Ο συγγραφέας αυτού του κειμένου επιθυμεί να κρατήσει την ανωνυμία τη δική του, όπως και του πρωταγωνιστή αυτής της πραγματικής ιστορίας.
Όταν εγώ και οι φίλοι μου σπουδάζαμε στο Ορθόδοξο Ανθρωπιστικό Πανεπιστήμιο του Αγίου Τύχωνα, στη Θεολογική Σχολή, κάποια φορά, ο υπεύθυνος του Τμήματός μας μάς ρώτησε με ποιον από τους δημοφιλείς ιερείς θα θέλαμε να συναντηθούμε. Για να απαντήσουμε στο ερώτημα, στις φαντασιώσεις μας φτάσαμε μέχρι και τους θρυλικούς, προορατικούς γέροντες. Όμως, οι θρυλικοί γέροντες, μάλλον, δεν είχαν χρόνο για το Τμήμα μας, οπότε μας επισκέφτηκε ένας απλός παππούλης από τη Μόσχα (Θα αλλάξω το όνομά του, θα καταλάβετε στη συνέχεια γιατί, ας τον λέμε πατέρα Αλέξιο). Του ζητήσαμε να μας διηγηθεί την πιο ενδιαφέρουσα, ίσως, και συνταρακτική ιστορία από την ιερατική του εμπειρία.
Ο πατήρ Αλέξιος με προθυμία άρχισε να διηγείται.
Νοίκιασαν δωμάτιο στο σπίτι μιας γιαγιάς. Η γιαγιά δεν ενοχλούσε κανέναν, όλο τριγύριζε και κάτι μουρμούριζε κάτω από τη μύτη της…
Η ιστορία ξεκίνησε στην πόλη Μαγκαντάν, τότε που έφτασε εκεί ένα νεαρό ζευγάρι από τη Μόσχα. Η γυναίκα μόλις είχε τελειώσει την Παιδαγωγική Σχολή και πήγε στο Μαγκαντάν για να κάνει την πρακτική της. Νοίκιασαν δωμάτιο στο σπίτι μιας γιαγιάς. Η γιαγιά δεν ενοχλούσε κανέναν, όλο τριγύριζε και κάτι μουρμούριζε κάτω από τη μύτη της…
Ξαφνικά, αυτή η ηλικιωμένη σπιτονοικοκυρά αρρώστησε. Τόσο βαριά που ήταν συνέχεια ξαπλωμένη στο κρεβάτι και φαινόταν ότι ανά πάσα στιγμή θα πέθαινε. Κάποια στιγμή, η ένοικος από τη Μόσχα περπατούσε έξω από το δωμάτιό της. Εκείνη τη στιγμή, η γιαγιά με νεύματα την καλεί, σαν να ήθελε να της πει «έλα πιο κοντά, θέλω να σου πω κάτι». Εκείνη πλησίασε. Η γιαγιά της κάνει νεύμα με το χέρι: σκύψε, πρέπει να σου πω κάτι στο αυτί. Η κοπέλα έσκυψε πάνω από την άρρωστη και ξαφνικά – πώς η ετοιμοθάνατη γιαγιά βρήκε τις δυνάμεις και τη σβελτάδα; – βγάζει από το λαιμό της ένα φυλαχτό και με το σκοινί, στο οποίο ήταν κρεμασμένο, σαν λάσο, το βάζει γρήγορα γύρω από το λαιμό της ενοίκου και αρχίζει να την πνίγει.
Και ταυτόχρονα της προτείνει:
– Δέξου… Ή αλλιώς θα σε πνίξω.
Η τρομαγμένη δασκάλα δεν μπορούσε να καταλάβει καν: τι έπρεπε να δεχτεί;
Όμως, χρειάστηκε να επιλέξει: ή να δεχτεί κάτι που της ήταν άγνωστο, ή να βρεθεί πνιγμένη. Αργότερα, όταν θυμόταν το περιστατικό, εξηγούσε, ότι εκείνη τη στιγμή είχε μια κάποια περιέργεια για το τι θα ακολουθούσε… Τελικά, η ένοικος – δασκάλα συμφώνησε στο τελεσίγραφο της ετοιμοθάνατης.
Η ιστορία συνεχίστηκε στη Μόσχα, τότε που στην εκκλησία, όπου λειτουργεί ο πατήρ Αλέξιος, είχαν έρθει για εξομολόγηση δύο νεαρές γνωστές μεταξύ τους κοπέλες. Η μια, που είχε έρθει για πρώτη φορά, ζήτησε από τον παππούλη να τελέσει και αγιασμό στο σπίτι της.
Αυτό το αίτημα προκάλεσε ανησυχία στον παππούλη. Από την εμπειρία του (ας μην ήταν και πολύ μεγάλη εκείνο τον καιρό), σπάνια νεόφυτος (δηλαδή κάποιος που κάνει τα πρώτα του βήματα στην Εκκλησία) να θέλει μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα να κάνει σχεδόν όλο το πακέτο: και να εξομολογηθεί και να τελέσει αγιασμό στο σπίτι… Ο παππούλης, επαναλαμβάνω, ανησύχησε, αλλά, όπως εξήγησε αργότερα: «Όταν με παρακαλούν, καθήκον μου είναι να πηγαίνω και να κάνω αυτό που μου ζητούν».
Στο σπίτι
Όταν ο πατήρ Αλέξιος έφτασε στο σπίτι της, τέλεσε τον αγιασμό. Η σπιτονοικοκυρά έστρωσε το τραπέζι με εδέσματα, ώστε να κεράσει τον παππούλη και να γιορτάσουν το γεγονός. Κάθονται, τρώνε, συνομιλούν πολύ ευγενικά, χαμογελούν, γιορτάζουν…
Σηκώνει το βλέμμα του και βλέπει ότι αυτή αντί για μάτια έχει δύο φλεγόμενα πιατάκια, και από αυτά χυνόταν πάνω του ένα ψυχρό, άγριο... μίσος
Ξαφνικά, σηκώνει το βλέμμα του ο πατήρ Αλέξιος και βλέπει ότι αυτή αντί για μάτια έχει δύο φλεγόμενα πιατάκια (ο παππούλης τα είπε πιατάκια, ίσως, θέλοντας να πει ότι είχε υπερβολικά διευρυμένα μάτια). Και από τα μάτια της χυνόταν πάνω του ένα ψυχρό, άγριο... μίσος. Και όλο αυτό σε αντίθεση με ό, τι είχε προηγηθεί.
Ο πατήρ Αλέξιος αναθυμάται: «Αισθάνθηκα, να το πω ήπια, πολύ άσχημα… Προσπαθούσα να συνεχίσω το διάλογο, αλλά ταυτόχρονα προσπαθούσα να θυμηθώ προσευχές. Ξανά σηκώνω το βλέμμα πάνω της και βλέπω πάλι αυτά τα «πιατάκια», και ξανά αυτό το ψυχρό, άγριο μίσος… Και ξαφνικά, από το σώμα της ξεπροβάλλουν κάτι διαφανείς υπάρξεις που κατευθύνονται προς εμένα».
Εγώ και οι πανεπιστημιακοί μου φίλοι, για να καταλάβουμε καλύτερα, ρωτάμε: «Παππούλη, πώς μπορούσατε να βλέπετε αυτά τα ξένα σώματα, όταν λέτε ότι ήταν διαφανή;». Ο πατήρ Αλέξιος μας εξήγησε: «Πώς βλέπουμε τις διαφανείς σταγόνες; Και εδώ ήταν κάτι που έμοιαζε με τεράστιες σταγόνες, σε μέγεθος γροθιάς περίπου. Άλλαζαν σχήματα, μετακινούνταν και αργόσυρτα κατευθύνονταν προς εμένα».
Ο ιερέας ομολογεί: «Μεγαλύτερο φόβο δεν έχω νιώσει στη ζωή μου. Αλλά και πιο θερμή προσευχή δεν είχα ποτέ ξανακάνει. Μόνο που εκείνη τη στιγμή δεν κατάφερνα να θυμηθώ ούτε μια εκτενή προσευχή, ούτε τόσο απλή όπως είναι το «Πάτερ ημών». Δοκίμασα να λέω το «Θεοτόκε Παρθένε, χαίρε». Το είπα σχεδόν ανάποδα. Μόνο το «Κύριε, ελέησον!» επαναλάμβανα συνέχεια».
Ξαφνικά, ο πατήρ Αλέξιος παρατήρησε ότι αυτές οι υπάρξεις δεν μπορούσαν να τον πλησιάσουν, λες και τις εμπόδιζε κάτι αόρατο, ένας αόρατος τοίχος. Διαισθητικά καταλάβαινε ότι και αυτές τις εμπόδιζε ο φόβος.
Τότε, για τρίτη φορά κοίταξε τη σπιτονοικοκυρά: «Κοιτάω, αλλά αυτή έχει πλέον κανονικό πρόσωπο και κανονικά μάτια». Έκανε πως δεν είχε συμβεί τίποτα. Και ο παππούλης έκανε λες και δεν είχε καταλάβει τίποτα. Για λίγα λεπτά συνέχισε να συνομιλεί.
Κάποια στιγμή, ο πατήρ Αλέξιος λέει:
– Είναι αργά πλέον. Έχει σκοτεινιάσει. Ήρθε η ώρα να φύγω.
Η σπιτονοικοκυρά του απαντάει:
– Θα σας ξεπροβοδίσω.
Αν εμένα μου είχε προτείνει να με ξεπροβοδίσει μια μάγισσα, θα νόμιζα ότι αυτή το χρειάζεται μόνο και μόνο για να ολοκληρώσει το σχέδιό της. Θα χτυπούσε με κάτι από πίσω στο κεφάλι, τι άλλο μπορείς να περιμένεις από μια μάγισσα; Όμως, ο παππούλης (εκπλήσσομαι με την μεγαλοψυχία του) δέχτηκε να τον ξεπροβοδίσει…
Όπως έχετε, μάλλον, καταλάβει, η σπιτονοικοκυρά αυτού του σπιτιού που είχε καλέσει τον ιερέα για αγιασμό και η ένοικος από τη Μόσχα, με την οποία είχε ξεκινήσει αυτή η ιστορία στην πόλη Μαγκαντάν και η οποία είχε δεχτεί από μια ετοιμοθάνατη γιαγιά κάτι χωρίς να γνωρίζει τι ήταν, είναι το ίδιο πρόσωπο.
Η ετοιμοθάνατη γιαγιά από την πόλη Μαγκαντάν, που είχε νοικιάσει δωμάτιο στη δασκάλα, ήταν μάγισσα
Η ετοιμοθάνατη γιαγιά από την πόλη Μαγκαντάν, που είχε νοικιάσει δωμάτιο στη δασκάλα, ήταν μάγισσα, και οι μάγισσες δεν μπορούν να πεθάνουν έτσι απλά, χωρίς να παραδώσουν σε κάποιον την εξουσία τους και τους αόρατους βοηθούς τους, τους δαίμονες. Πριν πεθάνει, η γιαγιά μάγισσα τα παρέδωσε στη νεαρή ασκούμενη δασκάλα από τη Μόσχα.
Και όταν αυτή η δασκάλα επέστρεψε στην πρωτεύουσα, μπήκε σε κάποια σατανιστική σέχτα. Μάλιστα, όταν γνώρισε τον πατέρα Αλέξιο, είχε ήδη φτάσει σε προχωρημένο σκαλί στην ιεραρχία της.
Η εντολή
Μια φορά, είχε πάρει από τους σατανιστές της Μόσχας την εντολή: να καλέσει τεχνηέντως έναν ορθόδοξο ιερέα στο σπίτι της και με τη βοήθεια κλονιδίνης (που θα την έβαζε στο φαγητό) να τον κοιμίσει.
Σύμφωνα με το σχέδιο, την ίδια στιγμή, δίπλα στην είσοδο του σπιτιού της, μέσα σε αυτοκίνητο, θα την περίμεναν δύο συνεργοί από τη σατανιστική σέχτα. Μόλις θα τους έδινε το σήμα, θα ανέβαιναν στο σπίτι της να ξεντύσουν τον ιερέα, να τον φωτογραφίσουν σε άσεμνη κατάσταση στο κρεβάτι με γυναίκα, το ρόλο της οποίας θα έπαιζε η ίδια. Με αυτόν τον τρόπο, σχεδίαζαν να αμαυρώσουν τον ορθόδοξο ιερέα και την Εκκλησία.
Οι σατανιστές
Σε ένα από τα ορθόδοξα συνέδρια, ο ιερέας Αντώνιος Μπερέζιν (έχουμε αλλάξει το όνομα - ΣτΣ), ο οποίος, εκτός των άλλων, ασχολείται με την αποκατάσταση πρώην μελών σατανιστικών ομάδων, έκανε εισήγηση για τη δράση των σατανιστών και ισχυρίστηκε ότι αυτοί καλλιεργούν τις πιο μαύρες μορφές αποκρυφισμού: τη λατρεία του κακού, τη μύηση των νεαρών στα ναρκωτικά, διάφορες αμαρτωλές πρακτικές, διαστροφές, τελετουργικές και κατά παραγγελία δολοφονίες…
Τα πρώην μέλη των σατανιστικών οργανώσεων ομολογούν ότι οι σατανιστές κάνουν μακάβριες τελετές στις συνάξεις τους. Θυσιάζουν, ως επί το πλείστον, βρέφη, τα οποία είχαν αρνηθεί οι γονείς τους και τα οποία αγόραζαν ή τα έκλεβαν από μαιευτήρια και νοσοκομεία. Ορισμένα βρέφη τα σκοτώνουν στις τελετουργικές τους πράξεις και άλλα τα χρησιμοποιούν για «ανταλλακτικά» ή για αναζωογόνηση πλούσιων καθαρμάτων. Στον αποκρυφισμό υπάρχει πεποίθηση ότι, αν ένας άνθρωπος πλυθεί με αίμα δολοφονημένου βρέφους, αναζωογονείται και θεραπεύεται από τις αρρώστιες.
Οι σατανιστές σκοτώνουν (θυσιάζουν) όχι μόνο βρέφη αλλά και ενήλικες. Οπότε, αυτό που σχεδίαζαν, ίσως, δεν είναι ό, τι πιο τρομερό θα μπορούσαν να κάνουν με τον ορθόδοξο ιερέα, πρωταγωνιστή της διήγησής μας.
Η δασκάλα δέχτηκε τη μαγική εξουσία από την ετοιμοθάνατη μάγισσα παρά τη θέλησή της, της είχαν απομείνει κάποιες ηθικές αρχές
Όμως, η άλλη πρωταγωνίστρια της ιστορίας, η δασκάλα από τη Μόσχα, δέχτηκε τη μαγική εξουσία από την ετοιμοθάνατη μάγισσα, παρά τη θέλησή της, καθώς πριν από αυτό ούτε που είχε σκεφτεί κάτι τέτοιο. Γι αυτό, ίσως, δεν είχε χάσει ακόμα τις υποδείξεις της συνείδησής της και ορισμένες ορθόδοξες αρχές. Οπότε αυτή, υποθέτοντας ότι οι σατανιστές που «εφημέρευαν» στην είσοδο του σπιτιού της, δε θα άφηναν να περάσει έτσι απλά ο ιερέας, ήθελε πράγματι να τον ξεπροβοδίσει.
Με την εποπτεία της δασκάλας, ο πατήρ Αλέξιος κατάφερε αλώβητος να προσπεράσει την «ενέδρα» των δαιμονολατρών.
Παράδειγμα από το βίο του Αγίου Βασιλείου
Αργότερα, ο παππούλης συναντήθηκε πολλές φορές με τη δασκάλα – μάγισσα. Μπορεί να μην έγιναν φίλοι αλλά τουλάχιστον απέκτησαν πολύ καλή σχέση. Ο πατήρ Αλέξιος την προέτρεπε:
– Πρέπει να εγκαταλείψεις τους φίλους σου σατανιστές, να φύγεις από αυτούς. Αλλιώς δε θα σου βγει σε καλό.
«Πρέπει να εγκαταλείψεις τους φίλους σου σατανιστές!». – «Δεν μπορώ, –αναστέναζε με απόγνωση, – ο Θεός δε θα με συγχωρέσει, πλέον»
– Δεν μπορώ, –αναστέναζε με απόγνωση, –ο Θεός δε θα με συγχωρέσει, πλέον.
Ίσως, η δασκάλα πρόλαβε να κάνει κάτι βαρύ στη σέχτα.
Ο πατήρ Αλέξιος την εμψύχωνε. Της έλεγε ότι η ευσπλαχνία του Θεού είναι πιο μεγάλη από οποιαδήποτε αμαρτία. Και της ανέφερε το παράδειγμα από το βίο του Αγίου Βασιλείου του Μεγάλου. Σε αυτό ένας νεαρός άνθρωπος που ζούσε εκείνα τα χρόνια (4ο αιώνα), στην ίδια πόλη, ερωτεύτηκε την κόρη βουλευτή, στον οποίον ήταν δούλος και ονειρευόταν να την παντρευτεί. Εκείνα τα χρόνια, ένας τόσο κοινωνικά άνισος γάμος ήταν αδύνατος. Απευθύνθηκε σε μάγο και έδωσε στον διάβολο τη χειρόγραφη εγγύηση ότι παραδίδει την ψυχή του σε αυτόν, σε περίπτωση αν πετύχει το ποθούμενο. Πέτυχε το σκοπό του. Παντρεύτηκε την κόρη του βουλευτή. Όμως, αυτή παρατήρησε ότι κάτι δεν πάει καλά με αυτόν. Δεν εκκλησιαζόταν και δεν κοινωνούσε ποτέ, κάτι που την εποχή εκείνη θεωρούνταν ανήκουστο. Η νεαρή σύζυγος απευθύνθηκε στον Άγιο Βασίλειο και, αφού εκείνος μίλησε με τον νεαρό, κατάλαβε τι είχε συμβεί. Με τις προσευχές του, όμως, κατάφερε να αποσπάσει την εγγύηση που είχε δώσει ο νεαρός στον διάβολο και την κατέστρεψε. Τότε, ο Άγιος Βασίλειος έδωσε συμβουλές στον νεαρό πώς να ζει από τότε και ύστερα για να μην πέσει ξανά στις παγίδες του εχθρού. Εκείνος επέστρεψε στο σπίτι και στη γυναίκα του, ευχαριστώντας και δοξολογώντας τον Θεό.
Ο Πρωταγωνιστής της διήγησής μας, ο πατήρ Αλέξιος, διηγήθηκε αυτό το επεισόδιο από το βίο του Αγίου Βασιλείου του Μεγάλου στη νεαρή δασκάλα τη σατανίστρια και επανέλαβε:
Η ευσπλαχνία του Θεού είναι μεγαλύτερη από οποιαδήποτε αμαρτία. Φύγε, αλλιώς δε θα έχει καλό τέλος όλο αυτό για σένα
– Η ευσπλαχνία του Θεού είναι μεγαλύτερη από οποιαδήποτε αμαρτία. Φύγε από τους φίλους σου σατανιστές, αλλιώς δε θα έχει καλό τέλος όλο αυτό για σένα.
Αυτή προσπαθούσε να διακόψει τις σχέσεις της με τους δαιμονολάτρες. Κρυβόταν από αυτούς σε διάφορα μέρη, πράγμα στο οποίο την βοηθούσε ο πατήρ Αλέξιος. Μετά, άρχιζε να τρελαίνεται. Ίσως, στις αόρατες σφαίρες γινόταν πολύ σκληρή και αόρατη μάχη για την ψυχή της. Και πάλι επέστρεφε στους συνεργούς της. Ο παππούλης αναγκαζόταν να την απελευθερώνει πάλι από αυτούς.
Ο έλεγχος των ικανοτήτων
Όμως, για το δίκαιο της υπόθεσης αξίζει να σημειώσουμε ότι, όταν ο παππούλης ήδη σχεδόν είχε τραβήξει τη δασκάλα από το βάλτο της σατανιστικής σέχτας, αυτή, μάλλον, λυπόταν να χάσει οριστικά τη μυστικιστική εξουσία που είχε λάβει. Πολλές φορές δοκίμαζε τις υπερφυσικές της ικανότητες. Όπως για παράδειγμα, κοιτούσε ένα διερχόμενο αυτοκίνητο και σε λίγα δευτερόλεπτα χαλούσε η μηχανή του και αυτό σταματούσε… Κοίταζε αναμμένο κερί και το κερί… έσβηνε.
Η δασκάλα διαπίστωνε με λύπη:
– Κάτι μπορώ ακόμα.
Η μάγισσα στο σπίτι του
Την επόμενη φορά, όταν ο πατήρ Αλέξιος συνάντησε ξανά την εν λόγω σατανίστρια, αργά το βράδυ, αυτή ήταν σχεδόν υστερική και έκλαιγε απαρηγόρητη.
Σκέφτηκε: «Αλήθεια, πώς μπορώ να την αφήσω εδώ μόνη της, στους νυχτερινούς δρόμους της Μόσχας;»
Και της πρότεινε:
– Έλα να μείνεις στο σπίτι μου απόψε.
Μετά από αυτό ηρέμησε αμέσως, κάτι που ανησύχησε τον παππούλη. Λες και ήταν ακριβώς αυτό που ήθελε. Αυτό, βέβαια, το σκέφτηκε εκ των υστέρων. Τώρα, όμως, κατευθύνθηκαν προς το σπίτι του.
Λόγω πολυτεκνίας (ο παππούλης έχει πάνω από δέκα παιδιά) η οικογένεια του πατέρα Αλέξιου πήρε από τις Αρχές της Μόσχας δύο διαμερίσματα, τα οποία βρίσκονταν σε έναν όροφο. Ανάμεσά τους υπήρχε κοινός διάδρομος και μια επιπλέον κοινή πόρτα.
«Όλοι οι δικοί μου, – αναθυμάται ο πατήρ Αλέξιος, – τότε βρίσκονταν στην εξοχή». Την φιλοξενούμενη την έστειλε να κοιμηθεί στο ένα διαμέρισμα και ο ίδιος πήγε στο άλλο. Κλείδωσε την εξώπορτά του και για καλό και για κακό άφησε το κλειδί στην κλειδαριά (έτσι που ακόμα και να είχε κάποιος αντίγραφο του κλειδιού, από έξω να μην μπορεί να ανοίξει την πόρτα).
Με καλή διάθεση ξάπλωσε για ύπνο. Το πρωί με την ίδια διάθεση ξύπνησε, πλύθηκε, προσευχήθηκε. Σκέφτηκε να ξυπνήσει την νυχτερινή του επισκέπτρια για να κάνουν μαζί πρωινό. Πλησιάζει την εξώπορτα του διαμερίσματός του (την οποία είχε κλειδώσει προσεκτικά) και αυτή… ήταν ορθάνοιχτη.
Χτυπάει την πόρτα της νυχτερινής του επισκέπτριας. Μετά από πολλές προσπάθειες η πόρτα επιτέλους άνοιξε και η νυχτερινή επισκέπτρια φαινόταν λες και όλη τη νύχτα την είχε περάσει άυπνη παλεύοντας.
Ο πατήρ Αλέξιος ξανά έκανε πως δεν κατάλαβε τίποτα… Εκπλήσσομαι με την αυτοσυγκράτησή του: σαν τους κατασκόπους, δεν έκανε τη παραμικρή γκριμάτσα και δεν φανέρωσε την εσωτερική του κατάσταση. Εκπλήσσομαι με την μεγαλοψυχία του: υπάρχουν πολλοί από μας που μπορούν να καλέσουν στο σπίτι τους μάγισσα και να μην φοβούνται ότι μπορεί να τους κάνει κακό… Αφού σύντομα θα επέστρεφε εκεί η οικογένειά του: παιδιά διάφορων ηλικιών και η σύζυγος.
Ο Θεός, φαίνεται, έψαχνε δρόμους να σώσει το απολωλός προβατάκι του μέσω της μεγαλόψυχης καρδιάς του υπηρέτη Του.
Όμως, ο Θεός, φαίνεται, έψαχνε δρόμους να σώσει το απολωλός προβατάκι του μέσω της μεγαλόψυχης καρδιάς του υπηρέτη Του.
Και ξανά ο πατήρ Αλέξιος, χωρίς να ζητήσει από τη νυχτερινή επισκέπτριά του εξηγήσεις, την κάλεσε στο δικό του διαμέρισμα για πρωινό. Και μετά την πήγε όπου του ζήτησε.
Άλιστερ Κρόουλι
Μετά από ένα χρονικό διάστημα, έπεσε στο μάτι του πρωταγωνιστή μας βιβλίο του Άλιστερ Κρόουλι. Ο Άλιστερ Κρόουλι ζούσε τον 20ο αιώνα και είναι θεμελιωτής του σύγχρονου σατανισμού. Ο πατήρ Αλέξιος, ενώ διάβαζε το βιβλίο του Άλιστερ Κρόουλι, φτάνει στο σημείο, όπου λέει ότι εκείνος που ασχολείται με τη μαγεία, μπορεί να ανοίγει τις πόρτες χωρίς κλειδιά (με τη βοήθεια αόρατων βοηθών, των δαιμόνων).
Ο παππούλης αφήνει το βιβλίο, τηλεφωνεί στη δασκάλα-σατανίστρια και την ρωτάει:
– Είναι αλήθεια;
Εκείνη το επιβεβαιώνει:
– Ναι.
– Εσύ μπορείς;
– Και εγώ μπορώ.
– Όταν είχες διανυκτερεύσει στο σπίτι μου, ήσουν εσύ που άνοιξες την πόρτα;
– Ναι, – αναγκάστηκε να ομολογήσει αυτή.
Και διηγήθηκε ότι έλαβε τότε από τους σατανιστές φίλους της σχετική εντολή για τον ορθόδοξο ιερέα. Μπήκε μέσα στο σπίτι του, έσκυψε πάνω του ενώ κοιμόταν… Και, αφού παρέμεινε έτσι για ένα διάστημα, τελικά δεν τόλμησε να του κάνει κάτι. Αλλά, κρίνοντας από την κατάσταση, στην οποία την είχε βρει το πρωί ο πατήρ Αλέξιος, αυτή η αδράνεια δεν ήταν χωρίς κόστος, φαινόταν λες και είχε δώσει μεγάλη μάχη όλη τη νύχτα…
Εκπληκτική ομολογία
Αργότερα, ο πατήρ Αλέξιος της ομολόγησε ότι, μετά τον αγιασμό του διαμερίσματός της, την ώρα που αυτή του είχε στείλει τους δαίμονες με τη μορφή διαφανών υπάρξεων, που απειλητικά κατευθύνονταν προς αυτόν, δεν είχε νιώσει ποτέ ξανά τόσο μεγάλο φόβο. Και αυτή, με τη σειρά της, του ομολόγησε ότι εκείνη την ώρα ένιωθε μπορεί και μεγαλύτερο φόβο, επειδή πίσω από τον πατέρα Αλέξιο ξαφνικά είχε δει… δύο… τρομερές… φιγούρες.
Είναι μεγάλη ευτυχία που ανήκουμε στην Ορθοδοξία. Γιατί αυτοί μπορούν να κάνουν οτιδήποτε σε οποιονδήποτε άνθρωπο, ενώ σε μας δεν μπορούν να κάνουν τίποτα
Προφανώς, πίσω του είχαν εμφανιστεί και είχαν γίνει ορατοί δύο προστάτες του, δύο Άγγελοι. Ο Άγγελος-φύλακας και κάποιος άλλος.
Ο πατήρ Αλέξιος τελείωσε την ιστορία του μπροστά μας, τους φοιτητές Θεολογικού Πανεπιστημίου, με τα λόγια: «Είναι μεγάλη ευτυχία που ανήκουμε στην Ορθοδοξία. Γιατί αυτοί μπορούν να κάνουν οτιδήποτε σε οποιονδήποτε άνθρωπο, ενώ σε μας δεν μπορούν να κάνουν τίποτα (εννοούσε αυτούς που εκκλησιάζονται κάθε βδομάδα, που εξομολογούνται, που κοινωνούν, που κάθε μέρα προσεύχονται)».
Μαύρο σημάδι
Μετά από μερικές εβδομάδες, όταν πήγα ξανά στον πατέρα Αλέξιο για να διευκρινίσω αν τα έχω γράψει όλα σωστά στη διήγησή του, αυτός έκανε ακόμα μερικές σημαντικές διευκρινίσεις. Μου είπε ότι τον τελευταίο καιρό, η πρωταγωνίστριά μας είχε φύγει από τους σατανιστές (ο παππούλης τελικά κατάφερε να την αρπάξει από τα νύχια της εγκληματικής αυτής ομάδας), οπότε αποφάσισαν να την εκδικηθούν και της έστειλαν μαύρο σημάδι που εκείνη το εντόπισε στο γραμματοκιβώτιό της. Στη γλώσσα αυτών που υπηρετούν το διάβολο αυτό σήμαινε ότι εξαιτίας της προδοσίας της την είχαν καταδικάσει σε θάνατο.
Ένας γνωστός στους κύκλους τους υψηλόβαθμος μάγος με το όνομα Νικόλαος, με το προσωπικό του αεροπλάνο είχε έρθει από τη Σιβηρία, για να εκτελέσει την τιμωρία.
Τις ίδιες μέρες, ο πατήρ Αλέξιος, χωρίς να ξέρει όλο αυτό, είχε καλέσει τη δασκάλα, πρώην μάγισσα πλέον, στην εκκλησία για το Μυστήριο της Εξομολόγησης. Η εξομολόγηση έπρεπε να γίνει Σάββατο. Όταν η δασκάλα μπήκε στο ναό και πλησίασε στο αναλόγιο, όπου την περίμενε ο πατήρ Αλέξιος, κοίταξε πάνω και είδε κάτι που την τρόμαξε πολύ. Αυτή έστριψε και έτρεξε προς τα πίσω. Ο ιερέας την πρόλαβε, την ανάγκασε να επιστρέψει στο αναλόγιο και την προειδοποίησε:
– Δεν πάει έτσι. Μου υποσχέθηκες ότι θα μετανιώσεις για τις αμαρτίες σου, θα εξομολογηθείς. Αν δεν το κάνεις και δεν πάρεις άφεση αμαρτιών, δε θα σου επιτρέψω να φύγεις.
Εξομολογήθηκε και ανακουφισμένη βγήκε από την εκκλησία.
Εξορκισμός
Τις ίδιες μέρες, ο πατήρ Αλέξιος την πήγε για εξορκισμό στον πατέρα Αντώνιο, ο οποίος είχε κάνει εισήγηση για τα θύματα των σατανιστών, όπως αναφέραμε νωρίτερα. Είναι ένας από τους πολύ λίγους ιερείς που έχουν την ευλογία να τελούν ακολουθίες εξορκισμών. Αν και ο ίδιος προσπαθεί να μην αξιοποιεί αυτήν την ευλογία συχνά και δεν του αρέσει να το κάνει.
Ο πατήρ Αντώνιος λειτουργούσε τότε σε μικρό ναό. Αυτός στεκόταν μπροστά, κοντά στον άμβωνα, βυθισμένος ολοκληρωτικά στην προσευχή. Και η πρωταγωνίστριά μας – δασκάλα – στις πόρτες εισόδου. Όταν ο παππούλης, προσευχόμενος, γύριζε και την σταύρωνε, αυτή, που καθόταν στην είσοδο με κλειστά τα μάτια και χωρίς να ξέρει τι της έκανε, έκανε μια απότομη κίνηση να προφυλαχτεί, λες και την έκαιγε μια αόρατη φωτιά. Ψηλάφιζε την πόρτα για να βρει την κλειδαριά, να ανοίξει και να φύγει. Οι εργαζόμενοι στο ναό, βέβαια, γνωρίζοντας ότι κάτι τέτοιο μπορεί να συμβεί, όσο διαρκεί ο εξορκισμός, κλειδώνουν τις πόρτες του ναού και βγάζουν το κλειδί από την πόρτα.
Απρόσμενο τέλος
Μερικές μέρες μετά από την εξομολόγηση και τον εξορκισμό, την πλησιέστερη Τετάρτη, οι πρώην φίλοι σατανιστές της δασκάλας της λένε ότι εκείνος που είχε έρθει για την εκτέλεση της τιμωρίας, έπαθε ατύχημα και με βαριές κρανιοεγκεφαλικές κακώσεις μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο Σκλιφοσόβσκιϊ.
Ο πατήρ Αλέξιος ζήτησε από γνωστούς στρατιωτικούς να ελέγξουν τις πληροφορίες.
Άμεσα, αυτοί επιβεβαίωσαν ότι πράγματι ένας άνθρωπος ονόματι Νικόλαος, την Τετάρτη, είχε μεταφερθεί στο νοσοκομείο Σκλιφοσόβσκιϊ με κρανιοεγκεφαλικές κακώσεις που έπαθε σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα και μετά από λίγες μέρες, χωρίς να συνέλθει, πέθανε.
Ο πατήρ Αλέξιος ρώτησε τη δασκάλα, την οποία την είχε βγάλει από τα νύχια των σατανιστών:
– Τώρα καταλαβαίνεις ότι θα ήσουν εσύ στη θέση του, αν δεν είχες συμμετάσχει στην ακολουθία του εξορκισμού και το Μυστήριο της Εξομολόγησης;
– Καταλαβαίνω, – απάντησε εκείνη.
Επίλογος
Αν ένας σατανιστής όχι απλώς κόβει κάθε επαφή με τη σέχτα του, αλλά ασπάζεται ταυτόχρονα και την Ορθοδοξία, τότε οι πρώην συνεργοί του για κάποιο λόγο δεν τον καταδιώκουν
Ο πατήρ Αντώνιος, ο οποίος είχε τελέσει την ακολουθία του εξορκισμού στην πρωταγωνίστριά μας, στην ίδια εισήγηση, τόνισε ότι τα τελευταία χρόνια στο Κέντρο Αποκατάστασης απευθύνονται όλο και περισσότεροι πρώην και νυν σατανιστές. Δεν μπόρεσαν όλοι τους να αποχωρήσουν από τις σέχτες αυτές, φοβούμενοι την εκδίκηση. Αλλά είναι ενδιαφέρουσα η παρατήρησή τους ότι αν ένας σατανιστής όχι απλώς κόβει κάθε επαφή με τη σέχτα του, αλλά ασπάζεται ταυτόχρονα και την Ορθοδοξία και γίνεται συνειδητοποιημένος πιστός, τότε οι πρώην συνεργοί του για κάποιο λόγο δεν τον καταδιώκουν, αλλά τον αφήνουν στην ησυχία του. Η Ορθοδοξία γίνεται η καλύτερη προστασία από την εκδίκηση των σατανιστών.
Στο διαδίκτυο μπορεί να βρει κανείς βίντεο[1], όπου ένας πρώην σατανιστής, υψηλόβαθμος μάγος που ζει στις ΗΠΑ, στη Νέα Υόρκη, μιλάει με ειλικρίνεια για τον εαυτό του. Του παρουσιάζονταν οι δαίμονες, μιλούσε μαζί τους, αποκαλούσε τον διάβολο μπαμπάκα. Ομολογεί ότι έφερνε κατάρες στους ανθρώπους. Μπορούσε σε οποιοδήποτε άνθρωπο (και από απόσταση, με τη βοήθεια των αόρατων βοηθών) να στείλει οποιαδήποτε αρρώστια (οι άνθρωποι αρρώσταιναν από ογκολογικά, λέπρα, τρέλα). Μπορούσε να επιλέξει ένα θύμα και να το βάλει στη φυλακή, να το νεκρώσει μέσα σε λίγες εβδομάδες ή ακόμα και μέσα σε μια νύχτα.
Μόνο σε χριστιανό, ο οποίος έχει συνεχή επαφή με τον Θεό, ο σατανιστής αυτός δεν μπορούσε να κάνει τίποτα
Καυχιόταν ότι μπορούσε να κάνει οτιδήποτε σε άθεο, σε μουσουλμάνο, ακόμα και σε χριστιανό, αν αυτός ήταν μόνο κατ΄όνομα χριστιανός. Και μόνο σε χριστιανό, ο οποίος εκκλησιάζεται κάθε εβδομάδα, που προσεύχεται καθημερινά, που έχει συνεχή επαφή με τον Θεό, μόνο σε έναν τέτοιο άνθρωπο δεν μπορούσε να κάνει τίποτα.
Και στο τέλος, να θυμίσω ξανά τη φράση του πατέρα Αλέξιου, με την οποία τελείωσε την διήγησή του μπροστά στους φοιτητές της Θεολογικής Σχολής για την απελευθέρωση της ψυχής της σατανίστριας:
«Είναι μεγάλη η ευτυχία που ανήκουμε στην Ορθοδοξία, επειδή αυτοί μπορούν σε οποιονδήποτε άνθρωπο να κάνουν οτιδήποτε, αλλά σε μας (που εκκλησιαζόμαστε κάθε εβδομάδα, που εξομολογούμαστε, που κοινωνάμε, που έχουμε καθημερινή επαφή με τον Θεό μέσω της προσευχής) – ΤΙ – ΠΟ – ΤΑ».