητους, μια γιαγιά τρόμαξε, η γυναίκα που κρατούσε το βιβλίο σήκωσε τα μάτια της με έκπληξη, και η εμφανίσιμη γυναίκα δίπλα στο παράθυρο είπε:
– Γιατί όχι; Παλαιότερα πήγαινα στην εκκλησία, αλλά δεν είχα κοινωνήσει ποτέ. Τώρα, όμως, δεν μπορώ να πάω. Έχω δύσπνοια…
Τους μιλούσα για πολλή ώρα και τους εξηγούσα ότι το να έρχεται ο παππούλης στο νοσοκομείο με τα Άγια Δώρα, δεν είναι προς θάνατο. Το αντίθετο, οι ασθενείς μεταλαβαίνουν όσο το δυνατόν συχνότερα… Η κυρία με το βιβλίο, γυρίζοντας τη σελίδα, αρνήθηκε, εξηγώντας ότι η πίστη είναι στην ψυχή της και δεν επιτρέπει σε κανέναν να μπει εκεί. Οι τρείς συμφώνησαν να μεταλάβουν. Διαβάσαμε φωναχτά τις προβλεπόμενες προσευχές.
Η Λιουντμίλα, έτσι λέγανε τη γυναίκα δίπλα στο παράθυρο, με ενθουσιασμό μιλούσε για το εξοχικό της και προσκαλούσε επίμονα εκεί τη θεία μου. Της έλεγε πως μια ηλιόλουστη μέρα θα καθίσουν στη βεράντα και θα πίνουν τσάι από βότανα σε αστραφτερό σαμοβάρι. Τα σανίδια στο σπίτι θα τρίζουν χαρούμενα, περιμένοντας την οικοδέσποινα. Οι πολύχρωμες παιώνιες θα βγάζουν έντονη μυρωδιά, που θα την αναπνέουν βαθιά. Και δε θα υπάρχει καμία δύσπνοια. Ούτε αρρυθμία θα υπάρχει.
– Εκεί υπάρχουν μόνο σφήκες και τσιμπούρια! Τι να κάνουμε εκεί; - αποκρίθηκα εγώ, σκεπτικιστής, χωρίς καθόλου ρομαντισμό.
– Ε, όχι, μπορούμε να πάμε… – η θεία μου δεν είχε αντίρρηση, αλλά δεν ήξερε αν την αφήσει η κόρη της.
– Όταν έρθει ο Μάιος, θα μας πάει ο γιος μου. Με αυτοκίνητο! Θα τα δεις η ίδια με τα δικά σου μάτια! Η νεολαία δεν καταλαβαίνει τίποτα, – χάρηκε η Λιουντμίλα.
=Ο παππούλης ήρθε στις 4 Νοεμβρίου, στη γιορτή της Παναγίας του Καζάν. Τρείς γιαγιάδες, σαν κορίτσια, σηκώθηκαν, αμήχανα, χωρίς να ξέρουν τι πρέπει να κάνουν=
Ο παππούλης ήρθε στις 4 Νοεμβρίου, στη γιορτή της Παναγίας του Καζάν, μετά την πρώτη Θεία Λειτουργία. Οι γυναίκες δεν είχαν πάρει πρωινό, περίμεναν. Τρείς γιαγιάδες, σαν κορίτσια, σηκώθηκαν, αμήχανα, χωρίς να ξέρουν τι πρέπει να κάνουν. Για την Εξομολόγηση η καθεμία ετοιμάζονταν με το δικό της τρόπο. Εγώ και η κυρία με το βιβλίο διακριτικά είχαμε βγει από το θάλαμο. Ακόμα και από το σκονισμένο πλαστικό παράθυρο του διαδρόμου του νοσοκομείου ακούγονταν γιορτινές καμπάνες. Είχα χαρά στην καρδιά μου.
– Σαν να ξαναγεννήθηκα! – είπε η Λιουντμίλα, μετά τη Θεία Κοινωνία.
Την επόμενη μέρα επισκέφτηκα τη θεία μου ξανά, με την αρμοδιότητά μου ως κοινωνικής λειτουργού, σε ώρα κοινής ησυχίας. Όλες ήταν στα κρεβάτια, μισοκοιμόντουσαν, εκτός από την Λιουντμίλα. Το κρεβάτι της ήταν τακτοποιημένο με επιμέλεια.
– Της έδωσαν εξιτήριο; Αφού δεν ήταν καλά! – εξεπλάγην εγώ.
– Τη νύχτα χειροτέρευσε η κατάστασή της. Λιποθύμησε και καλέσαμε την εφημερεύουσα αδελφή, εκείνη με τη σειρά της τον γιατρό και άρχισαν όλοι να τρέχουν. Την πήγαν στην εντατική μονάδα και το πρωί, λένε ότι… - με λύπη μου εξήγησε η θεία μου.
– Πέθανε;
– Πέθανε… Ο γιος της πήρε τα πράγματά της και είπε ότι θα την κηδεύσουν με το εκκλησιαστικό τυπικό, όπως είχε ζητήσει η Λιουντμίλα…
Όταν το ανακοίνωσα στον παππούλη, μου είπε:
– Ώστε έτσι, ε; Εύχομαι την Ουράνια Βασιλεία στη δούλη του Θεού Λιουντμίλα! Ξέρετε, σκέφτηκα τότε με πόση ειλικρίνεια είχε εξομολογηθεί, από τα βάθη της ψυχής της, και με πόση ευλάβεια είχε μεταλάβει για πρώτη φορά στη ζωή της, λες και ήταν η τελευταία. Δε δίνεται αυτό σε όλους. Δε δίνεται!
Και τότε φωτίστηκε η ψυχή μου.