Ιωάννης Φουρτούνας αποκλειστικά στην Romfea.gr
Ο άγιος Ανδρέας ο Ρώσος ο Ομολογητής είναι ένας από τους πολυπληθείς ομολογητές και μάρτυρες που παρέμειναν άγνωστα ο βίος και η άθλησή τους για τον Χριστό.
Η περιπετειώδης ζωή του, οι απάνθρωποι βασανισμοί, ως και η θαυμαστή ομολογία της χριστιανικής πίστεως συνέβησαν, σύμφωνα με τις μαρτυρίες της εποχής του, ως εξής:
Ο όσιος Ανδρέας γεννήθηκε στον Καύκασο σε ένα οικισμό Κοζάκων σε μια εποχή που οι Κοζάκοι ήδη από τα τέλη του 18ου αι. δεχόντουσαν συχνές επιθέσεις από τους Κιρκάσιους.
Οι Κιρκάσιοι έπαιρναν πολλούς αιχμαλώτους και είναι πιθανόν ο Ανδρέας, ενώ ήταν ακόμη μικρό αγόρι, να τον έπιασαν σε μια τέτοια επιδρομή και να τον πήραν μαζί τους.
Αργότερα αγοράστηκε από έναν Τούρκο έμπορο ψαριών που τον πήγε στην Κωνσταντινούπολη και εκεί τον πούλησε σε έναν Αιγύπτιο πλοίαρχο που τον έφερε στην Αίγυπτο.
Ο Ανδρέας κατάλαβε ότι κινδύνευε η ζωή του και είπε καθεατόν «Θα εργαστώ για τον αποστάτη μα δεν θα αλλάξω την πίστη μου και θα ζητήσω παρηγοριά από τον Κύριο».
«Ποιανού τον απασχολεί αν εγώ είμαι χριστιανός ή ακόμη και Εβραίος, αρκεί να εκπληρώνω όλες μου τις υποχρεώσεις με υπακοή και ευσυνειδησία;», μονολογούσε.
Αλλά ο φανατικός αφέντης του είχε άλλα σχέδια. Ένας Καυκάσιος να αλλάξει την πίστη του και να γίνει μουσουλμάνος θα ήταν καλή κίνηση και θα τον ανέβαζε στην κοινωνία του Καΐρου.
Επίσης, αλλαξοπιστώντας, θα είχε υλικά αγαθά, θα κατείχε υψηλές θέσεις στην κοινωνία, θα γινόταν ίσως υψηλόβαθμος στρατιωτικός ή κυβερνητικός αξιωματούχος.
Αυτοί που πουλιόντουσαν στα σκλαβοπάζαρα πουλούσαν με τη σειρά τους την πίστη τους είτε από φόβο είτε από το δέλεαρ των μελλοντικών αγαθών και μάλιστα ήταν πολύ φανατικοί.
Όμως ο Ανδρέας δεν ήταν πια παιδί και καταλάβαινε την ιερότητα της πίστης με την οποία είχε ανατραφεί και ήταν αποφασισμένος να διαφυλάξει απαραβίαστο τον θησαυρό της.
Ο Τούρκος βλέποντας τα σπάνια χαρίσματα του Ανδρέα, την ευγένεια της ψυχής και την εργατικότητά του προσπάθησε να τον δελεάσει και του έταξε να του δώσει την κόρη του!
Άρχισε να τον αποκαλεί Αμπτάλα (Θεόδουλος), ονομασία που προσήπταν σε νεοφώτιστους, ενώ ο Ανδρέας απαντούσε μόνον αν τον καλούσαν με το χριστιανικό του όνομα.
Προσευχόταν στο Θεό να τον ενδυναμώσει και μία μέρα που δεν άντεξε άλλο δήλωσε στον αφέντη του ότι ήταν έτοιμος να θυσιάσει τη ζωή του παρά να αρνηθεί την πίστη του.
Τότε ο αγάς άλλαξε τακτική και αποφάσισε να περάσει στις βρισιές, τις προσβολές, την κακομεταχείριση, τον αποκαλούσε «άπιστο σκυλί» και του φόρεσε βρώμικα κουρέλια.
Τον μαστίγωνε καθημερινά, τον άφηνε νηστικό και χωρίς καθόλου νερό, ενώ συνήθως του πετούσε ένα ξεροκόμματο μπαγιάτικου ψωμιού, όπως το πετάνε σε ένα σκύλο.
Όμως ο Ανδρέας σταθερός στην πατρώα πίστη του του έλεγε: «Εφέντη, είμαι έτοιμος να δουλέψω για σένα μέχρι να πεθάνω, μόνον μην με αναγκάσεις να αλλάξω την πίστη μου».
«Μάταια στενοχωριέσαι, δεν θα γίνω μουσουλμάνος. Θα παραμείνω στην ομολογία που παρέλαβα από τους γονείς μου και οι προσευχές τους είναι αυτές που με βοηθούνε»
Ο Τούρκος αφέντης ήταν σε αδιέξοδο γιατί δεν μπορούσε να τον κάνει μουσουλμάνο, αλλά και γιατί ο ίδιος ο μουλάς της περιοχής τον αποκάλεσε ανόητο που δεν τα είχε καταφέρει.
Έτσι μια μέρα που καθόταν με το ναργιλέ του σε ένα καφενείο ένας άλλος Τούρκος του τον ζήτησε και έβαλε στοίχημα ότι θα τον έκανε φανατικό μουσουλμάνο. Έτσι του τον έδωσε.
Ο νέος αφέντης σκληρόκαρδος και τα μάλα κακός του είπε εξαρχής: «Άκουσε άπιστο σκυλί, δεν θα μολύνεις το σπίτι μου με την απεχθή θρησκεία σου, αλλά θα γίνεις μουσουλμάνος».
«Ειδάλλως κινδυνεύεις από το πιο σκληρό θάνατο και από μεγάλα βασανιστήρια. Θα σε κάνω αληθινό μουσουλμάνο και θα απαρνηθείς την πίστη του Ναζωραίου Χριστού».
«Εφέντη, του είπε τότε ο δύστυχος Ανδρέας, μπορείς να βασανίσεις το σώμα μου αλλά η ψυχή μου ανήκει στο Θεό και δεν θα με αφήσει μόνον μου χωρίς τη βοήθειά και το έλεος Του».
Ο αφέντης του τον έβαλε μόνον του να εργάζεται στο μποστάνι που ήθελε τουλάχιστον τρεις άλλους εργάτες να το φέρουν εις πέρας κι επειδή δε το τελείωνε κάθε μέρα τον μαστίγωνε.
Μετά του έταζε μια όμορφη, άνετη ζωή, αλλά ο Ανδρέας έλεγε: «Θα σηκώσω τον σταυρό, χωρίς το θέλημά Του δεν θα πέσει ούτε μία τρίχα από το κεφάλι μου, ας γίνει το θέλημά Του!».
Τότε εξοργισμένος διέταξε τους μαύρους σκλάβους του να μαστιγώσουν εκατό φορές τα πέλματα των ποδιών του κι αυτοί τον κρέμασαν από τα πόδια του σε ένα μεγάλο κοντάρι.
Δύο από αυτούς κρατούσαν αυτό το κοντάρι στις άκρες του περίπου τριάντα ίντσες από το έδαφος και οι σύντροφοί τους άρχισαν να χτυπούν τον άτυχο Ανδρέα στα πέλματα.
Ο Ανδρέας άρχισε να φωνάζει, μετά βόγκηξε και τελικά σώπασε. Είχε χάσει τις αισθήσεις του. Ωστόσο, ούτε μια φορά δεν πρόφερε ούτε μια λέξη ζητώντας έλεος.
Όταν είδε ο Τούρκος ότι ήταν μισοπεθαμένος και ότι το αίμα έτρεχε από τα νύχια του, πρόσταξε να σταματήσουν τα βασανιστήρια και να τον πετάξουν στο κελάρι.
Οι πληγές του Ανδρέα τον βασάνιζαν, έντομα και ποντίκια και άλλα ερπετά όλη τη νύχτα οσμίζοντας το αίμα και τις πληγές βγήκαν από τις υγρές σχισμές του υπόγειου.
Σέρνονταν πάνω στο ζωντανό πτώμα του, κατέτρωγαν τις σάρκες του, ενώ ο άγιος παρακαλούσε τον Θεό να του δώσει ως χάρη και μέγα έλεος τον θάνατο.
Αλλά ακόμη πιο οδυνηρά βάσανα επιφύλασσαν στον μάρτυρα, βάσανα όπως των πρώτων Χριστιανών, εκείνων των μαρτύρων της εποχής του Νέρωνα και του Διοκλητιανού.
Η άρνησή του να ασπαστεί το Ισλάμ έριξε το τύραννο σε μανία. Διέταξε του μαύρους να τον δέσουν σε μια κολόνα και να χώσουν θραύσματα από καλάμια κάτω από τα νύχια του.
Αν και πόνεσε αβάσταχτα δεν αρνήθηκε την πίστη του και παρά το ότι και οι άλλοι σκλάβοι παρακαλούσαν για έλεος τελικά ο Ανδρέας κρεμάστηκε στα δεσμά του σαν νεκρός.
«Μέχρι πότε, μίζερε σκλάβε, θα με ταλαιπωρείς από την επίμονη προσκόλλησή σου στην αποτρόπαιη θρησκεία σου; είπε ο τύραννος. Ασπάσου το Ισλάμ και θα σε κάνω γιο μου!
Ο Ανδρέας όμως έγινε σαν βράχος και προσευχόταν με όλη τη ψυχή του: «Θεέ, το έλεός σου επ’ εμοί τω αμαρτωλώ! Πιστεύω, Κύριε, βοήθει μοι τη απιστία!».
Τότε ο βασανιστής διέταξε τους δούλους του να ζεστάνουν ένα ταντζέρι (δηλαδή ένα χάλκινο δοχείο) μέχρι να πυρωθεί και να του το φέρουν γρήγορα.
Ο εξαγριωμένος Μαμελούκος κάπνιζε σιωπηλά τις πίπες του, δημιουργώντας πυκνά σύννεφα καπνού, ενώ ο θυμός του έβραζε παράλληλα με το καζάνι των βασάνων.
Όταν του έφεραν αυτό το τρομερό όργανο βασανιστηρίων που κάπνιζε από τη πύρωση ο εφέντης σαν τίγρης έπεσε επάνω στο ανυπεράσπιστο θύμα του.
Πήρε μια λαβίδα από τον δούλο του, έπιασε το θερμαινόμενο ταντζέρι και το έβαλε αμέσως, σαν να ήταν καπέλο, πάνω από το κεφάλι του αγίου Ανδρέα.
Ο Ανδρέας τρεκλίστηκε και, με ένα βογγητό, έπεσε στο πάτωμα σαν να ήταν νεκρός. Το ταντζέρι έπεσε στη μία πλευρά και το δωμάτιο γέμισε με μια τρομερή δυσοσμία.
Ο μοχθηρός έμεινε άναυδος και κοίταξε το αθώο, μαρτυρικό θύμα του, ενώ τα μαλλιά, το μέτωπο, η μύτη, τα αυτιά, τα μάγουλα και ο λαιμός του αγίου είχαν κατακαεί.
Ο Ανδρέας μόλις και μετά βίας ανέπνεε και δεν έβγαζε κανέναν ήχο. Ο τύραννος, νομίζοντας ότι θα πέθαινε, τον κλώτσησε και πρόσταξε να τον πετάξουν.
Ο όσιος με τη βοήθεια των άλλων δούλων που ευαισθητοποιήθηκαν μετά από αυτό το φρικτότατο μαρτύριο συνήλθε ολίγον και παρέμεινε εν ζωή.
Παρακαλούσε τον Κύριο να του δώσει το στέφανο του μαρτυρίου, αλλά ο Θεός του έδωσε όχι το τέλος της ζωής, αλλά το τέλος των θλίψεών.
Ένας Αρμένης σαράφης (αργυραμοιβός) που επισκέφτηκε τον εφέντη και γνώριζε για το πάθημα του οσίου Ανδρέα, τον έφερε προ των ευθυνών του εάν πέθαινε ο λευκός Ρώσος.
Του πρότεινε δε, για να τον απαλλάξει από το πρόβλημα με το ρωσικό προξενείο, να αγοράσει αυτός τον δούλο του και έτσι να του κάνει μία μεγάλη εκδούλευση και εκείνος δέχτηκε.
Όταν βρέθηκε στο σπίτι του Αρμένη ο Ανδρέας ξέσπασε σε κλάματα. Όμως ο Αρμένης, έτσι ανάπηρος που ήταν, θέλησε να τον βοηθήσει και τον πήγε στον Πατριάρχη Αλεξανδρείας.
Ο Έλληνας Πατριάρχης τον δέχτηκε με συγκίνηση ως έναν αληθινό ομολογητής της πίστεως και του υποσχέθηκε αφού αναρρώσει στο νοσοκομείο να τον έστελνε στην Ρωσία.
Όμως ο Ανδρέας είπε ότι το πιο πιθανό είναι να πεθάνει στο πλοίο της επιστροφής, ούτε γονείς είχε πλέον, μα ούτε και δουλειά θα μπορούσε να κάνει διά τα προς το ζην.
Ζήτησε από τον Προκαθήμενο του Αλεξανδρινού Θρόνου να τον τοποθετήσει σε ένα εκκλησιαστικό χώρο όπου να υπηρετήσει, και εκείνος τον έβαλε στον Άγιο Γεώργιο.
Το μοναστήρι του Αγίου Γεωργίου στο Παλαιό Κάιρο είναι στη θέση της αρχαίας Βαβυλώνας επάνω σε ένα από τους πύργους της πόλης, ενώ εκεί είναι και το κοιμητήριο των Ελληνορθοδόξων.
Δίπλα στην ροτόντα της Μονής υπήρχε τότε ένα παρεκκλήσιο με την θαυματουργή εικόνα του αγίου Γεωργίου που έκανε πολλά θαύματα και σε χριστιανούς αλλά και σε αλλόθρησκους.
Επίσης στη Μονή λειτουργούσε και νοσοκομείο, γηροκομείο και ένα πτωχοκομείο όπου φιλοξενούνταν 12 πτωχοί από την κοινωνία των χριστιανών της Ορθοδόξου Εκκλησίας.
Ο άγιος υπηρέτησε στο παρεκκλήσιο με την εικόνα του αγίου, εκεί που γύρω από την κολόνα ήταν αλυσοδεμένοι οι επιληπτικοί που η χάρη του αγίου Γεωργίου τους θεράπευε,
Καθάριζε το παρεκκλήσι, το καθολικό και όλους τους σκοτεινούς διαδρόμους της Μονής έχοντας ένα ζεμπίλι (καλάθι) στους ώμους του και μία σκούπα ανά χείρας.
Παρ’ όλα τα τραύματά του δεν έλειψε από καμιά ακολουθία της Μονής, ενώ όλη την ημέρα έλεγε στα ελληνικά το «Κύριε ελέησον!», καθώς και προσευχές που έμαθε από τους γονείς του.
Οι Αραβόφωνοι τον θεωρούσαν άγιο και επειδή ήταν πτωχός του έδιναν δώρα, που όμως αυτός δεν τα κρατούσε για τον εαυτό του, αλλά τα μοίραζε σε πιο φτωχούς Άραβες.
Ο άγιος Ανδρέας ο Ρώσος έζησε για δώδεκα χρόνια υπό τη φροντίδα της Μονής του Αγίου Γεωργίου και κοιμήθηκε κατά τη δεκαετία του 1850 στο κοιμητήριο της Μονής.
Όταν αισθάνθηκε το τέλος του πήγε στο πτωχοκομείο της Μονής και ζήτησε από τον ιερέα να κοινωνήσει των αχράντων μυστηρίων πράγμα που θαύμασαν όλοι και τον σεβάστηκαν.
Μετά τη νεκρώσιμη ακολουθία στον ναό της Παναγίας ενταφιάστηκε στο κοιμητήριο των πατέρων και αδελφών της Μονής, ενώ η μνήμη εορτάζεται στις 4/17 Ιουλίου.
Η ζωή του θα μας ήτο άγνωστη, εάν ο όσιος Ανδρέας δεν τα εξομολογείτο εις τον πνευματικό του πατέρα, έναν ιερέα που είχε βρει καταφύγιο στο σπίτι της ελεημοσύνης.
Σε αυτόν τα τελευταία 4 χρόνια της ζωής του αποκάλυψε ολίγα από τα μεγάλα του βάσανα, ειδάλλως ήτο τόσον ταπεινός που δεν είχε πει σε κανέναν τίποτε για το παρελθόν του.
Αναδείχτηκε ένας αληθινός στρατιώτης και ένας ακαταμάχητος ομολογητής του Χριστού με οδυνηρές πληγές που έφερε το σώμα του μέχρι το θάνατό του.
Όσιε πάτερ και ευλογημένε ομολογητά της πίστεώς μας για τα βάσανά σου για την χριστιανική πίστη ο Κύριος σε δοξάζει εις την βασιλείαν των Ουρανών!
Άγιε Ανδρέα Ομολογητά του Χριστού πρέσβευε υπέρ ημών!