Γιατί γνωρίζουμε τόσο λίγα για την δικαία Άννα, τη μητέρα της Υπεραγίας Θεοτόκου και γιατί την τιμά η Εκκλησία; Αυτά τα ερωτήματα απευθύναμε στον κ.Μιχαήλ Γεώργιεβιτς Σελεζνιόβ, φιλόλογο και μελετητή της Βίβλου. Είναι Αναπληρωτής Καθηγητής στη Σχολή Ανατολικών Πολιτισμών και Αρχαιότητας του Ρωσικού Κρατικού Πανεπιστημίου Ανθρωπιστικών Σπουδών και Διευθυντής του Τομέα Βιβλικών Σπουδών στο Μεταπτυχιακό και Διδακτορικό Πρόγραμμα «Άγιοι Κύριλλος και Μεθόδιος»,.
Μιχαήλ Γεώργιεβιτς, γιατί η Βίβλος δεν αναφέρει τίποτα σχετικά με τη ζωή της δικαίας Άννας;
Το θέμα είναι ότι τα κείμενα της παλαιοχριστιανικής λογοτεχνίας γενικώς πολύ λίγο αναφέρονται σε καθημερινές λεπτομέρειες της ζωής των πρωταγωνιστών, στην παιδική τους ηλικία ή στις σχέσεις που είχαν με τους οικείους τους. Τα Ευαγγέλια πολύ φειδωλά αναφέρονται ακόμα και στην παιδική ηλικία του Ιησού Χριστού. Το κατά Μάρκον Ευαγγέλιο ξεκινάει από τη Βάπτιση, το κατά Ιωάννη Ευαγγέλιο, μετά τον πρόλογο για τον Λόγο, επίσης, μπαίνει απευθείας στη Βάπτιση. Όσον αφορά το κατά Ματθαίο και το κατά Λουκά Ευαγγέλια, εκεί, πράγματι, υπάρχουν διηγήσεις για τη γέννηση και την παιδική ηλικία του Ιησού. Ωστόσο, αυτές οι διηγήσεις δεν είχαν γραφεί με σκοπό να αναφερθούν σε κάποιες πρόσθετες καθημερινές λεπτομέρειες, αλλά με σκοπό να προσδώσουν συμβολικό βάρος σε αυτά τα κείμενα. Για παράδειγμα, ο Ματθαίος αναφέρει τη γενεαλογία του Χριστού για να συνδέσει την παλαιοδιαθηκική ιστορία με την καινοδιαθηκική. Αλλά απλές καθημερινές λεπτομέρειες (για παράδειγμα, πώς ήταν ο Ιησούς, τι χρώμα ήταν τα μάτια Του και τα μαλλιά Του) δεν ενδιαφέρουν πολύ, δυστυχώς, τους ευαγγελιστές.
Οι πρώτοι χριστιανοί είχαν την αίσθηση ότι έρχεται η συντέλεια του κόσμου, ότι είναι πολύ κοντά, ότι μπορεί να έρθει από μέρα σε μέρα, γι΄αυτό, οι ιστορικές λεπτομέρειες και καθημερινές συνήθειες δεν ήταν σημαντικές. Σημαντικό ήταν το ότι όπου να΄ ναι θα αρχίσει η νέα εποχή, ο νέος κόσμος. Αυτά ήταν στο επίκεντρο της προσοχής της πρώτης γενιάς των χριστιανών. Ο Απόστολος Παύλος βίωσε τη μεταστροφή του στο δρόμο προς τη Δαμασκό, τότε που ζούσαν ακόμα άνθρωποι που είχαν δει τον Χριστό. Μπορούσε να απευθυνθεί σε αυτούς και να ζητήσει να του διηγηθούν τα πάντα όσο το δυνατόν λεπτομερέστερα (όπως θα έκανε οποιοσδήποτε από μας, αν είχε μια τέτοια ευκαιρία!). Όμως, για τον Απόστολο Παύλο ήταν αρκετή η εμφάνιση του Αναστάντα Κυρίου. Δεν απευθύνθηκε στους Αποστόλους που γνώριζαν τον Χριστό στην επίγεια ζωή Του. Ούτε συμβουλεύτηκε τους ανθρώπους «από σάρκα και αίμα» για να μάθει λεπτομέρειες της ζωής του Χριστού (Γαλ.1, 15-17)… Αυτό δεν είναι το σημαντικό για τον Απόστολο.
Ο εναγκαλισμός των δικαίων Ιωακείμ και Άννας στις Χρυσές Πύλες, 16ος αιώνας Και πώς να εκλάβουμε το ότι τα γεγονότα της ζωής της δικαίας Άννας προέρχονται, ως επί το πλείστον, από παλαιοχριστιανικά απόκρυφα;
Όταν πέρασαν πολλές δεκαετίες από την εποχή που ζούσε ο Ιησούς, τότε η συντέλεια του κόσμου σταμάτησε να προσλαμβάνεται ως κοντινή πραγματικότητα και μεταφέρθηκε στο αόριστο μέλλον. Οπότε, προέκυψε πιο δυνατό το ενδιαφέρον για τα γεγονότα, με τα οποία είχε ξεκινήσει ο χριστιανισμός, για τις μικρές λεπτομέρειες και για το πώς ζούσαν οι άνθρωποι, για τους οποίους κάνει λόγο το Ευαγγέλιο. Όμως, η εποχή του Ιησού Χριστού ήδη είχε γίνει παρελθόν, οπότε ήταν αδύνατον να αναζητήσει κανείς και να ρωτήσει αυτόπτες μάρτυρες.
Παρόλο που αυτόπτες μάρτυρες δεν υπάρχουν, προκύπτει το ενδιαφέρον να συμπληρώσουν το Ευαγγέλιο, να το χρωματίσουν, όπως συμβαίνει με την απλή λαϊκή λογοτεχνία. Έτσι, εμφανίζονται τα αφηγήματα για την παιδική ηλικία του Χριστού, για την παιδική ηλικία της Παρθένου Μαρίας, για τους γονείς Της. Από αιώνα σε αιώνα αυτά τα αφηγήματα αποκτούν όλο και πιο πολύ λεπτομερειακό και λογοτεχνικό χαρακτήρα.
Βεβαίως, σε τέτοια αφηγήματα υπάρχει βάση αλήθειας, αλλά δεν είναι ιστορική αλήθεια. Πρόκειται για την αλήθεια που κατοικεί στα σύμβολα και πρέπει να μιλάμε, πρώτα από όλα, για το θεμελιωμένο σε αυτούς τους θρύλους ηθικό και δογματικό νόημα. Νομίζω πως δεν είναι σωστό να μιλάμε ότι πίσω από αυτά τα αφηγήματα βρίσκονται κάποιες ιστορικές πραγματικότητες. Αυτά τα κείμενα μιλάνε για άλλα. Μας δόθηκαν για άλλο σκοπό.
Γνωρίζουμε ότι οι γονείς της Υπεραγίας Θεοτόκου – οι δίκαιοι Ιωακείμ και Άννα – για πολλά χρόνια δεν είχαν τέκνα. Πώς αντιμετώπιζαν στο αρχαίο Ισραήλ μια οικογένεια που δεν είχε παιδιά;
Όχι μόνο στο αρχαίο Ισραήλ, αλλά και γενικώς στην αρχαία Μέση Ανατολή, τα παιδιά θεωρούνταν ευλογία του Θεού. Η ατεκνία, με τη σειρά της, θεωρούνταν μεγάλη συμφορά. Βέβαια, ακριβώς εκείνη την εποχή, για την οποία μιλάμε, μαζί με τα ιδανικά της οικογενειακής ζωής, στο Ισραήλ κάνει την εμφάνισή του μια μορφή πρώιμου μοναχικού ιδεώδους. Τα μέλη της κοινότητας Κουμράν, συγκεκριμένα, εφάρμοζαν την αγαμία και την παρθενία. Δηλαδή, ακριβώς στο κατώφλι της Καινής Διαθήκης άρχισε να αλλάζει (τουλάχιστον σε ορισμένους κύκλους) η αντίληψη των αρχαίων Εβραίων, σύμφωνα με την οποία ο γάμος και τα παιδιά είναι κανόνας και η απουσία παιδιών είναι συμφορά. Τα λόγια του Ιησού και του Αποστόλου Παύλου για την αγαμία δεν ήταν πλέον έκπληξη για τους ακροατές τους.
Η Κολακεία της Θεοτόκου. Οι Άγιοι δίκαιοι Ιωακείμ και Άννα Το αρχαιότερο μνημείο που αφηγείται την ιστορία των γονέων της Υπεραγίας Θεοτόκου, των Αγίων Ιωακείμ και Άννας, είναι το λεγόμενο «Πρωτευαγγέλιο του Ιακώβου» που γράφτηκε όχι νωρίτερα από το β΄ μισό του 2 αιώνα μ.Χ. Όπως σημειώνουν ερευνητές, σε αυτό πολλά είναι δανεισμένα από παλαιοδιαθηκικά κείμενα. Οι ιστορίες για την ατεκνία ηλικιωμένων, η οποία είναι για αυτούς ένδειξη ασπλαχνίας του Θεού και τεράστια θλίψη, για την προσευχή τους στον Θεό, για το θαύμα που συντελείται με τη γέννηση παιδιού σε προχωρημένη ηλικία, αναφέρονται σε μια σειρά από παλαιοδιαθηκικές διηγήσεις (για τον Αβραάμ και τη Σάρρα, για τον Ισαάκ και τη Ρεβέκκα).
Ιδιαίτερα οικείοι είναι οι σχετικοί στίχοι του «Πρωτευαγγελίου του Ιακώβου» με την ιστορία του Ελκανά και την Άννας (γονέων του προφήτη Σαμουήλ), η οποία περιλαμβάνεται στα πρώτα κεφάλαια του Α΄ βιβλίου των Βασιλέων. Έτσι, οι ιστορίες που διαδραμάτιζαν σημαντικό ρόλο για την Παλαιά Διαθήκη, επανήλθαν και στην Καινή.
Είναι γνωστό ότι η δικαία Άννα γέννησε σε πολύ προχωρημένη ηλικία. Μπορούμε αυτό να το θεωρήσουμε αδιαμφισβήτητο θαύμα του Θεού;
Η Παράδοση το βλέπει αποκλειστικά ως θαύμα. Μόνο σε αυτήν την περίπτωση συνδιαλέγονται η Καινή με την Παλαιά Διαθήκη. Μόνο σε αυτήν την περίπτωση η ιστορία της σύλληψης της Υπεραγίας Θεοτόκου αποκτάει το ηθικό της νόημα, γίνεται μάθημα υπομονής και ελπίδας. Ακόμα μια φορά να το επαναλάβω ότι δεν έχουμε να κάνουμε με ένα συγκεκριμένο ιστορικό γεγονός, αλλά με το συμβολικό του νόημα. Όταν δεν υπάρχει θαύμα, τότε δεν υπάρχει ούτε συμβολικό νόημα.
Για ποιο λόγο συγκεκριμένα τιμά η Ορθόδοξη Εκκλησία την δικαία Άννα;
Η Εκκλησία τιμά όλους τους Προπάτορες (και τις γυναίκες τους, εννοείται) που έχουν σχέση με την γενεαλογία του Σωτήρα. Όμως, η διήγηση για τους γονείς της Υπεραγίας Θεοτόκου, όπως έχω ήδη τονίσει, φέρει και η ίδια σημαντικό νοηματικό βάρος. Όπως και στην περίπτωση των ανάλογων παλαιοδιαθηκικών αφηγήσεων, πρόκειται για τη δοκιμασία της πίστης. Και για τη δοκιμασία της οικογένειας (και, συγκεκριμένα, της δικαίας Άννας), η οποία βιώνει συμφορά λόγω της ατεκνίας της. Όμως, στους μελλοντικούς γονείς της Υπεραγίας Θεοτόκου συνεχίζουν να ζουν η πίστη, η ελπίδα, η υπομονή, η προσευχή. Και γίνεται το θαύμα. Αυτός ο συνδυασμός και αλληλουχία συμφοράς, ελπίδας, υπομονής, προσευχής, θαύματος, μας δίνει ένα συγκεκριμένο ηθικό μάθημα: «ο πιστός δε θα καταισχυνθεί».